ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
Η ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ |
Η παρακοή των πρωτοπλάστων
Μέσα στον κόσμο της θείας δημιουργίας ο Θεός έφτιαξε τον κήπο της Εδέμ προς την ανατολή, που τον πότιζαν ολόγυρα τέσσερα ποτάμια. Μέσα ήταν κάθε λογής ζώα, δέντρα και λουλούδια. Όλα τα δέντρα που δημιούργησε ο Θεός ήταν ωραία στην εμφάνιση και οι καρποί τους ήταν νόστιμοι. Στη μέση του κήπου υπήρχαν το δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.
Σ' αυτόν τον τόπο έφερε ο Θεός τον άνθρωπο και δείχνοντας του, του λέει: «Όλα αυτά που βλέπεις, παιδί μου Αδάμ, είναι δικά σας. Απ' όλα μπορείτε να κόβετε κι απ' όλα μπορείτε να τρώτε. Προσέξτε μόνο μην τύχει και φάτε καρπό από το δέντρο του καλού και του κακού», γιατί την ίδια μέρα που θα φάτε απ' αυτό θα κάμετε αμαρτία και θα γίνετε θνητοί.
Έτσι ο Αδάμ με την Εύα, τριγυρισμένοι απ' όλα τα καλά, πού τους χάρισε ο Θεός, ζούσαν ευτυχισμένοι μέσα στον Παράδεισο. Κι έτσι θα περνούσαν παντοτινά, αν ο πανούργος Διάβολος δεν έβλεπε τη μεγάλη ευτυχία των πρωτόπλαστων και δεν τους ζηλοφθονούσε.
Ο πονηρός που ζήλευε την ευτυχία των πρωτοπλάστων, αποφάσισε να τους καταστρέψει. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σε φίδι και πήγε στην Εύα. -«Εύα, της λέει, αλήθεια είπε ο Θεός να μη φάτε από κανένα δέντρο του κήπου;» -Η Εύα του απάντησε: «Μπορούμε να φάμε καρπούς απ’ όλα τα δέντρα, εκτός από κείνο που βρίσκεται στη μέση του κήπου. Ο Θεός είπε να μη φάμε τον καρπό του, ούτε καν να τον αγγίξουμε, για να μη γίνουμε θνητοί». - Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι βέβαια! Δε θα γίνετε θνητοί. Όμως ο Θεός σας το απαγόρεψε, γιατί ξέρει ότι την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί και θα γνωρίζετε το καλό και το κακό. Λοιπόν, μην ακούτε, αλλά φάτε απ' αυτόν τον καρπό, να δείτε τι ωραίος που είναι». Η Εύα ξεγελάστηκε έτσι από τον πονηρό, κοίταξε το δέντρο της γνώσεως και είδε ότι ήταν ωραίο, οι καρποί του της φάνηκαν ελκυστικοί και της γεννήθηκε η επιθυμία να κόψει και να φάει. Η επιθυμία αυτή έγινε τόσο έντονη, πού την έκαμε να ξεχάσει την εντολή του Θεού. Έφαγε από τους καρπούς εκείνου του δέντρου και έδωσε και στον άντρα της που έφαγε και αυτός. Τότε κάτι άλλαξε, σαν να άνοιξαν τα μάτια τους και είδαν πράγματα που δεν έβλεπαν πριν. Ξαφνικά διαπίστωσαν ότι ήταν γυμνοί. Αυτή η κατάσταση, που δεν τους προκαλούσε πριν καμιά ντροπή, τώρα τους ήταν ανυπόφορη. Έραψαν, λοιπόν, φύλλα συκιάς και έφτιαξαν ενδύματα για να σκεπάσουν τη γύμνια τους.
Οι πρωτόπλαστοι άκουσαν το Θεό που περπατούσε στον κήπο και κρύφτηκαν… Τότε ο Θεός που είδε την παρακοή τους, φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Αδάμ, πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Σε άκουσα στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, γιατί είμαι γυμνός». Τότε ο Κύριος ο Θεός για να βοηθήσει τον Αδάμ να καταλάβει το σφάλμα του, του είπε: «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από τον καρπό του δέντρου που σου είχα απαγορέψει να φας;». Ο Αδάμ αποκρίθηκε γεμάτος φόβο: «Δε φταίω εγώ. Η γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη με εξαπάτησε, μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα». Ο Κύριος ο Θεός ρώτησε τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;». Εκείνη απάντησε: «Δε φταίω ούτε εγώ. Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα»…
Τότε ο Θεός πολύ οργισμένος, έδιωξε και τους δύο από τον Παράδεισο. Ο Κύριος ο Θεός είπε στο φίδι: «Γι' αυτό που έκανες, καταραμένο να 'σαι μόνο εσύ απ' όλα τα ζώα της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι, και χώμα θα τρως σ' όλη σου τη ζωή. Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Και στην Εύα είπε: «θ' αυξήσω κατά πολύ τη θλίψη και τους πόνους της κυοφορίας σου, και με πόνους θα γεννάς τα παιδιά σου. Η επιθυμία σου θα στρέφεται προς τον άντρα σου, αλλά αυτός θα σε εξουσιάζει». Μετά είπε στον Αδάμ: «Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου κι έφαγες από το δέντρο, απ' το οποίο σε είχα διατάξει να μη φας, καταραμένη θα είναι η γη εξαιτίας σου. Με μόχθο θα την καλλιεργείς σ' όλη σου τη ζωή. Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει και θα τρως το χορτάρι του αγρού. Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη από την οποία προήλθες, γιατί χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις». Έτσι, ο Κύριος ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον κήπο της Εδέμ, για να καλλιεργεί τη γη απ' την οποία είχε προέλθει.
|