ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΟΑΜ

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ

 

Ο Ροβοάμ

Ο Ροβοάμ διαδέχτηκε τον πατέρα του, τον Σολομώντα, σε ηλικία 41 ετών και βασίλευσε για 17 έτη στην Ιερουσαλήμ. Στα χρόνια της βασιλείας του ανοικοδόμησε και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα. Τις πόλεις αυτές ο Ροβοάμ τις οχύρωσε με τείχη, γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα και τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα, έτσι ώστε να είναι πολύ ισχυρές.

Τα επόμενα χρόνια ο Ροβοάμ δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Δαβίδ, του παππού του, και δεν πορεύτηκε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου. Έτσι έπραξε ότι δυσαρεστεί τον Κύριο και τον εξόργισε με τις αμαρτίες του, περισσότερο από τους προγόνους του. Έτσι η χώρα παρασύρθηκε στην ειδωλολατρεία και ο λαός τηρούσε τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες.

Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ.

Τότε ο προφήτης Σαμαΐας πήγε στο Ροβοάμ και στους άρχοντες του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ, και τους είπε πως, ο Κύριος θα τους εγκαταλείψει στα χέρια του Σουσακίμ, αφού κι αυτοί τον εγκατέλειψαν. Οι άρχοντες του Ιούδα κι ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν και μετανόησαν. Όταν το είδε αυτό ο Κύριος, είπε στο Σαμαΐα, πως αφού ταπεινώθηκαν, δεν θα τους καταστρέψει, αλλά θα υποταχθούν στο Σισάκ (Σουσακίμ) και θα γίνουν υποτελείς του.

Έτσι ο Σισάκ (Σουσακίμ) μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ και άρπαξε τους θησαυρούς του Ναού και του βασιλικού ανακτόρου και τους πήγε στην Αίγυπτο. Όταν ο Ροβοάμ πέθανε, τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του, στην Πόλη Δαβίδ, στην Ιερουσαλήμ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αβιά.

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ Α'

 

Ο Ιεροβοάμ, όταν ανέβηκε στο θρόνο, οχύρωσε τη Συχέμ και την έκανε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Στη συνέχεια ο Ιεροβοάμ επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ και η πράξη του αυτή έγινε η αφορμή να παρασυρθεί ο λαός στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψει το ναό του Κυρίου. Συγκεκριμένα ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και έδωσε εντολή στο λαό να τα λατρεύουν ως θεούς. Τοποθέτησε το ένα ομοίωμα στη Βαιθήλ και το άλλο το παραχώρησε στη φυλή Δαν στο βορρά.

Ακόμη ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε και ναούς στα ψηλότερα σημεία και τοποθέτησε ιερείς από το λαό, οι οποίοι δεν κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ. Επίσης όρισε ως επίσημη γιορτή τη δέκατη πέμπτη μέρα του όγδοου μήνα, ως αντίστοιχη της γιορτής της Σκηνοπηγίας, που εορτάζονταν στο βασίλειο του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ. Μάλιστα κατά τη γιορτή αυτή ο Ιεροβοάμ πρόσφερε ο ίδιος τις θυσίες στο θυσιαστήριο που είχε κάνει στη Βαιθήλ, όπου και θυσίασε στα ομοιώματα που είχε κατασκευάσει.

Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ' όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του τους απαγόρευσαν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο.

 

 

Ο ΙΕΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

 

Ο Ιεροβοάμ και ο προφήτης του Ιούδα

Κάποτε ο Ιεροβοάμ, κατά τη γιορτή που ο ίδιος επινόησε, πήγε στη Βαιθήλ κι ανέβηκε στο θυσιαστήριο για να προσφέρει θυσία στα ομοιώματα που είχε κατασκευάσει. Την ώρα εκείνη, με εντολή του Κυρίου, είχε πάει στη Βαιθήλ κι ένας προφήτης από την περιοχή του Ιούδα. Και τη στιγμή που ο Ιεροβοάμ στεκόταν μπροστά στο θυσιαστήριο για να κάνει τη θυσία, ο προφήτης προφήτεψε, πως μετά από πολλά χρόνια ένας γιος θα γεννηθεί από τους απογόνους του Δαβίδ, που τ' όνομά του θα είναι Ιωσίας. Αυτός θα σκοτώσει πάνω σ' αυτό το θυσιαστήριο τους ιερείς των ειδωλολατρικών ιερών και τα οστά τους θα τα κάψει πάνω του. Κι αμέσως μετά είπε, πως απόδειξη ότι αυτά που είπε είναι λόγος Κυρίου, το θυσιαστήριο αυτό σε λίγο θα σπάσει και η στάχτη που είναι πάνω του θα χυθεί.

 

Όταν ο Ιεροβοάμ άκουσε τα λόγια που είπε ο προφήτης, άπλωσε το χέρι του πάνω από το θυσιαστήριο εναντίον του προφήτη και πρόσταξε να τον συλλάβουν. Αλλά το χέρι του ξεράθηκε και δεν μπορούσε να το ξαναφέρει στη θέση του. Τότε έσπασε το θυσιαστήριο και χύθηκε η στάχτη του, όπως είπε ο προφήτης με εντολή του Κυρίου.

Ο Ιεροβοάμ τότε αποκρίθηκε στον προφήτη, να προσευχηθεί και να παρακαλέσει τον Κύριο για να επανέλθει το χέρι στη θέση του. Ο προφήτης παρακάλεσε τον Κύριο να γυρίσει το χέρι του βασιλιά στη θέση του, και το χέρι έγινε όπως πρώτα.

Αμέσως μετά ο Ιεροβοάμ προσκάλεσε τον προφήτη να φάνε μαζί στο σπίτι του, αλλά ο προφήτης του απάντησε, πως κι αν ακόμα του πρόσφερε το μισό του ανάκτορο, δε θα πήγαινε μαζί του, γιατί ο Κύριος του απαγόρευσε αυστηρά να μη φάει ούτε να πιει απ' αυτόν τον τόπο και να γυρίσει στην πατρίδα του από άλλο δρόμο. Έτσι ο προφήτης έφυγε και ακολούθησε άλλο δρόμο από εκείνον που είχε πάρει για να πάει στη Βαιθήλ.

 

Κατά την επιστροφή του όμως ο προφήτης του Ιούδα παρασύρθηκε από ένα γέροντα προφήτη της Βαιθήλ και παράκουσε την εντολή του Θεού και έφαγε στο σπίτι του. Έτσι κατά την επιστροφή του αργότερα, ένα λιοντάρι τον θανάτωσε στο δρόμο και το θηρίο δεν κατασπάραξε ούτε το σώμα του προφήτη ούτε το γαϊδούρι του. Έτσι επαληθεύτηκε η προφητεία του Κυρίου, που ειπώθηκε την ώρα που τρώγανε οι δύο προφήτες, ότι το σώμα του προφήτη του Ιούδα δεν θα θαφτεί στον τάφο των προγόνων του. Ο προφήτης της Βαιθήλ έθαψε το σώμα του προφήτη του Ιούδα μακριά από τον τόπο του και επαλήθευσε την προφητεία του, που έκανε μπροστά στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ ενάντια σε όλους τους ιερείς του βόρειου βασιλείου.

 

 

ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΙΜΩΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ

 

Αλλά και μετά απ' αυτό το γεγονός, ο Ιεροβοάμ δεν άλλαξε τακτική και εξακολούθησε να προσφέρει θυσίες σε ειδωλολατρικούς θεούς. Τον καιρό εκείνο, ο Αβιά, το μικρό παιδί του Ιεροβοάμ αρρώστησε βαριά και ο Ιεροβοάμ έστειλε τη γυναίκα του να πάει στη Σηλώ, όπου ζούσε ο προφήτης Αχιά, να ρωτήσει τον προφήτη, ο οποίος ήταν σε βαθιά γεράματα και ήταν τυφλός, για την υγεία του παιδιού. Εκείνη μεταμφιέστηκε για να μην την αναγνωρίσουν, πήρε μαζί της δώρα και ξεκίνησε για τη Σηλώ.

Όταν άκουσε ο Αχιά τα βήματά της, τη στιγμή που έμπαινε στην πόρτα, την αποκάλεσε με τ' όνομά της και τη ρώτησε γιατί έχει μεταμφιεσθεί. Της είπε, πως έχει εντολή από τον Κύριο να της δώσει σκληρό μήνυμα και πως άδικα πήρε μαζί της δώρα, γιατί αυτά δεν πρόκειται ν' αλλάξουν την απόφαση του Κυρίου. Να διαβιβάσει στον Ιεροβοάμ, ότι ο Κύριος τον ανέδειξε και τον έκανε ηγεμόνα των δέκα φυλών του Ισραήλ. Κι αυτός δεν τήρησε τις εντολές του Κυρίου και φέρθηκε χειρότερα απ' όλους τους προκατόχους του. Εξόργισε τον Κύριο φτιάχνοντας ψεύτικους θεούς και παρέσυρε το λαό στην ειδωλολατρία. Γι' αυτό και ο Κύριος θα προκαλέσει δυστυχία στη δυναστεία του και θα εξοντώσει όλα τα αρσενικά παιδιά από την οικογένειά του. Τέλος της είπε πως, όταν θα μπαίνει στην πόλη της, οι δούλες της θα της πουν, πως το παιδί της πέθανε. Και θ' αναδείξει ο Κύριος άλλο βασιλιά στον Ισραήλ και θα πλήξει τη δυναστεία του Ιεροβοάμ. Κι επειδή ο Ιεροβοάμ αμάρτησε κι έγινε αιτία ν' αμαρτήσει και ο λαός, στο τέλος ο Κύριος θα ξεριζώσει τον Ισραήλ από την ωραία τούτη γη, που την έδωσε στους προγόνους τους και θα τον διασκορπίσει πέρα από τον Ευφράτη ποταμό.

Αυτά της είπε ο προφήτης και η γυναίκα του Ιεροβοάμ, όταν έμπαινε στην πόλη της έμαθε ότι το παιδί της πέθανε, όπως είχε πει ο Κύριος με το δούλο του τον Αχιά, τον προφήτη. Όταν πέθανε ο Ιεροβοάμ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ναδάβ.