ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ- ΚΕΦ. 10-19

 

 

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

                                    Η σωτήρια και η τιμωρός δύναμη της θείας σοφίας στην ιστορία

Σοφ. Σολ. 10,1     Αὕτη πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου μόνον κτισθέντα διεφύλαξε καὶ ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ παραπτώματος ἰδίου

Σοφ. Σολ. 10,1          Η θεία σοφία διεφύλαξε τον πρωτόπλαστον, τον Αδάμ, εκείνον τον οποίον ο Θεός έπλασε, δια να είναι ο πρώτος μέσα στον κόσμον. Τον διεφύλαξεν από την πλήρη καταστροφήν και τον έβγαλεν από την ιδικήν του πτώσιν.

Σοφ. Σολ. 10,2     ἔδωκέ τε αὐτῷ ἰσχὺν κρατῆσαι ἁπάντων.

Σοφ. Σολ. 10,2         Εδωκεν εις αυτόν την δύναμιν, να κυριαρχή και να εξουσίαζη επί όλων των δημιουργημάτων της γης.

Σοφ. Σολ. 10,3     ἀποστάς δὲ ἀπ᾿ αὐτῆς ἄδικος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ, ἀδελφοκτόνοις συναπώλετο θυμοῖς·

Σοφ. Σολ. 10,3         Οταν δε ο αμαρτωλός, ο αδελφοκτόνος Καϊν, κυριαρχούμενος από την θανάσιμον αυτού οργήν, απεμακρύνθη από την θείαν σοφίαν και εφόνευσε τον αδελφόν του, εξ αιτίας της αδελφοκτόνου αυτής οργής του κατεστράφη ο ίδιος.

Σοφ. Σολ. 10,4     δι᾿ ὃν κατακλυζομένην γῆν πάλιν διέσωσε σοφία, δι᾿ εὐτελοῦς ξύλου τὸν δίκαιον κυβερνήσασα.

Σοφ. Σολ. 10,4         Οταν δε εξ αιτίας αυτού και των απογόνων του η γη κατεκλύσθη από τα ύδατα του κατακλυσμού, πάλιν η σοφία διέσωσε τον άνθρωπον. Κατηύθυνε, δι' ενός ευτελούς ξύλου, τον δίκαιον Νώε εις σωτηρίαν.

Σοφ. Σολ. 10,5     αὕτη καὶ ἐν ὁμονοίᾳ πονηρίας ἐθνῶν συγχυθέντων ἔγνω τὸν δίκαιον καὶ ἐτήρησεν αὐτὸν ἄμεμπτον Θεῷ καὶ ἐπὶ τέκνου σπλάγχνοις ἰσχυρὸν ἐφύλαξεν.

Σοφ. Σολ. 10,5         Αυτή, όταν από συμφώνου τα έθνη εξέκλιναν εις τας πονηρίας και επήλθε πλήρης σύγχυσις μεταξύ των, εξεχώρισε και διετήρησε τον δίκαιον, τον Αβραάμ, άμεμπτον ενώπιον του Θεού και του έδωσεν ισχύν καρδίας, όταν επρόκειτο να θυσιάση το τέκνον του, τον Ισαάκ, τον καρπόν των σπλάγχνων του.

Σοφ. Σολ. 10,6     αὕτη δίκαιον ἐξαπολλυμένων ἀσεβῶν ἐῤῥύσατο φυγόντα πῦρ καταβάσιον Πενταπόλεως·

Σοφ. Σολ. 10,6         Αυτή, όταν κατεστρέφοντο οι ασεβείς Σοδομίται, διεφύλαξε τον δίκαιον Λωτ, ο οποίος έτσι διέφυγε το πυρ, που είχε κατεβή εκ του ουρανού εναντίον των πέντε εκείνων αμαρτωλών πόλεων.

Σοφ. Σολ. 10,7     ἧς ἔτι μαρτύριον τῆς πονηρίας καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, καὶ ἀτελέσιν ὥραις καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσης ψυχῆς μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλός.

Σοφ. Σολ. 10,7         Εις παντοτεινόν δε μαρτύριον της πονηρίας των πέντε εκείνων πόλεων, είναι η έρημος χώρα των, η οποία και καπνίζει ακόμη. Τα θαμνώδη δε αυτής φυτά, μάρτυρες της καταστροφής της, καρποφορούν προώρως εις ακαταλλήλους εποχάς, στήλη άλατος υψώνεται εις ανάμνησιν μιας ψυχής η οποία έδειξεν απιστίαν και ανυπακοήν στον Θεόν.

Σοφ. Σολ. 10,8     σοφίαν γὰρ παροδεύσαντες οὐ μόνον ἐβλάβησαν τοῦ μὴ γνῶναι τὰ καλά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀφροσύνης ἀπέλιπον τῷ βίῳ μνημόσυνον, ἵνα ἐν οἶς ἐσφάλησαν μηδὲ λαθεῖν δυνηθῶσι.

Σοφ. Σολ. 10,8         Διότι όσοι κατεφρόνησαν και παρεμέρισαν την σοφίαν, όχι μόνον ετιμωρήθησαν, ώστε να μη γνωρίσουν τα καλά της, αλλά αφήκαν στους απαγόνους των τέτοιαν ανάμνησιν της αφροσύνης των, ώστε να μη μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα σφάλματα, τα οποία διέπραξαν.

Σοφ. Σολ. 10,9     σοφία δὲ τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐῤῥύσατο.

Σοφ. Σολ. 10,9         Η σοφία έχει απαλάξει από τους μόχθους και τας ταλαιπωρίας εκείνους, οι οποίοι την εδέχθησαν και την υπηρέτησαν.

Σοφ. Σολ. 10,10    αὕτη φυγάδα ὀργῆς ἀδελφοῦ δίκαιον ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις· ἔδειξεν αὐτῷ βασιλείαν Θεοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ γνῶσιν ἁγίων· εὐπόρησεν αὐτὸν ἐν μόχθοις καί ἐπλήθυνε τοὺς πόνους αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 10,10       Αυτή τον δίκαιον Ιακώβ φεύγοντα εις ξένην χώραν, δια να διαφύγη την οργήν του αδελφού του Ησαύ, τον ωδήγησεν εις ευθείς δρόμους. Του έδειξε την βασιλείου του Θεού, του έδωσε γνώσιν αγίων πραγμάτων. Ευλόγησε με πλούσια αγαθά τους μόχθους του και επλήθυνε τα προϊόντα των κόπων του.

Σοφ. Σολ. 10,11    ἐν πλεονεξίᾳ κατισχυόντων αὐτὸν παρέστη καὶ ἐπλούτισεν αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 10,11        Αυτή του παρεστάθη προστάτις και τον επροφύλαξεν από την πλεονεξίαν ισχυρών ανθρώπων, του Λαβαν και των περί αυτόν, και τον κατέστησε πλούσιον.

Σοφ. Σολ. 10,12    διεφύλαξεν αὐτὸν ἀπὸ ἐχθρῶν, καὶ ἀπὸ ἐνεδρευόντων ἠσφαλίσατο καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτῷ, ἵνα γνῷ, ὅτι παντὸς δυνατωτέρα ἐστὶν εὐσέβεια.

Σοφ. Σολ. 10,12       Τον διεφύλαξεν από τας επιθέσεις των εχθρών του, τον έσωσεν ασφαλή από εκείνους, οι οποίοι του έστησαν παγίδας στον δρόμον του. Και εις κάποιον μεγάλον αγώνα, που ενίκησε, τον εβράβευσε, δια να μάθη, ότι η ευσέβεια είναι ισχυροτέρα από όλα.

Σοφ. Σολ. 10,13    αὕτη πραθέντα δίκαιον οὐκ ἐγκατέλιπεν, ἀλλὰ ἐξ ἁμαρτίας ἐῤῥύσατο αὐτόν·

Σοφ. Σολ. 10,13       Η σοφία δεν εγκατέλειψε τον δίκαιον Ιωσήφ, όταν επωλήθη από τους αδελφούς του ως δούλος, αλλά τουναντίον τον εγλύτωσε και από την αμαρτίαν της συζύγου του Πετεφρή.

Σοφ. Σολ. 10,14    συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ· ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον.

Σοφ. Σολ. 10,14       Η σοφία κατέβη μαζή του εις την φυλακήν, και εις τα δεσμά αυτά της φυλακής δεν τον εγκατέλειψε· μέχρις ότου έδωσεν εις αυτόν βασιλικά σκήπτρα, εξουσίαν επί εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως τον ετυραννούσαν. Η σοφία απέδειξε ψεύστας εκείνους, οι οποίοι τον είχαν κατηγορήσει, και έδωκεν εις αυτόν δόξαν αιωνίαν.

Σοφ. Σολ. 10,15    αὕτη λαὸν ὅσιον καὶ σπέρμα ἄμεμπτον ἐῤῥύσατο ἐξ ἔθνους θλιβόντων·

Σοφ. Σολ. 10,15       Αυτή ένα λαόν όσιον και ακατηγόρητον τον απήλλαξεν από το έθνος των Αιγυπτίων, οι οποίοι τους κατατυραννούσαν.

Σοφ. Σολ. 10,16    εἰσῆλθεν εἰς ψυχὴν θεράποντος Κυρίου καὶ ἀντέστη βασιλεῦσι φοβεροῖς ἐν τέρασι καὶ σημείοις.

Σοφ. Σολ. 10,16       Η σοφία εισήλθε και κατώκησεν εις την ψυχήν του Μωϋσέως, του δούλου του Κυρίου, και αυτή αντεστάθη εναντίον του τρομερού Φαραώ με πλήθος φοβερών σημείων και τεράτων.

Σοφ. Σολ. 10,17    ἀπέδωκεν ὁσίοις μισθὸν κόπων αὐτῶν, ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ὁδῷ θαυμαστῇ καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς σκέπην ἡμέρας καὶ εἰς φλόγα ἄστρων τὴν νύκτα.

Σοφ. Σολ. 10,17       Εδωκεν στους αγίους, στους Ισραηλίτας, τον μισθόν των κόπων των και τους ωδήγησε θαυματουργικώς καθ' όλην την πορείαν των από την Γεσέμ έως την Χαναάν. Εγινε σκέπη και προφύλαξις δι' αυτούς καθ' όλην την ημέραν από τας φλογεράς ακτίνας του ηλίου, φως δε αστρικόν κατά το διάστημα της νυκτός.

Σοφ. Σολ. 10,18    διεβίβασεν αὐτοὺς θάλασσαν ἐρυθρὰν καὶ διήγαγεν αὐτοὺς δι᾿ ὕδατος πολλοῦ·

Σοφ. Σολ. 10,18       Αυτή τους επέρασε δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης και τους ωδήγησε δια μέσου πολλών υδάτων.

Σοφ. Σολ. 10,19    τοὺς δὲ ἐχθροὺς αὐτῶν κατέκλυσε καὶ ἐκ βάθους ἀβύσσου ἀνέβρασεν αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 10,19       Τους δε εχθρούς των, τους Αιγυπτίους, τους έπνιξε μέσα στον κατακλυσμόν των υδάτων και κατόπιν από τα βάθη των θαλασσών τους εξεβρασε.

Σοφ. Σολ. 10,20    διὰ τοῦτο δίκαιοι ἐσκύλευσαν ἀσεβεῖς καὶ ὕμνησαν, Κύριε, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου, τήν τε ὑπέρμαχόν σου χεῖρα ᾔνεσαν ὁμοθυμαδόν·

Σοφ. Σολ. 10,20      Χαρις εις την θαυματουργικήν αυτήν απόφασιν της θείας σοφίας, οι δίκαιοι Ισραηλίται ελεηλάτησαν τους ασεβείς εχθρούς των και εδοξολόγησαν, Κυριε, το άγιόν σου Ονομα, και την ακατανίκητον δεξιάν σου υμνολόγησαν όλοι μαζή.

Σοφ. Σολ. 10,21    ὅτι ἡ σοφία ἤνοιξε στόμα κωφῶν καὶ γλώσσας νηπίων ἔθηκε τρανάς.

Σοφ. Σολ. 10,21       Διότι η σοφία ήνοιξε το στόμα και τα αυτιά των κωφαλάλων και κατέστησε ρήτορας τας γλώσσας των νηπίων ανθρώπων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ  

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ

                                      Η σωτήρια και τιμωρός δύναμη της θείας Σοφίας στην Ιστορία

Σοφ. Σολ. 11,1     Εὐώδωσε τὰ ἔργα αὐτῶν ἐν χειρὶ προφήτου ἁγίου.

Σοφ. Σολ. 11,1          Η σοφία του Θεού κατευώδωσε τα έργα των Ισραηλιτν δια του αγίου προφήτου, του Μωϋσέως.

Σοφ. Σολ. 11,2     διώδευσαν ἔρημον ἀοίκητον καὶ ἐν ἀβάτοις ἔπηξαν σκηνάς·

Σοφ. Σολ. 11,2          Διεπέρασαν χάρις εις αυτήν την ακατοίκητον έρημον και έστησαν τας σκηνάς των εις χώρας αδιαβάτους και απροσπελάστους.

Σοφ. Σολ. 11,3     ἀντέστησαν πολεμίοις καὶ ἠμύναντο ἐχθρούς.

Σοφ. Σολ. 11,3          Αντεστάθησαν εναντίον πολεμίων και απέκρουσαν τους εχθρούς των.

Σοφ. Σολ. 11,4     ἐδίψησαν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε, καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ καὶ ἴαμα δίψης ἐκ λίθου σκληροῦ.

Σοφ. Σολ. 11,4          Εδίψησαν, επεκαλέσθησαν δε την σοφίαν και εδόθη εις αυτούς νερό από απότομον βράχον, και έτσι έσβησαν την δίψαν των με νερό, το οποίον ανέβλυσεν από σκληρόν βράχον.

Σοφ. Σολ. 11,5     δι᾿ ὧν γὰρ ἐκολάσθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, διὰ τούτων αὐτοὶ ἀποροῦντες εὐεργετήθησαν.

Σοφ. Σολ. 11,5          Δια του ύδατος, δια του μέσου δηλαδή εκείνου με το οποίον ετιμωρήθησαν οι εχθροί των οι Αιγύπτιοι, με το ίδιο οι Ισροηλίται, όταν το εστερήθησαν, ευεργετήθησαν από τον Θεόν.

Σοφ. Σολ. 11,6     ἀντὶ μὲν πηγῆς ἀεννάου ποταμοῦ αἵματι λυθρώδει ταραχθέντος

Σοφ. Σολ. 11,6          Εν δηλαδή τα ύδατα του αστειρεύτου ποταμού, του Νείλου, ανετάραξες και έγιναν θολά από αίμα ακάθαρτον εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων

Σοφ. Σολ. 11,7     εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος, ἔδωκας αὐτοῖς δαψιλὲς ὕδωρ ἀνελπίστως,

Σοφ. Σολ. 11,7          δια το νηπιοκτόνον διάταγμα του Φαραώ, συ ο ίδιος έδωκες στους Ισραηλίτας, παρά πάσαν ελπίδα, άφθονον δροσερόν ύδωρ.

Σοφ. Σολ. 11,8     δείξας διὰ τοῦ τότε δίψους πῶς τοὺς ὑπεναντίους ἐκόλασας.

Σοφ. Σολ. 11,8          Και έτσι έδειξες εις αυτούς δια της δίψης, με την οποίαν επί ολίγας ώρας εταλαιπωρήθησαν, πως και πόσον ετιμώρησες τους εχθρούς των, τους Αιγυπτίους.

Σοφ. Σολ. 11,9     ὅτε γὰρ ἐπειράσθησαν, καί περ ἐν ἐλέει παιδευόμενοι, ἔγνωσαν πῶς ἐν ὀργῇ κρινόμενοι ἀσεβεῖς ἐβασανίζοντο·

Σοφ. Σολ. 11,9          Διότι όταν οι Ισραηλίται εταλαιπωρήθησαν από την δίψαν, αν και αυτό ήτο παιδαγωγία δια του θείου ελέους, έμαθαν πόσον εβασανίζοντο οι ασεβείς εκείνοι, όταν ετιμωρούντο με την οργήν του Θεού δια δίψης.

Σοφ. Σολ. 11,10    τούτους μὲν γὰρ ὡς πατὴρ νουθετῶν ἐδοκίμασας, ἐκείνους δὲ ὡς ἀπότομος βασιλεὺς καταδικάζων ἐξήτασας.

Σοφ. Σολ. 11,10        Διότι τους μεν Ισραηλίτας ωσάν πατήρ παιδαγωγών και συμβουλεύων τους ετιμώρησας εις διόρθωσιν, εκείνους όμως, τους Αιγυπτίους, τους έκρινες και τους ετιμώρησες ως βασιλεύς δίκαιος και αυστηρός.

Σοφ. Σολ. 11,11    καὶ ἀπόντες δὲ καὶ παρόντες ὁμοίως ἐτρύχοντο·

Σοφ. Σολ. 11,11         Ολοι οι Αιγύπτιοι, παρόντες και απόντες, κατά τον ίδιον τρόπον εβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 11,12    διπλῆ γὰρ αὐτοὺς ἔλαβε λύπη· καὶ στεναγμὸς μνημῶν τῶν παρελθόντων.

Σοφ. Σολ. 11,12        Διότι διπλή λύπη τους είχε καταλάβει κατά την εποχήν εκείνην. Εστέναζαν αφ' ενός μεν ενθυμούμενοι τας παρελθούσας θλίψεις,

Σοφ. Σολ. 11,13    ὅτε γὰρ ἤκουσαν διὰ τῶν ἰδίων κολάσεων εὐεργετουμένους αὐτούς, ᾔσθοντο τοῦ Κυρίου·

Σοφ. Σολ. 11,13        αφ' ετέρου δέ, όταν ήκουαν ότι οι Ισραηλίται ευηργετούντο, δια των ιδίων μέσων, δια των οποίων αυτοί εβασανίζοντο. Τοτε ησθάνθησαν ότι ο Κυριος ήτο βοηθός των Ισραηλιτών, τιμωρός δε αυτών των ιδίων.

Σοφ. Σολ. 11,14    ὃν γὰρ ἐν ἐκθέσει πάλαι ῥιφέντα ἀπεῖπον χλευάζοντες, ἐπὶ τέλει τῶν ἐκβάσεων ἐθαύμασαν, οὐχ ὅμοια δικαίοις διψήσαντες.

Σοφ. Σολ. 11,14        Εκείνον δε τον Μωϋσήν, τον οποίον άλλοτε οι Αιγύπτιοι είχον γελοιοποιήσει και απορρίψει με χλευασμόν, στο τέλος των θαυμαστών αυτών γεγονότων τον εθαύμασαν, όταν δηλαδή υπέφεραν και αυτοί από την δίψαν άλλα πολύ διαφορετικά παρ' όσον υπέφεραν οι δίκαιοι Ισραηλίται εις την έρημον.

Σοφ. Σολ. 11,15    ἀντὶ δὲ λογισμῶν ἀσυνέτων ἀδικίας αὐτῶν, ἐν οἷς πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα εὐτελῆ, ἐπαπέστειλας αὐτοῖς πλῆθος ἀλόγων ζώων εἰς ἐκδίκησιν,

Σοφ. Σολ. 11,15        Εις τιμωρίαν δε των ασυνέτων και αμαρτωλών λογισμών των, από τους οποίους πλανηθέντες επίστευσαν και ελάτρευσαν ως θεούς άλογα, ερπετά και ευτελή ζώα, έστειλες εναντίον αυτών πλήθος από άλογα ζώα, βατράχους, σκνίπες και ακρίδες,

Σοφ. Σολ. 11,16    ἵνα γνῶσιν ὅτι δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται.

Σοφ. Σολ. 11,16        δια να μάθουν ότι με εκείνα δια των οποίων κανείς αμαρτάνει, με τα ίδια και τιμωρείται.

 

                                    Η δύναμη του Θεού θεμέλιο της καλοσύνης του

Σοφ. Σολ. 11,17    οὐ γὰρ ἠπόρει ἡ παντοδύναμός σου χεὶρ καὶ κτίσασα τὸν κόσμον ἐξ ἀμόρφου ὕλης ἐπιπέμψαι αὐτοῖς πλῆθος ἄρκων ἢ θρασεῖς λέοντας

Σοφ. Σολ. 11,17        Δεν ήτο βέβαια δύσκολον εις την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία εδημιούργησε και διεμόρφωσε τον κόσμον από την άμορφον πρωταρχικήν ύλην, να στείλης εναντίον αυτών πλήθος άρκτων η αγρίους λέοντας

Σοφ. Σολ. 11,18    ἢ νεοκτίστους θυμοῦ πλήρεις θῆρας ἀγνώστους ἤτοι πυρπνόον φυσῶντας Ῥσθμα ἢ βρόμους λικμωμένους καπνοῦ ἢ δεινοὺς ἀπ᾿ ὀμμάτων σπινθῆρας ἀστράπτοντας,

Σοφ. Σολ. 11,18        η νεοδημιούργητα άγνωστα έως τότε θηρία, τα οποία να βγάζουν ως αναπνοήν φωτιά η να εκπνέουν δυσώδη καπνόν η να εκτοξεύουν από τα μάτια των φοβερούς απαστράπτοντας σπινθήρας·

Σοφ. Σολ. 11,19    ὧν οὐ μόνον ἡ βλάβη ἠδύνατο συνεκτρῖψαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἡ ὄψις ἐκφοβήσασα διολέσαι.

Σοφ. Σολ. 11,19        φοβερά θηρία, τα οποία θα ηδύναντο, όχι μόνον να καταστρέψουν τους ασεβείς με φοβεράν φθοράν και βλάβην, άλλα και με μονήν την φοβεράν όψιν των θα ηδύναντο να τους εκφοβίσουν και να τους εξολοθρεύσουν.

Σοφ. Σολ. 11,20    καὶ χωρὶς δὲ τούτων, ἑνὶ πνεύματι πεσεῖν ἐδύναντο ὑπὸ τῆς δίκης διωχθέντες καὶ λικμηθέντες ὑπὸ πνεύματος δυνάμεώς σου· ἀλλὰ πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξας.

Σοφ. Σολ. 11,20       Εκτός όμως αυτών θα ημπορούσαν εκείνα τα ζώα με ένα απλούν φύσημα να τους ρίξουν κάτω νεκρούς, διότι τους κατεδίωκεν η θεία δίκη. Και είχαν λιχνισθή και διασκορπισθή από το φύσημα της παντοδυναμίας σου. Δεν έκαμες όμως τίποτε από αυτά, αλλά εκανόνισες τα πάντα με μέτρον, με ρυθμόν, με ακριβές ζύγισμα.

Σοφ. Σολ. 11,21    τὸ γὰρ μεγάλως ἰσχύειν πάρεστί σοι πάντοτε, καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται;

Σοφ. Σολ. 11,21        Διότι η άπειρος δύναμίς σου ευρίσκεται πάντοτε κοντά σου. Εις δε την κυριαρχίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ποιός ημπορεί να αντισταθή;

Σοφ. Σολ. 11,22    ὅτι ὡς ῥοπὴ ἐκ πλαστίγγων ὅλος ὁ κόσμος ἐναντίον σου καὶ ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν.

Σοφ. Σολ. 11,22       Διότι όλος ο κόσμος ενώπιόν σου είναι σαν μία απλή κλίσις πλάστιγγας και σαν σταγόνα πρωϊνής δρόσου, η οποία κατεβαίνει εις την γην.

Σοφ. Σολ. 11,23    ἐλεεῖς δὲ πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι, καὶ παρορᾷς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 11,23       Συ ελεείς όλους, διότι δύνασαι τα πάντα, παραβλέπεις δε τα αμαρτήματα των ανθρώπων, δια να οδηγήσης αυτούς εις μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 11,24    ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας.

Σοφ. Σολ. 11,24       Αγαπάς όλα τα δημιουργήματα και κανένα από εκείνα, τα οποία εδημιούργησες, δεν το αποστρέφεσαι. Διότι ουδέποτε θα εδημιούργεις κάτι, εάν αυτό το εμισούσες.

Σοφ. Σολ. 11,25    πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη;

Σοφ. Σολ. 11,25       Πως δε ήτο δυνατόν να παραμείνη, κάτι υπάρχον, αν συ δεν το ηθέλησες; Η πως θα ήτο δυνατόν να διατηρηθή κάτι, το οποίον συ δεν το έφερες εις ύπαρξιν;

Σοφ. Σολ. 11,26    φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι σά ἐστι, δέσποτα φιλόψυχε.

Σοφ. Σολ. 11,26       Σπλαγχνίζεσαι και λυπείσαι τα πάντα, διότι όλα είναι ιδικά σου, Κυριε· ανήκουν εις σέ, ο οποίος αγαπάς τας ψυχάς μας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ ΒΑΡΙΑ Η ΤΙΜΩΡΙΑ

                                     Παράδειγμα της υπομονής του Θεού

Σοφ. Σολ. 12,1     Τὸ γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν πᾶσι.

Σοφ. Σολ. 12,1          Αγαπς, Κυριε, τα πάντα, διότι το αιώνιον άφθαρτον Πνεύμα σου ευρίσκεται εις όλα τα κτίσματα.

Σοφ. Σολ. 12,2     διὸ τοὺς παραπίπτοντας κατ᾿ ὀλίγον ἐλέγχεις καὶ ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς, ἵνα ἀπαλλαγέντες τῆς κακίας πιστεύσωσιν ἐπὶ σέ, Κύριε.

Σοφ. Σολ. 12,2         Δια τούτο τους αμαρτάνοντας τιμωρείς ελαφρώς και με επιείκειαν και δι' εκείνων, με τα οποία αμαρτάνουν, τους υπενθυμίζεις το καθήκον των, τους συμβουλεύεις να απαλλαγούν από την κακότητα και να πιστεύσουν εις σέ, Κυριε.

Σοφ. Σολ. 12,3     καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας τῆς ἁγίας σου γῆς μισήσας

Σοφ. Σολ. 12,3         Τους παλαιούς κατοίκους τους- ειδωλολάτρας- της αγίας χώρας σου εμίσησες, Κυριε,

Σοφ. Σολ. 12,4     ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα φαρμακειῶν καὶ τελετὰς ἀνοσίους

Σοφ. Σολ. 12,4         διότι είχαν επιδοθή να πράττουν τα απαίσια έργα της μαγείας και τας ανιέρους τελετάς.

Σοφ. Σολ. 12,5     τέκνων τε φονέας ἀνελεήμονας καὶ σπλαγχνοφάγων ἀνθρωπίνων σαρκῶν θοῖναν καὶ αἵματος, ἐκ μέσου μύστας θιάσου

Σοφ. Σολ. 12,5         Εις τας τελετάς εκείνας αυτοί, σκληροί και ανελεήμονες, εφόνευον τα τέκνα των, παρεκάθηντο ανάμεσα εις οπαδούς ειδωλολατρικών μυστηριακών τελετών, εις συμπόσια κατά τα οποία έτρωγαν σπλάγχνα ανθρώπων, ανθρωπίνας σάρκας και αίμα.

Σοφ. Σολ. 12,6     καὶ αὐθέντας γονεῖς ψυχῶν ἀβοηθήτων, ἐβουλήθης ἀπολέσαι διὰ χειρῶν πατέρων ἡμῶν,

Σοφ. Σολ. 12,6         Οι σκληροί αυτοί γονείς ήσαν φονείς των ανυπεράσπιστων αθώων παιδιών των και συ, λοιπόν, απεφάσισες να εξοντώσης αυτούς με τα χέρια των προγόνων μας.

Σοφ. Σολ. 12,7     ἵνα ἀξίαν ἀποικίαν δέξηται Θεοῦ παίδων ἡ παρὰ σοὶ πασῶν τιμιωτάτη γῆ.

Σοφ. Σολ. 12,7         Τούτο δέ, ίνα η τιμιωτάτη ενώπιόν σου αυτή χώρα καθαρθή από το μόλυσμα των ειδωλολατρών και γίνη αξία, να δεχθή τους ανθρώπους σου οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από την Αίγυπτον.

Σοφ. Σολ. 12,8     ἀλλὰ καὶ τούτων ὡς ἀνθρώπων ἐφείσω ἀπέστειλάς τε προδρόμους τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκας, ἵνα αὐτοὺς κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν.

Σοφ. Σολ. 12,8         Εν τούτοις και αυτούς τους ειδωλολάτρας τους ελυπήθης ως ανθρώπους και έστειλες ως προδρόμους του ισραηλιτικού λαού σφήκας, δια να τους καταστρέψουν ολίγον κατ' ολίγον.

Σοφ. Σολ. 12,9     οὐκ ἀδυνατῶν ἐν παρατάξει ἀσεβεῖς δικαίοις ὑποχειρίους δοῦναι ἢ θηρίοις δεινοῖς ἢ λόγῳ ἀποτόμῳ ὑφ᾿ ἓν ἐκτρῖψαι,

Σοφ. Σολ. 12,9         Τούτο δε οχι, διότι ήτο αδύνατον εις σε δια πολέμου και μάχης να καταστήστης τους ασεβείς αυτούς υποχειρίους στους δικαίους, η να τους παραδώσης εις φοβερά θηρία, η να τους καταστρέψης με μίαν οργίλην διαταγήν σου·

Σοφ. Σολ. 12,10    κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.

Σοφ. Σολ. 12,10       αλλά, εν τη αγαθότητί σου, έκρινες καλόν ολίγον κατ' ολίγον να τους τιμωρής και παρείχες έτσι καιρόν και τόπον μετανοίας εις αυτούς, αν και εγνώριζες, ότι η γενεά των ήτο πονηρά και διεφθαρμένη. Εμφυτος υπήρχε μέσα των η κακία και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξη η νοοτροπία των.

Σοφ. Σολ. 12,11    σπέρμα γὰρ ἦν κατηραμένον ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὐδὲ εὐλαβούμενός τινα ἐφ᾿ οἷς ἡμάρτανον ἄδειαν ἐδίδους.

Σοφ. Σολ. 12,11        Διότι οι Χαναναίοι ήσαν γενεά κατηραμένη ευθύς εξ αρχής και κανένα εξ αυτών απολύτως δεν εφοβείσο, ώστε υποχωρών να δίδης εις αυτούς την άδειαν δι' εκείνα, τα οποία ημάρταναν.

 

                                    Η δικαιοσύνη και η επιείκεια του Θεού

Σοφ. Σολ. 12,12    τίς γὰρ ἐρεῖ· τί ἐποίησας; ἢ τίς ἀντιστήσεται τῷ κρίματί σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει σοι κατὰ ἐθνῶν ἀπολωλότων, ἃ σὺ ἐποίησας; ἢ τίς εἰς κατάστασίν σοι ἐλεύσεται ἔκδικος κατὰ ἀδίκων ἀνθρώπων;

Σοφ. Σολ. 12,12       Διότι, ποιός θα πη εις σέ, τι έκαμες; Η ποιός θα αντισταθή και θα φέρη αντίρρησιν εις την δικαίαν σου απόφασιν; Ποιός δέ ποτέ θα σε κατηγορήση δια την καταστροφήν των εθνών, τα οποία συ εδημιούργησες; Η ποιός θα αντιδικήση ενώπιόν σου εις υπεράσπισιν των ασεβών ανθρώπων;

Σοφ. Σολ. 12,13    οὔτε γὰρ Θεός ἐστι πλὴν σοῦ, ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας,

Σοφ. Σολ. 12,13       Οχι· δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην σου, ο οποίος να φροντίζη περί όλων των πραγμάτων, δια να δείξης εις αυτόν ότι δικαίως και ορθώς έκρινες και εδίκασες.

Σοφ. Σολ. 12,14    οὔτε βασιλεὺς ἢ τύραννος ἀντοφθαλμῆσαι δυνήσεταί σοι περὶ ὧν ἐκόλασας.

Σοφ. Σολ. 12,14       Ούτε κανένας βασιλεύς η άρχων θα ημπορέση ποτέ, να σε κυττάξη κατάματα και να υποστηρίξη εκείνους, τους οποίους συ ετιμώρησες.

Σοφ. Σολ. 12,15    δίκαιος δὲ ὢν δικαίως τὰ πάντα διέπεις, αὐτὸν τὸν μὴ ὀφείλοντα κολασθῆναι καταδικάσαι ἀλλότριον ἡγούμενος τῆς σῆς δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 12,15       Ακριβώς δέ, διότι είσαι ο απολύτως δίκαιος, δικαίως τα πάντα επιβλέπεις και κυβερνάς. Ετσι εκείνον, ο οποίος δεν είναι υπεύθυνος τιμωρίας, τον θεωρείς απηλλαγμένον της ιδικής σου καταδικαστικής δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 12,16    ἡ γὰρ ἰσχύς σου δικαιοσύνης ἀρχή, καὶ τὸ πάντων σε δεσπόζειν πάντων φείδεσθαι ποιεῖ.

Σοφ. Σολ. 12,16       Διότι η δύναμίς σου είναι αρχή και θεμέλιον της δικαιοσύνης. Και το γεγονός ότι συ είσαι ο Κυριος των πάντων, σε κάμνει να λυπήσαι όλους.

Σοφ. Σολ. 12,17    ἰσχὺν γὰρ ἐνδείκνυσαι ἀπιστούμενος ἐπὶ δυνάμεως τελειότητι καὶ ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ θράσος ἐξελέγχεις.

Σοφ. Σολ. 12,17       Δεικνύεις όμως την ισχύν σου εις εκείνους, οι οποίοι απιστούν εις την τελειότητα της δυνάμεώς σου. Τιμωρείς δε την θρασύτητα εκείνων, οι οποίοι γνωρίζουν, αλλά αρνούνται, την δύναμίν σου.

Σοφ. Σολ. 12,18    σὺ δὲ δεσπόζων ἰσχύος ἐν ἐπιεικείᾳ κρίνεις καὶ μετὰ πολλῆς φειδοῦς διοικεῖς ἡμᾶς· πάρεστι γάρ σοι, ὅταν θέλῃς, τὸ δύνασθαι.

Σοφ. Σολ. 12,18       Συ, ο οποίος δια της απείρου δυνάμεώς σου κυριαρχείς επί πάντων, κρίνεις με επιείκειας, και με πολλήν συμπάθειαν κυβερνάς και κατευθύνεις όλους μας. Διότι είναι παρούσα πάντοτε εις σε η παντοδυναμία, ώστε, όταν θέλης, να την χρησιμοποιής.

Σοφ. Σολ. 12,19    Ἐδίδαξας δέ σου τὸν λαὸν διά τῶν τοιούτων ἔργων, ὅτι δεῖ τὸν δίκαιον εἶναι φιλάνθρωπον· καὶ εὐέλπιδας ἐποίησας τοὺς υἱούς σου ὅτι δίδως ἐπὶ ἁμαρτήμασι μετάνοιαν.

Σοφ. Σολ. 12,19       Δια μέσου δε αυτών των έργων σου εδίδαξες τον λαόν σου, ότι πρέπει ο δίκαιος να είναι και φιλάνθρωπος. Εκαμες τα παιδιά σου να έχουν αγαθάς και εις σε στηριγμένας τας ελπίδας των, διότι συ δίδεις καιρόν μετανοίας και παρέχεις άφεσιν εις τα αμαρτήματα των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 12,20    εἰ γὰρ ἐχθροὺς παίδων σου καὶ ὀφειλομένους θανάτῳ μετὰ τοσαύτης ἐτιμώρησας προσοχῆς καὶ διέσεως, δοὺς χρόνους καὶ τόπον, δι᾿ ὧν ἀπαλλαγῶσι τῆς κακίας,

Σοφ. Σολ. 12,20      Διύτι εάν τους εχθρούς των δούλων σου, οι οποίοι εξ αιτίας των αμαρτιών των ήσαν άξιοι θανάτου και εξοντώσεως, με τόσην προσοχήν και επιείκειαν τους ετιμώρησες, αφού προηγουμένως παρεχώρησες εις αυτούς χρόνον και καιρόν δια να μετανοήσουν και απαλλαγούν από τας κακίας,

Σοφ. Σολ. 12,21    μετὰ πόσης ἀκριβείας ἔκρινας τοὺς υἱούς σου, ὧν τοῖς πατράσιν ὅρκους καὶ συνθήκας ἔδωκας ἀγαθῶν ὑποσχέσεων;

Σοφ. Σολ. 12,21       με πόσην, λοιπόν, καλωσύνην και επιείκειαν έκρινες και θα κρίνης τα παιδιά σου, με τους προπάτορας των οποίων συνήψες συνθήκας και υπεσχέθης με όρκους πλούσια αγαθά;

Σοφ. Σολ. 12,22    Ἡμᾶς οὖν παιδεύων τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν ἐν μυριότητι μαστιγοῖς, ἵνα σου τὴν ἀγαθότητα μεριμνῶμεν κρίνοντες, κρινόμενοι δὲ προσδοκῶμεν ἔλεος.

Σοφ. Σολ. 12,22      Εν δε ημάς μας παιδαγωγής δια των ελαφρών θλίψεων, μαστιγώνεις πολλαπλασίως τους εχθρούς μας, δια να σκεπτώμεθα την καλωσύνην σου, όταν αφ' ενός μεν ημείς κρίνωμεν τους άλλους, αφ' ετέρου δε πρόκειται να κριθώμεν αυτό σε και να ελπίζωμεν έτσι στο έλεός σου.

 

                                   Μετά την επιείκεια βαριά η τιμωρία

Σοφ. Σολ. 12,23    ὅθεν καὶ τοὺς ἐν ἀφροσύνῃ ζωῆς βιώσαντας ἀδίκους διὰ τῶν ἰδίων ἐβασάνισας βδελυγμάτων·

Σοφ. Σολ. 12,23       Ιδού, λοιπόν, διατί τους ασεβείς, οι οποίοι επέρασαν την ζωήν των μέσα εις τας αφροσύνας της αμαρτίας, τους ετιμώρησες με τα ιδικά των ειδωλολατρικά βδελύγματα.

Σοφ. Σολ. 12,24    καὶ γὰρ τῶν πλάνης ὁδῶν μακρότερον ἐπλανήθησαν, θεοὺς ὑπολαμβάνοντες τὰ καὶ ἐν ζῴοις τῶν ἐχθρῶν ἄτιμα, νηπίων δίκην ἀφρόνων ψευσθέντες.

Σοφ. Σολ. 12,24      Διότι αυτοί επλανήθησαν βαδίσαντες πολύ μακρότερον από κάθε οδόν πλάνης, διότι εθεώρουν ως θεούς τα ζώα τα σιχαμερά και απεχθή μεταξύ και αυτών ακόμη των ζώων, και παρεπλανήθησαν ετσι σαν μικρά ανόητα παιδιά.

Σοφ. Σολ. 12,25    διὰ τοῦτο ὡς παισὶν ἀλογίστοις τὴν κρίσιν εἰς ἐμπαιγμὸν ἔπεμψας.

Σοφ. Σολ. 12,25       Δια τούτο, ως εάν επρόκειτο να κρίνης ανόητα παιδιά, έστειλες εις αυτούς μίαν μικράν παιδικήν τιμωρίαν.

Σοφ. Σολ. 12,26    οἱ δὲ παιγνίοις ἐπιτιμήσεως μὴ νουθετηθέντες ἀξίαν Θεοῦ κρίσιν πειράσουσιν.

Σοφ. Σολ. 12,26      Επειδή όμως εκείνοι δεν εσυνετίσθησαν με την μικράν και ως είδος παιγνιδιού τιμωρίαν, που τους έστειλες, εδοκίμασαν και θα δοκιμάσουν ανταξίαν της αμελείας των την δικαίαν κρίσιν του Θεού.

Σοφ. Σολ. 12,27    ἐφ᾿ οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν πάλαι ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν ἀληθῆ· διὸ καὶ τὸ τέρμα τῆς καταδίκης ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπῆλθεν.

Σοφ. Σολ. 12,27       Διότι αυτοί υπέφεραν και κατεθλίβοντο από τα πράγματα εκείνα, τα οποία εθεωρούσαν ως θεούς, ετιμωρούντο δε εξ, αυτών και είδαν και ανεγνώρισαν ως αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίον παλαιότερα είχον αρνηθή. Και επιτέλους επήλθεν εναντίον αυτών η τελική καταδίκη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ  

Η ΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ

                                    Η λατρεία των δημιουργημάτων αντί του Δημιουργού

Σοφ. Σολ. 13,1     Μάταιοι μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν ὄντα οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν τὸν τεχνίτην·

Σοφ. Σολ. 13,1          Ανόητοι και ευτελείς κατά βάθος είναι οι άνθρωποι, στους οποίους επικρατεί άγνοια Θεού και οι οποίοι δεν κατώρθωσαν από τα δρώμενα ωραία δημιουργήματα να γνωρίσουν τον ένα και μόνον υπάρχοντα Θεόν, και, επειδή δεν επρόσεξαν τα έργα του, δεν επίστευσαν στον καλλιτέχνην της δημιουργίας.

Σοφ. Σολ. 13,2     ἀλλ᾿ ἢ πῦρ ἢ πνεῦμα ἢ ταχινὸν ἀέρα ἢ κύκλον ἄστρων ἢ βίαιον ὕδωρ ἢ φωστῆρας οὐρανοῦ πρυτάνεις κόσμου θεοὺς ἐνόμισαν.

Σοφ. Σολ. 13,2         Αλλά εθεώρησαν θεούς, κυβερνήτας και άρχοντας του κόσμου, το πυρ η τον άνεμον η τον λεπτόν και ευκίνητον αέρα η τους κύκλους των αστέρων η το ορμητικόν νερό, η τους φωστήρας του ουρανού, τον ήλιον και την σελήνην.

Σοφ. Σολ. 13,3     ὧν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι ταῦτα θεοὺς ὑπελάμβανον, γνώτωσαν πόσῳ τούτων ὁ δεσπότης ἐστὶ βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ κάλλους γενεσιάρχης ἔκτισεν αὐτά·

Σοφ. Σολ. 13,3         Εάν μέν, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι τερπόμενοι από την ωραιότητα των δημιουργημάτων αυτών τα εθεώρησαν ως θεούς, ας μάθουν πόσον καλύτερος και ανώτερος είναι ο κυρίαρχος και δημιουργός αυτών· διότι η πηγή και η αιτία του κάλλους, ο Θεός, εδημιούργησεν αυτά.

Σοφ. Σολ. 13,4     εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντες νοησάτωσαν ἀπ᾿ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσας αὐτὰ δυνατώτερός ἐστιν·

Σοφ. Σολ. 13,4         Εάν δε η δύναμις και η δραστηριότης αυτών τους κατέπληξεν, ας εννοήσουν από τα δημιουργήματα αυτά πόσον απείρως ισχυρότερος είναι εκείνος, που τα κατεσκεύασε.

Σοφ. Σολ. 13,5     ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται.

Σοφ. Σολ. 13,5         Διότι από το μεγαλείον και την καλλονήν των δημιουργημάτων ανάγεται κανείς εις την θεώρησιν του Θεού, κατ' αναλογίαν.

Σοφ. Σολ. 13,6     ἀλλ᾿ ὅμως ἐπὶ τούτοις ἔστι μέμψις ὀλίγη, καὶ γὰρ αὐτοὶ τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντες καὶ θέλοντες εὑρεῖν·

Σοφ. Σολ. 13,6         Αλλ' όμως η μορφή και η κατηγορία εναντίον αυτών των ειδωλολατρών είναι μικρά, διότι αυτοί αναζητούντες και θέλοντες να εύρουν τον Θεόν πλανώνται.

Σοφ. Σολ. 13,7     ἐν γὰρ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ ἀναστρεφόμενοι διερευνῶσι καὶ πείθονται τῇ ὄψει, ὅτι καλὰ τὰ βλεπόμενα.

Σοφ. Σολ. 13,7         Εν τούτοις είναι ένοχοι και ασύγγνωστοι, διότι ζώντες ανάμεσα εις τα θαυμαστά έργα του Θεού τα διερευνούν και πείθονται με τα ίδια των τα μάτια, ότι είναι καλά και ωραία αυτά, που βλέπουν.

Σοφ. Σολ. 13,8     πάλιν δὲ οὐδ᾿ αὐτοὶ συγγνωστοί·

Σοφ. Σολ. 13,8         Ωστε και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι άξιοι πλήρους συγγνώμης δια την απιστίαν των.

Σοφ. Σολ. 13,9     εἰ γὰρ τοσοῦτον ἴσχυσαν εἰδέναι, ἵνα δύνωνται στοχάσασθαι τὸν αἰῶνα, τὸν τούτων δεσπότην πῶς τάχιον οὐχ εὗρον;

Σοφ. Σολ. 13,9         Διότι εάν κατώρθωσαν τόσον πολύ να προχωρήσουν εις γνώσιν, ώστε να δύνανται να γνωρίσουν τον κόσμον, πόσον ευκολώτερα και ταχύτερα θα έπρεπε να έχουν εύρει τον Δημιουργόν του κόσμου;

 

                                   Η μωρία της ειδωλολατρίας

Σοφ. Σολ. 13,10    Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖς αἱ ἐλπίδες αὐτῶν, οἵτινες ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνης ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸς ἔργον ἀρχαίας.

Σοφ. Σολ. 13,10       Ταλαίπωροι δε είναι αυτοί και έχουν θέσει τας ελπίδας των εις τα νεκρά και άψυχα είδωλα. Αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν θεούς των έργα χειρών ανθρώπων, καμωμένα από χρυσόν και άργυρον, κατειργασμένα με τέχνην, διάφορα ομοιώματα ζώων η κάποιον ανωφελή λίθον, γλυπτόν κάποιας αρχαίας χειρός.

Σοφ. Σολ. 13,11    εἰ δὲ καί τις ὑλοτόμος τέκνων εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσας περιέξυσεν εὐμαθῶς πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ καὶ τεχνησάμενος εὐπρεπῶς κατεσκεύασε χρήσιμον σκεῦος εἰς ὑπηρεσίαν ζωῆς,

Σοφ. Σολ. 13,11        Ας πάρωμεν ένα ξυλοκόπον, ένα ξυλουργόν. Αυτός επριόνισεν έναν κατάλληλον ξύλινον κορμόν. Εξυσεν αυτόν ολόγυρα και αφήρεσε με τέχνην όλον τον φλοιόν. Επειτα επεξειργάσθη με δεξιότητα τον κορμόν και κατεσκεύασε κάποιον χρήσιμον σκεύος δια την εξυπηρέτησιν της καθημερινής ζωής του.

Σοφ. Σολ. 13,12    τὰ δὲ ἀποβλήματα τῆς ἐργασίας εἰς ἑτοιμασίαν τροφῆς ἀναλώσας ἐνεπλήσθη·

Σοφ. Σολ. 13,12       Τα ξύλινα δε και περιττά πλέον αποκόμματα από την εργασίαν του αυτήν, τα εχρησιμοποίησεν στο πυρ, δια να παρασκευάση την τροφήν. Εφαγε και εχόρτασεν.

Σοφ. Σολ. 13,13    τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπόβλημα εἰς οὐθὲν εὔχρηστον, ξύλον σκολιὸν καὶ ὄζοις συμπεφηκός, λαβὼν ἔγλυψεν ἐν ἐπιμελείᾳ ἀργίας αὐτοῦ καὶ ἐμπειρίᾳ συνέσεως ἐτύπωσεν αὐτό, ἀπείκασεν αὐτὸ εἰκόνι ἀνθρώπου

Σοφ. Σολ. 13,13        Ενα όμως από τα ξύλινα αυτά απορρίματα, εντελώς άχρηστον, ξύλον στραβόν και γεμάτον από ρόζους το επήρε και κατά τας ώρας, που δεν είχεν άλλην απασχόλησιν, το εσκάλισε και με την σοφήν του πείραν έδωσεν εις αυτό ένα ωρισμένον τύπον. Το εμορφοποίησε σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου,

Σοφ. Σολ. 13,14    ἢ ζῴῳ τινὶ εὐτελεῖ ὡμοίωσεν αὐτό, καταχρίσας μίλτῳ καὶ φύκει ἐρυθήνας χρόαν αὐτοῦ, καὶ πᾶσαν κηλῖδα τὴν ἐν αὐτῷ καταχρίσας

Σοφ. Σολ. 13,14       η του έδωσε την μορφήν ενός ευτελούς ζώου. Το ήλειψε με μίλτον (βαφή κοκκίνη) και με κατάλληλα φύκια του έδωκε ερυθρόν χρώμα εις την επιφάνειάν του και εσκέπασεν έτσι κάθε κηλίδα του.

Σοφ. Σολ. 13,15    καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ ἄξιον οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ.

Σοφ. Σολ. 13,15        Αφού δε έκτισε δι' αυτό ένα αντάξιον οίκον, ένα ναόν, το έθεσεν στον τοίχον και το εστερέωσεν ασφαλώς με σίδηρον, δια να μη πέση κάτω στο έδαφος.

Σοφ. Σολ. 13,16    ἵνα μὲν οὖν μὴ καταπέσῃ, προενόησεν αὐτοῦ εἰδὼς ὅτι ἀδυνατεῖ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ χρείαν ἔχει βοηθείας.

Σοφ. Σολ. 13,16       Κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή, επρονόησεν, ώστε αυτό να μη πέση κατά γης γνωρίζων ότι δεν δύναται αυτό να βοηθήση τον εαυτόν του, διότι είναι απλώς κάποια άψυχος εικών και έχει ανάγκην βοηθείας.

Σοφ. Σολ. 13,17    περὶ δὲ κτημάτων καὶ γάμων αὐτοῦ καὶ τέκνων προσευχόμενος, οὐκ αἰσχύνεται τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν καὶ περὶ μὲν ὑγιείας τὸ ἀσθενὲς ἐπικαλεῖται,

Σοφ. Σολ. 13,17        Εν λοιπόν τέτοιο είναι το άψυχον κατασκεύασμα, εν τούτοις προσεύχεται προς αυτό και το παρακαλεί δια τα κτήματά του, δια τους γάμους του και δια τα τέκνα του. Και δεν εντρέπεται να ομιλή στο άψυχον αυτό είδωλον και να επικαλήται το ασθενές αυτό κατασκεύασμα των χειρών του περί της υγείας.

Σοφ. Σολ. 13,18    περὶ δὲ ζωῆς τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ, περὶ δὲ ἐπικουρίας τὸ ἀπειρότατον ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίας τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι δυνάμενον,

Σοφ. Σολ. 13,18       Να αξιώνη και να ελπίζη ζωήν από τον νεκρόν· να ικετεύη το εντελώς ανίσχυρον αυτό ξόανον και να ζητή βοήθειαν εις τα ταξίδια του από αυτό, το οποίον είναι ανίκανον να χρησιμοποιήση τα πόδια του.

Σοφ. Σολ. 13,19    περὶ δὲ πορισμοῦ καὶ ἐργασίας καὶ χειρῶν ἐπιτυχίας τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται.

Σοφ. Σολ. 13,19       Δια την επιτυχίαν δε των εργασιών του και την εξασφάλισιν των μέσων της συντηρήσεώς του, ζητεί δύναμιν και δραστηριότητα από εκείνο, που δεν ημπορεί ουδέ επ' ελάχιστον να κινήση τα χέρια του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ

                                    Η πρόνοια του Θεού

Σοφ. Σολ. 14,1     Πλοῦν τις πάλιν στελλόμενος καὶ ἄγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντος αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται.

Σοφ. Σολ. 14,1          Εάν πάλιν κανείς πρόκειται να επιχειρήση θαλασσινόν ταξίδι και μέλλει να διασχίση άγρια κύματα, επικαλείται εις βοήθειάν του ένα ξύλινον είδωλον, ασυγκρίτως αδυνατώτερον από το πλοίον, επί του οποίου αυτός επιβαίνει.

Σοφ. Σολ. 14,2     ἐκεῖνο μὲν γὰρ ὄρεξις πορισμῶν ἐπενόησε, τεχνῖτις δὲ σοφίᾳ κατεσκεύασεν·

Σοφ. Σολ. 14,2         Του μεν πλοίου το σχέδιον και την κατασκευήν ενέπνευσεν η επιθυμία του κέρδους, η δε τεχνίτρα σοφία το κατεσκεύασεν.

Σοφ. Σολ. 14,3     ἡ δὲ σή, πάτερ, διακυβερνᾷ πρόνοια, ὅτι ἔδωκας καὶ ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν καὶ ἐν κύμασι τρίβον ἀσφαλῆ,

Σοφ. Σολ. 14,3         Ομως, Πατερ, η ιδική σου πρόνοια κυβερνά και κατευθύνει το πλοίον τούτο, διότι συ είσαι εκείνος, που ήνοιξες λεωφόρους εις την θάλασσαν και ασφαλή δρόμον επάνω εις τα κύματα,

Σοφ. Σολ. 14,4     δεικνὺς ὅτι δύνασαι ἐκ παντὸς σώζειν, ἵνα κἂν ἄνευ τέχνης τις ἐπιβῇ.

Σοφ. Σολ. 14,4         και έτσι δείχνεις ότι συ δύνασαι από κάθε κίνδυνον να σώζης τον άνθρωπον, ώστε αυτός, και αν δεν έχη ναυτικήν πείραν και τέχνην, να ημπορή να επιβιβάζεται στο πλοίον δια το ταξίδι του.

Σοφ. Σολ. 14,5     θέλεις δὲ μή ἀργὰ εἶναι τὰ τῆς σοφίας σου ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἐλαχίστῳ ξύλῳ πιστεύουσιν ἄνθρωποι ψυχὰς καὶ διελθόντες κλύδωνα σχεδίᾳ διεσώθησαν.

Σοφ. Σολ. 14,5         Δεν θέλεις τα έργα της ιδικής σου σοφίας να είναι άκαρπα και άσκοπα. Δια τούτο και οι άνθρωποι τολμούν, εμπιστευόμενοι την ζωήν των εις ένα μικρότατον ξύλον, να αντικρύζουν με θάρρος και να διασχίζουν την τρικυμίαν, έστω και επί μιας ξυλίνης σχεδίας, και να σώζωνται με αυτήν.

Σοφ. Σολ. 14,6     καὶ ἀρχῆς γὰρ ἀπολλυμένων ὑπερηφάνων γιγάντων, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου ἐπὶ σχεδίας καταφυγοῦσα ἀπέλιπεν αἰῶνι σπέρμα γενέσεως τῇ σῇ κυβερνηθεῖσα χειρί.

Σοφ. Σολ. 14,6         Κατά τας αρχάς του κόσμου, όταν δια του κατακλυσμού κατεστρέφοντο οι υπερήφανοι και αμαρτωλοί γίγαντες, ολίγοι άνθρωποι, που ήσαν έλπίς του κόσμου, ο Νωε και οι περί αυτόν, αφού κατέφυγαν εις την ξυλίνην κιβωτόν, η οποία εκυβερνάτο από το ιδικόν σου χέρι, εσώθησαν και αφήκαν στον κόσμον σπέρμα μιας νέας γενεάς.

Σοφ. Σολ. 14,7     εὐλόγηται γὰρ ξύλον, δι᾿ οὗ γίνεται δικαιοσύνη·

Σοφ. Σολ. 14,7         Διότι είναι ευλογημένον το ξύλον, το οποίον χρησιμοποιείται δι' έργον δίκαιον.

Σοφ. Σολ. 14,8     τὸ χειροποίητον δέ, ἐπικατάρατον αὐτὸν καὶ ὁ ποιήσας αὐτό, ὅτι ὁ μὲν εἰργάζετο, τὸ δὲ φθαρτὸν θεὸς ὠνομάσθη.

Σοφ. Σολ. 14,8         Το ξύλινον όμως είδωλον είναι επικατάρατον και αυτό και εκείνος, ο οποίος το κατεσκεύασε. Κατηραμένος ο άνθρωπος, διότι το κατεσκεύασε, κατηραμένον το ξύλινον αυτό είδωλον, διότι, αν και φθαρτόν, ωνομάσθη Θεός!

Σοφ. Σολ. 14,9     ἐν ἴσῳ γὰρ μισητὰ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ·

Σοφ. Σολ. 14,9         Είναι εξ ίσου μισητός στον Θεόν ο ασεβής και τα ασεβή αυτού έργα.

Σοφ. Σολ. 14,10    καὶ γὰρ τὸ πραχθὲν σὺν τῷ δράσαντι κολασθήσεται.

Σοφ. Σολ. 14,10       Δια τούτο ακριβώς και το κατασκευασθέν αμαρτωλόν έργον θα καταδικασθή μαζή με τον δημιουργόν του.

Σοφ. Σολ. 14,11    διὰ τοῦτο καὶ ἐν εἰδώλοις ἐθνῶν ἐπισκοπὴ ἔσται, ὅτι ἐν κτίσματι Θεοῦ εἰς βδέλυγμα ἐγενήθησαν καὶ εἰς σκάνδαλα ψυχαῖς ἀνθρώπων καὶ εἰς παγίδα ποσὶν ἀφρόνων.

Σοφ. Σολ. 14,11        Δια τούτο ο Κυριος θα επισκεφθή, δια να τιμωρήση τα είδωλα των ειδωλολατρικών εθνών, διότι ανάμεσα εις τα δημιουργήματα του Θεού ευρέθησαν και τα βδελυρά αυτά είδωλα, σκάνδαλα δια να πίπτουν ψυχαί ανθρώπων και παγίς απωλείας δια τα πόδια των ασυνέτων.

 

                                     Η προέλευση και οι συνέπειες της ειδωλολατρίας

Σοφ. Σολ. 14,12    Ἀρχὴ γὰρ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων, εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορὰ ζωῆς.

Σοφ. Σολ. 14,12       Διότι αρχή και αιτία της αποστασίας από τον Θεόν και γενικώς της αμαρτωλότητος είναι η επινόησις των ειδώλων. Η εφεύρεσις αυτών είναι καταστροφή της ζωής των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 14,13    οὔτε γὰρ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὔτε εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται·

Σοφ. Σολ. 14,13       Τα είδωλα αυτά και η ειδωλολατρεία γενικώτερον ούτε απ' αρχής υπήρχαν ούτε και στον αιώνα τον άπαντα θα παραμείνουν.

Σοφ. Σολ. 14,14    κενοδοξίᾳ γὰρ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰς κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν τέλος ἐπενοήθη.

Σοφ. Σολ. 14,14       Λογω του εγωϊσμού και της ματαιοδοξίας των ανθοωπων εισήλθεν η ειδωλολατρεία στον κόσμον και δια τούτο επιφυλάσσεται στους ειδωλολάτρας ένα σύντομον και απότομον τέλος.

Σοφ. Σολ. 14,15    ἀώρῳ γὰρ πένθει τρυχόμενος πατήρ, τοῦ ταχέως ἀφαιρεθέντος τέκνου εἰκόνα ποιήσας, τὸν τότε νεκρὸν ἄνθρωπον νῦν ὡς Θεὸν ἐτίμησε καὶ παρέδωκε τοῖς ὑποχειρίοις μυστήρια καὶ τελετάς.

Σοφ. Σολ. 14,15       Ιδού πως ήρχισεν η ειδωλολατρεία· ένας πατέρας ταλαιπωρούμενος και βασανιζόμενος από τον πρόωρον θάνατον του παιδιού του κατεσκεύασεν εικόνα αυτού του τέκνου του, το οποίον λίαν ενωρίς ανηρπάγη εκ μέσου της οικογενείας του. Τον τότε λοιπόν νεκρόν άνθρωπον τον ετίμησε τώρα ως θεόν, και εθεσμοθέτησε δια τους ανθρώπους, που είχεν υπό την δικαιοδοσίαν του, μυστηριακάς υπέρ εκείνου τελετάς.

Σοφ. Σολ. 14,16    εἶτα ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν τὸ ἀσεβὲς ἔθος ὡς νόμος ἐφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο τὰ γλυπτά,

Σοφ. Σολ. 14,16       Κατόπιν δέ, καθώς επερνούσε ο καιρός, ενισχύθη και επεκράτησεν αυτή η άσεβής συνήθεια, ετηρήθη ως νόμος και δια βασιλικών διαταγών ελατρεύθησαν έτσι τα είδωλα.

Σοφ. Σολ. 14,17    οὓς ἐν ὄψει μὴ δυνάμενοι τιμᾶν ἄνθρωποι διὰ τὸ μακρὰν οἰκεῖν, τὴν πόῤῥωθεν ὄψιν ἀνατυπωσάμενοι, ἐμφανῆ εἰκόνα τοῦ τιμωμένου βασιλέως ἐποίησαν, ἵνα τὸν ἀπόντα ὡς παρόντα κολακεύωσι διὰ τῆς σπουδῆς.

Σοφ. Σολ. 14,17       Επειτα οι άνθρωποι θέλουν να τιμήσουν μερικούς προσωπικώς, επειδή όμως εκείνοι κατοικούν μακράν και δεν ημπορούν να τους τιμήσουν, όπως θέλουν, απετύπωσαν την μορφήν των, κατεσκεύασαν φανεράν και θεατήν εις όλους την εικόνα του τιμωμένου βασιλέως και ετσι χάρις στον ζήλον των αυτόν εκολάκευαν τον απόντα με τιμητικήν προσκύνησιν, ως εάν ήτο εκεί παρών.

Σοφ. Σολ. 14,18    εἰς ἐπίτασιν δὲ θρησκείας καὶ τοὺς ἀγνοοῦντας ἡ τοῦ τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία·

Σοφ. Σολ. 14,18       Εις ενίσχυσιν δε αυτής της ειδωλολατρικής θρησκείας και προς επέκτασίν της στους αγνοούντας συνετέλεσε και η φιλοδοξία του καλλιτέχνου των ειδώλων.

Σοφ. Σολ. 14,19    ὁ μὲν γὰρ τάχα τῷ κρατοῦντι βουλόμενος ἀρέσαι, ἐξεβιάσατο τῇ τέχνῃ τὴν ὁμοιότητα ἐπὶ τὸ κάλλιον·

Σοφ. Σολ. 14,19       Διότι ο μεν καλλιτέχνης, επιθυμών προφανώς να φανή αρεστός στον βασιλέα, διέθεσε και εξεδαπάνησε όλην αυτού την καλλιτεχνικήν δεξιότητα, δια να κάμη το άγαλμα όσον το δυνατόν ωραιότερον.

Σοφ. Σολ. 14,20    τὸ δὲ πλῆθος ἐφελκόμενον διὰ τὸ εὔχαρι τῆς ἐργασίας, τὸν πρὸ ὀλίγου τιμηθέντα ἄνθρωπον νῦν σέβασμα ἐλογίσαντο.

Σοφ. Σολ. 14,20      Ο δε λαός ελκυόμενος από το καλλιτεχνικόν αυτό έργον του τεχνίτου παρασύρεται, ώστε να θεωρήση τώρα ως θεόν αυτόν, που προ ολίγου ετίμα ως άνθρωπον.

Σοφ. Σολ. 14,21    καὶ τοῦτο ἐγένετο τῷ βίῳ εἰς ἔνεδρον, ὅτι ἢ συμφορᾷ ἢ τυραννίδι δουλεύσαντες ἄνθρωποι τὸ ἀκοινώνητον ὄνομα λίθοις καὶ ξύλοις περιέθεσαν.

Σοφ. Σολ. 14,21       Αυτό όμως το άγαλμα εγινε δια την ζωήν των ανθρώπων παγίς και σκάνδαλον. Διότι οι άνθρωποι είτε επειδή περιέπεσαν εις κάποιαν συμφοράν, από την οποίαν δεν έβλεπαν λύτρωσιν, είτε διότι εξηναγκάσθησαν από κάποιον τύραννον, απέδωσαν το ανέκφραστον όνομα του Θεού εις λίθους και εις ξύλα.

Σοφ. Σολ. 14,22    Εἶτ᾿ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντες ἀγνοίας πολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ εἰρήνην προσαγορεύουσιν.

Σοφ. Σολ. 14,22      Επειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν δι' αυτούς να πλανώνται εις την περί του αληθινού Θεού γνώσιν, περιέπεσαν και εις άλλα κακά. Ζώντες εξ αιτίας της αγνοίας των αυτής εις διαρκή πόλεμον με τον εαυτόν των και με τους άλλους, ονομάζουν ειρήνην τας τόσας και τέτοιας συμφοράς των.

Σοφ. Σολ. 14,23    ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες,

Σοφ. Σολ. 14,23       Αυτοί, εκτρεπόμενοι εις αηδείς τελετάς, θυσίας των τέκνων των η εις κρυφάς μυστηριώδεις λατρείας η εις εξάλλους οργιαστικάς ευωχίας ξένων θεοτήτων,

Σοφ. Σολ. 14,24    οὔτε βίους οὔτε γάμους καθαροὺς ἔτι φυλάσσουσιν, ἕτερος δ᾿ ἕτερον ἢ λοχῶν ἀναιρεῖ ἢ νοθεύων ὀδυνᾷ.

Σοφ. Σολ. 14,24      ούτε ζωήν ούτε γάμους καθαρούς κατορθώνουν να διατηρήσουν, αλλά επιβουλεύεται ο ενας τον άλλον είτε φονεύων αυτόν κρυφίως είτε καταδολιευόμενος τον βυθίζει εις οδύνην.

Σοφ. Σολ. 14,25    πάντας δ᾿ ἐπιμὶξ ἔχει αἷμα καὶ φόνος, κλοπὴ καὶ δόλος, φθορά, ἀπιστία, ταραχή, ἐπιορκία, θόρυβος ἀγαθῶν,

Σοφ. Σολ. 14,25       Παντες δε και πανταχού οι ειδωλολάτραι φύρδην μίγδην είναι ένοχοι δι' αίματα και φόνους, δια κλοπάς και δολιότητας, δια διαφθοράν και δι' ανειλικρίνειαν, δια ταραχήν και επιορκίαν, δια δημιουργίαν ταραχών εις βάρος των δικαίων και φιλησύχων ανθρώπων,

Σοφ. Σολ. 14,26    χάριτος ἀμνησία, ψυχῶν μιασμός, γενέσεως ἐναλλαγή, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀσέλγεια.

Σοφ. Σολ. 14,26      δια λησμοσύνην ευεργεσιών, δια μιάσματα ψυχικά και σοδομικάς αμαρτίας, αταξίας γάμων, μοιχείας και ασελγείας.

Σοφ. Σολ. 14,27    ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν·

Σοφ. Σολ. 14,27       Διότι η θρησκεία των ειδώλων, των οποίων ούτε τα ονόματα δεν πρέπει να αναφέρη κανείς, είναι η πηγή, η αιτία και η ολοκλήρωσις παντός κακού.

Σοφ. Σολ. 14,28    ἢ γὰρ εὐφραινόμενοι μεμήνασιν ἢ προφητεύουσι ψευδῆ ἢ ζῶσιν ἀδίκως ἢ ἐπιορκοῦσι ταχέως·

Σοφ. Σολ. 14,28      Διότι οι ειδωλολάτραι η κατά τα συμπόσιά των περιπίπτουν και καταλήγουν εις μανίαν, η διδάσκουν και προαναγγέλουν ψευδολογίας, η ζουν αδικούντες ο ενας τον άλλον, η καταπατούν αμέσως τους όρκους, που δίδουν.

Σοφ. Σολ. 14,29    ἀψύχοις γὰρ πεποιθότες εἰδώλοις κακῶς ὀμόσαντες, ἀδικηθῆναι οὐ προσδέχονται.

Σοφ. Σολ. 14,29      Ακριβώς διότι πιστεύουν εις τα άψυχα είδωλα δεν φοβούνται, μήπως τιμωρηθούν από αυτά, όταν ορκισθούν ψευδώς.

Σοφ. Σολ. 14,30    ἀμφότερα δὲ αὐτοὺς μετελεύσεται τὰ δίκαια, ὅτι κακῶς ἐφρόνησαν περὶ Θεοῦ προσχόντες εἰδώλοις καὶ ἀδίκως ὤμοσαν ἐν δόλῳ καταφρονήσαντες ὁσιότητος·

Σοφ. Σολ. 14,30       Αλα οπωσδήποτε θα εκσπάση εναντίον των τιμωρία δια τα δύο αυτά κακά. Πρώτον μεν διότι ψευδές φρόνημα περί του Θεού εμόρφωσαν και παρεδέχθησαν, δεύτερον δε διότι ψευδώς ωρκίσθησαν και δια της δολίας αυτής πράξεώς των κατεφρόνησαν την αγιότητα.

Σοφ. Σολ. 14,31    οὐ γὰρ ἡ τῶν ὀμνυομένων δύναμις, ἀλλ᾿ ἡ τῶν ἁμαρτανόντων δίκη ἐπεξέρχεται ἀεὶ τὴν τῶν ἀδίκων παράβασιν.

Σοφ. Σολ. 14,31       Διότι δεν είναι η δύναμις των ειδώλων, επί των οποίων αυτοί ωρκίσθησαν που θα τους τιμωρήση, άλλα η θεία δίκη, η επιφυλασσομένη εναντίον των αμαρτωλών και η οποία πάντοτε επέρχεται εναντίον των ασεβών δια τας παραβάσεις των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ  

Η ΜΩΡΙΑ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ

                                    Οι Ισραηλίτες λατρεύουν τον αληθινό Θεό

Σοφ. Σολ. 15,1     Σὺ δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν χρηστὸς καὶ ἀληθής, μακρόθυμος καὶ ἐν ἐλέει διοικῶν τὰ πάντα.

Σοφ. Σολ. 15,1          Συ όμως ο Θεός μας είσαι αγαθός, αληθής, μακρόθυμος, κυβερνάς και κατευθύνεις τα πάντα μέ την άπειρον ευσπλαγχνιάν σου.

Σοφ. Σολ. 15,2     καὶ γὰρ ἐὰν ἁμάρτωμεν, σοί ἐσμεν, εἰδότες σου τὸ κράτος· οὐχ ἁμαρτησόμεθα δέ, εἰδότες ὅτι σοὶ λελογίσμεθα.

Σοφ. Σολ. 15,2         Δια τούτο, και αν παρασυρθώμεν εις αμαρτίας, είμεθα ιδικοί σου, διότι αναγνωρίζομεν την παντοδυναμίαν σου, συναισθανόμενοι δε και γνωρίζοντες καλά ότι ανήκομεν εις σέ, δεν θα αμαρτήσωμεν.

Σοφ. Σολ. 15,3     τὸ γὰρ ἐπίστασθαί σε ὁλόκληρος δικαιοσύνη, καὶ εἰδέναι τὸ κράτος σου ῥίζα ἀθανασίας.

Σοφ. Σολ. 15,3         Διότι το να έχη κανείς επίγνωσιν σου του αληθινού Θεού είναι όλαι ομού αι αρεταί, όπως επίσης και το να αναγνωρίζη την παντοδύναμον κυριαρχίαν σου είναι η ρίζα της αθανασίας.

Σοφ. Σολ. 15,4     οὔτε γὰρ ἐπλάνησεν ἡμᾶς ἀνθρώπων κακότεχνος ἐπίνοια, οὐδὲ σκιαγράφων πόνος ἄκαρπος, εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις,

Σοφ. Σολ. 15,4         Δεν μας έχει παραπλανήσει η επινόησις της κακής ειδωλολατρικής τέχνης ούτε ο μάταιος κόπος των ειδωλολατρών ζωγράφων, ούτε κανένα πράγμα μολυσμένον, που έχει κατασκευασθή με διάφορα χρώματα.

Σοφ. Σολ. 15,5     ὧν ὄψις ἄφροσιν εἰς ὄνειδος ἔρχεται, ποθεῖ τε νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν.

Σοφ. Σολ. 15,5         Η μορφή αυτών των αντικειμένων οδηγεί τους ασυνέτους εις καταισχύνην. Διότι ο ειδωλολάτρης αισθάνεται κάποιον χαράν δι' ένα πράγμα, που είναι νεκρόν, δια μίαν εικόνα που δεν έχει πνοήν.

Σοφ. Σολ. 15,6     κακῶν ἐρασταὶ ἄξιοί τε τοιούτων ἐλπίδων, καὶ οἱ δρῶντες καὶ οἱ ποθοῦντες καὶ οἱ σεβόμενοι.

Σοφ. Σολ. 15,6         Επιθυμηταί κακών, άξιοι τοιούτων μωρών ελπίδων, είναι τόσον εκείνοι, οι οποίοι κατασκευάζουν τα είδωλα, όσον επίσης και εκείνοι, οι οποίοι τα αγαπούν και τα σέβονται.

 

                                    Η μωρία εκείνων που κατασκευάζουν τα είδωλα

Σοφ. Σολ. 15,7     Καὶ γὰρ κεραμεὺς ἁπαλὴν γῆν θλίβων ἐπίμοχθον πλάσσει πρὸς ὑπηρεσίαν ἡμῶν ἓν ἕκαστον· ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἀνεπλάσατο τά τε τῶν καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη τά τε ἐναντία, πάνθ᾿ ὁμοίως· τούτων δὲ ἑκατέρου τίς ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ χρῆσις, κριτὴς ὁ πηλουργός·

Σοφ. Σολ. 15,7         Ο κεραμοποιός ζυμώνει τον μαλακόν πηλόν με κόπον και κατασκευάζει κάθε δοχείον προς χρήσιν μας. Από τον αυτόν πηλόν κατεσκεύασε κατάλληλα δοχεία δια την εξυπηρέτησιν των καθαρών έργων μας, όπως και αντιθέτως άλλα δι' ακαθάρτους χρήσεις· όλα με τον αυτόν τρόπον κατεργαζόμενος. Δια την χρήσιν όμως του καθενός από αυτά θα κρίνη ο κεραμοποιός.

Σοφ. Σολ. 15,8     καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῦ αὐτοῦ πλάσσει πηλοῦ, ὃς πρὸ μικροῦ γῆς γεννηθεὶς μετ᾿ ὀλίγον πορεύεται ἐξ ἧς ἐλήφθη, τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χρέος.

Σοφ. Σολ. 15,8         Ετσι και ο ειδωλολάτρης αγαλματοποιός αυτός, ο οποίος εγεννήθη από την γην. Επειτα δε από ολίγον θα επανέλθη εις την γην, από την οποίαν ελήφθη, όταν φθάση η στιγμή να πληρώση και αυτός το κοινόν χρέος της ζωής του· ο κακώς, λοιπόν, μοχθών αυτός ειδωλολάτρης, πλάσσει από τον ίδιον πηλόν ένα μάταιον και ανύπαρκτον θεόν.

Σοφ. Σολ. 15,9     ἀλλ᾿ ἔστιν αὐτῷ φροντὶς οὐχ ὅτι μέλλει κάμνειν, ἀλλ᾿ ὅτι βραχυτελῆ βίον ἔχει, ἀλλ᾿ ἀντερείδεται μέν χρυσουργοῖς καὶ ἀργυροχόοις, χαλκοπλάστας τε μιμεῖται καὶ δόξαν ἡγεῖται ὅτι κίβδηλα πλάσσει.

Σοφ. Σολ. 15,9         Δεν σκέπτεται δε αυτός, ότι καταταλαιπωρείται έτσι εργαζόμενος και ότι πρόκειται να αποθάνη, ούτε ότι ο βίος του είναι βραχύς, αλλά συναγωνίζεται εις κατασκευήν ειδώλων τους χρυσοχόους και αργυροχόους, μιμείται τους χαλκουργούς και θεωρεί δόξαν του, ότι κατασκευάζει αγάλματα ψευδών θεών.

Σοφ. Σολ. 15,10    σποδὸς ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ γῆς εὐτελεστέρα ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ, πηλοῦ τε ἀτιμότερος ὁ βίος αὐτοῦ,

Σοφ. Σολ. 15,10       Στάκτη είναι η καρδία του. Μηδαμινωτέρα από το χώμα η ελπίς του. Αθλιεστέρα η ζωή του από την λάσπην.

Σοφ. Σολ. 15,11    ὅτι ἠγνόησε τὸν πλάσαντα αὐτὸν καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτῷ ψυχὴν ἐνεργοῦσαν καὶ ἐμφυσήσαντα πνεῦμα ζωτικόν·

Σοφ. Σολ. 15,11        Διότι παρεμέρισε και ηγνόησε τον πλάστην του και Θεόν, ο οποίος έπνευσεν εις αυτόν ψυχήν δραστηρίαν και ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα ζωής.

Σοφ. Σολ. 15,12    ἀλλ᾿ ἐλογίσαντο παίγνιον εἶναι τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ τὸν βίον πανηγυρισμὸν ἐπικερδῆ· δεῖν γάρ φησιν ὅθεν δή, κἂν ἐκ κακοῦ, πορίζειν.

Σοφ. Σολ. 15,12       Αλλά εθεώρησε σαν ένα παιγνίδι την ζωήν μας, και τον βίον σαν μια επικερδή πανήγυριν. Κατι τέτοιοι λέγουν, ότι πρέπει από οπουδήποτε και με οποιοδήποτε μέσον να κερδίζουν, έστω και δια του κακού.

Σοφ. Σολ. 15,13    οὗτος γὰρ παρὰ πάντας οἶδεν ὅτι ἁμαρτάνει, ὕλης γεώδους εὔθραυστα σκεύη καὶ γλυπτὰ δημιουργῶν.

Σοφ. Σολ. 15,13        Ο πηλουργός αυτός κατασκευαστής των ειδώλων γνωρίζει περισσότερον παντός άλλου ότι αμαρτάνει, διότι κατασκευάζει πρόστυχα, εύθραυστα οικιακά σκεύη από την λάσπην και αγάλματα ψευδών θεών.

Σοφ. Σολ. 15,14    πάντες δ᾿ ἀφρονέστατοι καὶ τάλαντες ὑπὲρ ψυχὴν νηπίου οἱ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ σου καταδυναστεύσαντες αὐτόν,

Σοφ. Σολ. 15,14       Ολοι αυτοί είναι αφρονέστατοι και αθλιέστεροι και από την ψυχήν νηπίου ακόμη, εχθροί του λαού σου, οι οποίοι καταδυναστεύουν και εκμεταλλεύονται αυτόν.

Σοφ. Σολ. 15,15    ὅτι καὶ πάντα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἐλογίσαντο θεούς, οἷς οὔτε ὀμμάτων χρῆσις εἰς ὅρασιν οὔτε ῥῖνες εἰς συνολκὴν ἀέρος οὔτε ὦτα ἀκούειν οὔτε δάκτυλοι χειρῶν εἰς ψηλάφησιν, καὶ οἱ πόδες αὐτῶν ἀργοὶ πρὸς ἐπίβασιν.

Σοφ. Σολ. 15,15        Διότι εθεώρησαν ως θεούς όλα των εθνών τα είδωλα, τα οποία ούτε εφθαλμούς έχουν δια να βλέπουν, ούτε ρίνας δια να αναπνέουν τον αέρα, ούτε αυτιά δια να ακούουν, ούτε δάκτυλα χειρών δια να ψηλαφούν. Οι δε πόδες των είναι ακίνητοι, ανίκανοι να βαδίσουν.

Σοφ. Σολ. 15,16    ἄθρωπος γὰρ ἐποίησεν αὐτούς, καὶ τὸ πνεῦμα δεδανεισμένος ἔπλασεν αὐτούς· οὐδεὶς γὰρ αὐτῷ ὅμοιον ἄνθρωπος ἰσχύει πλάσαι Θεόν.

Σοφ. Σολ. 15,16       Διότι άνθρωπος είναι εκείνος, που τα κατασκεύασεν. Ανθρωπος, που έχει λάβει ως δάνειον εκ μέρους του Θεού το πνεύμα, έπλασσεν αυτούς τους ειδωλικούς θεούς. Διότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ικανός να τεχνουργήση ένα θεόν, ο οποίος να του ομοιάζη.

Σοφ. Σολ. 15,17    θνητὸς δὲ ὢν νεκρὸν ἐργάζεται χερσὶν ἀνόμοις· κρείττων γάρ ἐστι τῶν σεβασμάτων αὐτοῦ, ὧν αὐτὸς μὲν ἔζησεν, ἐκεῖνα δὲ οὐδέποτε.

Σοφ. Σολ. 15,17        Θνητός ων ο άνθρωπος νεκρόν είδωλον κατεσκεύασεν, έργον των παρανόμων χειρών του. Αυτός εις την πραγματικότητα είναι ανώτερος από τα είδωλα, τα οποία σέβεται, διότι αυτός έζησε κάποτε, εκείνα όμως ποτέ δεν έζησαν.

Σοφ. Σολ. 15,18    καὶ τὰ ζῷα δὲ τὰ ἔχθιστα σέβονται· ἀνοίᾳ γὰρ συγκρινόμενα τῶν ἄλλων ἐστὶ χείρονα·

Σοφ. Σολ. 15,18       Οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι φθάνουν μέχρι του σημείου να σέβωνται ως θεούς και μερικά από τα πλέον απαίσια ζώα, τα οποία συγκρινόμενα προς τα άλλα ζώα είναι χειρότερα και ανοητότερα.

Σοφ. Σολ. 15,19    οὐδ᾿ ὅσον ἐπιποθῆσαι ὡς ἐν ζῴων ὄψει καλὰ τυγχάνει, ἐκπέφευγε δὲ καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἔπαινον καὶ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 15,19       Αυτά δε είναι τόσον αποκρουστικά εις την όψιν, ώστε να μη εμπνέουν κανένα ευάρεστον συναίσθημα, όπως συμβαίνει με άλλα ωραία ζώα. Αυτά δεν έχουν εκ μέρους του Θεού ούτε έπαινον ούτε ευλογίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

                                    Τα θαύματα του Θεού και η προστασία των Ισραηλιτών

Σοφ. Σολ. 16,1     Διὰ τοῦτο δ᾿ ὁμοίων ἐκολάσθησαν ἀξίως καὶ διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν.

Σοφ. Σολ. 16,1          Δια τούτο ακριβώς κατά λόγον δικαιοσύνης οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν με όμοια προς τα λατρευόμενα από αυτούς ζώα, από πλήθος δηλαδή μικρών και μεγάλων επιβλαβών και σιχαμερών σκωλήκων και ζώων.

Σοφ. Σολ. 16,2     ἀνθ᾿ ἧς κολάσεως εὐεργετήσας τὸν λαόν σου, εἰς ἐπιθυμίαν ὀρέξεως ξένην γεῦσιν, τροφὴν ἡτοίμασας ὀρτυγομήτραν,

Σοφ. Σολ. 16,2         Αντιθέτως προς την τιμωρίαν αυτήν των ειδωλολατρών, συ, ευεργετών τον λαόν σου, όταν επείνασαν εις την έρημον τους έδωσες παράδοξον τροφήν, ητοίμασες τροφήν δι' αυτούς από ορτύκια.

Σοφ. Σολ. 16,3     ἵνα ἐκεῖνοι μὲν ἐπιθυμοῦντες τροφὴν διὰ τὴν εἰδέ χθειαν τῶν ἐπαπεσταλμένων καὶ τὴν ἀναγκαίαν ὄρεξιν ἀποστρέφωνται, αὐτοὶ δὲ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐνδεεῖς γενόμενοι καὶ ξένης μετάσχωσι γεύσεως.

Σοφ. Σολ. 16,3         Εν εκείνοι οι ειδωλολάτραι, παρά την πείναν και επιθυμίαν τροφής, που είχαν, βλέποντες τα αηδή αυτά ζώα, που απεστάλησαν εις τιμωρίαν εναντίον των, έχαναν και αυτήν ακόμα την όρεξιν προς τροφήν. Εξ αντιθέτου όμώς οι Ισραηλίται εστερήθησαν επ' ολίγον διάστημα και επείνασαν, έφαγαν όμως κατόπιν θαυματουργικώς δοθείσαν εις αυτούς τροφήν.

Σοφ. Σολ. 16,4     ἔδει γὰρ ἐκείνοις μὲν ἀπαραίτητον ἔνδειαν ἐπελθεῖν τυραννοῦσι, τούτοις δὲ μόνον δειχθῆναι πῶς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 16,4         Επρεπε κατά λόγον δικαιοσύνης να επέλθη αυτή η στέρησις εναντίον εκείνων, που είχαν τυραννήσει τον λαόν σου, εις δε τους ισραηλίτας να καταδειχθή δια του γεγονότος αυτού, πως οι εχθροί των εβασανίζοντο.

Σοφ. Σολ. 16,5     Καὶ γὰρ ὅτε αὐτοῖς δεινὸς ἐπῆλθε θηρίων θυμὸς δήγμασί τε σκολιῶν διεφθείροντο ὄφεων, οὐ μέχρι τέλους ἔμεινεν ἡ ὀργή σου·

Σοφ. Σολ. 16,5         Διότι, και όταν επήλθον εναντίον των εξηρεθισμένα φοβερά θηρία, δηλητηριώδη φίδια, και αυτοί εθανατώνοντο με τα δήγματα των ελισσομένων και συστρεφομένων αυτών όφεων, δεν παρέμεινεν η οργή σου μέχρι τέλους εναντίον αυτών.

Σοφ. Σολ. 16,6     εἰς νουθεσίαν δὲ πρὸς ὀλίγον ἐταράχθησαν, σύμβουλον ἔχοντες σωτηρίας εἰς ἀνάμνησιν ἐντολῆς νόμου σου·

Σοφ. Σολ. 16,6         Συνεταράχθησαν οι Ισραηλίται επί ολίγον διάστημα, αλλά προς νουθεσίαν των, διότι έτσι απέκτησαν ένα σύμβολον, ένα σημείον σωτηρίας, δια να ενθυμούνται τας εντολάς του Νομου σου.

Σοφ. Σολ. 16,7     ὁ γὰρ ἐπιστραφεὶς οὐ διὰ τὸ θεωρούμενον ἐσώζετο, ἀλλὰ διὰ σὲ τὸν πάντων σωτῆρα.

Σοφ. Σολ. 16,7         Διότι εκείνος ο οποίος εστρέφετο και έβλεπε το σημείον τούτο, τον χάλκινον όφιν, εσώζετο οχι βέβαια κατά τρόπον μαγικόν, από αυτό καθ' εαυτό του σύμβολον, αλλά από σέ, ο οποίος είσαι ο σωτήρ όλων των ανθρώπων.

Σοφ. Σολ. 16,8     καὶ ἐν τούτῳ δὲ ἔπεισας τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, ὅτι σὺ εἶ ὁ ῥυόμενος ἐκ παντὸς κακοῦ·

Σοφ. Σολ. 16,8         Και με το γεγονός τούτο, όπως και με όλα τα προηγούμενα, έπεισες τους εχθρούς μας, ότι συ είσαι ο μόνος, που ελευθερώνεις και σώζεις από κάθε κακόν τους ανθρώπους.

Σοφ. Σολ. 16,9     οὓς μὲν γαρ ἀκρίδων καὶ μυιῶν ἀπέκτεινε δήγματα, καὶ οὐχ εὑρέθη ἴαμα τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὅτι ἄξιοι ἦσαν ὑπὸ τοιούτων κολασθῆναι·

Σοφ. Σολ. 16,9         Εκείνους, τους εχθρούς μας, τους εφόνευον τα δήγματα των ακρίδων και των μυιών και δεν ευρέθη καμμία θεραπεία εις περιφρούρησιν της ζωής των, διότι ήσαν άξιοι να τιμωρηθούν από τα σιχαμερά και επικίνδυνα έντομα.

Σοφ. Σολ. 16,10    τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 16,10       Τα τέκνα σου όμως, τους Ισραηλίτας, δεν τους κατενίκησαν και δεν τους εξωλόθρευσαν οι οδόντες των φαρμακερών εκείνων και μεγάλων όφεων, διότι το έλεός σου τους επεσκέφθη και τους εθεράπευσεν.

Σοφ. Σολ. 16,11    εἰς γὰρ ὑπόμνησιν τῶν λογίων σου ἐνεκεντρίζοντο καὶ ὀξέως διεσώζοντο, ἵνα μὴ εἰς βαθεῖαν ἐμπεσόντες λήθην ἀπερίσπαστοι γένωνται τῆς σῆς εὐεργεσίας.

Σοφ. Σολ. 16,11        Η αιτία δε και ο σκοπός, που εδαγκώνοντο από τα φίδια και αμέσως εθεραπεύοντο, ήτο να ενθυμούνται τας εντολάς σου και να μη περιπέσουν εις λησμοσύνην των λόγων σου και αποκλεισθούν έτσι από τας ευεργεσίας σου.

Σοφ. Σολ. 16,12    καὶ γὰρ οὔτε βοτάνη οὔτε μάλαγμα ἐθεράπευσεν αὐτούς, ἀλλὰ ὁ σός, Κύριε, λόγος ὁ πάντα ἱώμενος.

Σοφ. Σολ. 16,12       Ούτε κανένα θεραπευτικόν χορτάρι ούτε κανένα κατάπλασμα δεν τους εθεράπευσε τότε, αλλά ο ιδικός σου παντοδύναμος λόγος, Κυριε, ο οποίος θεραπεύει τα πάντα.

Σοφ. Σολ. 16,13    σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγεις.

Σοφ. Σολ. 16,13       Διότι συ, Κυριε, έχεις την απόλυτον εξουσίαν της ζωής και του θανάτου και συ κατεβάζεις εις τας πύλας του άδου και ανεβάζεις από έκεί τους ανθρώπους.

Σοφ. Σολ. 16,14    ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν τῇ κακίᾳ αὐτοῦ, ἐξελθὸν δὲ πνεῦμα οὐκ ἀναστρέφει οὐδὲ ἀναλύει ψυχὴν παραληφθεῖσαν.

Σοφ. Σολ. 16,14       Ο άνθρωπος εν τη κακία αυτού φονεύει τον συνάνθρωπόν του. Η ψυχή δέ, που εξέρχεται από τον φονευθέντα, δεν επιστρέφει. Ο φονεύσας δεν ημπορεί να απελευθερώση την ψυχήν, την οποίαν παρέλαβε πλέον ο άδης.

Σοφ. Σολ. 16,15    Τὴν δὲ σὴν χεῖρα φυγεῖν ἀδύνατόν ἐστιν·

Σοφ. Σολ. 16,15       Την ιδικήν σου όμως παντοδύναμον χείρα κανείς δεν ημπορεί να διαφύγη.

Σοφ. Σολ. 16,16    ἀρνούμενοι γάρ σε εἰδέναι ἀσεβεῖς, ἐν ἰσχύϊ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, ξένοις ὑετοῖς καὶ χαλάζαις καὶ ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις καὶ πυρὶ καταναλισκόμενοι.

Σοφ. Σολ. 16,16       Οι ασεβείς, οι οποίοι ηρνήθησαν να σε γνωρίσουν και σε αναγνωρίσουν ως Θεόν των, ετιμωρήθησαν με την δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς σου καταδιωκόμενοι από παράδοξα και ανερμήνευτα νερά, από χαλάζας και βροχάς, γινόμενοι παρανάλωμα και της φωτιάς.

Σοφ. Σολ. 16,17    τὸ γὰρ παραδοξότατον, ἐν τῷ πάντα σβεννύντι ὕδατι πλεῖον ἐνήργει τὸ πῦρ, ὑπέρμαχος γὰρ ὁ κόσμος ἐστὶ δικαίων·

Σοφ. Σολ. 16,17       Και το εκτάκτως παράδοξον είναι, ότι μέσα στο νερό, όπου τα πάντα σβήνονται, η φωτιά έπαιρνε ακόμη μεγαλυτέραν δραστηριότητα, διότι πράγματι το σύμπαν μάχεται υπέρ των δικαίων.

Σοφ. Σολ. 16,18    ποτὲ μὲν γὰρ ἡμεροῦτο φλόξ, ἵνα μὴ καταφλέξῃ τὰ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἀπεσταλμένα ζῷα, ἀλλ᾿ αὐτοὶ βλέποντες ἴδωσιν, ὅτι Θεοῦ κρίσει ἐλαύνονται·

Σοφ. Σολ. 16,18       Μερικές φορές η φλόγα του πυρός ωλιγόστευε, δια να μη κατακαύση τα ζώα, που εστέλλοντο εις τιμωρίαν των ασεβών, και δια να τους κάμη να εννοήσουν από αυτό το θέαμα ότι η δικαιοσύνη του Θεού ήτο εκείνη, που τους κατεδίωκε και τους ετιμωρούσε.

Σοφ. Σολ. 16,19    ποτὲ δὲ καὶ μεταξὺ ὕδατος ὑπὲρ τὴν πυρὸς δύναμιν φλέγει, ἵνα ἀδίκου γῆς γεννήματα διαφθείρῃ.

Σοφ. Σολ. 16,19       Αλλοτε όμώς το πυρ μέσα στο νερό ήναπτε και εδυνάμωνεν ακόμη περισσότερον την φλόγα του, δια να καταστρέψη τα προϊόντα της αδίκου γης.

Σοφ. Σολ. 16,20    ἀνθ᾿ ὧν ἀγγέλων τροφὴν ἐψώμισας τὸν λαόν σου καὶ ἕτοιμον ἄρτον αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἔπεμψας ἀκοπιάτως πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα καὶ πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν·

Σοφ. Σολ. 16,20      Εν, λοιπόν, έτσι συ ο δίκαιος Θεός ετιμωρούσες τους ειδωλολάτρας εχθρούς του λαού σου, εξ αντιθέτου επροοτάτευσες και έθρεψες τον λαόν σου με τροφήν αγγέλων, τους έστειλες δηλαδή έτοιμον άρτον από τον ουρανόν, χωρίς αυτοί να κοπιάσουν. Αρτον ικανόν να τους δώση κάθε ευχαρίστησιν και κατάλληλον προς κάθε όρεξιν.

Σοφ. Σολ. 16,21    ἡ μὲν γὰρ ὑπόστασίς σου τὴν σὴν γλυκύτητα πρὸς τέκνα ἐνεφάνισε, τῇ δὲ τοῦ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ὑπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾶτο.

Σοφ. Σολ. 16,21       Η ουσία και η ωραία γεύσις του παρουσίαζε και εμαρτυρούσε την ιδικήν σου γλυκύτητα προς τα τέκνα σου· η δε ικανότης του να προσαρμόζεται και να ανταποκρίνεται προς την όρεξιν εκείνου, ο οποίος τον έτρωγε, τον εκανε να μεταβάλλεται εις ο,τι ο καθένας επιθυμούσε.

Σοφ. Σολ. 16,22    χιὼν δὲ καὶ κρύσταλλος ὑπέμεινε πῦρ καὶ οὐκ ἐτήκετο, ἵνα γνῶσιν ὅτι τοὺς τῶν ἐχθρῶν καρποὺς κατέφθειρε πῦρ φλεγόμενον ἐν τῇ χαλάζῃ καὶ ἐν τοῖς ὑετοῖς διαστράπτον·

Σοφ. Σολ. 16,22      Αυτό το μάννα, που έμοιαζε ωσάν χιόνι και κρύσταλλον, αντείχε εις την φωτιά και δεν έλυωνε, δια να μάθουν οι Ισραηλίται επάνω εις τα πράγματα, ότι η φωτιά κατέστρεψε μόνον των εχθρών τους καρπούς, έκαιεν ανάμεσα εις την χάλαζαν και απήστραπτεν εν μέσω των βροχών.

Σοφ. Σολ. 16,23    τοῦτο πάλιν δ᾿ ἵνα τραφῶσι δίκαιοι, καὶ τῆς ἰδίας ἐπιλελῆσθαι δυνάμεως.

Σοφ. Σολ. 16,23       Ως προς δε το μάννα εφαίνετο ότι το πυρ ελησμονούσε και έχανε την καυστικήν του δύναμιν. Τούτο δέ, δια να τραφούν οι δίκαιοι Ισραηλίται.

Σοφ. Σολ. 16,24    ἡ γὰρ κτίσις σοι τῷ ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν ὑπὲρ τῶν εἰς σὲ πεποιθότων.

Σοφ. Σολ. 16,24      Διότι η κτίσις, υπηρετούσα πάντοτε σε τον δημιουργόν της, άλλοτε αυξάνει τας δυνάμεις της, δια να τιμωρηθούν οι ασεβείς, και άλλοτε τας μειώνει, δια να ευεργετηθούν και ωφεληθούν εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν και υπακούουν εις σέ.

Σοφ. Σολ. 16,25    διὰ τοῦτο καὶ τότε εἰς πάντα μεταλλευομένη τῇ παντοτρόφῳ σου δωρεᾷ ὑπηρέτει πρὸς τὴν τῶν δεομένων θέλησιν,

Σοφ. Σολ. 16,25       Δια τούτο η φύσις μετεβάλλετο τότε και προσηρμόζετο σύμφωνα προς τας διαταγάς, που έδινεν η τους πάντας και τα πάντα διατρέφουσα χάρις σου, ώστε να εξυπηρετή αυτούς, που ευρίσκοντο εις διαφόρους ανάγκας,

Σοφ. Σολ. 16,26    ἵνα μάθωσιν οἱ υἱοί σου, οὓς ἠγάπησας, Κύριε, ὅτι οὐχ αἱ γενέσεις τῶν καρπῶν τρέφουσιν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ῥῆμά σου τοὺς σοὶ πιστεύοντας διατηρεῖ.

Σοφ. Σολ. 16,26      δια να μάθουν έτσι τα παιδιά σου, οι Ισραηλίται, τους οποίους ηγάπησες, Κυριε, ότι δεν τρέφει τον άνθρωπον η καρποφορία της γης, αλλά ο ιδικός σου λόγος συντηρεί εκείνους, που πιστεύουν και υπακούουν εις σέ.

Σοφ. Σολ. 16,27    τὸ γὰρ ὑπὸ πυρὸς μὴ φθειρόμενον ἁπλῶς ὑπὸ βραχείας ἀκτῖνος ἡλίου θερμαινόμενον ἐτήκετο,

Σοφ. Σολ. 16,27       Διότι το μάννα, το οποίον δεν κατεστρέφετο από την φωτιάν, εν τούτοις, όταν εθερμαίνετο μόνον από κάποιον ακτίνα του ηλίου επ' ολίγον χρόνον, διελύετο.

Σοφ. Σολ. 16,28    ὅπως γνωστὸν ᾖ ὅτι δεῖ φθάνειν τὸν ἥλιον ἐπ᾿ εὐχαριστίαν σου καὶ πρὸς ἀνατολὴν φωτὸς ἐντυγχάνειν σοι.

Σοφ. Σολ. 16,28      Τούτο δέ, δια να γνωρίσουν και μάθουν οι Ισραηλίται, να προφθάνουν την ανατολήν του ηλίου με ευχαριστίας των προς σε και να έρχωνται εις συνάντησιν και λατρείαν σου κατά την ανατολήν του φωτός.

Σοφ. Σολ. 16,29    ἀχαρίστου γὰρ ἐλπὶς ὡς χειμέριος πάχνη τακήσεται καὶ ῥυήσεται ὡς ὕδωρ ἄχρηστον.

Σοφ. Σολ. 16,29      Διότι η ελπίς του αχαρίστου λυώνει ωσάν την χειμερινήν πάχνην, που θα την κτυπήση ο ήλιος, και διαρρέει και χάνεται σαν το αχρησιμοποίητον ύδωρ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                    Σκοτάδι πάνω στους εχθρούς του Θεού

Σοφ. Σολ. 17,1     Μεγάλαι γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ δυσδιήγητοι· διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν.

Σοφ. Σολ. 17,1          Μεγάλαι Οντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κυριε, αι κρίσεις σου. Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχήν επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με σέ.

Σοφ. Σολ. 17,2     ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότους καὶ μακρᾶς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες ὀρόφοις, φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας ἔκειντο.

Σοφ. Σολ. 17,2         Οι παράνομοι δηλαδή άνθρωποι, οι Αιγύπτιοι, νομίσαντες ότι θα κατορθώσουν να καταδυναστεύσουν έθνος αγίων, έγιναν οι ίδιοι δέσμιοι του σκότους· φυλακισμένοι εις μακράν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω από τας στέγας των οικιών των, εξόριστοι και εστερημένοι από την αιωνίαν σου πρόνοιαν.

Σοφ. Σολ. 17,3     λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν, ἀφεγγεῖ λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν, θαμβούμενοι δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν ἐκταρασσόμενοι·

Σοφ. Σολ. 17,3         Διότι, νομίζοντες ότι θα μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα απόκρυφα αμαρτήματά των κάτω από το σκοτεινόν σκέπασμα της λήθης, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη περιδεείς και κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι από φαντάσματα.

Σοφ. Σολ. 17,4     οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο.

Σοφ. Σολ. 17,4         Ούτε τα πλέον απόκρυφα και εσωτερικά καταφύγιά των δεν τους εγλύτωσαν από τον φόδον των, διότι ήχοι τρομακτικοί αντηχούσαν ολόγυρά των και σκυθρωπά φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα ενεφανίζοντο εις αυτούς.

Σοφ. Σολ. 17,5     καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία κατίσχυε φωτίζειν, οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν στυγνὴν ἐκείνην νύκτα.

Σοφ. Σολ. 17,5         Καμμία δε δύναμις πυρός δεν ήτο ικανή να δώση κάποιο φως στο σκοτάδι εκείνο, ούτε αι λαμπραί ακτινοβολίαι των αστέρων είχαν την δύναμιν να φωτίσουν την τρομεράν εκείνην νύκτα.

Σοφ. Σολ. 17,6     διεφαίνετο δ᾿ αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη πυρὰ φόβου πλήρης, ἐκδειματούμενοι δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης ὄψεως ἡγοῦντο χείρω τὰ βλεπόμενα.

Σοφ. Σολ. 17,6         Ακαθόριστον δε κάποιο φως διεφαίνετο αναμεταξύ των, το οποίον ήναπτε μόνον του, γεμάτο όμως φόβον δι' αυτούς. Και οι άνθρωποι περιδεείς και τρομοκρατημένοι εκ του γεγονότος ότι δεν ηδύναντο να βλέπουν καθαρά τα γύρω των πρόσωπα, εξελάμβαναν τα διάφορα αντικείμενα χειρότερα από ο,τι εις την πραγματικότητα ήσαν.

Σοφ. Σολ. 17,7     μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, καὶ τῆς ἐπί φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος·

Σοφ. Σολ. 17,7         Αι απάται δε της μαγικής τέχνης των Αιγυπτίων μάγων είχαν πέσει πλέον κάτω, ανίκανοι να αποτρέψουν το κακόν. Και η αλαζονεία των μάγων δια την σοφίαν των απεδείχθη γελοία.

Σοφ. Σολ. 17,8     οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα καὶ ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς νοσούσης, οὗτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν ἐνόσουν.

Σοφ. Σολ. 17,8         Διότι οι μάγοι, οι οποίοι ισχυρίζοντο και έδιδαν υποσχέσεις, ότι είναι εις θέσιν να διώξουν από την ασθενούσαν ψυχήν φόβους και ταραχάς, αυτοί οι ιδιοί ήσαν ασθενείς ψυχικώς κυριευμένοι από καταγέλαστον φόβον.

Σοφ. Σολ. 17,9     καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς ταραχῶδες ἐφόβει, κνωδάλων παρόδοις καὶ ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι, διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν μηθαμόθεν φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι.

Σοφ. Σολ. 17,9         Διότι και εάν ακόμη κανένα συγκλονιστικόν φάντασμα δεν υπήρχε, δια να φοβηθούν, ήσαν όμως περιδεείς, επερνούσαν ενώπιόν των σιχαμερά ζωΰφια και ερπετά συρίζοντα και απέθνησκαν από τον τρόμον των αρνούμενοι ένεκα του φόβου των να αντικρύσουν και αυτόν τον σκοτεινόν αέρα της τριημέρου νυκτός, την οποίαν κατ' ουδένα τρόπον άλλωστε ημπορούσαν να αποφύγουν.

Σοφ. Σολ. 17,10    δειλὸν γὰρ ἰδίως πονηρία μαρτυρεῖ καταδικαζομένη, ἀεὶ δὲ προσείληφε τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει·

Σοφ. Σολ. 17,10       Διότι η κακότης και η ενοχή, όταν ελεγχθή και φανερωθή, κάμνει τον άνθρωπον δειλόν και περιδεή, καταπιεζομένη δε από τους ελέγχους της συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τα υπάρχοντα κακά.

Σοφ. Σολ. 17,11    οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων.

Σοφ. Σολ. 17,11        Διότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις, κατά την οποίαν μας εγκαταλείπει και αυτή η βοήθεια της διανοίας μας.

Σοφ. Σολ. 17,12    ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας.

Σοφ. Σολ. 17,12       Οταν δε μειωθή μέσα μας η ελπίς, τότε ο φόβος εξ αιτίας της αγνοίας μας μας κάνει να θεωρούμεν χειρότερα τα κακά, παρ' όσον εις την πραγματικότητα είναι.

Σοφ. Σολ. 17,13    οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι,

Σοφ. Σολ. 17,13        Οι Αιγύπτιοι δε κατά την ακατανίκητον και τα πάντα καταβαλούσαν εκείνην τριήμερον νύκτα, η οποία από τα έγκατα του αδυσωπήτου άδου προήλθεν, περιπεσόντες εις ένα όμοιον με εκείνην σκοτεινόν τεταραγμένον ύπνον,

Σοφ. Σολ. 17,14    τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ· αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ ἀπροσδόκητος φόβος ἐπῆλθεν.

Σοφ. Σολ. 17,14       άλλοι μεν από αυτούς κατεδιώκοντο από φοβερά φαντάσματα, ενώ άλλοι είχαν παραλύσει από την ατονίαν της ψυχής των, από έλλειψιν ηθικού σθένους. Διότι αιφνίδιος και απροσδόκητος φόβος επήλθεν εναντίον των και τους κατεκυρίευσε.

Σοφ. Σολ. 17,15    εἶθ᾿ οὕτως, ὃς δήποτ᾿ οὖν ἦν ἐκεῖ καταπίπτων, ἐφρουρεῖτο εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν κατακλεισθείς·

Σοφ. Σολ. 17,15        Ετσι εις αυτήν την κατάστασιν των οποιοσδήποτε από αυτούς κατέπιπτεν εκεί εις την γην, ήτο ως εάν είχε κλεισθή εις μίαν φυλακήν χωρίς εξωτερικά σίδηρα. Τον παρέλυε και τον έκαμνεν ακίνητον ο φόβος.

Σοφ. Σολ. 17,16    εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ᾿ ἐρη μίαν ἐργάτης μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην,

Σοφ. Σολ. 17,16       Εάν κανείς ήτο γεωργός η βοσκός η εργάτης μακράν των πόλεων, μόλις κατελήφθη από το τριήμερον αυτό σκότος, έμενε κατ' ανάγκην εκεί, όπου ευρίσκετο.

Σοφ. Σολ. 17,17    μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους πάντες ἐδέθησαν· εἴτε πνεῦμα συρίζον ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων ἦχος εὐμελὴς ἢ ῥυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταῤῥιπτομένων πετρῶν,

Σοφ. Σολ. 17,17        Διότι όλοι, όπου και αν είχαν ευρεθή, είχαν δεθή με την ιδίαν αλυσίδα του σκότους. Ο άνεμος, ο οποίος εσύριζε, το αρμονικόν λάλημα των πτηνών στους πλουσίους κλάδους των δένδρων, η βοή του ύδατος που έρρεε με ορμήν, η οι τρομεροί κτύποι των καταρριπτομένων βράχων,

Σοφ. Σολ. 17,18    ἢ σκιρτώντων ζώων δρόμος ἀθεώρητος ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλοτάτων ὀρέων ἠχώ, παρέλυεν αὐτοὺς ἐκφοβοῦντα.

Σοφ. Σολ. 17,18       η η αόρατος αλλά θορυβώδης πορεία των ζώων που επηδούσαν, η αι φωναί τρομερών και ωρυομένων αγρίων θηρίων η ο αντίλαλος που αντηχούσεν εις τας κοιλάδας των ορέων, όλα αυτά τους ετρόμαζαν και τους παρέλυαν.

Σοφ. Σολ. 17,19    ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ καταλάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο ἔργοις·

Σοφ. Σολ. 17,19       Και ταύτα, όταν όλος ο άλλος κόσμος κατελαμπρύνετο από το λαμπρότατον φως και οι άνθρωποι ησχολούντο ανεμπόδιστα με τα έργα των.

Σοφ. Σολ. 17,20    μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο βαρεῖα νύξ, εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους, ἑαυτοῖς δὲ ἦσαν βαρύτεροι σκότους.

Σοφ. Σολ. 17,20       Μονον δε στους Αιγυπτίους είχεν επικρατήσει και επιταθή βαρεία νύκτα, εικών του σκότους, το οποίον τους επεφυλάσσετο. Αλλά πιο πολύ και από το τριήμερον σκοτάδι είχαν καταβαρυνθή οι Αιγύπτιοι από την εσωτερικήν των ψυχικήν αγωνίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Ο ΘΕΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΕΙ ΤΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ  

                                    Ο Θεός οδηγεί και παιδαγωγεί τους Ισραηλίτες

Σοφ. Σολ. 18,1     Τοῖς δὲ ὁσίοις σου μέγιστον ἦν φῶς· ὧν φωνὴν μὲν ἀκούοντες, μορφὴν δὲ οὐχ ὁρῶντες, ὅτι μὲν οὐ κἀκεῖνοι ἐπεπόνθεισαν, ἐμακάριζον,

Σοφ. Σολ. 18,1          Ομως στους εκλεκτούς σου, Κυριε, εις τους Ισραηλίτας, υπήρχε πλουσιώτατον το φως. Οι Αιγύπτιοι ήκουαν τας φωνάς των Ισραηλιτών, χωρίς όμως να βλέπουν τα πρόσωπά των, και τους εμακάριζαν, διότι δεν υπέφεραν από τας συμφοράς, από τας οποίας αυτοί έπασχον.

Σοφ. Σολ. 18,2     ὅτι δὲ οὐ βλάπτουσι προηδικημένοι, ηὐχαρίστουν καὶ τοῦ διενεχθῆναι χάριν ἐδέοντο.

Σοφ. Σολ. 18,2         Κατά βάθος δε οι Αιγύπτιοι τους ευγνωμονούσαν, διότι οι Ισραηλίται, αν και προηγουμένως είχαν αδικηθή, δεν εσκέφθησαν να τους βλάψουν. Τους παρακαλούσαν δε οι Αιγύπτιοι να τους συγχωρήσουν δια την προηγουμένην εχθρικήν συμπεριφοράν απέναντί των.

Σοφ. Σολ. 18,3     ἀνθ᾿ ὧν πυριφλεγῆ στῦλον, ὁδηγὸν μὲν ἀγνώστου ὁδοιπορίας, ἥλιον δὲ ἀβλαβῆ φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες.

Σοφ. Σολ. 18,3         Αντί δέ, Κυριε, του τριημέρου σκότους, που έστειλες κατά των Αιγυπτίων, εδωκες στους Ισραηλίτας ένα στύλον πυρός να τους οδηγή στον άγνωστον δρόμον των και ήλιον καθόλου ενοχλητικόν κατά το διάστημα της ενδόξου δια μέσου αγνώστου ερήμου πορείας των.

Σοφ. Σολ. 18,4     ἄξιοι μὲν γὰρ ἐκεῖνοι στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει, οἱ κατακλείστους φυλάξαντες τοὺς υἱούς σου, δι᾿ ὧν ἤμελλε τὸ ἄφθαρτον νόμου φῶς τῷ αἰῶνι δίδοσθαι.

Σοφ. Σολ. 18,4         Και οι μεν Αιγύπτιοι εκείνοι ήσαν άξιοι να στερηθούν από το φως και να φυλακισθούν μέσα στο σκοτάδι· αυτοί οι οποίοι εκράτησαν κατάκλειστα τα παιδιά σου, δια των οποίων επρόκειτο να μεταδοθή εις όλον τον κόσμον το αιώνιον φως του Νομου σου.

Σοφ. Σολ. 18,5     Βουλευσαμένους δ᾿ αὐτοὺς τὰ τῶν ὁσίων ἀποκτεῖναι νήπια καὶ ἑνὸς ἐκτεθέντος τέκνου καὶ σωθέντος, εἰς ἔλεγχον τὸ αὐτῶν ἀφείλω πλῆθος τέκνων καὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπώλεσας ἐν ὕδατι σφοδρῷ.

Σοφ. Σολ. 18,5         Επειδή δε εκείνοι απεφάσισαν και εφόνευαν τα γεννώμενα άρρενα παιδιά των ευσεβών Ισραηλιτών, ένα δε μόνον από αυτά εξετέθη και εσώθη από τον θάνατον, προς τιμωρίαν των εξησφάλισες πλήθος τέκνων των, και όλους αυτούς μαζή κατεπόντισες στους όγκους των υδάτων της Ερυθράς θαλάσσης.

Σοφ. Σολ. 18,6     ἐκείνη ἡ νὺξ προεγνώσθη πατράσιν ἡμῶν, ἵνα ἀσφαλῶς εἰδότες οἷς ἐπίστευσαν ὅρκοις ἐπευθυμήσωσι.

Σοφ. Σολ. 18,6         Η τρομερά δε εκείνη νύκτα του θανάτου των Αιγυπτίων πρωτοτόκων προανηγγέλθη στους πατέρας μας, δια να έχουν αυτοί θάρρος και ευθυμίαν, γνωρίζοντες καλώς εις ποίας σπουδαιοτάτας ενόρκους υποσχέσστου Θεού είχαν πιστεύσει.

Σοφ. Σολ. 18,7     προσεδέχθη δὲ ὑπὸ λαοῦ σου σωτηρία μὲν δικαίων, ἐχθρῶν δὲ ἀπώλεια·

Σοφ. Σολ. 18,7         Ετσι δε κατά την νύκτα εκείνην επερίμενεν ο λαός σου και είδε αφ' ενός μεν την σωτηρίαν των δικαίων, αφ' ετέρου δε την απώλειαν των εχθρών σου.

Σοφ. Σολ. 18,8     ᾧ γὰρ ἐτιμωρήσω τοὺς ὑπεναντίους, τοῦτο ἡμᾶς προσκαλεσάμενος ἐδόξασας.

Σοφ. Σολ. 18,8         Δια του μέσου δε εκείνου, του ύδατος, με το οποίον ετιμώρησες τους εχθρούς, με το αυτό νερό μας εκάλεσες κοντά σου και μας εσκάπασες με δόξαν.

Σοφ. Σολ. 18,9     κρυφῆ γὰρ ἐθυσίαζον ὅσιοι παῖδες ἀγαθῶν καὶ τὸν τῆς θειότητος νόμον ἐν ὁμονοίᾳ διέθεντο τῶν αὐτῶν ὁμοίως καὶ ἀγαθῶν καὶ κινδύνων μεταλήψεσθαι τοὺς ἁγίους, πατέρων ἤδη προαναμέλποντες αἴνους.

Σοφ. Σολ. 18,9         Κρυφίως από τους Αιγυπτίους οι ευσεβείς, τέκνα ευσεβών γονέων, προσέφεραν εις σε θυσίαν τον πασχάλιον αμνόν, και με πλήρη ομοφωνίαν και συγκατάθεσιν εδέχθησαν την θείαν εντολήν, να μετέχουν όλοι οι άγιοι αυτοί Ισραηλίται στους κοινούς κινδύνους και εις τα κοινά αγαθά ψάλλοντες εκ των προτέρων, με βεβαιότητα δια την σωτηρίαν των, τους ύμνους των Πατέρων.

Σοφ. Σολ. 18,10    ἀντήχει δ᾿ ἀσύμφωνος ἐχθρῶν βοή, καὶ οἰκτρὰ διεφέρετο θρηνουμένων παίδων·

Σοφ. Σολ. 18,10       Και καθ' ον χρόνον αυτοί υμνολογούσαν τον Θεόν, αντηχούσαν εξ αντιθέτου αι παράφωνοι κραυγαί και η βοή των Αιγυπτίων, πανάθλιος δε και φρικτός διεχύνετο ο θρήνος δια τα θανατωθέντα πρωτότοκά των.

Σοφ. Σολ. 18,11    ὁμοίᾳ δὲ δίκῃ δοῦλος ἅμα δεσπότῃ κολασθεὶς καὶ δημότης βασιλεῖ τὰ αὐτὰ πάσχων,

Σοφ. Σολ. 18,11        Με την αυτήν ποινήν ετιμωρήθη τότε και ο δούλος και ο κύριος τα ίδια έπαθε και ο άνθρωπος του λαού και ο βασιλεύς.

Σοφ. Σολ. 18,12    ὁμοθυμαδὸν δὲ πάντες ἐν ἑνὶ ὀνόματι θανάτου νεκροὺς εἶχον ἀναριθμήτους· οὐδὲ γὰρ πρὸς τὸ θάψαι οἱ ζῶντες ἦσαν ἱκανοί, ἐπεὶ πρὸς μίαν ῥοπὴν ἡ ἐντιμοτέρα γένεσις αὐτῶν διέφθαρτο.

Σοφ. Σολ. 18,12       Ολοι μαζή με το αυτό είδος του θανάτου είχαν αναριθμήτους νεκρούς. Δεν επαρκούσαν δε οι ζώντες να θάπτουν τους νεκρούς, διότι εις μίαν και μόνην στιγμήν είχε καταστροφή η εκλεκτή γενεά των πρωτοτόκων των.

Σοφ. Σολ. 18,13    πάντα γὰρ ἀπιστοῦντες διὰ τὰς φαρμακείας ἐπὶ τῷ τῶν πρωτοτόκων ὀλέθρῳ, ὡμολόγησαν Θεοῦ υἱὸν λαὸν εἶναι.

Σοφ. Σολ. 18,13       Οι Αιγύπτιοι μετά τον θάνατον των πρωτοτόκων των, απαρνηθέντες πλέον την πίστιν εις τας μαγείας των μάγων ωμολόγησαν, ότι οι Ισραηλίται είναι υιοί του Θεού.

Σοφ. Σολ. 18,14    ἡσύχου γὰρ σιγῆς περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης,

Σοφ. Σολ. 18,14       Εν δε απόλυτος σιγή εσκέπαζε τα πάντα και η νύκτα εν τη ταχεία πορεία του χρόνου ευρίσκετο στο μέσον, στο μεσονύκτιον,

Σοφ. Σολ. 18,15    ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ᾿ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἥλατο γῆς,

Σοφ. Σολ. 18,15       αίφνης ο παντοδύναμος λόγος σου επήδησεν από τους ουρανούς και από τους βασιλικούς σου θρόνους, ωσάν άγριος πολεμιστής, στο μέσον της προοριζομένης προς όλεθρον χώρας.

Σοφ. Σολ. 18,16    ξίφος ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον ἐπιταγήν σου φέρων, καὶ στὰς ἐπλήρωσε τὰ πάντα θανάτου· καὶ οὐρανοῦ μὲν ἥπτετο, βεβήκει δ᾿ ἐπὶ γῆς.

Σοφ. Σολ. 18,16       Κρατών δε ωσάν ακονισμένον οξύ ξίφος την αμετάκλητον διαταγήν σου, εστάθη όρθιος και εγέμισε τα πάντα με τον θάνατον. Γιγας ακατανίκητος ήγγιζε μεν τον ουρανόν, επατούσε δε επάνω εις την γην.

Σοφ. Σολ. 18,17    τότε παραχρῆμα φαντασίαι μὲν ὀνείρων δεινῶς ἐξετάραξαν αὐτούς, φόβοι δὲ ἐπέστησαν ἀδόκητοι,

Σοφ. Σολ. 18,17       Εν δε εκείνοι εκοιμώντο, φαντάσματα ονείρων τους ετάραξαν κατά τρόπον φοβερόν, αναπάντεχοι δε φόβοι έπεσαν επάνω των και τους εκυρίευσαν.

Σοφ. Σολ. 18,18    καὶ ἄλλος ἀλλαχῇ ῥιφεὶς ἡμίθνητος δι᾿ ἣν ἔθνησκεν αἰτίαν ἐνεφάνιζεν·

Σοφ. Σολ. 18,18       Αλλος δε εδώ και άλλος εκεί έπιπτεν ημιθανής και με την τραγικήν του κατάστασιν εμαρτυρούσε την αιτίαν, δια την οποίαν απέθνησκε.

Σοφ. Σολ. 18,19    οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν, ἵνα μὴ ἀγνοοῦντες δι᾿ ὃ κακῶς πάσχουσιν ἀπόλωνται.

Σοφ. Σολ. 18,19       Διότι τα τρομερά όνειρα, που τους είχαν καταταράξει, αυτά το ανήγγειλαν· την αιτίαν δηλαδή του θανατικού, ώστε να μη αποθάνουν, χωρίς να γνωρίζουν, δια ποίαν αιτίαν είχαν κτυπηθή τόσον σκληρώς.

Σοφ. Σολ. 18,20    Ἥψατο δὲ καὶ δικαίων πεῖρα θανάτου, καὶ θραῦσις ἐν ἐρήμῳ ἐγένετο πλήθους. ἀλλ᾿ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ἡ ὀργή·

Σοφ. Σολ. 18,20      Βεβαίως η πικρά δοκιμασία του θανάτου ήγγισε και τους δικαίους. Θραύσις πολυαρίθμων Ισραηλιτών έγινεν εκεί εις την έρημον. Αλλά δεν διήρκεσεν επί πολύ η οργή η ιδική σου.

Σοφ. Σολ. 18,21    σπεύσας γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτος προεμάχησε τὸ τῆς ἰδίας λειτουργίας ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματος ἐξιλασμὸν κομίσας, ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρας ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺς ὅτι σός ἐστι θεράπων.

Σοφ. Σολ. 18,21       Διότι ένας ανήρ άμεμπτος, σπεύδων εις σωτηρίαν των Ισραηλιτών, έλαβεν όπλον από την ιδικήν σου υπηρεσίαν, ηνωνίσθη υπέρ των Ισραηλιτών και προσέφερε προς εξιλέωσίν των προσευχήν και θυμίαμα. Κατ' αυτόν τον τρόπον αντεστάθη εις την θείαν οργήν και έθεσε τέρμα εις την συμφοράν του λαού. Εδειξε δε ετσι εις όλους, ότι είναι ιδικός σου υπηρέτης.

Σοφ. Σολ. 18,22    ἐνίκησε δὲ τὸν ὄχλον οὐκ ἰσχύϊ τοῦ σώματος, οὐχ ὅπλων ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ λόγῳ τὸν κολάζοντα ὑπέταξεν, ὅρκους πατέρων καὶ διαθήκας ὑπομνήσας.

Σοφ. Σολ. 18,22      Αυτός δε κατενίκησε την αναταραχήν του όχλου οχι με την σωματικήν του δύναμιν ούτε με την χρήσιν των όπλων· αλλά με την δύναμιν της προσευχής του εξηυμένισε τον τιμωρόν Θεόν υπενθυμίσας εις αυτόν τους όρκους και τας διαθήκας, που είχε κάμει με τους προγόνους των.

Σοφ. Σολ. 18,23    σωρηδὸν γὰρ ἤδη πεπτωκότων ἐπ᾿ ἀλλήλων νεκρῶν, μεταξὺ στάς, ἀνέκοψε τὴν ὀργὴν καὶ διέσχισε τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν.

Σοφ. Σολ. 18,23       Εν δηλαδή οι νεκροί έπιπταν σωρηδόν ο ένας επάνω στον άλλον, παρενετέθη αυτός όρθιος και έφραξε στον εξολοθρευτήν άγγελον τον δρόμον του προς τους ζωντανούς.

Σοφ. Σολ. 18,24    ἐπὶ γὰρ ποδήρους ἐνδύματος ἦν ὅλος ὁ κόσμος, καὶ πατέρων δόξαι ἐπὶ τετραστίχου λίθου γλυφῆς, καὶ μεγαλωσύνη σου ἐπὶ διαδήματος κεφαλῆς αὐτοῦ.

Σοφ. Σολ. 18,24      Επάνω στον ποδήρη χιτώνα του υπήρχεν όλος ο στολισμός. Τα δε ένδοξα ονόματα των Πατέρων ήσαν χαραγμένα επάνω εις πολυτίμους λίθους, τακτοποιημένους εις τέσσαρας στίχους. Και το μεγαλείον σου έλαμπεν επάνω στο διάδημα της κεφαλής του.

Σοφ. Σολ. 18,25    τούτοις εἶξεν ὁ ὀλοθρεύων, ταῦτα δὲ ἐφοβήθησαν· ἦν γὰρ μόνη ἡ πεῖρα τῆς ὀργῆς ἱκανή.

Σοφ. Σολ. 18,25       Εμπρός εις τα ιερά αυτά διάσημα υπεχώρησεν ο εξολοθρευτής άγγελος. Αυτά του ενέπνευσαν φόβον. Αλλωστε η δοκιμασία, την οποίαν έστειλεν η δικαία θεία οργή σου, ήτο πλέον αρκετή δια τους Ισραηλίτας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Η ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                    Η φύση στην υπηρεσία του Θεού

Σοφ. Σολ. 19,1     Τοῖς δὲ ἀσεβέσι μέχρι τέλους ἀνελεήμων θυμὸς ἐπέστη· προῄδει γὰρ αὐτῶν καὶ τὰ μέλλοντα,

Σοφ. Σολ. 19,1          Εις τους ασεβείς όμως Αιγυπτίους είχεν επιπέσει ανελέητος και ανυποχώρητος ο δίκαιος θυμός του. Διότι ο Κυριος προέβλεπε και τα μέλλοντα κακά, που αυτοί θα διέπραττον.

Σοφ. Σολ. 19,2     ὅτι αὐτοὶ ἐπιτρέψαντες τοῦ ἀπιέναι καὶ μετὰ σπουδῆς προπέμψαντες αὐτούς, διώξουσι μεταμεληθέντες.

Σοφ. Σολ. 19,2         Διότι αυτοί, αν και επέτρεψαν στους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, και μετά σπουδής μάλιστα τους προέπεμψαν, εν τούτοις μεταμεληθέντες δια την αναχώρησιν αυτών τους κατεδίωξαν.

Σοφ. Σολ. 19,3     ἔτι γὰρ ἐν χερσὶν ἔχοντες τὰ πένθη καὶ προσοδυρόμενοι τάφοις νεκρῶν, ἕτερον ἐπεσπάσαντο λογισμὸν ἀνοίας καὶ οὓς ἱκετεύοντες ἐξέβαλον, τούτους ὡς φυγάδες ἐδίωκον.

Σοφ. Σολ. 19,3         Και ενώ ακόμη ήσαν ενώπιόν των πρόσφατα τα πένθη δια τον θάνατον των πρωτοτόκων των και ωδύροντο κοντά στους τάφους των ιδικών των, επενόησαν και απεδέχθησαν μίαν ανόητον και τρελλήν σκέψιν, και ήρχισαν να καταδιώκουν ως δραπέτας εκείνους, τους οποίους οι ίδιοι με ικεσίας και παρακλήσστους είχαν προ ολίγου παρακαλέσει να φύγουν.

Σοφ. Σολ. 19,4     εἷλκε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἀξία ἐπὶ τοῦτο τὸ πέρας ἀνάγκη καὶ τῶν συμβεβηκότων ἀμνηστίαν ἐνέβαλεν, ἵνα τὴν λείπουσαν ταῖς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν,

Σοφ. Σολ. 19,4         Σαν κάποια δικαία και αναπόφευκτος απόφασις τους έσυρε εις αυτήν την ακρότητα και τους ενέβαλε αμνησίαν των παρελθόντων γεγονότων. Τούτο δέ, δια να ολοκληρωθή η τιμωρία των και να μη μείνουν ατελή τα βάσανά των.

Σοφ. Σολ. 19,5     καὶ ὁ μὲν λαός σου παράδοξον ὁδοιπορίαν περάσῃ, ἐκεῖνοι δὲ ξένον εὕρωσι θάνατον.

Σοφ. Σολ. 19,5         Και καθ' ον χρόνον ο λαός σου εβάδιζε την παράδοξον πορείαν δια μέσου της θαλάσσης, εκείνοι εύρισκαν τον φοβερόν εκεί θάνατον.

Σοφ. Σολ. 19,6     ὅλη γὰρ ἡ κτίσις ἐν ἰδίῳ γένει πάλιν ἄνωθεν διετυποῦτο ὑπηρετοῦσα ταῖς σαῖς ἐπιταγαῖς. ἵνα οἱ σοὶ παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεῖς.

Σοφ. Σολ. 19,6         Διότι, δια να διαφυλαχθούν αβλαβή τα τέκνα σου από κάθε κακόν, όλη η κτίσις υπακούουσα και υπηρετούσα τας ιδικάς σου διαταγάς ανεμορφούτο πάλιν και επανήρχετο εις την ιδίαν της φύσιν.

Σοφ. Σολ. 19,7     ἡ τὴν παρεμβολὴν σκιάζουσα νεφέλη, ἐκ δὲ προϋφεστῶτος ὕδατος ξηρᾶς ἀνάδυσις γῆς ἐθεωρήθη, ἐξ ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὁδὸς ἀνεμπόδιστος καὶ χλοηφόρον πεδίον ἐκ κλύδωνος βιαίου·

Σοφ. Σολ. 19,7         Ετσι παρουσιάσθη η νεφέλη, η οποία έρριπτε την δροσεράν σκιάν της επί των Ισραηλιτών. Παρουσιάσθη γη στεγνή και ξηρά εκεί, οπού προηγουμένως υπήρχε το ύδωρ και μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν ηνοίχθη ελεύθερος δρόμος. Και τα συνταρασσόμενα από τας καταιγίδας κύματα μετεβλήθησαν εις πεδιάδα γεμάτην χλόην.

Σοφ. Σολ. 19,8     δι᾿ οὗ πανεθνὶ διῆλθον οἱ τῇ σῇ σκεπαζόμενοι χειρί, θεωρήσαντες θαυμαστὰ τέρατα.

Σοφ. Σολ. 19,8         Δια μέσου δε αυτής της διόδου επέρασαν όλοι οι Ισραηλίται, υπό την προστασίαν της ιδικής σου παντοδυνάμου δεξιάς βλέποντες τα καταπληκτικά αυτά σημεία.

Σοφ. Σολ. 19,9     ὡς γὰρ ἵπποι ἐνεμήθησαν καὶ ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν αἰνοῦντές σε, Κύριε, τὸν ῥυόμενον αὐτούς.

Σοφ. Σολ. 19,9         Επειτα από τα μεγάλα αυτά θαύματα οι Ισραηλίται, ωσάν ίπποι και πρόβατα που βόσκουν και σκιρτούν, έτσι εσκίρτησαν από την χαράν των και εδοξολόγησαν σέ, τον Κυριον των, ο οποίος τους εγλύτωσες από τους κινδύνους.

Σοφ. Σολ. 19,10    ἐμέμνηντο γὰρ ἔτι τῶν ἐν τῇ παροικίᾳ αὐτῶν, πῶς ἀντὶ μὲν γενέσεως ζῴων ἐξήγαγεν ἡ γῆ σκνῖπα, ἀντὶ δὲ ἐνύδρων ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων.

Σοφ. Σολ. 19,10       Διότι ενεθυμούντο ζωηρώς, τι είχε γίνει εις την ξένην αυτήν χώραν των Αιγυπτίων, όπου ως πάροικοι αυτοί έμεναν· ότι δηλαδή αντί των άλλων ζώων η γη παρήγαγε σκνίπας και ο Νείλος ποταμός αντί των ιχθύων εξέρασε προς την γην πλήθος βατράχων.

Σοφ. Σολ. 19,11    ἐφ᾿ ὑστέ ῥῳ δὲ εἶδον καὶ νέαν γένεσιν ὀρνέων, ὅτι ἐπιθυμίᾳ προαχθέντες ᾐτήσαντο ἐδέσματα τρυφῆς·

Σοφ. Σολ. 19,11        Βραδύτερον δε οι Ισραηλίται, όταν επιέζοντο από την πείναν και εζήτησαν καλήν τροφήν από τον Θεόν, είδαν ένα νέον τρόπον γενέσεως πτηνών.

Σοφ. Σολ. 19,12    εἰς γὰρ παραμυθίαν ἀνέβη αὐτοῖς ἀπὸ θαλάσσης ὀρτυγομήτρα.

Σοφ. Σολ. 19,12       Προς παρηγορίαν και διατροφήν των είδαν να αναβαίνουν από τας νοτίους περιοχάς ορτύκια.

Σοφ. Σολ. 19,13    καὶ αἱ τιμωρίαι τοῖς ἀμαρτωλοῖς ἐπῆλθον οὐκ ἄνευ τῶν προγεγονότων τεκμηρίων τῇ βίᾳ τῶν κεραυνῶν· δικαίως γὰρ ἔπασχον ταῖς ἰδίαις αὐτῶν πονηρίαις, καὶ γὰρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν ἐπετήδευσαν.

Σοφ. Σολ. 19,13       Εναντίον δε των ασεβών επήρχοντο τιμωρίαι, αφού προηγούντο απ' αυτάς ενδεικτικά φαινόμενα, δηλαδή τρομεραί αστραπαί και κεραυνοί. Δικαίως δε αυτοί ετιμωρούντο εξ αιτίας των κακιών των, αλλά και διότι είχαν εκθρέψει και δείξει το πλέον σκληρόν μίσος εναντίον των ξένων.

Σοφ. Σολ. 19,14    οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἀγνοοῦντας οὐκ ἐδέχοντο παρόντας, οὗτοι δὲ εὐεργέτας ξένους ἐδουλοῦντο.

Σοφ. Σολ. 19,14       Οι Σοδομίται δεν εδέχθησαν ανθρώπους που δεν εγνώριζαν, όταν αυτοί παρουσιάσθησαν ενώπιόν των, τους δύο δηλαδή αγγέλους. Οι δε Αιγύπτιοι τους ξένους, δηλαδή τους Ισραηλίτας, οι οποίοι τους είχαν ευεργετήσει, τους έκαμαν δούλους των.

Σοφ. Σολ. 19,15    καὶ οὐ μόνον, ἀλλ᾿ ἤ τις ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτῶν, ἐπεὶ ἀπεχθῶς προσεδέχοντο τοὺς ἀλλοτρίους·

Σοφ. Σολ. 19,15       Και όχι μόνον τούτο. Οι Σοδομίται ετιμωρήθησαν, διότι ευθύς εξ αρχής εφέρθησαν αχθρικώς προς τους ξένους.

Σοφ. Σολ. 19,16    οἱ δὲ μετὰ ἑορτασμάτων εἰσδεξάμενοι τοὺς ἤδη τῶν αὐτῶν μετεσχηκότας δικαίων, δεινοῖς ἐκάκωσαν πόνοις.

Σοφ. Σολ. 19,16       Οι Αιγύπτιοι όμως είχαν υποδεχθή απ' αρχής τους Ισραηλίτας με εορτάς. Επειτα όμως, όταν οι Ισραηλίται απελάμβαναν τα αυτά δικαιώματα με εκείνους, τους εβασάνισαν με βαρείας καταθλιπτικάς εργασίας.

Σοφ. Σολ. 19,17    ἐπλήγησαν δὲ καὶ ἀορασίᾳ, ὥσπερ ἐκεῖνοι ἐπὶ ταῖς τοῦ δικαίου θύραις, ὅτε ἀχανεῖ περιβληθέντες σκότει, ἕκαστος τῶν αὐτοῦ θυρῶν τὴν δίοδον ἐζήτει.

Σοφ. Σολ. 19,17       Οπως δε οι Σοδομίται εκείνοι ετιμωρήθησαν με τύφλωσιν εμπρός εις την θύραν του δικαίου Λωτ, έτσι και οι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν, όταν ευρέθησαν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, και ο καθένας από αυτούς εζητούσε ψηλαφητά να εύρη την εισοδον της θύρας του.

Σοφ. Σολ. 19,18    δι᾿ ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα, ὥσπερ ἐν ψαλτηρίῳ φθόγγοι τοῦ ῥυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσι, πάντοτε μένοντα ἤχῳ, ὅπερ ἐστὶν εἰκάσαι ἐκ τῆς τῶν γεγονότων ὄψεως ἀκριβῶς.

Σοφ. Σολ. 19,18       Τα στοιχεία της φύσεως προσαρμόζονται μεταξύ των διαφοροτρόπως υπό του Θεού. όπως από τον μουσικόν οι τόνοι του ψαλτηρίου, ώστε να μεταβάλλουν τον τύπον της μελωδίας, ενώ οι ήχοι καθ' εαυτούς μένουν αμετάβλητοι. Αυτό ημπορεί ο καθένας να το συμπεράνη και να το διαπιστώση ακριβώς από την θεώρησιν των γεγονότων της εποχής εκείνης.

Σοφ. Σολ. 19,19    χερσαῖα γὰρ εἰς ἔνυδρα μετεβάλλετο, καὶ νηκτὰ μετέβαινεν ἐπὶ γῆς·

Σοφ. Σολ. 19,19       Ζώα της ξηράς μετεβάλλοντο εις υδρόβια και υδρόβια εξήρχοντο εις την ξηράν γην.

Σοφ. Σολ. 19,20    πῦρ ἴσχυεν ἐν ὕδατι τῆς ἰδίας δυνάμεως, καὶ ὕδωρ τῆς σβεστικῆς δυνάμεως ἐπελανθάνετο·

Σοφ. Σολ. 19,20      Το πυρ διατηρούσε την δύναμίν του μέσα στο νερό και το νερο έχανε την δύναμιν της κατασβέσεως του πυρός.

Σοφ. Σολ. 19,21    φλόγες ἀνάπαλιν εὐφθάρτων ζῴων οὐκ ἐμάραναν σάρκας ἐμπεριπατούντων, οὐδὲ τηκτὸν κρυσταλλοειδὲς εὔτηκτον γένος ἀμβροσίας τροφῆς.

Σοφ. Σολ. 19,21       Εξ αντιθέτου φλόγες δεν έκαιαν τας σάρκας ευπαθών και αδυνάτων ζώων, που ευρίσκοντο μέσα στο πυρ, ούτε και έλυωναν την ευδιάλυτον εκείνην κρυσταλλοειδή ουρανίαν τροφήν, το μάννα.

Σοφ. Σολ. 19,22    Κατὰ πάντα γάρ, Κύριε, ἐμεγάλυνας τὸν λαόν σου καὶ ἐδόξασας καὶ οὐχ ὑπερεῖδες ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ παριστάμενος.

Σοφ. Σολ. 19,22      Δια μέσου όλων αυτών συ, Κυριε, εμεγάλυνες τον λαόν σου και τον εδόξασες. Δεν τον κατεφρόνησες ούτε έμεινες αδιάφορος προς αυτόν. Αλλά παντού και πάντοτε συμπαρίστασο βοηθός και υπερασπιστής του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19