|
ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΑΣΙΔΑΣ |
Παναγία της Αυγασίδας
Το μοναστήρι της Παναγίας της Αυγασίδας βρισκόταν κοντά στο κατεχόμενο χωριό Μηλιά, 15 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αμμοχώστου. Η ονομασία του μοναστηριού, Αυγασίδα, αποτελεί προσωνυμία της Παναγίας, από το ρήμα αυγάζω = ρίχνω φως, φωτίζω, απ’ όπου και αυγή. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι αυτό και ούτε γνωρίζουμε πολλά για την ιστορία του. Η πρώτη γραπτή αναφορά στο μοναστήρι της Αυγασίδας βρίσκεται σε ιταλική περιγραφή της Κύπρου του τέλους του 15ου αιώνα, που αντέγραψε ο Φραγκίσκος Βουστρώνιος το 1533. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (18ος αιώνας) αναφέρει ότι το μοναστήρι της Αυγασίδας βρίσκεται στη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. Το 1896 μελέτησε το ναό του μοναστηριού ο Καμίλ Ανλάρ (Camille Enlart). Στο έργο του για τα γοτθικά μνημεία της Κύπρου περιγράφει το βόρειο κλίτος του ναού, που το τοποθετεί στο τέλος του 15ου αιώνα.
Δυστυχώς πληροφορίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα στα τέλη του 1990 αναφέρουν ότι οι Τούρκοι κατεδάφισαν και κατέστρεψαν εντελώς την εκκλησία της Παναγίας Αυγασίδας, του 15ου αιώνα. Η πρόσφατη όμως έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μονή της Αυγασίδας κατεδαφίστηκε με διαταγή του Tούρκου στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της περιοχής από τα τουρκικά στρατεύματα το 1974. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική, κι από το σημαντικό αυτό οικοδόμημα-μνημείο των Μεσαιωνικών χρόνων δεν σώζεται τώρα απολύτως τίποτα. Δεν είναι γνωστή η τύχη των εικόνων και των διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών. Το αρμόδιο Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας κατήγγειλε την καταστροφή στην UNESCO, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων, στο Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, στη Διεθνή Ένωση Βυζαντινών Σπουδών, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και σε άλλα διεθνή σώματα και οργανώσεις. Η κατεδάφιση του μνημείου αυτού από τους Τούρκους και η πλήρης εξαφάνισή του δεν γνωρίζουμε με ποιο σκεπτικό έγινε. Εντάσσεται όμως στο πλαίσιο της προσπάθειας για εξαφάνιση κάθε ελληνικού ίχνους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Το μοναστήρι αυτό απετελείτο από δυο συνεχόμενα μοναστηριακά οικήματα και το ναό. Αρχαιότερο ήταν το μοναστηριακό οίκημα με τη μορφή κεφαλαίου Γ που βρισκόταν στα δυτικά του ναού και ήταν σύγχρονό του. Το μεγάλο μοναστηριακό οίκημα με μορφή Π που βρισκόταν ανατολικά του ναού, ήταν μεταγενέστερο και κτίστηκε τον 18ο αιώνα. Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα που σώζονταν στο μοναστήρι ήταν μαρμάρινες παλαιοχριστιανικές κολόνες που στήριζαν τα τόξα της ανατολικής πτέρυγας του γαμματόσχημου μοναστηριακού οικήματος. Όμως τα αρχιτεκτονικά αυτά λείψανα δεν υποστήριζαν ότι το υφιστάμενο μοναστήρι αντικατέστησε άλλο της Παλαιοχριστιανικής περιόδου γιατί, όπως είναι πολύ πιθανό, οι κολόνες μπορεί να μεταφέρθηκαν εκεί από τη Σαλαμίνα.
Το αρχαιότερο τμήμα του μοναστηριού ήταν η εκκλησία. Ήταν δίκλιτη και το νότιο κλίτος της ήταν του τύπου του μονόκλιτου με τρούλλο και ευρύτερο και παλαιότερο του βόρειου. Το βόρειο κλίτος προστέθηκε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα και καλυπτόταν από δυο γοτθικά σταυροθόλια. Τότε γκρεμίστηκε ο βόρειος τοίχος του αρχικού ναού και αντικαταστάθηκε από δυο γοτθικά τόξα. Τα τόξα αυτά στηρίζονταν σε δυο ημικίονες, που αποτελούνταν από τρεις ενωμένους κίονες, στον ανατολικό και στον δυτικό τοίχο, και ένα ελεύθερο τετραπλό κίονα με κιονόκρανα απλά που έμοιαζαν με αντεστραμμένες βάσεις. Το ενδιάμεσο, που χώριζε στα δυο το βόρειο κλίτος, στηριζόταν σε προβόλους στον βόρειο τοίχο και στο ενδιάμεσο των δυο τόξων που ένωναν τα δυο κλίτη. Στον ένα από τους δυο προβόλους υπήρχε σκαλισμένη γυναικεία μορφή με σταυρό στον λαιμό. Τον 16ο αιώνα προστέθηκαν οι τέσσερις τοξωτές αντηρίδες, τρεις στον δυτικό τοίχο και μια στο δυτικό τμήμα του βόρειου τοίχου του ναού.
Στον τρούλλο του νότιου κλίτους σώζονταν αξιόλογες τοιχογραφίες του 15ου αιώνα. Στο κέντρο, μέσα σε κυκλική ίριδα, εικονιζόταν ο Παντοκράτωρ σαν Δίκαιος Κριτής. Ολόγυρα υπήρχε ο Θρόνος της Ετοιμασίας με τη Δέηση, την Θεοτόκο, τον Πρόδρομο και αγγέλους σε δυο ομάδες που συνέκλιναν προς τον Θρόνο της Ετοιμασίας. Πιο χαμηλά εικονίζονταν σε θρόνους οι απόστολοι, όπως και στον τρούλλο του ναού του Αντιφωνητή.
Το εικονοστάσιο του ναού εχρυσώθη, όπως αναφέρει επιγραφή στην ποδιά, κάτω από την εικόνα του Προδρόμου στο νότιο κλίτος, το 1781 επί αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, από τους ζωγράφους αρχιμανδρίτη Λεόντιο και πρωτοσύγκελλο Φιλάρετο του μοναστηριού του Αγίου Ηρακλειδίου. Οι δυο αυτοί ζωγράφοι ζωγράφισαν και τη Σταύρωση, τα βημόθυρα, το Δωδεκάορτο, τη μεγάλη Δέηση, και τις εικόνες της Θεοτόκου, του Προδρόμου, του αρχαγγέλου Μιχαήλ, του αγίου Γεωργίου και των ευαγγελιστών στον άμβωνα. Η εικόνα του Χριστού έγινε το 1763, με δαπάνη του αρχιεπισκόπου Παϊσίου. Το 1759 έγινε η εικόνα των αγίων Τρύφωνος, Ευσταθίου και Ιουλιανού από τον ζωγράφο ιερομόναχο Ιωαννίκιο. Παλαιότερη ήταν η εικόνα του Χριστού στο εικονοστάσιο του βόρειου κλίτους, που έγινε το 1729 επί αρχιεπίσκοπου Σιλβέστρου, με δαπάνη του ιερομόναχου Κυρίλλου. Πολύ παλαιότερες είναι δυο άλλες εικόνες: Η Παναγία Γλυκοφιλούσα, του 16ου αιώνα που σώθηκε και σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', και μια άλλη Παναγία, κατεστραμμένη, με τις μορφές προφητών (;) σε καλή κατάσταση στο πλατύ πλαίσιό της, η οποία ήταν του 14ου ή 15ου αιώνα. Η τύχη των εικόνων του ναού είναι άγνωστη. Το μοναστηριακό κτίριο στα βόρεια του ναού απετελείτο από σειρά δωματίων κτισμένων με πέτρες και καλυμμένων από κτιστούς θόλους. Η στοά με την τοξοστοιχία μπροστά από τα δωμάτια αυτά ήταν μεταγενέστερη και τα τόξα στηρίζονταν σε παλαιοχριστιανικούς κίονες.
Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια Polignosi
|