|
(ΑΨΙΝΘΚΙΩΤΙΣΣΑ, ΑΨΙΔΙΩΤΙΣΣΑ) |
Η Ιερά Μονή της Παναγίας της Αψινθιωτίσσης
και η
θαυματουργική εύρεση της εικόνας
Το μοναστήρι της Παναγίας της Αψινθκιώτισσας (Αψινθιώτισσας, Αψιδιώτισσα) βρίσκεται στην οροσειρά του Πενταδακτύλου, σε μικρή απόσταση από το χωριό Σιγχαρί στην επαρχία Κερύνειας και σε απόσταση 15 χλμ. βόρεια της Λευκωσίας. Βρίσκεται νότια του Αββαείου του Μπέλλα - Πάϊς και δυτικά της Μονής Χρυσοστόμου και του φρουρίου Βουφαβέντο. Το μοναστήρι ήταν διαλυμένο ήδη από τον 18ο αιώνα και βαθμιαία είχε ερειπωθεί. Χτίστηκε το 1100 περίπου και είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο.
Το ιστορικό της Μονής
Η Ιερά Μονή της Παναγίας της Αψιθιώτισσας είναι γνωστή και ως Μονή των Αψινθίων η απλώς Ψηθία. Η τελευταία ονομασία της ανήκει στην περίοδο της Φραγκοκρατίας και μαρτυρείται από τον γνωστό χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο, ο οποίος αναφέρεται στο μεγάλο πανηγύρι που γινόταν εκεί στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Παναγίας κατά την οποία επρόκειτο να παραδοθεί το φρούριο της Κερύνειας στη βασίλισσα Καρλότα με συνωμοσία που έγινε στα 1473. Το 1530 ο ιερομόναχος Αμβρόσιος του μοναστηριού των Ανδρείων έγραψε μηναίο που κατέθεσε στο μοναστήρι Αψινθίων. Την περίοδο της Ενετοκρατίας, στα τέλη του 15ου και το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, μαρτυρείται ότι το μοναστήρι είχε αρκετή περιουσία και εισόδημα 200 δουκάτα, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα δύο γειτονικά χωριά, το Συγχαρί και το Βουνό.
Το μοναστήρι άρχισε να παρακμάζει ύστερα από την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570 -1571). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έχασε την αυτονομία του κι έγινε μετόχι του Παναγίου Τάφου κι εξάρτημα του μοναστηριού του Αγίου Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του μοναστηριού. Το 1735 ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ αναφέρει ότι το μοναστήρι ήταν μισοερειπωμένο κι ο τρούλλος του ναού ετοιμόρροπος, έμενε δε εκεί ένας μόνο φτωχός μοναχός.
Η αρχιτεκτονική της Μονής
Ο ναός και η τράπεζα του μοναστηριού αναστηλώθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων μεταξύ 1963 και 1967. Η αναστήλωση αυτή έδωσε την ευκαιρία για έρευνα, τόσο του ναού όσο και της τράπεζας, που είναι και η μοναδική βυζαντινή τράπεζα που έχει σωθεί στην Κύπρο. Το μοναστήρι της Αψινθιώτισσας, όπως φαίνεται από την αρχιτεκτονική και την τοιχοδομία τόσο του ναού όσο και της τράπεζας, κτίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα. Η μεγάλη χρήση τούβλων στα τόξα, στις καμάρες και στις παραστάδες και η εναλλαγή λίθων και τούβλων στους ελεύθερους ανατολικούς πεσσούς που στηρίζουν τον τρούλλο, παρουσιάζεται στην Κύπρο αυτή την εποχή και συνεχίζει και την πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού, εξαγωνικός, είναι μοναδικός και πρέπει να συνδεθεί με τον οκταγωνικό τύπο. Φαίνεται ότι κτίστηκε μετά το 1190 και πριν από το 1210. Σ' αυτή την περίοδο οδηγούν και οι αρχαιότερες τοιχογραφίες που σώθηκαν στην αψίδα του ναού. Ο ναός έχει διαστάσεις 25,50 Χ 10,50 μέτρα, μαζί με τον νάρθηκα και το πρόπυλο. Ο νάρθηκας κατέληγε στο βορρά και στο νότο σε αψίδες, όπως κι ο νάρθηκας του καθολικού του μοναστηριού Χρυσοστόμου, ο νάρθηκας του ναού της Ασίνου κ.α. Ο νάρθηκας καλυπτόταν, φαίνεται, με σταυροθόλια, ενώ το πρόπυλο με ημικυλινδρική καμάρα. Στα τέλη του 11ου αιώνα φαίνεται ότι ο ναός κινδύνευσε να καταρρεύσει, γι' αυτό και κτίστηκαν εσωτερικές αντηρίδες και τόξα για στήριξη του τρούλλου και της αψίδας. Τότε το σταυροθόλιο που κάλυπτε το κεντρικό τμήμα του νάρθηκα κατέπεσε κι αντικαταστάθηκε με γοτθικό σταυροθόλιο. Λίγο αργότερα κατέρρευσε και η βόρεια αψίδα του νάρθηκα κι αντικαταστάθηκε με ευθύ τοίχο. Ταυτόχρονα επισκευάστηκε κι ο βόρειος τοίχος του ναού κι ανοίχθηκε μια θύρα στο βόρειο τοίχο. Τότε επίσης κτίστηκαν νέοι τοίχοι και καμάρα με λιθοδομή στο πρόπυλο για στήριξη της αρχικής κατασκευής.
Ο ναός επικοινωνούσε με τον νάρθηκα με τρεις θύρες. Άλλη θύρα υπήρχε στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου του ναού. Ο νάρθηκας, εκτός από την κύρια είσοδο στο μέσο του δυτικού τοίχου, είχε και δυο θύρες στο κέντρο των δυο ημικυκλικών αψίδων. Δεξιά κι αριστερά από το πρόπυλο υπήρχαν δυο χαμηλά κλειστά δωμάτια που καλύπτονταν με καμάρα. Στο ναό και τον νάρθηκα σώθηκαν κομμάτια από τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, του 14ου αιώνα και του 16ου αιώνα.
Η τράπεζα του μοναστηριού της Αψινθιώτισσας είναι κτισμένη στα βόρεια του ναού κι έχει εσωτερικές διαστάσεις 20 Χ 5 μέτρα. Στ' ανατολικά καταλήγει, όπως συνήθως οι βυζαντινές μοναστηριακές τράπεζες, σε αψίδα. Καλυπτόταν με τρία σταυροθόλια και μια καμάρα ημικυκλική μπροστά στην αψίδα. Στον βόρειο τοίχο, που σωζόταν σ’ όλο το ύψος του, υπήρχαν 3 στενόμακρα παράθυρα. Και τα τόξα της τράπεζας ήσαν κατασκευασμένα από τούβλα. Η τράπεζα είχε δυο θύρες στον νότιο τοίχο. Στην αψίδα της τράπεζας σώθηκαν τοιχογραφίες σε καλή σχετικά κατάσταση. Κομμάτια από τοιχογραφίες σώζονταν και στον βόρειο τοίχο. Οι τοιχογραφίες της τράπεζας, τουλάχιστον αυτές της αψίδας που μπορούσαν να εξετασθούν, χρονολογούνται στις αρχές του 12ου αιώνα.
Εξαρχία Κύπρου
|