ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 8-11

 

 

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ  

 Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΑ

                               Η εξέγερση του Ιούδα του Μακκαβαίου

Β Μακ. 8,1         Ἰούδας δὲ ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παρεισπορευόμενοι λεληθότως εἰς τὰς κώμας προσεκαλοῦντο τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς μεμενηκότας ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ προσλαβόμενοι συνήγαγον εἰς ἑξακισχιλίους.

Β Μακ. 8,1                Ο Ιούδας δε ο Μακκαβαίος και οι σύντροφοί του εισήρχοντο κρυφίως εις τας κωμοπόλεις και προσκαλούσαν τους ομοεθνείς κοντά των, αυτούς οι οποίοι είχαν μείνει πιστοί στον ιουδαϊσμόν. Ετσι δε προσέλαβαν και συνεκέντρωσαν εξ χιλιάδας άνδρας.

Β Μακ. 8,2         καὶ ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον ἐπιδεῖν ἐπὶ τὸν ὑπὸ πάντων καταπατούμενον λαόν, οἰκτεῖραι δὲ καὶ τὸν ναὸν τὸν ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων βεβηλωθέντα,

Β Μακ. 8,2               Παρακαλούσαν δε τον Κυριον, να επιβλέψη με ευσπλαγχνίαν στον λαόν του, ο οποίος κατεπατείτο από όλα τα έθνη. Να ευσπλαγχνισθή δε και τον ναόν του, ο οποίος είχε βεβηλωθή από ασεβείς ανθρώπους.

Β Μακ. 8,3         ἐλεῆσαι δὲ καὶ τὴν καταφθειρομένην πόλιν καὶ μέλλουσαν ἰσόπεδον γίνεσθαι καὶ τῶν καταβοώντων πρὸς αὐτὸν αἱμάτων εἰσακοῦσαι,

Β Μακ. 8,3               Να ελεήση και την πόλιν Ιερουσαλήμ, οποία κατεστρέφετο και εκινδύνευε να ισοπεδοθή και να μεταβληθή εις ερείπια. Παρακαλούσαν αυτόν, να εισακούση την φωνήν των αθώων αιμάτων, τα οποία εκραύγαζον προς αυτόν και εζητούσαν εκδίκησιν.

Β Μακ. 8,4         μνησθῆναι δὲ καὶ τῆς τῶν ἀναμαρτήτων νηπίων παρανόμου ἀπωλείας καὶ περὶ τῶν γενομένων εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημιῶν καὶ μισοπονηρῆσαι.

Β Μακ. 8,4               Να ενθυμηθή τους αδίκους θανάτους των αθώων νηπίων, τας βλασφημίας αι οποίαι εξεσφενδονίζοντο εναντίον του αγίου του ονόματος, και να δείξη την απέχθειαν και το μίσος του εναντίον των κακών ανθρώπων.

Β Μακ. 8,5         γενόμενος δὲ ἐν συστήματι ὁ Μακκαβαῖος ἀνυπόστατος ἤδη τοῖς ἔθνεσιν ἐγίνετο, τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου εἰς ἔλεον τραπείσης.

Β Μακ. 8,5               Ο Μακκαβαίος ετέθη επικεφαλής πολυαρίθμου επαναστατικού στρατού και εγινεν ακαταμάχητος από τα άλλα έθνη, διότι η έως τώρα οργή του Κυρίου εναντίον του έθνους του μετετράπη εις ευσπλαγχνίαν.

Β Μακ. 8,6         πόλεις δὲ καὶ κώμας ἀπροσδοκήτως ἐρχόμενος ἐνεπίμπρα καὶ τοὺς ἐπικαίρους τόπους ἀπολαμβάνων οὐκ ὀλίγους τῶν πολεμίων ἐνίκα τροπούμενος

Β Μακ. 8,6               Επέπιπτε δε αιφνιδίως εναντίον εχθρικών πόλεων και χωρίων και τα κατέκαιε. Κατελάμβανε προσφόρους θέσεις και επετύγχανε πολλάς νίκας εναντίον των πολεμίων κατατροπώνων αυτούς.

Β Μακ. 8,7         μάλιστα τὰς νύκτας πρὸς τὰς τοιαύτας ἐπιβουλὰς συνεργοὺς ἐλάμβανε. καὶ λαλιά τις τῆς εὐανδρίας αὐτοῦ διεχεῖτο πανταχῆ.

Β Μακ. 8,7               Αι επιθέσστου εγίνοντο κυρίως κατά τας νύκτας, τας οποίας και επροτιμούσε δια την επιτυχίαν των ενεργειών του. Η φήμη της ανδρείας του διεδίδετο πανταχού.

 

                                   Ο Νικάνορας εκστρατεύει εναντίον της Ιουδαίας

Β Μακ. 8,8         Συνορῶν δὲ ὁ Φίλιππος κατὰ μικρὸν εἰς προκοπὴν ἐρχόμενον τὸν ἄνδρα, πυκνότερον δὲ ἐν ταῖς εὐημερίαις προβαίνοντα, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν ἔγραψεν ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ βασιλέως πράγμασιν.

Β Μακ. 8,8               Εβλεπε δε ο Φιλιππος, ότι ο άνθρωπος αυτός εις μικρόν χρονικόν διάστημα εσημείωσε τοιαύτας προόδους και ότι αι επιτυχείς επιδρομαί του εγίνοντο συχνότεραι. Δι' αυτό έγραψε προς τον Πτολεμαίον, τον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, να βοηθήση εις τα πράγματα του βασιλέως.

Β Μακ. 8,9         ὁ δὲ ταχέως προχειρισάμενος Νικάνορα τὸν τοῦ Πατρόκλου τῶν πρώτων φίλων ἀπέστειλεν ὑποτάξας παμφύλων ἔθνη οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων τὸ σύμπαν τῶν Ἰουδαίων ἐξᾶραι γένος· συνέστησε δὲ αὐτῷ καὶ Γοργίαν ἄνδρα στρατηγὸν καὶ ἐν πολεμικαῖς χρείαις πεῖραν ἔχοντα.

Β Μακ. 8,9               Ο Πτολεμαίος εξέλεξε ταχέως δια το έργον αυτό τον Νικάνορα, υιόν του Πατρόκλου ο οποίος η το από τους πρώτους φίλους του βασιλέως. Τον απέστειλεν επικεφαλής είκοσι χιλιάδων περίπου ανδρών στρατολογημένων από τα διάφορα έθνη, δια να εξοντώσουν το έθνος των Εβραίων. Εδωσε δε εις αυτόν και τον Γοργίαν, άνδρα στρατιωτικόν, ο οποίος είχε και πείραν εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις.

Β Μακ. 8,10       διεστήσατο δὲ ὁ Νικάνωρ τὸν φόρον τῷ βασιλεῖ τοῖς Ῥωμαίοις ὄντα ταλάντων δισχιλίων ἐκ τῆς τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλωσίας ἐκπληρώσειν.

Β Μακ. 8,10             Ο Νικάνωρ υπελόγιζεν, ότι από την πώλησιν των Ιουδαίων αιχμαλώτων θα ημπορούσε να εξοικονομήση τα χρήματα δια τον φόρον, τον οποίον ώφειλε να πληρώση ο βασιλεύς στους Ρωμαίους ανερχόμενον εις δύο χιλιάδας τάλαντα.

Β Μακ. 8,11       εὐθέως δὲ εἰς τὰς παραθαλασσίους πόλεις ἀπέστειλε προσκαλούμενος ἐπ᾿ ἀγορασμὸν Ἰουδαϊκῶν σωμάτων, ὑπισχνούμενος ἐνενήκοντα σώματα ταλάντου παραχωρήσειν, οὐ προσδεχόμενος τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος μέλλουσαν παρακολουθήσειν ἐπ᾿ αὐτῷ δίκην.

Β Μακ. 8,11              Εσπευσε δε μάλιστα και απέστειλεν εις τας παραλίους πόλεις ανθρώπους, να προσκαλέση εμπόρους δια την αγοράν των Ιουδαίων αιχμαλώτων υποσχόμενος ότι θα πωλή ενενήκοντα αιχμαλώτους Ιουδαίους αντί ενός ταλάντου. Δεν ελάμβανε δε καθόλου υπ' όψιν την τιμωρίαν εκ μέρους του Παντοκράτορας Θεού, η οποία επρόκειτο να επακολουθήση εναντίον του.

 

                               Ο Ιούδας κατατροπώνει το Νικάνορα

Β Μακ. 8,12       τῷ δὲ Ἰούδᾳ προσέπεσε περὶ τῆς τοῦ Νικάνορος ἐφόδου· καὶ μεταδόντος αὐτοῦ τοῖς σὺν αὐτῷ τὴν παρουσίαν τοῦ στρατοπέδου,

Β Μακ. 8,12             Περιήλθον όμως εις γνώσιν του Ιούδα τα περί της ετοιμαζομένης αυτής εκστρατείας του Νικάνορος. Επληροφόρησε δε τους άνδρας του δια την εμφάνισιν του εχθρικού στρατού.

Β Μακ. 8,13       οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην διεδίδρασκον καὶ ἐξετόπιζον ἑαυτούς.

Β Μακ. 8,13              Τοτε οι μικρόψυχοι από τους στρατιώτας του και εκείνοι που δεν είχαν πίστιν εις την δικαιοσύνην του Θεού, εδραπέτευσαν και μετέβησαν εις άλλους τόπους.

Β Μακ. 8,14       οἱ δὲ τὰ περιλελειμμένα πάντα ἐπώλουν, ὁμοῦ δὲ τὸν Κύριον ἠξίουν ῥύσασθαι τοὺς ὑπὸ τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος πρὶν συντυχεῖν πεπραμένους·

Β Μακ. 8,14             Αλλοι δε άνδρες επωλούσαν ο,τι είχεν απομείνει εις αυτούς και παρακαλούσαν τον Κυριον, να τους γλυτώση από τα χέρια του ασεβούς Νικάνορας, ο οποίος τους είχε πωλήσει, πριν ακόμη συνάψη προς αυτούς μάχην.

Β Μακ. 8,15       καὶ εἰ μὴ δι᾿ αὐτούς, ἀλλὰ διὰ τὰς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν διαθήκας καὶ ἕνεκεν τῆς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπικλήσεως τοῦ σεμνοῦ καὶ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος αὐτοῦ.

Β Μακ. 8,15              Να τους σώση, αν όχι διότι αυτοί ήξιζον μιας τέτοιας σωτηρίας, αλλά δια την διαθήκην, την οποίαν είχε συνάψει προς τους προγόνους των και δια το άγιον και σεβαστόν και μεγαλοπρεπές όνομα του Θεού του Ισραήλ, με το οποίον αυτοί ωνομάζοντο.

Β Μακ. 8,16       συναγαγὼν δὲ ὁ Μακκαβαῖος τοὺς περὶ αὐτὸν ὄντας τὸν ἀριθμὸν ἐξακισχιλίους παρεκάλει μὴ καταπλαγῆναι τοὺς πολεμίους, μηδὲ εὐλαβεῖσθαι τὴν τῶν ἀδίκως παραγινομένων ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐθνῶν πολυπληθίαν, ἀγωνίσασθαι δὲ γενναίως

Β Μακ. 8,16             Ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσεν εκείνους, οι οποίοι είχαν παραμείνει μαζή του, ανερχομένους ει εξ χιλιάδας άνδρας, τους παρότρυνε να μη καταπλαγούν από τους εχθρούς των και να μη φοβηθούν από τον μεγάλον αριθμόν των εθνικών, οι οποίοι αδίκως επέρχονται εναντίον των, αλλά να αγωνισθούν με γενναιότητα.

Β Μακ. 8,17       πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντας τὴν ἀνόμως εἰς τὸν ἅγιον τόπον συντελεσμένην ὑπ᾿ αὐτῶν ὕβριν καὶ τὸν τῆς ἐμπεπαιγμένης πόλεως αἰκισμόν, ἔτι δὲ τὴν τῆς προγονικῆς πολιτείας κατάλυσιν.

Β Μακ. 8,17              Να έχουν δε ζωηρά προ των οφθαλμών των τον βέβηλον εξευτελισμόν, ο οποίος έγινεν από τους ειδωλολάτρας στον άγιον ναόν, τον βασανισμόν της χλευαζομένης από εκείνους πόλεως Ιερουσαλήμ, ακόμη δε και το γεγονός, ότι οι εχθροί έχουν πάρει την απόφασιν να καταλύσουν το ιδικόν των θεόσδοτον προγονικόν πολίτευμα.

Β Μακ. 8,18       οἱ μὲν γὰρ ὅπλοις πεποίθασιν ἅμα καὶ τόλμαις, ἔφησεν, ἡμεῖς δὲ ἐπὶ τῷ παντοκράτορι Θεῷ, δυναμένῳ καὶ τοὺς ἐρχομένους ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸν ὅλον κόσμον ἐν ἑνὶ νεύματι καταβαλεῖν, πεποίθαμεν.

Β Μακ. 8,18             Ειδικώτερον έλεγε προς αυτούς· “εκείνοι έχουν πεποίθησιν εις τα όπλα των και εις τας θρασύτητάς των, ημείς όμως έχομεν πεποίθησιν στον παντοδύναμον Θεόν, ο οποίος με ένα του νεύμα ημπορεί να καταβάλη όλους εκείνους, που επέρχονται εναντίον μας και ολόκληρον ακόμη τον κόσμον”.

Β Μακ. 8,19       προσαναλεξάμενος δὲ αὐτοῖς καὶ τὰς ἐπὶ τῶν προγόνων γενομένας ἀντιλήψεις καὶ τὴν ἐπὶ Σενναχηρείμ, ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδες ὡς ἀπώλοντο,

Β Μακ. 8,19             Απηρίθμησεν επίσης εις αυτούς αρχαία παραδείγματα, κατά τα οποία οι πρόγονοί των έλαβον βοήθειαν από τον Θεόν, μάλιστα δε την εναντίον του Σενναχηρείμ βοήθειαν, οπότε εξωλοθρεύθησαν εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες εχθροί.

Β Μακ. 8,20       καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ τὴν πρὸς αὐτοὺς Γαλάτας παράταξιν γενομένην, ὡς οἱ πάντες ἐπὶ τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι σὺν Μακεδόσι τετρασχιλίοις, τῶν Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι τὰς δώδεκα μυριάδας ἀπώλεσαν διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλὴν ἔλαβον.

Β Μακ. 8,20             Τους υπενθύμισε την μάχην, που είχε δοθή εναντίον των Γαλάτων εις την Βαβυλώνα και κατά την οποίαν όλοι- όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον έλθει, δια να λάβουν μέρος, εις αυτήν, ήσαν οκτώ χιλιάδες και τέσσαρες χιλιάδες επί πλέον Μακεδόνες. Οι Μακεδόνες όμως αυτοί ημποδίσθησαν και δεν ημπόρεσαν να πολεμήσουν. Αι οκτώ δε μόνον χιλιάδες Ιουδαίοι κατετρόπωσαν και εξωλόθρευσαν εκατόν είκοσι χιλιάδας εχθρών με την βοήθειαν, η οποία τους εστάλη από τον ουρανόν, και με την οποίαν είχαν αποκομίσει τότε μεγάλην ωφέλειαν.

Β Μακ. 8,21       ἐφ᾿ οἷς εὐθαρσεῖς αὐτοὺς παραστήσας καὶ ἑτοίμους ὑπὲρ τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν, τετραμερές τι τὸ στράτευμα ἐποίησε.

Β Μακ. 8,21             Αφού με τους λόγους αυτούς ο Ιούδας τους έδωσε θάρρος και τους προπαρεσκεύασε να είναι έτοιμοι και να αποθάνουν ακόμη αγωνιζόμενοι υπέρ των θείων νόμων και της πατρίδος των, διήρεσε τον στρατόν του εις τέσσαρα σώματα.

Β Μακ. 8,22       τάξας καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ προηγουμένους ἑκατέρας τάξεως, Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον καὶ Ἰωνάθαν, ὑποτάξας ἑκάστῳ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις,

Β Μακ. 8,22             Επικεφαλής δε εις κάθε σώμα στρατού έθεσεν ένα έκαστον από τους αδελφούς του· τον Σιμωνα, τον Ιώσηφον και τον Ιωνάθαν. Και έδωσεν εις αυτούς ανά χιλίους πεντακοσίους άνδρας.

Β Μακ. 8,23       ἔτι δὲ καὶ Ἐλεάζαρον, παραγνοὺς τὴν ἱερὰν βίβλον καὶ δοὺς σύνθημα Θεοῦ βοηθείας τῆς πρώτης σπείρας αὐτὸς προηγούμενος, συνέβαλε τῷ Νικάνορι.

Β Μακ. 8,23             Εκάλεσε δε τότε και τον Ελεάζαρον, δια να αναγνώση ενώπιον των στρατιωτών την Ιεράν Βιβλον. Επειτα έδωκεν ως σύνθημα της μάχης “βοήθεια από τον Θεόν”. Ο Ιούδας, ο αρχηγός του πρώτου σώματος στρατού, επετέθη εναντίον του Νικάνορος.

Β Μακ. 8,24       γενομένου δὲ αὐτοῖς τοῦ Παντοκράτορος συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων ὑπὲρ τοὺς ἐνακισχιλίους, τραυματίας δὲ καὶ τοῖς μέλεσιν ἀναπήρους τὸ πλεῖστον μέρος τῆς τοῦ Νικάνορος στρατιᾶς ἐποίησαν, πάντας δὲ φυγεῖν ἠνάγκασαν.

Β Μακ. 8,24             Με την βοήθειαν και την συμμαχίαν του παντοδυνάμου Θεού κατέσφαξαν οι Ιουδαίοι υπέρ τους εννέα χιλιάδας εχθρούς, ετραυμάτισαν δε και ακρωτηρίασαν το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του Νικάνορας, τους δε άλλους έτρεψαν εις φυγήν.

Β Μακ. 8,25       τὰ δὲ χρήματα τῶν παραγεγονότων ἐπὶ τὸν ἀγορασμὸν αὐτῶν ἔλαβον· συνδιώξαντες δὲ αὐτοὺς ἐφ᾿ ἱκανὸν ἀνέλυσαν ὑπὸ τῆς ὥρας συγκλειόμενοι.

Β Μακ. 8,25             Επήραν και τα χρήματα των εμπόρων εκείνων, οι οποίοι είχαν έλθει, δια να αγοράσουν Ιουδαίους αιχμαλώτους. Αφού δε κατεδίωξαν επί αρκετόν διάστημα τους φεύγοντας εχθρούς, εσταμάτησαν, διότι η ώρα δεν τους επέτρεπε πλέον να συνεχίσουν την καταδίωξιν.

Β Μακ. 8,26       ἦν γὰρ ἡ πρὸ τοῦ σαββάτου, δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐμακροθύμησαν κατατρέχοντες αὐτούς.

Β Μακ. 8,26             Ητο παραμονή του Σαββάτου και δια τούτο δεν επέμειναν να καταδιώξουν τους φεύγοντας εχθρούς.

Β Μακ. 8,27       ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς καὶ τὰ σκῦλα ἐκδύσαντες τῶν πολεμίων περὶ τὸ σάββατον ἐγίνοντο, περισσῶς εὐλογοῦντες καὶ ἐξομολογούμενοι τῷ Κυρίῳ τῷ διασώσαντι αὐτοὺς εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην, ἀρχὴν ἐλέους τάξαντος αὐτοῖς.

Β Μακ. 8,27             Οταν δε συνέλεξαν τα όπλα των εχθρών και επήραν από αυτούς τα λάφυρα, εώρτασαν το Σαββατον, δοξολογούντες και ευγνωμονούντες με όλην των την καρδίαν πλουσίως τον Κυριον, που τους έσωσε κατά την ημέραν αυτήν, την οποίαν και ώρισεν ως αρχήν της εκδηλώσεως των προς αυτούς οικτιρμών του και της προστασίας του.

Β Μακ. 8,28       μετὰ δὲ τὸ σάββατον τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ταῖς χήραις καὶ ὀρφανοῖς μερίσαντες ἀπὸ τῶν σκύλων, τὰ λοιπὰ αὐτοὶ καὶ τὰ παιδία ἐμερίσαντο.

Β Μακ. 8,28             Αφού δε επέρασε το Σαββατον, οι Ιουδαίοι στρατιώται εμοίρασαν από τα λάφυρα, που είχαν πάρει, εις εκείνους οι οποίοι εταλαιπωρήθησαν από τους διωγμούς, εις τας χήρας και εις τα ορφανά. Αυτοί δε με τα παιδιά των διεμοιράσθησαν τα υπόλοιπα.

Β Μακ. 8,29       ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι καὶ κοινὴν ἱκετίαν ποιησάμενοι, τὸν ἐλεήμονα Κύριον ἠξίουν εἰς τέλος καταλλαγῆναι τοῖς αὐτοῦ δούλοις.

Β Μακ. 8,29             Αφού δε έπραξαν αυτά, ωργάνωσαν μίαν κοινήν ικεσίαν προς τον ελεήμονα Κυριον και τον παρακαλούσαν, να συμφιλιωθή προς αυτούς και να στείλη το έλεός του στους δούλους του.

Β Μακ. 8,30       καὶ τοῖς περὶ Τιμόθεον καὶ Βακχίδην συνερίσαντες ὑπὲρ τοὺς δισμυρίους αὐτῶν ἀνεῖλον καὶ ὀχυρωμάτων ὑψηλῶν εὖ μάλα ἐγκρατεῖς ἐγένοντο καὶ λάφυρα πλεῖστα ἐμερίσαντο ἰσομοίρους ἑαυτοὺς καὶ τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ὀρφανοῖς καὶ χήραις, ἔτι δὲ καὶ πρεσβυτέροις ποιήσαντες.

Β Μακ. 8,30             Κατά δε την μάχην εναντίον του Τιμοθέου και του Βακχίδου εφόνευσαν υπέρ τας είκοσι χιλιάδας εχθρών, κατέλαβον με πολλήν ευκολίαν ισχυρά φρούρια, εμοιράσθησαν δε μεταξύ των πλήθος λαφύρων εις ίσα μέρη δια τους εαυτούς των και δι' εκείνους, οι οποίοι είχαν υποφέρει από τους διωγμούς, δια τα ορφανά, δια τας χήρας, όπως επίσης και δια τους γέροντας.

Β Μακ. 8,31       ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς ἐπιμελῶς πάντα συνέθηκαν εἰς τοὺς ἐπικαίρους τόπους, τὰ δὲ λοιπὰ τῶν σκύλων ἤνεγκαν εἰς Ἱεροσόλυμα.

Β Μακ. 8,31              Με πολλήν δε επιμέλειαν συνεκέντρωσαν όπλα από τους εχθρούς, τα οποία και ετοποθέτησαν εις καταλλήλους θέσεις. Τα δε υπόλοιπα από τα λάφυρα τα έφεραν εις την Ιερουσαλήμ.

Β Μακ. 8,32       τὸν δὲ φυλάρχην τῶν περὶ Τιμόθεον ἀνεῖλον, ἀνοσιώτατον ἄνδρα καὶ πολλὰ τοὺς Ἰουδαίους ἐπιλελυπηκότα.

Β Μακ. 8,32             Από τους περί τον Τιμόθεον επισήμους εφόνευσαν και τον σωματάρχην του, άνθρωπον ανοσιώτατον, ο οποίος πάρα πολλά κακά είχε προξενήσει στους Εβραίους.

Β Μακ. 8,33       ἐπινίκια δὲ ἄγοντες ἐν τῇ πατρίδι τοὺς ἐμπρήσαντας τοὺς ἱεροὺς πυλῶνας. Καλλισθένην καί τινας ἄλλους, ὑφῆψαν εἰς ἓν οἰκίδιον πεφευγότας, οἵτινες ἄξιον τῆς δυσσεβείας ἐκομίσαντο μισθόν.

Β Μακ. 8,33             Καθ' ον δε χρόνον εώρταζον τα επινίκια εις την πρωτεύουσάν των, τον Καλλισθένην και μερικούς άλλους, οι οποίοι είχαν πυρπολήσει τας ιεράς πύλας του ναού, τους έκαυσαν εις μίαν μικράν οικίαν, όπου αυτοί είχαν καταφύγει. Ετσι δε εκείνοι επήραν την δίκαιον τιμωρίαν, μιοθόν της ασεβείας των.

Β Μακ. 8,34       ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ὁ τοὺς χιλίους ἐμπόρους ἐπὶ τὴν πράσιν τῶν Ἰουδαίων ἀγαγών,

Β Μακ. 8,34             Ο δε τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ο οποίος είχε φέρει τους χιλίους εμπόρους, δια να πωλήση εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους,

Β Μακ. 8,35       ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ᾿ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἧκεν εἰς Ἀντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ.

Β Μακ. 8,35             εταπεινώθη με την βοήθειαν του Θεού από εκείνους, τους οποίους αυτός εθεωρούσεν ελαχίστους και αναξίους προσοχής, έβγαλε την λαμπράν κτυπητήν ενδυμασίαν του, και δια μέσου των αγρών της χώρας, ωσάν φυγάς, χωρίς στρατόν, ήλθε μόνος και έρημος εις την Αντιόχειαν καταπικραμμένος δια την συμφοράν του με την απώλειαν του στρατού του.

Β Μακ. 8,36       καὶ ὁ τοῖς Ῥωμαίοις ἀναδεξάμενος φόρον ἀπὸ τῆς τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις αἰχμαλωσίας κατορθώσασθαι, κατήγγελλεν ὑπέρμαχον ἔχειν τὸν Θεὸν τοὺς Ἰουδαίους καὶ διὰ τὸν τρόπον τοῦτο ἀτρώτους εἶναι τοὺς Ἰουδαίους, διὰ τὸ ἀκολουθεῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ προστεταγμένοις νόμοις.

Β Μακ. 8,36             Αυτός, που είχεν αναλάβει να καταβάλη τον φόρον στους Ρωμαίους από τα χρήματα που θα εισέπραττεν από την πώλησιν των αιχμαλώτων της Ιερουσαλήμ, διαλαλούσε τώρα ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακατανίκητον προστάτην τον Θεόν και δια τον λόγον αυτόν είναι ακατάβλητοι, επειδή ακριβώς ακολουθούν τους νόμους, τους οποίους δι' αυτούς είχε θεσπίσει ο Θεός.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο ΟΙΚΤΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Δ'

                               Ο Κύριος τιμωρεί τον Αντίοχο Δ'. Ο οικτρός θάνατός του.

Β Μακ. 9,1         Περὶ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐτύγχανεν Ἀντίοχος ἀναλελυκὼς ἀκόσμως ἐκ τῶν κατὰ τὴν Περσίδα τόπων.

Β Μακ. 9,1                Κατά την εποχήν εκείνην ο Αντίοχος επέστρεφε κατεξευτελισμένος από τας χώρας της Περσίας,

Β Μακ. 9,2         εἰσεληλύθει γὰρ εἰς τὴν λεγομένην Περσέπολιν καὶ ἐπεχείρησεν ἱεροσυλεῖν καὶ τὴν πόλιν συνέχειν. διὸ δὴ τῶν πληθῶν ὁρμησάντων ἐπὶ τὴν τῶν ὅπλων βοήθειαν ἐτράπησαν, καὶ συνέβη τροπωθέντα τὸν Ἀντίοχον ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ἀσχήμονα τὴν ἀναζυγὴν ποιήσασθαι.

Β Μακ. 9,2               διότι είχεν εισέλθει εις την πόλιν, την λεγομένην Περσέπολιν, και επεχείρησε να αφαιρέση τους θησαυρούς της από τους ναούς και να καταλάβη την πόλιν. Δια τον λόγον αυτόν πλήθος των κατοίκων εξηγέρθησαν, ώρμησαν και έλαβαν τα όπλα εναντίον του Αντιόχου, ώστε ο Αντίοχος κατατροπωθείς από τους κατοίκους ηναγκάσθη εις ταπεινωτικήν υποχώρησιν.

Β Μακ. 9,3         ὄντι δὲ αὐτῷ κατ᾿ Ἐκβάτανα προσέπεσε τὰ κατὰ Νικάνορα καὶ τοὺς περὶ Τιμόθεον γεγονότα.

Β Μακ. 9,3               Οταν δε αυτός ευρίσκετο, εις την περί τα Εκβάτανα περιοχήν, επληροφαρήθη, τι είχε συμβή στον Νικάνορα και στον στρατόν του Τιμοθέου.

Β Μακ. 9,4         ἐπαρθεὶς δὲ τῷ θυμῷ ᾤετο καὶ τὴν τῶν πεφυγαδευκότων αὐτὸν κακίαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἐναπερείσασθαι, διὸ συνέταξε τὸν ἁρματηλάτην ἀδιαλείπτως ἐλαύνοντα κατανύειν τὴν πορείαν, τῆς ἐξ οὐρανοῦ δὴ κρίσεως συνούσης αὐτῷ· οὕτω γὰρ ὑπερηφάνως εἶπε· πολυάνδριον Ἰουδαίων Ἱεροσόλυμα ποιήσω παραγενόμενος ἐκεῖ.

Β Μακ. 9,4               Παρασυρθείς δε από έξαλλον θυμόν ενόμιζεν ότι θα κάμη τους Ιουδαίους να πληρώσουν ακριβά τον εξευτελισμόν, που υπέστη εις την Περσέπολιν καταδιωχθείς από τους κατοίκους. Δια τούτο διέταξε τον οδηγόν του άρματός του να επιταχύνη ακατάπαυστα την πορείαν του, χωρίς σταμάτημα. Η θεία όμως από τον ουρανόν τιμωρία τον παρακολουθούσε, διότι αυτός είχε πει με μεγάλην υπερηφάνειαν· “μόλις φθάσω εις την Ιερουσαλήμ θα την κάμω νεκρόπολιν των Ιουδαίων”.

Β Μακ. 9,5         ὁ δὲ πανεπόπτης Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ πληγῇ· ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντος τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστος τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ τῶν ἔνδον βάσανοι,

Β Μακ. 9,5               Ο Κυριος όμως, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος βλέπει τα πάντα, εκτύπησεν αυτόν με αθεράπευτον και αόρατον τρομεράν πληγήν. Διότι μόλις είχε τελειώσει τον μοχθηρόν και κομπαστικόν αυτόν λόγον, τον κατέλαβε μέγας αθεράπευτος πόνος των σπλάχνων και τρομεροί βασανισμοί εις όλον το εσωτερικόν του.

Β Μακ. 9,6         πάνυ δικαίως τὸν πολλαῖς καὶ ξενιζούσαις συμφοραῖς ἑτέρων σπλάγχνα βασανίσαντα.

Β Μακ. 9,6               Και πολύ δικαίως ετιμωρήθη με φρικτούς πόνους των σπλάγχνων αυτός, ο οποίος είχε προκαλέσει εις τα σπλάγχνα των άλλων πολυαρίθμους και πρωτοφανείς βασανισμούς.

Β Μακ. 9,7         ὁ δ᾿ οὐδαμῶς τῆς ἀγερωχίας ἔληγεν· ἔτι δὲ καὶ τῆς ὑπερηφανίας ἐπεπλήρωτο, πῦρ πνέων τοῖς θυμοῖς ἐπὶ τοὺς Ἰουδαίους καὶ κελεύων ἐποξύνειν τὴν πορείαν. συνέβη δὲ καὶ πεσεῖν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἅρματος φερομένου ῥοίζῳ καὶ δυσχερεῖ πτώματι περιπεσόντα πάντα τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀποστρεβλοῦσθαι.

Β Μακ. 9,7               Αυτός όμως παρά τους φρικτούς βασανισμούς του δεν έθεσε τέρμα στον εγωϊσμόν του. Αλλά εγέμιζεν ολοένα και περισσότερον από υπερηφάνειαν. Πυρ θυμού έπνεεν εναντίον των Ιουδαίων και διέτασσε τον οδηγόν του άρματός του να επισπεύδη συνεχώς την πορείαν. Αίφνης κατέπεσεν από το άρμα, το οποίον εφέρετο μετά πολλού θορύβου, και η πτώσις του υπήρξε τόσον τρομερά, ώστε όλα τα μέλη του σώματός του έπαθαν οδυνηράν στρέβλωσιν.

Β Μακ. 9,8         ὁ δ᾿ ἄρτι δοκῶν τοῖς τῆς θαλάσσης κύμασιν ἐπιτάσσειν διὰ τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀλαζονείαν καὶ πλάστιγγι τὰ τῶν ὀρέων οἰόμενος ὕψη στήσειν, κατὰ γῆν γενόμενος ἐν φορείῳ παρεκομίζετο, φανερὰν τοῦ Θεοῦ πᾶσι τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος,

Β Μακ. 9,8               Ετσι δε αυτός, ο οποίος εξ αιτίας της μεγάλης του αλαζονίας ενόμιζε μέχρι προ ολίγου χρόνου ότι έχει την δύναμιν να διατάσση και τα κύματα της θαλάσσης, αυτός που ενόμιζεν ότι ημπορεί να θέση εις την πλάστιγγα και να ζυγίση τας κορυφάς των ορέων, εκρημνίσθη στο έδαφος και ανάπηρος εφέρετο επάνω εις ένα φορείον. Ετσι δε έκαμε φανεράν εις όλους, με το πάθημά του, την δύναμιν του Θεού.

Β Μακ. 9,9         ὥστε καὶ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ δυσσεβοῦς σκώληκας ἀναζεῖν, καὶ ζῶντος ἐν ὀδύναις καὶ ἀλγηδόσι τὰς σάρκας αὐτοῦ διαπίπτειν, ὑπὸ δὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ πᾶν τὸ στρατόπεδον βαρύνεσθαι τῇ σαπρίᾳ.

Β Μακ. 9,9               Περιέπεσε εις τόσον αθλίαν κατάστασιν, ώστε από το σώμα του ασεβούς αυτού να βγαίνουν πλήθος σκώληκες, να ζη και καθ' ον χρόνον εζούσε να αποσπώνται σάπιες σάρκες του με τρομεράς οδύνας και βασάνους. Η δε κακοσμία, η οποία ανεδίδετο από το αρρωστημένον σώμα του, κατεβάρυνεν ολόκληρον το στρατόπεδον.

Β Μακ. 9,10       καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος.

Β Μακ. 9,10             Και εκείνον ο οποίος μέχρι προ ολίγου ενόμιζεν ότι είχε την δύναμιν να εγγίση και τα άστρα, τώρα κανείς δεν ημπορούσε να τον μεταφέρη εξ αιτίας της ανυποφόρου δυσωδίας του.

Β Μακ. 9,11       ἐνταῦθα οὖν ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι θείᾳ μάστιγι κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος ταῖς ἀλγηδόσι.

Β Μακ. 9,11              Τοτε συντετριμμένος και εξουθενωμένος από τους πολλούς πόνους του, ήρχισε να αποθέτη τον όγκον της υπερηφανείας του και, καθώς συνεχώς επεδεινώνοντο οι πόνοι του, συνησθάνετο ότι ευρίσκετο υπό την θείαν μάστιγα.

Β Μακ. 9,12       καὶ μηδὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ δυνάμενος ἀνέχεσθαι ταῦτ᾿ ἔφη· δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ Θεῷ καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ἰσόθεα φρονεῖν ὑπερηφάνως.

Β Μακ. 9,12             Επειδή δε και ο ίδιος δεν ημπορούσε να υποφέρη την κακοσμίαν του, ωμολόγησεν· “είναι δίκαιον να υποτάσσεται κανείς στον Θεόν, και οχι εν τη υψηλοφροσύνη του να εξισώνη τον εαυτόν του με τον Θεόν”.

Β Μακ. 9,13       ηὔχετο δὲ ὁ μιαρὸς πρὸς τὸν οὐκέτι αὐτὸν ἐλεήσοντα Δεσπότην, οὕτω λέγων

Β Μακ. 9,13              Προς τον Δεσπότην δε Θεόν, ο οποίος δεν επρόκειτο ποτέ να τον ελεήση, ο μιαρός αυτός βασιλεύς προσηύχετο και έταζε

Β Μακ. 9,14       τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, ἣν σπεύδων παρεγίνετο ἰσόπεδον ποιῆσαι καὶ πολυάνδριον οἰκοδομῆσαι, ἐλευθέραν ἀναδεῖξαι·

Β Μακ. 9,14             ότι την μεν αγίαν πάλιν, προς την οποίαν έσπευδε δια να την ισοπεδώση και την μεταβάλη εις νεκρόπολιν, να την ανακηρύξη ελευθέραν.

Β Μακ. 9,15       τοὺς δὲ Ἰουδαίους, οὓς διεγνώκει μηδὲ ταφῆς ἀξιῶσαι οἰωνοβρώτους δὲ σὺν τοῖς νηπίοις ἐκρίψειν θηρίοις, πάντας αὐτοὺς ἴσους Ἀθηναίους ποιήσειν·

Β Μακ. 9,15              Τους δε Ιουδαίους, τους οποίους ούτε ταφής δεν έκρινεν αξίους αλλά είχε σκοπόν να δώση ως τροφήν, αυτούς και τα τέκνα των, εις τα σαρκοβόρα πτηνά και να τους ρίψη εις τα θηρία, όλους να τους κάμη ίσους προς τους Αθηναίους.

Β Μακ. 9,16       ὃν δὲν πρότερον ἐσκύλευσεν ἅγιον νεὼν καλλίστοις ἀναθήμασι κοσμήσειν καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη πολυπλάσια πάντα ἀποδώσειν, τὰς δὲ ἐπιβαλλούσας πρὸς τὰς θυσίας συντάξεις ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων χορηγήσειν·

Β Μακ. 9,16             Τον άγιον ναόν, τον οποίον προηγουμένως αυτός είχε συλήσει, να τον στολίση με ωραιότατα αφιερώματα, να αποδώση δε πάλιν όλα τα ιερά σκεύη και μάλιστα πολύ περισσότερα από εκείνα, που είχεν αφαιρέσει, να χορηγή δε από τα ιδικά του έσοδα δια τας δαπάνας, που απαιτούνται δια τας θυσίας.

Β Μακ. 9,17       πρὸς δὲ τούτοις καὶ Ἰουδαῖον ἔσεσθαι καὶ πάντα τόπον οἰκητὸν ἐπελεύσεσθαι καταγγέλλοντα τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος.

Β Μακ. 9,17              Επί δε τούτοις υπεσχέθη να γίνη και ο ίδιος Ιουδαίος και να επισκέπτεται κάθε κατοικούμενον τόπον, δια να κηρύττη το μεγαλείον του Θεού.

Β Μακ. 9,18       οὐδαμῶς δὲ ληγόντων τῶν πόνων, ἐπεληλύθει γὰρ ἐπ᾿ αὐτὸν δικαία ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις, τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἀπελπίσας, ἔγραψε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν, ἱκετηρίας τάξιν ἔχουσαν, περιέχουσαν δὲ οὕτως·

Β Μακ. 9,18             Καθώς δε οι πόνοι του δεν κατηυνάζοντο, διότι είχεν επέλθει πλέον εναντίον του η δικαία κρίσις και οργή του Θεού, απηλπίσθη πλέον δια την θεραπείαν του, και έγραψε προς τους Ιουδαίους την κατωτέρω επιστολήν, η οποία έχει θέσιν ικεσίας και περιλαμβάνει τα εξής·

Β Μακ. 9,19       «Τοῖς χρηστοῖς Ἰουδαίοις τοῖς πολίταις πολλὰ χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν καὶ εὖ πράττειν βασιλεὺς καὶ στρατηγὸς Ἀντίοχος.

Β Μακ. 9,19             “Προς τους Ιουδαίους, τους αγαθούς αυτούς πολίτας, ο βασιλεύς και στρατηγός Αντίοχος εύχεται πλήρη χαράν και υγείαν και ευημερίαν.

Β Μακ. 9,20       εἰ ἔῤῥωσθε καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ ἴδια κατὰ γνώμην ἐστὶν ὑμῖν, εὔχομαι μὲν τῷ Θεῷ τὴν μεγίστην χάριν, εἰς οὐρανὸν τὴν ἐλπίδα ἔχων,

Β Μακ. 9,20             Εάν σεις και τα τέκνα σας υγιαίνετε, εάν αι υποθέσεις σας προχωρούν και εξελίσσονται σύμφωνα με τας επιθυμίας σας, ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεόν δια την μεγάλην αυτήν χάριν, διότι και εγώ στον ουράνιον Θεόν στηρίζω τας ελπίδας μου.

Β Μακ. 9,21       κἀγὼ δὲ ἀσθενῶς διεκείμην, ὑμῶν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὔνοιαν ἂν ἐμνημόνευον φιλοστόργως. ἐπανάγων ἐκ τῶν περὶ τὴν Περσίδα τόπων καὶ περιπεσὼν ἀσθενείᾳ δυσχέρειαν ἐχούσῃ, ἀναγκαῖον ἡγησάμην φροντίσαι τῆς κοινῆς πάντων ἀσφαλείας.

Β Μακ. 9,21             Ως προς εμέ, είμαι κατάκοιτος χωρίς δύναμιν επάνω στο κρεββάτι και διατηρώ μίαν στοργικήν ανάμνησιν της τιμής και της ευμενείας, που με ηξιώσατε. Επιστρέφων από τας χώρας της Περσίας, και περιπεσών εις τρομεράν ασθένειαν έκρινα απαραίτητον να ασχοληθώ δια την ασφάλειαν όλων σας.

Β Μακ. 9,22       οὐκ ἀπογινώσκων τὰ κατ᾿ ἐμαυτόν, ἀλλὰ ἔχων πολλὴν ἐλπίδα ἐκφεύξεσθαι τὴν ἀσθένειαν,

Β Μακ. 9,22             Δεν απελπίζομαι δια τα κατ' εμέ, αλλά έχω πολλάς ελπίδας ότι θα διαφύγω από την ασθένειαν αυτήν.

Β Μακ. 9,23       θεωρῶν δὲ ὅτι καὶ ὁ πατήρ, καθ᾿ οὓς καιροὺς εἰς τοὺς ἄνω τόπους ἐστρατοπέδευσεν, ἀνέδειξε τὸν διαδεξόμενον,

Β Μακ. 9,23             Εχων όμως υπ' όψιν ότι ο πατήρ μου, όταν ακόμη ευρίσκετο εις εκστρατείαν και εις πολεμικάς επιχειρήσεις εις τας άλλας χώρας, ανέδειξε τον μέλλοντα διάδοχόν του,

Β Μακ. 9,24       ὅπως ἐάν τι παράδοξον ἀποβαίνῃ ἢ καὶ προσαγγελθῇ τι δυσχερές, εἰδότες οἱ κατὰ τὴν χώραν ᾧ καταλέλειπται τὰ πράγματα, μὴ ἐπιταράσσωνται.

Β Μακ. 9,24             ώστε, εάν επέλθη τα απροσδόκητον μοιραίον η κάποια κακή φήμη κυκλοφορήση, οι άνθρωποι της χώρας του να γνωρίζουν, εις ποίον έχει εμπιστευθή την διοίκησιν, δια να μη γίνωνται ταραχαί·

Β Μακ. 9,25       πρὸς δὲ τούτοις κατανοῶν τοὺς παρακειμένους δυνάστας καὶ γειτνιῶντας τῇ βασιλείᾳ τοῖς καιροῖς ἐπέχοντας καὶ προσδεχομένους τὸ ἀποβησόμενον, ἀναδέδειχα τὸν υἱόν μου Ἀντίοχον βασιλέα, ὃν πολλάκις ἀνατρέχων εἰς τὰς ἐπάνω σατραπείας τοῖς πλείστοις ὑμῶν παρακατετιθέμην καὶ συνίστων· γέγραφα δὲ πρὸς αὐτὸν τὰ ὑπογεγραμμένα.

Β Μακ. 9,25             προς τούτοις επειδή γνωρίζω και εγώ καλώς, ότι οι συνορεύοντες με σας βασιλείς, όπως και οι γειτονεύοντες στο ιδικόν μου βασίλειον, παραμονεύουν τας περιστάσεις και περιμένουν το μοιραίον, δια να το εκμεταλλευθούν προς όφελός των, ορίζω και αναδεικνύω ως διάδοχόν μου τον υιόν μου Αντίοχον, τον οποίον πολλές φορές, όταν διέτρεχα τας άνω σατραπείας, συνιστούσα και ενεπιστευόμην εις πλείστους από σας. Εχω δε γράψει και εις αυτόν σχετικήν επιστολήν.

Β Μακ. 9,26       παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς καὶ ἀξιῶ, μεμνημένους τῶν εὐεργεσιῶν κοινῇ καὶ κατ᾿ ἰδίαν, ἕκαστον συντηρεῖν τὴν οὖσαν εὔνοιαν εἰς ἐμὲ καὶ τὸν υἱόν μου·

Β Μακ. 9,26             Σας παρακαλώ, λοιπόν, και αξιώνω, όπως ενθυμούμενοι τας ευεργεσίας, τας οποίας εγώ έχω καμεί εις όλους γενικώς και στον καθένα ιδιαιτέρως, να κρατήση ο καθένας σας την ιδίαν εύνοιαν προς τον υιόν μου, την οποίαν είχατε και προς εμέ.

Β Μακ. 9,27       πέπεισμαι γὰρ αὐτὸν ἐπιεικῶς καὶ φιλανθρώπως παρακολουθοῦντα τῇ ἐμῇ προαιρέσει συμπεριενεχθήσεσθαι ὑμῖν».

Β Μακ. 9,27             Εχω δε την πεποίθησιν, ότι και αυτός θα φερθή προς σας με πλήρη επιείκειαν και φιλανθρωπίαν, ακολουθών την ιδικήν μου καλήν προς σας διαγωγήν”.

Β Μακ. 9,28       Ὁ μὲν οὖν ἀνδροφόνος καὶ βλάσφημος τὰ χείριστα παθών, ὡς ἑτέρους διέθηκεν, ἐπὶ ξένης ἐν τοῖς ὄρεσιν οἰκτίστῳ μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον.

Β Μακ. 9,28             Ο ανδροφόνος και βλάσφημος αυτός βασιλεύς Αντίοχος, βασανιζόμενος με φοβεράς βασάνους, όπως αυτός είχε βασανίσει άλλους, άπέθανεν εις ξένην χώραν, εις τα όρη με ένα θάνατον ελεεινότατον.

Β Μακ. 9,29       παρεκομίζετο δὲ τὸ σῶμα Φίλιππος ὁ σύντροφος αὐτοῦ, ὃς καὶ διευλαβηθεὶς τὸν υἱὸν Ἀντιόχου, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα εἰς Αἴγυπτον διεκομίσθη.

Β Μακ. 9,29             Ο Φιλιππος, ο παιδικός του σύντροφος, διεκόμισε το σώμα του Αντιόχου. Εφοβήθη όμως τον νέον βασιλέα 'Αντιοχον και απεσύρθη εεις την αίγυπτον προς τον Πτολεμαίον τυν Φιλομήτορα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ  

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΙΔΟΥΜΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΙΜΟΘΕΟ

                               Η κάθαρση και τα εγκαίνια του Ναού

Β Μακ. 10,1       Μακκαβαῖος δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου προάγοντος αὐτούς, τὸ μὲν ἱερὸν ἐκομίσαντο καὶ τὴν πόλιν,

Β Μακ. 10,1              Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του ανακατέλαβαν, με την βοήθειαν του Θεού, τον ιερόν ναόν και την πόλιν Ιερουσαλήμ.

Β Μακ. 10,2       τοὺς δὲ κατὰ τὴν ἀγορὰν βωμοὺς ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων δεδημιουργημένους, ἔτι δὲ τεμένη καθεῖλον.

Β Μακ. 10,2             Κατέστρεψαν τους βωμούς, που είχαν οικοδομήσει οι ειδωλολάτραι εις την αγοράν, όπως επίσης και όλους τους άλλους ιερούς των χώρους.

Β Μακ. 10,3       καὶ τὸν νεὼν καθαρίσαντες ἕτερον θυσιαστήριον ἐποίησαν καὶ πυρώσαντες λίθους καὶ πῦρ ἐκ τούτων λαβόντες, ἀνήνεγκαν θυσίαν μετὰ διετῆ χρόνον καὶ θυμίαμα καὶ λύχνους καὶ τῶν ἄρτων τὴν πρόθεσιν ἐποιήσαντο.

Β Μακ. 10,3              Αφού δε κατόπιν εκαθάρισαν τον ναόν, οικόδομησαν άλλο θυσιαστήριον ολοκαυτωμάτων. Ηναψαν πυρ από την προστριβήν ειδικών λίθων, επήραν αυτό το πυρ και προσέφεραν θυσίαν, η οποία είχεν από δύο ετών διακοπή. Εκαυσαν επίσης θυμίαμα στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων, ήναψαν τους λύχνους της λυχνίας και έθεσαν τους άρτους εις την τράπεζαν της προθέσεως.

Β Μακ. 10,4       ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἠξίωσαν τὸν Κύριον πεσόντες ἐπὶ κοιλίαν μηκέτι περιπεσεῖν τοιούτοις κακοῖς, ἀλλ᾿ ἐάν ποτε καὶ ἁμάρτωσιν, ὑπ᾿ αὐτοῦ μετ᾿ ἐπιεικείας παιδεύεσθαι καὶ μὴ βλασφήμοις καὶ βαρβάροις ἔθνεσι παραδίδοσθαι.

Β Μακ. 10,4             Αφού δε έκαμαν όλα αυτά, έπεσαν πρηνείς στο έδαφος και παρεκάλεσαν τον Κυριον, να μη περιπέσουν πλέον στοιαύτας συμφοράς. Αλλά, εάν ποτέ και αμαρτήσουν ως άνθρωποι, να παιδαγωγηθούν από αυτόν με ευσπλαγχνίαν και να μη παραδοθούν εις τα βάρβαρα και βλάσφημα ειδωλολατρικά έθνη.

Β Μακ. 10,5       ἐν ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ὁ νεὼς ὑπὸ ἀλλοφύλων ἐβεβηλώθη, συνέβη κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὸν καθαρισμὸν γενέσθαι τοῦ ναοῦ, τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ αὐτοῦ μηνός, ὅς ἐστι Χασελεῦ.

Β Μακ. 10,5              Συνέβη δε και τούτο το παράδοξον· κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ο ναός είχε βεβηλωθή από τους ειδωλολάτρας, κατά την ιδίαν ημέραν συνέπεσε να γίνη και ο καθαρισμός αυτού. Ητοι την εικοστήν πέμπτην του ιδίου μηνός, δηλαδή του Χασελεύ.

Β Μακ. 10,6       καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἦγον ἡμέρας ὀκτὼ σκηνωμάτων τρόπον, μνημονεύοντες ὡς πρὸ μικροῦ χρόνου τὴν τῶν σκηνῶν ἑορτὴν ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις θηρίων τρόπον ἦσαν νεμόμενοι.

Β Μακ. 10,6             Εώρτασαν δε επί οκτώ ημέρας με πολλήν χαράν κατά τον ίδιον τρόπον, που εόρταζαν την εορτήν της Σκηνοπηγίας, ενθυμούμενοι ότι προ ολίγου χρόνου είχαν εορτάσει την εορτήν της Σκηνοπηγίας, παραμένοντες και τρεφόμενοι εις τα όρη και εις τα σπήλαια, όπως τα άγρια θηρία.

Β Μακ. 10,7       διὸ θύρσους καὶ κλάδους ὡραίους, ἔτι δὲ φοίνικας ἔχοντες ὕμνους ἀνέφερον τῷ εὐοδώσαντι καθαρισθῆναι τὸν ἑαυτοῦ τόπον.

Β Μακ. 10,7              Δια τούτο έχοντες εις τα χέρια των ράβδους στολισμένας με φύλλα και κρατούντες ωραίους πράσινους κλάδους, καθώς επίσης και φοίνικας, έψαλλαν ύμνους προς δόξαν του Θεού, ο οποίος τους κατευώδωσε να πραγματοποιήσουν τον καθαρισμόν του ναού του.

Β Μακ. 10,8       ἐδογμάτισαν δὲ μετὰ κοινοῦ προστάγματος καὶ ψηφίσματος παντὶ τῷ τῶν Ἰουδαίων ἔθνει κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἄγειν τάσδε τὰς ἡμέρας.

Β Μακ. 10,8             Καθιέρωσαν δε με ένα δημόσιον διάταγμα, που εψηφίσθη από όλον τον λαόν, ότι όλον το ιουδαϊκόν έθνος κάθε έτος θα πανηγυρίζη τας ημέρας αυτάς.

Β Μακ. 10,9       καὶ τὰ μὲν τῆς Ἀντιόχου τοῦ προσαγορευθέντος Ἐπιφανοῦς τελευτῆς οὕτως εἶχε.

Β Μακ. 10,9             Και αυτά μεν ήσαν τα γεγονότα τα συμβάντα περί τον θάνατον του Αντιόχου του επονομασθέντος Επιφανούς.

 

                                   Ο Αντίοχος Ε’ βασιλιάς

Β Μακ. 10,10      Νυνὶ δὲ τὰ κατὰ τὸν Εὐπάτορα Ἀντίοχον, υἱὸν δὲ τοῦ ἀσεβοῦς γενόμενον δηλώσομεν, αὐτὰ συντέμνοντες τὰ τῶν πολέμων κακά.

Β Μακ. 10,10            Τωρα δε θα κάμωμεν λόγον δια τα αφορώντα τον Αντίοχον τον Ευπάτορα, υιόν του ασεβούς εκείνου βασιλέως, εκθέτοντες με συντομίαν τα εκ των πολέμων κακά επί της βασιλείας του.

Β Μακ. 10,11      αὐτὸς γὰρ παραλαβὼν βασιλείαν ἀνέδειξεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων Λυσίαν τινά, Κοίλης δὲ Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν πρώταρχον.

Β Μακ. 10,11            Αυτός, αφού παρέλαβε την βασιλείαν, κατέστησεν επικεφαλής των πραγμάτων του βασιλείου του κάποιον Λυσίαν, ανώτατον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης.

Β Μακ. 10,12      Πτολεμαῖος γὰρ ὁ καλούμενος Μάκρων τὸ δίκαιον συντηρεῖν προηγούμενος εἰς τοὺς Ἰουδαίους διὰ τὴν γεγονυῖαν εἰς αὐτοὺς ἀδικίαν ἐπειρᾶτο τὰ πρὸς αὐτοὺς εἰρηνικῶς διεξάγειν.

Β Μακ. 10,12            Διότι ο Πτολεμαίος, ο επονομαζόμενος Μακρων, πρώτος αυτός ανεγνώρισε το δίκαιον των Ιουδαίων και δια την επανόρθωσιν των αδικιών, που είχαν γίνει εις αυτούς, προσεπάθει να τους κυβερνήση κατά τρόπον ειρηνικόν.

Β Μακ. 10,13      ὅθεν κατηγορούμενος ὑπὸ τῶν φίλων πρὸς τὸν Εὐπάτορα καὶ προδότης παρέκαστα ἀκούων διὰ τὸ τὴν Κύπρον ἐμπιστευθέντα ὑπὸ τοῦ Φιλομήτορος ἐκλιπεῖν καὶ πρὸς Ἀντίοχον τὸν Ἐπιφανῆ ἀναχωρῆσαι μήτ᾿ εὐγενῆ τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ὑπ᾿ ἀθυμίας φαρμακεύσας ἑαυτὸν ἐξέλιπε τὸν βίον.

Β Μακ. 10,13            Δια το γεγονός όμως αυτό κατηγορήθη από τους φίλους του βασιλέως ενώπιον του Ευπάτορος. Δια τον λόγον αυτόν, αλλά και διότι εις κάθε περίστασιν ωνομάζετο προδότης επειδή είχεν εγκαταλείψει την Κυπρον, που του είχεν εμπιστευθή ο Φιλομήτωρ και είχε προσχωρήσει με το μέρος του Αντιόχου του Επιφανούς, και επειδή δεν κατείχε πλέον καμμίαν θέσιν, όπως αρμόζει εις ένα ευγενή, κατελήφθη από μελαγχολίαν εδηλητηρίασε τον εαυτόν του και έθεσε τέρμα εις την ζωήν του.

 

                                Ο Ιούδας νικάει τους Ιδουμαίους

Β Μακ. 10,14      Γοργίας δὲ γενόμενος στρατηγὸς τῶν τόπων ἐξενοτρόφει καὶ παρέκαστα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐπολεμοτρόφει.

Β Μακ. 10,14            Ο δε Γοργίας, όταν έγινε στρατηγός των περιοχών εκείνων, εστρατολόγησε μισθοφορικά στρατεύματα και εις κάθε παρουσιαζομένην ευκαιρίαν επολεμούσε εναντίον των Ιουδαίων.

Β Μακ. 10,15      ὁμοῦ δὲ τούτῳ καὶ οἱ Ἰδουμαῖοι ἐγκρατεῖς ἐπικαίρων ὀχυρωμάτων ὄντες ἐγύμναζον τοὺς Ἰουδαίους, καὶ τοὺς φυγαδευθέντας ἀπὸ Ἱεροσολύμων προσλαβόμενοι πολεμοτροφεῖν ἐπεχείρουν.

Β Μακ. 10,15            Συγχρόνως δε με αυτόν και οι Ιδουμαίοι εκυρίευαν σπουδαία οχυρώματα και παρενοχλούσαν τους Ιουδαίους· επίσης εδέχοντο και εκείνους, οι οποίοι εξωρίζοντο από την Ιερουσαλήμ, και εφρόντιζαν με αυτούς να διατηρούν τον πόλεμον.

Β Μακ. 10,16      οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ποιησάμενοι λιτανείαν καὶ ἀξιώσαντες τὸν Θεὸν σύμμαχον αὐτοῖς γενέσθαι, ἐπὶ τὰ τῶν Ἰδουμαίων ὀχυρώματα ὥρμησαν,

Β Μακ. 10,16            Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του, αφού προσηυχήθησαν με ευλάβειαν προς τον Θεόν και τον παρεκάλεσαν με πίστιν να συμπαρασταθή ως σύμμαχός των, ώρμησαν εναντίον των οχυρωμάτων, που κατείχαν οι Ιδουμαίοι.

Β Μακ. 10,17      οἷς καὶ προσβαλόντες εὐρώστως ἐγκρατεῖς ἐγένοντο τῶν τόπων πάντας τε τοὺς ἐπὶ τῷ τείχει μαχομένους ἠμύναντο κατέσφαζόν τε τοὺς ἐμπίπτοντας, ἀνεῖλον δὲ οὐχ ἦττον τῶν δισμυρίων.

Β Μακ. 10,17            Επετέθησαν εναντίον αυτών με μεγάλην ευρωστίαν και δύναμιν, εκυρίευσαν όλους τους τόπους των, κατεπολέμησαν τους υπερασπιστάς των τειχών και εκείνους, οι οποίοι έπιπτον εις τα χέρια των, τους κατέσφαζαν. Εφόνευσαν δε έτσι οχι ολιγωτέρους από είκοσι χιλιάδας.

Β Μακ. 10,18      συμφυγόντων δὲ οὐκ ἔλαττον τῶν ἐνακισχιλίων εἰς δύο πύργους ὀχυροὺς εὖ μάλα καὶ πάντα τὰ πρὸς πολιορκίαν ἔχοντας,

Β Μακ. 10,18            Μερικοί δε από τους εχθρούς, τουλάχιστον εννέα χιλιάδες, κατέφυγαν εις δυο οχυρωτάτους πύργους, που είχαν μέσα όλα όσα τους εχρειάζοντο, δια να κρατήσουν την πολιορκίαν και να αμυνθούν.

Β Μακ. 10,19      ὁ Μακκαβαῖος εἰς ἐπείγοντας τόπους ἀπολιπὼν Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον, ἔτι δὲ καὶ Ζακχαῖον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἱκανοὺς πρὸς τὴν τούτων πολιορκίαν, αὐτὸς ἐχωρίσθη.

Β Μακ. 10,19            Ο Μακκαβαίος αφήσας τον Σιμωνα και τον Ιώσηφον, όπως επίσης και τον Ζακχαίον και μαζή με αυτούς αρκετούς άνδρας δια την πολιορκίαν των δύο πύργων, αυτός απεμακρύνθη από την περιοχήν εις σπουδαιοτέρας τοποθεσίας.

Β Μακ. 10,20      οἱ δὲ περὶ τὸν Σίμωνα φιλαργυρήσαντες ὑπό τινων τῶν ἐν τοῖς πύργοις ἐπείσθησαν ἀργυρίῳ· ἑπτάκις δὲ μυριάδας δραχμὰς λαβόντες εἴασάν τινας διαῤῥυῆναι.

Β Μακ. 10,20           Οι στρατιώται όμως του Σιμωνος, φιλάργυροι καθώς ήσαν, εδελεάσθησαν από τα αργύρια, που τους επρότειναν οι έγκλειστοι στους πύργους. Αφού δε έλαβαν εβδομήκοντα χιλιάδες δραχμάς, επέτρεψαν εις μερικούς από τους πολιορκημένους να διαφύγουν.

Β Μακ. 10,21      προσαγγελθέντος δὲ τῷ Μακκαβαίῳ περὶ τοῦ γεγονότος, συναγαγὼν τοὺς ἡγουμένους τοῦ λαοῦ κατηγόρησεν ὡς ἀργυρίου πεπράκασι τοὺς ἀδελφούς, τοὺς πολεμίους κατ᾿ αὐτῶν ἀπολύσαντες.

Β Μακ. 10,21            Οταν ο Μακκαβαίος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε τους αρχηγούς του λαού και κατηγόρησε τους ανθρώπους αυτούς, ότι επώλησαν αντί αργυρίου τους αδελφούς των, εφ' όσον αφήκαν ελευθέρους τους εχθρούς των να διαφύγουν ωπλισμένοι και τους έδωσαν την ευκαιρίαν να στραφούν εναντίον των.

Β Μακ. 10,22      τούτους μὲν οὖν προδότας γενομένους ἀπέκτεινε καὶ παραχρῆμα τοὺς δύο πύργους κατελάβετο.

Β Μακ. 10,22           Αυτούς μέν, λοιπόν, οι οποίοι αντί χρημάτων έγιναν προδόται, εθανάτωσε, κατέλαβε δε αμέσως τους δύο πύργους.

Β Μακ. 10,23      τοῖς δὲ ὅπλοις τὰ πάντα ἐν ταῖς χερσὶν εὐοδούμενος ἀπώλεσεν ἐν τοῖς δυσὶν ὀχυρώμασι πλείους τῶν δισμυρίων.

Β Μακ. 10,23           Επιτυχώς δε πάντοτε διεξάγων τας πολεμικάς του επιχειρήσεις εφόνευσεν εις τα δύο αυτά φρούρια πλέον των είκοσι χιλιάδων ανδρών.

 

                                Ο Ιούδας νικάει τον Τιμόθεο

Β Μακ. 10,24      Τιμόθεος δὲ ὁ πρότερον ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων συναγαγὼν ξένας δυνάμεις παμπληθεῖς καὶ τοὺς τῆς Ἀσίας γενομένους ἵππους συναθροίσας οὐκ ὀλίγους, παρῆν ὡς δορυάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν.

Β Μακ. 10,24           Ο Τιμόθεος, ο οποίος προηγουμένως είχε νικηθή από τους Ιουδαίους, συνεκέντρωσε πλήθος ξένων στρατιωτών, όπως επίσης και πολυάριθμον ιππικόν από την Ασίαν και παρουσιάσθη εντός ολίγου εις την Ιουδαίαν, δια να την κατακτήση με τα όπλα.

Β Μακ. 10,25      οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον συνεγγίζοντος αὐτοῦ, πρὸς ἱκετείαν τοῦ Θεοῦ ἐτράπησαν γῇ τὰς κεφαλὰς καταπάσαντες καὶ τὰς ὀσφύας σάκκοις ζώσαντες,

Β Μακ. 10,25           Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν, όταν έφθασεν ο Τιμόθεος, εστράφησαν εις θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν. Ερριψαν χώμα εις την κεφαλήν των, εζώσθησαν σάκκους εις την μέσην των,

Β Μακ. 10,26      ἐπὶ τὴν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου κρηπῖδα προσπεσόντες, ἠξίουν ἵλεων αὐτοῖς γενόμενν ἐχθρεῦσαι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἀντικεῖσθαι τοῖς ἀντικειμένοις, καθὼς ὁ νόμος διασαφεῖ.

Β Μακ. 10,26           εγονάτισαν εις την βάσιν του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και παρεκάλεσαν τον Κυριον να φανή ίλεως εις αυτούς, να γίνη δε εχθρός στους εχθρούς των και πολέμιος στους πολεμίους των, όπως και ο Νομος σαφώς αναφέρει.

Β Μακ. 10,27      γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς δεήσεως, ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα προῆγον ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ πλεῖον· συνεγγίσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφ᾿ ἑαυτῶν ἦσαν.

Β Μακ. 10,27           Μετά δε την προσευχήν των επήραν τα όπλα και εξήλθαν από την πόλιν εις μακρυνήν απόστασαν. Οταν έφθασαν κοντά στους εχθρούς, εσταμάτησαν.

Β Μακ. 10,28      ἄρτι δὲ τῆς ἀνατολῆς διαδεχομένης προσέβαλον ἑκάτεροι, οἱ μὲν ἔγγυον ἔχοντες εὐημερίας καὶ νίκης μετ᾿ ἀρετῆς τὴν ἐπὶ τὸν Κύριον καταφυγήν, οἱ δὲ καθηγεμόνα τῶν ἀγώνων ταττόμενοι τὸν θυμόν.

Β Μακ. 10,28           Μολις δε υπέφωσκεν η ανατολή, ήλθον εις σύρραξιν οι δύο αντίπαλοι εχθροί, οι μεν Ιουδαίοι είχον ως εγγύησιν της επιτυχίας της νίκης των, εκτός της ανδρείας των, την βοήθειαν προ παντός του Θεού, προς τον οποίον κατέφυγαν, οι άλλοι δε είχον τον θυμόν των ως οδηγόν κατά την μάχην.

Β Μακ. 10,29      γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης, ἐφάνησαν τοῖς ὑπεναντίοις ἐξ οὐρανοῦ ἐφ᾿ ἵππων χρυσοχαλίνων ἄνδρες πέντε διαπρεπεῖς, καὶ ἀφηγούμενοι τῶν Ἰουδαίων,

Β Μακ. 10,29           Κατά την έντασιν δε της μεγάλης εκείνης μάχης εφάνησαν από τον ουρανόν στους εχθρούς πέντε άνδρες που άστραφταν επάνω εις ίππους με χρυσά χαλινάρια και οι οποίοι εφαίνοντο ωσάν αρχηγοί των Ιουδαίων.

Β Μακ. 10,30      οἳ καὶ τὸν Μακκαβαῖον μέσον λαβόντες καὶ σκεπάζοντες ταῖς ἑαυτῶν πανοπλίαις ἄτρωτον διεφύλαττον, εἰς δὲ τοὺς ὑπεναντίους τοξεύματα καὶ κεραυνοὺς ἐξεῤῥίπτουν· διὸ συγχυθέντες ἀορασίᾳ κατεκόπτοντο ταραχῆς πεπληρωμένοι.

Β Μακ. 10,30           Αυτοί είχαν και τον Μακκαβαίον στο μέσον αυτών και σκεπάζοντες αυτόν με τας πανοπλίας των τον διεφύλαττον άτρωτον από τα βέλη, ενώ συγχρόνως έρριπτον εναντίον των εχθρών βέλη και κεραυνούς. Οι εχθροί ένεκα τυφλώσεως περιέπεσαν εις σύγχυσιν και κυριευθέντες από ταραχήν κατεκόπτοντο από τους Ιουδαίους.

Β Μακ. 10,31      κατεσφάγησαν δὲ δισμύριοι πρὸς τοῖς πεντακοσίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακόσιοι.

Β Μακ. 10,31            Εφονεύθησαν είκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι πεζοί και εξακόσιοι ιππείς.

Β Μακ. 10,32      αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος συνέφυγεν εἰς Γάζαρα λεγόμενον ὀχύρωμα, εὖ μάλα φρούριον, στρατηγοῦντος ἐκεῖ Χαιρέου.

Β Μακ. 10,32           Ο ίδιος δε ο Τιμόθεος, δια να σωθή, κατέφυγεν εις μίαν οχυράν θέσιν λεγομένην Γαζαρα· εις φρούριον δηλαδή πολύ ισχυρόν, του οποίου διοικητής ήτο ο Χαιρέας.

Β Μακ. 10,33      οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον ἡμέρας τέσσαρας.

Β Μακ. 10,33           Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν χαρούμενοι και βέβαιοι δια την νίκην περιεκύκλωσαν το φρούριον αυτό επί τέσσαρας ημέρας.

Β Μακ. 10,34      οἱ δὲ ἔνδον τῇ ἐρυμνότητι τοῦ τόπου πεποιθότες ὑπεράγαν ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους προΐεντο.

Β Μακ. 10,34           Οι πολιορκούμενοι έχοντες πεποίθησιν στο οχυρόν και απόκρημνον της θέσεως αυτής εξεστόμιζεν φοβεράς βλασφημίας και εξεσφενδόνιζαν ασεβείς φράσεις εναντίον του Θεού.

Β Μακ. 10,35      ὑποφαινούσης δὲ τῆς πέμπτης ἡμέρας, εἴκοσι νεανίαι τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον πυρωθέντες τοῖς θυμοῖς διὰ τὰς βλασφημίας, προσβαλόντες τῷ τείχει ἀῤῥενωδῶς καὶ θηριώδει θυμῷ τὸν ἐμπίπτοντα ἔκοπτον.

Β Μακ. 10,35           Οταν όμως ήρχισε να υποφώσκη η πέμπτη ημέρα, είκοσι νεαροί άνδρες από το στράτευμα του Μακκαβαίου. Των οποίων η ψυχή είχεν ανάψει από θυμόν δια τας βλασφημίας αυτού επετέθησαν με γενναιότητα εναντίον του τείχους και με θάρρος θηρίων έσφαζαν καθένα, που ευρίσκετο εμπρός των.

Β Μακ. 10,36      ἕτεροι δὲ ὁμοίως προσαναβάντες ἐν τῷ περισπασμῷ πρὸς τοὺς ἔνδον, ἐνεπίμπρων τοὺς πύργους καὶ πυρὰς ἀνάψαντες ζῶντας τοὺς βλασφήμους κατέκαιον. οἱ δὲ τὰς πύλας διέκοπτον, εἰσδεξάμενοι δὲ τὴν λοιπὴν τάξιν προκατελάβοντο τὴν πόλιν.

Β Μακ. 10,36           Καθ' ον χρόνον αυτοί ήσαν απησχολημένοι με τους εντός του φρουρίου εχθρούς, άλλοι Ιουδαίοι στρατιώται ανήρχοντο κατά τον ίδιον τρόπον όπισθεν από αυτούς εις το τείχος και έκαιαν τους πύργους και ανάπτοντες πυράς έκαιαν ζωντανούς τους βλασφήμους. Αλλοι έσπαζαν τας πύλας, δια να ανοίξουν δρόμον στον υπόλοιπον στρατόν, και έτσι κατέλαβαν την πόλιν.

Β Μακ. 10,37      καὶ τὸν Τιμόθεον ἀποκεκρυμμένον ἔν τινι λάκκῳ κατέσφαξαν καὶ τὸν τούτου ἀδελφὸν Χαιρέαν καὶ τὸν Ἀπολλοφάνην.

Β Μακ. 10,37           Και τον Τιμόθεον κρυμμένον εις κάποιον λάκκον τον εφόνευσαν, όπως επίσης τον αδελφόν του Χαιρέαν και τον Απολλοφάνην.

Β Μακ. 10,38      ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι μεθ᾿ ὕμνων καὶ ἐξομολογήσεων εὐλόγουν τῷ Κυρίῳ τῷ μεγάλως εὐεργετοῦντι τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸ νῖκος αὐτοῖς διδόντι.

Β Μακ. 10,38           Επειτα δε από τα ηρωϊκά αυτά κατορθώματα ευλογούσαν με ύμνους και δοξολογίας τον Κυριον, ο οποίος πλουσίως ευεργετούσε τον ισραηλιτικόν λαόν και έδιδεν εις αυτούς την νίκην.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΑΣ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ  

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Ε' ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ

                               Η εκστρατεία του Λυσία και η ήττα του

Β Μακ. 11,1       Μετ᾿ ὀλίγον δὲ παντελῶς χρόνον Λυσίας ἐπίτροπος τοῦ βασιλέως καὶ συγγενὴς καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων λίαν βαρέως φέρων ἐπὶ τοῖς γεγονόσι,

Β Μακ. 11,1               Επειτα από πολύ ολίγον χρόνον ο Λυσίας, ο επίτροπος και συγγενής του βασιλέως, ο υπεύθυνος δια την διοίκησιν των βασιλικών πραγμάτων, έφερε πολύ βαρέως την δυσμενεστάτην εξέλιξιν των γεγονότων.

Β Μακ. 11,2       συναθροίσας περὶ τὰς ὀκτὼ μυριάδας καὶ τὴν ἵππον πᾶσαν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς Ἰουδαίους λογιζόμενος τὴν μὲν πόλιν Ἕλλησιν οἰκητήριον ποιήσειν,

Β Μακ. 11,2              Αφού λοιπόν συνεκέντρωσεν ογδοήκοντα χιλιάδας πεζούς και όλον το ιππικόν, εξεστράτευσεν εναντίον των Ιουδαίων έχων απόφασιν την Ιερουσαλήμ να κάμη κατοικητήριον των Ελλήνων,

Β Μακ. 11,3       τὸ δὲ ἱερὸν ἀργυρολόγητον, καθὼς τὰ λοιπὰ τῶν ἐθνῶν τεμένη, πρατὴν δὲ τὴν ἀρχιερωσύνην κατ᾿ ἔτος ποιήσειν,

Β Μακ. 11,3              εις δε τον ιερόν ναόν να επιβάλη φόρον, όπως είχε κάμει και στους άλλους ναούς των ειδωλολατρικών εθνών, να πωλή δε κάθε χρόνον και το αξίωμα της αρχιερωσύνης.

Β Μακ. 11,4       οὐδαμῶς ἐπιλογιζόμενος τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος, πεφρενωμένος δὲ ταῖς μυριάσι τῶν πεζῶν καὶ ταῖς χιλιάσι τῶν ἱππέων καὶ τοῖς ἐλέφασι τοῖς ὀγδοήκοντα.

Β Μακ. 11,4              Αυτά εγωϊστικώς εσκέπτετο έχων πλήρη πεποίθησιν εις τας δεκάδας χιλιάδας του πεζικού του, εις τας χιλιάδας των ιππέων του και στους ογδοήκοντα ελέφαντάς του, χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν την δύναμιν του Θεού.

Β Μακ. 11,5       εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ συνεγγίσας Βαιθσούρᾳ, ὄντι μὲν ἐρυμνῷ χωρίῳ, ἀπὸ δὲ Ἱεροσολύμων ἀπέχοντι ὡσεὶ σταδίους πέντε, τοῦτο ἔθλιβεν.

Β Μακ. 11,5              Αφού, λοιπόν, εισήλθεν εις την Ιουδαίαν επροχώρησε πλησίον εις την Βαιθσούραν, θέσιν οχυρωτάτην, που απείχε πέντε περίπου στάδια από την Ιερουσαλήμ, και την επίεζε με ισχυράν δύναμιν.

Β Μακ. 11,6       ὡς δὲ μετέλαβον οἱ περὶ τὸν Μακκαβαῖον πολιορκοῦντα αὐτὸν τὰ ὀχυρώματα, μετ᾿ ὀδυρμῶν καὶ δακρύων ἱκέτευον σὺν τοῖς ὄχλοις τὸν Κύριον ἀγαθὸν ἄγγελον ἀποστεῖλαι πρὸς σωτηρίαν τῷ Ἰσραήλ.

Β Μακ. 11,6              Οταν δε ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του επληροφορήθησαν, ότι ο Λυσίας πολιορκεί αυτήν την οχυράν θέσιν, παρεκάλουν αυτοί και όλος ο λαός τον Θεόν με οδυρμούς και δάκρυα, να αποστείλη άγγελον αγαθόν προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού.

Β Μακ. 11,7       αὐτὸς δὲ πρῶτος ὁ Μακκαβαῖος ἀναλαβὼν τὰ ὅπλα προετρέψατο τοὺς ἄλλους, ἅμα αὐτῷ διακινδυνεύοντας ἐπιβοηθεῖν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· ὁμοῦ δὲ καὶ προθύμως ἐξώρμησαν.

Β Μακ. 11,7              Πρώτος δε ο Μακκαβαίος επήρε τα όπλα, παρεκίνησε δε και όλους τους άλλους να βοηθήσουν τους αδελφούς των, οσονδήποτε και αν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν. Εκείνοι δε ώρμησαν ποοθύμως μαζή με αυτόν.

Β Μακ. 11,8       αὐτόθι δὲ καὶ πρὸς τοῖς Ἱεροσολύμοις ὄντων, ἐφάνη προηγούμενος αὐτῶν ἔφιππος ἐν λευκῇ ἐσθῆτι, πανοπλίαν χρυσῆν κραδαίνων.

Β Μακ. 11,8              Οταν δε έφθασαν κοντά εις την Ιερουσαλήμ, παρουσιάσθη επικεφαλής των ένας ιππεύς ενδεδυμένος λευκά, ο οποίος επέσειεν ένα χρυσόν οπλισμόν.

Β Μακ. 11,9       ὁμοῦ δὲ πάντες εὐλόγησαν τὸν ἐλεήμονα Θεὸν καὶ ἐπεῤῥώσθησαν ταῖς ψυχαῖς, οὐ μόνον ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ θῆρας τοὺς ἀγριωτάτους καὶ σιδηρᾶ τείχη τιτρώσκειν ὄντες ἕτοιμοι,

Β Μακ. 11,9              Τοτε όλοι μαζή εδοξολόγησαν τον ελεήμονα Θεόν και επήραν θάρρος, έτοιμοι πλέον να διατρυπήσουν όχι μόνον ανθρώπους αλλά και τα αγριώτατα θηρία και σιδηρένια ακόμα τείχη.

Β Μακ. 11,10      προῆγον ἐν διασκευῇ τὸν ἀπ᾿ οὐρανοῦ σύμμαχον ἔχοντες, ἐλεήσαντος αὐτοὺς τοῦ Κυρίου.

Β Μακ. 11,10            Επροχωρούσαν εις πολεμικήν παράταξιν, έχοντες ως σύμμαχόν των τον ουράνιον Θεόν, ο οποίος τόσον ελεήμων εφάνη προς αυτούς.

Β Μακ. 11,11      λεοντηδὸν δὲ ἐντινάξαντες εἰς τοὺς πολεμίους κατέστρωσαν αὐτοὺς χιλίους πρὸς τοῖς μυρίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακοσίους πρὸς τοῖς χιλίοις· τοὺς δὲ πάντας ἠνάγκασαν φυγεῖν.

Β Μακ. 11,11             Ως λέοντες δε εξώρμησαν εναντίον των πολεμίων και έστρωσαν κατά γης νεκρούς ένδεκα χιλιάδας πεζούς και χιλίους εξακοσίους ιππείς. Ολους δε τους υπολοίπους ηνάγκασαν να τραπούν εις φυγήν.

Β Μακ. 11,12      οἱ πλείονες δὲ αὐτῶν τραυματίαι γυμνοὶ διεσώθησαν, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Λυσίας αἰσχρῶς φεύγων διεσώθη.

Β Μακ. 11,12            Οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν πληγωμένοι και γυμνοί από τα όπλα των. Και αυτός ακόμη ο Λυσίας διεσώθη με επαίσχυντον φυγήν.

 

                                   Ο Λυσίας συνάπτει ειρήνη με τον Ιούδα

Β Μακ. 11,13      οὐκ ἄνους δὲ ὑπάρχων, πρὸς ἑαυτὸν ἀντιβάλλων τὸ γεγονὸς περὶ ἑαυτὸν ἐλάσσωμα καὶ συννοήσας ἀνικήτους εἶναι τοὺς Ἑβραίους, τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ συμμαχοῦντος αὐτοῖς, προσαποστείλας

Β Μακ. 11,13             Επειδή όμως δεν ήτο ανόητος, εσκέφθη καθ' εαυτόν, εμελέτησε την αποτυχίαν και επείσθη, ότι οι Εβραίοι είναι ανίκητοι, διότι έχουν σύμμαχόν των τον παντοδύναμον Θεόν.

Β Μακ. 11,14      ἔπεισε συλλύσεσθαι ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις, καὶ διότι καὶ τὸν βασιλέα πείσειν φίλον αὐτοῖς ἀναγκάζειν γενέσθαι.

Β Μακ. 11,14            Εστειλε, λοιπόν, προς αυτούς ανθρώπους και επρότεινε συμφιλίωσιν με όρους δικαίους και ίσους μεταξύ των. Διότι ανέλαβεν επί πλέον την υποχρέωσιν να πείση και τον βασιλέα και να τον πειθαναγκάση να γίνη φίλος των.

Β Μακ. 11,15      ἐνέπνευσε δὲ ὁ Μακκαβαῖος ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ὁ Λυσίας παρεκάλει, τοῦ συμφέροντος φροντίζων· ὅσα γὰρ ὁ Μακκαβαῖος ἐπέδωκε τῷ Λυσίᾳ διὰ γραπτῶν περὶ τῶν Ἰουδαίων, συνεχώρησεν ὁ βασιλεύς.

Β Μακ. 11,15             Ο Μακκαβαίος συγκατένευσεν εις όλα όσα επρότεινεν ο Λυσίας ως ανταποκρινόμενα στο συμφέρον όλων. Διότι όλους τους όρους, τους οποίους ο Μακκαβαίος επέδωσε γραπτώς στον Λυσίαν υπέρ των Ιουδαίων, ο βασιλεύς τους απεδέχθη.

 

                               Η επιστολή του Λυσία προς τους Ιουδαίους

Β Μακ. 11,16      ἦσαν γὰρ αἱ γεγραμμέναι τοῖς Ἰουδαίοις ἐπιστολαί, παρὰ μὲν Λυσίου περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Λυσίας τῷ πλήθει τῶν Ἰουδαίων χαίρειν.

Β Μακ. 11,16            Αι δε παρά του Λυσίου επιστολαί αι γραφείσαι προς τους Ιουδαίους περιείχαν τα εξής· “Ο Λυσίας χαιρετίζει το έθνος των Εβραίων.

Β Μακ. 11,17      Ἰωάννης καὶ Ἀβεσσαλὼμ οἱ πεμφθέντες παρ᾿ ὑμῶν, ἐπιδόντες τὸν ὑπογεγραμμένον χρηματισμόν, ἠξίουν περὶ τῶν δι᾿ αὐτοῦ σημαινομένων.

Β Μακ. 11,17             Ο Ιωάννης και ο Αβεσσαλώμ, οι οποίοι εστάλησαν προς ημάς από σας, αφού μας έδωσαν γραπτώς τους όρους σας, εζητούσαν να επικυρώσω και εγώ αυτά, που ήσαν γραμμένα.

Β Μακ. 11,18      ὅσα μὲν οὖν ἔδει καὶ τῷ βασιλεῖ πρσενεχθῆναι, διεσάφησα· ἃ δὲ ἦν ἐνδεχόμενα, συνεχώρησεν.

Β Μακ. 11,18            Οσα μεν λοιπόν έπρεπε να υποβάλω στον βασιλέα, τα κατέστησα εις αυτόν γνωστά. Εκείνος δε παρεχώρησεν ο,τι ήτο δυνατόν να παραχωρηθή.

Β Μακ. 11,19      ἐὰν μὲν οὖν συντηρήσητε τὴν εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν, καὶ εἰς τὸ λοιπὸν πειράσομαι παραίτιος ὑμῖν ἀγαθῶν γενέσθαι.

Β Μακ. 11,19            Εάν, λοιπόν, σεις διατηρήσετε επάνω εις τα πράγματα την φιλικήν στάσιν σας, εγώ θα προσπαθήσω με όλην μου την δύναμιν κατά τον υπόλοιπον χρόνον να γίνω πρόξενος αγαθών εις σας.

Β Μακ. 11,20      ὑπὲρ δὲ τῶν κατὰ μέρος ἐντέταλμαι τούτοις τε καὶ τοῖς παρ᾿ ἐμοῦ διαλεχθῆναι ὑμῖν.

Β Μακ. 11,20            Οσον δε αφορά τας επί μέρους λεπτομερείας, έδωσα εντολήν στους απεσταλμένους σας, όπως και στους ιδικούς μου απεσταλμένους, να συνεννοηθούν με σας.

Β Μακ. 11,21      ἔῤῥωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Διοσκορινθίου τετράδι καὶ εἰκάδι».

Β Μακ. 11,21            Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον της χρονολογίας των Σελευκιδών, εικοστή τετάρτη του μηνός Διοσκορινθίου”.

 

                                Η επιστολή του βασιλιά προς το Λυσία και τους Ιουδαίους

Β Μακ. 11,22      Ἡ δὲ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ περιεῖχεν οὕτως· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος τῷ ἀδελφῷ Λυσίᾳ χαίρειν.

Β Μακ. 11,22            Η επιστολή δε του βασιλέως περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αδελφόν Λυσίαν.

Β Μακ. 11,23      τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς θεοὺς μεταστάντος, βουλόμενοι τοὺς ἐκ τῆς βασιλείας ἀταράχους ὄντας γενέσθαι πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν,

Β Μακ. 11,23            Του πατρός μου εκδημήσαντος στους θεούς, εγώ επιθυμώ ίνα, εκείνοι που μένουν στο βασίλειόν μου, επιδίδωνται ανενόχλητοι εις τα ειρηνικά των έργα.

Β Μακ. 11,24      ἀκηκοότες τοὺς Ἰουδαίους μὴ συνευδοκοῦντας τῇ τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ μεταθέσει, ἀλλὰ τὴν ἑαυτῶν ἀγωγὴν αἱρετίζοντας καὶ διὰ τοῦτο ἀξιοῦντας συγχωρηθῆναι αὐτοῖς τὰ νόμιμα αὐτῶν·

Β Μακ. 11,24            Επειδή δε επληροφορήθημεν, ότι οι Ιουδαίοι δεν συμφωνούν με την γνώμην του πατρός μου να ασπασθούν τας ειδωλολατρικάς ελληνικάς συνηθείας, αλλά προτιμούν τον ιδικόν των τρόπον ζωής και δια τούτο έχουν την αξίωσιν να επιτραπή εις αυτούς να ζουν σύμφωνα με τους πατροπαραδότους νόμους των,

Β Μακ. 11,25      αἱρούμενοι οὖν καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος ἐκτὸς ταραχῆς εἶναι, κρίνομεν τό τε ἱερὸν αὐτοῖς ἀποκατασταθῆναι καὶ πολιτεύεσθαι κατὰ τὰ ἐπὶ τῶν προγόνων αὐτῶν ἔθη.

Β Μακ. 11,25            επειδή δε και ημείς επιθυμούμεν να είναι και τούτο το έθνος έξω από κάθε ταραχήν, κρίνομεν και αποφασίζομεν, όπως επιστραφή εις αυτούς ο ναός των και ζουν σύμφωνα με τα προγονικά των έθιμα.

Β Μακ. 11,26      εὖ οὖν ποιήσεις διαπεμψάμενος πρὸς αὐτοὺς καὶ δοὺς δεξιάς, ὅπως εἰδότες τὴν ἡμετέραν προαίρεσιν εὔθυμοί τε ὦσι καὶ ἡδέως διαγίνωνται πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἀντίληψιν».

Β Μακ. 11,26            Συ δε θα πράξης καλώς να αποστείλης εις αυτούς άνδρας, δια να ανταλλάξουν δεξιάς και αφού γνωρίσουν καλώς την ιδικήν μας αγαθήν προαίρεσιν να είναι χαρούμενοι και ευχαρίστως να επιδίδωνται εις τα ειρηνικά των έργα”.

Β Μακ. 11,27      Πρὸς δὲ τὸ ἔθνος ἡ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ τοιαύτη ἦν· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος τῇ γερουσίᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ τοῖς ἄλλοις Ἰουδαίοις χαίρειν.

Β Μακ. 11,27            Η δε επιστολή του βασιλέως προς το έθνος των Ιουδαίων ήτο η εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει την γερουσίαν των Ιουδαίων και όλους τους άλλους Ιουδαίους.

Β Μακ. 11,28      εἰ ἔῤῥωσθε, εἴη ἂν ὡς βουλόμεθα· καὶ αὐτοὶ δὲ ὑγιαίνομεν.

Β Μακ. 11,28            Εάν σεις υγιαίνετε, αυτό είναι σύμφωνον και με την ιδικήν μας επιθυμίαν. Και ημείς επίσης υγιαίνομεν.

Β Μακ. 11,29      ἐνεφάνισεν ἡμῖν ὁ Μενέλαος βούλεσθαι κατελθόντας ὑμᾶς γίνεσθαι πρὸς τοῖς ἰδίοις.

Β Μακ. 11,29            Ο Μενέλαος παρουσίασεν εις ημάς την επιθυμίαν σας, ότι δηλαδή θέλετε να κατέλθετε εις την πάλιν σας και να παραμένετε εις τας ιδικάς σας κατοικίας.

Β Μακ. 11,30      τοῖς οὖν καταπορευομένοις μέχρι τριακάδος Ξανθικοῦ ὑπάρξει δεξιὰ μετὰ τῆς ἀδείας

Β Μακ. 11,30            Οσοι, λοιπόν, επιθυμούν να επανέλθουν μέχρι της τριακοστής ημέρας του μηνός Ξανθικού, θα έχουν ειρήνην και ασφάλειαν.

Β Μακ. 11,31      χρῆσθαι τοὺς Ἰουδαίους τοῖς ἑαυτῶν δαπανήμασι καὶ νόμοις, καθὰ καὶ τὸ πρότερον, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν κατ᾿ οὐδένα τρόπον παρενοχληθήσεται περὶ τῶν ἠγνοημένων.

Β Μακ. 11,31             Θα έχουν επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τροφάς, που επιτρέπεται εις αυτούς ως Ιουδαίους, και να ακολουθούν τους ιδικούς των νόμους, όπως έκαναν και προηγουμένως. Κανείς δε από αυτούς κατ' ουδένα τρόπον δεν θα ενοχληθή δια παραβάσεις, αι οποίαι διεπράχθησαν εξ αγνοίας.

Β Μακ. 11,32      πέπομφα δὲ καὶ τὸν Μενέλαον παρακαλέσοντα ὑμᾶς.

Β Μακ. 11,32            Εστειλα δε και τον Μενέλαον να σας καθησύχαση σχετικώς.

Β Μακ. 11,33      ἔῤῥωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ».

Β Μακ. 11,33            Υγιαίνετε. Ετος εκστοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”.

 

                                 Η επιστολή των Ρωμαίων προς τους Ιουδαίους

Β Μακ. 11,34      Ἔπεμψαν δὲ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολὴν ἔχουσαν οὕτως· «Κόϊντος Μέμμιος, Τίτος Μάνλιος, πρεσβῦται Ῥωμαίων, τῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων χαίρειν.

Β Μακ. 11,34            Και οι Ρωμαίοι έστειλαν επιστολήν προς τους Ιουδαίους περιέχουσαν τα εξής· “ο Κοϊντος Μέμμιος και ο Τιτος Μανλιος, συγκλητικοί των Ρωμαίων, χαιρετίζουν τον λαόν των Ιουδαίων.

Β Μακ. 11,35      ὑπὲρ ὧν Λυσίας ὁ συγγενὴς τοῦ βασιλέως συνεχώρησεν ὑμῖν, καὶ ἡμεῖς συνευδοκοῦμεν.

Β Μακ. 11,35            Τας παραχωρήσεις εκείνας, τας οποίας έκαμε προς σας ο Λυσίας, ο συγγενής του βασιλέως, και ημείς επίσης παραχωρούμεν.

Β Μακ. 11,36      ἃ δὲ ἔκρινε προσανενεχθῆναι τῷ βασιλεῖ, πέμψατέ τινα παραχρῆμα ἐπισκεψάμενοι περὶ τούτων, ἵνα ἐκθῶμεν ὡς καθήκει ὑμῖν· ἡμεῖς γὰρ προσάγομεν πρὸς Ἀντιόχειαν.

Β Μακ. 11,36            Δι' εκείνα δε τα ζητήματα, τα οποία αυτός εθεώρησε καλόν να υποβάλη προς τον βασιλέα του, στείλατε κάποιον από σας αμέσως να τα εξετάσωμεν μαζή και να τα εκθέσωμεν και ημείς προς τον βασιλέα κατά ένα τρόπον, ο οποίος θα συμφέρη και σας. Διότι ημείς κατ' αυτάς θα μεταβώμεν εις την Αντιοχειαν.

Β Μακ. 11,37      διὸ σπεύσατε καὶ πέμψατέ τινας, ὅπως καὶ ἡμεῖς ἐπιγνῶμεν ὁποίας ἐστὲ γνώμης.

Β Μακ. 11,37            Σπεύσατε λοιπόν και αποστείλατε προς ημάς αντιπροσώπους σας, δια να μάθομεν επί του προκειμένου, ποίαν γνώμην έχετε.

Β Μακ. 11,38      ὑγιαίνετε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ».

Β Μακ. 11,38            Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15