Θ. Ιερ. 3,1 Ἐγὼ
ἀνὴρ ὁ βλέπων πτωχείαν ἐν ῥάβδῳ
θυμοῦ αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμέ·
Θ. Ιερ. 3,1 Εγώ είμαι ενας άνθρωπος, ο οποίος εγνωριζα την
αθλιότητα υπό τα κτυπήματα της οργής του Κυρίου.
Θ. Ιερ. 3,2 παρέλαβέ με καὶ
ἀπήγαγέ με εἰς σκότος καὶ οὐ φῶς,
Θ. Ιερ. 3,2 Με παρέλαβε και με ωδήγησεν όχι στο φως, αλλά στο
σκότος.
Θ. Ιερ. 3,3 πλὴν ἐν
ἐμοὶ ἐπέστρεψε χεῖρα αὐτοῦ ὅλην
τὴν ἡμέραν.
Θ. Ιερ. 3,3 Εναντίον μου έστρεψε την τιμωρόν δεξιάν του όλας
τας ημέρας.
Θ. Ιερ. 3,4 Ἐπαλαίωσε σάρκα
μου καὶ δέρμα μου, ὀστέα μου συνέτριψεν·
Θ. Ιερ. 3,4 Εμαύρισε με τα κτυπήματα και έφθειρε την σάρκα μου
και το δέρμα μου. Συνέτριψε τα κόκκαλά μου.
Θ. Ιερ. 3,5 ἀνῳκοδόμησε
κατ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐκύκλωσε κεφαλήν μου καὶ
ἐμόχθησεν,
Θ. Ιερ. 3,5 Κατεσκεύασε και έβαλεν επάνω μου βαρύν ζυγόν.
Συνέσφιξε την κεφαλήν μου και την έκαμε να δοκιμάση πόνον και μόχθον.
Θ. Ιερ. 3,6 ἐν
σκοτεινοῖς ἐκάθισέ με ὡς νεκροὺς αἰῶνος.
Θ. Ιερ. 3,6 Με εκάθισεν εις σκοτεινούς τόπους, όπως και όπου
είναι οι απ' αρχαιοτάτων χρόνων νεκροί.
Θ. Ιερ. 3,7 Ἀνῳκοδόμησε
κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἐξελεύσομαι,
ἐβάρυνε χαλκόν μου·
Θ. Ιερ. 3,7 Υψωσε ολόγυρά μου φραγμόν, από όπου δεν ημπορώ να
εξέλθω. Βαρειές είναι αι χάλκινες χειροπέδες μου.
Θ. Ιερ. 3,8 καί γε κεκράξομαι καὶ
βοήσω, ἀπέφραξε προσευχήν μου·
Θ. Ιερ. 3,8 Και όταν άκομα κράζω προς αυτόν και βοώ ζητών την
βοήθειάν του, αυτός μου σταματά την προσευχήν· δεν την δέχεται.
Θ. Ιερ. 3,9 ἀνῳκοδόμησεν
ὁδούς μου, ἐνέφραξε τρίβους μου, ἐτάραξεν.
Θ. Ιερ. 3,9 Εκλεισε με τείχος ολόγυρα τους δρόμους μου, Εφραξε
τας διαβάσεις μου, με συνεκλόνισε με τας θλίψεις και τους πόνους.
Θ. Ιερ. 3,10 Ἄρκος
ἐνεδρεύουσα αὐτός μοι, λέων ἐν κρυφαίοις·
Θ. Ιερ. 3,10 Εγινεν εις εμέ ο Κυριος ωσάν παραμονεύουσα άρκτος,
άγρυπνος λέων εις κρύφους τόπους.
Θ. Ιερ. 3,11 κατεδίωξεν ἀφεστηκότα
καὶ κατέπαυσέ με, ἔθετό με ἠφανισμένην.
Θ. Ιερ. 3,11 Με κατεδίωξε, καθώς έφευγα μακράν, και με συνέλαβε.
Με εσταμάτησε, με εξηφάνισε κάτω από τα πλήγματα της θείας του δικαιοσύνης.
Θ. Ιερ. 3,12 ἐνέτεινε τόξον
αὐτοῦ καὶ ἐστήλωσέ με ὡς σκοπὸν εἰς
βέλος.
Θ. Ιερ. 3,12 Ετέντωσε το τόξον του, με έστησεν ως στόχον εις τα
βέλη του.
Θ. Ιερ. 3,13 Εἰσήγαγεν
ἐν τοῖς νεφροῖς μου ἰοὺς φαρέτρας
αὐτοῦ·
Θ. Ιερ. 3,13 Εφύτευσεν εις τα νεφρά μου τα δηλητηριασμένα βέλη
της φαρέτρας του.
Θ. Ιερ. 3,14 ἐγενήθην γέλως
παντὶ λαῷ μου, ψαλμὸς αὐτῶν ὅλην
τὴν ἡμέραν·
Θ. Ιερ. 3,14 Εγινα περίγελως εις όλον τον λαόν μου, ειρωνικόν
τραγούδι των όλας τας ημέρας.
Θ. Ιερ. 3,15 ἐχόρτασέ με
πικρίας, ἐμέθυσέ με χολῆς.
Θ. Ιερ. 3,15 Με εχόρτασεν από πικρίας, με επότισε και με εμέθυσεν
από κατάπικρον χολήν.
Θ. Ιερ. 3,16 Καὶ ἐξέβαλε
ψήφῳ ὀδόντας μου, ἐψώμισέ με σποδόν·
Θ. Ιερ. 3,16 Εσπασε με χαλίκια τα δόντια μου και μου τα έβγαλε.
Μου έδωκεν αντί άρτου στάκτην.
Θ. Ιερ. 3,17 καὶ ἀπώσατο
ἐξ εἰρήνης ψυχήν μου,
Θ. Ιερ. 3,17 Εδίωξε την ειρήνην από την ζωήν μου.
Θ. Ιερ. 3,18 ἐπελαθόμην
ἀγαθά, καὶ εἶπα· ἀπώλετο νῖκός μου
καὶ ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ Κυρίου.
Θ. Ιερ. 3,18 Και εις αυτήν την θλιβεράν κατάστασιν ευρισκόμενος
ελησμόνησα, ότι υπάρχουν αγαθά εις την γην και είπα· Εχάθη πλέον από εμέ
οριστικώς η νίκη μου κατά των συμφορών και των εχθρών, και η έλπίς μου από
τον Κυριον.
Θ. Ιερ. 3,19 Ἐμνήσθην
ἀπὸ πτωχείας μου καὶ ἐκδιωγμοῦ μου πικρίας
καὶ χολῆς μου.
Θ. Ιερ. 3,19 Βυθισμένος εις τας θλίψεις και στους διωγμούς μου
σκέπτομαι και ξανασκέπτομαι τας πικρίας μου, τας συμφοράς μου, που είναι
πικραί όπως η χολή.
Θ. Ιερ. 3,20 μνησθήσεται καὶ
καταδολεσχήσει ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ ψυχή μου·
Θ. Ιερ. 3,20 Αυτά πάντοτε αναλογίζομαι, με αυτά ασχολείται συνεχώς
η ψυχή μου.
Θ. Ιερ. 3,21 ταύτην τάξω εἰς
τὴν καρδίαν μου, διὰ τοῦτο ὑπομενῶ.
Θ. Ιερ. 3,21 Αυτήν την θλίψιν ανακαλώ συνεχώς εις την καρδίαν μου·
δια την απαλλαγήν μου από αυτήν δεικνύω υπομονήν και έχω ελπίδα.
Θ. Ιερ. 3,22 Τὰ ἐλέη
Κυρίου, ὅτι οὐκ ἐξέλιπέ με, ὅτι οὐ
συνετελέσθησαν οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ·
μῆνας εἰς τὰς πρωΐας ἐλέησον, Κύριε, ὅτι
οὐ συνετελέσθημεν, ὅτι οὐ συνετελέσθησαν οἱ
οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ.
Θ. Ιερ. 3,22 Εις τα ελέη του Κυρίου ελπίζω, διότι αυτά δεν με
εγκατέλειψαν. Δεν εξηντλήθησαν οι οικτιρμοί του. Καθε ημέραν όλους αυτούς
τους μήνας κράζω· ελέησέ με, Κυριε, διότι ούτε ημείς εχάθημεν ούτε οι
οικτιρμοί σου εξηντλήθησαν.
Θ. Ιερ. 3,23 καινὰ εἰς
τὰς πρωΐας, πολλὴ ἡ πίστις σου.
Θ. Ιερ. 3,23 Καθ' έκαστην πρωΐαν νέα ελέη εξαποστέλλεις· μεγάλη
είναι η αξιοπιστία σου, Κυριε.
Θ. Ιερ. 3,24 μερίς μου Κύριος, εἶπεν
ἡ ψυχή μου· διὰ τοῦτο ὑπομενῶ
αὐτῷ.
Θ. Ιερ. 3,24 Το μερίδιον της κληρονομίας μου είναι ο Κυριος, έτσι
είπεν η ψυχή μου. Δα τούτο υπομένω και περιμένω από Αυτόν σωτηρίαν.
Θ. Ιερ. 3,25 Ἀγαθὸς
Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτόν, ψυχὴ ἣ ζητήσει
αὐτὸν ἀγαθὸν
Θ. Ιερ. 3,25 Αγαθός και ευεργετικός είναι ο Κυριος εις εκείνους,
οι οποίοι δεικνύουν υπομονήν, προς αυτόν. Ψυχή δέ, η οποία θα ζητήση με
πίστιν κάτι το αγαθόν από αυτόν
Θ. Ιερ. 3,26 καὶ
ὑπομενεῖ καὶ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον
Κυρίου.
Θ. Ιερ. 3,26 και θα δείξη υπομονήν, θα εύρη ανάπαυσιν και ειρήνην
εις την σωτηρίαν της εκ μέρους του Κυρίου.
Θ. Ιερ. 3,27 ἀγαθὸν
ἀνδρί, ὅταν ἄρῃ ζυγὸν ἐν νεότητι
αὐτοῦ.
Θ. Ιερ. 3,27 Είναι καλόν δια τον άνθρωπον, όταν σηκώνη με πίστιν
και υπομονήν τον ζυγόν των θλίψεων από την νεότητα του.
Θ. Ιερ. 3,28 Καθήσεται κατὰ
μόνας καὶ σιωπήσεται, ὅτι ᾖρεν ἐφ᾿
ἑαυτῷ·
Θ. Ιερ. 3,28 Θα καθίση κατά μόνας, θα μείνη σιωπηλός, διότι
σηκώνει με ανδρείαν τον ζυγόν της δοκιμασίας του.
Θ. Ιερ. 3,30 δώσει τῷ παίοντι
αὐτὸν σιαγόνα, χορτασθήσεται ὀνειδισμῶν.
Θ. Ιερ. 3,30 Οταν ο Κυριος τον κτυπά θα στρέφη την παρειάν του
προς αυτόν. Θα χόρταση από ονειδισμούς, θα υπομείνη αυτά,
Θ. Ιερ. 3,31 Ὅτι οὐκ
εἰς τὸν αἰῶνα ἀπώσεται Κύριος.
Θ. Ιερ. 3,31 και ας είναι βέβαιος ότι ο Κυριος δεν θα τον απωθήση
δια παντός.
Θ. Ιερ. 3,32 ὅτι ὁ
ταπεινώσας οἰκτειρήσει κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ
ἐλέους αὐτοῦ·
Θ. Ιερ. 3,32 Διότι ο Κυριος, ο οποίος τον εταπείνωσε, θα τον
λυπηθή και θα τον ελεήση σύμφωνα με το απροσμέτρητον μέγα έλεός του.
Θ. Ιερ. 3,33 ὅτι οὐκ
ἀπεκρίθη ἀπὸ καρδίας αὐτοῦ καὶ
ἐταπείνωσεν υἱοὺς ἀνδρός.
Θ. Ιερ. 3,33 Διότι δεν είναι ότι ο Κυριος με ευχαρίστησιν
ταπεινώνει και θλίβει τους υιούς των ανθρώπων.
Θ. Ιερ. 3,34 Τοῦ
ταπεινῶσαι ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ πάντας
δεσμίους γῆς,
Θ. Ιερ. 3,34 Δεν θέλει να ποδοπατούνται κάτω από τους πόδας του
νικητού όλοι οι αιχμάλωτοι της χώρας,
Θ. Ιερ. 3,35 τοῦ
ἐκκλῖναι κρίσιν ἀνδρὸς κατέναντι προσώπου
Ὑψίστου,
Θ. Ιερ. 3,35 να διαστρέφεται και να καταπατήται το δίκαιον ενός
ανθρώπου ενώπιον του Υψίστου Θεού.
Θ. Ιερ. 3,36 καταδικάσαι ἄνθρωπον
ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν Κύριος οὐκ εἶπε.
Θ. Ιερ. 3,36 Ποτέ δεν έδωσεν εντολήν ο Κυριος να καταδικάζεται
ενας αθώος άνθρωπος εις κάποιαν δίκην.
Θ. Ιερ. 3,37 Τίς οὕτως
εἶπε, καὶ ἐγενήθη; Κύριος οὐκ ἐνετείλατο.
Θ. Ιερ. 3,37 Ποιός έδωσε τέτοιαν διαταγήν και εγιναν αυτά; Ο
Κυριος δεν έδωσε τέτοιας εντολάς.
Θ. Ιερ. 3,38 ἐκ στόματος
Ὑψίστου οὐκ ἐξελεύσεται τὰ κακὰ καὶ
τὸ ἀγαθόν;
Θ. Ιερ. 3,38 Από το στόμα του Κυρίου δεν θα εξέλθη η εντολή δια το
καλόν και η παραχώρησις δια το κακόν;
Θ. Ιερ. 3,39 τί γογγύσει ἄνθρωπος
ζῶν, ἀνὴρ περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ;
Θ. Ιερ. 3,39 Διατί, λοιπόν, παραπονείται κάθε άνθρωπος, επειδή
τιμωρείται εξ αιτίας των αμαρτιών του;
Θ. Ιερ. 3,40 Ἐξηρευνήθη
ἡ ὁδὸς ἡμῶν καὶ ἠτάσθη, κὶ
ἐπιστρέψομεν ἕως Κυρίου·
Θ. Ιερ. 3,40 Ας ανερευνήσωμεν επιμελώς τον δρόμον της ζωής μας, ας
τον εξετάσωμεν με προσοχήν, και ας επιστρέψωμεν εν μετανοία πάλιν προς τον
Κυριον.
Θ. Ιερ. 3,41 ἀναλάβωμεν
καρδίας ἡμῶν ἐπὶ χειρῶν πρὸς
ὑψηλὸν ἐν οὐρανῷ·
Θ. Ιερ. 3,41 Ας πιάσωμεν με τα δυο μας τα χέρια τας καρδίας μας,
ας τας ανυψώσωμεν προς τον ουρανόν.
Θ. Ιερ. 3,42 ἡμαρτήσαμεν,
ἠσεβήσαμεν, καὶ οὐχ ἱλάσθης.
Θ. Ιερ. 3,42 Ας ομολογήσωμεν ότι ημαρτήσαμεν, διεπράξαμεν
ασεβείας· και δια τούτο ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του δεν εφάνη ίλεως προς
ημάς.
Θ. Ιερ. 3,43 Ἐπεσκέπασας
ἐν θυμῷ καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς·
ἀπέκτεινας, οὐκ ἐφείσω.
Θ. Ιερ. 3,43 Επάνω στον δίκαιον θυμόν σου εσκέπασες το πρόσωπόν
σου, δια να μη μας ίδης· και μας εξεδίωξες, μας εθανάτωσες και δεν μας
ελυπήθης.
Θ. Ιερ. 3,44 Ἐπεσκέπασας
νεφέλην σεαυτῷ ἕνεκεν προσευχῆς,
Θ. Ιερ. 3,44 Εσκέπασες το πρόσωπόν σου με νεφέλην, ώστε να μη φανή
ενώπιόν σου η προσευχή μας.
Θ. Ιερ. 3,45 καμμύσαι με καὶ
ἀπωσθῆναι ἔθηκας ἡμᾶς ἐν μέσῳ
τῶν λαῶν.
Θ. Ιερ. 3,45 Εκλεισες τα μάτιά σου από εμέ, με απώθησες, μας
διεσκόρπισες εν μέσω ξένων λαών.
Θ. Ιερ. 3,46 Διήνοιξαν ἐφ᾿
ἡμᾶς τὸ στόμα αὐτῶν πάντες οἱ
ἐχθροὶ ἡμῶν·
Θ. Ιερ. 3,46 Ετσι δε όλοι οι εχθροί μας ήνοιξαν διάπλατα το στόμα
των, δια να μας καταπίουν.
Θ. Ιερ. 3,47 φόβος καὶ
θυμὸς ἐγενήθη ἡμῖν, ἔπαρσις καὶ συντριβή.
Θ. Ιερ. 3,47 Φοτος μας εκυρίευσεν εξ αιτίας του δικαίου θυμού σου.
Μας εσήκωσες υψηλά και μας συνέτριψες κάτω.
Θ. Ιερ. 3,48 ἀφέσεις
ὑδάτων κατάξει ὁ ὀφθαλμός μου ἐπὶ τὸ
σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου.
Θ. Ιερ. 3,48 Χειμάρρους υδάτων θα αναβλύσουν οι οφθαλμοί μας δια
την συντριβήν της θυγατρός του λαού μου, της Ιερουσαλήμ.
Θ. Ιερ. 3,49 Ὁ ὀφθαλμός
μου κατεπόθη, καὶ οὐ σιγήσομαι τοῦ μὴ εἶναι
ἔκνηψιν,
Θ. Ιερ. 3,49 Επνίγησαν εις τα δάκρυα οι οφθαλμοί μου. Δεν θα παύσω
να θρηνώ και να κλαίω, διότι δεν υπάρχει εις εμέ τρόπος ανανήψεως και
σωτηρίας.
Θ. Ιερ. 3,50 ἕως οὗ
διακύψῃ καὶ ἴδῃ Κύριος ἐξ
οὐρανοῦ·
Θ. Ιερ. 3,50 Θα πενθώ και θα κλαίω, μέχρις ότου ο Κυριος σκύψη από
τον ουρανόν και ίδη την θλίψιν μου.
Θ. Ιερ. 3,51 ὁ ὀφθαλμός
μου ἐπιφυλλιεῖ ἐπὶ τὴν ψυχήν μου παρὰ
πάσας θυγατέρας πόλεως.
Θ. Ιερ. 3,51 Τα δάκρυα των οφθαλμών μου καταπονούν την ψυχήν μου.
Κλαίω δι' όλας τας θυγατέρας της πόλεως.
Θ. Ιερ. 3,52 Θηρεύοντες ἐθήρευσάν
με ὡς στρουθίον πάντες οἱ ἐχθροί μου δωρεάν,
Θ. Ιερ. 3,52 Ολοι οι εχθροί μου εντελώς αδίκως με εκυνήγησαν με
επιμονήν, ωσάν στρουθίον.
Θ. Ιερ. 3,53 ἐθανάτωσαν
ἐν λάκκῳ ζωήν μου καὶ ἐπέθηκαν λίθον ἐπ᾿
ἐμοί.
Θ. Ιερ. 3,53 Με έρριψαν στον τάφον ως νεκρόν· έβαλαν στο στόμιον
του λάκκου βαρύν λίθον.
Θ. Ιερ. 3,54 ὑπερεχύθη
ὕδωρ ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου· εἶπα·
ἀπῶσμαι.
Θ. Ιερ. 3,54 Επλημμύρισε το νερό, εσκέπασε την κεφαλήν μου. Είπα·
έχω πλέον χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας.
Θ. Ιερ. 3,55 Ἐπεκαλεσάμην
τὸ ὄνομά σου, Κύριε, ἐκ λάκκου κατωτάτου·
Θ. Ιερ. 3,55 Προσηυχήθην και επεκαλεσθην το όνομά σου, Κυριε, από
τον βαθύτατον αυτόν λάκκον.
Θ. Ιερ. 3,56 φωνήν μου ἤκουσας·
μὴ κρύψῃς τὰ ὦτά σου εἰς τὴν δέησίν μου.
Θ. Ιερ. 3,56 Συ δε ήκουσες την φωνήν της προσευχής, μου. Δεν
έκλεισες τα αυτιά σου εις την δέησίν μου.
Θ. Ιερ. 3,57 εἰς τὴν
βοήθειάν μου ἤγγισας ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ
ἐπεκαλεσάμην σε· εἶπάς μοι· μὴ φοβοῦ.
Θ. Ιερ. 3,57 Με επλησίασες και με εβοήθησες κατά την ημέραν
εκείνην, που εγώ σε επεκαλέσθην δια της προσευχής. Μου είπες· μη φοβείσαι.
Θ. Ιερ. 3,58 Ἐδίκασας, Κύριε,
τὰς δίκας τῆς ψυχῆς μου, ἐλυτρώσω τὴν ζωήν
μου·
Θ. Ιερ. 3,58 Συ Κυριε, έγινες ο δίκαιος δικαστής εις τας υποθέσεις
της ζωής μου. Εσωσες και διεφύλαξες την ζωήν μου.
Θ. Ιερ. 3,59 εἶδες, Κύριε,
τὰς ταραχάς μου, ἔκρινας τὴν κρίσιν μου·
Θ. Ιερ. 3,59 Είδες, Κυριε, την αναστάτωσιν και τους συγκλονισμούς,
που μου επέφεραν οι εχθροί μου, ανέλαβες πλέον συ να εκδικάσης την δίκην μου,
να μου αποδώσης το δίκαιον.
Θ. Ιερ. 3,60 εἶδες πᾶσαν
τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν εἰς πάντας
διαλογισμοὺς αὐτῶν ἐν ἐμοί.
Θ. Ιερ. 3,60 Και στους διαλογισμούς των ακόμη, που είχαν εναντίον
μου, είδες συ, Κυριε, όλην την εκδικητικήν των μανίαν.
Θ. Ιερ. 3,61 Ἤκουσας τὸν
ὀνειδισμὸν αὐτῶν, πάντας τοὺς
διαλογισμοὺς αὐτῶν κατ᾿ ἐμοῦ,
Θ. Ιερ. 3,61 Ηκουσες τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς των
και τους κρυφούς λογιομούς των, που έτρεφαν εναντίον μου.
Θ. Ιερ. 3,62 χείλη ἐπανισταμένων
μοι καὶ μελέτας αὐτῶν κατ᾿ ἐμοῦ
ὅλην τὴν ἡμέραν,
Θ. Ιερ. 3,62 Ηκουσες τα απειλητικά λόγια των εχθρών μου και όσα αυτοί
εμελετούσαν και εσχεδίαζαν εναντίον μου όλας τας ημέρας.
Θ. Ιερ. 3,63 καθέδραν αὐτῶν
καὶ ἀνάστασιν αὐτῶν· ἐπίβλεψον
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν.
Θ. Ιερ. 3,63 Σ υ γνωρίζεις πότε αναπαύονται και πότε σηκώνονται.
Ιδέ την κακότητα, που εκφράζουν οι οφθαλμοί των.
Θ. Ιερ. 3,64 Ἀποδώσεις
αὐτοῖς ἀνταπόδομα, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν αὐτῶν.
Θ. Ιερ. 3,64 Συ, Κυριε, θα ανταποδώσης εις αυτούς την δικαίον
τιμωρίαν, ανάλογα με τα έργα των χειρών των.
Θ. Ιερ. 3,65 ἀποδώσεις
αὐτοῖς ὑπερασπισμὸν καρδίας, μόχθον σου αὐτοῖς,
Θ. Ιερ. 3,65 θα αποδώσης εις αυτούς κατά την πώρωσιν της καρδίας
των· το βάρος της τιμωρίας σου θα επιπέση εις αυτούς.
Θ. Ιερ. 3,66 καταδιώξεις ἐν
ὀργῇ καὶ ἐξαναλώσεις αὐτοὺς
ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ, Κύριε.
Θ. Ιερ. 3,66 Θα τους καταδιώξης εν τη δικαία σου οργή. Θα τους
εξολοθρεύσης και θα τους εξαφανίσης από το πρόσωπον του ουρανού, Κυριε.
|