ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 5-7

 

 

Η ΑΝΤΙΙΟΥΔΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Δ'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΙΑΣΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ  

Ο ΑΝΤΙΟΧΟΣ Δ' ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΙΟΥΔΑΙΑ

                                 Σημείο εμφανίζεται στον ουρανό

Β Μακ. 5,1         Περὶ δὲ τὸν καιρὸν τοῦτον τὴν δευτέραν ἔφοδον ὁ Ἀντίοχος εἰς Αἴγυπτον ἐστείλατο.

Β Μακ. 5,1                Κατά την περίοδον αυτήν ο Αντίοχος προπαρεσκεύαζε την δευτέραν έφοδόν του εναντίον της Αιγύπτου.

Β Μακ. 5,2         συνέβη δὲ καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν σχεδὸν ἐφ᾿ ἡμέρας τεσσαράκοντα φαίνεσθαι διὰ τοῦ ἀέρος τρέχοντας ἱππεῖς διαχρύσους στολὰς ἔχοντας καὶ λόγχας σπειρηδὸν ἐξωπλισμένους

Β Μακ. 5,2               Συνέβη δε τούτο το παράδοξον τότε. Εις όλην την πόλιν Ιερουσαλήμ επί τεσσαράκοντα σχεδόν ημέρας εφαίνοντο να τρέχουν επάνω στον αέρα ιππείς, που είχαν χρυσάς στολάς, και ήσαν ωργανωμένοι σαν εις ρωμαϊκάς σπείρας και ωπλισμένοι με λόγχας.

Β Μακ. 5,3         καὶ ἴλας ἵππων διατεταγμένας καὶ προσβολὰς γινομένας καὶ καταδρομὰς ἑκατέρων καὶ ἀσπίδων κινήσεις καὶ καμάκων πλήθη καὶ μαχαιρῶν σπασμοὺς καὶ βελῶν βολὰς καὶ χρυσῶν κόσμων ἐκλάμψεις καὶ παντοίους θωρακισμούς.

Β Μακ. 5,3                Εφαίνοντο επίσης ίλαι ιππικού παρατεταγμένοι ως προς μάχην, εγίνοντο επιθέσεις και καταδρομαί και από τα δύο μέρη, κινήσεις ασπίδων, πλήθη από λόγχας, μάχαιραι που ανεσύροντο από τας θήκας των, ρίψεις βελών, απαστράπτουσαι αναλαμπαί χρυσών οπλών και παντός είδους θώρακες.

Β Μακ. 5,4         διὸ πάντες ἠξίουν ἐπ᾿ ἀγαθῷ τὴν ἐπιφάνειαν γενέσθαι.

Β Μακ. 5,4               Ολοι δε ικέτευον τον Θεόν να αποβούν εις αγαθόν της πόλεως αι εμφανίσεις αυταί.

 

                             Ληστρική επιδρομή του Ιάσωνος και το τέλος του

Β Μακ. 5,5         γενομένης δὲ λαλιᾶς ψευδοῦς ὡς μετηλλαχότος τὸν βίον Ἀντιόχου παραλαβὼν ὁ Ἰάσων οὐκ ἐλάττους τῶν χιλίων, αἰφνιδίως ἐπὶ τὴν πόλιν συνετελέσατο ἐπίθεσιν· τῶν δὲ ἐπὶ τῷ τείχει συνελασθέντων καὶ τέλος ἤδη καταλαμβανομένης τῆς πόλεως, ὁ Μενέλαος εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἐφυγάδευσεν.

Β Μακ. 5,5                Επειδή τότε διεδόθη και η ψευδής είδησις περί του θανάτου του Αντιόχου, ο Ιάσων παρέλαβεν όχι ολιγωτέρους από χιλίους άνδρας, ήλθε και επετέθη αιφνιδίως εναντίον της Ιερουσαλήμ. Οι αμυνόμενοι εις τα τείχη απωθήθησαν και η πόλις επρόκειτο να καταληφθή. Τοτε ο Μενέλαος, δια να σωθή, κατέφυγεν εις την ακρόπολιν.

Β Μακ. 5,6         ὁ δὲ Ἰάσων ἐποιεῖτο σφαγὰς τῶν πολιτῶν τῶν ἰδίων ἀφειδῶς, οὐ συννοῶν τὴν εἰς τοὺς συγγενεῖς εὐημερίαν δυσημερίαν εἶναι τὴν μεγίστην· δοκῶν δὲ πολεμίων καὶ οὐχ ὁμοεθνῶν τρόπαια καταβάλλεσθαι,

Β Μακ. 5,6               Ο Ιάσων, όταν εισήλθεν εις την πόλιν, επεδόθη εις ανηλεείς σφαγάς των συμπολιτών του, μη σκεπτόμενος ότι μία επιτυχία εις βάρος των συμπολιτών του είναι μεγίστη δυστυχία. Είχε δε την νοσηράν αντίληψιν, ότι επέτυχε τρόπαια εναντίον εχθρών και όχι εναντίον ομοεθνών!

Β Μακ. 5,7         τῆς μὲν ἀρχῆς οὐκ ἐκράτησε, τὸ δὲ τέλος τῆς ἐπιβουλῆς αἰσχύνην λαβών, φυγὰς πάλιν εἰς τὴν Ἀμμανῖτιν ἀπῆλθε.

Β Μακ. 5,7                Παρ' όλα όμως αυτά δεν κατώρθωσε να κρατήση την εξουσίαν. Το δε αποτέλεσμα της επιδρομής του ήτο ο εξευτελισμός του. Και εξόριστος κατέφυγε πάλιν εις την χώραν των Αμμανιτών.

Β Μακ. 5,8         πέρας οὖν κακῆς ἀναστροφῆς ἔτυχεν ἐγκλεισθεὶς πρὸς Ἀρέταν τὸν τῶν Ἀράβων τύῤῥανον, πόλιν ἐκ πόλεως φεύγων, διωκόμενος ὑπὸ πάντων καὶ στυγούμενος ὡς τῶν νόμων ἀποστάτης καὶ βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δήμιος, εἰς Αἴγυπτον ἐξεβράσθη.

Β Μακ. 5,8               Το δε τέρμα της εγκληματικής του ζωής και αναστροφής ήτο τούτο· εκλείσθη από τον Αρέταν, τον βασιλέα των Αράβων, εις φυλακήν. Εδραπέτευσεν από εκεί και περιεπλανήθη από πόλεως εις πόλιν καταδιωκόμενος υπό πάντων και μισούμενος ως αποστάτης από τους νόμους του Θεού, βδελυσσόμενος από όλους ως δήμιος της πατρίδος και των συμπολιτών του, εξεβράσθη εις την Αίγυπτον.

Β Μακ. 5,9         καὶ ὁ συχνοὺς τῆς πατρίδος ἀποξενώσας ἐπὶ ξένης ἀπώλετο πρὸς Λακεδαιμονίους ἀναχθεὶς ὡς διὰ τὴν συγγένειαν τευξόμενος σκέπης.

Β Μακ. 5,9               Και αυτός, ο οποίος πολλούς απεξένωσεν από την πατρίδα των, απωλέσθη εις ξένην χώραν, εις την Λακεδαίμονα, όπου είχε μεταβή με την ελπίδα, ότι θα εύρη καταφύγιον στηριζόμενος εις την προς αυτούς συγγένειάν του.

Β Μακ. 5,10       καὶ ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας ἀπένθητος ἐγενήθη καὶ κηδείας οὐδ᾿ ἡστινοσοῦν οὔτε πατρῴου τάφου μετέσχε.

Β Μακ. 5,10              Ετσι δε εκείνος ο οποίος έρριψε κατά γης πλήθος ατάφων ανθρώπων, έμεινεν απένθητος. Κανείς δεν έκαμε δι' αυτόν ούτε την παραμικροτέραν επικήδειον τελετήν, ούτε και ενεταφιάσθη εις πατρικόν τάφον.

                       

                                Ο Αντίοχος Δ’ καταλαμβάνει την Ιουδαία

Β Μακ. 5,11       Προσπεσόντων δὲ τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν γεγονότων διέλαβεν ἀποστατεῖν τὴν Ἰουδαίαν. ὅθεν ἀναζεύξας ἐξ Αἰγύπτου τεθηριωμένος τῇ ψυχῇ, ἔλαβε τὴν μὲν πόλιν δορυάλωτον,

Β Μακ. 5,11              Οταν όμως τα γεγονότα αυτά έπεσαν εις την αντίληψιν του βασιλέως, αυτός επίστευσεν ότι η Ιουδαία είχεν αποστατήσει. Ανεχώρησε, λοιπόν, αμέσως από την Αίγυπτον θηρίον κατά την καρδίαν και κατόπιν μάχης κατέλαβε την Ιερουσαλήμ.

Β Μακ. 5,12       καὶ ἐκέλευσε τοῖς στρατιώταις κόπτειν ἀφειδῶς τοὺς ἐμπίπτοντας καὶ τοὺς εἰς τὰς οἰκίας ἀναβαίνοντας κατασφάζειν.

Β Μακ. 5,12              Διέταξε δε τους στρατιώτας του, να κατακάψουν ανηλεως εκείνους, οι οποίοι θα έπιπτον εις τα χέρια των, και να κατασφάζουν εκείνους που, δια να εύρουν σωτηρίαν, θα ανέβαιναν εις τας στέγας των οικιών.

Β Μακ. 5,13       ἐγίνοντο δὲ νέων καὶ πρεσβυτέρων ἀναιρέσεις, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ τέκνων ἀφανισμός, παρθένων τε καὶ νηπίων σφαγαί.

Β Μακ. 5,13              Ετσι δε έγιναν πολυάριθμοι εκτελέσεις νέων και γερόντων, ανδρών και γυναικών. Παιδιά εξηφανίσθησαν, νήπια και παρθένοι εσφάγησαν.

Β Μακ. 5,14       ὀκτὼ δὲ μυριάδες ἐν ταῖς πάσαις ἡμέραις τρισὶ κατεφθάρησαν· τέσσαρες μὲν ἐκ χειρῶν νομαῖς, οὐχ ἧττον δὲ τῶν ἐσφαγμένων ἐπράθησαν.

Β Μακ. 5,14              Ογδοήκοντα χιλιάδες εις διάστημα τριών ημερών εχάθησαν, εκ των οποίων τεσσαράκοντα χιλιάδες εσφάγησαν και οχι ολιγώτεροι από τους θανατωθέντας επωλήθησαν δούλοι.

Β Μακ. 5,15       καὶ οὐκ ἀρκεσθεὶς δὲ τούτοις κατετόλμησεν εἰς τὸ πάσης τῆς γῆς ἁγιώτατον ἱερὸν εἰσελθεῖν, ὁδηγὸν ἔχων τὸν Μενέλαον, τὸν καὶ τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος προδότην γεγονότα

Β Μακ. 5,15              Ο βασιλεύς δεν ηρκέσθη εις τας εγκληματικάς αυτάς πράξεις αλλ' απετόλμησε και να εισέλθη στον ναόν, τον αγιώτατον αυτόν τόπον όλης της οικουμένης, έχων ως οδηγόν τον Μενέλαον, ο οποίος εγίνετο προδότης των νόμων και της πατρίδος του.

Β Μακ. 5,16       καὶ ταῖς μιαραῖς χερσὶ τὰ ἱερὰ σκεύη λαμβάνων καὶ τὰ ὑπ᾿ ἄλλων βασιλέων ἀνατεθέντα πρὸς αὔξησιν καὶ δόξαν τοῦ τόπου καὶ τιμὴν ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἐπεδίδου.

Β Μακ. 5,16              Επαιρνε με τα μιαρά του χέρια τα ιερά σκεύη, τα οποία από άλλους βασιλείς είχαν αφιερωθή δια το μεγαλείον και την δόξαν του ιερού τούτου, και αφού τα αποσπούσεν αναιδώς τα παρέδιδεν εις βέβηλα χέρια.

Β Μακ. 5,17       καὶ ἐμετεωρίζετο τὴν διάνοιαν ὁ Ἀντίοχος, οὐ συνορῶν ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἀπώργισται βραχέως ὁ Δεσπότης, διὸ γέγονε περὶ τὸν τόπον παρόρασις.

Β Μακ. 5,17              Ο Αντίοχος ηλαζονεύετο εσωτερικώς δια τα εγκληματικά του αυτά έργα, διότι δεν εννοούσεν ότι εξ αιτίας των αμαρτιών των κατοίκων της πόλεως είχεν οργισθή ο Κυρίας δια βραχύ χρονικόν διάστημα και είχεν αποστρέψει το βλέμμα του και την προστασίαν του από τον ιερόν αυτόν τόπον.

Β Μακ. 5,18       εἰ δὲ μὴ συνέβαινε προσενέχεσθαι πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καθάπερ ὁ Ἡλιόδωρος ὁ πεμφθεὶς ὑπὸ Σελεύκου τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ γαζοφυλακίου, οὗτος προαχθεὶς παραχρῆμα μαστιγωθεὶς ἀνετράπη τοῦ θράσους.

Β Μακ. 5,18              Εάν δεν συνέβαινε να είναι αυτοί οι Ισραηλίται ένοχοι πολλών αμαρτημάτων, θα εμαστιγώνετο και αυτός ο Αντίοχος, όπως εμαστιγώθη ο Ηλιόδωρος, ο οποίος είχεν αποστολή από τον βασιλέα Σέλευκον, δια να πάρη τα χρήματα του θησαυροφυλακίου του ναού, και έτσι θα απετρέπετο από τας θρασείας του πράξεις.

Β Μακ. 5,19       ἀλλ᾿ οὐ διὰ τὸν τόπον τὸ ἔθνος, ἀλλὰ διὰ τὸ ἔθνος τὸν τόπον ὁ Κύριος ἐξελέξατο.

Β Μακ. 5,19              Αλλά ο Θεός δεν εξέλεξε τον λαόν του προς χάριν του ιερού τούτου τόπου, αλλά τον ιερόν χώρον πρυς χάριν του λαού του.

Β Μακ. 5,20       διόπερ καὶ αὐτὸς ὁ τόπος συμμετασχὼν τῶν τοῦ ἔθνους δυσπετημάτων γενομένων, ὕστερον εὐεργετημάτων ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐκοινώνησε, καὶ ὁ καταληφθεὶς ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος ὀργῇ πάλιν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Δεσπότου καταλλαγῇ μετὰ πάσης δόξης ἐπανωρθώθη.

Β Μακ. 5,20             Επειδή δε ο τόπος αυτός συμμετέσχε κατά κάποιον τρόπον εις τας ταλαιπωρίας του λαού, ύστερον συμμετέσχε και εις τας υπό του Κυρίου σταλείσας ευεργεσίας ο τόπος αυτός, ο οποίος εγκατελείφθη λόγω της οργής του παντοδυνάμου Θεού, πάλιν χάρις εις την συμφιλίωσιν του λαού προς τον Υψιστον επανωρθώθη και αποκατεστάθη με όλην του την δόξαν.

Β Μακ. 5,21       ὁ γοῦν Ἀντίοχος ὀκτακόσια πρὸς τοῖς χιλίοις ἀπενεγκάμενος ἐκ τοῦ ἱεροῦ τάλαντα θᾶττον εἰς Ἀντιόχειαν ἐχωρίσθη, οἰόμενος ἀπὸ τῆς ὑπερηφανίας τὴν μὲν γῆν πλωτὴν καὶ τὸ πέλαγος πορευτὸν θέσθαι διὰ τὸν μετεωρισμὸν τῆς καρδίας.

Β Μακ. 5,21              Ο Αντίοχος, λοιπόν, αφού έλαβεν από τον ιερόν ναόν χίλια οκτακόσια τάλαντα επανήλθε ταχέως εις την Αντιόχειαν νομίσας μέσα εις την σύγχυσιν της μεγάλης του υπερηφανείας, ότι θα κάμη την μεν ξηράν πλωτήν την δε θάλασσαν βατήν, ως εάν ήτο ξηρά.

Β Μακ. 5,22       κατέλιπε δὲ καὶ ἐπιστάτας τοῦ κακοῦν τὸ γένος, ἐν μὲν Ἱεροσολύμοις Φίλιππον τὸ μὲν γένος Φρύγα, τὸν δὲ τρόπον βαρβαρώτερον ἔχοντα τοῦ καταστήσαντος,

Β Μακ. 5,22             Αφήκε δε ως στρατιωτικούς επόπτας, δια να βασανίσουν τον ισραηλιτικόν λαόν εις μεν την Ιερουσαλήμ τον Φιλιππον τον καταγόμενον από το γένος των Φρυγών, ο οποίος ήτο κατά τους τρόπους βαρβαρώτερος από εκείνον, που τον είχεν εγκαταστήσει,

Β Μακ. 5,23       ἐν δὲ Γαριζὶν Ἀνδρόνικον, πρὸς δὲ τούτοις Μενέλαον, ὃς χείριστα τῶν ἄλλων ὑπερῄρετο τοῖς πολίταις, ἀπεχθῆ δὲ πρὸς τοὺς πολίτας Ἰουδαίους ἔχων διάθεσιν.

Β Μακ. 5,23             εις δε την Γαριζίν αφήκε τον Ανδρόνικον, επί δε τούτοις αφήκε και τον Μενέλαον, ο οποίος ήτο πολύ περισσότερον από τους άλλους αλαζονικός, δι' όσα κακά έκαμεν εναντίον των συμπολιτών του και έτρεφε πάντοτε αισθήματα μοχθηρίας και μίσους εναντίον των συμπολιτών του Ιουδαίων.

Β Μακ. 5,24       ἔπεμψε δὲ τὸν μυσάρχην Ἀπολλώνιον μετὰ στρατεύματος δισμυρίων πρὸς τοῖς δισχιλίοις, προστάξας τοὺς ἐν ἡλικίᾳ πάντας κατασφάξαι, τὰς δὲ γυναῖκας καὶ νεωτέρους πωλεῖν.

Β Μακ. 5,24             Εστειλε και τον βδελυρόν Απολλώνιον επικεφαλής στρατού εικοσιδύο χιλιάδων ανδρών, και έδωσεν εις αυτόν την εντολήν να κατασφάξη όλους τους Ιουδαίους άνδρας, που θα ευρίσκοντο εις την ακμήν της ηλικίας των, να πωλήση δε τας γυναίκας και τα παιδιά ως δούλους.

Β Μακ. 5,25       οὗτος δὲ παραγενόμενος εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν εἰρηνικὸν ὑποκριθείς, ἐπέσχεν ἕως τῆς ἁγίας ἡμέρας τοῦ σαββάτου καὶ λαβὼν ἀργοῦντας τοὺς Ἰουδαίους τοῖς ὑφ᾿ ἑαυτὸν ἐξοπλησίαν παρήγγειλε

Β Μακ. 5,25             Ο Απολλώνιος, όταν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ, υπεκρίθη τον ειρηνικόν και ειρηνόφιλον, συνεκρατήθη μέχρι της αγίας ημέρας του Σαβάτου, οπότε είδε τους Ισραηλίτας να ευρίσκωνται εις την σαββατιαίαν αργίαν. Διέταξε, λοιπόν, αυτός τότε τα στρατεύματά του να αναλάβουν τα όπλα.

Β Μακ. 5,26       καὶ τοὺς ἐξελθόντας πάντας ἐπὶ τὴν θεωρίαν συνεξεκέντησε καὶ εἰς τὴν πόλιν σὺν τοῖς ὅπλοις εἰσδραμὼν ἱκανὰ κατέστρωσε πλήθη.

Β Μακ. 5,26             Ολους δε τους Ιουδαίους, οι οποίοι εξήλθον, δια να ίδουν την στρατιωτικήν παράταξιν, διέταξε και τους εφόνευσαν. Κατόπιν δε εισέδραμε και περιτρέχων την πόλιν με τους στρατιώτας του εθανάτωσε πλήθος Ισραηλιτών.

Β Μακ. 5,27       Ἰούδας δὲ ὁ Μακκαβαῖος δέκατός που γενηθεὶς καὶ ἀναχωρήσας εἰς τὴν ἔρημον, θηρίων τρόπον ἐν τοῖς ὄρεσι διέζη σὺν τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ τὴν χορτώδη τροφὴν σιτούμενοι διετέλουν πρὸς τὸ μὴ μετασχεῖν τοῦ μολυσμοῦ.

Β Μακ. 5,27             Τοτε δε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος μαζή με δέκα άλλους ανεχώρησεν εις την έρημον και εζούσε με τους άλλους συντρόφους του, όπως τα άγρια θηρία. Αυτοί ετρέφοντο με χόρτα μόνον, δια να μη μολυνθούν με τα ακάθαρτα φαγητά των εθνικών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Ο ΑΝΤΙΟΧΟΣ Δ' ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΣΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ ΤΗΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ  

Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ

                              Ο Αντίοχος Δ’ επιβάλλει στους Ιουδαίους την ειδωλολατρία

Β Μακ. 6,1         Μετ᾿ οὐ πολὺν δὲ χρόνον ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς γέροντα Ἀθηναῖον ἀναγκάζειν τοὺς Ἰουδαίους μεταβαίνειν ἐκ τῶν πατρώων νόμων καὶ τοῖς τοῦ Θεοῦ νόμοις μὴ πολιτεύεσθαι,

Β Μακ. 6,1                Επειτα από ολίγον χρόνον ο βασιλεύς έστειλε κάποιον γέροντα Αθηναίον, δια να εξαναγκάση τους Ιουδαίους να αποπηδήσουν από τους πατροπαραδότους νόμους και να μη ζουν πλέον σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.

Β Μακ. 6,2         μολῦναι δὲ καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν καὶ προσονομάσαι Διὸς Ὀλυμπίου καὶ τὸν ἐν Γαριζίν, καθὼς ἐτύγχανον οἱ τὸν τόπον οἰκοῦντες, Διὸς Ξενίου.

Β Μακ. 6,2               Εδωσεν επίσης εντολήν στον Αθηναίον αυτόν, να μολύνη τον ναόν της Ιερουσαλήμ και να τον μετονομάση ναόν του Ολυμπίου Διός, τον δε εις Γαριζίν ναόν να τον μετονομάση ναόν του Ξενίου Διός, σύμφωνα με τον φιλόξενον χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής.

Β Μακ. 6,3         χαλεπὴ δὲ καὶ τοῖς ὅλοις ἦν καὶ δυσχερὴς ἡ ἐπίτασις τῆς κακίας.

Β Μακ. 6,3               Η επίτασις των δεινών υπήρξε και δι' αυτό το πολύ πλήθος καταθλιπτική και ανυπόφορος.

Β Μακ. 6,4         τὸ μὲν γὰρ ἱερὸν ἀσωτίας καὶ κώμων ἐπεπλήρωτο ὑπὸ τῶν ἐθνῶν ῥαθυμούντων μεθ᾿ ἑταιρῶν καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς περιβόλοις γυναιξὶ πλησιαζόντων, ἔτι δὲ τὰ μὴ καθήκοντα ἔνδον φερόντων.

Β Μακ. 6,4               Διότι ο ιερός ναός εγέμισεν από ασωτίας και μέθας υπό των ειδωλολατρών, οι οπρίοι διεσκέδαζον με εταίρας και επλησίαζον τας γυναίκας μέσα στους ιερούς περιβόλους του ναού. Εφερον δε αυτοί εντός του ναού πράγματα, τα οποία δεν επετρέπετο.

Β Μακ. 6,5         τὸ δὲ θυσιαστήριον τοῖς ἀποδιεσταλμένοις ἀπὸ τῶν νόμων ἀθεμίτοις ἐπεπλήρωτο.

Β Μακ. 6,5               Και αυτό το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων ήτο γεμάτον από αντικείμενα και σφάγια, τα οποία απηγορεύοντο από τον Νομον.

Β Μακ. 6,6         ἦν δ᾿ οὔτε σαββατίζειν οὔτε πατρῴους ἑορτὰς διαφυλάττειν οὔτε ἁπλῶς Ἰουδαῖον ὁμολογεῖν εἶναι.

Β Μακ. 6,6               Δεν ήτο δυνατόν δε ούτε τα Σαββατα και τας άλλας εορτάς να τηρούν οι Ισραηλίται ούτε και απλώς καν να ομολογούν ότι ήσαν Ιουδαίοι.

Β Μακ. 6,7         ἤγοντο δὲ μετὰ πικρᾶς ἀνάγκης εἰς τὴν κατὰ μῆνα τοῦ βασιλέως γενέθλιον ἡμέραν ἐπὶ σπλαγχνισμόν· γενομένης δὲ Διονυσίων ἑορτῆς ἠναγκάζοντο οἱ Ἰουδαῖοι κισσοὺς ἔχοντες πομπεύειν τῷ Διονύσῳ.

Β Μακ. 6,7               Εξηναγκάζοντο δε υπό της πίκρας ανάγκης να συμμετέχουν κάθε μήνα στον εορτασμόν της γενεθλίου ημέρας του βασιλέως και να τρώγουν από τα σπλάγχνα των προσφερομένων εις θυσίαν ζώων. Κατά δε την εορτήν του Διονύσου ηναγκάζοντο οι Ιουδαίοι, να μετέχουν εις την πομπήν στεφανωμένοι με κισσούς προς τιμήν του Διονύσου.

Β Μακ. 6,8         ψήφισμα δὲ ἐξέπεσεν εἰς τὰς ἀστυγείτονας πόλεις Ἑλληνίδας Πτολεμαίου ὑποτιθεμένου τὴν αὐτὴν ἀγωγὴν κατὰ τῶν Ἰουδαίων ἄγειν καὶ σπλαγνίζειν,

Β Μακ. 6,8               Εκοινοποιήθη δε διάταγμα εις τας γειτονικάς ελληνικάς πόλεις τη προτροπή των ανθρώπων του Πτολεμαίου να εφαρμοσθούν τα αυτά μέτρα εναντίον των Ισραηλιτών και να οδηγούνται αυτοί και εις τα συμπόσια και να τρώγουν από τα σπλάγχνα των ζώων των ειδωλολατρικών θυσιών·

Β Μακ. 6,9         τοὺς δὲ μὴ προαιρουμένους μεταβαίνειν ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ κατασφάζειν. παρῆν οὖν ὁρᾶν τὴν ἐνεστῶσαν ταλαιπωρίαν.

Β Μακ. 6,9               να κατασφάζωνται δε εκείνοι από τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν θα συνεμορφώνοντο προς τα ελληνικά έθιμα. Κοινόν θέαμα είχε καταντήσει η παρούσα αθλιεστάτη κατάστασις των Ιουδαίων.

Β Μακ. 6,10       δύο γὰρ γυναῖκες ἀνηνέχθησαν περιτετμηκυῖαι τὰ τέκνα αὐτῶν· τούτων δὲ ἐκ τῶν μαστῶν κρεμάσαντες τὰ βρέφη καὶ δημοσίᾳ περιαγαγόντες αὐτὰς τὴν πόλιν κατὰ τοῦ τείχους ἐκρήμνισαν.

Β Μακ. 6,10             Δυο γυναίκες συνελήφθησαν, διότι είχον κάμει περιτομήν εις τα τέκνα των. Αυτά τα βρέφη οι ειδωλολάτραι τα εκρέμασαν από τους μαστούς των μητέρων, τας περιέφεραν δημοσία ανά την πόλιν και κατόπιν τας εκρήμνισαν από τα τείχη.

Β Μακ. 6,11       ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα, μηνυθέντες τῷ Φιλίππῳ συνεφλογίσθησαν διὰ τὸ εὐλαβῶς ἔχειν βοηθῆσαι ἑαυτοῖς κατὰ τὴν δόξαν τῆς σεμνοτάτης ἡμέρας.

Β Μακ. 6,11              Αλλοι δε οι οποίοι είχαν καταφύγει εις τα εκεί πλησίον σπήλαια, δια να τηρήσουν κρυφίως την αργίαν του Σαβάτου, κατηγγέλθησαν στον Φιλιππον και εκάησαν όλοι, χωρίς να θελήσουν να αμυνθούν δια λόγους τιμής και σεβασμού προς την αγιότητα της ημέρας.

 

                                Ο Θεός διαπαιδαγωγεί το λαό

Β Μακ. 6,12       Παρακαλῶ οὖν τοὺς ἐντυγχάνοντας τῇδε τῇ βίβλῳ, μὴ συστέλλεσθαι διὰ τὰς συμφοράς, λογίζεσθαι δὲ τὰς τιμωρίας μὴ πρὸς ὄλεθρον, ἀλλὰ πρὸς παιδείαν τοῦ γένους ἡμῶν εἶναι·

Β Μακ. 6,12             Παρακαλώ όμως όσους θα μελετήσουν όσα αναγράφονται στο βιβλίον αυτό, να μη αποκαρδωθούν εξ αιτίας των συμφορών, αλλά να θεωρήσουν αυτάς ότι είναι οχι προς καταστροφήν αλλά προς παιδαγωγίαν του γένους μας.

Β Μακ. 6,13       καὶ γὰρ τὸ μὴ πολὺν χρόνον ἐᾶσθαι τοὺς δυσσεβοῦντας, ἀλλ᾿ εὐθέως περιπίπτειν ἐπιτιμίοις, μεγάλης εὐεργεσίας σημεῖόν ἐστιν.

Β Μακ. 6,13              Διότι το να μη αφήνη ο Θεός επί πολύν χρόνον τους αμαρτάνοντας ατιμωρήτους, αλλά να αποστέλλη εναντίον αυτών τιμωρίας, είναι δείγμα μεγάλης ευεργεσίας εκ μέρους του Θεού.

Β Μακ. 6,14       οὐ γὰρ καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἀναμένει μακροθυμῶν ὁ δεσπότης μέχρι τοῦ καταντήσαντας αὐτοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν ἁμαρτιῶν κολάσαι, οὕτω καὶ ἐφ᾿ ἡμῶν ἔκρινεν εἶναι,

Β Μακ. 6,14             Διότι ο Κυριος και Δεσπότης δεν φέρεται προς ημάς, όπως και προς τα άλλα έθνη, δια τα οποία αναμένει με υπομονήν να εκπληρώσουν το μέτρον των αδικιών των και κατόπιν να τους τιμωρήση. Δεν κρίνει και δεν ενεργεί κατά τον ίδιον τρόπον και προς ημάς ο Θεόν

Β Μακ. 6,15       ἵνα μὴ πρὸς τέλος ἀφικομένων ἡμῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὕστερον ἡμᾶς ἐκδικᾷ.

Β Μακ. 6,15              Και δεν μας αφήνει να φθάσωμεν στο ύψος της κακίας εκείνων, ύστερον δε να μας τιμωρήση.

Β Μακ. 6,16       διόπερ οὐδέποτε μὲν τὸν ἔλεον αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν ἀφίστησι, παιδεύων δὲ μετὰ συμφορᾶς οὐκ ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτοῦ λαόν.

Β Μακ. 6,16             Δι' αυτό ακριβώς και ποτέ δεν απομακρύνει το έλεος αυτού από ημά και δεν εγκαταλείπει τον λαόν του.

Β Μακ. 6,17       πλὴν ἕως ὑπομνήσεως ταῦθ᾿ ἡμῖν εἰρήσθω· δι᾿ ὀλίγων δ᾿ ἐλευστέον ἐπὶ τὴν διήγησιν.

Β Μακ. 6,17              Αυτά λέγονται εις υπόμνησιν της μεγάλης αυτής αληθείας. Μετά δε τα ολίγα αυτά ας επανέλθωμεν τώρα εις την διήγησίν μας.

 

                                  Ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεάζαρος

Β Μακ. 6,18       Ἐλεάζαρός τις τῶν πρωτευόντων γραμματέων, ἀνὴρ ἤδη προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πρόσοψιν τοῦ προσώπου κάλλιστος τυγχάνων, ἀναχανὼν ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέας.

Β Μακ. 6,18             Ενας από τους πρώτους γραμματείς της χώρας, Ελεάζαρος ονόματι, ετύχαινε να είναι προχωρημένος πλέον εις την ηλικίαν και με εξωτερικήν εμφάνισιν επιβλητικήν. Αυτός εξηναγκάζετο βιαίως να ανοίξη το στόμα του, δια να φάγη κρέας χοιρινόν.

Β Μακ. 6,19       ὁ δὲ τὸν μετ᾿ εὐκλείας θάνατον μᾶλλον ἢ τὸν μετὰ μύσους βίον ἀναδεξάμενος, αὐθαιρέτως ἐπὶ τὸ τύμπανον προσῆγε, προπτύσας δὲ

Β Μακ. 6,19             Αλλ' αυτός επροτίμησε μάλλον τον ένδοξον θάνατον παρά μίαν βδελυράν ζωήν, και εβάδισεν αυτοπροαιρέτως προς το βασανιστικόν όργανον του μαρτυρικού θανάτου και απέπτυσε το κρέας.

Β Μακ. 6,20       καθ᾿ ὃν ἔδει τρόπον προσέρχεσθαι τοὺς ὑπομένοντας ἀμύνεσθαι, ὧν οὐ θέμις γεύσασθαι διὰ τὴν πρὸς τὸν ζῆν φιλοστοργίαν.

Β Μακ. 6,20             Επροχώρησε δε προς τον θάνατον, όπως εκείνοι που έχουν πάρει σταθεράν την απόφασιν να αρνηθούν ο,τι δεν επιτρέπεται να γευθή κανείς, όσην αγάπην και αν έχουν προς την ζωήν.

Β Μακ. 6,21       οἱ δὲ πρὸς τῷ παρανόμῳ σπλαγνισμῷ τεταγμένοι διὰ τὴν ἐκ τῶν παλαιῶν χρόνων πρὸς τὸν ἄνδρα γνῶσιν ἀπολαβόντες αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν παρεκάλουν ἐνέγκατα κρέα, οἷς καθῆκον αὐτῷ χρήσασθαι, δι᾿ αὐτοῦ παρασκευασθέντα, ὑποκριθῆναι δὲ ὡς ἐσθίοντα τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προστεταγμένα τῶν ἀπὸ τῆς θυσίας κρεῶν,

Β Μακ. 6,21             Οι τεταγμένοι δε ειδωλολάτραι, που προΐσταντο εις τα παράνομα αυτά συμπόσια των θυσιών, επειδή από μακρού χρόνου είχαν γνωρίσει και εκτιμήσει τον άνδρα, τον παρέλαβαν ιδιαιτέρως και τον παρεκάλουν να φέρη αυτός κρέατα από εκείνα τα οποία επιτρέπεται να φάγη και αφού τα παρασκευάσουν επίτηδες δι' αυτόν, να υποκριθή ότι τρώγει τα υπό του βασιλέως διαταχθέντα κρέατα από τας ειδωλολατρικάς θυσίας·

Β Μακ. 6,22       ἵνα τοῦτο πράξας ἀπολυθῇ τοῦ θανάτου καὶ διὰ τὴν ἀρχαίαν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν τύχῃ φιλανθρωπίας.

Β Μακ. 6,22             ώστε να πράξη τούτο και να απαλλαγή από την θανατικήν καταδίκην. Αυτό δε του το επρότειναν δια την αρχαίαν προς αυτούς φιλίαν του και ήθελαν να τύχη της φιλανθρώπου αυτής συμπεριφοράς.

Β Μακ. 6,23       ὁ δὲ λογισμὸν ἀστεῖον ἀναλαβὼν καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας καὶ τῆς τοῦ γήρως ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐπικτήτου καὶ ἐπιφανοῦς πολιᾶς καὶ τῆς ἐκ παιδὸς καλλίστης ἀναστροφῆς, μᾶλλον δὲ τῆς ἁγίας καὶ θεοκτίστου νομοθεσίας ἀκολούθως ἀπεφῄνατο, ταχέως λέγων προπέμπειν εἰς τὸν ᾅδην.

Β Μακ. 6,23             Αυτός όμως εσκέφθη με πολλήν σύνεσιν και έλαβεν απόφασιν αξίαν της ηλικίας του, της υπεροχής που του έδιδαν τα γηρατεία του, της λευκανθείσης κόμης του στους αγώνας της αρετής, της αγωγής της αρίστης που είχε λάβει από της παιδικής του ηλικίας και προ παντός έλαβεν υπ' όψιν την αγίαν νομοθεσίαν, που εδόθη από αυτόν τον ίδιον τον Θεόν, απήντησεν ως ακολούθως, λέγων να τον στείλουν χωρίς αργοπορίαν στον άδην.

Β Μακ. 6,24       οὐ γὰρ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας ἄξιόν ἐστιν ὑποκριθῆναι, ἵνα πολλοὶ τῶν νέων ὑπολαβόντες Ἐλεάζαρον τὸν ἐνενηκονταετῆ μεταβεβηκέναι εἰς ἀλλοφυλισμὸν

Β Μακ. 6,24             “Δεν είναι αξιοπρεπές δια την ηλικίαν μου να υποκριθώ· και τούτο δια να μη νομίσουν πολλοί από τους νεαρούς Ιουδαίους, ότι εγώ ο ενενηκοντούτης Ελεάζαρος μετεπήδησα και ησπάσθην τας ειδωλολατρικάς συνηθείας.

Β Μακ. 6,25       καὶ αὐτοὶ διὰ τὴν ἐμὴν ὑπόκρισιν καὶ διὰ τὸν μικρὸν καὶ ἀκαριαῖον ζῆν πλανηθῶσι δι᾿ ἐμέ, καὶ μύσος καὶ κηλῖδα τοῦ γήρως κατακτήσομαι.

Β Μακ. 6,25             Εάν κάτι τέτοιο πράξω, αυτοί λόγω της ιδικής μου υποκρισίας, δια να ζήσω ένα μικρόν υπόλοιπον της παρούσης ζωής, θα παραπλανηθούν εξ αιτίας μου και έτσι εγώ θα αποκτήσω την βδελυράν αυτήν κηλίδα στον καιρόν των γηρατείων μου.

Β Μακ. 6,26       εἰ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐξελοῦμαι τὴν ἐξ ἀνθρώπων τιμωρίαν, ἀλλὰ τὰς τοῦ Παντοκράτορος χεῖρας οὔτε ζῶν οὔτε ἀποθανὼν ἐκφεύξομαι.

Β Μακ. 6,26             Αλλά και εάν διαφύγω επί του παρόντος την τιμωρίαν των ανθρώπων, δεν θα αποφύγω τα χέρια του Παντοκράτορος Θεού, ούτε ζων ούτε αποθανών.

Β Μακ. 6,27       διόπερ ἀνδρείως μὲν νῦν διαλλάξας τὸν βίον τοῦ μὲν γήρως ἄξιος φανήσομαι,

Β Μακ. 6,27             Δια τούτο, εάν τώρα ηρωϊκώς και ανδρείως δια την πίστιν μου τελειώσω την ζωήν μου, θα αναδειχθώ άξιος των γηρατείων μου,

Β Μακ. 6,28       τοῖς δὲ νέοις ὑπόδειγμα γενναῖον καταλελοιπὼς εἰς τὸ προθύμως καὶ γενναίως ὑπὲρ τῶν σεμνῶν καὶ ἁγίων νόμων ἀπευθανατίζειν. τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἐπὶ τὸ τύμπανον εὐθέως ἦλθε.

Β Μακ. 6,28             εις δε τους νέους θα αφήσω γενναίον παράδειγμα, ώστε αυτοί προθύμως και γενναίως να θυσιάζουν ενδόξως την ζωήν των, υπέρ των σεμνών και αγίων νόμων”. Αυτά δε αφού είπε εβάδισε κατ' ευθείαν προς το τύμπανον, το μαρτυρικόν όργανον.

Β Μακ. 6,29       τῶν δὲ ἀγόντων τὴν μικρῷ πρότερον εὐμένειαν πρὸς αὐτὸν εἰς δυσμένειαν μεταβαλόντων διὰ τὸ τοὺς προειρημένους λόγους, ὡς αὐτοὶ διελάμβανον, ἀπόνοιαν εἶναι,

Β Μακ. 6,29             Εκείνοι δέ, που θα τον ωδηγούσαν στο μαρτύριον μετέβαλαν την προτέραν αυτών ευμένειαν εις σκληρότητα, επειδή εθεώρησαν τους λόγους, που προηγουμένως ελέχθησαν, ως προϊόντα γεροντικής ανοίας.

Β Μακ. 6,30       μέλλων δὲ ταῖς πληγαῖς τελευτᾶν, ἀναστενάξας εἶπε· τῷ Κυρίῳ τῷ τὴν ἁγίαν γνῶσιν ἔχοντι φανερόν ἐστιν ὅτι δυνάμενος ἀπολυθῆναι τοῦ θανάτου, σκληρὰς ὑποφέρω κατὰ τὸ σῶμα ἀλγηδόνας μαστιγούμενος, κατὰ ψυχὴν δὲ ἡδέως διὰ τὸν αὐτοῦ φόβον ταῦτα πάσχω.

Β Μακ. 6,30             Οταν δε έφθασεν η στιγμή να αποθάνη από τας μαρτυρικάς πληγάς ανεστέναξε και είπεν· “Είναι ολοφάνερον στον Κυριον, ο οποίος έχει την αγίαν και αληθή γνώσιν, ότι καίτοι ημπορούσα να διαφύγω τον μαρτυρικόν θάνατον, υποφέρω σκληρούς πόνους κατά το σώμα μαστιγούμενος, αλλά κατά την ψυχήν ευχαρίστως υπομένω αυτά δια τον σεβασμόν μου προς τον Θεόν”.

Β Μακ. 6,31       καὶ οὗτος οὖν τοῦτον τὸν τρόπον μετήλλαξεν, οὐ μόνον τοῖς νέοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς πλείστοις τοῦ ἔθνους τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γεναιότητος καὶ μνημόσυνον ἀρετῆς καταλιπών.

Β Μακ. 6,31              Αυτός λοιπόν ο γέρων έτσι εξεδήμησεν άφησας με τον ηρωϊκόν του θάνατον παράδειγμα θάρρους και αρετήν άξιον μνήμης και μιμήσεως, οχι δε μόνον δια τους νεαρούς Ιουδαίους, αλλά και δια τους πλείστους του έθνους, δι' όλον τον λαόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ

                             Το μαρτύριο των επτά αδερφών και της μητέρας τους

Β Μακ. 7,1         Συνέβη δὲ καὶ ἑπτὰ ἀδελφοὺς μετὰ τῆς μητρὸς συλληφθέντας ἀναγκάζεσθαι ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν ἀθεμίτων ὑείων κρεῶν ἐφάπτεσθαι μάστιξι καὶ νευραῖς αἰκιζομένους.

Β Μακ. 7,1                Συνέβη δε κατά τον καιρόν εκείνον να συλληφθούν επτά αδελφοί μαζή με την μητέρα των και να εξαναγκάζωνται υπό του βασιλέως να φάγουν τα απαγορευομένα από τον Νομον χοιρινά κρέατα, βασανιζόμενοι δια κτυπημάτων με μαστίγια και με νευράς.

Β Μακ. 7,2         εἶς δὲ αὐτῶν γενόμενος προήγορος οὕτως ἔφη· τί μέλλεις ἐρωτᾶν καὶ μανθάνειν παρ᾿ ἡμῶν; ἕτοιμοι γὰρ ἀποθνῄσκειν ἐσμὲν ἢ παραβαίνειν τοὺς πατρίους νόμους.

Β Μακ. 7,2               Ενας δε από αυτούς ο πρώτος, εξ ονόματος και των άλλων αδελφών ομιλών, είπε προς τον βασιλέα· “τι θέλεις να ερωτάς και να μάθης από ημάς; Ημείς είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν, παρά να παραβώμεν τους πατροπαραδότους νόμους μας”.

Β Μακ. 7,3         ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεὺς προσέταξε τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν.

Β Μακ. 7,3                Από μεγάλην οργήν εκυριεύθη ο βασιλεύς και διέταξε να θέσουν εις την φωτιάν και να πυρακτώσουν τηγάνια και λέβητας.

Β Μακ. 7,4         τῶν δὲ παραχρῆμα ἐκπυρωθέντων, παραχρῆμα τὸν γενόμενον αὐτῶν προήγορον προσέταξε γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν, τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς μητρὸς συνορώντων.

Β Μακ. 7,4               Οταν αυτά αμέσως επυρακτώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς να κόψουν την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος έτσι πρώτος είχεν ομιλήσει, έπειτα δε διέταξε και αφαιρέθη το δέρμα της κεφαλής του και του έκοψαν χέρια και πόδια υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός του.

Β Μακ. 7,5         ἄχρηστον δὲ αὐτὸν τοῖς ὅλοις γενόμενον ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν. τῆς δὲ ἀτμίδος ἐφ᾿ ἱκανὸν διαδιδούσης τοῦ τηγάνου, ἀλλήλους παρεκάλουν σὺν τῇ μητρὶ γενναίως τελευτᾶν λέγοντες οὕτως·

Β Μακ. 7,5                Οταν δε αυτός δεν ημπορούσε πλέον καθόλου να κινηθή, μόλις δε και ανέπνεε, διέταξεν ο βασιλεύς να τον ρίψουν εις την πυράν, δια να τον τηγανίσουν. Καθ' ον δε χρόνον ο ατμός από το τηγάνι ανεδίδετο επί μακρόν εις την γύρω περιοχήν, οι αδελφοί του μαζή με την μητέρα του παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αποθάνουν ηρωϊκώς λέγοντες τα εξής·

Β Μακ. 7,6         ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐφορᾷ καὶ ταῖς ἀληθείαις ἐφ᾿ ἡμῖν παρακαλεῖται, καθάπερ διὰ τῆς κατὰ πρόσωπον ἀντιμαρτυρούσης ᾠδῆς διεσάφησε Μωυσῆς λέγων· καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται.

Β Μακ. 7,6               “Κυριος ο Θεός βλέπει και είναι πράγματι ελεήμων και ευσυμπάθητος προς ημάς, όπως ο Μωϋσής σαφώς διεκήρυξεν εις την ωδήν, εις την οποίαν ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού διελάλησε λέγων· ο Κυριος σπλαγχνίζεται και ελεεί τους δούλους του”.

Β Μακ. 7,7         μεταλλάξαντος δὲ τοῦ πρώτου τὸν τρόπον τοῦτον, τὸν δεύτερον ἦγον ἐπὶ τὸν ἐμπαιγμὸν καὶ τὸ τῆς κεφαλῆς δέρμα σὺν ταῖς θριξὶ περισύραντες ἐπηρώτων· εἰ φάγεσαι πρὸ τοῦ τιμωρηθῆναι τὸ σῶμα κατὰ μέλος;

Β Μακ. 7,7                Οταν κατ' αυτόν τον μαρτυρικόν τρόπον εξεδήμησεν ο πρώτος αδελφός, ωδήγησαν οι άνθρωποι του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν προς το μαρτύριον. Αφού δε εξερρίζωσαν το δέρμα της κεφαλής με τας τρίχας, τον ερωτούσαν εάν συγκατατίθεται να φάγη χοιρινόν κρέας, πριν βασανισθή και εις ένα έκαστον από τα άλλα μέλη του σώματός του.

Β Μακ. 7,8         ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τῇ πατρίῳ φωνῇ εἶπεν· οὐχί· διόπερ καὶ οὗτος τὴν ἑξῆς ἔλαβε βάσανον ὡς ὁ πρῶτος.

Β Μακ. 7,8               Αυτός απεκρίθη εις την πατρικήν του γλώσσαν και είπεν· “όχι”. Δια τούτο και αυτός υπέστη με την σειράν του το μαρτύριον, όπως και ο πρώτος.

Β Μακ. 7,9         ἐν ἐσχάτῃ δὲ πνοῇ γενόμενος εἶπε· σὺ μὲν ἀλάστωρ ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις, ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει.

Β Μακ. 7,9               Οταν δε έπνεε πλέον τα λοίσθια, είπε προς τον βασιλέα· “συ μέν, αλιτήριε, αφαιρείς από ημάς την παρούσαν ζωήν, ο βασιλεύς όμως του κόσμου θα μας αναστήση εις μίαν αιωνίαν ζωήν, εφ' όσον ημείς απεθάνομεν, δια να μείνωμεν πιστοί στους νόμους του”.

Β Μακ. 7,10       μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρίτος ἐνεπαίζετο καὶ τὴν γλῶσσαν αἰτηθεὶς ταχέως προέβαλε καὶ τὰς χεῖρας εὐθαρσῶς προέτεινε

Β Μακ. 7,10              Επειτα δε από αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Οταν δε ο δήμιος του εζήτησε να εξαγάγη αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του, δια να του τα κόψουν, εκείνος τα επρότεινε με θάρρος

Β Μακ. 7,11       καὶ γενναίως εἶπεν· ἐξ οὐρανοῦ ταῦτα κέκτημαι καὶ διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους ὑπερορῶ ταῦτα καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ταῦτα πάλιν ἐλπίζω κομίσασθαι·

Β Μακ. 7,11              και ηρωϊκώς είπεν· “έχω πάρει τα μέλη αυτά από τον ουράνιον Θεόν και χάριν του νόμου του Θεού δεν τα λογαριάζω, διότι πιστεύω ότι από τον Θεόν θα τα αποκτήσω πάλιν κάποτε”.

Β Μακ. 7,12       ὥστε αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐκπλήσσεσθαι τὴν τοῦ νεανίσκου ψυχήν, ὡς ἐν οὐδενὶ τὰς ἀλγηδόνας ἐτίθετο.

Β Μακ. 7,12              Ητο δε τόσον το θάρρος του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι οι οποίοι τον ακολουθούσαν, εξεπλάγησαν με τον ηρωϊσμόν του νέου αυτού, ο οποίος εις ουδέν υπελόγιζε τους πόνους από τα βασανιστήρια.

Β Μακ. 7,13       καὶ τούτου δὲ μεταλλάξαντος, τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι.

Β Μακ. 7,13              Οταν αυτός εξεδήμησεν, έφεραν και με τον ίδιον τρόπον ήρχισαν να βασανίζουν με πληγάς τον τέταρτον υιόν.

Β Μακ. 7,14       καὶ γενόμενος πρὸς τὸ τελευτᾶν οὕτως ἔφη· αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται.

Β Μακ. 7,14              Οταν δε και εκείνος επλησίαζε να αποθάνη, ομίλησε κατ' τον τον τρόπον προς τον βασιλέα· “είναι προτιμότερον να πεθαίνη κανείς από τα χέρια των ανθρώπων με την ελπίδα που έχει προς τον Θεόν ότι και πάλιν θα αναστηθή από εκείνον. Δια σε όμως, βασιλεύ, η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν”.

Β Μακ. 7,15       ἐχομένως δὲ τὸν πέμπτον προσάγοντες ᾐκίζοντο.

Β Μακ. 7,15              Εν συνεχεία δε ωδηγήθη ο πέμπτος υιός, τον οποίον και ήρχισαν να βασανίζουν.

Β Μακ. 7,16       ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἰδὼν εἶπεν· ἐξουσίαν ἐν ἀνθρώποις ἔχων φθαρτὸς ὤν, ὃ θέλεις ποιεῖς· μὴ δόκει δὲ τὸ γένος ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καταλελεῖφθαι.

Β Μακ. 7,16              Αυτός ατενίσας προς τον βασιλέα είπεν· “έχεις την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και είσαι θνητός, και ημπορείς να πράξης ο,τι θέλεις. Μη νομίσης όμως ότι το γένος μας έχει εγκαταλειφθή από τον Θεόν.

Β Μακ. 7,17       σὺ δὲ καρτέρει καὶ θεώρει τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ κράτος, ὡς σὲ καὶ τὸ σπέρμα σου βασανίσει.

Β Μακ. 7,17              Περίμενε δε συ και θα ίδης την μεγαλειώδη δύναμιν του Θεού, πόσον σε και τους απογόνους σου θα βασανίση”.

Β Μακ. 7,18       μετὰ δὲ τοῦτον ἦγον τὸν ἕκτον, καὶ μέλλων ἀποθνήσκειν ἔφη· μὴ πλανῶ μάτην, ἡμεῖς γὰρ δι᾿ ἑαυτοὺς ταῦτα πάσχομεν ἁμαρτάνοντες εἰς τὸν ἑαυτῶν Θεόν, διὸ ἄξια θαυμασμοῦ γέγονε.

Β Μακ. 7,18              Επειτα από αυτόν έφεραν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν. Οταν δε και αυτός επρόκειτο να αποθάνη, είπε προς τον βασιλέα· “μη πλανάσαι ματαίως. Ημείς από τον εαυτόν μας υποφέρομεν αυτά, διότι έχομεν αμαρτήσει ενώπιον του Θεού μας, δια τούτο επήλθον εναντίον μας τα καταπληκτικά αυτά κακά.

Β Μακ. 7,19       σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ἀθῷος ἔσεσθαι θεομαχεῖν ἐπιχειρήσας.

Β Μακ. 7,19              Αλλά και συ μη φαντασθής, ότι θα μείνης ατιμώρητος, εφ' όσον ανέλαβες και έκαμες πόλεμον εναντίον του Θεού”.

Β Μακ. 7,20       ὑπεραγόντως δὲ ἡ μήτηρ θαυμαστὴ καὶ μνήμης ἀγαθῆς ἀξία, ἥτις ἀπολλυμένους υἱοὺς ἑπτὰ συνορῶσα μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας εὐψύχως ἔφερε διὰ τὰς ἐπὶ Κύριον ἐλπίδας.

Β Μακ. 7,20             Παρα πολύ αξιοθαύμαστος και αξία της πλέον αγαθής μνήμης ήτο η μητέρα, η οποία, καίτοι έβλεπε να αποθνήσκουν τα παιδιά της εις διάστημα μιας ημέρας, απέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των παιδιών της, διότι εστήριζε τας ελπίδας της στον Κυριον.

Β Μακ. 7,21       ἕκαστον δὲ αὐτῶν παρεκάλει τῇ πατρίῳ φωνῇ γενναίῳ πεπληρωμένη φρονήματι καὶ τὸν θῆλυν λογισμὸν ἄρσενι θυμῷ διεγείρασα, λέγουσα πρὸς αὐτούς·

Β Μακ. 7,21              Αυτή, εις την πατρικήν της γλώσσαν ωμιλούσε και παρακινούσε το καθένα από τα παιδιά της και πλήρης από ευγενέστατα αισθήματα και φρονήματα τα ενεθάρρυνε προς το μαρτύριον, μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος και έλεγε προς αυτούς·

Β Μακ. 7,22       οὐκ οἶδ᾿ ὅπως εἰς τὴν ἐμὴν ἐφάνητε κοιλίαν, οὐδὲ ἐγὼ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν ἐχαρισάμην, καὶ τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διεῤῥύθμισα.

Β Μακ. 7,22             “Δεν γνωρίζω πως έχετε γεννηθή εις την κοιλίαν μου, δεν είμαι εγώ εκείνη που σας έδωσα το πνεύμα και την ζωήν, δεν είμαι εγώ εκείνη οποία ωργάνωσα τα στοιχεία, που αποτελούν το σώμα σας. Αυτά είναι του Θεού δώρα.

Β Μακ. 7,23       τοιγαροῦν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης, ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ πάντων ἐξευρὼν γένεσιν καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν πάλιν ἀποδώσει μετ᾿ ἐλέους, ὡς νῦν ὑπερορᾶται ἑαυτοὺς διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους.

Β Μακ. 7,23             Δια τούτο, λοιπόν, ο Δημιουργός του κόσμου, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπον και εμόρφωσε το ανθρώπινον γένος, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν και ύπαρξιν εις όλα τα πράγματα, αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία του θα αποδώση εις σας το πνεύμα και την ζωήν, διότι τώρα σεις καταφρονείτε τον εαυτόν σας προς χάριν των νόμων του”.

Β Μακ. 7,24       ὁ δὲ Ἀντίοχος οἰόμενος καταφρονεῖσθαι καὶ τὴν ὀνειδίζουσαν ὑφορώμενος φωνήν, ἔτι τοῦ νεωτέρου περιόντος, οὐ μόνον διὰ λόγων ἐποιεῖτο τὴν παράκλησιν, ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὅρκων ἐπίστου ἅμα πλουτιεῖν καὶ μακαριστὸν ποιήσειν μεταθέμενον ἀπὸ τῶν πατρίων νόμων καὶ φίλον ἕξειν καὶ χρείας ἐμπιστεύσειν.

Β Μακ. 7,24             Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν ότι κατεφρονείτο και εξηυτελίζετο, και επειδή υπωπτεύετο ότι υβρίζεται με τα λόγια αυτής της μητέρας, ενώ ακόμη ο νεώτερος υιός εζούσεν, όχι μόνον με απλά λόγια τον ενεθάρρυνε και τον εκολάκευε, αλλά και με όρκους υπέσχετο εις αυτόν να τον κάμη πλούσιον και ευτυχή, να τον καταστήση φίλον του, να του εμπιστευθή μεγάλα αξιώματα, εάν εγκαταλείψη τους νόμους των πατέρων του.

Β Μακ. 7,25       τοῦ δὲ νεανίου μηδαμῶς προσέρχοντος, προσκαλεσάμενος ὁ βασιλεὺς τὴν μητέρα παρῄνει τοῦ μειρακίου γενέσθαι σύμβουλον ἐπὶ σωτηρίᾳ.

Β Μακ. 7,25             Επειδή όμως ο νεαρός αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τας δελεαστικάς προσφοράς του βασιλέως, εκείνος εκάλεσε την μητέρα και την παρακινούσε να συμβουλεύση το παιδί της, που ήτο μειράκιον ακόμη, και να αποφύγη έτσι τον μαρτυρικόν θάνατον.

Β Μακ. 7,26       πολλὰ δὲ αὐτοῦ παραινέσαντος ἐπεδέξατο πείσειν τὸν υἱόν.

Β Μακ. 7,26             Επειδή ο βασιλεύς με πολλούς λόγους την παρακινούσε, η μητέρα εδέχθη να πείση το παιδί της.

Β Μακ. 7,27       προσκύψασα δὲ αὐτῷ, χλευάσασα τὸν ὠμὸν τύραννον οὕτως ἔφησε τῇ πατρῴᾳ φωνῇ· υἱέ, ἐλέησόν με τὴν ἐν γαστρὶ περιενέγκασάν σε μῆνας ἐννέα καὶ θηλάσασάν σε ἔτη τρία καὶ ἐκθρέψασάν σε καὶ ἀγαγοῦσαν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην καὶ τροφοφορήσασαν.

Β Μακ. 7,27             Εκείνη έσκυψε προς το παιδί της, ενέπαιξε τον σκληρόν βασιλέα και κατ' αυτόν τον τρόπον ομίλησε προς το παιδί της εις την γλώσσαν των πατέρων της· “παιδί μου, λυπήσου εμέ, η οποία επί εννέα μήνας σε έφερα εις την κοιλίαν μου. Εμέ, η οποία σε εθήλασα επί τρία έτη, σε ανέθρεψα και σε έφερα έως εις την ηλικίαν αυτήν, που είσαι.

Β Μακ. 7,28       ἀξιῶσε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται.

Β Μακ. 7,28             Σε παρακαλώ, λοιπόν, και σε εξορκίζω, παιδί μου, να αναβλέψης στον ουρανόν και εις την γην και να ίδης όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Να γνωρίσης δε καλά, ότι Θεός εδημιούργησεν όλα αυτά εκ του μηδενός. Επίσης και το γένος των ανθρώπων παρά του Θεού έλαβε την ύπαρξιν.

Β Μακ. 7,29       μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον, ἀλλὰ τῶν ἀδελφῶν ἄξιος γενόμενος, ἐπίδεξαι τὸν θάνατον, ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε.

Β Μακ. 7,29             Μη φοβηθής, λοιπόν, αυτόν τον δήμιον, αλλά να φανής αντάξιος των αδελφών σου. Δέξαι ηρωϊκώς τον μαρτυρικόν θάνατον, δια να σε επαναποκτήσω πάλιν μαζή με τους αδελφούς σου στον καιρόν του ελέους του Θεού, της αναστάσεως δηλαδή των νεκρών”.

Β Μακ. 7,30       ἔτι δὲ ταύτης καταλεγούσης ὁ νεανίας εἶπε· τίνα μένετε; οὐχ ὑπακούω τοῦ προστάγματος τοῦ βασιλέως, τοῦ δὲ προστάγματος ἀκούω τοῦ νόμου τοῦ δοθέντος τοῖς πατράσιν ἡμῶν διὰ Μωυσέως.

Β Μακ. 7,30             Εν δε ακόμη έλεγεν αυτά εντόνως η μητέρα, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς τους δημίους· “τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την προσταγήν του βασιλέως, αλλά υπακούω εις τας εντολάς του Νομου, ο οποίος εδόθη παρά του Θεού δια του Μωϋσέως στους πατέρας μας.

Β Μακ. 7,31       σὺ δὲ πάσης κακίας εὑρετὴς γενόμενος εἰς τοὺς Ἑβραίους, οὐ μὴ διαφύγῃς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ.

Β Μακ. 7,31              Συ δέ, βασιλεύ, ο οποίος έγινες αιτία και επινοητής όλων αυτών των συμφορών εναντίον των Εβραίων, δεν θα διαφύγης την τιμωρόν χείρα του Θεού.

Β Μακ. 7,32       ἡμεῖς γὰρ διὰ τὰς ἑαυτῶν ἁμαρτίας πάσχομεν.

Β Μακ. 7,32             Ημείς πάσχομεν εξ αιτίας των αμαρτιών μας.

Β Μακ. 7,33       εἰ δὲ χάριν ἐπιπλήξεως καὶ παιδείας ὁ ζῶν Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται, καὶ πάλιν καταλλαγήσεται τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις.

Β Μακ. 7,33             Εάν δε ο αιωνίως ζων Κυριος μας, δια να μας τιμωρήση και παιδαγωγήση, έδειξε προς στιγμήν μόνον την οργήν του εναντίον μας, πάλιν θα συμφιλιωθή με ημάς τους δούλους του.

Β Μακ. 7,34       σὺ δέ, ὦ ἀνόσιε καὶ πάντων ἀνθρώπων μιαρώτατε, μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν, ἐπὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ἐπαιρόμενος χεῖρα·

Β Μακ. 7,34             Συ δέ, ω ανόσιε και μιαρώτατε μεταξύ όλων των ανθρώπων, μη αλαζονεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ψευδείς ελπίδας και υψώνων το φονικόν σου χέρι εναντίον των δούλων του Θεού.

Β Μακ. 7,35       οὕπω γὰρ τὴν τοῦ Παντοκράτορος ἐπόπτου Θεοῦ, κρίσιν ἐκπέφευγας.

Β Μακ. 7,35             Διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην εκ μέρους του παντοκράτορας Θεού, ο οποίος εποπτεύει όλον τον κόσμον και ημάς.

Β Μακ. 7,36       οἱ μὲν γὰρ νῦν ἡμέτεροι ἀδελφοὶ βραχὺν ὑπενέγκαντες πόνον ἀεννάου ζωῆς ὑπὸ διαθήκην Θεοῦ πεπτώκασι· σὺ δὲ τῇ τοῦ Θεοῦ κρίσει δίκαια τὰ πρόστιμα τῆς ὑπερηφανίας ἀποίσῃ.

Β Μακ. 7,36             Οι αδελφοί μας υπέμειναν ολιγοχρόνιον πόνον και έχουν πέσει μαρτυρικώς, δια να κερδήσουν την αιωνίαν ζωήν, σύμφωνα με την Διαθήκην του Θεού.

Β Μακ. 7,37       ἐγὼ δὲ καθάπερ οἱ ἀδελφοί μου καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν προδίδωμι περὶ τῶν πατρίων νόμων, ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν ἵλεων ταχὺ τῷ ἔθνει γενέσθαι καὶ σὲ μετὰ ἐτασμῶν καὶ μαστίγων ἐξομολογήσασθαι, διότι μόνος αὐτὸς Θεός ἐστιν,

Β Μακ. 7,37             Εγώ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου, παραδίδω το σώμα και την ψυχήν προς χάριν των πατροπαραδότων νόμων, παρακαλών τον Θεόν να φανή συντομώτατα ίλεως προς τον λαόν του, να κάμη δε και σέ, με βάσανα και με θλίψεις, στο να ομολογήσης τον αληθινόν Θεόν, διότι αυτός μόνος είναι Θεός.

Β Μακ. 7,38       ἐν ἐμοὶ δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς μου στῆναι τὴν τοῦ Παντοκράτορος ὀργὴν τὴν ἐπὶ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος δικαίως ἐπηγμένην.

Β Μακ. 7,38             Παρακαλώ δε και εύχομαι, εις εμέ και στους αδελφούς μου να σταματήση ο Θεός την οργήν του, η οποία κατά λόγον δικαιοσύνης εξέσπασεν εναντίον του γένους μας”.

Β Μακ. 7,39       ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς, τούτῳ παρὰ τοὺς ἄλλους χειρίστως ἀπήντησε πικρῶς φέρων ἐπὶ τῷ μυκτηρισμῷ.

Β Μακ. 7,39             Εξαλλος από οργήν έγινεν ο βασιλεύς και διέταξε να βασανισθή ο νεώτερος αυτός αδελφός σκληρότερον από τους άλλους αδελφούς, διότι βαρέως έφερε την περιφρόνησιν εκ μέρους αυτού.

Β Μακ. 7,40       καὶ οὗτος οὖν καθαρὸς τὸν βίον μετήλλαξε παντελῶς ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πεποιθώς.

Β Μακ. 7,40             Ετσι δε αγνός και καθαρός εξεδήμησεν και ο νεώτερος αυτός αδελφός πλήρως αφωσιωμένος και πιστός στον Θεόν.

Β Μακ. 7,41       ἐσχάτη δὲ τῶν υἱῶν ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε.

Β Μακ. 7,41              Τελευταία δε από τα παιδιά της εξεδημησε μαρτυρικώς και η μητέρα.

Β Μακ. 7,42       τὰ μὲν οὖν περὶ τοὺς σπλαγνισμούς καὶ τὰς ὑπερβαλλούσας αἰκίας ἐπὶ τοσοῦτον δεδηλώσθω.

Β Μακ. 7,42             Αυτά μεν λοιπόν που ελέχθησαν δια τον εξαναγκασμόν των πιστών προς συμμετοχήν εις ειδωλολατρικάς θυσίας και τας υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου εναντίον των Ιουδαίων, είναι αρκετά.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15