ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
Η ΑΝΤΙΙΟΥΔΑΪΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ' |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1-
ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ' ΚΑΙ ΤΟΥ
ΑΝΤΙΟΧΟΥ Δ'
Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Δ' ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΒΕΒΗΛΩΣΕΙ ΤΟ ΝΑΟ
|
Πόλεμος μεταξύ του Πτολεμαίου Δ’ και του Αντιόχου Δ’
Γ Μακ. 1,1 Ὁ δὲ
Φιλοπάτωρ μαθὼν παρὰ τῶν ἀνακομισθέντων τὴν
γενομένην τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κρατουμένων τόπων
ἀφαίρεσιν ὑπὸ Ἀντιόχου παραγγείλας ταῖς πάσαις
δυνάμεσι πεζικαῖς τε καὶ ἱππικαῖς αὐτοῦ
καὶ τὴν ἀδελφὴν Ἀρσινόην συμπαραλαβών,
ἐξώρμησε μέχρι τῶν κατὰ Ῥαφίαν τόπων, ὅπου
παρεμβεβλήκεισαν οἱ περὶ Ἀντίοχον.
Γ Μακ. 1,1 Ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ, όταν επληροφορήθη από τους
επανελθόντας εκ της Παλαιστίνης ανθρώπους, ότι ο Αντίοχος αφήρεσε τα
κατεχόμενα υπ' αυτού πρότερον εδάφη της Παλαιστίνης, διέταξεν όλας τας εις
την Αίγυπτον πεζικάς και ιππικάς αυτού δυνάμεις να ετοιμασθούν προς πόλεμον.
Αφού δε παρέλαβε και την αδελφήν του Αρσινόην ανεχώρησε και ήλθεν εις την
Παλαιστίνην μέχρι των τόπων της πόλεως Ραφία, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο
Αντίοχος και ο στρατός του.
Γ Μακ. 1,2 Θεόδοτος δέ τις ἐκπληρῶσαι
τὴν ἐπιβουλὴν διανοηθείς, παραλαβὼν τῶν
προϋποτεταγμένων αὐτῷ ὅπλων Πτολεμαϊκῶν τὰ
κράτιστα, διεκομίσθη νύκτωρ ἐπὶ τὴν τοῦ Πτολεμαίου
σκηνὴν ὡς μόνος κτεῖναι αὐτὸν καὶ
ἐν τούτῳ διαλῦσαι τὸν πόλεμον.
Γ Μακ. 1,2 Καποιος όμως Θεόδοτος, από τον στρατόν του
Αντιόχου, εσκέφθη και απεφάσισε να φέρη εις πέρας ένα ιδικόν του δόλιον και
εγκληματικόν σχέδιον δια την κατάπαυσιν του πολέμου. Παρέλαβε, δηλαδή, αυτός
τους γενναιοτάτους από τους στρατιώτας του Πτολεμαίου, οι οποίοι προηγουμένως
ήσαν υπό την εξουσίαν του, απεφάσισε και μετέβη κατά το διάστημα της νυκτός
εις την σκηνήν του Πτολεμαίου, δια να φονεύση αυτός μόνος του εκείνον και να
θέση έτσι τέρμα στον πόλεμον.
Γ Μακ. 1,3 τοῦτον δὲ
διαγαγὼν Δοσίθεος ὁ Δριμύλου λεγόμενος, τὸ γένος
Ἰουδαῖος, ὕστερον δὲ μεταβαλὼν τὰ νόμιμα
καὶ τῶν πατρίων δογμάτων ἀπηλλοτριωμένος, ἄσημόν τινα
κατέκλινεν ἐν τῇ σκηνῇ, ὃν συνέβη κομίσασθαι
τὴν ἐκείνου κόλασιν.
Γ Μακ. 1,3 Καποιος όμως Δοσίθεος, υιός του Δριμύλου- ο οποίος
κατήγετο από το γένος των Ιουδαίων, ύστερον όμως απηρνήθη τον νόμον του Θεού
και είχεν αποξενωθή από τας πατροπαραδότους ιεράς παραδόσεις- αυτός λοιπόν
ωδήγησε τον Πτολεμαίον εις άλλην σκηνήν και έβαλε να κατακλιθή εις την
βασιλικήν κλίνην κάποιον άσημον Αιγύπτιον. Εις αυτήν δε ωδήγησε τον Θεόδοτον
και εκείνος εφόνευσε τον Αιγύπτιον. Και έτσι ο Αιγύπτιος αυτός έλαβε
τιμωρίαν, η οποία προωρίζετο δια τον Πτολεμαίον τον Φιλοπάτορα. Ο πόλεμος
φυσικά δεν εματαιώθη.
Γ Μακ. 1,4 γενομένης δὲ
καρτερᾶς μάχης καὶ τῶν πραγμάτων μᾶλλον
ἐῤῥωμένων τῷ Ἀντιόχῳ, ἱκανῶς
ἡ Ἀρσινόη ἐπιπορευσαμένη τὰς δυνάμεις παρεκάλει,
μετὰ οἴκτου καὶ δακρύων τοὺς πλοκάμους λελυμένη,
βοηθεῖν ἑαυτοῖς τε καὶ τοῖς τέκνοις καὶ
γυναιξὶ θαῤῥαλέως, ἐπαγγελλομένη δώσειν νικήσασιν
ἑκάστῳ δύο μνᾶς χρυσίου.
Γ Μακ. 1,4 Ελαβε χώραν μία σκληρά μάχη μεταξύ Αντιόχου και
Φιλοπάτορος και εφαίνετο αποκλίνουσα η μάχη υπέρ του Αντιόχου. Τοτε η Αρσινόη,
διερχομένη εις αρκετήν απόστασιν δια μέσου των δυνάμεων του στρατού των
Αιγυπτίων, με έκφρασιν πόνου, με δάκρυα, με την κόμην της λυμένην,
παρακαλούσε θερμώς να αγωνισθούν γενναίως υπέρ των εαυτών των, υπέρ των
τέκνων των και των γυναικών των. Υπέσχετο δε ότι θα δώση, εάν νικήσουν, στον
κάθε στρατιώτην δύο μνας χρυσάς.
Γ Μακ. 1,5 καὶ οὕτω
συνέβη τοὺς ἀντιπάλους ἐν χειρονομίαις διαφθαρῆναι,
πολλοὺς δὲ καὶ δορυαλώτους συλληφθῆναι.
Γ Μακ. 1,5 Αναθαρρήσαντες οι Αιγύπτιοι επολέμησαν με ηρωϊσμόν,
ήλθαν εις χείρας με τους εχθρούς των, εφόνευσαν πολλούς και πολλούς άλλους
συνέλαβαν αιχμαλώτους κατά την μάχην.
Γ Μακ. 1,6 κατακρατήσας δὲ
τῆς ἐπιβουλῆς ἔκρινε τὰς πλησίον πόλεις
ἐπελθὼν παρακαλέσαι.
Γ Μακ. 1,6 Οταν ο Φιλοπάτωρ υπερίσχυσεν εναντίον της εχθρικής
αυτής επιθέσεως του Αντιόχου, έκρινε καλόν να επισκεφθή τας γύρω πόλεις και
να ενθαρρύνη τους κατοίκους των.
Γ Μακ. 1,7 ποιήσας δὲ
τοῦτο καὶ τοῖς τεμένεσι δωρεὰς ἀπονείμας,
εὐθαρσεῖς τοὺς ὑποτεταγμένους κατέστησε.
Γ Μακ. 1,7 Επραγματοποίησε δε όντως την απόφασίν του. Διένειμε
δώρα στους ναούς των χωρών αυτών και έτσι ενέπνευσε θάρρος στους υπηκόους
του.
Η αλαζονεία του Πτολεμαίου να βεβηλώσει το Ναό των Ιεροσολύμων
Γ Μακ. 1,8 Τῶν δὲ
Ἰουδαίων διαπεμψαμένων πρὸς αὐτὸν ἀπὸ
τῆς γερουσίας καὶ τῶν πρεσβυτέρων τοὺς
ἀσπασομένους αὐτὸν καὶ ξένια κομιοῦντας
καὶ ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι συγχαρησομένους, συνέβη
μᾶλλον αὐτὸν προθυμηθῆναι ὡς τάχιστα πρὸς
αὐτοὺς παραγενέσθαι.
Γ Μακ. 1,8 Οι Ιουδαίοι έστειλαν προς τον Φιλοπάτορα
εκπροσώπους των από την γερουσίαν και τους πρεσβυτέρους, να τον χαιρετήσουν,
να τον συγχαρούν δια την νίκην του και να του δώσουν δώρα. Αυτός δε
ευχαριστήθη από αυτά και επροθυμοποιήθη να μεταβή προς αυτούς, όσον το
δυνατόν ταχύτερον.
Γ Μακ. 1,9 διακομισθεὶς
δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ θύσας τῷ μεγίστῳ
Θεῷ καὶ χάριτας ἀποδιδοὺς καὶ τῶν
ἑξῆς τι τῷ τόπῳ ποιήσας καὶ δὴ
παραγενόμενος εἰς τὸν τόπον καὶ τῇ σπουδαιότητι καὶ
εὐπρεπείᾳ καταπλαγείς,
Γ Μακ. 1,9 Ηλθε πράγματι εις τα Ιεροσόλυμα, εθυσίασεν στον μέγιστον
Θεόν του Ισραήλ και ευχαρίστησεν αυτόν. Αφού δε έπραξε το αρμόζον στον ιερόν
εκείνον τόπον, και μάλιστα αφού έφθασεν στον ιερόν ναόν, εξεπλάγη, διότι είδε
την επιμέλειαν των Ιουδαίων δια τον ναόν των και την μεγαλοπρέπειαν του ναού.
Γ Μακ. 1,10 θαυμάσας δὲ
καὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ εὐταξίαν,
ἐνεθυμήθη βουλεύσασθαι εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναόν.
Γ Μακ. 1,10 Εθαύμασε δε και την ευταξίαν του ναού. Εβαλεν στον
νουν του και επήρε την απόφασιν να εισέλθη εις αυτόν.
Γ Μακ. 1,11 τῶν δὲ
εἰπόντων μὴ καθήκειν γίνεσθαι τοῦτο, διὰ τὸ
μηδὲ τοῖς ἐκ τοῦ ἔθνους ἐξεῖναι
εἰσιέναι, μηδὲ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσιν,
ἀλλ᾿ ἢ μόνῳ τῷ προηγουμένῳ πάντων
ἀρχιερεῖ, καὶ τούτῳ ἅπαξ κατ᾿
ἐνιαυτόν, οὐδαμῶς ἠβούλετο πείθεσθαι.
Γ Μακ. 1,11 Εκείνοι όμως του είπαν, ότι δεν πρέπει να γίνή κάτι
τέτοιο, διότι η είσοδος στον ναόν δεν επιτρέπεται όχι μόνον στους λαϊκούς
Ιουδαίους αλλ' ούτε και εις αυτούς ακόμη τους ιερείς. Επιτρέπεται δε μόνον
στον αρχηγόν των, στον αρχιερέα, και εις αυτόν μίαν φοράν το έτος. Ο
Φιλοπάτωρ όμως κατ' ουδένα τρόπον ήθελε να πεισθή και να υποχωρήση.
Γ Μακ. 1,12 τοῦ τε νόμου
παραναγνωσθέντος, οὐδαμῶς ἀπέλιπε προφερόμενος
ἑαυτὸν δεῖν εἰσελθεῖν λέγων· καὶ
εἰ ἐκεῖνοι ἐστέρηνται ταύτης τῆς τιμῆς,
ἐμὲ οὐ δεῖ.
Γ Μακ. 1,12 Μολονότι δε ανεγνώσθη ενώπιόν του και το σχετικόν
χωρίον του Νομου, αυτός κατ' ουδένα λόγον απεμακρύνθη από την απόφασίν του
λέγων, ότι πρέπει αυτός να εισέλθη στον ναόν. Προσέθεσε δε ότι, “έστω και αν
οι άλλοι εστερήθησαν από αυτήν την τιμήν, εγώ όμως δεν πρέπει να στερηθώ”.
Γ Μακ. 1,13 καὶ
ἐπυνθάνετο διὰ τίνα αἰτίαν εἰσερχόμενον
αὐτὸν εἰς πᾶν τέμενος οὐθεὶς
ἐκώλυσε τῶν παρόντων.
Γ Μακ. 1,13 Εζήτησε να πληροφρρηθή την αιτίον, δια την οποίαν,
ενώ αυτός εισήρχετο εις την αυλήν παντός ναού, κανείς από τους
παρευρισκομένους δεν τον ημπόδισεν.
Γ Μακ. 1,14 καί τις ἀπρονοήτως
ἔφη κακῶς αὐτὸ τοῦτο τερατεύεσθαι.
Γ Μακ. 1,14 Ενας δε Ιουδαίος κατά τρόπον απερίσκεπτον απήντησεν,
ότι και αυτή η παρανομία κακώς έγινεν.
Γ Μακ. 1,15 γενομένου δέ, φησι,
τούτου διά τινα αἰτίαν, οὐχὶ πάντως εἰσελεύσεσθαι
καὶ θελόντων αὐτῶν καὶ μή;
Γ Μακ. 1,15 Ο βασιλεύς απήντησε· “αφού οπωσδήποτε δια κάποιον
αιτίαν του επετράπη η είσοδος εις την αυλήν του ναού, δεν θα πρέπει
οπωσδήποτε να εισέλθη και στον ίδιον τον ναόν είτε το θέλουν αυτοί είτε όχι;”
Γ Μακ. 1,16 τῶν δὲ
ἱερέων ἐν ταῖς ἁγίαις ἐσθήσεσι προπεσόντων καὶ
δεομένων τοῦ μεγίστου Θεοῦ βοηθεῖν τῇ
ἐνεστώσῃ ἀνάγκῃ καὶ τὴν ὁρμὴν
τοῦ κακῶς ἐπιβαλλομένου μεταθεῖναι κραυγῆς τε
μετὰ δακρύων τὸ ἱερὸν ἐμπλησάντων,
Γ Μακ. 1,16 Τοτε οι ιερείς με τας ιερατικάς των στολάς έπεσαν
κατά, γης ενώπιον του μεγίστου Θεού και τον παρεκάλουν να τους βοηθήση εις
την παρούσαν δύσκολον περίστασιν, να μετατρέψη και ματαιώση την ορμήν του
κακώς επιμένοντος βασιλέως. Είχαν δε γεμίσει τον ιερόν ναόν με τας κραυγάς
και τα δάκρυά των.
Γ Μακ. 1,17 οἱ κατὰ
τὴν πόλιν ἀπολιπόμενοι ταραχθέντες ἐξεπήδησαν, ἄδηλον
τιθέμενοι τὸ γινόμενον.
Γ Μακ. 1,17 Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον απομείνει και
ευρίσκοντο εις την πόλιν, εταράχθησαν από το γεγονός αυτό και ανεπήδησαν έξω,
διότι ενόμισαν ότι κάτι το πολύ παράδοξον γίνεται εκεί.
Γ Μακ. 1,18 αἵ τε
κατάκλειστοι παρθένοι ἐν θαλάμοις σὺν ταῖς τεκούσαις
ἐξώρμησαν καὶ σποδῷ καὶ κόνει τὰς κεφαλὰς
πασάμεναι, γόων τε καὶ στεναγμῶν τὰς πλατείας
ἐνεπίμπλων.
Γ Μακ. 1,18 Αι παρθένοι, που ήσαν κλεισμέναι εις τα δωμάτιά των
με τας μητέρας των, ώρμησαν έξω, έθεσαν στάκτην και χώμα εις τας κεφαλάς των,
εγέμισαν δε τας πλατείας της Ιερουσαλήμ με στεναγμούς και θρήνους.
Γ Μακ. 1,19 αἱ δὲ
καὶ προσαρτίως ἐσταλμέναι τοὺς πρὸς ἀπάντησιν
διατεταγμένους παστοὺς καὶ τὴν ἁρμόζουσαν
αἰδὼ παραλείπουσαι, δρόμον ἄτακτον ἐν τῇ πόλει
συνίσταντο.
Γ Μακ. 1,19 Και αι νεόνυμφοι, αι οποίαι κατά τα ιουδαϊκά έθιμα
έμεναν προς καιρόν χωρισμένοι από τους άλλους λόγω του προσφάτου γάμου των,
εγκατέλειψαν τους περιποιημένους νυμφικούς θαλάμους των, έθεσαν κατά μέρος
την αρμόζουσαν εις αυτάς αιδημοσύνην και έτρεχαν εις την πόλιν ατάκτως.
Γ Μακ. 1,20 τὰ δὲ
νεογνὰ τῶν τέκνων, αἵ τε πρὸς τούτοις μητέρες
καὶ τιθηνοὶ παραλιποῦσαι ἄλλως καὶ ἄλλως,
αἱ μὲν κατ᾿ οἴκους, αἱ δὲ κατὰ
τὰς ἀγυιάς, ἀνεπιστρέπτως εἰς τὸ πανυπέρτατον
ἱερὸν ἠθροίζοντο.
Γ Μακ. 1,20 Αι δε μητέρες και αι τροφοί άφηναν έδω και εκεί τα
μικρά των παιδιά, άλλαι μεν εις τα σπίτια των άλλαι δε στους δρόμους, και
συνεκεντρώνοντο αποφασιστικώς στον πανσεβάσμιον ναόν των.
Γ Μακ. 1,21 ποικίλη δὲ
ἦν τῶν εἰς τοῦτο συλλεγομένων ἡ δέησις
ἐπὶ τοῖς ἀνοσίως ὑπ᾿ ἐκείνου
κατεγχειρουμένοις.
Γ Μακ. 1,21 Μεγάλη και πολύτροπος ήτο η δέησις προς τον Θεόν στον
ιερόν εκείνον τόπον, δια το επιχαρούμενον από τον Φιλοπάτορα ανοσιούργημα.
Γ Μακ. 1,22 σύν τε τούτοις οἱ
τῶν πολιτῶν θρασυνθέντες οὐκ ἠνείχοντο τέλεον
αὐτοῦ ἐπικειμένου καὶ τὸ τῆς προθέσεως
αὐτοῦ ἐκπληροῦν διανοουμένου.
Γ Μακ. 1,22 Εκτός όμως αυτών και μερικοί από τους πολίτας
εξεγερθέντες δεν ηνείχοντο κατά κανένα τρόπον την επιμονήν του Φιλοπάτορος, ο
οποίος εσκέπτετο οπωσδήποτε να εκπληρώση την απόφασίν του.
Γ Μακ. 1,23 φωνήσαντες δὲ
τὴν ὁρμὴν ἐπὶ τὰ ὅπλα ποιήσασθαι
καὶ θαῤῥαλέως ὑπὲρ τοῦ πατρῴου
νόμου τελευτᾶν, ἱκανὴν ἐποίησαν ἐν τῷ
τόπῳ τραχύτητα, μόλις δὲ ὑπό τε τῶν γεραιῶν
καὶ τῶν πρεσβυτέρων ἀποτραπέντες ἐπὶ τὴν
αὐτὴν τῆς δεήσεως ἔστησαν στάσιν.
Γ Μακ. 1,23 Οταν δε αυτοί εκραύγασαν και εξήγειραν την ορμήν του
πλήθους να πάρουν εις τα χέρια των τα όπλα και με θάρρος να αποθάνουν χάριν
του πατρικού Νομου, επροκάλεσαν μεγάλην αναταραχήν στον ιερόν εκείνον τόπον.
Μολις δε και μετά βίας συνεκρατήθησαν από τους γεροντοτέρους και τους
πρεσβυτέρους Ιουδαίους και επανήλθαν εις την αυτήν στάσιν της προσευχής.
Γ Μακ. 1,24 καὶ τὸ
μὲν πλῆθος ὡς ἔμπροσθεν ἐν τούτοις
ἀνεστρέφετο δεόμενον.
Γ Μακ. 1,24 Και το μεν πλήθος, καθ' ον χρόνον εξειλίσσοντο τα
γεγονότα αυτά, είχεν επιδοθή, όπως και προηγουμένως εις την προσευχήν.
Γ Μακ. 1,25 οἱ δὲ
περὶ τὸν βασιλέα πρεσβύτεροι πολλαχῶς ἐπειρῶντο
τὸν ἀγέρωχον αὐτοῦ νοῦν ἐξιστάνειν
τῆς ἐντεθυμημένης βουλῆς.
Γ Μακ. 1,25 Οι πρεσβύτεροι όμως από τους Ιουδαίους που ήσαν γύρω
από τον βασιλέα, προσπαθούσαν με κάθε τρόπον να απομακρύνουν και ματαιώσουν
την αλαζονικήν απόφασιν, την οποίαν εκείνος είχε πάρει.
Γ Μακ. 1,26 θρασυνθεὶς
δὲ καὶ πάντα παραπέμψας ἤδη καὶ πρόσβασιν
ἐποιεῖτο, τέλος ἐπιθήσειν δοκῶν τῷ
προειρημένῳ.
Γ Μακ. 1,26 Ο Φιλοπάτωρ όμως εξωργίσθη και όλας τας παρακλήσεις
εκείνων τας έθεσε κατά μέρος, απεφάσισε δε να θέση τέρμα στο προλεχθέν αυτό
ζήτημα και να εισέλθη στον ναόν.
Γ Μακ. 1,27 ταῦτα οὖν
καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ὄντες θεωροῦντες
ἐτράπησαν εἰς τὸ σὺν τοῖς ἡμετέροις
ἐπικαλεῖσθαι τὸν πᾶν κράτος ἔχοντα τοῖς
παροῦσιν ἐπαμῦναι, μὴ παριδόντα τὴν
ἄνομον καὶ ὑπερήφανον πρᾶξιν.
Γ Μακ. 1,27 Αυτά, λοιπόν, βλέποντες και εκείνοι, που ήσαν γύρω
από τον βασιλέα, ηνώθησαν και αυτοί με τους άλλους ιδικούς μας Ιουδαίους και
παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος είχε την δύναμιν να υπερασπίση τον ναόν του
από την επικρεμαμένην απειλήν και να μη παραβλέψη την παράνομον και
υπερήφανον αυτήν πράξιν.
Γ Μακ. 1,28 ἐκ δὲ
τῆς πυκνοτάτης τε καὶ ἐμπόνου τῶν ὄχλων
συναγομένης κραυγῆς ἀνείκαστός τις ἦν βοή·
Γ Μακ. 1,28 Μια δε απερίγραπτος βοή ηκούετο καθ' όλην την πόλιν
από την επαναλαμβανομένην οδυνηράν κραυγήν των όχλων, που είχαν συγκεντρωθή
εκεί.
Γ Μακ. 1,29 δοκεῖν γὰρ
ἦν μὴ μόνον τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ
καὶ τὰ τείχη καὶ τὸ πᾶν ἔδαφος
ἠχεῖν, ἅτε δὴ τῶν πάντων τότε θάνατον
ἀλλασσομένων ἀντὶ τῆς τοῦ τόπου βεβηλώσεως.
Γ Μακ. 1,29 Ενόμιζε κανείς ότι όχι μόνον οι άνθρωποι εφώναζαν,
αλλά και αυτά ακόμη τα τείχη και ολόκληρον το έδαφος αντηχούσε, διότι όλοι
επροτιμούσαν τον θάνατον αντί της βεβηλώσεως του ιερού ναού.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
2- Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΣΙΜΩΝΑ - Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ' ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
|
Η προσευχή του αρχιερέα Σίμωνα
Γ Μακ. 2,1 Ὁ μὲν
οὖν ἀρχιερεὺς Σίμων ἐξεναντίας τοῦ ναοῦ
κάμψας τὰ γόνατα καὶ τὰς χεῖρας προτείνας
εὐτάκτως, ἐποιήσατο τὴν δέησιν τοιαύτην.
Γ Μακ. 2,1 Ο
μεν λοιπόν αρχιερεύς Σιμων έκαμψε τα γόνατα απέναντι του ναού, ύψωσε με ευλαβειαν
τας χείρας του στον ουρανόν και έκαμε την εξής προσευχήν.
Γ Μακ. 2,2 Κύριε Κύριε, βασιλεῦ
τῶν οὐρανῶν καὶ δέσποτα πάσης κτίσεως, ἅγιε
ἐν ἁγίοις, μόναρχε, παντοκράτωρ, πρόσχες ἡμῖν
καταπονουμένοις ὑπὸ ἀνοσίου καὶ βεβήλου θράσει
καὶ σθένει πεφρυαγμένου.
Γ Μακ. 2,2 “Κυριε, Κυριε, βασιλεύ των ουρανών, Δέσποτα
ολοκλήρου της κτίσεως, αγιώτατε, μονοκράτωρ, παντοκράτωρ, δώσε προσοχήν εις
ημάς σήμερον, οι οποίοι καταταλαιπωρούμεθα από ανόσιον και βέβηλον, ο οποίος
καυχάται και αυθαδιάζει δια την θρασύτητά του και την δύναμίν του.
Γ Μακ. 2,3 σὺ γὰρ
ὁ κτίσας τὰ πάντα καὶ τῶν ὅλων
ἐπικρατῶν δυνάστης δίκαιος εἶ καὶ τοὺς
ὕβρει καὶ ἀγερωχίᾳ πράσσοντάς τι κρίνεις.
Γ Μακ. 2,3 Διότι συ, ο οποίος εδημιούργησες τα σύμπαντα και εν
τη απείρω σου δυνάμει, είσαι κυρίαρχος όλων των ορατών και αοράτων, είσαι
δίκαιος και εν τη δικαιοσύνη σου κρίνεις όλους, όσοι επάνω εις την αλαζονείαν
και αγερωχίαν των κάμνουν κάτι το ασεβές.
Γ Μακ. 2,4 σὺ τοὺς
ἔμπροσθεν ἀδικίαν ποιήσαντας, ἐν οἷς καὶ
γίγαντες ἦσαν ῥώμῃ καὶ θράσει πεποιθότες, διέφθειρας ἐπαγαγὼν
αὐτοῖς ἀμέτρητον ὕδωρ.
Γ Μακ. 2,4 Συ εξηφάνισες εκείνους, οι οποίοι εις προηγουμένας
εποχάς διέπραξαν αδικίας. Μεταξύ αυτών ήσαν και γίγαντες κατά την σωματικήν
δύναμιν, οι οποίοι είχαν πεποίθησιν εις την θρασύτητά των. Αυτούς τους
εξωλόθρευσες αποστείλας εναντίον των απροσμετρήτους όγκους υδάτων δια του
κατακλυσμού.
Γ Μακ. 2,5 σὺ τοὺς
ὑπερηφανίαν ἐργαζομένους Σοδομίτας, διαδήλους ταῖς κακίαις
γενομένους, πυρὶ καὶ θείῳ κατέφλεξας, παράδειγμα τοῖς
ἐπιγινομένοις καταστήσας.
Γ Μακ. 2,5 Συ τους Σοδομίτας, οι οποίοι ήσαν δούλοι εις την
αλαζονείαν των και έγιναν γνωστοί από τας κακίας των, τους κατέκαυσες δια του
πυρός και του θείου, και κατέστησες έτσι αυτούς παράδειγμα τιμωρίας εις τας
κατόπιν γενεάς.
Γ Μακ. 2,6 σὺ τὸν
θρασὺν Φαραὼ καταδουλωσάμενον τὸν λαόν σου τὸν
ἅγιον Ἰσραήλ, ποικίλαις καὶ πολλαῖς δοκιμάσας
τιμωρίαις, ἐγνώρισας τὴν σὴν δυναστείαν, ἐφ᾿
αἷς ἐγνώρισας τὸ μέγα σου κράτος·
Γ Μακ. 2,6 Συ τον θρασύν Φαραώ, ο οποίος είχε καταδουλώσει τον
άγιόν σου λαόν, τον ισραηλιτικόν, τον ετιμώρησες με πολλάς και ποικίλας
τιμωρίας και κατέστησες γνωστήν την ακατανίκητον δύναμίν σου. Με αυτάς έκαμες
γνώστην εις όλους την ακατανίκητον ισχύν σου.
Γ Μακ. 2,7 καὶ
ἐπιδιώξαντα αὐτὸν σὺν ἅρμασι καὶ
ὄχλων πλήθει ἐπέκλυσας βάθει θαλάσσης, τοὺς δὲ
ἐμπιστεύσαντας ἐπὶ σοὶ τῷ τῆς
ἁπάσης κτίσεως δυναστεύοντι σώους διεκόμισας,
Γ Μακ. 2,7 Διότι αυτόν τον Φαραώ, ο οποίος με πολεμικά άρματα
και με πλήθος λαού κατεδίωξε τον ισραηλιτικόν λαόν, τον έπνιξες εις τα βάθη
της θαλάσσης. Τους δε Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν εμπιστευθή την σωτηρίαν των
εις σε τον βασιλέα όλης της κτίσεως, ωδήγησες σώους δια μέσου της θαλάσσης.
Γ Μακ. 2,8 οἳ καὶ
συνιδόντες ἔργα σῆς χειρὸς ᾔνεσάν σε τὸν
παντοκράτορα.
Γ Μακ. 2,8 Αυτοί δε όταν είδαν και κατενόησαν τα θαυμαστά έργα
της παντοδυνάμου δεξιάς σου, εδοξολόγησαν σε τον παντοκράτορα.
Γ Μακ. 2,9 σύ, βασιλεῦ,
κτίσας τὴν ἀπέραντον καὶ ἀμέτρητον γῆν,
ἐξελέξω τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἁγιάσας τὸν τόπον
τοῦτον εἰς ὄνομά σοι τῷ τῶν ἁπάντων
ἀπροσδεεῖ καὶ παρεδόξασας ἐν ἐπιφανείᾳ
μεγαλοπρεπεῖ, σύστασιν ποιησάμενος αὐτοῦ πρὸς δόξαν
τοῦ μεγάλου καὶ ἐντίμου ὀνόματός σου.
Γ Μακ. 2,9 Συ, βασιλεύ, είσαι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησες
τον απέραντον και αμέτρητον αυτόν κόσμον της γης. Συ εξέλεξες την πόλιν
αυτήν, την Ιερουσαλήμ, και ηγίασες τον ιερόν τούτον τόπον, τον ναόν, δια να
δοξάζεται το Ονομά σου, καίτοι συ από τίποτε δεν έχεις ανάγκην. Συ με την
μεγαλοπρεπή εις αυτόν εμφάνισίν σου εδόξασες τον ιερόν τούτον ναόν και τον
κατέστησες έτσι άγιον, δια να δοξάζεται το μέγα και πανέντιμον Ονομά σου.
Γ Μακ. 2,10 καὶ
ἀγαπῶν τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ
ἐπηγγείλω δὴ ὅτι ἐὰν γένηται ἡμῶν
ἀποστροφὴ καὶ καταλάβῃ ἡμᾶς στενοχωρία
καὶ ἐλθόντες εἰς τὸν τόπον τοῦτον
δεηθῶμεν, εἰσακούσῃ τῆς δεήσεως ἡμῶν.
Γ Μακ. 2,10 Επειδή αγαπάς το ισραηλιτικόν έθνος, υπεσχέθης εις
αυτό, ότι εάν αποστατήσωμεν και απομακρυνθώμεν από σε και μας καταλάβη
στενοχωρία και κατόπιν έλθωμεν συντετριμμένοι στον ιερόν τούτον ναόν και
προσευχηθώμεν εις αυτόν, συ θα ακούσης την δέησιν ημών.
Γ Μακ. 2,11 καὶ δὴ
πιστὸς εἶ καὶ ἀληθινός.
Γ Μακ. 2,11 Και είσαι, Κυριε, πράγματι αξιόπιστος και αληθινός
εις τας υποσχέσεις σου.
Γ Μακ. 2,12 ἐπεὶ
δὲ πλεονάκις θλιβέντων τῶν πατέρων ἡμῶν
ἐβοήθησας αὐτοῖς ἐν τῇ ταπεινώσει καὶ
ἐῤῥύσω αὐτοὺς ἐκ μεγάλων κινδύνων,
Γ Μακ. 2,12 Επειδή, λοιπόν, πολλές φορές οι πατέρες μας εθλίβησαν
και συ τους εβοήθησες κατά την ταλαιπωρίαν των αυτήν και τους εγλύτωσες από
μεγάλους κινδύνους,
Γ Μακ. 2,13 ἰδοὺ
δὲ νῦν, ἅγιε βασιλεῦ, διὰ τὰς
πολλὰς καὶ μεγάλας ἡμῶν ἁμαρτίας καταπονούμεθα
καὶ ὑπετάγημεν τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν
καὶ παρείμεθα ἐν ἀδυναμίαις.
Γ Μακ. 2,13 προς σε και ημείς καταφεύγομεν και ομολογούμεν, ιδού
και τώρα, άγιε βασιλεύ, εξ αιτίας των πολλών και μεγάλων αμαρτιών μας έχομεν
υποδουλωθή στους εχθρούς μας, έχομεν παραλύσει από τας αδυναμίας μας.
Γ Μακ. 2,14 ἐν δὲ
τῇ ἡμετέρᾳ καταπτώσει ὁ θρασὺς καὶ
βέβηλος οὗτος ἐπιτηδεύει καθυβρίσαι τὸν ἐπὶ
τῆς γῆς ἀναδεδειγμένον τῷ ὀνόματι τῆς
δόξης σου ἅγιον τόπον.
Γ Μακ. 2,14 Ακριβώς δε εξ αιτίας της καταπτώσεώς μας ο θρασύς και
βέβηλος βασιλεύς επιτηδεύεται με κάθε τρόπον να εξευτελίση τον άγιον τούτον
ναόν, ο οποίος ευρίσκεται στον τόπον τούτον και είναι αφιερωμένος στο ένδοξον
Ονομά σου.
Γ Μακ. 2,15 τὸ μὲν
γὰρ οἰκητήριόν σου οὐρανὸς τοῦ
οὐρανοῦ ἀνέφικτος ἀνθρώποις ἐστίν.
Γ Μακ. 2,15 Η κατοικία σου είναι ο ουρανός του ουρανού, και μένει
απρόσιτος στους ανθρώπους.
Γ Μακ. 2,16 ἀλλ᾿
ἐπεὶ εὐδοκήσας τὴν δόξαν σου ἐν τῷ
λαῷ σου Ἰσραὴλ ἡγίασας τὸν τόπον τοῦτον,
Γ Μακ. 2,16 Επειδή όμως ηυδόκησες προς δόξαν του αγίου Ονόματός
σου και ηγίασες και αφιέρωσες τον τόπον τούτον εν μέσω του ισραηλιτικού λαού,
Γ Μακ. 2,17 μὴ
ἐκδικήσῃς ἡμᾶς ἐν τῇ τούτων
ἀκαθαρσίᾳ, μηδὲ εὐθύνῃς ἡμᾶς
ἐν βεβηλώσει, ἵνα μὴ καυχήσωνται οἱ παράνομοι
ἐν θυμῷ αὐτῶν, μηδὲ ἀγαλλιάσωνται
ἐν ὑπερηφανίᾳ γλώσσης αὐτῶν λέγοντες·
Γ Μακ. 2,17 μη τιμωρήσης ημάς παραχωρών την βεβήλωσιν αυτήν και
μη καταλογίσης εις ημάς ευθύνας δια τον μολυσμόν τούτον· δια να μη καυχώνται
οι παράνομοι επάνω στον θυμόν των και να μη αγάλλωνται με την κομπαστικήν των
γλώσσαν λέγοντες·
Γ Μακ. 2,18 ἡμεῖς
κατεπατήσαμεν τὸν οἶκον τοῦ ἁγιασμοῦ, ὡς
καταπατοῦνται οἱ οἶκοι τῶν προσοχθισμάτων.
Γ Μακ. 2,18 Ημείς κατεπατήσαμεν τον οίκον τούτον του αγιασμού του
Θεού, όπως καταπατούνται και οι ναοί των ειδωλολατρικών βδελυγμάτων!
Γ Μακ. 2,19 ἀπάλειψον
τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ διασκέδασον τὰς
ἀμπλακίας ἡμῶν καὶ ἐπίφανον τὸ
ἔλεός σου κατὰ τὴν ὥραν ταύτην.
Γ Μακ. 2,19 Σβήσε, λοιπόν, τας αμαρτίας μας, συγχώρησε τας
παραβάσεις μας και κάμε φανερόν το έλεός σου προς ημάς κατά την ώραν αυτήν.
Γ Μακ. 2,20 ταχὺ προκαταλαβέτωσαν
ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ δὸς
αἰνέσεις ἐν στόματι τῶν καταπεπτωκότων καὶ
συντετριμμένων τὰς ψυχὰς ποιήσας ἡμῖν εἰρήνην.
Γ Μακ. 2,20 Ας μας καταλάβουν αμέσως οι οικτιρμοί σου και δώσε στο
στόμα ημών των καταπεπτωκότων και συντετριμμένων δοξολογίαν προς το Ονομά
σου, ειρηνεύων τας καρδίας μας”.
Η τιμωρία του Θεού
Γ Μακ. 2,21 Ἐνταῦθα
ὁ πάντων ἐπόπτης Θεὸς καὶ πρὸ πάντων
ἅγιος ἐν ἁγίοις εἰσακούσας τῆς ἐνθέσμου
λιτανείας, τὸν ὕβρει καὶ θράσει μεγάλως
ἐπῃρμένον ἐμάστιξεν αὐτόν,
Γ Μακ. 2,21 Αμέσως μετά την προσευχήν αυτήν ο Θεός, ο οποίος
επιβλέπει επί όλων των ανθρωπίνων πραγμάτων, ο προαιώνιος, ο αγιώτατος,
ήκουσε την σύμφωνον προς τον Νομον του προσευχήν αυτήν και εμαστίγωσε τον
επηρμένον επάνω εις την αλαζονείαν του και θρασύτητα Φιλοπάτορα.
Γ Μακ. 2,22 ἔνθεν καὶ
ἔνθεν κραδάνας αὐτὸν ὡς κάλαμον ὑπὸ
ἀνέμου, ὥστε κατ᾿ ἐδάφους ἄπρακτον, ἔτι
καὶ τοῖς μέλεσι παραλελυμένον μηδὲ φωνῆσαι δύνασθαι
δικαίᾳ περιπεπλεγμένον κρίσει.
Γ Μακ. 2,22 Τον περιέφερεν ο Θεός από εδώ και από εκεί ωσάν
κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον, ώστε εν τέλει να πέση ακίνητος στο έδαφος με
παράλυτα όλα τα μέλη του και να μη δύναται ούτε μίαν λέξιν να αρθρώση. Ετσι
υπέστη την δικαίαν τιμωρίαν εκ μέρους του Θεού.
Γ Μακ. 2,23 ὅθεν οἵ τε
φίλοι καὶ οἱ σωματοφύλακες αὐτοῦ ταχεῖαν
καὶ ὀξεῖαν ἰδόντες τὴν καταλαβοῦσαν
αὐτὸν εὔθυναν, φοβούμενοι μὴ καὶ τὸ
ζῆν ἐκλείπῃ, ταχέως αὐτὸν ἐξείλκυσαν
ὑπερβάλλοντι καταπεπληγμένοι φόβῳ.
Γ Μακ. 2,23 Εις το γεγονός αυτό οι φίλοι και οι σωματοφυλακές του
είδον άμεσον και δεινήν τιμωρίαν, που τον κατέλαβε, και επειδή εφοβήθησαν,
μήπως χάση και την ζωήν του, τον έσυραν ταχέως έξω από τον ναόν, συνεχόμενοι
από μέγιστον φόβον.
Γ Μακ. 2,24 ἐν χρόνῳ
δὲ ὕστερον ἀναλεξάμενος ἑαυτὸν
οὐδαμῶς εἰς μετάμελον ἦλθεν ἐπιτιμηθείς,
μετ᾿ ἀπειλῆς δὲ πικρᾶς ἀνέλυσε.
Γ Μακ. 2,24 Συνήλθεν έπειτα ο βασιλεύς, χωρίς όμως καθόλου να
συνετισθη και μεταμεληθη από την τιμωρίαν, που υπέστη, αλλά έφυγε με πικράς
απειλάς εναντίον της πόλεως.
Ο διωγμός του Πτολεμαίου Δ' εναντίον των Ιουδαίων της Αιγύπτου
Γ Μακ. 2,25
Διακομισθεὶς δὲ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ τῆς κακίας ἐπαύξων, διὰ δὲ τῶν προαποδεδειγμένων
συμποτῶν καὶ ἑταίρων τοῦ παντὸς δικαίου
κεχωρισμένων,
Γ Μακ. 2,25 Οταν δε ήλθεν εις την Αίγυπτον υπό την κακήν επίδρασιν
των προμνημονευθέντων συντρόφων και συμποτών του, οι οποίοι είχαν χωρισθή από
κάθε έννοιαν δικαίου, επηύξησεν ακόμη περισότερον την κακίαν του.
Γ Μακ. 2,26 οὐ μόνον
ταῖς ἀναριθμήτοις ἀσελγείαις διηρκέσθη, ἀλλὰ
καὶ ἐπὶ τοσοῦτον θράσους προῆλθεν, ὥστε
δισφυμίας ἐν τοῖς τόποις συνίστασθαι καὶ πολλοὺς
τῶν φίλων ἀτενίζοντας εἰς τὴν τοῦ βασιλέως
πρόθεσιν καὶ αὐτοὺς ἕπεσθαι τῇ ἐκείνου
θελήσει.
Γ Μακ. 2,26 Δεν ηρκέσθη ότι παρεδόθη εις αναριθμήτους ασελγείας,
αλλά επροχώρησεν εις τόσην μεγάλην θρασύτητα, ώστε συστηματικώς διέδιδεν εις
όλους τους τόπους συκοφαντίας κατά των Εβραίων. Πολλοί δε από τους φίλους
του, κόλακες καθώς ήσαν, βλέποντες την πρόθεσιν του βασιλέως, τον
ακολουθούσαν εις την εχθρικήν του διάθεσιν κατά των Ιουδαίων.
Γ Μακ. 2,27 προέθετο δὲ
δημοσίᾳ κατὰ τοῦ ἔθνους διαδοῦναι ψόγον·
καὶ ἐπὶ τοῦ κατὰ τὴν αὐλὴν
πύργου στήλην ἀναστήσας ἐξεκόλαψε γραφήν,
Γ Μακ. 2,27 Επήρε δε την απόφασιν και ακόμη δημοσιώτερον να
δυσφημήση το έθνος των Εβραίων. Εις τον πύργον του, λοιπόν, ο οποίος
ευρίσκετο στο ανάκτορόν του, διέταξε και έστησαν μίαν στήλην επάνω εις την
οποίαν εχάραξαν την ακόλουθον επιγραφήν·
Γ Μακ. 2,28 μηδένα τῶν
μὴ θυόντων εἰς τὰ ἱερὰ αὐτῶν
εἰσιέναι, πάντας δὲ τοὺς Ἰουδαίους εἰς
λαογραφίαν καὶ οἰκετικὴν διάθεσιν ἀχθῆναι,
τοὺς δὲ ἀντιλέγοντας βίᾳ φερομένους τοῦ
ζῆν μεταστῆσαι,
Γ Μακ. 2,28 “Δεν επιτρέπεται εις κανένα από εκείνους, που δεν
προσφέρουν θυσίαν στους θεούς της χώρας, να εισέρχωνται εις τα ιερά των,
δηλαδή εις τας συναγωγάς. Ολοι οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον
να καταγραφούν στους καταλόγους των δούλων, και να περιέλθουν εις την
κατάστασιν της δουλείας. Εκείνοι δε από αυτούς, οι οποίοι τυχόν θα ανθίσταντο
εις την διαταγήν αυτήν, να συλλαμβάνωνται δια της βίας και να εκτελούνται.
Γ Μακ. 2,29 τούς τε ἀπογραφομένους
χαράσσεσθαι καὶ διὰ πυρὸς εἰς τὸ σῶμα
παρασήμῳ Διονύσου κισσοφύλλῳ, οὓς καὶ καταχωρίσαι
εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν.
Γ Μακ. 2,29 Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι θα απογράφωνται στους
καταλόγους των υποδούλων θα στιγματίζωνται και με πυρακτωμένον σίδηρον στο
σώμα των δια του σήματος του Θεού Διονύσου, ήτοι με φύλλον κισσού, και να
κατατάσσωνται εις την προαναφερθείσαν ταπεινήν κοινωνικήν θέσιν”.
Γ Μακ. 2,30 ἵνα δὲ
μὴ τοῖς πᾶσιν ἀπεχθόμενος φαίνηται,
ὑπέγραψεν· ἐὰν δέ τινες ἐξ αὐτῶν
προαιρῶνται ἐν τοῖς κατὰ τὰς τελετὰς
μεμυημένοις ἀναστρέφεσθαι, τούτους ἰσοπολίτας
Ἀλεξανδρεῦσιν εἶναι.
Γ Μακ. 2,30 Δια να μη φανή δε και καταστή ο βασιλεύς μισητός από
όλους, διέταξε και έγραψαν και το εξής· “εάν μερικοί από τους Ιουδαίους
προτιμούν να λαμβάνουν μέρος εις τας ειδωλολατρικάς τελετάς μαζή με τους
άλλους μεμυημένους, αυτοί να είναι ίσοι προς τους πολίτας Αλεξανδρείς”.
Γ Μακ. 2,31 Ἔνιοι μὲν
οὖν ἐπὶ πόλεως τὰς τῆς πόλεως εὐσεβείας
ἐπιβάθρας στυγοῦντες εὐχερῶς ἑαυτοὺς
ἐδίδοσαν ὡς μεγάλης τινὸς κοινωνήσοντες εὐκλείας
ἀπὸ τῆς ἐσομένης τῷ βασιλεῖ
συναναστροφῆς.
Γ Μακ. 2,31 Μερικοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, τους κατοίκους
της Αλεξανδρείας οι οποίοι εμισούσαν την είσοδόν των εις την πόλιν της
ευσεβείας, την Ιερουσαλήμ, ευχερώς υπετάχθησαν εις την διαταγήν του
Φιλοπάτορος, διότι επίστευαν ότι με την επικοινωνίαν αυτήν προς τον βασιλέα
θα αποκτήσουν μεγάλην δόξαν.
Γ Μακ. 2,32 οἱ δὲ
πλεῖστοι γενναίᾳ ψυχῇ ἐνίσχυσαν καὶ οὐ
διέστησαν τῆς εὐσεβείας, τά τε χρήματα περὶ τοῦ
ζῆν ἀντικαταλλασσόμενοι ἀδεῶς ἐπειρῶντο
ἑαυτοὺς ῥύσασθαι ἐκ τῶν
ἀπογραφῶν·
Γ Μακ. 2,32 Οι περισσότεροι όμως έμειναν στερεοί εις την πίστιν
των με γενναίαν ψυχήν, και δεν απεμακρύνθησαν από την ευσέβειάν των.
Προσφέροντες δε χρήματα, δια να εξασφαλίσουν μίαν άνευ φόβου ζωήν,
προσπαθούσαν με αυτά να απαλλαγούν από τας απογραφάς.
Γ Μακ. 2,33 εὐέλπιδες
δὲ καθειστήκεισαν ἀντιλήψεως τεύξεσθαι· καὶ τοὺς
ἀποχωροῦντας ἐξ αὐτῶν ἐβδελύσσοντο
καὶ ὡς πολεμίους τοῦ ἔθνους ἔκρινον καὶ
τῆς κοινῆς συναναστροφῆς καὶ εὐχρηστίας
ἐστέρουν.
Γ Μακ. 2,33 Στηρίζοντες δε τας ωραίας ελπίδας των εις την εκ
μέρους του Θεού βοήθειαν, εβδελύσσοντο εκείνους, που αποχωρούσαν από την
θρησκείαν των, τους εθεωρούσαν εχθρούς του έθνους των και ουδεμίαν εις αυτούς
συναναστροφήν και βοήθειαν παρείχον.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3- Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ' ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ
ΑΙΓΥΠΤΟΥ
|
Ο διωγμός του Πτολεμαίου Δ' εναντίον των Ιουδαίων της Αιγύπτου
Γ Μακ. 3,1 Ἃ καὶ
μεταλαμβάνων ὁ δυσσεβὴς ἐπὶ τοσοῦτον
ἐχόλησεν, ὥστε οὐ μόνον τοῖς κατ᾿
Ἀλεξάνδρειαν διοργίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ τοῖς
ἐν τῇ χώρᾳ βαρυτέρως ἐναντιωθῆναι καὶ
προστάξαι σπεύσαντας συναγαγεῖν πάντας ἐπὶ τὸ
αὐτὸ καὶ χειρίστῳ μόρῳ τοῦ ζῆν
μεταστῆσαι.
Γ Μακ. 3,1 Οταν ο ασεβής Φιλοπάτωρ επληροφορήθη την ευσεβή
αυτήν στάσιν των Εβραίων, επικράνθη και εξωργισθη πάρα πολύ, όχι μόνον
εναντίον των Ιουδαίων της Αλεξανδρείας αλλά, βαρύτερον μάλιστα, και εναντίον
όλων των εις την χώραν ευρισκομένων Εβραίων. Διέταξε δε να σπεύσουν και να
συγκεντρώσουν όλους τους Εβραίους εις ένα και το αυτό μέρος εντός της
Αλεξανδρείας και να τους θανατώσουν με ένα βασανιστικόν θάνατον.
Γ Μακ. 3,2 τούτων δὲ
οἰκονομουμένων φήμη δυσμενὴς ἐξηχεῖτο κατὰ
τοῦ γένους ἀνθρώποις συμφρονοῦσιν εἰς κακοποίησιν,
ἀφορμῆς διδομένης εἰς διάθεσιν, ὡς ἂν
ἀπὸ τῶν νομίμων αὐτοὺς κωλυόντων.
Γ Μακ. 3,2 Οταν δε όλα αυτά εκοινοποιήθησαν και ετέθησαν εις
ισχύν μία γενική βοή ηκούετο εναντιόν του ισραηλιτικού λαού από ανθρώπους, οι
οποίοι είχαν τα αυτά φρονήματα δια την κακοποίησιν εκείνων, και εύρισκαν τώρα
την ευκαιρίαν, να κάμουν το κακόν, δια την διάπραξιν του οποίου μέχρι τώρα
ημποδίζοντο από τους καθιερωμένους νόμους.
Γ Μακ. 3,3 οἱ δὲ
Ἰουδαῖοι τὴν μὲν πρὸς τοὺς βασιλεῖς
εὔνοιαν καὶ πίστιν ἀδιάστροφον ἦσαν διαφυλάσσοντες,
Γ Μακ. 3,3 Οι Ιουδαίοι όμως καθ' όλον αυτόν τον καιρόν
εκρατούσαν απαραμείωτον την καλήν των διάθεσιν και την αφοσίωσίν των προς
τους βασιλείς.
Γ Μακ. 3,4 σεβόμενοι δὲ
τὸν Θεὸν καὶ τῷ τούτου νόμῳ πολιτευόμενοι
χωρισμὸν ἐποίουν ἐπὶ τῷ κατὰ τὰς
τροφάς, δι᾿ ἣν αἰτίαν ἐνίοις ἀπεχθεῖς
ἐφαίνοντο.
Γ Μακ. 3,4 Επειδή όμως εσέβοντο τον Θεόν και επολιτεύοντο σύμφωνα
με τους νόμους αυτού, απεχωρίζοντο από τους άλλους ανθρώπους λόγω των τροφών,
τας οποίας ο Νομος των δεν επέτρεπεν εις αυτούς. Δι' αυτόν τον λόγον ήσαν
μισητοί εις μερικούς από τους άλλους.
Γ Μακ. 3,5 τῇ δὲ
τῶν δικαίων εὐπραξίᾳ κοσμοῦντες τὴν συναναστροφὴν
ἅπασιν ἀνθρώποις εὐδόκιμοι καθειστήκεισαν.
Γ Μακ. 3,5 Επειδή όμως αυτοί εστολίζοντο με τα καλά έργα, που
αρμόζουν στους δικαίους ανθρώπους, ανεστρέφοντο με όλους και έτσι αποκτούσαν
την εκτίμησιν αυτών.
Γ Μακ. 3,6 τὴν μὲν
οὖν περὶ τοῦ γένους ἐν πᾶσι θρυλουμένην
εὐπραξίαν οἱ ἀλλόφυλοι οὐδαμῶς διηριθμήσαντο,
Γ Μακ. 3,6 Αλλά οι περισσότεροι από τους εθνικούς την
περίφημον αυτήν διαγωγήν και συμπεριφοράν των Εβραίων ενώπιον όλων των
ανθρώπων δεν την υπελόγιζαν καθόλου.
Γ Μακ. 3,7 τὴν δὲ
περὶ τῶν προσκυνήσεων καὶ τροφῶν διάστασιν
ἐθρύλουν, φάσκοντες μήτε τῷ βασιλεῖ μήτε ταῖς
δυνάμεσιν ὁμοσπόνδους τοὺς ἀνθρώπους γενέσθαι,
δυσμενεῖς δὲ εἶναι καὶ μέγα τι τοῖς πράγμασιν
ἐναντιουμένους· καὶ οὐ τῷ τυχόντι περιῆψαν
ψόγῳ.
Γ Μακ. 3,7 Την άρνησίν των όμως να προσκυνούν τα είδωλα και
ανθρώπους και την ως προς τας τροφάς διαφοράν των με τους άλλους λαούς, την
διέδιδαν ευρύτατα, με υπερβολήν μάλιστα, λέγοντες, ότι οι Ιουδαίοι ούτε στον
βασιλέα, ούτε εις τας ανωτέρας αρχάς υποτάσσονται, και ότι είναι εχθροί των και
με μεγάλην εχθρότητα εναντιώνονται προς την κρατούσαν κατάστασιν. Ετσι δε
διέδιδαν πολύ μεγάλας συκοφαντίας εναντίον αυτών.
Γ Μακ. 3,8 οἱ δὲ
κατὰ τὴν πόλιν Ἕλληνες οὐδὲν ἠδικημένοι,
ταραχὴν ἀπροσδόκητον περὶ τοὺς ἀνθρώπους
θεωροῦντες καὶ συνδρομὰς ἀπροσκόπτους γινομένας,
βοηθεῖν μὲν οὐκ ἔσθενον, τυραννικὴ γὰρ
ἦν ἡ διάθεσις, παρεκάλουν δὲ καὶ δυσφόρως εἶχον
καὶ μεταπεσεῖσθαι ταῦτα ὑπελάμβανον·
Γ Μακ. 3,8 Οι άλλοι όμως από τους Ελληνας, που κατοικούσαν εις
την πόλιν και οι οποίοι δεν είχαν καθόλου αδικηθή από τους Ιουδαίους, όταν
έβλεπαν την απροσδόκητον αυτήν αναταραχήν εναντίον των Ιουδαίων και
ανεμπόδιστον την γενικήν καταφοράν εναντίον των, δεν είχαν μεν την δυνατότητα
να τους βοηθήσουν φανερώς, διότι η κρατούσα κατάστασις ήτο τυραννική, τους
παρηγορούσαν όμως και εδυσφορούσαν οι ίδιοι και παρηγορούσαν τους Ιουδαίους
και τους έλεγον, ότι δεν ημπορεί παρά θα μεταβληθή η κατάστασις.
Γ Μακ. 3,9 μὴ γὰρ
οὕτως παροραθήσεσθαι τηλικοῦτο σύστεμα μηδὲν
ἠγνοηκός.
Γ Μακ. 3,9 Επί πλέον δε ότι ένα τόσον επίσημον έθνος, που
κανένα δεν είχεν αδικήσει, δεν ήτο δυνατόν να παραγνωρισθή και να μη λάβη
κάποιαν βοήθειαν.
Γ Μακ. 3,10 ἤδη δὲ καί
τινες γείτονές τε καὶ φίλοι καὶ συμπραγματευόμενοι μυστικῶς
τινας ἐπισπώμενοι, πίστεις ἐδίδουν συνασπιεῖν καὶ
πᾶν ἐκτενὲς προσοίσεσθαι πρὸς ἀντίληψιν.
Γ Μακ. 3,10 Μερικοί δε γείτονες και φίλοι των Ιουδαίων και
συνάδελφοί των εις τας εμπορικάς συναλλαγάς έπαιρναν μερικούς από τους
Ιουδαίους ιδιαιτέρως και έδιδον προς αυτούς υπόσχεσιν, ότι θα πράξουν παν το δυνατόν
και συστηματικόν, δια να προσφέρουν εις αυτούς βοήθειαν.
Γ Μακ. 3,11 Ἐκεῖνος
μὲν οὖν τῇ κατὰ τὸ παρὸν
εὐημερίᾳ γεγαυρωμένος καὶ οὐ καθορῶν τὸ
τοῦ μεγίστου Θεοῦ κράτος, ὑπολαμβάνων δὲ
διηνεκῶς ἐν τῇ αὐτῇ διαμένειν βουλῇ,
ἔγραψε κατ᾿ αὐτῶν ἐπιστολὴν τήνδε·
Γ Μακ. 3,11 Ο Φιλοπάτωρ όμως αλαζονικός και αγέρωχος λόγω της
προς το παρόν ευημερίας του, και μη βλέπων καθόλου την δύναμιν του μεγάλου
Θεού, νομίζων δε ότι θα ευρίσκετο πάντοτε εις την θέσιν, που σήμερον
κατείχεν, έγραψεν εναντίον των Ιουδαίων την ακόλουθον επιστολήν·
Γ Μακ. 3,12 «Βασιλεὺς
Πτολεμαῖος Φιλοπάτωρ τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον καὶ
κατὰ τόπον στρατηγοῖς καὶ στρατιώταις χαίρειν καὶ
ἐῤῥῶσθαι·
Γ Μακ. 3,12 “εγώ, ο Πτολεμαίος ο Φιλοπάτωρ εύχομαι χαράν και
υγείαν στους στρατηγούς και στρατιώτας μου των διαφόρων περιοχήν της
Αιγύπτου.
Γ Μακ. 3,13 ἔῤῥωμαι
δὲ καὶ ἐγὼ αὐτὸς καὶ τὰ
πράγματα ἡμῶν.
Γ Μακ. 3,13 Και εγώ ο ίδιος είμαι καλά, όπως επίσης και η
κατάστασις των πραγμάτων μας.
Γ Μακ. 3,14 τῆς εἰς
τὴν Ἀσίαν γενομένης ἡμῖν ἐπιστρατείας, ἧς
ἴστε καὶ αὐτοί, τῇ τῶν θεῶν πρὸς
ἡμᾶς ἀπροπτώτῳ συμμαχίᾳ καὶ τῇ
ἡμετέρᾳ δὲ ῥώμῃ κατὰ λόγον
ἐπ᾿ ἄριστον τέλος ἀχθείσης,
Γ Μακ. 3,14 Η εκστρατεία μας εναντίον της Ασίας, δια την οποίαν
και σεις γνωρίζετε, με την απρόσκοπτον βοήθειαν των θεών και με την ιδικήν
σας ανδρείαν, έφθασεν εις άριστον τέλος σύμφωνα προς την επιθυμίαν όλων μας.
Γ Μακ. 3,15 ἡγησάμεθα
μὴ βίᾳ δόρατος, ἐπιεικείᾳ δὲ καὶ
πολλῇ φιλανθρωπίᾳ τιθηνήσασθαι τὰ κατοικοῦντα Κοίλην
Συρίαν καὶ Φοινίκην ἔθνη εὐ ποιῆσαί τε ἀσμένως.
Γ Μακ. 3,15 Εχομεν δε την γνώμην ότι, όχι με την δύναμιν των
όπλων, αλλά με την πολλήν φιλανθρωπίαν και στοργήν, εκερδίσαμεν τους λαούς,
οι οποίοι κατοικούν την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην. Με πολλήν δε
ευχαρίστησιν εκάμαμεν εις αυτούς κάθε τι καλόν.
Γ Μακ. 3,16 καὶ τοῖς
κατὰ πόλεσιν ἱεροῖς ἀπονείμαντες προσόδους πλείστας,
προήχθημεν καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀναβάντες
τιμῆσαι τὸ ἱερὸν τῶν ἀλιτηρίων καὶ
μηδέποτε ληγόντων τῆς ἀνοίας.
Γ Μακ. 3,16 Και στους ανά τας διαφόρους πόλεις ναούς
παρεχωρήσαμεν πολλά έσοδα. Απεφασίσαμεν δε και εις την Ιερουσαλήμ να
τιμήσωμεν τον ναόν των αλιτηρίων εκείνων Εβραίων, οι οποίοι ποτέ δεν έπαυσαν
να φέρωνται απερισκέπτως απέναντί μας.
Γ Μακ. 3,17 οἱ δὲ
λόγῳ μὲν τὴν ἡμετέραν ἀποδεξάμενοι παρουσίαν,
τῷ δὲ πράγματι νόθως, προθυμηθέντων ἡμῶν
εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναὸν αὐτῶν
καὶ τοῖς ἐκπρεπέσι καὶ καλλίστοις ἀναθήμασι
τιμῆσαι,
Γ Μακ. 3,17 Αυτοί με τα λόγια των μεν εδέχθησαν ευμενώς την εκεί
παρουσίαν μας, πράγματι όμως δολίως εφέρθησαν απέναντί μας. Διότι, ενώ ημείς
είχομεν την προθυμίαν να εισέλθωμεν στον ναόν των και με λαμπρότατα και
άριστα αφιερώματα να τον τιμήσωμεν,
Γ Μακ. 3,18 τύφοις φερόμενοι
παλαιοτέροις, εἶρξαν ἡμᾶς τῆς εἰσόδου,
ἀπολειπόμενοι τῆς ἡμετέρας ἀλκῆς δι᾿
ἣν ἔχομεν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους φιλανθρωπίαν.
Γ Μακ. 3,18 εκείνοι κυριαρχούμενοι από την πατροπαράδοτον
υπερηφάνειάν των, ημπόδισαν την είσοδόν μας, αδιαφορήσαντες δια την δύναμίν
μας και την προς όλους τους ανθρώπους φιλανθρωπίαν μας.
Γ Μακ. 3,19 τὴν δὲ
αὐτῶν εἰς ἡμᾶς δυσμένειαν ἔκδηλον
καθιστάντες, ὡς μονώτατοι τῶν ἐθνῶν βασιλεῦσι
καὶ τοῖς ἑαυτῶν εὐεργέταις
ὑψαυχενοῦντες, οὐδὲν γνήσιον βούλονται φέρειν.
Γ Μακ. 3,19 Ετσι δε εφανέρωσαν πλέον καθαρά την εχθρότητά των
εναντίον μας, διότι μόνον αυτοί από όλα τα έθνη δεν ηθέλησαν, λόγω του
εγωισμού των, να κάμουν τίποτε το ορθόν ενώπιον των βασιλέων, οι οποίοι είναι
και δι' αυτούς ευεργέται.
Γ Μακ. 3,20 ἡμεῖς
δὲ τῇ τούτων ἀνοίᾳ συμπεριενεχθέντες καὶ
μετὰ νίκης διακομισθέντες καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον
τοῖς πᾶσιν ἔθνεσι φιλανθρώπως ἀπαντήσαντες
καθὼς ἔπρεπεν ἐποιήσαμεν.
Γ Μακ. 3,20 Ημείς συμπεριεφέρθημεν προς αυτούς ανάλογα προς την
παράφρονα στάσιν των και μετά την νίκην μας επανήλθομεν εις την Αίγυπτον, εις
όλους δε εκείνους τους λαούς ανταπεκρίθημεν με φιλανθρωπίαν και επράξαμεν
απέναντί των ο,τι έπρεπε.
Γ Μακ. 3,21 ἐν δὲ
τούτοις πρὸς τοὺς ὁμοφύλους αὐτῶν
ἀμνησικακίαν ἅπασι γνωρίζοντες, διά τε τὴν συμμαχίαν
καὶ τὰ πεπιστευμένα μετὰ ἁπλότητος αὐτοῖς
ἀρχῆθεν μύρια πράγματα τολμήσαντες ἐξαλλοιῶσαι,
ἐβουλήθημεν καὶ πολιτείας αὐτοὺς Ἀλεξανδρέων
καταξιῶσαι καὶ μετόχους τῶν ἀεὶ ἱερέων
καταστῆσαι.
Γ Μακ. 3,21 Παρ' όλην δε την άφρονα συμπεριφοράν των Εβραίων της
Ιερουσαλήμ, ημείς εχορηγήσαμεν αμνηστίαν εις όλους τους εν τη Αιγύπτω
ομοφύλους των ένεκα της συμμαχίας, την οποίαν άλλοτε μας είχαν προσφέρει.
Ενεκα δε της πίστεως και της απλότητος, με την οποίαν απ' αρχής είχαν
διαπράξει πολλάς ανδραγαθίας, ηθελήσαμεν να αλλάξωμεν τρόπον συμπεριφοράς μας
προς αυτούς και να τους αξιώσωμεν της τιμής, να γίνουν πολίται Αλεξανδρείς
και να τους καταστήσωμεν κοινωνούς των ισοβίων ιερέων.
Γ Μακ. 3,22 οἱ δὲ
τοὐναντίον ἐκδεχόμενοι καὶ τῇ συμφύτῳ
κακοηθείᾳ τὸ καλὸν ἀπωσάμενοι, διηνεκῶς
δὲ εἰς τὸ φαῦλον ἐκνεύοντες,
Γ Μακ. 3,22 Αυτοί όμως έδειξαν αντίθετον συμπεριφοράν απέναντί μας
και με την έμφυτον κακίαν των απώθησαν την καλήν μας προσφοράν και
επροτιμούσαν κάθε τι φαύλον.
Γ Μακ. 3,23 οὐ μόνον
ἀπεστρέψαντο τὴν ἀτίμητον πολιτείαν, ἀλλὰ
καὶ βδελύσσονται λόγῳ τε καὶ σιγῇ τοὺς ἐν
αὐτοῖς ὀλίγους πρὸς ἡμᾶς γνησίως
διακειμένους, παρέκαστα ὑφορώμενοι διὰ τῆς δυσκλεεστάτης
ἐμβιώσεως διὰ τάχους ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ
κατορθώματα.
Γ Μακ. 3,23 Και όχι μόνον απεστράφησαν το ανεκτίμητον δικαίωμα του
πολίτου της Αλεξανδρείας, αλλά με τα λόγια των και με την σιωπήν των
αποστρέφονται τους ολίγους από αυτούς Ιουδαίους, οι οποίοι διάκεινται φιλικώς
προς ημάς. Με όλην των δε αυτήν την επαίσχυντον συμπεριφοράν και ζωήν,
φαίνεται ότι επιδιώκουν ευκαιρίαν να καταστρέψουν και ημάς και τα κατορθώματά
μας, όσον το δυνατόν συντομώτερον.
Γ Μακ. 3,24 διὸ καὶ
τεκμηρίοις καλῶς πεπεισμένοι, τούτους κατὰ πάντα δυσνοεῖν
ἡμῖν τρόπον καὶ προνοούμενοι μήποτε αἰφνιδίου
μετέπειτα ταραχῆς ἐνστάσης ἡμῖν τοὺς
δυσσεβεῖς τούτους κατὰ νώτου προδότας καὶ βαρβάρους
ἔχωμεν πολεμίους
Γ Μακ. 3,24 Επειδή δέ, βάσει αναντιρρήτων αποδείξεων, έχομεν
βεβαιωθή πλήρως, ότι αυτοί σκέπτονται και διάκεινται πάντοτε και κατά πάντα
εχθρικώς προς ημάς, επειδή δε έχομεν καθήκον να φροντίσωμεν, όπως μη εις
περίστασιν αιφνιδίας μελλοντικής επαναστάσεως έχωμεν αυτούς τους ασεβείς και
προδότας και βαρβάρους και εχθρούς εις τα νώτα μας,
Γ Μακ. 3,25 προστετάχαμεν ἅμα
τῷ προσπεσεῖν τὴν ἐπιστολὴν τήνδε
αὐθωρεὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ
καὶ τέκνοις μετὰ ὕβρεων καὶ σκυλμῶν
ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς ἐν δεσμοῖς
σιδηροῖς πάντοθεν κατακεκλεισμένους, εἰς ἀνήκεστον
καὶ δυσκλεῆ πρέποντα δυσμενέσι φόνον.
Γ Μακ. 3,25 δια τούτο έχομεν διατάξει, από αμέσως μόλις ληφθή αυτή
η επιστολή, χωρίς καμμίαν αναβολήν, να αποστείλετε προς ημάς από όλα τα μέρη
δεμένους με σιδηρά δεσμά τους προαναφερθέντας Εβραίους με τας γυναίκας των
και τα παιδιά των, υβρίζοντες και βασανίζοντες αυτούς, δια να τους παραδώσωμεν
εις σκληρόν και ατιμωτικόν θάνατον, όπως άλλωστε αρμόζει στοιούτους εχθρούς.
Γ Μακ. 3,26 τούτων γὰρ
ὁμοῦ κολασθέντων, διειλήφαμεν εἰς τὸν ἐπίλοιπον
χρόνον τελείως ἡμῖν τὰ πράγματα ἐν
εὐσταθείᾳ καὶ βελτίστῃ διαθέσει κατασταθήσεσθαι.
Γ Μακ. 3,26 Διότι, όταν αυτοί κατ' αυτόν τον τρόπον, ομαδικώς,
τιμωρηθούν, είμεθα βέβαιοι ότι κατά τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μας τα
πράγματα του βασιλείου μας θα αποκατασταθούν σταθερά, άριστα και με πλήρη
ειρήνην.
Γ Μακ. 3,27 ὃς δι᾿
ἂν σκεπάσῃ τινὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ
γηραιοῦ μέχρι νηπίου μέχρι τῶν ὑπομαστιδίων,
αἰσχίσταις βασάνοις ἀποτυμπανισθήσεται πανοικί.
Γ Μακ. 3,27 Εκείνος δε ο οποίος τυχόν θα αποκρύψη κάποιον εκ των
Ιουδαίων, από γέροντος μέχρι μικρού παιδιού και μέχρις αυτών ακόμη των
θηλαζόντων νηπίων, θα τιμωρηθή με τρομερά βάσανα αυτός και όλη η οικογένεια
του.
Γ Μακ. 3,28 μηνύειν δὲ
τὸν βουλόμενον, ἐφ᾿ ᾧ τὴν οὐσίαν
τοῦ ἐμπίπτοντος ὑπὸ τὴν εὔθυναν λήψεται
καὶ ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀργυρίου δραχμὰς
δισχιλίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τεύξεται καὶ
στεφανωθήσεται.
Γ Μακ. 3,28 Εκείνος δε ο οποίος θα θελήση, να καταγγείλη Ιουδαίον
παραμένοντα πιστόν εις την θρησκείαν του, όχι μόνον θα λάβη την περιουσίαν
του καταγγελθέντος και εις καταδίκην οδηγουμένου Εβραίου, αλλά ακόμη θα λάβη
από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον δύο χιλιάδας αργυράς δραχμάς· εάν δε είναι
δούλος, θα γίνη ελεύθερος, και επί πλέον θα στεφανωθή με τιμητικόν στέφανον.
Γ Μακ. 3,29 πᾶς δὲ
τόπος, οὗ ἐὰν φωραθῇ τὸ σύνολον σκεπαζόμενος
Ἰουδαῖος, ἄβατος καὶ πυριφλεγὴς γινέσθω
καὶ πάσῃ θνητῇ φύσει κατὰ πάντα ἄχρηστος
φανήσεται εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον».
Γ Μακ. 3,29 Καθε δε τόπος, όπου τυχόν θα ευρεθή κρυπτόμενος
Εβραίος, θα κηρυχθή απροσπέλαστος και θα παραδοθή στο πυρ και θα είναι άβατος
εις κάθε θνητήν ύπαρξιν, κατά πάντα άχρηστος εις όλον τον κατόπιν χρόνον”.
Γ Μακ. 3,30 Καὶ ὁ
μὲν τῆς ἐπιστολῆς τύπος οὕτως ἐγέγραπτο.
Γ Μακ. 3,30 Αυτά περιείχεν η γραπτή διαταγή του Πτολεμαίου.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
4-
ΟΙ
ΙΟΥΔΑΙΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
|
Οι Ιουδαίοι οδηγούνται αιχμάλωτοι στην Αλεξάνδρεια
Γ Μακ. 4,1 Πάντη δέ, ὅπου
προσέπιπτε τοῦτο τὸ πρόσταγμα, δημοτελὴς συνίστατο τοῖς
ἔθνεσιν εὐωχία μετὰ ἀλαλαγμῶν καὶ
χαρᾶς, ὡς ἂν τῆς προκατεσκιῤῥωμένης
αὐτοῖς πάλαι κατὰ διάνοιαν μετὰ παῤῥησίας
συνεκφαινομένης ἀπεχθείας.
Γ Μακ. 4,1 Παντού δέ, όπου διεδίδετο η διαταγή αυτή του
βασιλέως, οι εθνικοί, εχθροί προς τους Εβραίους, οργάνωναν συμπόσια με
δαπάνας του δημοσίου μετά χαράς και αλαλαγμών. Και έτσι τα προ πολλού εις τας
καρδίας των ριζωμένα σκληρά σαν πέτρα μίση εναντίον των Εβραίων εγινοντο
πλέον φανερά.
Γ Μακ. 4,2 τοῖς δὲ
Ἰουδαίοις ἀνήκεστον πένθος ἦν καὶ πανόδυρτος μετὰ
δακρύων βοή, στεναγμοῖς πεπυρωμένης τῆς αὐτῶν
πάντοθεν καρδίας, ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον
ἐξαίφνης ἐπικριθεῖσαν αὐτοῖς ὀλεθρίαν.
Γ Μακ. 4,2 Εις τους Ιουδαίους όμως ηπλώθη και εκυριάρχησε
αθεράπευτον πένθος, και θρηνώδης κραυγή μετά δακρύων ηκούετο. Πυρακτωμένη εκ
των στεναγμών από όλας τας πλευράς ήτο η καρδία των και απωλοφύροντο δια την
απροσδόκητον και αιφνιδίως εκδοθείσαν εναντίον αυτών ολεθρίαν διαταγήν.
Γ Μακ. 4,3 τίς νομὸς ἢ
πόλις ἢ τίς τὸ σύνολον οἰκητὸς τόπος ἢ τίνες
ἀγυιαὶ κοπετοῦ καὶ γόων ἐπ᾿
αὐτοῖς οὐκ ἐνεπιπλῶντο;
Γ Μακ. 4,3 Ποίος νομός η ποία πόλις η ποίος τόπος γενικώς
κατοικούμενος από τους ανθρώπους αυτούς η ποίοι δρόμοι δεν είχαν πλημμυρίσει
από τους κοπετούς και τους θρήνους των;
Γ Μακ. 4,4 οὕτω γὰρ
μετὰ πικρίας ἀνοίκτου ψυχῆς ὑπὸ τῶν
κατὰ πόλιν στρατηγῶν ὁμοθυμαδὸν ἐξαπεστέλλοντο,
ὥστε ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις καί τινας
τῶν ἐχθρῶν λαμβάνοντας πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν
τὸν κοινὸν ἔλεον καὶ λογιζομένους τὴν
ἄδηλον τοῦ βίου καταστροφήν, δακρύειν αὐτῶν τὴν
τρισάθλιον ἐξαποστολήν.
Γ Μακ. 4,4 Ετσι υπό το κράτος φοβεράς θλίψεως οι Ιουδαίοι,
συνεπεία αυτής της διαταγής, συνελαμβάνοντο ομαδικώς εις τας διαφόρους πόλεις
από τους στρατηγούς του Φιλοπάτορος και απεστέλλοντο προς τον βασιλέα με
βαναυσότητα και σκληράν καρδίαν, τόσον ώστε δια τας παράφρονας αυτάς τιμωρίας
μερικοί από τους εχθρούς, έχοντες προ οφθαλμών την συνήθη ανθρωπίνην
συμπάθειαν και αναλογιζόμενοι τον άγνωστον όλεθρον της ανθρωπίνης ζωής,
εδάκρυζαν δια τον τρισάθλιον αυτόν διωγμόν.
Γ Μακ. 4,5 ἤγετο γὰρ
γεραιῶν πλῆθος πολιᾷ πεπυκασμένων, τὴν ἐκ
τοῦ γήρως νωθρότητα ποδῶν ἐπίκυφον ἀνατροπῆς
ὁρμῇ βιαίας ἁπάσης αἰδοῦς ἄνευ πρὸς
ὀξεῖαν καταχρωμένων πορείαν.
Γ Μακ. 4,5 Ωδηγείτο δε πλήθος γερόντων με λευκήν την κόμην, οι
οποίοι ως εκ των γηρατείων είχαν δυσκίνητα τα πόδια και από το βάρος των ετών
έκυπτον και δεν ηδύναντο να κινούνται ταχέως. Αυτούς χωρίς καμμίαν εντροπήν
τους έσπρωχναν προς τα εμπρός, ώστε από την ορμήν αυτήν πολλοί να
ανατρέπωνται βιαίως.
Γ Μακ. 4,6 αἱ δὲ
ἄρτι πρὸς βίου κοινωνίαν γαμικὸν ὑπεληλυθυῖαι
παστὸν νεάνιδες, ἀντὶ τέρψεως μεταλαβοῦσαι γόους
καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην, ἀκαλύπτως
δὲ ἀγόμεναι, θρῆνον ἀνθ᾿ ὑμεναίων
ὁμοθυμαδὸν ἐξῆρχον ὡς ἐσπαραγμέναι
σκυλμοῖς ἀλλοεθνέσι·
Γ Μακ. 4,6 Επίσης και νεαραί γυναίκες, αι οποίαι προ ολίγου
είχον έλθει εις γάμου κοινωνίαν και είχον εισέλθει στους νυμφικούς των
θαλάμους, αντί τέρψεως και χαράς, είχον τώρα θρήνους. Η μέχρι προ ολίγου
βρεγμένη με αρώματα κόμη των είχε σκεπασθή από κονιορτόν και χωρίς καμμίαν
καλύπτραν έβγαιναν από τους νυμφικούς των θαλάμους. Αντί ασμάτων γάμου όλαι
μαζή είχον θρήνον, διότι είχον σπαραχθή τα σώματά των από τα βάσανα εκ μέρους
των εθνικών.
Γ Μακ. 4,7 δέσμιαι δὲ
δημόσιαι μέχρι τῆς εἰς τὸ πλοῖον ἐμβολῆς
εἵλκοντο μετὰ βίας.
Γ Μακ. 4,7 Υπό τα όμματα δε όλων των ανθρώπων είχον δεθή με
αλύσεις και εσύροντο βιαίως μέχρι του σημείου, που επεβιβάζοντο στο πλοίον.
Γ Μακ. 4,8 οἵ τε τούτων
συζυγεῖς βρόχοις ἀντὶ στεφέων τοὺς αὐχένας
περιπεπλεγμένοι μετὰ ἀκμαίας καὶ νεανικῆς
ἡλικίας, ἀντὶ εὐωχίας καὶ νεωτερικῆς
ῥαθυμίας τὰς ἐπιλοίπους τῶν γάμων ἡμέρας
ἐν θρήνοις διῆγον, παρὰ πόδας ἤδη τὸν
ᾅδην ὁρῶντες κείμενον.
Γ Μακ. 4,8 Και οι σύζυγοι αυτών, εις την ακμήν της νεανικής των
ηλικίας ευρισκόμενοι, έφεραν στους λαιμούς των αντί στεφάνων βρόχια, δια δε
τας υπολοίπους ημέρας της εορτής του γάμου των είχαν αντί της χαράς και της
νεανικής ευθυμίας των άσματα γοερά, διότι έβλεπαν ότι ο άδης ευρίσκετο παρά
τους πόδας των.
Γ Μακ. 4,9 κατήχθησαν δέ θηρίων
τρόπον ἀγόμενοι σιδηροδέσμοις ἀνάγκαις, οἱ μὲν
τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους, οἱ
δὲ τοὺς πόδας ἀῤῥήκτοις κατησφαλισμένοι πέδαις,
Γ Μακ. 4,9 Ολοι δε αυτοί, ως άγρια θηρία, επεβιβάσθησαν
συρόμενοι κάτω από τα βαρειά σιδηρά δεσμά των. Και όταν εισήλθαν εις τα
πλοία, άλλων μεν από αυτούς οι τράχηλοι εδέθησαν εις τους ζυγούς των πλοίων,
άλλων δε τα πόδια ησφαλίσθησαν σφικτά με δεσμά σκληρά και άθραυστα.
Γ Μακ. 4,10 ἔτι καὶ
τῷ καθύπερθε πυκνῷ σανιδώματι διακειμένῳ, ὅπως
πάντοθεν ἐσκοτισμένοι τοὺς ὀφθαλμοὺς
ἀγωγὴν ἐπιβούλων ἐν παντὶ τῷ
κατάπλῳ λαμβάνωσι.
Γ Μακ. 4,10 Ακόμη δε υπήρχον πυκνά σανιδώματα επάνω από τας
κεφαλάς των, ώστε αυτοί να έχουν από όλα τα σημεία σκότος εις τα μάτια των.
Ετσι ωσάν προδόται και κακούργοι έπρεπε να κάμουν όλον το θαλάσσιον τούτο
ταξίδι.
Γ Μακ. 4,11 Τούτων δὲ
ἐπὶ τὴν λεγομένην Σχεδίαν ἀχθέντων καὶ
τοῦ παράπλου περανθέντος, καθὼς ἦν δεδογματισμένον τῷ
βασιλεῖ, προσέταξεν αὐτοὺς ἐν τῷ πρὸ
τῆς πόλεως ἱπποδρόμῳ παρεμβαλεῖν ἀπλέτῳ
καθεστῶτι περιμέτρῳ καὶ πρὸς παραδειγματισμὸν
ἄγαν εὐκαιροτάτῳ καθεστῶτι πᾶσι τοῖς
καταπορευομένοις εἰς τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἐκ
τούτων εἰς τὴν χώραν στελλομένοις πρὸς ἐκδημίαν
πρὸς τὸ μηδὲ ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ
κοινωνεῖν, μηδὲ τὸ σύνολον καταξιῶσαι περιβόλων.
Γ Μακ. 4,11 Οταν δε αυτοί έφθασαν εις ένα παράλιον τόπον, που
ωνομάζετο Σχεδία και έτσι έληξε το κατά μήκος της ακτής ταξίδιόν των, έπρεπε
σύμφωνα με τας διαταγάς του βασιλέως να εγκλεισθούν στο ιπποδρόμιον της
Αλεξανδρείας, το οποίον ευρίσκετο προ της πόλεως. Αυτός ο τόπος, ο κατάλληλος
προς εξευτελισμόν των Ιουδαίων, περιεβάλλετο από μεγάλο περίφραγμα. Ολοι δε
οι εθνικοί, οι οποίοι εισήρχοντο από την ύπαιθρον εις την πόλιν, όπως και
εκείνοι οι οποίοι μετέβαινον από την πόλιν εις την ύπαιθρον, έβλεπαν τους
συσσωρευμένους εκεί Ιουδαίους. Απηγορεύετο δε εις αυτούς, που ήσαν μέσα στο
στάδιον, να επικοινωνούν με τους στρατιώτας και γενικώς να μη περάσουν
καθόλου έξω από το περίφραγμα του ιπποδρομίου.
Γ Μακ. 4,12 ὡς δὲ
τοῦτο ἐγενήθη, ἀκούσας τοὺς ἐκ τῆς πόλεως
ὁμοεθνεῖς κρυβῇ ἐκπορευομένους πυκνότερον
ἀποδύρεσθαι τὴν ἀκλεᾶ τῶν ἀδελφῶν
ταλαιπωρίαν,
Γ Μακ. 4,12 Οταν δε έγινε τούτο, δηλαδή όταν οι Ιουδαίοι
εκλείσθησαν ελεεινώς στο στάδιον, ο βασιλεύς επληροφορήθη, ότι οι εις την
πόλιν ομοεθνείς των εξερχόμενοι κρυφίως από την πόλιν πολύ συχνά εθρηνούσαν
την εξευτελιστικήν αυτήν ταλαιπωρίαν των αδελφών των.
Γ Μακ. 4,13 διοργισθεὶς προσέταξε
καὶ τούτοις ὁμοῦ τὸν αὐτὸν τρόπον
ἐπιμελῶς ὡς ἐκείνοις ποιῆσαι μὴ
λειπομένοις κατὰ μηδένα τρόπον τῆς ἐκείνων τιμωρίας,
Γ Μακ. 4,13 Οργισθείς δια τούτο ο βασιλεύς διέταξεν, όπως κατά
τον ίδιον τρόπον και με την αυτήν αυστηρότητα τιμωρήσουν και όλους αυτούς
μαζή, χωρίς να διαφέρη καθόλου η τιμωρία τούτων από την τιμωρίαν εκείνων, που
προηγουμένως είχον εγκλεισθή στο ιπποδρόμιον.
Γ Μακ. 4,14 ἀπογραφῆναι
δὲ πᾶν τὸ φῦλον ἐξ ὀνόματος, οὐκ
εἰς τὴν ἔμπροσθε βραχεῖ προδεδηλωμένην τῶν
ἔργων κατάπονον λατρείαν, στρεβλωθέντας δὲ ταῖς
παρηγγελμέναις αἰκίαις τὸ τέλος ἀφανίσαι μιᾶς
ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας.
Γ Μακ. 4,14 Διέταξεν επίσης ο βασιλεύς να καταγραφούν όλοι, οι εκ
του ιουδαϊκού γένους, ονομαστί, όχι απλώς προς τιμωρίαν των, όπως ελέχθη
προηγουμένως, δια της υποχρεώσεώς των εις καταναγκαστικά δουλικά έργα, αλλά
αφού διαστρεβλωθούν σωματικώς με βασανισμούς, δια τους οποίους είχαν ήδη δοθή
ωρισμέναι εντολαί, να εξολοθρευθούν κατόπιν όλοι εις μίαν και μόνην ημέραν
εις κατάλληλον ευκαιρίαν.
Γ Μακ. 4,15 ἐγίνετο μὲν
οὖν ἡ τούτων ἀπογραφὴ μετὰ πικρᾶς
σπουδῆς καὶ φιλοτίμου προσεδρείας ἀπὸ
ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν, ἀνήνυτον
λαμβάνουσα τὸ τέλος ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα.
Γ Μακ. 4,15 Η μεν καταγραφή, λοιπόν, τούτων εγίνετο από τους υπαλλήλους
του βασιλέως, με μοχθηράν σπουδήν και φιλοτιμίαν να ζεπεράση ο ένας τον άλλον
στο έργον αυτό, από της ανατολής του ηλίου μέχρι της δύσεως. Αν και επί
τεσσαράκοντα ημέρας διήρκεσεν η απογραφή, δεν επερατώθη, δεν έφθασεν εις
τέλος.
Γ Μακ. 4,16 Μεγάλως δὲ
καὶ διηνεκῶς ὁ βασιλεὺς χαρᾷ πεπληρωμένος,
συμπόσια ἐπὶ πάντων τῶν εἰδώλων συνιστάμενος,
πεπλανημένῃ πόῤῥω τῆς ἀληθείας φρενὶ
καὶ βεβήλῳ στόματι, τὰ μέν κωφὰ καὶ μὴ
δυνάμενα αὐτοῖς λαλεῖν ἢ ἀρήγειν
ἐπαινῶν, εἰς δὲ τὸν μέγιστον Θεὸν
τὰ μὴ καθήκοντα λαλῶν.
Γ Μακ. 4,16 Καθ' όλον το διάστημα αυτό, γεμάτος χαράν, ο βασιλεύς
ωργάνωνε συμπόσια πλησίον των ειδωλολατρικών ναών και εκυριαρχείτο από
πεπλανημένον και πολύ μακράν της αληθείας φρόνημα. Και τα μεν είδωλα τα κωφά
και ανίκανα να ομιλήσουν προς αυτούς η να βοηθήσουν κανένα, τα υμνολογούσε,
εναντίον δε του μεγίστου και αληθινού Θεού εξεστόμιζεν απρεπείς φράσεις.
Γ Μακ. 4,17 μετὰ δὲ
τὸ προειρημένον τοῦ χρόνου διάστημα προσηνέγκαντο οἱ
γραμματεῖς τῷ βασιλεῖ μηκέτι ἰσχύειν τὴν
τῶν Ἰουδαίων ἀπογραφὴν ποιεῖσθαι διὰ
τὴν ἀμέτρητον αὐτῶν πληθύν,
Γ Μακ. 4,17 Μετά την πάροδον όμως του διαστήματος αυτού των
τεσσαράκοντα ημερών, οι γραμματείς ανέφεραν προς τον βασιλέα, ότι δεν
ημπορούν να φέρουν εις πέρας την απογραφήν των Ιουδαίων, διότι το πλήθος
αυτών ήτο αμέτρητον.
Γ Μακ. 4,18 καίπερ ὄντων
κατὰ τὴν χώραν ἔτι τῶν πλειόνων, τῶν μὲν
κατὰ τὰς οἰκίας ἔτι συνεστηκότων, τῶν δὲ
καὶ κατὰ τόπον, ὡς ἀδυνάτου καθεστῶτος
πᾶσι τοῖς ἐπ᾿ Αἴγυπτον στρατηγοῖς.
Γ Μακ. 4,18 Αλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς ευρίσκοντο εις την
ύπαιθρον, έλεγον οι γραμματείς, άλλοι από αυτούς ήσαν κλεισμένοι εις τας
οικίας των, άλλοι εις διαφόρους τόπους, ώστε καταντούσεν αδύνατον εις όλους
τους στρατηγούς, που ευρίσκοντο εις την Αίγυπτον, να τους συγκεντρώσουν.
Γ Μακ. 4,19 ἀπειλήσαντος
δὲ αὐτοῖς σκληρότερον ὡς δεδωροκοπημένοις εἰς
μηχανὴν τῆς ἐκφυγῆς, συνέβη σαφῶς
αὐτὸν περὶ τούτου πεισθῆναι,
Γ Μακ. 4,19 Ο βασιλεύς, δεν επείσθη εις τας δικαιολογίας αυτάς
και ηπείλησε κατά τον σκληρότερον τρόπον τους γραμματείς, διότι τάχα αυτοί
είχαν δωροδοκηθή από τους Ιουδαίους, δια να επινοήσουν τρόπον της διαφυγής
εκείνων από την καταγραφήν. αλλά ήλθαν έτσι τα πράγματα, ώστε και ο ίδιος ο
βασιλεύς να πεισθή σαφώς δι' αυτά, που του είχαν ανακοινώσει οι γραμματείς.
Γ Μακ. 4,20 λεγόντων μετὰ
ἀποδείξεως καὶ τὴν χαρτηρίαν ἤδη καὶ τοὺς
γραφικοὺς καλάμους, ἐν οἷς ἐχρῶντο,
ἐκλελοιπέναι.
Γ Μακ. 4,20 Διότι οι γραμματείς έλεγαν και απεδείκνυαν ότι ο
χάρτης και οι κονδυλοφόροι, τους οποίους αυτοί εχρησιμοποιούσαν δια την
καταγραφήν των Ιουδαίων, είχαν εξαντληθή.
Γ Μακ. 4,21 τοῦτο δὲ
ἦν ἐνέργεια τῆς τοῦ βοηθοῦντος τοῖς
Ἰουδαίοις ἐξ οὐρανοῦ προνοίας ἀνικήτου.
Γ Μακ. 4,21 Αυτό ήτο έργον της ακατανικήτου προνοίας του Θεού, ο
οποίος έτσι εβοηθούσε τους Ιουδαίους.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
5-
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ' ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ
|
Το σχέδιο του Πτολεμαίου Δ' για την εξόντωση των Ιουδαίων
Γ Μακ. 5,1 Τότε προσκαλεσάμενος Ἕρμωνα
τὸν πρὸς τῇ τῶν ἐλεφάντων
ἐπιμελείᾳ, βαρείᾳ μεμεστωμένος ὀργῇ καὶ
χόλῳ κατὰ πᾶν ἀμετάθετος
Γ Μακ. 5,1 Τοτε ο βασιλεύς γεμάτος οργήν και πικρίαν εναντίον
των Ιουδαίων, έχων οπωσδήποτε αμετάθετον την απόφασιν να τους τιμωρήση,
εκάλεσε τον Ερμωνα, ο οποίος είχεν αναλάβει την φροντίδα δια τους ελέφαντας.
Γ Μακ. 5,2 ἐκέλευσεν
ὑπὸ τὴν ἐπερχομένην ἡμέραν δαψιλέσι δράκεσι
λιβανωτοῦ καὶ οἴνῳ πλείονι ἀκράτῳ
ἅπαντας τοὺς ἐλέφαντας ποτίσαι, ὄντας τὸν
ἀριθμὸν πεντακοσίους, καὶ ἀγριωθέντας τῇ
τοῦ πόματος ἀφθόνῳ χορηγίᾳ εἰσαγαγεῖν
πρὸς συνάντησιν τοῦ μόρου τῶν Ἰουδαίων.
Γ Μακ. 5,2 Διέταξε, λοιπόν, αυτόν να χρησιμοποίηση κατά την
επομένην ημέραν άφθονες χουφτιές λιβανωτού δια τους ελέφαντας και να ποτίση αυτούς
με ανόθευτον οίνον- ήσαν δε πεντακόσιοι κατά τον αριθμόν- ώστε αυτοί υπό την
επήρειαν του αφθόνου θυμιάματος και της πλουσίας χορηγήσεως του ακράτου
οίνου, εξηγριωμένοι να οδηγηθούν εναντίον των Ιουδαίων, δια να τους
καταπατήσουν και τους εξοντώσουν.
Γ Μακ. 5,3 ὁ μὲν τάδε
προστάσσων ἐτρέπετο πρὸς τὴν εὐωχίαν, συναγαγὼν
τοὺς μάλιστα τῶν φίλων καὶ τῆς στρατιᾶς
ἀπεχθῶς ἔχοντας πρὸς τοὺς Ἰουδαίους·
Γ Μακ. 5,3 Και ο μεν βασιλεύς, αφού διέταξεν αυτά, ενδιεφέρθη
πάλιν δια το συμπόσιον και προσεκάλεσε και συνεκέντρωσεν εις αυτό τους φίλους
και τους εκ του στρατού του αξιωματούχους, οι οποίοι περισσότερον από κάθε
άλλον διέκειντο εχθρικώς εναντίον των Ιουδαίων.
Γ Μακ. 5,4 ὁ δὲ
ἐλεφαντάρχης τὸ προσταγὲν ἀραρότως Ἕρμων
συνετέλει.
Γ Μακ. 5,4 Ο δε επιμελητής των ελεφάντων, ο Ερμων, εξετέλει,
όπως έπρεπε, την διαταγήν του βασιλέως.
Γ Μακ. 5,5 οἵ τε πρὸς
τούτοις λειτουργοὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν ἀξιόντες
τὰς τῶν ταλαιπώρων ἐδέσμευον χεῖρας τήν τε
λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς
ἀσφάλειαν, ἔννυχον δόξαντες ὁμοῦ λήψεσθαι τὸ
φῦλον πέρας τῆς ὀλεθρίας.
Γ Μακ. 5,5 Οι δια τας υποθέσεις αυτάς υπηρέται εξήλθον κατά
την εσπέραν, έδεναν τα χέρια των ταλαιπώρων Ιουδαίων, που ευρίσκοντο στο
στάδιον, επινοούσαν δε και εχρησιμοποιούσαν κάθε άλλον τρόπον, δια να τους
κρατήσουν εκεί ασφαλείς. Επίστευον δέ, ότι κατά την επομένην νύκτα θα λάβη
πέρας η εξολόθρευσις ολοκλήρου του γένους των Εβραίων.
Γ Μακ. 5,6 οἱ δὲ πάσης
σκέπης ἔρημοι δοκοῦντες εἶναι τοῖς ἔθνεσιν
Ἰουδαῖοι διὰ τὴν πάντοθεν περιέχουσαν
αὐτοὺς μετὰ δεσμῶν ἀνάγκην,
Γ Μακ. 5,6 Οι Ιουδαίοι, επιστεύετο από τους εθνικούς, ότι ήσαν
έρημοι από κάθε σκέπην και προστασίαν, διότι τους έβλεπαν δεμένους και από
όλα τα σημεία φρουρουμένους δια την προσεχή των εκτέλεσιν.
Γ Μακ. 5,7 τὸν παντοκράτορα
Κύριον καὶ πάσης δυνάμεως δυναστεύοντα, ἐλεήμονα Θεὸν
αὐτῶν καὶ πατέρα, δυσκαταπαύστῳ βοῇ πάντες
μετὰ δακρύων ἐπεκαλέσαντο, δεόμενοι
Γ Μακ. 5,7 Οι Ιουδαίοι όμως προσηύχοντο και εδέοντο, με
ακατάπαυστον βοήν και με δάκρυα, προς τον Παντοκράτορα Κυριον, τον κυρίαρχον
πάσης δυνάμεως, τον ελεήμονα Θεόν των και πατέρα των, παρακαλούσαν δε αυτόν,
Γ Μακ. 5,8 τὴν κατ᾿
αὐτῶν μεταστρέψαι βουλὴν ἀνοσίαν καὶ
ῥύσασθαι αὐτοὺς μετὰ μεγαλομεροῦς
ἐπιφανείας ἐκ τοῦ παρὰ πόδας ἐν
ἑτοίμῳ μόρου.
Γ Μακ. 5,8 να μεταστρέψη την εναντίον των ανοσίαν απόφασίν του
βασιλέως και να γλυτώση αυτούς από τον επικείμενον σκληρόν θάνατον με μίαν
έκτακτον και μεγαλοπρεπή εμφάνισίν του.
Γ Μακ. 5,9 τούτων μὲν
οὖν ἐκτενῶς ἡ λιτανεία ἀνέβαινεν εἰς
οὐρανόν.
Γ Μακ. 5,9 Η εκτενής αυτή λιτανεία τούτων ανέβαινε προς τον
ουρανόν, προς τον Θεόν.
Γ Μακ. 5,10 Ὁ δὲ
Ἕρμων τοὺς ἀνηλεεῖς ἐλέφαντας ποτίσας
πεπληρωμένους τῆς τοῦ οἴνου πολλῆς χορηγίας καὶ
τοῦ λιβάνου μεμεστωμένους, ὄρθροις ἐπὶ τὴν
αὐλὴν παρῆν περὶ τούτων προσαγγεῖλαι τῷ
βασιλεῖ.
Γ Μακ. 5,10 Ο Ερμων, αφού επότισε τους αγρίους άλλως τε ελέφαντάς
του με πολύν και άκρατον οίνον, και αφού τους εγέμισε από το θυμίαμα του
λιβανωτού, ήλθε λίαν πρωϊ εις την βασιλικήν αυλήν, δια να αναγγείλη στον
βασιλέα ότι όλα ήσαν έτοιμα.
Γ Μακ. 5,11 τὸ δὲ
ἀπ᾿ αἰῶνος χρόνου κτίσμα καλὸν ἐν
νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ
τοῦ χαριζομένου πᾶσιν, οἷς ἂν αὐτὸς
θελήσῃ, ὕπνου μέρος ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα,
Γ Μακ. 5,11 Ο Θεός όμως, ο οποίος από αιώνας αιώνων χαρίζει
νύκτα και ημέραν το καλόν εις εκείνους, που αυτός θέλει, έστειλεν στον
βασιλέα ένα βαθύν ύπνον.
Γ Μακ. 5,12 καὶ
ἡδίστῳ καὶ βαθεῖ κατεσχέθη τῇ
ἐνεργείᾳ τοῦ Δεσπότου, τῆς ἀθέσμου μὲν
προθέσεως πολὺ διεσφαλμένος, τοῦ δὲ ἀμεταθέτου
λογισμοῦ μεγάλως διεψευσμένος.
Γ Μακ. 5,12 Ετσι δε ο βασιλεύς, δια της ενεργείας του Δεσπότου
Θεού, εβυθίσθη εις ένα βαθύν και κατ' εξοχήν ευχάριστον ύπνον, ώστε εματαίωσε
την πραγμάτωσιν της αδίκου επιθέσεώς του και διεψεύσθη μεγάλως εις την
αμετάθετον αυτήν απόφασίν του.
Γ Μακ. 5,13 οἱ δὲ
Ἰουδαῖοι τὴν προσημανθεῖσαν ὥραν διαφυγόντες,
τὸν ἅγιον ᾔνουν Θεὸν αὐτῶν καὶ πάλιν
ἠξίουν τὸν εὐκατάλλακτον δεῖξαι τῆς
μεγαλοσθενοῦς αὐτοῦ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν
ὑπερηφάνοις.
Γ Μακ. 5,13 Οι Ιουδαίοι ιδόντες ότι κατά την προμνημονευθείσαν
ώραν διέφυγαν τον όλεθρον, υμνολογούσαν τον άγιον Θεόν και παρακαλούσαν τον
ευδιάλλακτον και ελεήμονα Κυριον, να δείξη το σθένος της παντοδυνάμου αυτού
ισχύος εις όλα τα αλαζονικά έθνη.
Γ Μακ. 5,14 μεσούσης δὲ
ἤδη τῆς δεκάτης ὥρας σχεδόν, ὁ πρὸς ταῖς
κλήσεσι τεταγμένος, ἀθρόους τοὺς κλητοὺς ἰδών,
ἔνυξε προσελθὼν τὸν βασιλέα.
Γ Μακ. 5,14 Οταν πλέον η ώρα ήτο δέκα και μισή, τέσσαρες δηλαδή
και μισή το απόγευμα, ο βασιλεύς εκοιμάτο ακόμη. Ο αυλικός, ο επιφορτισμένος
με τας προσκλήσεις των συνδαιτυμόνων, όταν είδεν ότι οι προσκεκλημένοι δια το
συμπόσιον είχον όλοι συγκεντρωθή, επλησίασε και εκέντησεν ολίγον τον βασιλέα.
Γ Μακ. 5,15 καὶ μόλις
διεγείρας ὑπέδειξε τὸν τῆς συμποσίας καιρὸν ἤδη
παρατρέχοντα, τὸν περὶ τούτων λόγον ποιούμενος.
Γ Μακ. 5,15 Με κάποιαν δε δυσκολίαν αφού τον εξύπνησε, του
ανήγγειλεν, ότι ο ορισθείς δια το συμπόσιον χρόνος είχε σχεδόν παρέλθει και
του έδιδε τας απαραιτήτους δι' αυτό πληροφορίας.
Γ Μακ. 5,16 ὃν ὁ
βασιλεὺς λογισάμενος καὶ τραπεὶς εἰς τὸν πότον,
ἐκέλευσε τοὺς παραγεγονότας εἰς τὴν συμποσίαν
ἄντικρυς ἀνακλιθῆναι αὐτοῦ.
Γ Μακ. 5,16 Ο βασιλεύς όταν ήκουσε και κατενόησε την αναγγελίαν
αυτήν του αυλικού του, εστράφη προς το συμπόσιον και διέταξε τους
προσελθόντας να ανακλιθούν απέναντί του.
Γ Μακ. 5,17 οὗ καὶ
γενομένου, παρῄνει εἰς εὐωχίαν δόντας ἑαυτούς,
τὸ παρὸν τῆς συμποσίας ἐπιπολὺ γεραιρομένους εἰς
εὐφροσύνην καταθέσθαι μέρος.
Γ Μακ. 5,17 Αφού δε όλοι κατέλαβαν τας θέσεις των, ο βασιλεύς
τους προέτρεπε να δοθούν ολόκληροι εις την ευωχίαν, εις την παρούσαν
συμμετοχήν του συμποσίου, να ευφραίνωνται και επί πολύ να απολαμβάνουν αυτό.
Γ Μακ. 5,18 ἐπὶ
πλεῖον δὲ προβαινούσης τῆς ὁμιλίας, τὸν
Ἕρμωνα μεταπεμψάμενος ὁ βασιλεύς, μετὰ πικρᾶς
ἀπειλῆς ἐπυνθάνετο, τίνος ἕνεκεν αἰτίας
εἰάθησαν οἱ Ἰουδαῖοι τὴν παροῦσαν
ἡμέραν περιβεβιωκότες;
Γ Μακ. 5,18 Ενῷ όμως η συνομιλία κατά το συμπόσιον
επροχωρούσε ο βασιλεύς έστειλε και εκάλεσε τον Ερμωνα και απειλών αυτόν
αυστηρώς εζητούσε να μάθη την αιτίον, δια την οποίαν είχαν αφεθή εν τη ζωή οι
Εβραίοι κατά την παρούσαν ημέραν.
Γ Μακ. 5,19 τοῦ δὲ
ὑποδείξαντος ἐκ νυκτὸς τὸ προσταγὲν
ἐπὶ τέλος ἀγηοχέναι καὶ τῶν φίλων
αὐτῷ προσμαρτυρησάντων,
Γ Μακ. 5,19 Οταν δε ο Ερμων του ανήγγειλεν, ότι η διαταγή του
είχεν εξ ολοκλήρου εκτελεσθή από της νυκτός ακόμη, οι δε φίλοι του βασιλέως
επεβεβαίωναν το γεγονός,
Γ Μακ. 5,20 τὴν ὠμότητα
χείρονα Φαλάριδος ἐσχηκὼς ἔφη τῷ τῆς σήμερον
ὕπνῳ χάριν ἔχειν αὐτούς· ἀνυπερθέτως
δὲ εἰς τὴν ἐπιτέλλουσαν ἡμέραν κατὰ
τὸ ὅμοιον ἑτοίμασον τοὺς ἐλέφαντας ἐπὶ
τὸν τῶν ἀθεμίτων Ἰουδαίων ἀφανισμόν.
Γ Μακ. 5,20 αυτός έχων σκληρότητα χειροτέραν από την σκληρότητα
του τυράννου Φαλάριδος, είπεν· “ας έχουν χάριν οι Ιουδαίοι στον σημερινόν μου
ύπνον. Ανυπερθέτως όμως ετοίμασε και πάλιν κατά τον ίδιον τρόπον τους
ελέφαντας δια την αυριανήν ημέραν εις εξολόθρευσιν των παρανόμων αυτών
Ιουδαίων”.
Γ Μακ. 5,21 εἰπόντος δὲ
τοῦ βασιλέως, ἀσμένως πάντες μετὰ χαρᾶς οἱ
παρόντες ὁμοῦ συναινέσαντες, εἰς τὸν ἴδιον
οἶκον ἕκαστος ἀνέλυσε.
Γ Μακ. 5,21 Οταν είπεν αυτά ο βασιλεύς, όλοι οι παρευρισκόμενοι
συγκατετέθησαν εις αυτά με ενθουσιασμόν και χαράν. Μετά δε το πέρας του
συμποσίου ο καθένας επανήλθεν στον οίκον του.
Γ Μακ. 5,22 καὶ οὐχ
οὕτως εἰς ὕπνον κατεχρήσαντο τὸν χρόνον τῆς
νυκτός, ὡς εἰς τὸ παντοίους μηχανᾶσθαι τοῖς
ταλαιπώροις δοκοῦσιν ἐμπαιγμούς. -
Γ Μακ. 5,22 Αλλά δεν εχρησιμοποίησαν τόσον τον χρόνον της νυκτός
προς ύπνον, όσον δια να εφευρίσκουν πολλούς και διαφόρους τρόπους εμπαιγμών
και βασανισμών δια τους Εβραίους, τους οποίους εθεωρούσαν ελεεινούς.
Γ Μακ. 5,23 Ἄρτι δὲ
ἀλεκτρυὼν ἐκεκράγει ὄρθριος, καὶ τὰ θηρία
καθωπλικὼς ὁ Ἕρμων ἐν τῷ μεγάλῳ
περιστύλῳ διεκίνει.
Γ Μακ. 5,23 Οταν λίαν πρωϊ οι αλέκτορες έκραζαν, ο δε Ερμων
αξαγριώσας τους ελέφαντας τους ωδηγούσε προς το περιστύλιον,
Γ Μακ. 5,24 τὰ δὲ
κατὰ τὴν πόλιν πλήθη συνήθροιστο πρὸς τὴν
οἰκτροτάτην θεωρίαν, προσδοκῶντα τὴν πρωΐαν μετὰ
σπουδῆς.
Γ Μακ. 5,24 τα πλήθη των ανθρώπων, που ευρίσκοντο εις την πόλιν
ανέμενον με ανυπομονησίαν από την πρωΐαν και είχαν συγκεντρωθή, δια να
απολαύσουν το ελεεινότατον εκείνο θέαμα.
Γ Μακ. 5,25 οἱ δὲ
Ἰουδαῖοι κατὰ τὸν ἀμερῆ ψυχουλκούμενοι
χρόνον, πολυδάκρυον ἱκετείαν ἐν μέλεσι γοεροῖς τείνοντες
τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐδέοντο
τοῦ μεγίστου Θεοῦ πάλιν αὐτοῖς βοηθῆσαι
συντόμως.
Γ Μακ. 5,25 Οι στο στάδιον κατάδικοι Ιουδαίοι, οι οποίοι ως οι
ψυχορραγούντες είχον ακόμη ολίγον χρόνον ζωής, ύψωναν τα χέρια των στον
ουρανόν και παρακαλούσαν με πολυδάκρυον ικεσίαν και με θρηνώδη άσματα τον
μέγιστον Θεόν, να βοηθήση και πάλιν αυτούς.
Γ Μακ. 5,26 οὔπω δὲ
ἡλίου βολαὶ κατεσπείροντο, καὶ τοῦ βασιλέως
τοὺς φίλους ἐκδεχομένου, ὁ Ἕρμων παραστὰς
ἐκάλει πρὸς τὴν ἔξοδον, ὑποδεικνύων τὸ
πρόθυμον τοῦ βασιλέως ἐν ἑτοίμῳ κεῖσθαι.
Γ Μακ. 5,26 Ενῷ δεν είχον ακόμη αι ακτίνες του
ηλίου διασπαρή εις την φύσιν, και ο βασιλεύς εδέχετο τους φίλους του, ο Ερμων
επλησίασε και παρεκάλει αυτόν να εξέλθη υπενθυμίζων, ότι η επιθυμία του είναι
ήδη ετοίμη να εκτελεσθή.
Γ Μακ. 5,27 τοῦ δὲ
ἀποδεξαμένου καὶ καταπλαγέντος ἐπὶ τῇ
παρανόμῳ ἐξόδῳ, κατὰ πᾶν ἀγνωσίᾳ
κεκρατημένος ἐπυνθάνετο, τί τὸ πρᾶγμα, ἀφ᾿
οὗ τοῦτο αὐτῷ μετὰ σπουδῆς
τετέλεσται·
Γ Μακ. 5,27 Οταν ο βασιλεύς ήκουσε τα λόγια αυτά, εξεπλάγη δια την
παράνομον αυτήν έξοδόν του, διότι είχε περιέλθει εις πλήρη άγνοιαν παντός
ο,τι είχε διατάξει, και εζητούσε να μάθη, ποίον είναι αυτό το πράγμα, το
οποίον προς χάριν αυτού μετά τόσης επιμελείας είχεν εκτελεσθή.
Γ Μακ. 5,28 τοῦτο δὲ
ἦν ἡ ἐνέργεια τοῦ πάντα δεσποτεύοντος Θεοῦ,
τῶν πρὶν αὐτῷ μεμηχανημένων λήθην κατὰ διάνοιαν
ἐντεθεικότος.
Γ Μακ. 5,28 Η αμνησία αυτή του βασιλέως ήλθε κατόπιν της ενεργείας
του Θεού, ο οποίος είναι κύριος των πάντων. Ο Θεός, δηλαδή, ενέβαλεν εις την
διάνοιαν του βασιλέως λησμοσύνην δι' όλα εκείνα, τα οποία προηγουμένως είχε
μηχανευθή και αποφασίσει εν τη διανοία του κατά των Ιουδαίων.
Γ Μακ. 5,29 ὁ δὲ
Ἕρμων ὑπεδείκνυε καὶ πάντες οἱ φίλοι τὰ θηρία
καὶ τὰς δυνάμεις ἡτοιμάσθαι, βασιλεῦ, κατὰ
τὴν σὴν ἐκτενῆ πρόθεσιν.
Γ Μακ. 5,29 Ο Ερμων και όλοι οι φίλοι του, ανέφεραν εις αυτόν, ότι
“οι ελέφαντες και αι στρατιωτικαί δυνάμεις είναι ήδη έτοιμοι, βασιλεύ,
σύμφωνα με την ίδικήν σου επίμονον εντολήν”.
Γ Μακ. 5,30 ὁ δὲ
ἐπὶ τοῖς ῥηθεῖσι πληρωθεὶς βαθεῖ
χόλῳ διὰ τὸ περὶ τούτων προνοίᾳ Θεοῦ
διασκεδάσθαι πᾶν αὐτοῦ τὸ νόημα, ἐνατενίσας
μετὰ ἀπειλῆς εἶπεν·
Γ Μακ. 5,30 Ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν αυτά, εκυριεύθη από
συγκλονιστικόν θυμόν, διότι χάρις εις την θείαν πρόνοιαν είχε φύγει από την
μνήμην του κάθε σκέψις αφανισμού των Ιουδαίων. Ατενίσας δε με μεγάλην απειλήν
είπεν στον Ερμωνα·
Γ Μακ. 5,31 εἴ σοι
γονεῖς παρῆσαν ἢ παίδων γοναί, τήνδε θηρσὶν
ἀγρίοις ἐσκεύασα ἂν δαψιλῆ θοῖναν
ἀντὶ τῶν ἀνεγκλήτων ἐμοὶ καὶ
προγόνοις ἐμοῖς ἀποδεδειγμένων ὁλοσχερῆ βεβαίαν
πίστιν ἐξόχως Ἰουδαίων.
Γ Μακ. 5,31 “Εάν είχες γονείς η τέκνα, θα έδιδον αυτούς ως
πλούσιον φάγητον στους αγρίους ελέφαντας αντί των Ιουδαίων, οι οποίοι είναι
αθώοι απέναντί μου και απέναντι των προγόνων μου, και οι οποίοι είχαν δείξει
προς ημάς πάντοτε πλήρη και βεβαίαν πίστιν.
Γ Μακ. 5,32 καίπερ εἰ
μὴ διὰ τὴν τῆς συντροφίας στοργὴν καὶ
τῆς χρείας, τὸ ζῆν ἀντὶ τούτων ἐστερήθης.
Γ Μακ. 5,32 Εάν δε συ δεν ήσουνα εις με προσφιλής λόγω της από της
παιδικής ηλικίας αναστροφής μας και της υπηρεσίας, που σου έχω εμπιστευθή, θα
έχανες συ την ζωήν σου αντί των Ιουδαίων”.
Γ Μακ. 5,33 οὕτως ὁ
Ἕρμων ἀπροσδόκητον καὶ ἐπικίνδυνον ὑπήνεγκεν
ἀπειλὴν καὶ τῇ ὁράσει καὶ τῷ
προσώπῳ συνεστάλη.
Γ Μακ. 5,33 Οταν ο Ερμων ήκουσε αυτήν την απροσδόκητον και
επικίνδυνον απειλήν, εθολώθη το βλέμμα του και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του.
Γ Μακ. 5,34 ὁ καθεὶς
δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων, τοὺς
συνηθροισμένους ἀπέλυσαν ἕκαστον ἐπὶ τὴν
ἰδίαν ἀσχολίαν.
Γ Μακ. 5,34 Καθένας δε από τους φίλους του βασιλέως απεσύρετο
σκυθρωπός και διέλυσαν, δια τας καθημερινάς των εργασίας, τους εκεί
συνηθροισμένους πολίτας.
Γ Μακ. 5,35 οἵ τε
Ἰουδαῖοι τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως ἀκούσαντες,
τὸν ἐπιφανῆ Θεὸν καὶ βασιλέα τῶν βασιλέων
ᾔνουν καὶ τῆσδε τῆς βοηθείας αὐτοῦ
τετευχότες. -
Γ Μακ. 5,35 Οι δε Ιουδαίοι πληροφορηθέντες αυτά, που είπε και
διέταξεν ο βασιλεύς, εδόξασαν τον επιφανή Θεόν και βασιλέα των βασιλευόντων,
διότι έλαβον από αυτόν αυτήν την βοήθειαν.
Γ Μακ. 5,36 Κατὰ δὲ
τοὺς αὐτοὺς νόμους ὁ βασιλεὺς συστησάμενος
πάλιν τὸ συμπόσιον εἰς εὐφροσύνην τραπῆναι παρεκάλει.
Γ Μακ. 5,36 Κατά την γνωστήν πάλιν συνήθειάν του ο βασιλεύς
ωργάνωσε νέον συμπόσιον και παρεκίνει τους συνδαιτυμόνας να επιδοθούν εις
ευωχίαν.
Γ Μακ. 5,37 τὸν δὲ
Ἕρμωνα προσκαλεσάμενος μετὰ ἀπειλῆς εἶπε·
ποσάκις σοι δεῖ περὶ τούτων αὐτῶν προστάττειν,
ἀθλιώτατε;
Γ Μακ. 5,37 Αφού δε προσεκάλεσε τον Ερμωνα είπε προς αυτόν με
απειλήν· “πόσες φορές πρέπει να σε διατάξω, αθλιώτατε, δια την εξολόθρευσιν
των Ιουδαίων;
Γ Μακ. 5,38 τοὺς
ἐλέφαντας ἔτι καὶ νῦν καθόπλισον εἰς τὴν
αὔριον ἐπὶ τὸν τῶν Ἰουδαίων
ἀφανισμόν.
Γ Μακ. 5,38 Εξαγρίωσε, λοιπόν, και ετοίμασε πάλιν αύριον τους
ελέφαντας δια τον εξαφανισμόν των Ιουδαίων”.
Γ Μακ. 5,39 οἱ δὲ
συνανακείμενοι συγγενεῖς τὴν ἄστατον διάνοιαν
αὐτοῦ θαυμάζοντες, προεφέροντο τάδε·
Γ Μακ. 5,39 Οι παρευρισκόμενοι στο συμπόσιον αυτό συγγενείς και
ανώτεροι αυλικοί του βασιλέως, κατάπληκτοι δια την άστατον αυτού διάνοιαν,
του είπαν τα εξής·
Γ Μακ. 5,40 βασιλεῦ, μέχρι
τίνος ὡς ἀλόγους ἡμᾶς διαπειράζεις, προστάσσων
ἤδη τρίτον αὐτοὺς ἀφανίσαι καὶ πάλιν
ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκ μεταβολῆς ἀναλύων
τὰ σοὶ δεδογμένα;
Γ Μακ. 5,40 “βασιλεύ, έως πότε θα μας θεωρής ανοήτους και θα μας
πειράζης, αφού συ τρίτην τώρα φοράν διέταξες τον αφανισμόν των Εβραίων, και
όταν ήρχετο η ώρα να εκτελεσθή η απόφασίς σου, εσκέπτεσο άλλα πράγματα και
αναιρούσες την διαταγήν σου;
Γ Μακ. 5,41 ὧν χάριν ἡ
πόλις διὰ τὴν προσδοκίαν ὀχλεῖ καὶ πληθύουσα
συστροφαῖς, ἤδη καὶ κινδυνεύει πολλάκις διαρπασθῆναι.
Γ Μακ. 5,41 Ενεκα τούτου και διότι ο λαός επερίμενε τον αφανισμόν
των Ιουδαίων, η πόλις έχει περιέλθει εις αναταραχήν. Ελαβον δε χώραν πολυάριθμοι
συγκεντρώσεις και υπάρχει κίνδυνος να λεηλατηθή η πόλις”.
Γ Μακ. 5,42 ὅθεν ὁ
κατὰ πάντα Φάλαρις βασιλεὺς ἐμπληθυνθεὶς
ἀλογιστίας καὶ τὰς γινομένας πρὸς
ἐπισκοπὴν τῶν Ἰουδαίων ἐν αὐτῷ
μεταβολὰς τῆς ψυχῆς παρ᾿ οὐδὲν
ἡγούμενος, ἀτελέστατον ἐβεβαίωσεν ὅρκον, ὁρισάμενος
τούτους μὲν ἀνυπερθέτως πέμψειν εἰς ᾅδην ἐν
γόνασι καὶ ποσὶ θηρίων ᾐκισμένους,
Γ Μακ. 5,42 Εξ αιτίας αυτών ο Φιλοπάτωρ, ο κατά πάντα όμοιος προς
τον τυραννικώτατον Φαλαριν, εκυριεύθη από μεγάλην απερισκεψίαν και χωρίς να
λαμβάνη καθόλου υπ' όψιν, ότι αι μέχρι τούδε μεταβολαί της ψυχής έγιναν εις
αυτόν υπό του Θεού προς χάριν των Εβραίων, ωρκίσθη ένα τρομερόν αλλά και
απραγματοποίητον όρκον, με το να διατάξη να στείλουν χωρίς αναβολήν τους
Ιουδαίους στον άδην, αφού βασανισθούν και συνθλιβούν από τα γόνατα και τα
πόδια των ελεφάντων.
Γ Μακ. 5,43 ἐπιστρατεύσαντα
δὲ ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν ἰσόπεδον πυρὶ
καὶ δόρατι θήσεσθαι διὰ τάχους καὶ τὸν ἄβατον
αὐτῶν ἡμῖν ναὸν πυρὶ πρηνέα ἐν
τάχει τῶν συντελούντων ἐκεῖ θυσίας ἔρημον εἰς
τὸν ἅπαντα χρόνον καταστήσειν.
Γ Μακ. 5,43 Ελεγε δέ, ότι θα εκστρατεύση εναντίον της Ιουδαίας,
την οποίαν δια πυρός και σιδήρου ταχέως θα ισοπεδώση. Τον δε άβατον δι' ημάς
ναόν των Ιουδαίων δια πυρός θα κατεδαφίση αμέσως και έτσι θα τον καταστήση
εις όλον τον έπειτα χρόνον έρημον από τας θυσίας, αι οποίαι προσεφέροντο
εκεί.
Γ Μακ. 5,44 τότε περιχαρεῖς
ἀναλύσαντες οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς μετὰ πίστεως
διέτασσον τὰς δυνάμεις ἐπὶ τοὺς εὐκαιροτάτους
τόπους τῆς πόλεως πρὸς τήρησιν.
Γ Μακ. 5,44 Περιχαρείς δε οι φίλοι και οι συγγενείς του βασιλέως,
με βέβαιον την ελπίδα ότι θα έβλεπαν την επομένην εκτελουμένους τους
Εβραίους, ανεχώρησαν από εκεί. Εδωσαν διαταγάς εις τας στρατιωτικάς δυνάμεις
να καταλάβουν τας επικαιροτάτας θέσεις της πόλεως δια την φρούρησίν της.
Γ Μακ. 5,45 ὁ δὲ
ἐλεφαντάρχης τὰ θηρία σχεδὸν εἰπεῖν εἰς
κατάστημα μανιῶδες ἀγηοχώς, εὐωδεστάτοις πόμασιν
οἴνου λελιβανωμένου φοβεραῖς κατεσκευασμένα σκευαῖς,
Γ Μακ. 5,45 Ο Ερμων, ο ελεφαντάρχης, επότισε τα θηρία αυτά με
οίνον, ο οποίος είχε ανακατευθή με ευωδέστατον λιβανωτόν, και είχε φέρει τα
ζώα αυτά εις κατάστασιν σχεδόν μανιώδη. Επί πλέον δε τα είχεν εξοπλίσει και
με φοβερά φονικά όργανα.
Γ Μακ. 5,46 περὶ τὴν
ἕω, τῆς πόλεως ἤδη πλήθεσιν ἀναριθμήτοις κατὰ
τοῦ ἱπποδρόμου καταμεμεστωμένης, εἰσελθὼν εἰς
τὴν αὐλὴν ἐπὶ τὸ προκείμενον ὤτρυνε
τὸν βασιλέα.
Γ Μακ. 5,46 Κατά την πρωΐαν, όταν τα αναρίθμητα πλήθη είχον
καταπλημμυρίσει πλέον ασφυκτικώς τον ιππόδρομον, ο ελεφαντάρχης εισήλθεν εις
την αυλήν του βασιλέως και τον παρώτρυνε δια το προκείμενον έργον του.
Γ Μακ. 5,47 ὁ δὲ
ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας δυσσεβῆ φρένα παντὶ
τῷ βάρει σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος
ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις ὀφθαλμῶν
θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον καὶ ταλαίπωρον τῶν
προσεσημαμμένων καταστροφήν.
Γ Μακ. 5,47 Ο δε βασιλεύς, ο οποίος είχε γεμίσει την ασεβή ψυχήν
του με αγριώτατον θυμόν, ώρμησε μαζή με τα θηρία έξω από την αυλήν. Ηθελε με
ασυγκίνητον την καρδίαν και ορθάνοικτα τα μάτια, να απολαύση το οδυνηρόν
θέαμα της αξιοθρηνήτου καταστροφής των καταδικασθέντων υπ' αυτού Ιουδαίων.
Γ Μακ. 5,48 ὡς δὲ
τῶν ἐλεφάντων ἐξιόντων περὶ πύλην καὶ τῆς
συνεπομένης ἐνόπλου δυνάμεως τῆς τε τοῦ πλήθους πορείας
κονιορτὸν ἰδόντες, καὶ βαρυηχῆ θόρυβον
ἀκούσαντες οἱ Ἰουδαῖοι,
Γ Μακ. 5,48 Οταν οι Ιουδαίοι είδαν τους ελέφαντας, που εξήρχοντο,
δια να εισέλθουν εις την πύλην του σταδίου, την ένοπλον στρατιωτικήν δύναμίν
που ακολουθούσε, την πορείαν του αμέτρητου πλήθους, τυν κονιορτόν και τον
μεγάλον θόρυβον που εγίνετο, όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι είδον και ήκουσαν αυτά,
Γ Μακ. 5,49 ὑστάτην βίου
ῥοπὴν αὐτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι
τὸ τέλος τῆς ἀθλιωτάτης προσδοκίας, εἰς οἶκτον
καὶ γόους τραπέντες κατεφίλουν ἀλλήλους περιπλεκόμενοι τοῖς
συγγενέσιν ἐπὶ τοὺς τραχήλους ἐπιπίπτοντες,
γονεῖς παισὶ καὶ μητέρες νεάνισιν, ἕτεραι δὲ
νεογνὰ πρὸς μαστοὺς ἔχουσαι βρέφη τελευταῖον
ἕλκοντα γάλα.
Γ Μακ. 5,49 αντελήφθησαν πλέον ότι έφθασε δι' αυτούς η τελευταία
στιγμή του βίου των, η οποία ήτο και το τέρμα της αθλιεστάτης των αναμονής.
Ενηγκαλίζοντο τότε οι συγγενείς και καταφιλούσαν αλλήλους, έπιπτον ο ενας
στον τράχηλον του άλλου, οι πατέρες εις τα παιδιά των και αι μητέρες εις τας
θυγατέρας των. Αλλαι δε μητέρες εκρατούσαν στους μαστούς των τα νήπια, τα
οποία ερροφούσαν το τελευταίον γάλα της ζωής των.
Γ Μακ. 5,50 οὐ μὴν
δὲ ἀλλὰ καὶ τὰς ἔμπροσθεν
αὐτῶν γεγενημένας ἀντιλήψεις ἐξ οὐρανοῦ
συνιδόντες, πρηνεῖς ὁμοθυμαδὸν ῥίψαντες
ἑαυτοὺς καὶ τὰ νήπια χωρίσαντες τῶν
μαστῶν,
Γ Μακ. 5,50 Παρ' όλα όμως αυτά οι Ιουδαίοι έχοντες υπ' όψει των
τας προηγουμένας βοηθείας του Θεού προς αυτούς, έπεσαν πρηνείς να
προσευχηθούν όλοι μαζή με μίαν ψυχήν, απεμάκρυναν αι μητέρες τα νήπιά των από
τους μαστούς, και
Γ Μακ. 5,51 ἀνεβόησαν
φωνῇ μεγάλῃ σφόδρα, τὸν τῆς ἁπάσης δυνάμεως
δυνάστην ἱκετεύοντες, οἰκτεῖραι μετ᾿ ἐπιφανείας
αὐτοὺς ἤδη πρὸς πύλαις ᾅδου καθεστῶτας.
Γ Μακ. 5,51 ανεβόησαν με φωνήν πάρα πολύ μεγάλην προς τον Κυριον
πάσης δυνάμεως, και παρακαλούσαν αυτόν να τους λυπηθή, δεικνύων και πάλιν την
λαμπράν προστατευτικήν δύναμίν του προς αυτούς, οι οποίοι τώρα πλέον
προχωρούσαν εις τας πύλας του άδου.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
6-
Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ
ΚΑΙ Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ
|
Θερμή προσευχή του αρχιερέα Ελεάζαρου
Γ Μακ. 6,1 Ἐλεάζαρος δέ τις
ἀνὴρ ἐπίσημος τῶν ἀπὸ τῆς χώρας
ἱερέων, ἐν πρεσβείῳ τὴν ἡλικίαν ἤδη
λελογχὼς καὶ πάσῃ τῇ κατὰ τὸν βίον
ἀρετῇ κεκοσμημένος, τοὺς περὶ αὐτὸν
καταστείλας πρεσβυτέρους ἐπικαλεῖσθαι τὸν ἅγιον
Θεὸν προσηύξατο τάδε·
Γ Μακ. 6,1 Ενας δε ανήρ, επίσημος μεταξύ των ιερέων, των από
της Αιγύπτου, Ελεάζαρος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν ήδη προχωρήσει εις την
γεροντικήν ηλικίαν και ήτο στολισμένος καθ' όλον του τον βίον με κάθε αρετήν,
συνέστησεν στους πρεσβυτέρους να σταματήσουν δεόμενοι προς τον άγιον Θεόν και
αυτός προοηυχήθη ως εξής·
Γ Μακ. 6,2 βασιλεῦ
μεγαλοκράτωρ, ὕψιστε, παντοκράτωρ Θεὲ τὴν πᾶσαν
διακυβερνῶν ἐν οἰκτιρμοῖς κτίσιν,
Γ Μακ. 6,2 “Βασιλεύ παντοδύναμε, Υψιστε Θεέ παντοκράτωρ, συ που
με το έλεός σου κυβερνάς όλην την δημιουργίαν,
Γ Μακ. 6,3 ἔπιδε
ἐπὶ Ἁβραὰμ σπέρμα, ἐπὶ ἡγιασμένου
τέκνα Ἰακώβ, μερίδος ἡγιασμένης σου λαὸν ἐν
ξένῃ γῇ ξένον ἀδίκως ἀπολλύμενον, πάτερ.
Γ Μακ. 6,3 ρίξε σπλαγχνικόν βλέμμα εις ημάς τους απογόνους του
Αβραάμ, εις τα παιδιά του εκλεκτού σου Ιακώβ, εις την ηγιασμένην υπό σου
αυτήν μερίδα του λαού, που ξένος ευρίσκεται εις ξένην γην, και η οποία
αποθνήσκει αδίκως, ω πάτερ.
Γ Μακ. 6,4 σὺ Φαραὼ
πληθύνοντα ἅρμασι, τὸν πρὶν Αἰγύπτου ταύτης δυνάστην,
ἐπαρθέντα ἀνόμῳ θράσει καὶ γλώσσῃ
μεγαλοῤῥήμονι, σὺν τῇ ὑπερηφάνῳ
στρατιᾷ ποντοβρόχους ἀπώλεσας, φέγγος ἐπιφάνας ἐλέους
Ἰσραὴλ γένει.
Γ Μακ. 6,4 Συ, τον Φαραώ με τα πλήθη των πολεμικών αρμάτων του,
ο οποίος ήτο πριν βασιλεύς αυτής της Αιγύπτου και υπερηφανεύθη με παράνομον
θράσος και με μεγαλορρήμονα γλώσσαν, τον κατέστρεψες μαζή με την αλαζονικήν
στρατιάν του, τους έπνιξες εις την θάλασσαν, ενώ εξ αντιθέτου ανέτειλες και
εδώρισες φως του ελέους σου στο γένος των Ισραηλιτών.
Γ Μακ. 6,5 σὺ τὸν
ἀναριθμήτοις δυνάμεσι γαυρωθέντα Σενναχηρείμ, βαρὺν
Ἀσσυρίων βασιλέα, δόρατι τὴν πᾶσαν ὑποχείριον
ἤδη λαβόντα γῆν καὶ μετεωρισθέντα ἐπὶ τὴν
ἁγίαν σου πόλιν, βαρέα λαλοῦντα κόμπῳ καὶ θράσει σύ,
Δέσποτα, ἔθραυσας, ἔκδηλον δεικνὺς ἔθνεσι
πολλοῖς τὸ σὸν κράτος.
Γ Μακ. 6,5 Συ, τον φοβερόν βασιλέα των Ασσυρίων, τον
Σενναχηρείμ, ο οποίος είχεν υπερηφανευθή δια τας αναριθμήτους του
στρατιωτικάς δυνάμεις και είχεν ήδη υποτάξει δια του δόρατός του όλην την γην
εις τα χέρια του, επειδή αλαζονεύθηκε εναντίον της αγίας σου πόλεως, της
Ιερουσαλήμ, εκστομίζων λόγους ασεβείς κατ' αυτής με θράσος και αλαζονείαν,
συ, Δέσποτα, συνέτριψες και αυτόν δείξας έτσι ολοφάνερον την δύναμίν σου εις
πολλά έθνη.
Γ Μακ. 6,6 σὺ τοὺς
κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν τρεῖς ἑταίρους, πυρὶ
τὴν ψυχὴν αὐθαιρέτως δεδωκότας εἰς τὸ μὴ
λατρεῦσαι τοῖς κενοῖς, διάπυρον δροσίσας κάμινον
ἐῤῥύσω μέχρι τριχὸς ἀπημάντους, φλόγα
πᾶσιν ἐπιπέμψας τοῖς ὑπεναντίοις.
Γ Μακ. 6,6 Συ, δια τους τρεις φίλους παίδας, που ευρίσκοντο εις
την Βαβυλωνίαν, οι οποίοι εκουσίως παρέδωσαν την ζωήν των στο πυρ, δια να μη
λατρεύσουν τα μάταια είδωλα, εδρόσισες την κατακαιομένην κάμινον και τους
απήλλαξες και τους διεφύλαξες αβλαβείς μέχρι και της τριχός της κεφαλής των,
απέστειλες δε την φλόγα σου εναντίον όλων εκείνων, που ήσαν εχθροί των και
ευρίσκοντο πλησίον της καμίνου.
Γ Μακ. 6,7 σὺ τὸν
διαβολαῖς φθόνου λέουσι κατὰ γῆς ῥιφέντα θηρσὶ
βορὰν Δανιὴλ εἰς φῶς ἀνήγαγες
ἀσινῆ,
Γ Μακ. 6,7 Συ έσωσες και έβγαλες αβλαβή στο φως της ημέρας τον
Δανιήλ, ο οποίος εξ αιτίας συκοφαντιών από φθόνον προερχομένων, ερρίφθη στους
λέοντας εντός σκοτεινού λάκκου, δια να χρησιμεύση ως τροφή αυτών.
Γ Μακ. 6,8 τόν τε βυθοτρεφοῦς
ἐν γαστρὶ κήτους Ἰωνᾶν τηκόμενον ἀφειδῶς
ἀπήμαντον πᾶσιν οἰκείοις ἀνέδειξας, πάτερ.
Γ Μακ. 6,8 Συ, Πατερ, τον Ιωνάν, ο οποίος ερρίφθη εις την
κοιλίαν του στους βυθούς των θαλασσών ζώντος και τρεφομένου κήτους, ενώ είχε
καταβροχθισθή χωρίς οίκτον, τον ανέσυρες αβλαβή προς χάριν όλων των οικείων
του.
Γ Μακ. 6,9 καὶ νῦν
μίσυβρι, πολυέλεε, τῶν ὅλων σκεπαστά, τὸ τάχος
ἐπιφάνηθι τοῖς ἀπὸ Ἰσραὴλ γένους,
ὑπὸ δὲ ἐβδελυγμένων ἀνόμων ἐθνῶν
ὑβριζομένοις.
Γ Μακ. 6,9 Και τώρα συ, Κυριε, ο οποίος μισείς την υπερηφάνειαν,
πολυέλεε, προστάτα όλων, ταχέως κάμε την εμφάνισίν σου στους ανθρώπους, οι
οποίοι κατάγονται από το γένος του Ισραήλ και οι οποίοι από βδελυρούς και
ανόμους ειδωλολάτρας υβρίζονται.
Γ Μακ. 6,10 εἰ δὲ
ἀσεβείαις κατὰ τὴν ἀποικίαν ὁ βίος
ἡμῶν ἐνέσχηται, ῥυσάμενος ἡμᾶς
ἀπὸ ἐχθρῶν χειρός, ὡς προαιρῇ, Δέσποτα,
ἀπόλεσον ἡμᾶς μόρῳ.
Γ Μακ. 6,10 Εάν όμως ο βίος μας κατά το διάστημα της
απομακρύνσεώς μας από την Ιερουσαλήμ είναι πλήρης ασεβειών, απάλλαξέ μας από
τας χείρας των εχθρών μας και συ, Δέσποτα, θανάτωσέ μας όπως προτιμάς.
Γ Μακ. 6,11 μὴ τοῖς
ματαίοις οἱ ματαιόφρονες εὐλογησάτωσαν ἐπὶ τῇ
τῶν ἠγαπημένων σου ἀπωλείᾳ λέγοντες·
οὐδὲ ὁ Θεὸς αὐτῶν
ἐῤῥύσατο αὐτούς.
Γ Μακ. 6,11 Και τούτο, δια να μη δοξολογήσουν οι ματαιόφρονες αυτοί
ειδωλολάτραι τα είδωλά των, εις τα οποία θα θελήσουν να αποδώσουν την
καταστροφήν των ηγαπημένων από σε ανθρώπων. Δια να μη λέγουν, ότι ούτε ο Θεός
των δεν τους εγλύτωσε.
Γ Μακ. 6,12 σὺ δὲ
ὁ πᾶσαν ἀλκὴν καὶ δυναστείαν ἔχων
ἅπασαν, αἰώνιε, νῦν ἔπιδε· ἐλέησον
ἡμᾶς τοὺς καθ᾿ ὕβριν ἀνόμων
ἀλόγιστον ἐκ τοῦ ζῆν μεθιστανομένους ἐν
ἐπιβούλων τρόπῳ.
Γ Μακ. 6,12 Συ, αιώνιε Θεέ, που έχεις πάσαν δύναμιν και πάσαν
ισχύν ρίψε τώρα το βλέμμα σου εις ημάς. Ελέησε ημάς, οι οποίοι πρόκειται να
θανατωθώμεν, όπως θανατώνονται οι κακούργοι, από ανθρώπους, που είναι
υπερήφανοι, παράνομοι και απερίσκεπτοι.
Γ Μακ. 6,13 πτηξάτω δὲ
ἔθνη σὴν δύναμιν ἀνίκητον σήμερον, ἔντιμε, δύναμιν
ἔχων ἐπί σωτηρίᾳ Ἰακὼβ γένους.
Γ Μακ. 6,13 Ας τρομάξουν, και κατατρομαγμένα ας συμμαζευθούν σήμερον
τα έθνη ενώπιον της ακατανίκητου δυνάμεώς σου, έντιμε Κυριε, Συ ο οποίος
έχεις ακατανίκητον την δύναμιν, δια να σώσης το γένος του Ιακώβ.
Γ Μακ. 6,14 ἱκετεύει σε
τὸ πᾶν πλῆθος τῶν νηπίων καὶ οἱ τούτων
γονεῖς μετὰ δακρύων.
Γ Μακ. 6,14 Σε ικετεύει όλον τούτο το πλήθος των νηπίων και οι
γονείς αυτών μετά δακρύων.
Γ Μακ. 6,15 δειχθήτω πᾶσιν
ἔθνεσιν, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἶ, Κύριε,
καὶ οὐκ ἀπέστρεψας τὸ πρόσωπόν σου ἀφ᾿
ἡμῶν, ἀλλὰ καθὼς εἶπας ὅτι
οὐδ᾿ ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν
αὐτῶν ὄντων ὑπερεῖδες αὐτούς, οὕτως
ἐπιτέλεσον, Κύριε.
Γ Μακ. 6,15 Ας φανή, Κυριε, εις όλα τα έθνη, ότι είσαι μαζή μας
και δεν απέστρεψες το πρόσωπόν σου από ημάς, αλλά, όπως άλλοτε υπεσχέθης ότι
δεν θα μας παραβλέψης, όταν ευρισκώμεθα εις την χώραν των εχθρών μας, πράξε
τούτο και τώρα, Κυριε”.
Η θαυμαστή σωτηρία των Ιουδαίων και η μεταστροφή του Πτολεμαίου
Γ Μακ. 6,16 Τοῦ δὲ
Ἐλεαζάρου λήγοντος ἄρτι τῆς προσευχῆς, ὁ
βασιλεὺς σὺν τοῖς θηρίοις καὶ παντὶ τῷ
τῆς δυνάμεως φρυάγματι κατὰ τὸν ἱππόδρομον
παρῆγε.
Γ Μακ. 6,16 Αμέσως, μόλις ετελείωσε την προσευχήν του ο
Ελεάζαρος, εισώρμησεν ο βασιλεύς μαζή με τα θηρία και με όλον τον
φρυαττόμενον στρατόν του στο ιπποδρόμιον.
Γ Μακ. 6,17 καὶ θεωρήσαντες
οἱ Ἰουδαῖοι μέγα εἰς οὐρανὸν
ἀνέκραξαν, ὥστε καὶ τοὺς παρακειμένους
αὐλῶνας συνηχήσαντας ἀκατάσχετον οἰμωγὴν
ποιῆσαι παντὶ τῷ στρατοπέδῳ.
Γ Μακ. 6,17 Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν αυτά, ανέκραξαν με μεγάλην
φωνήν προς τον Θεόν, ώστε αντήχησαν αι πλησίον κοιλάδες και ηκούσθη εις όλον
το στρατόπεδον του Πτολεμαίου ασυγκράτητος θρήνος,
Γ Μακ. 6,18 τότε ὀ
μεγαλόδοξος παντοκράτωρ καὶ ἀληθινὸς Θεός, ἐπιφάνας
τὸ ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον, ἠνέῳξε τὰς
οὐρανίους πύλας, ἐξ ὧν δεδοξασμένοι δύο φοβεροειδεῖς
ἄγγελοι κατέβησαν φανεροὶ πᾶσι, πλὴν τοῖς
Ἰουδαίοις,
Γ Μακ. 6,18 τότε ο άπειρος κατά την δόξαν, και παντοδύναμος και
αληθινός Θεός, κατέστησεν ολοφάνερον την αγίαν αυτού δύναμιν, διότι ήνοιξε
τας πύλας του ουρανού και κατέβησαν από αυτούς δύο ολόλαμπροι, αλλά και
φοβεροί κατά την μορφήν, άγγελοι, τους οποίους έβλεπον όλοι οι άλλοι πλην των
Ιουδαίων.
Γ Μακ. 6,19 καὶ
ἀντέστησαν καὶ τὴν δύναμιν τῶν ὑπεναντίων
ἐπλήρωσαν ταραχῆς καὶ δειλίας καὶ ἀκινήτοις
ἔδησαν πέδαις.
Γ Μακ. 6,19 Αυτοί αντεστάθησαν εις την επιδρομήν των θηρίων και
εγέμισαν από φόβον και ταραχήν την στρατιωτικήν δύναμιν των εχθρών και σαν με
σιδερένια δεσμά τους έδεσαν και τους έκαμαν ακινήτους.
Γ Μακ. 6,20 καὶ
ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῦ βασιλέως σῶμα
ἐγενήθη καὶ λήθη τὸ θράσος αὐτοῦ τὸ
βαρύθυμον ἔλαβε.
Γ Μακ. 6,20 Και αυτού του βασιλέως το σώμα, εκυριεύθη από φρίκην,
ώστε αυτός ελησμόνησε τον άγριον του θυμόν.
Γ Μακ. 6,21 καὶ
ἀπέστρεψαν τὰ θηρία ἐπὶ τὰς συνεπομένας
ἐνόπλους δυνάμεις καὶ κατεπάτουν αὐτὰς καὶ
ὠλόθρευον.
Γ Μακ. 6,21 Τοτε τα θηρία εστράφησαν εναντίον των στρατιωτών, που
τα ακολουθούσαν, τους καταπατούσαν και τους εξωλόθρευαν.
Γ Μακ. 6,22 καὶ μετεστράφη
τοῦ βασιλέως ἡ ὀργὴ εἰς οἶκτον καὶ
δάκρυα ὑπὲρ τῶν ἔμπροσθεν αὐτῷ
μεμηχανευμένων.
Γ Μακ. 6,22 Αμέσως η οργή του βασιλέως μετεστράφη εις θρήνους και
δάκρυα, διότι αυτός προηγουμένως είχε μηχανευθή και αποφασίσει την με αυτόν τον
τρόπον καταστροφήν των Εβραίων.
Γ Μακ. 6,23 ἀκούσας γὰρ
τῆς κραυγῆς καὶ συνιδῶν πρηνεῖς ἅπαντας
εἰς τὴν ἀπώλειαν, δακρύσας μετὰ ὀργῆς
τοῖς φίλοις διηπειλεῖτο λέγων·
Γ Μακ. 6,23 Διότι, όταν ο βασιλεύς ήκουσε την κραυγήν και είδεν
ότι όλοι ευρίσκονται κατά γης παράλυτοι προς καταστροφήν, εδάκρυσε και
απηύθυνε βαρείας απειλάς εναντίον των φίλων του λέγων·
Γ Μακ. 6,24 παραβασιλεύετε καὶ
τυράννους ὑπερβεβήκατε ὠμότητι καὶ ἐμὲ
αὐτὸν τὸν ὑμῶν εὐεργέτην
ἐπιχειρεῖτε τῆς ἀρχῆς ἤδη καὶ
τοῦ πνεύματος μεθιστᾶν, λάθρα μηχανώμενοι τὰ μὴ
συμὑφεροντα τῇ βασιλείᾳ.
Γ Μακ. 6,24 “σεις έχετε κάμει ιδικήν σας παραβασιλείαν και
εξεπεράσατε κατά την σκληρότητα τους τυράννους. Διότι εμέ, τον ευεργέτην σας,
επιχειρείτε να με αποξενώσετε από την εξουσίαν και να μου αφαιρέσετε την ζωήν
μου και συνωμοτείτε κρυφίως εναντίον των συμφερόντων της βασιλείας μου.
Γ Μακ. 6,25 τίς τοὺς
κρατήσαντας ἡμῶν ἐν πίστει τὰ τῆς χώρας
ὀχυρώματα, τῆς οἰκίας ἀποστήσας ἕκαστον
ἀλόγως ἤθροισεν ἐνθάδε;
Γ Μακ. 6,25 Ποιός χωρίς κανένα λόγον και αφορμήν συνεκέντρωσεν εδώ
αυτούς τους Ιουδαίους και τους απεμάκρυνεν από τα σπίτια των, αυτούς οι
οποίοι δια την μεγάλην των προς ημάς πίστιν ηγωνίσθησαν και εκράτησαν
αδούλωτα τα οχυρώματα της χώρας μας;
Γ Μακ. 6,26 τίς τοὺς ἐξ
ἀρχῆς εὐνοίᾳ πρὸς ἡμᾶς κατὰ
πάντα διαφέροντας πάντων ἐθνῶν καὶ τοὺς χειρίστους
πλεονάκις ἀνθρώπων ἐπιδεδεγμένους κινδύνους, οὕτως
ἀθέσμοις περιέβαλεν αἰκίαις; ,1
Γ Μακ. 6,26 Ποιός με τέτοια παράνομα βασανιστήρια εταλαιπώρησεν
αυτούς τους Ιουδαίους, οι οποίοι απ' αρχής διέκειντο ευμενώς προς ημάς και
ενδιεφέροντο δια τα ιδικά μας πράγματα περισσότερον από όλα τα άλλα έθνη και
οι οποίοι προς χάριν ημών είχαν εκτεθή και στους χειροτέρους, πολλές φορές,
κινδύνους;
Γ Μακ. 6,27 λύσατε, ἐκλύσατε
ἄδικα δεσμά· εἰς τὰ ἴδια μετ᾿
εἰρήνης ἐξαποστείλατε, τὰ προπεπραγμένα παραιτησάμενοι.
Γ Μακ. 6,27 Λυσατε, λύσατε τελείως τα άδικα δεσμά και αποστείλατέ
τους με ειρήνην εις την πατρίδα των, αποκηρύσσοντες όσα εναντίον των είχατε
πράξει προηγουμένως.
Γ Μακ. 6,28 ἀπολύσατε
τοὺς υἱοὺς τοῦ παντοκράτορος ἐπουρανίου Θεοῦ
ζῶντος, ὃς ἀφ᾿ ἡμετέρων μέχρι τοῦ
νῦν προγόνων ἀπαραπόδιστον μετὰ δόξης εὐστάθειαν
παρέχει τοῖς ἡμετέροις πράγμασιν.
Γ Μακ. 6,28 Ελευθερώσατε τους υιούς του παντοκράτορος και
επουρανίου και ζώντος Θεού, ο οποίος από τους προγόνους μας μέχρι της
σημερινής ημέρας δίδει εις τα ιδικά μας πράγματα ανεμπόδιστον μετά δόξης
σταθερότητα”.
Γ Μακ. 6,29 ὁ μὲν
οὖν ταῦτα ἔλεξεν· οἱ δὲ ἐν
ἀμερεῖ χρόνῳ λυθέντες τὸν ἅγιον σωτῆρα
Θεὸν αὐτῶν εὐλόγουν, ἄρτι τὸν θάνατον
ἐκπεφευγότες.
Γ Μακ. 6,29 Ο μέν, λοιπόν, βασιλεύς αυτά είπε· οι δε Ιουδαίοι
αμέσως, χωρίς καμμίαν χρονοτριβήν ελύθησαν από τα δεσμά των, εδοξολογούσαν
τον άγιον σωτήρα των, τον Θεόν, διότι διέφυγον τον προ ολίγου φοβερόν
θάνατον.
Γ Μακ. 6,30 Εἶτα ὁ
βασιλεὺς εἰς τὴν πόλιν ἀπαλλαγείς, τὸν
ἐπὶ τῶν προσόδων προσκαλεσάμενος, ἐκέλευσεν
οἴνους τε καὶ τὰ λοιπὰ πρὸς εὐωχίαν
ἐπιτήδεια τοῖς Ἰουδαίοις χορηγεῖν ἐπὶ
ἡμέρας ἑπτά, κρίνας αὐτοὺς ἐν ᾧ
τόπῳ ἔδοξαν τὸν ὄλεθρον ἀναλαμβάνειν, ἐν
τούτῳ ἐν εὐφροσύνῃ πάσῃ σωτήρια ἄγειν.
Γ Μακ. 6,30 Επειτα ο βασιλεύς, όταν επανήλθεν εις την πόλιν,
προσεκάλεσε τον εισπράκτορα των προσόδων του και του έδωσεν εντολήν να
χορηγήση στους Ιουδαίους επτά ημέρας οίνον και όσα άλλα εχρειάζοντο δια
συμπόσια ευωχίας· κρίνας ότι έπρεπεν οι Ιουδαίοι στον τόπον εκείνον, όπου
επίστευσαν ότι θα έβρισκαν τον όλεθρόν των, εις αυτόν να εορτάσουν με κάθε
ευφροσύνην και χαράν την σωτηρίαν των.
Γ Μακ. 6,31 τότε οἱ
πρὶν ἐπονείδιστοι καὶ πλησίον τοῦ ᾅδου,
μᾶλλον δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ βεβηκότες,
ἀντὶ πικροῦ καὶ δυσαιάκτου μόρου, κώθωνα σωτήριον
συστησάμενοι, τὸν εἰς πτῶσιν αὐτοῖς καὶ
τάφον ἡτοιμασμένον τόπον κλισίαις κατεμέρισαν πλήρεις χαρμονῆς.
Γ Μακ. 6,31 Και τότε οι μέχρι προ ολίγου σκληρώς εμπαιζόμενοι και
βασανιζόμενοι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχαν ευρεθή πλησίον του άδου, μάλλον δε
και είχαν εισέλθει στον άδην, αντί του πικρού και αξιοθρηνήτου θανάτου,
οργάνωσαν συμπόσιον σωτηρίας, ώστε ο τόπος εκείνος, που είχε προορισθή ως
τόπος σφαγής των και θανάτου, έγινε τόπος χαράς, καταμερισμένος εις τμήματα,
όπου καθ' ομάδας εκάθηντο οι Ιουδαίοι και εώρταζαν το συμπόσιον της χαράς.
Γ Μακ. 6,32 καταλήξαντες δὲ
θρήνου πανόδυρτον μέλος ἀνέλαβον ᾠδὴν πάτριον, τὸν
σωτῆρα καὶ τερατοποιὸν αἰνοῦντες Θεόν·
οἰμωγήν τε πᾶσαν καὶ κωκυτὸν ἀπωσάμενοι
χοροὺς συνίσταντο εὐφροσύνης εἰρηνικῆς σημεῖον.
Γ Μακ. 6,32 Αφού δε έπαυσαν πλέον τα πλήρη οδυρμών πένθιμα άσματά
των, ήρχισαν να ψάλλουν τους πατροπαραδότους ύμνους, δοξολογούντες τον
θαυματουργόν και σωτήρα των Θεόν. Αφού δε απέβαλον πλέον κάθε στεναγμόν και
θρήνον, έστησαν χορούς χαράς εις έκφρασιν της ειρηνικής και χαρουμένης ζωής
των.
Γ Μακ. 6,33 ὡσαύτως δὲ
καὶ ὁ βασιλεὺς περὶ τούτων συμπόσιον βαρὺ
συναγαγών, ἀδιαλείπτως εἰς οὐρανὸν
ἀνθωμολογεῖτο μεγαλοπρεπῶς ἐπὶ τῇ
παραδόξῳ γενηθείσῃ αὐτῷ σωτηρίᾳ.
Γ Μακ. 6,33 Επίσης και ο βασιλεύς δια τα αυτά γεγονότα ωργάνωσε
πλούσιον συμπόσιον, αδιαλείπτως δε και μεγαλοπρεπώς εδόξαζε τον Θεόν δια την
σωτηρίαν του, η οποία κατά τόσον θαυμαστόν και παράδοξον τρόπον έγινε δι'
αυτόν.
Γ Μακ. 6,34 οἵ τε πρὶν
εἰς ὄλεθρον καὶ οἰωνοβρώτους αὐτοὺς
ἔσεσθαι τιθέμενοι, μετὰ χαρᾶς ἀπογραψάμενοι κατεστέναξαν,
αἰσχύνην ἐφ᾿ ἑαυτοῖς περιβαλλόμενοι καὶ
τὴν πυρίπνουν τόλμαν ἀκλεῶς ἐσβεσμένοι.
Γ Μακ. 6,34 Οι δε εχθροί των Ιουδαίων, οι οποίοι ολίγον
προηγουμένως είχαν ακλόνητον την πεποίθησιν ότι οι Ιουδαίοι θα εξολοθρευθούν
και θα γίνουν βορά των σαρκοφάγων πτηνών του ουρανού, και οι οποίοι με χαράν
τους κατέγραφαν, τώρα ανεστέναζαν, διότι είχαν κατεντροπιασθή. Η δε πύρινη
των θρασύτης εναντίον των Ιουδαίων είχε σβήσει τόσον αδόξως.
Γ Μακ. 6,35 οἵ τε
Ἰουδαῖοι, καθὼς προειρήκαμεν, συστησάμενοι τὸν
προειρημένον χορόν, μετ᾿ εὐωχίας ἐν ἐξομολογήσεσιν
ἱλαραῖς καὶ ψαλμοῖς διῆγον,
Γ Μακ. 6,35 Οι Ιουδαίοι, όπως προηγουμένως ανεφέραμεν, έστησαν
χορούς, μετείχαν εις χαρμόσυνα συμπόσια και εδόξαζον με ύμνους ευχαριστίας
τον Κυριον.
Γ Μακ. 6,36 καὶ κοινὸν
ὁρισάμενοι περὶ τούτων θεσμὸν ἐπὶ πᾶσαν
τὴν παροικίαν αὐτῶν εἰς γενεάς, τὰς
προειρημένας ἡμέρας ἄγειν ἔστησαν εὐφροσύνους,
οὐ πότου χάριν καὶ λιχνείας, σωτηρίας δὲ τῆς
διὰ Θεὸν γενομένης αὐτοῖς.
Γ Μακ. 6,36 Ελαβον δε ομόφωνον απόφασιν και ώρισαν, όπως εις όλην
την παροικίαν των και εις όλας τας επερχομένας γενεάς εορτάζωνται με
ευφροσύνην αι προμνημονευθείσαι ημέραι της σωτηρίας των, όχι δια να πίνουν
και τρώγουν καλομαγειρευμένα φαγητά, αλλά δια την σωτηρίαν των, η οποία εδόθη
εις αυτούς από τον Θεόν.
Γ Μακ. 6,37 ἐνέτυχον δὲ
τῷ βασιλεῖ τὴν ἀπόλυσιν αὐτῶν εἰς
τὰ ἴδια αἰτούμενοι.
Γ Μακ. 6,37 Παρεκάλεσαν δε τον βασιλέα να τους αφήση να επανέλθουν
εις τα σπίτια των.
Γ Μακ. 6,38 ἀπογράφονται
δὲ αὐτοὺς ἀπὸ πέμπτης καὶ εἰκάδος
τοῦ Παχὼν ἕως τῆς τετάρτης τοῦ Ἐπιφί,
ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα, συνίστανται δὲ
αὐτῶν τὴν ἀπώλειαν ἀπὸ πέμπτης τοῦ
Ἐπιφὶ ἕως ἑβδόμης, ἡμέραις τρισίν,
Γ Μακ. 6,38 Η δια το έργον της εξοντώσεώς των απογραφή των
Ιουδαίων υπό των εθνικών έγινεν από της εικοστής πέμπτης του μηνός Παχών
μέχρι της τετάρτης του μηνός Επιφί, επί τεσσαράκοντα ημέρας. Αι δε εναντίον
αυτών εν Αλεξανδρείᾳ ταλαιπωρίαι και βασανισμοί
διήρκεσαν από της πέμπτης του μηνός Επιφί μέχρι και της εβδόμης του ιδίου
μηνός, δηλαδή τρεις ημέρας.
Γ Μακ. 6,39 ἐν αἷς
καὶ μεγαλοδόξως ἐπιφάνας τὸ ἔλεος αὐτοῦ
ὁ τῶν ὅλων δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς
ἐῤῥύσατο ὁμοθυμαδόν.
Γ Μακ. 6,39 Επειτα από τας ημέρας αυτάς, ο Θεός ο παντοκράτωρ
έδειξε κατά ένα μεγαλόδοξον τρόπον το έλεός του και εγλύτωσεν αυτούς από τους
διωγμούς σώους και αβλαβείς.
Γ Μακ. 6,40 εὐωχοῦντο δὲ
πάνθ᾿ ὑπὸ τοῦ βασιλέως χορηγούμενοι μέχρι τῆς
τεσσαρεσκαιδεκάτης, ἐν ᾗ καὶ τὴν ἐντυχίαν
ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν.
Γ Μακ. 6,40 Με τας χορηγηθείσας δε από τον βασιλέα τροφάς οι
Ιουδαίοι ευωχούντο εις συμπόσια από της ογδόης έως της δεκάτης τετάρτης του
Επιφί, κατά την οποίαν παρεκάλεσαν τον βασιλέα να τους αφήση ελευθέρους.
Γ Μακ. 6,41 συναινέσας τε αὐτοῖς
ὁ βασιλεὺς ἔγραψεν αὐτοῖς τὴν
ὑπογεγραμμένην ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς κατὰ
πόλιν στρατηγοὺς μεγαλοψύχως τὴν ἐκτενίαν ἔχουσαν.
Γ Μακ. 6,41 Εκείνος απεδέχθη την αίτησίν των και έγραψε προς τους
ανά τας διαφόρους πόλεις στρατηγούς, κατά τρύπον έντονον, τας καλυτέρας
συστάσεις δια τους Ιουδαίους, την κατωτέρω επιστολήν.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
7-
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ
|
Η μεταστροφή του Πτολεμαίου και η διαταγή του υπέρ των Ιουδαίων
Γ Μακ. 7,1 «Βασιλεὺς
Πτολεμαῖος ὁ Φιλοπάτωρ τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον
στρατηγοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τεταγμένοις ἐπὶ
πραγμάτων χαίρειν καὶ ἐῤῥῶσθαι·
Γ Μακ. 7,1 Ο βασιλεύς Πτολεμαίος ο Φιλοπάτωρ, εύχομαι χαράν
και υγείαν στους ανά την Αίγυπτον στρατηγούς και εις όλους τους υπαλλήλους
τους διορισμένους δια τας υποθέσστου βασιλείου.
Γ Μακ. 7,2 ἐῤῥώμεθα
δὲ καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ τέκνα
ἡμῶν, κατευθύναντος ἡμῖν τοῦ μεγάλου Θεοῦ
τὰ πράγματα καθὼς προαιρούμεθα.
Γ Μακ. 7,2 Και ημείς οι ίδιοι υγιαίνομεν, όπως και τα τέκνα
μας, διότι ο μεγάλος Θεός διηύθυνε τα πράγματά μας, όπως και ημείς οι ίδιοι,
ηθέλομεν.
Γ Μακ. 7,3 τῶν φίλων τινές,
κακοηθείᾳ πυκνότερον ἡμῖν παρακείμενοι, συνέπεισαν
ἡμᾶς εἰς τὸ τοὺς ὑπὸ τὴν
βασιλείαν Ἰουδαίους συναθροίσαντας σύστημα κολάσασθαι ξενιζούσαις
ἀποστατῶν τιμωρίαις,
Γ Μακ. 7,3 Μερικοί από τους φίλους μας από κακάς συχνότερα διαθέσεις
εναντίον ημών παρακινούμενοι μας έπεισαν, να συγκεντρώσωμεν εις μίαν ομάδα
τους Ιουδαίους, που ευρίσκοντο στο βασίλειόν μου, και να τους τιμωρήσωμεν με
τρομεράς και ασυνήθεις βασάνους, όπως τιμωρούνται οι επαναστάται.
Γ Μακ. 7,4 προσφερόμενοι μήποτε εὐσταθήσειν
τὰ πράγματα ἡμῶν, δι᾿ ἣν ἔχουσιν
οὗτοι πρὸς πάντα τὰ ἔθνη δυσμένειαν, μέχρις ἂν
συντελεσθῇ τοῦτο.
Γ Μακ. 7,4 Υπέβαλαν δε εις ημάς αυτά, ισχυριζόμενοι ότι ποτέ
τα πράγματά μας δεν θα προοδεύσουν εξ αιτίας του μίσους, που τρέφουν οι
Εβραίοι εναντίον όλων των εθνών. Ελπίς και βεβαιότης προόδου υπάρχει, όταν
σταματήση αυτή η κατάστασις.
Γ Μακ. 7,5 οἳ καὶ
δεσμίους καταγαγόντες αὐτοὺς μετὰ σκυλμῶν ὡς
ἀνδράποδα, μᾶλλον δὲ ὡς ἐπιβούλους, ἄνευ
πάσης ἀνακρίσεως καὶ ἐξετάσεως ἐπεχείρησαν
ἀνελεῖν, νόμου Σκυθῶν ἀγριωτέραν ἐμπεπορπημένοι
ὠμότητα.
Γ Μακ. 7,5 Αυτοί, λοιπόν, σιδηροδεσμίους τους ωδήγησαν εις την
παραλίαν με πολλάς βασάνους, ως εάν επρόκειτο δι' ανδράποδα, μάλλον δε δια
κακούργους. Και ταύτα χωρίς καμμίαν προηγουμένως ανάκρισιν και εξέτασιν.
Απεφάσισαν δε να τους εξολοθρεύσουν εμποτισμένοι από τέτοιαν ωμότητα, η οποία
είναι αγριωτέρα και από αυτούς ακόμη τους σκληρούς νόμους των Σκυθών.
Γ Μακ. 7,6 ἡμεῖς
δὲ ἐπὶ τούτοις σκληρότερον διαπειλησάμενοι, καθ᾿
ἣν ἔχομεν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἐπιείκειαν,
μόγις τὸ ζῆν αὐτοῖς χαρισάμενοι καὶ τὸν
ἐπουράνιον Θεὸν ἐγνωκότες ἀσφαλῶς
ὑπερησπικότα τῶν Ἰουδαίων, ὡς πατέρα ὑπὲρ
υἱῶν διαπαντὸς ὑπερμαχοῦντα,
Γ Μακ. 7,6 Ημείς δι' όλα αυτά τους ηπειλήσαμεν κατά τον
σκληρότερον τρόπον και επειδή εφαρμόζομεν την επιείκειαν, που δεικνύομεν προς
όλους τους ανθρώπους, εχαρίσαμεν εις αυτούς μόλις την ζωήν, όταν είδομεν
οφθαλμοφανώς, ότι ο επουράνιος Θεός υπερασπίζει τους Ιουδαίους με κάθε
ασφάλειαν και ωσάν πατέρας υπερμαχεί υπέρ των υιών του πάντοτε.
Γ Μακ. 7,7 τήν τε τοῦ φίλου
ἣν ἔχουσι πρὸς ἡμᾶς βεβαίαν καὶ
τοὺς προγόνους ἡμῶν εὔνοιαν ἀναλογισάμενοι,
δικαίως ἀπολελύκαμεν πάσης καθ᾿ ὁντινοῦν αἰτίας
τρόπον
Γ Μακ. 7,7 Τους απηλλάξαμεν δε από κάθε κατηγορίαν υθενδήποτε
προερχομένην και τους αφήσαμεν ελευθέρους, διότι ελάβομεν υπ' όψιν και την
σταθεράν φιλίαν, που έχουν οι Ιουδαίοι προς ημάς, και την εύνοιαν, την οποίαν
οι πρόγονοί μας είχαν δείξει προς αυτούς.
Γ Μακ. 7,8 καὶ προστετάχαμεν
ἑκάστῳ πάντας εἰς τὰ ἴδια ἐπιστρέφειν,
ἐν παντὶ τόπῳ μηθενὸς αὐτοὺς τὸ
σύνολον καταβλάπτοντος, μήτε ὀνειδίζειν περὶ τῶν
γεγενημένων παρὰ λόγον.
Γ Μακ. 7,8 Διατάσσομεν, λοιπόν, τον καθένα από σας, να
συνεργήσετε δια την επιστροφήν όλων αυτών εις την πατρίδα των, χωρίς κανείς
από όλους σας εις κάθε τόπον ουδέ επ' ελάχιστον να τους βλάψη η να τους
χλευάση, δια τα παράλογα γεγονότα, τα οποία έλαβον χώραν εναντίον των.
Γ Μακ. 7,9 γινώσκετε γὰρ
ὅτι κατὰ τούτων, ἐάν τι κακοτεχνήσωμεν πονηρὸν
ἢ ἐπιλυπήσωμεν αὐτοὺς τὸ σύνολον, οὐκ
ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν πάσης δεσπόζοντα δυνάμεως
Θεὸν ὕψιστον ἀντικείμενον ἡμῖν ἐπ᾿
ἐκδικήσει τῶν πραγμάτων κατὰ πᾶν ἀφεύκτως
διὰ παντὸς ἕξομεν. ἔῤῥωσθε».
Γ Μακ. 7,9 Μαθετε, ότι, εάν διαπράξωμεν κάτι κακόν εναντίον
των η γενικώς τους λυπήσωμεν, δεν θα λυπήσωμεν άνθρωπον αλλά τον ύψιστον
Θεόν, ο οποίος κυριαρχεί επί όλων των δυνάμεων του κόσμου και θα τον έχωμεν
ισοβίως και αναποφεύκτως εκδικητήν και τιμωρόν δια τας παρανόμους πράξεις
μας. Υγιαίνετε”.
Η τιμωρία των εξωμοτών και η αποκατάσταση των Ιουδαίων
Γ Μακ. 7,10 Λαβόντες δὲ
τὴν ἐπιστολὴν ταύτην οὐκ ἐσπούδασαν
εὐθέως γενέσθαι περὶ τὴν ἄφοδον, ἀλλὰ
τὸν βασιλέα προσηξίωσαν τοὺς ἐκ τοῦ γένους τῶν
Ἰουδαίων τὸν ἅγιον Θεὸν αὐθαιρέτως παραβεβηκότας
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον τυχεῖν δι᾿
αὐτῶν τῆς ὀφειλομένης κολάσεως,
Γ Μακ. 7,10 Οι Ιουδαίοι, όταν έλαβαν αυτήν την επιστολήν, δεν
εβιάσθησαν να αναχωρήσουν αμέσως, αλλά παρεκάλεσαν τον βασιλέα, όπως στους
Ιουδαίους εκείνους, οι οποίοι ελευθέρως και χωρίς εξαναγκασμόν απεμακρύνθησαν
από τον άγιον Θεόν και κατεπάτησαν τον θείον νόμον, επιβληθή η οφειλομένη τιμωρία.
Γ Μακ. 7,11 προφερόμενοι τοὺς
γαστρὸς ἕνεκεν τὰ θεῖα παραβεβηκότας προστάγματα
μηδέποτε εὐνοήσειν μηδὲ τοῖς τοῦ βασιλέως πράγμασιν.
Γ Μακ. 7,11 Ελεγαν δε και τούτο, ότι όσοι δια λόγους
κοιλιοδουλείας παραβαίνουν τα θεία προστάγματα, ποτέ δεν θα έχουν καλήν
διαγωγήν απέναντι και των πραγμάτων του βασιλέως.
Γ Μακ. 7,12 ὁ δὲ
τἀληθὲς αὐτοὺς λέγειν παραδεξάμενος καὶ
συναινέσας ἔδωκεν αὐτοῖς ἄδειαν πάντων, ὅπως
τοὺς παραβεβηκότας τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον
ἐξολοθρεύσωσι κατὰ πάντα τὸν ὑπὸ τὴν
βασιλείαν αὐτοῦ τόπον μετὰ παῤῥησίας ἄνευ
πάσης βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ ἐπισκέψεως.
Γ Μακ. 7,12 Ο βασιλεύς παρεδέχθη, ότι αυτοί όντως λέγουν την
αλήθειαν, συγκατετέθη και έδωσεν εις αυτούς την άδειαν, να εξολοθρεύσουν εις
οιονδήποτε μέρος του βασιλείου του εκείνους, οι οποίοι είχαν παραβή τον νόμον
του Θεού. Να επιβάλουν την τιμωρίαν αυτήν μετά θάρρους, χωρίς και να
περιμένουν ειδικήν βασιλικήν διαταγήν, η έστω και απλήν γνώσιν εκ μέρους του
βασιλέως.
Γ Μακ. 7,13 τότε κατευφημήσαντες αὐτόν,
ὡς πρέπον ἦν, οἱ τούτων ἱερεῖς καὶ πᾶν
τὸ πλῆθος ἐπιφωνήσαντες τὸ ἀλληλούϊα,
μετὰ χαρᾶς ἀνέλυσαν.
Γ Μακ. 7,13 Τοτε οι Ιουδαίοι επευφήμησαν τον βασιλέα, όπως
άλλωστε ήτο και πρέπον, οι εξ αυτών ιερείς και όλον το πλήθος ανεφώνησαν το
“αλληλούϊα” και ανεχώρησαν κατόπιν μετά χαράς.
Γ Μακ. 7,14 τότε τὸν
ἐμπεσόντα τῶν μεμιασμένων ὁμοεθνῆ κατὰ
τὴν ὁδὸν ἐκολάζοντο καὶ μετὰ
παραδειγματισμῶν ἀνῄρουν.
Γ Μακ. 7,14 Επειτα οποιονδήποτε ομοεθνή των συναντούσαν στον
δρόμον των, ο οποίος, καθ' ο εξωμότης, ήτο μολυσμένος, τον ετιμωρούσαν, τον
διεπόμπευαν και τον εφόνευαν.
Γ Μακ. 7,15 ἐκείνῃ
δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἀνεῖλον ὑπὲρ
τοὺς τριακοσίους ἄνδρας καὶ ἤγαγον εὐφροσύνην
μετὰ χαρᾶς τοὺς βεβήλους χειρωσάμενοι.
Γ Μακ. 7,15 Κατά την ημέραν δε εκείνην εφόνευσαν περισσοτέρους
από τριακοσίους εξωμότας άνδρας και εώρτασαν με μεγάλην χαράν, διότι έδωσαν
την πρέπουσαν τιμωρίαν στους βεβήλους αυτούς.
Γ Μακ. 7,16 αὐτοὶ
δὲ οἱ μέχρι θανάτου τὸν Θεὸν ἐσχηκότες,
παντελῆ σωτηρίας ἀπόλαυσιν εἰληφότες, ἀνέζευξαν
ἐκ τῆς πόλεως παντοίοις εὐωδεστάτοις ἄνθεσι
κατεστεμμένοι μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ βοῆς, ἐν
αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῦντες
τῷ Θεῷ τῶν πατέρων αὐτῶν αἰωνίῳ
σωτῆρι τοῦ Ἰσραήλ.
Γ Μακ. 7,16 Αυτοί δέ, που μέχρι θανάτου είχαν μείνει πιστοί στον
Θεόν και οι οποίοι απήλαυσαν την πλήρη σωτηρίαν των, ανεχώρησαν από την πόλιν
καταστεφανωμένοι με διάφορα ευωδέστατα άνθη· υμνούσαν τον Θεόν με χαράν και
με κραυγάς χαράς και ευχαριστούσαν με μελωδικώτατα άσματα τον Θεόν των
πατέρων των, τον αιώνιον σωτήρα του ισραηλιτικού λαού.
Γ Μακ. 7,17 Παραγενηθέντες δὲ
εἰς Πτολεμαΐδα τὴν ὀνομαζομένην διὰ τὴν
τοῦ τόπου ἰδιότητα ῥοδοφόρον, ἐν ᾗ προσέμεινεν
αὐτούς ὁ στόλος κατὰ κοινὴν αὐτῶν
βουλὴν ἡμέρας ἑπτά,
Γ Μακ. 7,17 Δια των πλοίων ήλθον εις την Πτολεμαΐδα, η οποία
ωνομάζετο ροδοφόρος, ως εκ της ιδιότητος του τόπου να ευδοκιμούν εκεί τα ρόδα.
Ο στόλος τους επερίμενε σύμφωνα με κοινήν των απόφασιν επί επτά ημέρας.
Γ Μακ. 7,18 ἐκεῖ
ἐποίησαν πότον σωτήριον, τοῦ βασιλέως χορηγήσαντος
αὐτοῖς εὐψύχως τὰ πρὸς τὴν ἄφιξιν
πάντα ἑκάστῳ ἕως εἰς τὴν ἰδίαν
οἰκίαν.
Γ Μακ. 7,18 Εκεί ωργάνωσαν συμπόσιον δια την σωτηρίαν, εφ' όσον ο
βασιλεύς είχε χορηγήσει εις αυτούς εξ όλης ψυχής όλα τα μέσα δια την άφιξιν
όλων και ενός εκάστου από αυτούς μέχρι της ιδιαιτέρας του οικίας.
Γ Μακ. 7,19 καταχθέντες δὲ
μετ᾿ εἰρήνης ἐν ταῖς πρεπούσαις ἐξομολογήσεσιν,
ὡσαύτως κἀκεῖ ἔστησαν καὶ ταύτας ἄγειν
τὰς ἡμέρας ἐπὶ τὸν τῆς παροικίας
αὐτῶν χρόνον εὐφροσύνους.
Γ Μακ. 7,19 Αφού δε απεβιβάσθησαν με ειρήνην εις την ξηράν και
ανέπεμψαν προς τον Θεόν τους πρέποντας ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας,
ώρισαν να εορτάζουν εκεί με χαράν τας ημέρας αυτάς κατά το χρονικόν διάστημα,
που θα ευρίσκοντο εις την ξένην χώραν.
Γ Μακ. 7,20 ἃς καὶ
ἀνιερώσαντες ἐν στήλῃ κατὰ τὸν συμποσίας τόπον
προσευχῆς καθιδρύσαντες, ἀνέλυσαν ἀσινεῖς,
ἐλεύθεροι, ὑπερχαρεῖς, διά τε γῆς καὶ θαλάσσης
καὶ ποταμοῦ ἀνασωζόμενοι τῇ τοῦ βασιλέως
ἐπιταγῇ, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν
Γ Μακ. 7,20 Αφού δε καθιέρωσαν και εχάραξαν εις στήλην τας
εορτασίμους αυτάς ημέρας, ώρισαν δε τον τόπον εκείνον ως τόπον προσευχής,
επέστρεψαν κατόπιν σώοι, ελεύθεροι, υπερβολικά χαρούμενοι, ο καθένας εις την
πατρίδα του, δια της ξηράς, δια της θαλάσσης και δια των ποταμών, σύμφωνα με
την διαταγήν του βασιλέως.
Γ Μακ. 7,21 καὶ πλείστην
ἢ ἔμπροσθεν ἐν τοῖς ἐχθροῖς
ἐξουσίαν ἐσχηκότες μετὰ δόξης καὶ φόβου, τὸ
σύνολον ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντων.
Γ Μακ. 7,21 Επειτα δε από τα γεγονότα αυτά απέκτησαν μεγαλυτέραν
δύναμιν απέναντι των εχθρών των, από όσην είχαν προηγουμένως. Απελάμβανον
δόξαν και ενέπνεον φόβον στους αντιθέτους. Γενικώς δε εκ μέρους ουδενός
τίποτε από τα υπάρχοντά των δεν διεκινδύνευε πλέον.
Γ Μακ. 7,22 καὶ πάντα
τὰ ἑαυτῶν πάντες ἐκομίσαντο ἐξ
ἀπογραφῆς, ὥστε τούς ἔχοντάς τι μετὰ φόβου
μεγίστου ἀποδοῦναι αὐτοῖς, τὰ μεγαλεῖα
τοῦ μεγίστου Θεοῦ ποιήσαντος τελείως ἐπὶ
σωτηρίᾳ αὐτῶν.
Γ Μακ. 7,22 Αυτοί λοιπόν οι Ιουδαίοι, όλοι ανεξαιρέτως, επήραν τας
περιουσίας των, αι οποίαι είχαν προγραφή. Και εκείνοι ακόμα από τους
εθνικούς, που είχαν πάρει κάτι από τας περιουσίας των Ιουδαίων, τα επέστρεφαν
εις αυτούς με μεγάλον φόβον. Ο μέγιστος Θεός έκαμεν έτσι τόσον μεγάλα θαύματα
μέχρι τέλους δια την σωτηρίαν των.
Γ Μακ. 7,23 εὐλογητὸς
ὁ ῥύστης Ἰσραὴλ εἰς τοὺς ἀεὶ
χρόνους. Ἀμήν.
Γ Μακ. 7,23 Δοξασμένος ας είναι ο Θεός, ο λυτρωτής των Ισραηλιτών,
στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
|
|