ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ 

  

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

(ΕΙΣΑΓΩΓΗ)

 

Παναγία η Ευαγγελίστρια

Γεγονότα θαυμαστά και ιστορικά συνέτρεξαν και οδήγησαν στην εύρεση της θαυματουργού εικόνας. Γεγονότα με τα οποία η πίστη ριζώνει στην Ιστορία και που συνθέτουν «Το Θαύμα της Μεγαλόχαρης», ως θαύμα πολυσύνθετο και διαχρονικό. Πρόκειται για θαυμαστές Θεομητορικές εμφανίσεις, διά των οποίων φανερώνεται η Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό πέρα από το θείο περιεχόμενό τους και την «παραδοξότητά τους» προσαποκτούν και πανανθρώπινη σημασία με την επαλήθευσή τους, που κορυφώθηκε με την εύρεση της θαυματουργού εικόνας, με την ανέγερση του ναού της και με τον ευαγγελισμό της χαράς του γεγονότος, διαχρονικά, στις ψυχές των ανθρώπων.


 

 ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛOΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝO

 

Δυο χρόνια σχεδόν πριν την εύρεση της εικόνας, η Θεοτόκος είχε δώσει το πρώτο της μήνυμα στην Τήνο, για τον θαμμένο στη γη της ιερό θησαυρό. Ήταν στα 1821, στην αρχή της επανάστασης, όταν η Θεοτόκος φάνηκε στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, στον περιβολάρη μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη, Ανδριώτη στην καταγωγή, ογδόντα ετών και του είπε να πάει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, έξω από την πόλη, να σκάψει και να βρει μια εικόνα της.

Αυτός έπεισε μερικούς Χριστιανούς, έσκαψαν λίγο και βρήκαν μερικά αρχαία τούβλα, και αφού δεν βρήκαν την εικόνα που έψαχναν, δεν συνέχισαν την προσπάθειά τους αλλά απεχώρησαν. Αυτός ο γέροντας, ο μπαρμπα Μιχάλης, ήταν αγαθός στην ψυχή και απλοϊκός στους τρόπους, αλλά και ευλαβής προς τα θεία και διηγείτο το όνειρό του και σε άλλους, και στον Αρχιερέα του νησιού, τον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμμία συνέχεια σε αυτό. Παρά ταύτα ο μπαρμπα Μιχάλης επαναλάμβανε συνέχεια το γεγονός, αν και κανένας δεν τον πίστευε γιατί θεωρούσαν τα λεγόμενά του φλυαρίες.

 

Κρατούσε δε και άλλη λαϊκή παράδοση από τα αρχαία χρόνια ζωντανή, με αφηγητή της επίμονο, τον μπαρμπα Γιάννη τον Γκιουζέ από το χωριό Μουντάδος, ο οποίος είχε αγρούς στην περιοχή «Πόλες», όπου και το κτήμα του Δοξαρά. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, εκεί στο κτήμα του Δοξαρά παλιά βρισκόταν ένα «πριγκηπάτο» -περίοπτο οικοδόμημα- και ήταν γραφτό πάλι να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και να έρχονται σε αυτό χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο!

Δύο απλοϊκοί άνθρωποι λοιπόν -κατά θεία παραχώρηση- ο Μιχάλης Πολυζώης και ο Γιάννης Γκιουζές, δύο γεωργοί, δημιούργησαν το κατάλληλο κλίμα για τα όσα επρόκειτο να συμβούν στην Μονή Κεχροβουνίου και στο ταπεινό και αγιασμένο κελλί της Μοναχής Πελαγίας.

 

 

ΤΑ OΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜOΝΑΧΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ

 

Παναγία η Ευαγγελίστρια

Η μοναχή Πελαγία -κατά κόσμο Λουκία Νεγρεπόντη, κόρη του παπά Νικηφόρου, με μητέρα από την οικογένεια Φραγκούλη, από τον Τριπόταμο της Τήνου- στην « Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στο Κεχροβούνι της Τήνου, η οποία καθώς περιγράφει στο διάγγελμά του -25 Νοεμβρίου 1822 - ο  Μητροπολίτης Τήνου Γαβριήλ -από τα παιδικά της χρόνια αφιέρωσε τον εαυτό της στην υπηρεσία του Θεού.

Η μοναχή Πελαγία, όργανο της Θείας Χάριτος, ακαταπόνητος εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού, πρότυπο, υπόδειγμα βίου και φρονήματος κατέστη σεβάσμια μορφή της Ιεράς Μονής.

Στο Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων, όπως επίσης λέγεται, στο κελί της μοναχής Πελαγίας, το 1822 κατά το μήνα Ιούλιο, εμφανίστηκε στον ύπνο της, το πρωΐ της Κυριακής, μια γυναίκα που είχε άρρητη δόξα και λαμπρότητα, η οποία έλαμπε περισσότερο κι από τον ήλιο και την πρόσταξε να σηκωθεί γρήγορα για να συναντήσει έναν από τους προκρίτους της πόλης, ο οποίος ήταν και επίτροπος του μοναστηριού, ονομαζόμενον Σταματέλον Καγκάδη και να του πει χωρίς αναβολή καιρού να ξεσκεπάσουν τον Ναό Της που είναι χωμένος στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά και να τον ανακαινίσουν έτσι ώστε να ανεγερθεί λαμπρός και μεγαλοπρεπής Ναός. Εάν παρακούσουν θα έρθει οργή απροσδόκητη κατά του νησιού.

Η μοναχή υποπτευομένη μήπως είναι εκ της συνεργείας του διαβόλου, δεν εφανέρωσε σε κανέναν αυτά που είδε, επειδή πολλές φορές ο άγγελος του σκότους, μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός, δια να απατήσει, αν είναι δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Την άλλη Κυριακή φάνηκε πάλι η Θεοτόκος την ίδια ημέρα και ώρα και την πρόσταξε να φανερώσει το ζήτημα στον Σταματέλον Καγκάδη και για τα έξοδα θα φροντίσει η ίδια. Έτσι η ταπεινή Πελαγία από φόβο μήπως προέρχεται από τον πονηρό αναλογίζεται: Ποια είμαι εγώ για να έρθει σε εμένα «η Κυρία των Αγγέλων»; Πως είναι δυνατόν; Για ποια αρετή, για ποια αξία με διάλεξε;

Έτσι πάλι δεν πήγε αμέσως να το φανερώσει έως ότου έφθασε και η τρίτη Κυριακή. Τότε η Θεοτόκος φάνηκε όχι όπως προηγουμένως, αλλά με μεγάλο θυμό και τη φοβέρισε ότι θα σβηστεί το όνομά της από το βιβλίο της ζωής, εάν δεν πάει αμέσως να φανερώσει το ζήτημα και να ξεσκεπάσουν τον Ναό Της, ο οποίος είναι στου Αντωνίου Δοξαρά το κτήμα.

Φοβερή η απειλή προς την μοναχή Πελαγία, αλλά συγκλονιστική όμως είναι και η στάση της μοναχής, η οποία επιδιώκει πειστική απόδειξη για την θειότητα των οραμάτων της. Όταν η μοναχή διαπίστωσε ότι είναι θέλημα Θεού να ανακαινισθεί ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου έντρομη ήρθε προς την Hγουμένη, διηγούμενη, με φόβο και τρόμο το όραμα.

Χρειάσθηκαν λοιπόν τρεις εμφανίσεις της Παναγίας, τρεις Κυριακές 9 Ιουλίου, 16 Ιουλίου και 23 Ιουλίου του 1822 για να αποδεχθεί η Mοναχή Πελαγία την θειότητα των οραμάτων της. Αυτή η κριτική στάση της μοναχής δεν ήταν από ολιγοπιστία. Στηρίζεται στην Αγία Γραφή, στην Πατερική διδασκαλία και στις αφηγήσεις Γεροντικών που συμβουλεύουν να μη δέχεται αμέσως κανείς τα θεία οράματα, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να πλανηθεί κανείς από τον πονηρό.

 

Η Mοναχή Πελαγία εξομολογήθηκε τις εμφανίσεις και τις αποκαλύψεις της, στην Hγουμένη Μελανθία Παρασκευά, στον πρόκριτο και επίτροπο Σταματέλο Καγκάδη και στον Μητροπολίτη Γαβριήλ.

Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης χωρίς καθυστέρηση συνεκάλεσεν τους προκρίτους και τον κλήρο στον Μητροπολιτικό Ναό των παμμεγίστων Ταξιαρχών, παρόντος και του Καγκάδη, και κάλεσε όλο το ποίμνιό του -εξέδωκε και σχετική εγκύκλιο- να συντρέξουν στην ικανοποίηση της Θεομητορικής εντολής όπως ο καθένας μπορούσε. Όμως ο Αντώνιος Δοξαράς έλειπε στην Κωνσταντινούπολη, το κτήμα ήταν καλλιεργημένο, και έτσι η συναίνεση της συζύγου του, για τις εργασίες κατασκαφής, κάπως καθυστέρησε.

 

 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ- ΠΑΝΩΛΗ ΣΤΗΝ ΤΗΝO

 

Άρχισαν λοιπόν οι ανασκαφές το Σεπτέμβριο του 1822, και σε μικρό βάθος ανακαλύφθηκαν ερείπια παλαιού Nαού. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ευρισκόμενος και σήμερα σε επαφή με τη δυτική πλευρά της Ευαγγελίστριας μικρός Nαός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, βρισκόταν εκεί χρόνια πριν.

Αλλά επειδή δεν βρέθηκε η Εικόνα παραμελήθηκε το έργο και η ανέγερση του Ναού. Και επειδή από την αμέλεια κανένα καλό δεν γίνεται όπως επισημαίνει σχετικά και ο Μητροπολίτης Γαβριήλ, μαράθηκε ο αρχικός ζήλος και διακόπηκαν σύντομα οι ανασκαφές και οι εργασίες αναδόμησης του Nαού.

 

Με την εγκατάλειψη των εργασιών ανασκαφής για την ανεύρεση της αγίας Εικόνας έπεσε πανώλη, που σκόρπισε το θάνατο στο νησί. Τότε λοιπόν ασθένησαν βαριά -όχι από πανώλη- η σύζυγος του Καγκάδη Ειρήνη και η αδελφή του Κατήγκω Σολωμού. Συγχρόνως ο Σταματέλος Καγκάδης θυμήθηκε τους λόγους της μοναχής και έκαμαν στο μοναστήρι ολονύκτια αγρυπνία. Είναι φανερό ότι ο Καγκάδης που ορίστηκε από τη Θεοτόκο σε επίβλεψη και επιμέλεια της ανέγερσης του ναού της, βλέπει την ασθένεια των δικών του και την πανώλη ως έκφραση της θείας οργής. Τα ίδια πρέσβευε και ο Μητροπολίτης Γαβριήλ που άλλωστε από πιο πριν είχε εκφράσει την πικρία και την ανησυχία του για την απείθεια απέναντι στην εντολή Της. Με τις κρατούσες συνθήκες και με όσα είχαν προηγηθεί, γενικεύθηκε ο φόβος ότι η επιδημία της πανώλης ήταν η επαλήθευση της Θεομητορικής απειλής.

Έτσι ο παντογνώστης και παντοδύναμος Θεός, που ήξερε ότι δεν θα εισακουόταν ο Θεομητορικός λόγος και η πανώλη θα έφτανε στην Τήνο όχι ως τιμωρία, αλλά λόγω έλλειψης κατάλληλων προληπτικών μέτρων κατά της επιδημίας, χρησιμοποίησε παιδαγωγικά την απειλή και λύτρωσε στη συνέχεια τον Τηνιακό λαό από τα δεινά του, με θαυματουργικό τρόπο, μεγαλύνοντας τη Θεοτόκο. Αυτό φανέρωσε η καταλυτική  ανάσχεση της πανώλης με την εύρεση της θαυματουργού Eικόνας και τα θαύματά Της. Έτσι οι εργασίες επαναλήφτηκαν με περισσότερο ζήλο και προθυμία.

 

 

Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤOΥ ΝΑOΥ ΤΗΣ ΖΩOΔOΧOΥ ΠΗΓΗΣ

 

Η κτιριοδομή του Nαού της Ζωοδόχου Πηγής άρχισε τον Oκτώβριο του 1822. Τότε ξεκίνησαν οι εργασίες αναδόμησης του αποκαλυφθέντος στην πρώτη φάση κατασκαφής Ιερού Βήματος και του συνεχόμενου σε ερείπια ναϊσκου, αλλά δεν κράτησαν για πολύ. Η δεύτερη φάση σε συνέχεια της αρχικής άρχισε λίγο πριν τις 25 Νοεμβρίου 1822 και προχώρησε με ζήλο πια και προθυμία.

Έτσι στις 30 Ιανουαρίου 1823 είχε ήδη αναπτυχθεί η κτιριοδομή του Nαού της Ζωοδόχου Πηγής στη σημερινή έκταση και μορφή του, με τρεις λιτές θολοσκέπαστες στοές. Ο ναός τιμήθηκε με το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής για το νερό που κατά παράδοξο τρόπο πήγασε.

 

 

Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚOΝΑΣ

 

Παναγία η Ευαγγελίστρια

Στις 30 Ιανουαρίου του 1823, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία πολλοί εργαζόμενοι ασχολούντο να εξομαλύνουν το έδαφος του παλαιού αυτού Nαού, ανακαλύφθηκε η Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καταχωμένη στην άκρη του νάρθηκα, κομμένη στη μέση από τους σκαφτιάδες και καλυμμένη με συσσωματωμένη από την πολυκαιρία γη. Ήταν καμένη από φωτιά και σχεδόν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της, ώστε συμπεραινόταν από αυτό και τα άλλα ερείπια, ότι αυτός ο ιερός Nαός κατακάηκε, όταν η πόλη κυριεύτηκε και ανασκάφτηκε από τους Σαρακηνούς, περίπου πριν οκτακόσια πενήντα χρόνια. Αφού με πολλή δυσκολία αποπλύθηκε η γη που ήταν προσκολλημένη πάνω στην Εικόνα, φάνηκαν ξέχωρα οι χαρακτήρες της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου, συσκιασμένοι από την παλαιότητα, χωρίς να έχουν υποστεί σοβαρές βλάβες.

Όταν την είδαν οι παρευρισκόμενοι, αναφώνησαν χαρμόσυνα και αφού ασπάστηκαν την Εικόνα με πολλή ευλάβεια, την έφεραν και την παρέδωσαν στα χέρια του Αρχιερέα που βρισκόταν εκεί. Ήταν γύρω στο μεσημέρι και όταν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών άκουσαν για την εύρεση της Αγίας Εικόνας προσέτρεχαν μικροί και μεγάλοι για να την δουν και να την ασπασθούν.

 

Η ολέθρια πανώλη που επικρατούσε ακόμη στο νησί, είχε αρχίσει να κοπάζει από τότε που άρχισε η οικοδομή του ιερού Nαού. Υπήρχε λοιπόν μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί η θανατηφόρα ασθένεια σε όλο το νησί εφόσον τόσος λαός συνωστιζόταν να προσκυνήσει την ευρεθείσα Εικόνα. Αλλά ω του Θαύματος, από κείνη τη μέρα προσπέρασε το κακό και πολλοί από κείνους που τους κατείχε η πανώλη σώθηκαν παράδοξα, επικαλούμενοι τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ανάμεσα τους και ο γιος ενός από τους επιτρόπους, του Γεωργίου Περίδη, ο οποίος έτυχε να επιστατεί τη μέρα εκείνη της Εύρεσης της Αγίας Εικόνας. Αυτός είχε προσβληθεί από την πανώλη και επί τρεις ημέρες ο πατέρας του και οι οικείοι του αγνοούσαν την αρρώστια του. Έτσι όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της κάτω από τις μασχάλες του, πενθούντες και με κλάματα εγκατέλειψαν το σπίτι και το παιδί τους στην φροντίδα των νοσοκόμων. O δε πατέρας έτρεξε μπροστά στην Αγία Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου παρακαλώντας με θερμά δάκρυα, και αφού πήρε από το χώμα που Την σκέπαζε και το ράντισε με το Αγίασμα, έδωσε εντολή στους νοσοκόμους να χρίσουν με αυτό τα εξογκώματα κάτω από τις μασχάλες του παιδιού, πράγμα που έπραξαν. Την επόμενη μέρα τρέμοντας ολόκληρος, ο πατέρας ήρθε μόλις ξημέρωσε απέναντι από το σπίτι και καλούσε τους νοσοκόμους να μάθει για τον γιο του. Τότε βλέπει αυτόν τον ίδιο του τον γιο υγιή και αβλαβή να βγαίνει μπρος στην πόρτα, σαν να μην είχε περάσει ούτε από μια μικρή αρρώστια. Αφού είδε αυτό ο πατέρας χαρούμενος και γεμάτος αγαλλίαση, έτρεξε να προσφέρει τις ευχαριστίες του στην Υπεραγία Θεοτόκο.

 

 

Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤOΥ ΝΑOΥ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ

 

Όταν δε βρέθηκε η πάνσεπτη Εικόνα και τα θαύματα βεβαιώσανε όσα σε όνειρα είχαν αποκαλυφθεί, δεν δίστασαν πια οι επίτροποι και οι επιστάτες να αναλάβουν την οικοδομή Ιερού Ναού λαμπρού και μεγαλοπρεπέστατου, αναθέτοντας τις ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία φανέρωσε στη Mοναχή ότι αυτή θα οικονομήσει τα πάντα. Ανεγειρόταν λοιπόν  ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας πάνω στον προοικοδομηθέντα.

Χρειάζονταν όμως γι' αυτό μεγάλες ποσότητες μαρμάρων, τα περισσότερα από τα οποία μεταφέρονταν από την γειτονική Δήλο. Επίσης χρειάζονταν και πολλοί εργάτες για την κατεργασία των μαρμάρων και για την οικοδόμηση του Ναού. Περισσότερο όμως από όλα χρειάζονταν πάρα πολλά χρήματα, η έλλειψη των οποίων έφερνε πολλές φορές σε αμηχανία τους επιστάτες του έργου που δυσκολεύονταν να πληρώσουν στο τέλος της εβδομάδας, εργαζόμενους και υλικά. Αλλά η Υπεραγία Θεοτόκος επρόφθανε την ανάγκη, γιατί πρόστρεχαν ακατάπαυστα από παντού οι χριστιανοί, προσφέροντας με θερμή ευλάβεια ό,τι καθένας μπορούσε και συντελούσαν με αυτό τον τρόπο στην πρόοδο της οικοδόμησης του Nαού, επειδή κανένας από τους προστρέχοντες στην Υπεραγία Θεοτόκο ή επικαλούμενος από μακριά την Χάρη Της δεν έμενε αβοήθητος. Έτσι οικοδομήθηκε αυτός ο πάνσεπτος Nαός του Ευαγγελισμού, προς τιμήν της αειπαρθένου Μητρός και Κυρίας ημών Θεοτόκου, δημιούργημα μεν περίοπτο σε αυτούς που το βλέπουν Έλληνες και ξένους, αλλά και ολοφάνερο θαύμα, σε αυτούς που καταλαβαίνουν κάτω από ποιες συνθήκες και σε ποιες περιστάσεις του Έθνους, συντελέστηκε τόσο λαμπρό και πολυτελές Ίδρυμα σε ένα μικρό νησί.

 

Από τα υπάρχοντα στοιχεία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι από το 1826 οι εργασίες στη Εκκλησία της Ευαγγελίστριας ήταν στα τελειώματα αφού: 1) Το τέμπλο της Εκκλησίας και οι εικόνες του είναι χρονολογημένες στα 1824-1826 καθώς και οι νωπογραφίες του Ιερού Βήματος.

2) Μέχρι το 1826 διατέθηκαν σημαντικά ποσά για τον Nαό της Ευαγγελίστριας και το καμπαναριό του, ενώ στην τριετία που ακολούθησε διατέθηκαν χρήματα για κοινωφελή έργα και σκοπούς, όπως σχολεία, λιμάνι κ.α. 3) μέχρι τα μέσα του 1832 είχε ανεγερθεί επίσης η ανατολική πτέρυγα του κτιριακού συγκροτήματος, το τμήμα ανατολικά του κωδωνοστασίου στη βόρεια πτέρυγα και το τμήμα ανατολικά της κεντρικής εισόδου στη νότια πτέρυγα του συγκροτήματος. Tο σύνολο του καλλιμάρμαρου κτιριακού συγκροτήματος της Μεγαλόχαρης είχε αποπερατωθεί γύρω στα 1880.

 

 

 ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ 

 

Με τα θαύματα της Μεγαλόχαρης και την επαλήθευση των λόγων Της, ρίζωσε η πίστη στη Μεγαλόχαρη της Τήνου. Oι παράδοξες ιστορίες του μπάρμπα Γκιουζέ και του Πολυζώη -δυο απλοϊκών ανθρώπων- και της αφιερωμένης μοναχής Πελαγίας επαληθεύτηκαν. Το πολυσήμαντο μήνυμα της Παναγίας, φωτίστηκε και φωτίζει με την εύρεση της Μεγαλόχαρης Eικόνας, και επαληθεύεται έκτοτε διαρκώς, με τα θαύματά Της και τα καραβάνια των πιστών, που φθάνουν στο Ναό Της για να την προσκυνήσουν. Εκατομμύρια προσκυνητές έχουν καταθέσει ευλαβικά μπροστά της, την ικεσία και την ευχαριστία τους, τη χαρά και τη λύπη τους, την ελπίδα και τον πόνο τους, το κλάμα και το τάμα για το θαύμα. Τη διαχρονική έλξη της Μεγαλόχαρης στους προσκυνητές Της και την παράκλητη θαυματουργία Της, ιστορούν τα αμέτρητα αφιερώματα τους στην εικόνα Της, στους ναούς της «Ευρέσεως» και της «Ευαγγελίστριας», στα προσκτίσματα αλλά και στον ύπαιθρο χώρο του Ιδρύματος. Πάμπολλα και πολυποίκιλα, από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πλούσια και βαρύτιμα, φτωχικά και ατίμητα, από δικαίους και αμαρτωλούς, παρέχουν πολύτιμη ιστορική τεκμηρίωση στο πολυσύνθετο και διαρκές «θαύμα της Μεγαλόχαρης», στον διαχρονικό Ευαγγελισμό Της.

 

Ανάμεσά τους μαρμάρινη μαρτυρία η «Φιάλη» (συντριβάνι) στο ανατολικό προαύλιο του Ιδρύματος, όπου κάθε χρόνο την κυριώνυμη ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται ο Μέγας Αγιασμός. Δώρο του Μουσταφά Αγά ή Κιουταχιτζή, Τούρκου αξιωματούχου στην Κρήτη, η «Φιάλη», τα τέσσερα φυτεμένα με τα χέρια του κυπαρίσσια που την περιβάλλουν και η λιθόστρωση του προαυλίου, είναι η ευλαβική ευχαριστία του στη Μεγαλόχαρη για το θαύμα Της. Έφθασε παράλυτος το 1845 στην «Μεγαλόχαρη της Τήνου», με προτροπή φίλου του Έλληνα γιατρού και θεραπεύτηκε μπροστά στη θαυματουργό Eικόνα Της, την ώρα που οι ιερείς του ναού, έκαναν παράκληση για την υγεία του.

 

Έλληνες κυρίως αλλά και αλλοεθνείς, Χριστιανοί κυρίως αλλά και αλλόθρησκοι, Oρθόδοξοι αλλά και ετερόδοξοι, γνώρισαν  και αναγνώρισαν ευγνωμόνως, ο καθένας με τον τρόπο του τη Χάρη της Ευαγγελίστριας, το Θαύμα της Μεγαλόχαρης, καθώς όλα αυτά είναι καταχωρημένα σε σχετικά βιβλία στο ειδικό αρχείο του Ιδρύματος. Την ευαισθησία της θρησκευτικότητάς  τους, την πολλή ευλάβεια και βαθιά πίστη τους σε αυτή την πραγματικότητα -τη Χάρη της Ευαγγελίστριας- εκφράζουν κάθε χρόνο οι μυριάδες προσκυνητές και μαρτυρούν χιλιάδες κάθε χρόνο τα αναθήματά τους, ομολογία πίστεως στον φιλάνθρωπο Θεό. Έτσι στο μεσαίο κλίτος του Ναού, φαντάζει παράδοξα, αργυρό καντήλι με ασημένιο ομοίωμα ιστιοφόρου και σφηνωμένο στο πλευρό του υπερμέγεθες χρυσαφένιο ψάρι. Είναι το τάμα -γύρω στα 1850- του πληρώματος πλοίου που κινδύνευε από ρήγμα στα ύφαλα και επικαλέστηκε τη βοήθεια της Μεγαλόχαρης. Όταν έφτασαν σε λιμάνι, διαπίστωσαν την υπακοή της άλογης φύσης στη Χάρη Της. Το ψάρι είχε κλείσει το ρήγμα.

 

Στο ανατολικό κλίτος του Ναού της Ευαγγελίστριας, λίγο πριν το δεξιό αναλόγιο, προβάλλει ασημένια κανδήλα με την αναθηματική επιγραφή: ΣΠΥΡOΣ ΜΕΡΚOΥΡΗΣ -ΔΗΜΑΡΧOΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ- ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΙOΥΛΙOΣ 1913. Παράλληλα στα αρχεία του Ιδρύματος υπάρχει και επιστολή του Δημάρχου Αθηναίων στην οποία αναφέρει τη βαθιά ευγνωμοσύνη του προς την Ευαγγελίστρια, η οποία τον θεράπευσε από σοβαρότατη ασθένεια.

Στον τύπο εκείνης της εποχής, Αθηναϊκό και επαρχιακό περιγράφεται η άφιξη του Σπύρου Μερκούρη με το πλοίο της γραμμής «Εσπερία» στις 17 Ιανουαρίου 1914 στην Τήνο, κατά την οποία αφηγείτο δακρυσμένος, ευρισκόμενος σε απελπιστική κατάσταση, με συνεχείς αιμοπτύσεις και λόξυγκα σε νοσοκομείο της Βιέννης. Ο ίδιος αναφέρει:

«Μια των τελευταίων τούτων απαισίων νυκτών, κατά τις οποίες διαρκώς ήμουν φυλασσόμενος υπό της συζύγου μου και μιας νοσοκόμου, είδον έναντι της κλίνης μου αιφνιδίως μία γυναίκα εκπάγλου ωραιότητας, με τελειοτάτην ενδυμασίαν καλογραίας, φορούσαν επί της κεφαλής της νησιώτικο κάλυμμα. Η καλλονή αυτή την οποία δεν είδα σε κανένα μέρος του κόσμου, με κοίταξε με ύφος σοβαρό και απειλητικό, σαν να είχε κάτι εναντίον μου. Εγώ κατεπλάγην με αυτό και πρώτος έλυσα την σιωπή. Σαν δε να εμπνεύστηκα και να θαμπώθηκα από το μεγαλείο αυτό της είπα: Παναγία μου τι σου έπταισα και τιμωρούμαι έτσι; Τότε εκείνη άλλαξε το σοβαρό ύφος και με προσέβλεψε με ένα μειδίαμα εκτάκτου γλυκύτητος, το οποίο δεν θα λησμονήσω ποτέ, και μου είπε: Ησύχασε και θα γίνεις καλά. Μετά από λίγο η αιμοπτυσία έπαυσε καθώς και οι άλλες φοβερές ενοχλήσεις, ήσθάνθην δε την υγείαν μου βελτιωθείσα αισθητώς. Την πρωϊαν ελθόντες οι ιατροί, αντι ως ανέμεναν νεκρό, με εύρον εις καλλιτέραν κατάστασιν. Επανειλημμένως δε αναρωτιόταν πως συνέβη η απότομος αυτή μεταβολή της υγείας μου. Μετά μία εβδομάδα επανήλθον εις Αθήνας υγιής».

 

Μπαίνοντας στο Ναό, πάνω στο δεξιό παγκάρι, είναι τοποθετημένη μια ασημένια πορτοκαλιά, με δώδεκα επίχρυσα πορτοκάλια και δεκατρείς υποδοχές για κανδήλια. Είναι το αφιέρωμα του ομογενούς στην Αμερική Γεωργίου Π. Λαμπράκη, τυφλού από αρκετά χρόνια εντελώς, ο οποίος έχοντας ακουστά για τη Χάρη Της, παρεκάλεσε: «Δος μου το φως μου Παναγία μου και σου τάζω αφιέρωμα όμοιο με ό,τι πρωτοδώ». Τότε τα μάτια του άνοιξαν και είδε μπροστά του -στον κήπο του- μια πορτοκαλιά. Έτσι ο ίδιος, έφερε το 1927 και απόθεσε το τάμα του στη Μεγαλόχαρη.

 

Υπάλληλος με υπεύθυνη θέση στην Τήνο, που υπηρετεί με χαρά και ευγνωμοσύνη στο νησί για το θαύμα που του έκανε η Μεγαλόχαρη καταθέτει: Είχε ανώτερη διοικητική θέση στην Κρήτη. Στις 29 Ιουλίου 1980 η σύζυγός του εισάγεται στο ιδιωτικό Μαιευτήριο Ηρακλείου με ακατάσχετη αιμορραγία ύστερα από δύσκολο τοκετό. Προσκαλούνται κατεπειγόντως τέσσερεις γυναικολόγοι, οι κύριοι Πολυχρονάκης, Μακρής, Oρφανός και Παχάκης. Επίσης ο αναισθησιολόγος κύριος Χναράκης. Γίνεται μετάγγιση οκτώ φιαλών αίματος, αλλά ο αιματοκρίτης φθάνει στο 15 και η πίεση στο 5. Όλοι οι γιατροί ομολογούν ότι κινδυνεύει και ζητούν σπάνιο αιμοστατικό φάρμακο που δεν βρίσκεται σε κανένα από τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες του Ηρακλείου. Τότε επικαλείται την Παναγία της Τήνου να επέμβει εκείνη, να σώσει την γυναίκα του. Η βελτίωση αρχίζει. Η γυναίκα σώθηκε και ο ίδιος με την οικογένειά του υπηρετεί από τότε στο νησί της Μεγαλόχαρης, αφήνοντας τη θέση, τις υπευθυνότητες αλλά και όλα τα αγαθά που είχε στον τόπο του για να προσκυνά και να ασπάζεται την Εικόνα Της και να λέει  ευχαριστώ στη Χάρη Της.

 

Ο ακαδημαϊκός και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μάρκος Σιώτης, που με συγκίνηση περιγράφει στο ημερολόγιο της Μεγαλόχαρης του 1972 -καθηγητής τότε της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών- ότι είδε και έζησε μέσα στο Ναό της Μεγαλόχαρης, μια χρονιά στην εορτή της Κοιμήσεως Της:

«O Εσπερινός είχε τελειώσει. Δεν είχε όμως τελειώσει και το προσκύνημα και η ολονύκτια αγρυπνία. Στο προσκυνητάρι μπροστά στη θαυματουργό εικόνα ο ιερός κλήρος έψαλλε τον παρακλητικό κανόνα αδιάκοπα σύμφωνα με την επιθυμία των προσκυνητών… Η νύκτα είχε προχωρήσει αρκετά. Πλησίαζαν τα ξημερώματα… Ξαφνικά χαμηλώνουν τα φώτα και ενώ νομίζεις πως όλα τα κανδήλια έχουν σβήσει, ένα μυστηριώδες, άπλετο φως, πολύ γλυκό στα μάτια και το οποίο σε κάνει να καταλάβεις πως έχεις μάτια ακόμη και στην ψυχή, διαχέει όλο το Ναό και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε πουθενά να μην αφήνει ούτε την παραμικρή σκιά. Ένα ρίγος μας διαπερνά όλους και μια σιγή απλώνεται σε όλο το Ναό. Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή «Παναγία μου σώσε με…». Την φωνή αυτή διαδέχονται άλλες φωνές «Η Παναγία…η Παναγία μας…». Εκείνη τη στιγμή ήμουν καθισμένος επάνω σε ένα σεντούκι μέσα στο Ιερό, πλάϊ από την Ωραία Πύλη. Σηκώνομαι από το κάθισμά μου και με δέος πλησιάζω προς την Ωραία Πύλη. Επάνω από το βημόθυρο προβάλλω το βλέμμα προς τα έξω και βλέπω «είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν», θέαμα θεσπέσιον, θέαμα ασύλληπτον… την Θεοτόκον! Ότι κατορθωθεί να συλληφθεί ήσαν τα τρία θαύματα που είχαν γίνει εκείνη τη στιγμή. Ένας άλαλος μίλησε, μια παράλυτη κόρη σηκώθηκε και ένας επιληπτικός θεραπεύτηκε. Τα θαύματα αυτά επιβεβαίωσαν σε όλους την πραγματικότητα της παρουσίας της Θεοτόκου, της οπτασίας εκείνης η οποία ήταν και η αιτία των θαυμάτων…»

 

Πολυάριθμα και πολυποίκιλα τα αφιερώματα στη Μεγαλόχαρη, πολυάριθμες και πολυποίκιλες οι Παναγιοφάνειες και τα Θεοσημεία -τα θαύματά Της- δείγμα από τα οποία παρατέθηκε σαν ταπεινή ευχαριστιακή αναφορά και απότιση ευγνωμοσύνης για το μεγάλο δώρο Της, τη Mεγαλόχαρη Εικόνα Της. Σκεύος θείας εκλογής, δοκιμασμένη αιώνες πριν στης πυράς το μαρτύριο και θαμμένη, αναστήθηκε από τα σπλάχνα της Τηνίας γης στις 30 Ιανουαρίου 1823, η Μεγαλόχαρη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Eικόνα, Eικόνα και μαρτύριο της σταυροαναστάσιμης πορείας της Oρθοδοξίας και του Ελληνισμού, ελπίδα στην αγάπη του Χριστού και αίσθηση παρουσίας της Παναγίας μας, διαχρονικός -κατά την επαγγελία Της- ευαγγελισμός πανανθρώπινης σημασίας.