ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ

 

Παναγία η Αχειροποίητος του Καραβά

 

Παναγία η Αχειροποίητος Κύπρου

Το μοναστήρι της Αχειροποιήτου βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της αρχαίας Λαπήθου (Λάμπουσας), κι είναι κτισμένο στην ακρογιαλιά, κοντά στον Καραβά στην επαρχία Κερύνειας στην Κύπρο. Το μοναστήρι χτίστηκε περίπου στα τέλη του 11ου και αρχές του 12ου αιώνα, στα θεμέλια μιας ερειπωμένης χριστιανικής εκκλησίας του 6ου αιώνα, και είναι ένα από τα πιο αξιόλογα βυζαντινά μνημεία της Μεγαλονήσου. Κατά την ευσεβή παράδοση ο ναός ονομάζεται Αχειροποίητος διότι δεν τον ίδρυσε ανθρώπινο χέρι στο σημείο που βρίσκεται. Το καθολικό της μονής γιορτάζει στις 15 Αυγούστου επέτειο της κοίμησης της Θεοτόκου και στις 16 Αυγούστου ημέρα του Ιερού Μανδηλίου.

 

 

Ιστορία

 

Η Αχειροποίητος της Λαπήθου, όπως αναφέρει ένας θρύλος, ήταν κτισμένη στην Μ. Ασία. Όταν οι Τούρκοι επρόκειτο να κάψουν την Μικρά Ασία η Παναγία, που είχε τον ναό της στ' αντικρινά παράλια, τον σήκωσε από εκεί που ήταν και τον μετέφερε μαζί με το μοναστήρι στην Κύπρο, στις ακτές της Λάμπουσας, για να τον σώσει από τους Τούρκους. Αυτή η παράδοση εξηγεί και το όνομα του μοναστηριού, αχειροποίητος δηλαδή δεν την έκτισε ανθρώπινο χέρι. Η ίδια η Παναγία δια της δύναμης Του Υιού Της σήκωσε ολόκληρο το μοναστήρι και το απίθωσε στην περιοχή Λάμπουσα της Κύπρου.

 

Σύμφωνα με το μύθο, το σάβανο του Ιωσήφ της Αριμαθείας κρατήθηκε κάποτε στο μοναστήρι και μεταφέρθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας, το 1452, όπου παραμένει σήμερα και είναι τώρα γνωστό ως Σινδόνη του Τορίνου. Το μοναστήρι σύντομα έγινε γνωστό και τελικά έγινε το θρησκευτικό κέντρο της περιοχής. Το μοναστήρι ήταν η έδρα του Επισκόπου Λαμπούσας, ενός από τους 15 Επισκόπους του νησιού έως το 1222.

Ο Κύπριος χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος το αναφέρει περιστασιακά το 1473, σε μια περίπτωση συνωμοσίας για παράδοση του κάστρου της Κερύνειας στην βασίλισσα Καρλόττα. Ο Βουστρώνιος αναφέρει ότι το Μοναστήρι της Αχειροποιήτου γιόρταζε στις 15 Αυγούστου κι ότι όλη η Κερύνεια πήγαινε στη γιορτή. Απ' αυτό φαίνεται ότι το Μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο.

Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκι επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1735 και αναφέρει ότι τότε είχε 9-10 μοναχούς. Λίγο αργότερα το Μοναστήρι λεηλατήθηκε και η Αχειροποίητος Μορφή του Χριστού κατασπάσθηκε, όπως μας πληροφορούσε επιγραφή στην ποδιά κάτω από την εικόνα της Παναγίας στο εικονοστάσιο του 1765. Την καταλήστευση και την πυρπόληση του μοναστηριού από Τούρκους που είχαν έρθει από την Καραμανιά αναφέρει και ο Γερμανός περιηγητής Πέτερμαν, που το επισκέφθηκε το 1851. Ο Πέτερμαν γράφει ότι ενενήντα χρόνια πριν από την εποχή του, Τούρκοι κλέφτες από την Καραμανιά λήστεψαν το Μοναστήρι και το έκαψαν μαζί με τη βιβλιοθήκη του.

 

Από τις εικόνες ξεχωρίζει η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας μέσα στην οποία μάλιστα θεωρείται ότι βρίσκεται μέρος του Ιερού Μανδηλίου. Στο κάτω μέρος της εικόνας σώζεται επιγραφή η οποία αναφέρει ότι ο ιερομόναχος Φιλόθεος το 1765 κατασκεύασε νέα εικόνα της Παναγίας μέσα στην οποία τοποθέτησε "μέρος λινούπανιού", το οποίο βρήκε στην παλιά εικόνα που έσπασαν οι Τούρκοι κατά την λεηλασία έναντι της μονής το 1765.

Διότι, σύμφωνα με μια άλλη τοπική παράδοση ο Άγιος Ευλάλιος (περίπου 3ος αιώνας), ο πρώτος επίσκοπος της Λάμπουσας, συνδέεται με τη μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, από την Έδεσσα στην περιοχή της Λάμπουσας. Μετά τον θάνατο του Άβγαρου το Μανδήλιο, που παρέμεινε στην πόλη της Έδεσσας, θέλησε να το καταστρέψει ο γιος του Άβγαρου που ήταν ειδωλολάτρης. Τότε ο Ευλάλιος πήρε το Μανδήλιο κρυφά για να το προστατέψει. Έφτασε στην ακρογιαλιά και επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο που ταξίδευε για την Κύπρο. Βρέθηκε στην Λάμπουσα όπου έκτισε μονή την οποία αφιέρωσε στην αχειροποίητη εικόνα του Χριστού.

 

Το 1821 οι Τούρκοι καρατόμησαν τον ηγούμενο του Μοναστηριού Μελέτιο και το διάδοχό του, γνωστός με το επώνυμο Φασούλας, για την εθνική δράση τόσο των ιδίων, όσο και του μοναστηριού. Μετά το 1821 το μοναστήρι άρχισε να παρακμάζει και έπαψε να λειτουργεί στις αρχές του 20ού αιώνα. Από τότε το Μοναστήρι πέρασε στην διαχείριση της Μητρόπολης Κερύνειας σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο αφού είχε μείνει χωρίς μοναχούς. Κατά το 1860 λειτουργούσε στο συνοδικό του Μοναστηριού ελληνικό σχολείο. Η Μονή έπαψε να είναι Μοναστήρι διατηρήθηκε όμως σαν Ναός της Παναγίας και του Αγίου Μανδηλίου. Μετά την ανεξαρτησία, οι Έλληνες στρατιώτες κλήθηκαν και έμειναν στα κελιά του μοναστηριού και μετά την Τουρκική εισβολή στη Κύπρο το Μοναστήρι λεηλατήθηκε και μετατράπηκε σε στρατώνα του Τουρκικού Στρατού και παραμείνει έτσι μέχρι σήμερα. Το συγκρότημα εξακολουθεί να είναι κλειστό για το κοινό. Την ανακαίνισή του έχει αναλάβει το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κερύνειας.

 

 

Αρχιτεκτονική

 

Η Αχειροποίητος είναι κτισμένη στον τύπο των Βυζαντινών μοναστηριών, στην μέση το καθολικό και γύρω - γύρω τα κελιά των μοναχών. Είναι σταυροειδής με δύο τρούλους. Ο κύριος Ναός και ο νάρθηκας είναι βυζαντινό κτίσμα, ενώ ο εξωνάρθηκας είναι γοτθικού ρυθμού της εποχής της Φραγκοκρατίας. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η συνεχής ανοικοδόμηση είχε ως αποτέλεσμα να έχει αρχιτεκτονικά στιλ από διαφορετικές χρονικές περιόδους, συμπεριλαμβανομένων των παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών, Λουζινιάν, γοτθικών και φραγκικών. Το σημερινό κτίριο έχει δύο θόλους και γοτθικό νάρθηκα.

 

Αποτελείται από ένα διώροφο κτίριο σε σχήμα Γ, που κλείει την βόρεια πλευρά και μέρος της δυτικής πλευράς, με επάλληλες στοές, μπροστά στα κελιά, που στηρίζονται σε τόξα. Το μοναστηριακό αυτό κτίριο είναι του 18ου αιώνα. Στο ανατολικό ήμισυ του νότιου περιβόλου είναι κτισμένα τρία ισόγεια δωμάτια με στοά που στηρίζεται σε τοξοστοιχία. Τα δωμάτια αυτά, που είχαν ερειπωθεί, επισκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 και αργότερα διαμορφώθηκαν σε μικρό μουσείο. Σ' αυτό είχαν τοποθετηθεί μωσαϊκά δάπεδα που αφαιρέθηκαν από παρακείμενο χώρο στ' ανατολικά του μοναστηριού και αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονταν είτε από την παλαιοχριστιανική βασιλική πάνω στην οποία είναι κτισμένη η εκκλησία του μοναστηριού, είτε και από τον χώρο της αρχαίας Λαπήθου (Λάμπουσας). Την ανατολική πλευρά και το δυτικό ήμισυ της νότιας πλευράς και την δυτική πλευρά κλείει μανδρότοιχος.

 

Στο κέντρο περίπου της αυλής είναι κτισμένη η εκκλησία του μοναστηριού. Είναι κτισμένη στο κεντρικό κλίτος μιας μεγάλης πεντάκλιτης βασιλικής, από την οποία διασώζεται ο ημικυλινδρικός τοίχος της αψίδας μέχρι τη γέννηση του τεταρτοσφαιρίου. Η αψίδα αυτή ενσωματώθηκε στο σημερινό ναό όπως ήταν, και γι’ αυτό είναι ψηλότερη από την ανατολική καμάρα της εκκλησίας. Σε κάποια περίοδο ο ημικυλινδρικός τοίχος της αψίδας περιεβλήθη με δεύτερο ημικυλινδρικό τοίχο, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το πάχος του που αρχικά ήταν μόνο 75 εκατοστόμετρα. Στην παλαιοχριστιανική βασιλική ανήκει και το μαρμαροθέτημα του δαπέδου καθώς και οι κίονες και τα θωράκια που είναι ενσωματωμένα στο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο της εκκλησίας. Το εικονοστάσιο προέρχεται από διάφορες εποχές (16ος - 18ος αιώνας).

 

Η πεντάκλιτη βασιλική είχε τις αψίδες του κεντρικού κλίτους και των δυο πλάγιων εσωτερικών κλιτών εγγεγραμμένες σε ευθύ ανατολικό τοίχο, όπως πολλές βασιλικές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Μικρός Ασίας. Τα εξωτερικά πλάγια κλίτη ήταν μικρότερα των άλλων και κατέληγαν σε ευθύ ανατολικό τοίχο που βρισκόταν σε υποχώρηση σε σχέση με τον ευθύ τοίχο που περιέκλειε τις αψίδες των άλλων τριών κλιτών. Η μεγάλη κεντρική αψίδα της βασιλικής είχε, στα δυο άκρα, διόδους όπως οι βασιλικές του Αγίου Επιφανίου, των Σόλων, της Περγαμηνιώτισσας και της Αφέντρικας Ριζοκαρπάσου. Με τις διόδους αυτές επικοινωνούσε με τα πλάγια εσωτερικά κλίτη. Η βασιλική είχε σύνθρονο «ελλαδικού» τύπου, με βάθρο στην αψίδα για τον θρόνο του επισκόπου και ευθύγραμμα βάθρα έξω από την αψίδα, προς βορρά και νότο της αγίας τράπεζας, για τους άλλους κληρικούς.

 

Η εκκλησία του μοναστηριού της Αχειροποιήτου είναι του τύπου του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο και κτίστηκε του 11ο ή τις αρχές του 12ου αιώνα. Είναι εσωτερικών διαστάσεων 10X12 μέτρα. Η τοιχοδομία της είναι από αδρά πελεκημένους πωρόλιθους. Τον 12ο αιώνα προστέθηκε στα δυτικά νάρθηκας που καλύπτεται με δυο εγκάρσιες καμάρες κι ένα τρούλλο. Στα τέλη του 15ου αιώνα προστέθηκε ο εξωνάρθηκας που καλύπτεται με δυο γοτθικά σταυροθόλια και μια ημικυλινδρική καμάρα, καθώς και η ανοικτή γοτθική στοά δυτικότερα. Στην αψίδα της εκκλησίας σώζονται μισοκατεστραμμένες τοιχογραφίες που εικονίζουν ιεράρχες στραμμένους προς το κέντρο της αψίδας, πιθανότατα του 14ου αιώνα.

 

 

Ο θησαυρός της Λάμπουσας

 

Το 1897 αποκαλύφθηκε κοντά στο μοναστήρι ένας θησαυρός των πρώτων βυζαντινών χρόνων αποτελούμενο από ασημένια αντικείμενα. Γνωστό ως Θησαυρός της Λάμπουσας ή Πρώτος Θησαυρός της Κύπρου, αποτελείται από ποικιλία λειτουργικών αντικειμένων που χρονολογούνται από τον 6ο ή τον 7ο αιώνα, ίσως σκόπιμα κρυμμένα κατά τη διάρκεια της αραβικής εισβολής στην Κύπρο το 653 μ.Χ. Ο θησαυρός αποκτήθηκε από το Βρετανικό Μουσείο το 1899.