ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  

Ο ΕΥΛΑΒΗΣ ΙΕΡΕΑΣ, Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

 

Κάποιος εὐλαβής Ἱερεύς, σύγχρονος τοῦ Μ. Βασιλείου, λόγω κάποιων περιστάσεων μπῆκε σέ χρέη καί τά χρέη αὐτά σύν τῷ χρόνῳ αὐξήθηκαν καί οἱ πιστωτές τόν ἐνοχλοῦν γιά τό χρέος του. Αὐτό τόν ἀνάγκασε νά στραφεῖ καί νά ζητήσει βοήθεια σέ κάποιον κοντινό καί γνωστό του ἔμπορο, ὁ ὁποῖος, εἰσακούοντας τό αἴτημά του, τοῦ ἔδωσε 500 χρυσά νομίσματα μέ τά ὁποῖα ὅ ἱερεύς ξεπλήρωσε τό χρέος του.

Πρός ἱκανοποίηση τοῦ ἔμπορου ὁ ἱερεύς τοῦ ὑποσχέθηκε νά μνημονεύει τόν ὄνομά του καί τό ὄνομα  τῶν συγγενῶν του ὑπέρ ὑγείας καί ὑπέρ ἀναπαύσεως στήν Προσκομιδή γιά ὅλη του τή ζωή. Ὁ ἔμπορος ὑπολόγιζε ὅτι ὁ ἱερεύς θά ζοῦσε πολλά χρόνια καί θά προσευχόταν γι’ αὐτόν καί τούς συγγενεῖς του σέ κάθε Λειτουργία καί μ’ αὐτόν, θά τόν ἱκανοποιοῦσε γιά τά χρήματα πού τοῦ εἶχε δώσει.

Ὁ ἱερεύς κατάφερε νά τελέσει μόνο μία Λειτουργία στήν ὁποία μνημόνευσε τόν εὐεργέτη του καί  τούς συγγενεῖς του. Σύντομα μετά ἀπ ’ αὐτόν ἀρρώστησε καί ὕστερα ἀπό μία μακρά ἀσθένεια  πέθανε. Ὁ ἔμπορος, μαθαίνοντας τό τέλος τοῦ Ἱερέως, πάρα πολύ λυπήθηκε καί θλιβόταν γιά τήν ἀπώλεια τῶν χρημάτων του, ἀφοῦ μόνο μία λειτουργία τελέσθηκε ἀπό τόν ἱερέα, πράγμα πού δέν τόν περίμενε. Ἐκεῖνος ὑπολόγιζε στήν μακροχρόνια ζωή τοῦ ἱερέως καί γι’ αὐτό τοῦ ἔδωσε τά 500 νομίσματα. Ἄρχισε λοιπόν νά ἐνοχλεῖ τήν πρεσβυτέρα τοῦ κοιμηθέντος, γιά νά τοῦ ἐπιστρέψει τά χρήματα, κρατώντας τά χρήματα μόνο γιά μία Λειτουργία.

 

Ἡ πρεσβυτέρα τοῦ ἀπάντησε ὅτι χρήματα δέν ἔχει, κι ἄν ὑπῆρχαν κάποια, τά ξόδεψε κατά τή διάρκεια τῆς ἀρρώστιας τοῦ ἱερέως καί τώρα τίποτε δέν εἶχε ἀπομείνει. Ὁ ἔμπορος, χωρίς νά δίνει προσοχή στά λόγια τῆς πρεσβυτέρας, ἀπαιτοῦσε ἐπίμονα τά χρήματά του, ἀπειλώντας μέ δικαστήρια. Τότε ἐκείνη ἀπευθύνθηκε στόν Μ. Βασίλειο καί τοῦ διηγήθηκε τί τῆς εἶχε συμβεῖ. Ἀφοῦ τήν ἄκουσε ὁ ἅγιος, τῆς εἶπε:

«Ἐγώ αὔριο θά τελέσω τή Θ. Λειτουργία. Ἐλᾶτε σέ μένα μαζί μέ τόν ἔμπορο καί μία ζυγαριά. Θά ζυγίσουμε μία μερίδα πού θά βγάλω ἀπό τό πρόσφορο ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν συγγενῶν του. Ὅσο θά ζυγίζεται ἡ μερίδα στήν ζυγαριά, τόσο χρυσάφι θά προσθέτει ὁ ἔμπορος στόν ἄλλο  δίσκο τῆς ζυγαριᾶς καί μ ’ αὐτό τό χρυσάφι θά σέ πληρώσει γιά τή μία Λειτουργία πού τέλεσε ὁ κοιμηθείς Ἱερεύς».

 

Ἡ πρεσβυτέρα πῆγε στόν ἔμπορο καί τοῦ μετέφερε τά λόγια τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Ὁ ἔμπορος χάρηκε καί τό πρωί πῆγε στόν ναό, παίρνοντας μαζί του τή ζυγαριά καί κάμποσο χρυσάφι.

Ὁ ἅγιος Βασίλειος, τελώντας τήν προσκομιδή, ἔβγαλε μία μερίδα ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόθεσε στή ζυγαριά. Καί πρόσταξε τόν ἔμπορο νά βάλει χρυσάφι στόν ἄλλο δίσκο της. Μά ὅσο χρυσάφι κι ἄν ἔβαζε ὁ ἔμπορος, ἡ μία μικρή μερίδα ὅλο καί βάραινε καί ὅσο περισσότερο χρυσάφι ἔβαζε, τόσο χαμηλότερα καί χαμηλότερα ἔπεφτε ὁ δίσκος στόν ὁποῖο εἶχε ἀποτεθεῖ ἡ μερίδα πού εἶχε βγάλει ὁ Μέγας Βασίλειος κατά τήν προσκομιδή.

Ὁ ἔμπορος βλέποντας τό μεγάλο θαῦμα τῆς Θείας Χάριτος ἔνιωσε φόβο καί κατάνυξη. Ἀμέσως ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Βασίλειο καί ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί δέν ἀπαίτησε πλέον χρήματα.