ΘΑΥΜΑΤΑ

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ- ΘΑΥΜΑΤΑ

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΟΥ ΦΟΡΟΥΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

 

Σε μια κορνίζα ο Άγιος Νεκτάριος εικονίζεται ως μοναχός με σκουφάκι και γύρω από τον λαιμό του διακρίνεται ο μικρός Σταυρός που του είχε χαρίσει στη Σηλυβρία η καλή γιαγιά του.

Με τον Σταυρό αυτό συνδέεται και το εξής θαυμαστό περιστατικό από τη ζωή του Αγίου, πριν ακόμα ρασοφορεθεί, που μας αποκαλύπτει την πίστη που είχε ο άγιος στην θαυματουργική δύναμη του σημείου του Σταυρού του Κυρίου μας.

 

"Ενώ ταξίδευε λοιπόν με πλοίο, μαζί με άλλους επιβάτες, για τους Αγίους Τόπους, στην Παλαιστίνη, τους έπιασε μεγάλη τρικυμία και κόντευαν να πνίγουν... Τότε, ο άγιος έδεσε και έριξε με αδίστακτη πίστη στο φουρτουνιασμένο πέλαγος αυτό το σταυρουδάκι της γιαγιάς του.
Η θάλασσα αμέσως γαλήνεψε!
Όλοι οι επιβάτες του πλοίου ήταν χαρούμενοι, εκτός από τον Άγιο που ήταν θλιμμένος, επειδή το φυλακτό του χάθηκε μέσα στα αφρισμένα κύματα...
Όταν όμως το πλοίο αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Γιάφας, ο καπετάνιος έστειλε μια βάρκα με ναύτες να δουν τι ήταν ο περίεργος ήχος, κάτι σαν χτυπήματα, που ακουγόταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού στα ύφαλα του πλοίου μέσα στη θάλασσα. Με έκπληξη τότε αυτοί είδαν κολλημένο, σ' εκείνο ακριβώς το σημείο, τον Σταυρό! Τον πήραν και με ευλάβεια τον παρέδωσαν στον μικρό κάτοχο του..."

 

 

  

Ο Άγιος Νεκτάριος και ο πονεμένος Σωτήρης

 

Ήταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό σαν αυτά του καλοκαιριού πού δύσκολα ξεχνιούνται όλον τον χρόνο. Μόνο πού τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν σκόρπια στο μικρό ανηφορικό μονοπάτι, πού οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του θέρους έμοιαζαν να μην λυπούνται πού πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, πού απ' ώρα είχαν προαισθανθεί το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά προς την δύση του ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη σειρά του, τους έγνεφε και τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια, καθώς ή βροχή, πού όλο και δυνάμωνε, τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ό γερο-πλάτανος, ό κατεργάρης έμοιαζε να ετοιμάζη τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά» του- για να παλαίψη με τον άνεμο. Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα παλληκάρι. Περπατούσε σαν γέρος παρά τα νειάτα του και ή καρδιά του ήταν τόσο μαύρη απ' την λύπη πού δεν του 'δινε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως πανιά πού βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να βουλιάξει. Όμως παρά την θλίψη, ό Σωτήρης είχε κάτι πού του δίνε δυνάμεις ν' ανηφορίσει: την ελπίδα. Το γραφικό εκκλησάκι εκεί πάνω στην βουνοπλαγιά ήταν πραγματικό καταφύγιο. Ή πληγωμένη καρδιά του νέου σταμάτησε για λίγο την μελαγχολική του σιωπή και αφέθηκε στο δροσερό αεράκι πού όλο και ξεθάρρευε.

 

Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια πού λίκνιζαν τίς κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι γιά τά μικρά τους.

Ό Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα καί έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τίς εικόνες των Αγίων, την ώρα πού ό ήλιος έδυε αργά καί προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση.

 

Το παλικάρι προσκύνησε τίς εικόνες μιά-μιά, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί καί μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στά μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των Απηλπισμένων καί του δωσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν ή παρηγοριά αυτή, πού καί ή ψυχή του ακόμα πετάχθηκε απ' τον λήθαργο της λύπης καί ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ό νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί πού είχε στην τσέπη του καί άρχισε να διαβάζει αυτά πού του 'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ό Γέροντας:

 

«Δέσποινα μου Θεοτόκε, ή έλπίς μου, ή ισχύς μου, ή θερμή μου προστασία, σκέπη καί καταφυγή μου 

Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα άναβοών Σοι, πρόφθασαν, άντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε».

 

Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα- ίκέτευαν μέσα άπ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ό,τι ή καρδιά τους υπαγόρευε. Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριού καί ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.

Μετά από λίγο, ό Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι καί τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.

- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδί μου!

 

Ό νέος γύρισε σαστισμένος καί αντίκρυσε καθισμένον στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Καί ήταν έτσι όπως τον είχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, ή γενειάδα του πιο λευκή απ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα.

 

- Μην φοβάσαι! Ό Πολυεύσπλαγχνος Κύριος καί ή Ύπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι καί τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι! Μόνον πίστευε! Ή πίστις είναι το πάν παιδί μου, ή πίστις!... "Άντε, νάχεις την ευχή μου...

 

Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλληκάρι καί το ευλόγησε από μακριά. Ό Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ό Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό καί ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ άπ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''!

Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι καί του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναί: «Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με ύστερήσει». Αυτό του είπε καί πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να αναπαυθή καθώς ή βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της. 

 

 

 

Ο Άγιος Νεκτάριος τρέχει σε κάθε πονεμένη ψυχή

 

Παρασκευή έντεκα το πρωί, κινούμαι στην περιοχή των Αθηνών. Ανέβαινα την οδό Μάρνη, όταν μου τηλεφώνησε ένας συνάδελφος, που βρισκόταν στο Αεροδρόμιο.

-Ράνια πού είσαι;

-Στη Μάρνη.

-Ανέβα στο Αεροδρόμιο, έχει πολλή δουλειά.

-Θα ανέβω, σ’ ευχαριστώ.

 

Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ας εύρισκα έναν πελάτη να μην πάω τόσα χιλιόμετρα άδεια. Καθώς ανέβαινα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας μία κυρία κρατώντας ένα μεγάλο σακβουαγιάζ μου σηκώνει το χέρι. Σταμάτησα.

 

-Μήπως μπορείτε να με πάτε στο Αεροδρόμιο;

-Και βέβαια μπορώ, εσένα έψαχνα να βρω, γλυκιά μου!

Κατέβηκα, φόρτωσα το σακβουαγιάζ και ξεκίνησα. Η κυρία κάθισε δίπλα μου.

-Αχ! Τι ωραίες οι εικόνες σας! μου λέει.

-Ναι! Είναι η οικογένειά μου, τους λατρεύω! της απαντώ.

-Και εγώ πιστεύω πολύ, ιδιαίτερα αγαπώ τον Άγιο Νεκτάριο.

 

-Κάποιο θαύμα θα σας έκανε, για να τον πιστεύετε, ε;

-Ακριβώς! Θέλετε να σας πω;

-Ήδη έπρεπε να έχετε ξεκινήσει.

Εδώ η κυρία γέλασε.

-Έχω καρκίνο, μου λέει κοφτά. Μου έχουν αφαιρέσει και τους δύο μαστούς. Από την ημέρα που παντρεύτηκα αρρώστησα, έπαθα βαριά μελαγχολία.

-Γιατί; Δεν έχετε καλό σύζυγο;

 

-Αντιθέτως, ο σύζυγος μου είναι πολύ καλός, με προσέχει πάρα πολύ και οικονομικά είμαστε πάρα πολύ καλά.

-Τότε γιατί αρρωστήσατε;

 

-Δεν ξέρω! ξαφνικά έπεσα σε μεγάλη μελαγχολία Χωρίς λόγο. Μια γειτόνισσα μού είπε πως πρέπει να μου έχουν κάνει μάγια. «Όμως εγώ δεν έχω εχθρούς», της είπα. «Πιστεύω πως πρέπει να σου τα έχει κάνει η Παναγιώτα, Γιατί ήθελε πολύ τον άνδρα σου».

 

Είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα του γάμου Και της αρρώστιας μου, όταν αποφάσισα να τα πω στη μητέρα μου. Εκείνη, μόλις τ’ άκουσε, με πήρε και πήγαμε σε έναν παπά. Μου διάβασε ευχή και μου είπε να πάω στην Αίγινα, στον Άγιο Νεκτάριο. Μας έπεφτε πολύ μακριά η Αίγινα από το νησί μου. Όμως ο άνδρας μου επέμενε να πάμε. Και ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί για τον Άγιο Νεκτάριο.

 

Όταν φτάσαμε, αφού προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε, ήθελα να δω την ηγουμένη. Δεν ήξερα γιατί, όμως την ήθελα. Ζητήσαμε από μια μοναχή να μας οδηγήσει σ” εκείνη. Έτσι κι έγινε. Η ηγουμένη μάς δέχθηκε πολύ εγκάρδια, σαν να μας περίμενε. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομποσκοίνι, μου το έδωσε και μου ζήτησε να το φορέσω στο χέρι μου. Το φόρεσα, ενώ η μητέρα μου της εξηγούσε τι έχω. Ξαφνικά σηκώθηκα και τους είπα:

 

-Πάμε στο κελί του Αγίου Νεκταρίου, μας περιμένει!

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κατευθυνόμενη προς το κελί του Αγίου. Η ηγουμένη με ρώτησε:

-Ξέρεις πού είναι; Έχεις ξανάρθει εδώ;

-Όχι! όμως με καθοδηγεί εκείνος.

Φτάσαμε στο κελί του, μπήκαμε μέσα και εγώ κάθισα στο κρεβατάκι του. Ο Άγιος Νεκτάριος καθόταν δίπλα μου, μου μιλούσε και εγώ του απαντούσα.

-Θέλεις να μου πεις τι λέγατε;

 

-Όχι! το μόνο που θα σου πω, είναι πως μου έλεγε να μη φοβάμαι και πως θα γίνω καλά. Από τότε η μελαγχολία που ένιωθα, έφυγε στη θέση της μπήκε η χαρά. Πολύ γρήγορα έμεινα έγκυος και γέννησα ένα αγοράκι, που το ονόμασα Νεκτάριο. Στην πορεία απέκτησα και ένα κοριτσάκι και το ονόμασα Μαρία, το όνομα της Παναγιάς μας. Ύστερα αρρώστησα, έπαθα καρκίνο και, όπως σου είπα, μου αφαίρεσαν και τους δύο μαστούς. Υπέφερα πολύ, όμως ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πάντα δίπλα μου. Από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Ποτέ δεν εγκατέλειψα τον Άγιο. Κάθε χρόνο στη γιορτή του είμαστε όλοι εκεί. Η πίστη μου δυνάμωσε τόσο πολύ, που τώρα δεν με νοιάζει, ότι κι αν μου συμβεί. Είμαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσω όλα.

 

Θέλοντας να δοκιμάσω την πίστη της, έκανα τον συνήγορο του διαβόλου:

-Αν ο Θεός σού πάρει ένα από τα παιδιά σου, τι θα κάνεις; Θα εναντιωθείς απέναντι του; θα λιγοστέψει η πίστη σου;

-Κοίταξε να σου πω. Τα παιδιά μου είναι δικά Του, Εκείνος μου τα έδωσε άμα τα θέλει πίσω, ας τα πάρει. Θα πονέσω πολύ, όμως η πίστη μου είναι ακλόνητη, δεν μπορεί τίποτε και κανείς να την κλονίσει.

-Είσαι σίγουρη γι’ αυτά που λες;

 

-Σιγουρότατη! Έχω δει πολλά θαύματα σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια. Αυτό που σου είπα, ήταν το πρώτο με τον Άγιο Νεκτάριο. Ακολούθησαν πάρα πολλά. Ο Άγιος είναι συνέχεια δίπλα μου, τον αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Και μη νομίζεις πως δεν αγαπώ τα παιδιά μου, επειδή σου είπα ας τα πάρει. Δικά Του είναι, εμένα μου τα έδωσε απλά να Του τα μεγαλώσω. Αλλά καμαρώνω, γιατί Του τα έκανα πολύ καλά παιδιά. Με τη βοήθειά Του βέβαια.

Ειλικρινά χάρηκα πολύ μ’ αυτά που άκουσα και ζήλεψα την πίστη αυτής της γυναίκας!

 

Πορφυρία Μοναχή

 

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

 

«Πάτερ, μου είπε, ένας ταξιτζής άκου αυτό που θα σου πω και πες μου. Σε ένα φίλο, αδελφικό, του διέγνωσαν καρκίνο. Φοβήθηκε. Ταράχτηκε όλη η οικογένειά του. Τον έπιασε τρόμος. Εξετάσεις, αποτελέσματα, επισκέψεις σε γιατρούς, μαγνητικές, αξονικές στο κεφάλι. Τελευταία ελπίδα, του είπαν, στο εξωτερικό, ένα διαγνωστικό κέντρο στην Γαλλία, για ειδικές εξετάσεις. 

 

Γαλλία, ημέρα Σάββατο, ένα όμορφο πρωινό, στην αναμονή ή στην προσμονή των αποτελεσμάτων, εκεί σε μια στάση, στριμωγμένος με πολύ κόσμο. Ψάχνοντας ταξί. Έπειτα από αρκετή ώρα αναμονής ένα ταξί σταματά εμπρός του και του ανοίγει την πόρτα. 

«Πηγαίνετε με στο τάδε ξενοδοχείο», είπε στα γαλλικά, μα κατάλαβε ότι ο ταξιτζής ήταν Έλληνας. 

«Τι κάνεις στην Γαλλία», τον ρώτησε. 

«Ήρθα για κάτι εξετάσεις». 

«Καλά δεν υπάρχουν νοσοκομεία στην Ελλάδα»;

Ε, για καλύτερα, απάντησε. 

«Ξέρω ένα καλό νοσοκομείο εκεί στην Αίγινα, πήγαινε εκεί.» 

Η κούρσα τελείωσε, η απροσδόκητη επαφή με τον ταξιτζή, χάθηκε. 

 

Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά, μου συνέχισε την διήγηση ο ταξιτζής που με έφερνε στο μοναστήρι, ο φίλος ρώτησε ποιο νοσοκομείο υπάρχει στην Αίγινα για να πάει. Του απάντησα πως η Αίγινα φημίζεται μόνο για τον Άγιο Νεκτάριο. Δεν έχει νοσοκομείο για ασθενείς με καρκίνο. Πήγε, τελικά, στο Μοναστήρι του Αγίου, και μπαίνοντας μέσα είδε την αγιογραφία με τον Άγιο Νεκτάριο. Λιποθύμησε. Τον ήξερε αυτό τον Άγιο. Ήταν ο ταξιτζής της Γαλλίας!!!» 

Ένας ταξιτζής σε μένα έλυσε την απορία της αγωνίας, κατάλαβα ότι υπάρχει Ζωή και αυτή την ζωή θέλω να ζήσω, και ένας άλλος ταξιτζής (Άγιος Νεκτάριος) στον ασθενή αδελφό έδωσε την υγεία και την λύση στο αδιέξοδο της αρρώστιας.