ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

 

Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου

 

Η Τίμια Εσθήτα της Θεοτόκου

Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο. Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.

Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου στις 2 Ιουλίου.

 

 

Η ΤΙΜΙΑ ΕΣΘΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Τι είναι η Τίμια Εσθήτα της Θεοτόκου

 

Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.

Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας.

Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.

Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου.

Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα.

 

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο.

Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ.

 

Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.

Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε.

Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό.

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.
 

Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
 

Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.
 

Ὁ Οἶκος

Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
 

Μεγαλυνάριον

Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.