ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 12-15

 

 

ΟΙ ΝΙΚΗΦΟΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΟΠΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΑΜΝΕΙΑΣ  

Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΣΠΙΔΟΣ

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΟΡΓΙΑ - ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

                               Η εκστρατεία του Ιούδα κατά της Ιόππης και της Ιάμνειας

Β Μακ. 12,1       Γενομένων τῶν συνθηκῶν τούτων, ὁ μὲν Λυσίας ἀπῄει πρὸς τὸν βασιλέα, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι περὶ τὴν γεωργίαν ἐγίνοντο.

Β Μακ. 12,1              Αφού συνήφθησαν αυταί αι συνθήκαι, ο μεν Λυσίας απήλθε προς τον βασιλέα, οι δε Ιουδαίοι επανήλθαν εις τας γεωργικάς των εργασίας.

Β Μακ. 12,2       τῶν δὲ κατὰ τόπον στρατηγῶν Τιμόθεος καὶ Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Γενναίους, ἔτι δὲ Ἱερώνυμος καὶ Δημοφῶν, πρὸς δὲ τούτοις Νικάνωρ ὁ Κυπριάρχης οὐκ εἴων αὐτοὺς εὐσταθεῖς καὶ τὰ τῆς ἡσυχίας ἄγειν.

Β Μακ. 12,2             Οι στρατηγοί όμως διαφόρων περιοχών, ο Τιμόθεος και ο Απολλώνιος ο υιός του Γενναίου, ακόμη δε ο Ιερώνυμος και ο Δημοφών, κοντά δε εις αυτούς και ο Νικάνωρ ο κυβερνήτης της Κυπρου, δεν άφηναν τους Ιουδαίους αδιαταράκτους να ζουν εν ειρήνη.

Β Μακ. 12,3       Ἰοππῖται δὲ τηλικοῦτο συνετέλεσαν τὸ δυσσέβημα· παρακαλέσαντες τοὺς σὺν αὐτοῖς οἰκοῦντας Ἰουδαίους ἐμβῆναι εἰς τὰ παρασταθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν σκάφη σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὡς μηδεμιᾶς ἐνεστώσης πρὸς αὐτοὺς δυσμενείας,

Β Μακ. 12,3              Οι κάτοικοι μάλιστα της Ιόππης διέπραξαν μέγιστον και ασεβέστατον κακούργημα. Προσεκάλεσαν τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν των, να εισέλθουν με τας γυναίκας και τα τέκνα των εις πλοία, τα οποία παρουσίασαν εις αυτούς, διότι, τάχα, δεν υπήρχε καμμία εχθρική διάθεσις εναντίον των.

Β Μακ. 12,4       κατὰ δὲ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ψήφισμα, καὶ τούτων ἐπιδεξαμένων ὡς ἂν εἰρηνεύειν θελόντων καὶ μηδὲν ὕποπτον ἐχόντων, ἐπαναχθέντας αὐτοὺς ἐβύθισαν ὄντας οὐκ ἔλαττον τῶν διακοσίων.

Β Μακ. 12,4             Η δολία αυτή πρότασις έγινε κατόπιν γενικής αποφάσεως των κατοίκων της Ιόππης. Οι Ιουδαίοι ως άνθρωποι, οι οποίοι ήθελαν την ειρήνην και δεν έτρεφαν καμμίαν υποψίαν, απεδέχθησαν την πρότασιν. Οι κάτοικοι της Ιόππης, αφού τους ωδήγησαν με τα σκάφη στο ανοικτόν πέλαγος, τους εβύθισαν και έτσι έπνιξαν οχι ολιγωτέρους από διακοσίους.

Β Μακ. 12,5       μεταλαβὼν δὲ Ἰούδας τὴν γεγονυῖαν εἰς τοὺς ὁμοεθνεῖς ὠμότητα, παραγγείλας τοῖς περὶ αὐτὸν ἀνδράσι

Β Μακ. 12,5              Ο Ιούδας, όταν επληροφορήθη την σκληρότητα αυτήν που έγινε εις βάρος των ομοεθνών του, έδωσεν αναλόγους εντολάς στους περί αυτόν άνδρας.

Β Μακ. 12,6       καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δίκαιον κριτὴν Θεόν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς μιαιοφόνους τῶν ἀδελφῶν· καὶ τὸν μὲν λιμένα νύκτωρ ἐνέπρησε καὶ τὰ σκάφη κατέφλεξε, τοὺς δὲ ἐκεῖ συμφυγόντας ἐξεκέντησε.

Β Μακ. 12,6             Προσευχηθείς δε και επικαλεσθείς τον δίκαιον κριτήν Θεόν, επήλθεν εναντίον των μιαρών αυτών φονέων των ομοεθνών του. Και τα μεν λιμενικά έργα κατά το διάστημα της νυκτός επυρπόλησε, τα δε πλοία που υπήρχαν στον λιμένα έκαυσε, όσους δε είχαν καταφύγει εκεί, δια να σωθούν, τους κατέσφαξε.

Β Μακ. 12,7       τοῦ δὲ χωρίου συγκλεισθέντος, ἀνέλυσεν ὡς πάλιν ἥξων καὶ τὸ σύμπαν τῶν Ἰοππιτῶν ἐκριζῶσαι πολίτευμα.

Β Μακ. 12,7              Επειδή δε η περιτειχισμένη πόλις ήτο κλειστή, ο Ιούδας ανεχώρησε, δια να επανέλθη και πάλιν, και ξερριζώση όλους τους κατοίκους της Ιόππης.

Β Μακ. 12,8       μεταλαβὼν δὲ καὶ τοὺς ἐν Ἰαμνείᾳ τὸν αὐτὸν ἐπιτελεῖν βουλομένους τρόπον τοῖς παροικοῦσιν Ἰουδαίοις,

Β Μακ. 12,8             Ο Ιούδας επληροφορήθη ακόμη ότι και οι κάτοικοι της Ιαμνείας έχουν τον σκοπόν να διαπράξουν το ίδιον κακούργημα εναντίον των Ιουδαίων, οι οποίοι κατοικούν εκεί κοντά των.

Β Μακ. 12,9       καὶ τοῖς Ἰαμνίταις νυκτὸς ἐπιβαλὼν ὑφῆψε τὸν λιμένα σὺν τῷ στόλῳ, ὥστε φαίνεσθαι τὰς αὐγὰς τοῦ φέγγους εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, σταδίων ὄντων διακοσίων τεσσαράκοντα.

Β Μακ. 12,9             Δι' αυτό κατά τα διάστημα της νυκτός επετέθη εναντίον των Ιαμνιτών, έκαψε τον λιμένα μαζή με τον στόλον, που υπήρχεν εκεί, ώστε αι αναλαμπαί της πυρκαϊάς εφαίνοντο εις τα Ιεροσόλυμα, τα οποία απείχον από εκεί διακόσια τεσσαράκοντα στάδια.

 

                                 Η νίκη του Ιούδα κατά των Αράβων και της Κάσπιδος

Β Μακ. 12,10      Ἐκεῖθεν δὲ ἀποσπασθέντων σταδίους ἐννέα, ποιουμένων τὴν πορείαν ἐπὶ τὸν Τιμόθεον, προσέβαλον Ἄραβες αὐτῷ οὐκ ἐλάττους τῶν πεντακισχιλίων, ἱππεῖς δὲ πεντακόσιοι.

Β Μακ. 12,10            Οταν ο Ιούδας και οι άνδρες του απεμακρύνθησαν από εκεί εννέα στάδια και εβάδιζαν εναντίον του Τιμοθέου, επετέθησαν εναντίον του Ιούδα Αραβες όχι ολιγότεροι από πέντε χιλιάδας πεζούς και πεντακοσίους ιππείς.

Β Μακ. 12,11      γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης καὶ τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν διὰ τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν εὐημερησάντων, ἐλαττωθέντες οἱ νομάδες Ἄραβες ἠξίουν δοῦναι τὸν Ἰούδαν δεξιὰν αὐτοῖς, ὑπισχνούμενοι καὶ βοσκήματα δώσειν καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ὠφελήσειν αὐτούς.

Β Μακ. 12,11            Κατόπιν μιας σφοδράς μάχης οι περί τον Ιούδαν στρατιώται επέτυχαν με την βοήθειαν του Θεού, να κατανικήσουν τους εχθρούς. Οι νομάδες Αραβες ενικήθησαν και παρακαλούσαν να συμφιλιωθή ο Ιούδας με αυτούς και υπέσχοντο να του δώσουν ζώα, να του φανούν δε ωφέλιμοι και εις αλλά ζητήματα.

Β Μακ. 12,12      Ἰούδας δὲ ὑπολαβὼν ὡς ἀληθῶς ἐν πολλοῖς αὐτοὺς χρησίμους, ἐπεχώρησεν εἰρήνην ἄξειν πρὸς αὐτούς· καὶ λαβόντες δεξιὰς εἰς τὰς σκηνὰς αὐτῶν ἐχωρίσθησαν.

Β Μακ. 12,12            Ο Ιούδας, επειδή επίστευσεν ότι πράγματι οι Αραβες θα του φανούν χρήσιμοι εις πολλά ζητήματα, συγκατετέθη εις σύναψιν ειρήνης με αυτούς. Συμφιλιωθέντες δε οι Αραβες με τον Ιούδαν επέστρεψαν εις τας σκηνάς των.

Β Μακ. 12,13      Ἐπέβαλε δὲ καὶ ἐπί τινα πόλιν γεφυροῦν ὀχυρὰν καὶ τείχεσι περιπεφραγμένην καὶ παμμειγέσιν ἔθνεσι κατοικουμένην, ὄνομα δὲ Κάσπιν.

Β Μακ. 12,13            Ο Ιούδας επετέθη επίσης εναντίον μιας πόλεως οχυράς, η οποία περιεκλείετο από τείχος και κατοικείτο από ανθρώπους διαφόρων εθνών. Αυτή ωνομάζετο Κασπις.

Β Μακ. 12,14      οἱ δ᾿ ἔνδον πεποιθότες τῇ τῶν τειχέων ἐρυμνότητι τῇ τε τῶν βρωμάτων παραθέσει, ἀναγωγότερον ἐχρῶντο τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν λοιδοροῦντες καὶ προσέτι βλασφημοῦντες καὶ λαλοῦντες ἃ μὴ θέμις.

Β Μακ. 12,14            Οι εντός της πόλεως, έχοντες πεποίθηση εις την αντοχήν των τειχών της και εις την άφθονον προμήθειαν τροφίμων, εφέροντο κατά τρόπον πολύ ανάγωγον εναντίον των Ιουδαίων· ύβριζον αυτούς εκστομίζοντες ακόμη και βλασφημίας και απρεπείς λόγους.

Β Μακ. 12,15      οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν ἐπικαλεσάμενοι τὸν μέγαν τοῦ κόσμου δυνάστην, τὸν ἄτερ κριῶν καὶ μηχανῶν ὀργανικῶν κατακρημνίσαντα τὴν Ἱεριχὼ κατὰ τοὺς Ἰησοῦ χρόνους, ἐνέσεισαν θηριωδῶς τῷ τείχει.

Β Μακ. 12,15            Οι στρατιώται του Ιούδα, αφού επεκαλέσθησαν βοηθόν των τον υπέρτατον του κόσμου Κυρίαρχον, ο οποίος χωρίς πολιορκητικούς κριους και άλλας τοιαύτας πολεμικάς μηχανάς κατεκρήμνισε τα τείχη της Ιεριχούς κατά τους χρόνους Ιησού του Ναυή, ώρμησαν ως θηρία εναντίον του τείχους.

Β Μακ. 12,16      καταλαβόμενοί τε τὴν πόλιν τῇ τοῦ Θεοῦ θελήσει, ἀμυθήτους ἐποιήσαντο σφαγάς, ὥστε τὴν παρακειμένην λίμνην, τὸ πλάτος ἔχουσαν σταδίων δύο, κατάῤῥυτον αἵματι πεπληρωμένην φαίνεσθαι.

Β Μακ. 12,16            Με την βοήθειαν του Θεού εκυρίευσαν την πόλιν και προέβησαν εις αναριθμήτους σφαγάς, ώστε η πλησίον εκεί ευρισκομένη λίμνη, που είχε πλάτος δύο στάδια, να φαίνεται ότι ήτο γεμάτη από το αίμα, που είχεν εισρεύσει εις αυτήν.

 

                                Ο Ιούδας νικάει το στρατό του Τιμόθεου

Β Μακ. 12,17      Ἐκεῖθεν δὲ ἀποσπάσαντες σταδίους ἑπτακοσίους πεντήκοντα διήνυσαν εἰς τὸν Χάρακα πρὸς τοὺς λεγομένους Τουβιήνους Ἰουδαίους.

Β Μακ. 12,17            Από εκεί επροχώρησαν επτακοσίους πεντήκοντα σταδίους και έφθασαν στον Χαρακα, προς τους Ιουδαίους, οι οποίοι ελέγοντο Τουβιήνοι.

Β Μακ. 12,18      καὶ Τιμόθεον μὲν ἐπὶ τῶν τόπων οὐ κατέλαβον, ἄπρακτόν τε ἀπὸ τῶν τόπων ἐκλελυκότα, καταλελοιπότα δὲ φρουρὰν ἔν τινι τόπῳ καὶ μάλα ὀχυράν.

Β Μακ. 12,18            Τον Τιμόθεον δεν τον ευρήκαν στους τόπους εκείνους, διότι είχεν αναχωρήσει άπρακτος από τας περιοχάς εκείνας, αφού αφήκεν στον τόπον μίαν φρουράν πολύ ισχυράν.

Β Μακ. 12,19      Δοσίθεος δὲ καὶ Σωσίπατρος τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἡγεμόνων ἐξοδεύσαντες ἀπώλεσαν τοὺς ὑπὸ Τιμοθέου καταλειφθέντας ἐν τῷ ὀχυρώματι πλείους τῶν μυρίων ἀνδρῶν.

Β Μακ. 12,19            Δυο όμως από τους περί τον Μακκαβαίον στρατηγούς, ο Δοσίθεος και ο Σωσίπατρος, επήλθον και εκτύπησαν το φρούριον αυτό και εφόνευσαν εκείνους, που είχεν αφήσει εκεί ο Τιμόθεος, άνδρας πλέον των δέκα χιλιάδων.

Β Μακ. 12,20      ὁ δὲ Μακκαβαῖος διατάξας τὴν ἑαυτοῦ στρατιὰν σπειρηδόν, κατέστησεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν σπειρῶν καὶ ἐπὶ τὸν Τιμόθεον ὥρμησεν ἔχοντα περὶ αὐτὸν μυριάδας δώδεκα πεζῶν, ἱππεῖς δὲ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις.

Β Μακ. 12,20           Ο δε Μακκαβαίος, αφού παρέταξε τον στρατόν του κατά σώματα και κατέστησεν επικεφαλής αυτών τον Σωσίπατρον και Δοσίθεον, ώρμησεν εναντίον του Τιμοθέου, ο οποίος είχε μαζή του εκατόν είκοσι χιλιάδας πεζούς και χιλίους πεντακοσίους ιππείς.

Β Μακ. 12,21      τὴν δὲ ἔφοδον μεταλαβὼν Ἰούδα, ὁ Τιμόθεος προσεξαπέστειλε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευὴν εἰς τὸ λεγόμενον Καρνίον· ἦν γὰρ δυσπολιόρκητον καὶ δυσπρόσιτον τὸ χωρίον διὰ τὴν τῶν πάντων τῶν τόπων στενότητα.

Β Μακ. 12,21            Ο Τιμόθεος όταν επληροφορήθη την έφοδον αυτήν του Ιούδα εξαπέστειλε τας γυναίκας και τα παιδιά με τας αποσκευάς των εις ασφαλή τόπον, λεγόμενον Καρνίον. Ητο δε αυτό μία περιοχή δυσπολιόρκητος, εις την οποίαν δυσκόλως ημπορούσε να πλησίαση κανείς λόγω της στενότητος όλων των εκεί τόπων.

Β Μακ. 12,22      ἐπιφανείσης δὲ τῆς Ἰούδα σπείρας πρώτης καὶ γενομένου δέους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, φόβου τε ἐκ τῆς τοῦ πάντα ἐφορῶντος ἐπιφανείας γενομένου ἐπ᾿ αὐτούς, εἰς φυγὴν ὥρμησαν ἄλλος ἀλλαχῇ φερόμενος, ὥστε πολλάκις ὑπὸ τῶν ἰδίων βλάπτεσθαι καὶ ταῖς τῶν ξιφῶν ἀκμαῖς ἀναπείρεσθαι.

Β Μακ. 12,22           Οταν όμως ενεφανίσθη το πρώτον στρατιωτικόν σώμα του Ιούδα, επέπεσε δέος στους εχθρούς, ο φόβος και ο τρόμος Εκείνου ο οποίος επιβλέπει τα σύμπαντα. Αυτός ο φόβος κατέλαβε τους εχθρούς, και ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και εφέρετο άλλος εδώ άλλος εκεί, ώστε πολλοί αλληλοεφονεύοντο διατρυπώμενοι οπό τας αιχμάς των ιδικών των ξιφών.

Β Μακ. 12,23      ἐποιεῖτο δὲ τὸν διωγμὸν εὐτονώτερον Ἰούδας συγκεντῶν τοὺς ἀλιτηρίους διέφθειρέ τε εἰς μυριάδας τρεῖς ἀνδρῶν.

Β Μακ. 12,23           Ο Ιούδας τους κατεδίωξεν ορμητικώτερα, εκτυπούσε τους κακούργους αυτούς και εφόνευσε τριάκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας.

Β Μακ. 12,24      αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος ἐμπεσὼν τοῖς περὶ τὸν Δοσίθεον καὶ Σωσίπατρον, ἠξίου μετὰ πολλῆς γοητείας ἐξαφεῖναι σῷον αὐτὸν διὰ τὸ πλειόνων μὲν γονεῖς, ὧν δὲ ἀδελφοὺς ἔχειν καὶ τούτους ἀλογηθῆναι συμβήσεται, εἰ ἀποθάνοι.

Β Μακ. 12,24           Ο ίδιος ο Τιμόθεος έπεσεν εις τα χέρια των ανδρών του Δοσιθέου και του Σωσιπάτρου, τους οποίους εξώρκιζε με πολλήν επιτηδειότητα να τον αφήσουν σώον και υγιή, διαβεβαιών αυτούς, ότι είχε υπό την εξουσίαν του γονείς και αδελφούς πολλών από τους Ιουδαίους, στους οποίους ήτο δυνατόν να συμβή κάτι κακόν, εάν ο ίδιος εφονεύετο.

Β Μακ. 12,25      πιστώσαντος δὲ αὐτοῦ διὰ πλειόνων τὸν ὁρισμὸν ἀποκαταστήσειν τούτους ἀπημάντους, ἀπέλυσαν αὐτὸν ἕνεκα τῆς τῶν ἀδελφῶν σωτηρίας.

Β Μακ. 12,25           Αφού δε με πάρα πολλούς λόγους τους έπεισε, ότι είχε την απόφασιν να επιστρέψη τους ανθρώπους αυτούς, χωρίς να τους κάμη κανένα κακόν, οι Ιουδαίοι τον αφήκαν ελεύθερον χάριν της σωτηρίας των αδελφών των.

 

                                 Άλλες επιτυχίες του Ιούδα

Β Μακ. 12,26      Ἐξελθὼν δὲ ἐπὶ τὸ Καρνίον καὶ τὸ Ἀταργατεῖον κατέσφαξε μυριάδας σωμάτων δύο καὶ πεντακισχιλίους.

Β Μακ. 12,26           Ο Ιούδας επήλθεν εναντίον του Καρνίου και στο ιερόν της Αταργάτης εφόνευσεν εικοσιπέντε χιλιάδας άνδρας.

Β Μακ. 12,27      μετὰ δὲ τὴν τούτων τροπὴν καὶ ἀπώλειαν ἐπεστράτευσεν Ἰούδας καὶ ἐπὶ Ἐφρὼν πόλιν ὀχυράν, ἐν ᾗ κατῴκει Λυσίας καὶ πάμφυλα πλήθη· νεανίαι δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καθεστῶτες ῥωμαλέοι ἀπεμάχοντο εὐρώστως, ἔνθα δὲ ὀργάνων καὶ βελῶν πολλαὶ παραθέσεις ὑπῆρχον

Β Μακ. 12,27           Μετά την κατατρόπωσιν και την σφαγήν των εχθρών ο Ιούδας εξεστράτευσεν εναντίον της Εφρών, πόλεως οχυράς, μέσα εις την οποίαν κατοικούσαν ο Λυσίας και πλήθος ανθρώπων από διάφορα έθνη. Ρωμαλέοι δε νέοι άνδρες, στρατοπεδευμένοι επάνω εις τα τείχη, εμάχοντο ηρωϊκώς. Μέσα δε εις την πόλιν αυτήν υπήρχε πλήθος πολεμικών μηχανών και μεγάλαι ποσότητες από βέλη.

Β Μακ. 12,28      ἐπικαλεσάμενοι δὲ τὸν Δυνάστην τὸν μετὰ κράτους συντρίβοντα τὰς τῶν πολεμίων ἀλκάς, ἔλαβον τὴν πόλιν ὑποχείριον καὶ κατέστρωσαν τῶν ἔνδον εἰς μυριάδας δύο καὶ πεντακισχιλίους.

Β Μακ. 12,28           Οι Ιουδαίοι προσηυχήθησαν και επεκαλέσθησαν τον παντοδύναμον Κυριον, ο οποίος με την ακατανίκητον ισχύν συντρίβει τας δυνάμεις των εχθρών, και κατέλαβαν υποχείριον την πόλιν και εστρωσαν στο έδαφος τριάκοντα χιλιάδας πεντακοσίους άνδρας νεκρούς.

Β Μακ. 12,29      ἀναζεύξαντες δὲ ἐκεῖθεν ὥρμησαν ἐπὶ Σκυθῶν πόλιν ἀπέχουσαν ἀπὸ Ἱεροσολύμων σταδίους ἐξακοσίους.

Β Μακ. 12,29           Ανεχώρησαν δε από εκεί και ώρμησαν εναντίον της πόλεως των Σκυθών, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα εξακόσια στάδια.

Β Μακ. 12,30      ἀπομαρτυρησάντων δὲ τῶν ἐκεῖ κατοικούντων Ἰουδαίων, ἣν οἱ Σκυθοπολῖται ἔσχον πρὸς αὐτοὺς εὔνοιαν καὶ ἐν τοῖς τῆς ἀτυχίας καιροῖς ἥμερον ἀπάντησιν ἐποιοῦντο.

Β Μακ. 12,30           Οι εντός της πόλεως όμως κατοικούντες Ιουδαίοι διεβεβαίωσαν τον Ιούδαν περί της ευνοίας, που έδειξαν εις αυτούς οι Σκυθοπολίται και ότι κατά τους καιρούς των συμφορών των τους περιεποιούντο με πολλήν καλωσύνην.

Β Μακ. 12,31      εὐχαρηστήσαντες αὐτοῖς καὶ προσπαρακαλέσαντες καὶ εἰς τὰ λοιπὰ πρὸς τὸ γένος εὐμενεῖς εἶναι, παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα τῆς τῶν ἑβδομάδων ἑορτῆς οὔσης ὑπογύου.

Β Μακ. 12,31            Ο Ιούδας και οι άνδρες του ηυχαρίστηααν τους κατοίκους της πόλεως και τους παρεκάλεσαν να φανούν ευγενείς και κατά τον υπόλοιπον καιρόν προς το γένος των Ιουδαίον. Επειτα επέστρεψαν εις Ιεροσόλυμα την ημέραν, κατά την οποίαν ήρχιζεν η εορτή Πεντηκοστής.

 

                                 Ο Ιούδας νικάει το στρατό του Γοργία

Β Μακ. 12,32      Μετὰ δὲ τὴν λεγομένην Πεντηκοστὴν ὥρμησαν ἐπὶ Γοργίαν τὸν τῆς Ἰδουμαίας στρατηγόν.

Β Μακ. 12,32           Επειτα από την εορτήν της Πεντηκοστής ώρμησαν εναντίον του Γοργίου, ο οποίος ήτο στρατηγός εις την Ιδουμαίαν.

Β Μακ. 12,33      ἐξῆλθε δὲ μετὰ πεζῶν τρισχιλίων, ἱππέων δὲ τετρακοσίων,

Β Μακ. 12,33           Ο Γοργίας εξήλθε με τρεις χιλιάδας πεζούς και τετρακοσίους ιππείς.

Β Μακ. 12,34      καὶ παραταξαμένων συνέβη πεσεῖν ὀλίγους τῶν Ἰουδαίων.

Β Μακ. 12,34           Γενομένης δε μάχης εφονεύθησαν μερικοί από τους Ιουδαίους.

Β Μακ. 12,35      Δοσίθεος δέ τις τῶν τοῦ Βακήνορος, ἔφιππος ἀνὴρ καὶ καρτερός, εἴχετο τοῦ Γοργίου καὶ λαβόμενος τῆς χλαμύδος ἦγεν αὐτὸν εὐρώστως καὶ βουλόμενος τὸν κατάρατον λαβεῖν ζωγρίαν, τῶν ἱππέων Θρακῶν τινος ἐπενεχθέντος αὐτῷ καὶ τὸν ὦμον καθελόντος διέφυγεν ὁ Γοργίας εἰς Μαρισά.

Β Μακ. 12,35           Καποιος δε ιππεύς, ονόματι Δοσίθεος, από τους στρατιώτας του Βακήνορος, δυνατός ανήρ, επλησίασε τον Γοργίαν και εκράτησεν αυτόν από την χλαμύδα και τον έσυρε με δύναμιν πολλήν, διότι επιθυμούσε να συλλάβη ζωντανόν τον επικατάρατον αυτόν άνθρωπον. Ενας όμως ιππεύς από τους Θράκας ώρμησεν εναντίον του Δοσιθέου, τον εκτύπησε και του απέκοψε τον ώμον και έτσι διεσώθη ο Γοργίας και κατέψυγεν εις Μαρισά.

Β Μακ. 12,36      τῶν δὲ περὶ τὸν Ἔσδριν ἐπὶ πλεῖον μαχομένων καὶ κατακόπων ὄντων, ἐπικαλεσάμενος ὁ Ἰούδας τὸν Κύριον σύμμαχον φανῆναι καὶ προοδηγὸν τοῦ πολέμου,

Β Μακ. 12,36           Οι άνδρες του Εσδριν εμάχοντο επί πολύν χρόνον και είχαν κατεξαντληθή από την κόπωσιν. Τοτε ο Ιούδας προσηυχήθη και επεκαλέσθη τον Κυριον, να φανή σύμμαχος και αρχηγός του πολέμου.

Β Μακ. 12,37      καταρξάμενος τῇ πατρίῳ φωνῇ τὴν μεθ᾿ ὕμνων κραυγήν, ἀναβοήσας καὶ ἐνσείσας ἀπροσδοκήτως τοῖς περὶ τὸν Γοργίαν, τροπὴν αὐτῶν ἐποιήσατο.

Β Μακ. 12,37           Τοτε ήρχισε με την βροντερήν φωνήν του, εις την γλώσσαν των πατέρων του, και εβόησε την πολεμικήν κραυγήν με ύμνους μαζή. Επέπεσε δε αιφνιδίως εναντίον των ανδρών του Γοργίου και τους έτρεψεν εις φυγήν.

 

                                 Θυσία για τη συγχώρηση των νεκρών

Β Μακ. 12,38      Ἰούδας δὲ ἀναλαβὼν τὸ στράτευμα ἦγεν εἰς Ὀδολλὰμ πόλιν· τῆς δὲ ἑβδομάδος ἐπιβαλλούσης, κατὰ τὸν ἐθισμὸν ἁγνισθέντες αὐτόθι τὸ σάββατον διήγαγον.

Β Μακ. 12,38           Επειτα ο Ιούδας επήρε το στράτευμά του και το ωδήγησεν εις την πόλιν Οδολλάμ. Οταν δε ήλθεν η εβδόμη ημέρα της εβδομάδος, εκαθαρίσθησαν σύμφωνα με το έθιμον των Εβραίων και επέρασαν εκεί το Σαββατον.

Β Μακ. 12,39      τῇ δὲ ἐχομένῃ ἦλθον οἱ περὶ τὸν Ἰούδαν καθ᾿ ὃν τρόπον τὸ τῆς χρείας ἐγεγόνει, τὰ τῶν προπεπτωκότων σώματα ἀνακομίσασθαι καὶ μετὰ τῶν συγγενῶν ἀποκαταστῆσαι εἰς τοὺς πατρῴους τάφους.

Β Μακ. 12,39           Κατά δε την επομένην ημέραν ήλθον οι στρατιώται του Ιούδα και, όπως επέβαλλεν ο Νομος να γίνη, εσήκωσαν τα πτώματα των Ιουδαίων εκείνων, οι οποίοι είχαν φονευθή, δια να τα θάψουν κοντά στους συγγενείς των, στους πατρικούς των τάφους.

Β Μακ. 12,40      εὗρον δὲ ἑκάστου τῶν τεθνηκότων ὑπὸ τοὺς χιτῶνας ἱερώματα τῶν ἀπὸ Ἰαμνείας εἰδώλων, ἀφ᾿ ὧν ὁ νόμος ἀπείργει τοὺς Ἰουδαίους· τοῖς δὲ πᾶσι σαφὲς ἐγένετο διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν τούσδε πεπτωκέναι.

Β Μακ. 12,40           Ευρήκαν όμως κάτω από τους χιτώνας εκάστου φονευθέντος αφιερώματα προερχόμενα από τα είδωλα της Ιαμνείας, τα οποία ο Θεός απηγόρευεν στους Ιουδαίους. Εις όλους τότε έγινε φανερά η αιτία, δια την οποίαν αυτοί είχαν φονευθή.

Β Μακ. 12,41      πάντες οὖν εὐλογήσαντες τὰ τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου τοῦ τὰ κεκρυμμένα φανερὰ ποιοῦντος,

Β Μακ. 12,41            Ολοι δε εδόξασαν τον Κυριον, τον δίκαιον κριτήν, ο οποίος φανερώνει και τα πλέον απόκρυφα γεγονότα.

Β Μακ. 12,42      εἰς ἱκετείαν ἐτράπησαν ἀξιώσαντες τὸ γεγονὸς ἁμάρτημα τελείως ἐξαλειφθῆναι. ὁ δὲ γενναῖος Ἰούδας παρεκάλεσε τὸ πλῆθος συντηρεῖν ἑαυτοὺς ἀναμαρτήτους εἶναι, ὑπ᾿ ὄψιν ἑωρακότας τὰ γεγονότα διὰ τὴν τῶν προπεπτωκότων ἁμαρτίαν.

Β Μακ. 12,42           Επειτα εστράφησαν εις προσευχήν και παρεκάλεσαν τον Θεόν, να εξαλειφθή πλήρως η διαπραχθείσα αμαρτία. Ο δε γενναίος Ιούδας παρεκάλεσε τον λαόν να κρατή τον εαυτόν του καθαρόν από τέτοιας παραβάσεις έχων προ οφαθλμών τα επακόλουθα της αμαρτίας εις βάρος εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως είχον περιπέσει εις αυτάς.

Β Μακ. 12,43      ποιησάμενός τε κατ᾿ ἀνδραλογίαν κατασκευάσματα εἰς ἀργυρίου δραχμὰς δισχιλίας, ἀπέστειλεν εἰς Ἱεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος·

Β Μακ. 12,43           Κατόπιν έκαμεν έρανον μεταξύ των ανδρών του, από τον οποίον και συνέλεξε το ποσόν των δύο χιλιάδων δραχμών. Απέστειλε δε αυτάς εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσφερθή εξιλαστήριος θυσία υπέρ αυτών. Πολύ καλώς και θεαρέστως έπραξεν αναλογιζόμενος την αλήθειαν της αναστάσεως των νεκρών.

Β Μακ. 12,44      εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι.

Β Μακ. 12,44           Διότι, εάν δεν επίστευεν ότι θα αναστηθούν οι φονευθέντες στρατιώται, ήτο ανωφελές και ανόητον να προσεύχεται κανείς υπέρ των νεκρών.

Β Μακ. 12,45      εἶτ᾿ ἐμβλέπων τοῖς μετ᾿ εὐσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον ἀποκείμενον χαριστήριον, ὁσία καὶ εὐσεβὴς ἡ ἐπίνοια· ὅθεν περὶ τῶν τεθνηκότων τὸν ἐξιλασμὸν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι.

Β Μακ. 12,45           Διαβλέπων όμως την αρίστην αμοιβήν, η οποία επεφυλάσσετο εις εκείνους που εκοιμήθησαν εν ευσεβεία, συνέλαβε την ευσεβή αυτήν σκέψιν. Δια τούτο και προσέφεραν την εξιλαστήριον αυτήν θυσίαν υπέρ των νεκρών, δια να απαλλαγούν αυτοί από τας αμαρτίας των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ  

Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΣΤΗ ΜΩΔΕΪΝ

                                Φρικτή καταδίκη και εκτέλεση του Μενελάου

Β Μακ. 13,1       Τῷ δὲ ἐνάτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει προσέπεσε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν Ἀντίοχον τὸν Εὐπάτορα παραγενέσθαι σὺν πλήθεσιν ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν

Β Μακ. 13,1              Κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν ένατον έτος επληροφορήθη ο Ιούδας και οι περί αυτόν, ότι ο Αντίοχος ο Επάτωρ επήρχετο εναντίον της Ιουδαίας με πολυάριθμον στρατόν.

Β Μακ. 13,2       καὶ σὺ αὐτῷ Λυσίαν τὸν ἐπίτροπον καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ἕκαστον ἔχοντα δύναμιν Ἑλληνικὴν πεζῶν μυριάδας ἕνδεκα καὶ ἱππεῖς πεντακισχιλίους τριακοσίους καὶ ἐλέφαντας εἰκοσιδύο, ἅρματα δὲ δρεπανηφόρα τριακόσια.

Β Μακ. 13,2              Μαζή δε με αυτόν ήτο ο επίτροπός του ο Λυσίας, ο επί των βασιλικών πραγμάτων υπεύθυνος. Ο καθένας από αυτούς είχεν υπό τας διαταγάς του εκατόν δέκα χιλιάδας πεζούς, πέντε χιλιάδας τριακοσίους ιππείς, είκοσι δύο ελέφαντας και τριακόσια δρεπανηφόρα άρματα.

Β Μακ. 13,3       καὶ Μενέλαος δὲ συνέμειξεν αὐτοῖς καὶ παρεκάλει μετὰ πολλῆς εἰρωνείας τὸν Ἀντίοχον, οὐκ ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς πατρίδος, οἰόμενος δὲ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς κατασταθήσεσθαι.

Β Μακ. 13,3              Ο Μενέλαος, ο προδότης της πατρίδος του, συνήντησεν αυτούς και με μεγάλην δολιότητα συνεχώς παρώτρυνε τον Αντίοχον, όχι δια την σωτηρίαν της πατρίδος αλλά δια την ιδικήν του, όπως εφαντάζετο, αποκατάστασιν στο αρχιερατικόν αξίωμα.

Β Μακ. 13,4       ὁ δὲ βασιλεὺς τῶν βασιλέων ἐξήγειρε τὸν θυμὸν τοῦ Ἀντιόχου ἐπὶ τὸν ἀλιτήριον, καὶ Λυσίου ὑποδείξαντος τοῦτον αἴτιον εἶναι πάντων τῶν κακῶν, προσέταξεν, ὡς ἔθος ἐστὶν ἐν τῷ τόπῳ, προσαπολέσαι ἀγαγόντας αὐτὸν εἰς Βέροιαν.

Β Μακ. 13,4              Αλλά ο βασιλεύς των βασιλέων εξήγειρεν εναντίον του κακούργου αυτού τον θυμόν του Αντιόχου. Επειδή δε ο Λυσίας υπέδειξεν αυτόν ως τον αίτιον όλων των κακών, που συνέβησαν εκεί, διέταξεν ο βασιλεύς, αφού φέρουν αυτόν εις την Βέροιαν, να τον εκτελέσουν εκεί κατά την συνήθειαν του τόπου εκείνου.

Β Μακ. 13,5       ἔστι δὲ ἐν τῷ τόπῳ πύργος πεντήκοντα πηχῶν πλήρης σποδοῦ, οὗτος δὲ ὄργανον εἶχε περιφερὲς πάντοθεν ἀπόκρημνον εἰς τὴν σποδόν.

Β Μακ. 13,5              Εις τον τόπον εκείνον υπήρχεν ένας πύργος ύψους πενήντα εβραϊκών πήχεων γεμάτος από στάκτην. Είχε δε αυτός ένα όργανον περιστρεφόμενον, το οποίον ήτο κατηφορικόν από όλα τα σημεία, ώστε ο κατάδικος να κρημνίζεται μέσα εις την στάκτην.

Β Μακ. 13,6       ἐνταῦθα τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον ὄντα ἢ καί τινων ἄλλων κακῶν ὑπεροχὴν πεποιημένον ἅπαντες προσωθοῦσιν εἰς ὄλεθρον.

Β Μακ. 13,6              Εκεί οι κάτοικοι της Βεροίας εκρήμνιζαν κάθε ένοχον ιεροσυλίας η και κάθε ένοχον άλλων βαρέων εγκλημάτων.

Β Μακ. 13,7       τοιούτῳ μόρῳ τὸν παράνομον συνέβη θανεῖν, μηδὲ τῆς γῆς τυχόντα Μενέλαον, πάνυ δικαίως.

Β Μακ. 13,7              Με τέτοιον φοβερόν θάνατον, κατά λόγον δικαιοσύνης, εξετελέσθη ο παράνομος Μενέλαος, ώστε να μη τύχη ταφής εις την γην.

Β Μακ. 13,8       ἐπεὶ γὰρ συνετελέσατο πολλὰ περὶ τὸν βωμὸν ἁμαρτήματα, οὗ τὸ πῦρ ἁγνὸν ἦν καὶ ἡ σποδός, ἐν σποδῷ τὸν θάνατον ἐκομίσατο.

Β Μακ. 13,8              Επειδή αυτός είχε πολλές φορές αμαρτήσει εναντίον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, του οποίου το πυρ και η στάκτη ήσαν αγνά, απέθανε από ασφυξίαν βυθισθείς μέσα εις την στάκτην του πύργου αυτού.

 

                              Η νίκη του Ιούδα στη Μωδεΐν

Β Μακ. 13,9       Τοῖς δὲ φρονήμασιν ὁ βασιλεὺς βεβαρβαρωμένος ἤρχετο τὰ χείριστα τῶν ἐπὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγονότων ἐνδειξόμενος τοῖς Ἰουδαίοις.

Β Μακ. 13,9              Πλημμυρισμένος από βάρβαρα φρονήματα ο Ευπάτωρ ήρχετο να εξαπολύση εναντίον των Ιουδαίων ασυγκρίτω λόγω βαρυτέρας συμφοράς, από εκείνας τας οποίας είχε δείξει εναντίον αυτών ο πατέρας του.

Β Μακ. 13,10      μεταλαβὼν δὲ Ἰούδας ταῦτα παρήγγειλε τῷ πλήθει δι᾿ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐπικαλεῖσθαι τὸν Κύριον, εἴποτε ἄλλοτε καὶ νῦν ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ νόμου καὶ πατρίδος καὶ ἱεροῦ ἁγίου στερεῖσθαι μέλουσι

Β Μακ. 13,10            Οταν έμαθεν αυτά ο Ιούδας, παρήγγειλεν στον λαόν του να παρακαλή ημέραν και νύκτα τον Θεόν, ώστε περισσότερον από κάθε άλλην φοράν τώρα να βοηθήση εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο να στερηθούν τον Νομον των, την πατρίδα των και τον ιερόν ναόν·

Β Μακ. 13,11      καὶ τὸν ἄρτι βραχέως ἀνεψυχότα λαὸν μὴ ἐᾶσαι τοῖς δυσφήμοις ἔθνεσι ὑποχειρίους γενέσθαι.

Β Μακ. 13,11             και να μη επιτρέψη, ώστε ο λαός εκείνος, ο οποίος μόλις προ ολίγου είχεν ανακουφισθή από τας δοκιμασίας, να περιπέση υποχείριος εις ασεβείς λαούς.

Β Μακ. 13,12      πάντων δὲ τὸ αὐτὸ ποιησάντων ὁμοῦ καὶ καταξιωσάντων τὸν ἐλεήμονα Κύριον μετὰ κλαυθμοῦ καὶ νηστειῶν καὶ προπτώσεως ἐφ᾿ ἡμέρας τρεῖς ἀδιαλείπτως, παρακαλέσας αὐτοὺς ὁ Ἰούδας ἐκέλευσε παραγίνεσθαι.

Β Μακ. 13,12            Αφού δε όλοι ομοφώνως έκαμαν τας προσευάς των και ικετεύσαν τον ελεήμονα Κυριον με δάκρυα και νηστείας, προσπίπτοντες επί τρεις ημέρας συνεχώς, ο Ιούδας τους ενεψύχωσε και τους διέταξε να είναι έτοιμοι.

Β Μακ. 13,13      καθ᾿ ἑαυτὸν δὲ σὺν τοῖς πρεσβυτέροις γενόμενος ἐβουλεύσατο, πρὶν εἰσβαλεῖν τοῦ βασιλέως τὸ στράτευμα εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ γενέσθαι τῆς πόλεως ἐγκρατεῖς, ἐξελθόντας κρῖναι τὰ πράγματα τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ.

Β Μακ. 13,13            Κατόπιν δε συνεσκέφθη ιδιαιτέρως με τους πρεσβυτέρους του λαού και απεφάσισεν όπως, πριν επιχειρήση εισβολήν το βασιλικόν στράτευμα εις την Ιουδαίαν και κυριεύσουν την Ιερουσαλήμ, να εξέλθουν αυτοί εις πόλεμον κατά του βασιλέως και να αναθέσουν την έκβασιν των πραγμάτων εις την βοήθειαν του Κυρίου.

Β Μακ. 13,14      δοὺς δὲ τὴν ἐπιτροπὴν τῷ κτίστῃ τοῦ κόσμου, παρακαλέσας τοὺς σὺν αὐτῶ γενναίως ἀγωνίσασθαι μέχρι θανάτου περὶ νόμων, περὶ ἱεροῦ, πόλεως, πατρίδος, πολιτείας, ἐποιήσατο περὶ Μωδεΐν τὴν στρατοπεδείαν.

Β Μακ. 13,14            Ενεπιστεύθη, λοιπόν, την έκβασιν των πραγμάτων εις τον Δημιουργόν του κόσμου και ενεθάρρυνε τους άνδρας του να αγωνισθούν μέχρι θανάτου υπέρ των νόμων του Θεού, υπέρ του ιερού ναού, υπέρ της πόλεως, υπέρ της πατρίδος, υπέρ των ιερών θεσμών του έθνους των. Ωδήγησε δε έπειτα τον στρατόν του και εστρατοπέδευσαν εις τα περίχωρα της Μωδεΐν.

Β Μακ. 13,15      δοὺς δὲ τοῖς περὶ αὐτὸν σύνθεμα «Θεοῦ νίκη», μετὰ νεανίσκων ἀρίστων κεκριμένων ἐπιβαλὼν νύκτωρ ἐπὶ τὴν βασιλικὴν αὐλήν, ἐν τῇ παρεμβολῇ ἀνεῖλεν εἰς ἄνδρας τετρακισχιλίους καὶ τὸν πρωτεύοντα τῶν ἐλεφάντων σὺν τῶν κατ᾿ οἰκίαν ὄχλῳ συνέθηκε

Β Μακ. 13,15            Εδωσε κατόπιν ο Ιούδας στους άνδρας του ως πολεμικόν σύνθημα “Θεού νίκη”, εξέλεξε τους γενναιότερους από τους νεαρούς πολεμιστάς και επετέθη εν καιρώ νυκτός εναντίον της βασιλικής αυλής, εφόνευσε δε στο εχθρικόν στρατόπεδον τέσσαρας χιλιάδας άνδρας και, το σπουδαιότερον από όλα, τον μεγαλύτερον από τους ελέφαντας μαζή με τους στρατιώτας, που ευρίσκοντο στον επ' αυτού πύργον.

Β Μακ. 13,16      καὶ τὸ τέλος τὴν παρεμβολὴν δέους καὶ ταραχῆς ἐπλήρωσαν καὶ ἐξέλυσαν εὐημεροῦντες·

Β Μακ. 13,16            Εν τέλει εγέμισε το εχθρικόν στρατόπεδον με φόβον και ταραχήν και ανεχώρησε με τους άνδρας του ικανοποιημένος δια την επιτυχίαν των.

Β Μακ. 13,17      ὑποφαινούσης δὲ ἤδη τῆς ἡμέρας τοῦτο ἐγεγόνει διὰ τὴν ἐπαρήγουσαν αὐτῷ τοῦ Κυρίου σκέπην.

Β Μακ. 13,17            Οταν δε ήρχισε να υποφώσκη η ημέρα, το παν είχε πλέον συντελεσθή χάρις εις την παρά του Θεού δοθείσαν βοήθειαν.

 

                                 Ο Αντίοχος Ε’ κάνει ειρήνη με τους Ιουδαίους

Β Μακ. 13,18      Ὁ δὲ βασιλεὺς εἰληφὼς γεῦσιν τῆς τῶν Ἰουδαίων εὐτολμίας, κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους.

Β Μακ. 13,18            Ο βασιλεύς Ευπάτωρ, λαβών πείραν εκ του γεγονότος αυτού και του θάρρους των Ιουδαίων προσεπάθησε με άλλας πλέον μεθόδους να κατακτήση τους τόπους.

Β Μακ. 13,19      καὶ ἐπὶ Βαιθσούρᾳ φρούριον ὀχυρὸν τῶν Ἰουδαίων προσῆγε καὶ ἐτροποῦτο, προσέκρουεν, ἠλαττονοῦτο·

Β Μακ. 13,19            Επήλθεν εναντίον της Βαιθσούρας, οχυρού φρουρίου των Ιουδαίων. Αλλ' αμέσως κατετροπώθη, απωθήθη, έχασε δυνάμεις και απέτυχε.

Β Μακ. 13,20      τοῖς δὲ ἔνδον Ἰούδας τὰ δέοντα εἰσέπεμψε.

Β Μακ. 13,20           Ο δε Ιούδας επέτυχε να δώση τρόφιμα και πολεμοφόδια στους εντός του φρουρίου πολιορκουμένους.

Β Μακ. 13,21      προσήγγειλε δὲ τὰ μυστήρια τοῖς πολεμίοις Ῥόδοκος ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς τάξεως· ἀνεζητήθη δὲ καὶ κατελήφθη καὶ κατεκλείσθη.

Β Μακ. 13,21            Καποιος όμως από τον στρατόν των Ιουδαίων, Ροδοκος ονόματι, επρόδωσεν στον βασιλέα τα μυστικά των Ιουδαίων. Αυτός ανεκρίθη, απεδείχθη η ενοχή του και εκλείσθη εις την φυλακήν.

Β Μακ. 13,22      ἐδευτερολόγησεν ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐν Βαιθσούρᾳ δεξιὰν ἔδωκεν, ἔλαβεν, ἀπῄει προσέβαλε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν, ἥττων ἐγένετο,

Β Μακ. 13,22           Η δευτέρα επιχείρησις του βασιλέως ήτο, ότι ήλθεν εις συνεννόησιν με τους πολιορκουμένους, συνεφιλιώθη με αυτούς, έδωσαν την δεξιάν των χείρα εις πίστωσιν της συμφιλιώσεως και έπειτα αυτός με τον ατρατόν του εκτύπησαν τον στρατόν του Ιούδα, αλλά ηττήθησαν.

Β Μακ. 13,23      μετέλαβεν ἀπονενοῆσθαι τὸν Φίλιππον ἐν Ἀντιοχείᾳ τὸν ἀπολελειμμένον ἐπὶ τῶν πραγμάτων, συνεχύθη, τοὺς Ἰουδαίους παρεκάλεσεν, ὑπετάγη καὶ ὤμοσεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις, συνελύθη καὶ θυσίαν προσήγαγεν, ἐτίμησε τὸν νεὼ καὶ τὸν τόπον ἐφιλανθρώπησε

Β Μακ. 13,23           Εμαθεν όμως τότε, ότι ο Φιλιππος, τον οποίον ο Αντίοχος ο Επιφανής είχεν αφήσει εις την Αντιόχειαν διοικητήν των υποθέσεων του κράτους, επανεστάτησεν εναντίον της Αντιοχείας και κατελήφθη αυτός από ταραχήν. Εζήτησε, λοιπόν, και ήλθεν εις συνεννόησιν με τους Ιουδαίους, υπετάχθη εις τας προτάσεις των και ωρκίσθη να τηρήση τους δικαίους όρους, που εκείνοι προέβαλαν, συνεφιλιώθη μαζή των, προσέφερε θυσίαν, ετίμησε τον ναόν και εφέρθη κατά τρόπον φιλάνθρωπον προς την Ιερουσαλήμ.

Β Μακ. 13,24      καὶ τὸν Μακκαβαῖον ἀπεδέξατο. κατέλιπε στρατηγὸν ἀπὸ Πτολεμαΐδος ἕως τῶν Γεῤῥηνῶν Ἡγεμονίδην.

Β Μακ. 13,24           Εδέχθη δε κατά τρόπον φιλικόν τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον. Αφήκεν ως στρατιωτικόν διοικητήν από της Πτολεμαΐδος μέχρι των Γερρηνών τον Ηγεμονίδην.

Β Μακ. 13,25      ἦλθεν εἰς Πτολεμαΐδα· ἐδυσφόρουν περὶ τῶν συνθηκῶν οἱ Πτολεμαεῖς, ἐδείναζον γὰρ ὑπὲρ ὧν ἠθέλησαν ἀθετεῖν τὰς διαστάλσεις.

Β Μακ. 13,25           Κατόπιν ήλθεν εις την Πτολεμαΐδα. Οι κάτοικοι όμως της Πτολεμαΐδος εδυσφόρησαν δια τας συναφθείσας με τους Ιουδαίους συνθήκας, ηγανάκτησαν και ηθέλησαν να καταπατήσουν τους όρους της συνθήκης.

Β Μακ. 13,26      προσῆλθεν ἐπὶ τὸ βῆμα Λυσίας, ἐπελογήσατο ἐνδεχομένως, συνέπεισε, κατεπράϋνε, εὐμενεῖς ἐποίησεν, ἀνέζευξεν εἰς Ἀντιόχειαν. οὕτω τὰ τοῦ βασιλέως τῆς ἐφόδου καὶ τῆς ἀναζυγῆς ἐχώρησε.

Β Μακ. 13,26           Ο Λυσίας ανήλθε τότε στο βήμα, απελογήθη και υπερήσπισε τας συνθήκας αυτάς, όσον του ήτο δυνατόν· τους έπεισε, τους κατεπράϋνε, τους κατέστησεν ευμενείς και έπειτα ανεχώρησε δια την Αντιόχειαν. Ετσι εξειλίχθησαν τα της εκστροτείας αυτής του βασιλέως εναντίον της Ιουδαίας και κατ' αυτόν τον τρόπον απεχώρησεν από αυτήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΑ ΣΤΗΝ ΙΟΥΔΑΙΑ

                                 Δόλιες εισηγήσεις του Άλκιμου στο Δημήτριο

Β Μακ. 14,1       Μετὰ δὲ τριετῆ χρόνον προσέπεσε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν Δημήτριον τὸν τοῦ Σελεύκου διὰ τοῦ κατὰ Τρίπολιν λιμένος εἰσπλεύσαντα μετὰ πλήθους ἰσχυροῦ καὶ στόλου

Β Μακ. 14,1              Μετά την πάροδον τριών ετών, ήλθεν εις γνώσιν του Ιούδα και των ανδρών του, ότι ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, κατέπλευσεν στον λιμένα της Τριπόλεως με πολυάριθμον στρατόν και στόλον,

Β Μακ. 14,2       κεκρατηκέναι τῆς χώρας ἐπανελόμενον Ἀντίοχον καὶ τὸν τούτου ἐπίτροπον Λυσίαν.

Β Μακ. 14,2             ότι έγινε κύριος της χώρας, αφού εφόνευσε τον Αντίοχον και τον επίτροπον αυτού Λυσίαν.

Β Μακ. 14,3       Ἄλκιμος δέ τις προγενόμενος ἀρχιερεύς, ἑκουσίως δὲ μεμολυμμένος ἐν τοῖς τῆς ἐπιμειξίας χρόνοις, συννοήσας ὅτι καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία, οὐδὲ πρὸς ἅγιον θυσιαστήριον ἔτι πρόσοδος,

Β Μακ. 14,3              Τοτε κάποιος, Αλκιμος ονόματι, ο οποίος είχε προηγουμένως χρηματίσει αρχιερεύς, είχε δε θεληματικά μολυνθή κατά τους χρόνους της επιμιξίας των Ιουδαίων προς τους ειδωλολάτρας, κατανοήσας ότι δεν είχεν απομείνει εις αυτόν καμμία ελπίς σωτηρίας και κανείς τρόπος να πλησάση προς το άγιον θυσιαστήριον,

Β Μακ. 14,4       ἧκε πρὸς τὸν βασιλέα Δημήτριον πρώτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει προσάγων αὐτῷ στέφανον χρυσοῦν καὶ φοίνικα, πρὸς δὲ τούτοις τῶν νομιζομένων θαλλῶν τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡσυχίαν ἔσχε.

Β Μακ. 14,4             ήλθε προς τον βασιλέα Δημήτριον, κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος, και προσέφερεν εις αυτόν χρυσούν στέφανον με κλάδον φοίνικος, επί πλέον δε και μερικούς κλάδους ελαίας, τους οποίους εσυνήθιζαν να χρησιμοποιούν στον ναόν. Κατά την ημέραν εκείνην δεν έκαμε τίποτε άλλο, ησύχασε.

Β Μακ. 14,5       καιρὸν δὲ λαβὼν τῆς ἰδίας ἀνοίας συνεργόν, προσκληθεὶς εἰς συνέδριον ὑπὸ τοῦ Δημητρίου καὶ ἐπερωτηθεὶς ἐν τίνι διαθέσει καὶ βουλῇ καθεστήκασιν οἱ Ἰουδαῖοι, πρὸς ταῦτα ἔφη·

Β Μακ. 14,5              Οταν όμως ευρήκε κατάλληλον καιρόν, εξυπηρετικόν της διεφθαρμένης του διαθέσεως, και συγκεκριμένως, όταν προσεκλήθη από τον Δημήτριον εις ένα συνέδριον και ηρωτήθη από αυτόν δια τας διαθέσεις και τα σχέδια των Ιουδαίων, εκείνος απήντησε·

Β Μακ. 14,6       οἱ λεγόμενοι τῶν Ἰουδαίων Ἀσιδαῖοι, ὧν ἀφηγεῖται Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, πολεμοτροφοῦσι καὶ στασιάζουσιν, οὐκ ἐῶντες τὴν βασιλείαν εὐσταθείας τυχεῖν.

Β Μακ. 14,6             “Μερικοί από τους Ιουδαίους, που λέγονται Ασιδαίοι και των οποίων αρχηγός είναι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, υποθάλπουν τον πόλεμον και τας επαναστάσεις και δεν αφήνουν την βασιλείαν σου σταθεράν και ειρηνικήν.

Β Μακ. 14,7       ὅθεν ἀφελόμενος τὴν προγονικὴν δόξαν, λέγω δὴ τὴν ἀρχιερωσύνην, δεῦρο νῦν ἐλήλυθα,

Β Μακ. 14,7              Επειδή λοιπόν αυτός ο Ιούδας ο Μακκαβαίος αφήρεσεν από εμέ την προγονικήν μου δόξαν, δηλαδή την αρχιερωσύνην μου, ήλθα τώρα εδώ,

Β Μακ. 14,8       πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῶν ἀνηκόντων τῷ βασιλεῖ γνησίως φρονῶν, δεύτερον δὲ καὶ τῶν ἰδίων πολιτῶν στοχαζόμενος· τῇ μὲν γὰρ τῶν προειρημένων ἀλογιστίᾳ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος οὐ μικρῶς ἀκληρεῖ.

Β Μακ. 14,8             πρώτον μεν δια να διαβεβαιώσω τον βασιλέα περί των ειλικρινών μου φρονημάτων δια τα πράγματα της βασιλείας του, δεύτερον δε διότι στοχάζομαι κάτι καλόν δια τους συμπατριώτας μου. Διότι εξ αιτίας της απερίσκεπτου συμπεριφοράς των προαναφερθέντων ανθρώπων, ολόκληρον το ιουδαϊκόν ημών γένος έχει περιπέσει εις όχι ολίγα κακά.

Β Μακ. 14,9       ἕκαστα δὲ τούτων ἐπεγνωκώς σύ, βασιλεῦ, καὶ τῆς χώρας καὶ τοῦ περιϊσταμένου γένους ἡμῶν προνοήθητι, καθ᾿ ἣν ἔχεις πρὸς ἅπαντας εὐαπάντητον φιλανθρωπίαν.

Β Μακ. 14,9             Συ λοιπόν, βασιλεύ, όταν πεισθής δι' ένα έκαστον από όλα αυτά τα πράγματα, λάβε πρόνοιαν δια την σωτηρίαν της χώρας μας και δια το θλιβόμενον έθνος μας, σύμφωνα με την πρόθυμον καλωσύνην και την φιλανθρωπίαν, την οποίαν δεικνύεις προς όλους.

Β Μακ. 14,10      ἄχρι γὰρ Ἰούδας περίεστιν, ἀδύνατον εἰρήνης τυχεῖν τὰ πράγματα.

Β Μακ. 14,10            Διότι, εφ' όσον ζη και υπάρχει ο Ιούδας, είναι αδύνατον να ειρηνεύσουν τα πράγματα”.

 

                              Ο Δημήτριος στέλνει το Νικάνορα στον Ιουδαία

Β Μακ. 14,11      τοιούτων δὲ ῥηθέντων ὑπὸ τούτου, θᾶττον οἱ λοιποὶ φίλοι δυσμενῶς ἔχοντες τὰ πρὸς τὸν Ἰούδαν προσεπύρωσαν τὸν Δημήτριον.

Β Μακ. 14,11            Οταν αυτός ετελείωσε την εισήγησίν του, αμέσως οι άλλοι φίλοι του βασιλέως, οι οποίοι ήσαν δυσμενώς διατεθειμένοι ενάντιον του Ιούδα, εξηρέθισαν ακόμη περισσότερον τον Δημήτριον.

Β Μακ. 14,12      προσκαλεσάμενος δὲ εὐθέως Νικάνορα τὸν γενόμενον ἐλεφαντάρχην, καὶ στρατηγὸν ἀναδείξας τῆς Ἰουδαίας, ἐξαπέστειλε

Β Μακ. 14,12            Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμέσως τον Νικάνορα, αρχηγόν της ίλης των ελεφάντων, και αφού τον ανεκήρυξε στρατηγόν του στρατού εναντίον της Ιουδαίας, τον διέταξε να αναχωρήση.

Β Μακ. 14,13      δοὺς ἐντολὰς αὐτὸν μὲν τὸν Ἰούδαν ἐπαναλέσθαι, τοὺς δὲ σὺν αὐτῷ σκορπίσαι, καταστῆσαι δὲ Ἄλκιμον ἀρχιερέα τοῦ μεγίστου ἱεροῦ.

Β Μακ. 14,13            Του έδωσε δε εντολήν, τον μεν Ιούδαν να εκτελέση, αυτούς δέ, οι οποίοι τον ακολουθούσαν, να τους διασκορπίση, και να αποκαταστήση τον Αλκιμον αρχιερέα στον ιερώτατον ναόν.

Β Μακ. 14,14      οἱ δὲ ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας πεφυγαδευκότες τὸν Ἰούδαν ἔθνη συνέμισγον ἀγεληδὸν τῷ Νικάνορι, τὰς τῶν Ἰουδαίων ἀτυχίας καὶ συμφορὰς ἰδίας εὐημερίας δοκοῦντες ἔσεσθαι.

Β Μακ. 14,14            Οι εθνικοί, οι οποίοι είχον φύγει από την Ιουδαίαν καταδιωκόμενοι από τον Ιούδαν, συνεκεντρώθησαν αγεληδόν και προσετέθησαν στον στρατόν του Νικάνορος, διότι επίστευαν ότι αι ατυχίαι και αι συμφοραί των Ιουδαίων θα είναι ιδική των ευημερία.

Β Μακ. 14,15      Ἀκούσαντες δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος ἔφοδον καὶ τὴν ἐπίθεσιν τῶν ἐθνῶν, καταπασάμενοι γῆν ἐλιτάνευον τὸν ἄχρι αἰῶνος συστήσαντα τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀεὶ δὲ μετ᾿ ἐπιφανείας ἀντιλαμβανόμενον τῆς ἑαυτοῦ μερίδος.

Β Μακ. 14,15            Οταν οι Ιουδαίοι επληροφορήθησαν την προσέγγισιν του Νικάνορος και την βοήθειαν αυτού από τους εθνικούς, έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος είχεν ανακηρύξει τον ισραηλιτικόν λαόν ως παντοτεινόν λαόν του, και ο οποίος με φανεράς επεμβάσστου είχεν υπερασπίσει την κληρονομίαν του.

Β Μακ. 14,16      προτάξαντος δὲ τοῦ ἡγουμένου ἐκεῖθεν εὐθέως ἀνέζευξαν καὶ συμμίσγουσιν αὐτοῖς ἐπὶ κώμην Δεσσαού.

Β Μακ. 14,16            Αμέσως δε μόλις εδόθη η διαταγή του αρχηγού, οι Ιουδαίοι ανεχώρησαν και ήλθαν εις συμπλοκήν με τον εχθρόν εις την κωμόπολιν Δεσσαού.

Β Μακ. 14,17      Σίμων δὲ ὁ ἀδελφὸς Ἰούδα συμβεβληκὼς ἦν τῷ Νικάνορι, βραχέως δὲ διὰ τὴν αἰφνίδιον τῶν ἀντιπάλων ἀφασίαν ἐπταικώς.

Β Μακ. 14,17            Ο Σιμων, ο αδελφός του Ιούδα, ήλθεν εις συμπλοκήν εναντίον του στρατύ του Νικάνορος. Εξ αιτίας όμως της αιφνιδίας καταπλήξεως των ανδρών του από την εμφάνισιν μεγάλων εχθρικών δυνάμεων, έπαθε κάποιον κλονισμόν.

Β Μακ. 14,18      ὅμως δὲ ἀκούων ὁ Νικάνωρ ἣν εἶχον οἱ περὶ τὸν Ἰούδαν ἀνδραγαθίαν καὶ ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀγῶσιν εὐψυχίαν, ὑπευλαβεῖτο τὴν κρίσιν δι᾿ αἱμάτων ποιήσασθαι.

Β Μακ. 14,18            Ο Νικάνωρ, ο οποίος είχεν ακούσει πολλά δια τας ανδραγαθίας του Ιούδα και των ανδρών του, όπως και δια το ατρόμητον θάρρος των στους αγώνας των υπέρ της πατρίδος, εφοβήθη να αφήση να κριθούν τα πράγματα δια των αιμάτων της μάχης.

Β Μακ. 14,19      διόπερ ἔπεμψε Ποσιδώνιον καὶ Θεόδοτον καὶ Ματταθίαν δοῦναι καὶ λαβεῖν δεξιάς.

Β Μακ. 14,19            Δια τούτο και έστειλε τον Ποσιδώνιον, τον Θεόδοτον και τον Ματταθίαν να συνάψουν συνθήκην φιλίας και ειρήνης με τους Ιουδαίους.

Β Μακ. 14,20      πλείονος δὲ γενομένης περὶ τούτων ἐπισκέψεως καὶ τοῦ ἡγεμόνος τοῖς πλήθεσιν ἀνακοινωσαμένου καὶ φανείσης ὁμοψήφου γνώμης, ἐπένευσαν ταῖς συνθήκες.

Β Μακ. 14,20           Αφού επί μακρόν και επισταμένως εξητάσθησαν αι προτάσεις ειρήνης, ο στρατηγός ανήγγειλεν αυτάς στον στρατόν. Οταν δε εγένοντο αυταί γνωσταί και ότι όλοι συμφωνούν, συγκατετέθησαν εις τας συνθήκας.

Β Μακ. 14,21      ἐτάξαντο δὲ ἡμέραν, ἐν ᾗ κατ᾿ ἰδίαν ἥξουσιν εἰς τὸ αὐτό· καὶ προῆλθε καὶ παρ᾿ ἑκάστου διαφόρους ἔθεσαν δίφρους·

Β Μακ. 14,21            Ωρισαν δε ημέραν, κατά την οποίαν θα συναντηθούν επί το αυτό οι δύο αρχηγοί. Ο Ιούδας παρουσιάσθη εκεί και ετοποθέτηθησαν πλησίον αυτών δύο έδραι.

Β Μακ. 14,22      διέταξεν Ἰούδας ἐνόπλους ἑτοίμους ἐν τοῖς ἐπικαίροις τόποις, μή ποτε ἐκ τῶν πολεμίων αἰφνιδίως κακουργία γένηται· τὴν ἁρμόζουσαν ἐποιήσαντο κοινολογίαν.

Β Μακ. 14,22           Εν τούτοις ο Ιούδας έδωσε διαταγήν να είναι, έτοιμοι οι ένοπλοι άνδρες του εις τα επίκαιρα σημεία. Τούτο δέ, διότι εφοβήθη, μήπως και εκδηλωθή καμμία αιφνιδία απιστία εκ μέρους των εχθρών. Εκεί οι δύο αρχηγοί συνωμίλησαν από κοινού και συνεννοήθησαν δια το θέμα αυτό.

Β Μακ. 14,23      διέτριβε δὲ ὁ Νικάνωρ ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ ἔπραττεν οὐθὲν ἄτοπον, τοὺς δὲ συναχθέντας ἀγελαίους ὄχλους ἀπέλυσε.

Β Μακ. 14,23           Ο Νικάνωρ επέρασεν ολίγον χρόνον εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να πράττη τίποτε το άτοπον. Μαλιστα δε και απέλυσε τους εχθρικούς κατά των Ιουδαίων όχλους εκείνους, που είχαν συγκεντρωθή ωσάν αγέλαι γύρω του.

Β Μακ. 14,24      καὶ εἶχε τὸν Ἰούδαν διαπαντὸς ἐν προσώπῳ, ψυχικῶς τῷ ἀνδρὶ προσεκέκλιτο.

Β Μακ. 14,24           Είχε πάντοτε προ οφθαλμών τον ηρωϊκόν Ιούδαν και έτρεφε προς τον άνθρωπον αυτόν μίαν ιδιαιτέραν συμπάθειαν.

Β Μακ. 14,25      παρακάλεσεν αὐτὸν γῆμαι καὶ παιδοποιήσασθαι· ἐγάμησεν, εὐστάθησεν, ἐκοινώνησε βίου.

Β Μακ. 14,25           Μαλιστα δε τον προέτρεψε να νυμφευθή και να αποκτήση τέκνα. Πράγματι ο Ιούδας ενυμφευθη, έζησεν εν ησυχία και απήλαυσεν ειρηνικήν ζωήν.

Β Μακ. 14,26      Ὁ δὲ Ἄλκιμος συνιδὼν τὴν πρὸς ἀλλήλους εὔνοιαν καὶ τὰς γενομένας συνθήκας, ἀναλαβὼν ἧκε πρὸς τὸν Δημήτριον καὶ ἔλεγε τὸν Νικάνορα ἀλλότρια φρονεῖν τῶν πραγμάτων· τὸν γὰρ ἐπίβουλον τῆς βασιλείας Ἰούδαν διάδοχον ἀναδέδειχεν ἑαυτοῦ.

Β Μακ. 14,26           Ο Αλκιμος όταν είδε την φιλίαν αυτήν μεταξύ των δύο ανδρών, αφού επήρεν αντίγραφαν των γενομένων συνθηκών, ήλθε προς τον Δημήτριον και έλεγεν ότι ο Νικάνωρ έχει φρονήματα αντίθετα προς τα πράγματα του βασιλέως. Διότι τον Ιούδαν, ο οποίος είναι εχθρός και επίβουλος του βασιλείου του, τον ανέδειξε διάδοχόν του εις την αρχιερωσύνην.

Β Μακ. 14,27      ὁ δὲ βασιλεὺς ἔκθυμος γενόμενος καὶ ταῖς τοῦ παμπονήρου ἐρεθισθεὶς διαβολαῖς, ἔγραψε Νικάνορι φάσκων ὑπὲρ μὲν τῶν συνθηκῶν βαρέως φέρειν, κελεύων δὲ τὸν Μακκαβαῖον δέσμιον ἐξαποστέλλειν ταχέως εἰς Ἀντιόχειαν.

Β Μακ. 14,27           Ο βασιλεύς έξαλλος από τον θυμόν του και εξηρεθισμένος από τας διαβολάς του παμπονήρου Αλκίμου, έγραψε προς τον Νικάνορα λέγων ότι βαρέως φέρει την συναφθείσαν συνθήκην και τον διέτασσε να αποστείλη αμέσως δεμένον εις την Αντιόχειαν Ιούδαν τυν Μακκαβαίον.

Β Μακ. 14,28      προσπεσόντων δὲ τούτων τῷ Νικάνορι συνεκέχυτο καὶ δυσφόρως ἔφερεν, εἰ τὰ διεσταλμένα ἀθετήσει μηδὲν τ᾿ ἀνδρὸς ἠδικηκότος.

Β Μακ. 14,28           Ο Νικάνωρ, όταν έλαβε την επιστολήν αυτήν, περιήλθεν εις σύγχυσιν και δυσφορίαν, διότι διετάσσετο να παραβή τα συμφωνηθέντα προς τον Ιούδαν, ο οποίος άλλωστε κανένα κακόν δεν είχε κάμει εναντίον του.

Β Μακ. 14,29      ἐπεὶ δὲ τῷ βασιλεῖ ἀντιπράττειν οὐκ ἦν, εὔκαιρον ἐτήρει στρατηγήματι τοῦτ᾿ ἐπιτελέσαι.

Β Μακ. 14,29           Επειδή όμως δεν ήτο δυνατόν να αντιπράξη προς τον βασιλέα, επιζητούσε μίαν ευκαιρίαν να εκτελέση με δόλιόν τι στρατήγημα την εντολήν το βασιλέως.

Β Μακ. 14,30      ὁ δὲ Μακκαβαῖος αὐστηρότερον διεξάγοντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν εἰθισμένην ἀπάντησιν ἀγροικότερον ἐσχηκότα, νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι, συστρέψας οὐκ ὀλίγους τῶν περὶ ἑαυτόν, συνεκρύπτετο τὸν Νικάνορα.

Β Μακ. 14,30           Ο Μακκαβαίος κατενόησεν, ότι ο Νικάνωρ εφέρετο απέναντί του με ψυχρότητα και ότι αντί της προτέρας φιλικής στάσεως ετηρούσεν απέναντί του κάποιον αγροίκον συμπεριφοράν. Εσκέφθη, λοιπόν, ότι η ψυχρότης αυτή δεν προέρχεται από ελατήρια καλά. Αφού δε συνεκέντρωσεν αρκετούς από τους άνδρας του, εκρύπτετο μαζή με αυτούς και απέφευγε την επικοινωνίαν με τον Νικάνορα.

Β Μακ. 14,31      συγγνοὺς δὲ ὁ ἕτερος ὅτι γενναίως ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐστρατήγηται, παραγενόμενος ἐπὶ τὸ μέγιστον καὶ ἅγιον ἱερόν, τῶν ἱερέων τὰς καθηκούσας θυσίας προσαγόντων, ἐκέλευσε παραδιδόναι τὸν ἄνδρα.

Β Μακ. 14,31            Ο Νικάνωρ, όταν είδεν ότι κατά τον πλέον επιτυχή τρόπον είχε καταστρατηγηθή από τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον, ήλθεν στον μέγιστον και ιερόν ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν οι ιερείς προσέφεραν τας συνήθεις θυσίας και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Ιούδαν.

Β Μακ. 14,32      τῶν δὲ μεθ᾿ ὅρκων φασκόντων μὴ γινώσκειν ποῦ ποτ᾿ ἔστιν ὁ ζητούμενος,

Β Μακ. 14,32           Επειδή δε εκείνοι με όρκους τον εβεβαίωσαν, ότι δεν γνωρίζουν που ευρίσκεται ο καταζητούμενος Ιούδας,

Β Μακ. 14,33      προτείνας τὴν δεξιὰν εἰς τὸν νεὼ ταῦτα ὤμοσε· ἐὰν μὴ δέσμιόν μοι τὸν Ἰούδαν παραδῶτε, τόνδε τοῦ Θεοῦ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω καὶ τὸ θυσιαστήριον κατασκάψω καὶ ἱερὸν ἐνταῦθα τῷ Διονύσῳ ἐπιφανὲς ἀναστήσω.

Β Μακ. 14,33           ο Νικάνωρ ύψωσε την δεξιάν του χείρα στον ναόν και ωρκίσθη και είπε· “Εάν δεν μου παραδώσετε τον Ιούδαν δέσμιον, θα ισοπεδώσω τον ναόν τούτον του Θεού, θα κατασκάψω το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και θα ανοικοδομήσω εδώ περιφανή ναόν στον Διόνυσον.

Β Μακ. 14,34      τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἀπῆλθεν· οἱ δὲ ἱερεῖς προτείναντες τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπεκαλοῦντο τὸν διαπαντὸς ὑπέρμαχον τοῦ ἔθνους ἡμῶν ταῦτα λέγοντες·

Β Μακ. 14,34           Αυτά και τόσα άλλα αφού είπεν, απεχώρησεν. Οι δε ιερείς ύψωσαν τα χέρια των στον ουρανόν και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος υπήρξε πάντοτε υπέρμαχος του έθνους των, και έλεγαν·

Β Μακ. 14,35      σὺ Κύριε, τῶν ὅλων ἀπροσδεὴς ὑπάρχων, εὐδόκησας ναὸν τῆς σῆς κατασκηνώσεως ἐν ἡμῖν γενέσθαι.

Β Μακ. 14,35           “Συ, Κυριε, ο οποίος δεν έχεις ανάγκην από τίποτε απολύτως, ηυδόκησας, ώστε ο ναός, στον οποίον κατοικείς, να ευρίσκεται εν μέσω ημών.

Β Μακ. 14,36      καὶ νῦν ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ Κύριε, διατήρησον εἰς αἰῶνα ἀμίαντον τόνδε τὸν προσφάτως κεκαθαρισμένον οἶκον.

Β Μακ. 14,36           Και τώρα, άγιε, Κυριε παντός αγιασμού, διαφύλαξε αιωνίως αμόλυντον από κάθε ακαθαρσίαν αυτόν τον ναόν, ο οποίος προ ολίγου έχει καθαρισθή”.

 

                                 Η αυτοθυσία του Ραζίς

Β Μακ. 14,37      Ῥαζὶς δέ τις τῶν ἀπὸ Ἱεροσολύμων πρεσβυτέρων ἐμηνύθη τῷ Νικάνορι, ἀνὴρ φιλοπολίτης καὶ σφόδρα καλῶς ἀκούων καὶ κατὰ τὴν εὔνοιαν πατὴρ τῶν Ἰουδαίων προσαγορευόμενος.

Β Μακ. 14,37           Καποιος από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ονόματι Ραζίς, ένας από τους πρεσβυτέρους, κατηγγέλθη στον Νικάνορα ότι αγαπά τους συμπολίτας του, ότι δια την αρετήν του επαινείται από όλους και δια την καλήν του φήμην ονομάζεται πατήρ των Ιουδαίων.

Β Μακ. 14,38      ἦν γὰρ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς ἀμειξίας κρίσιν εἰσενηνεγμένος Ἰουδαϊσμοῦ, καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ παραβεβλημένος μετὰ πάσης ἐκτενίας.

Β Μακ. 14,38           Απελάμβανε δε αυτήν την καλήν υπόληψιν, διότι στους προγενεστέρους χρόνους είχε κατηγορηθή επί Ιουδαϊσμ, ως φρονών δηλαδή και λέγων, ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε επικοινωνία με τους εθνικούς. Δια δε την ευσεβή ζωήν του και τα φρονήματά του αυτά υπέρ του ιουδαϊσμού, είχεν εκθέσει με ακλόνητον ευστάθειαν εις κίνδυνον σώμα και ζωήν.

Β Μακ. 14,39      βουλόμενος δὲ Νικάνωρ πρόδηλον ποιῆσαι, ἣν εἶχε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους δυσμένειαν, ἀπέστειλε στρατιώτας ὑπὲρ τοὺς πεντακοσίους συλλαβεῖν αὐτόν·

Β Μακ. 14,39           Ο Νικάνωρ, επειδή ήθελε να δώηη ένα ολοφάνερον δείγμα της εχθρότητός του εναντίον των Ιουδαίων, έστειλε περισσοτέρους από πεντακοσίους στρατιώτας να τον συλλάβουν.

Β Μακ. 14,40      ἔδοξε γὰρ ἐκεῖνον συλλαβὼν τούτοις ἐργάσασθαι συμφοράν.

Β Μακ. 14,40           Επίστευε δε ότι, εάν συνελάμβανεν εκείνον, θα κατέφερε μέγα πλήγμα εναντίον των Ιουδαίων.

Β Μακ. 14,41      τῶν δὲ πληθῶν μελλόντων τὸν πύργον καταλαβέσθαι καὶ τὴν αὐλαίαν θύραν βιαζομένων καὶ κελευόντων πῦρ προσάγειν καὶ τὰς θύρας ὑφάπτειν, περικατάληπτος γενόμενος ὑπέθηκε ἑαυτῷ ξίφος,

Β Μακ. 14,41            Οταν δε οι στρατιώται επρόκειτο να καταλάβουν τον πύργον, όπου ευρίσκετο ο Ραζίς και παρεβίαζαν την πύλην της εισόδου, εδόθη διαταγή να φέρουν πυρ και να καύσουν τας θύρας. Την ώραν εκείνην ο Ραζίς, περικλεισμένος από όλα τα μέρη, κατηύθυνε το ξίφος εναντίον του δια να θέση έτσι τέρμα εις την ζωήν του.

Β Μακ. 14,42      εὐγενῶς θέλων ἀποθανεῖν ἤπερ τοῖς ἀλιτηρίοις ὑποχείριος γενέσθαι καὶ τῆς ἰδίας εὐγενείας ἀναξίως ὑβρισθῆναι.

Β Μακ. 14,42           Και τούτο, διότι επροτιμούσε να αποθάνη κατά τρόπον ευγενή, παρά να πέση εις τα χέρια των κακούργων και να υποστή από εκείνους εξευτελισμούς αναξίους της ευγενείας του.

Β Μακ. 14,43      τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῦ ἀγῶνος σπουδὴν καὶ τῶν ὄχλων εἴσω τῶν θυρωμάτων εἰσβαλόντων, ἀναδραμὼν γενναίως ἐπὶ τὸ τεῖχος, κατεκρήμνισεν ἑαυτὸν ἀνδρείως εἰς τοὺς ὄχλους.

Β Μακ. 14,43           Επειδή όμως επάνω εις την σπουδήν του δεν κατέφερε καίριον πλήγμα κατά του σώματός του, έβλεπε δε τους άλλους να εισβάλλουν δια των θυρών στον πύργον, έτρεξεν ηρωϊκώς επάνω στο τείχος και εκρημνίσθη ανδρείως ανάμεσα από τους όχλους.

Β Μακ. 14,44      τῶν δὲ ταχέως ἀναποδισάντων γενομένου διαστήματος ἦλθε κατὰ μέσον τὸν κενεῶνα.

Β Μακ. 14,44           Διότι οι όχλοι βλέποντες το γεγονός απεσύρθησαν αμέσως εις κάποιαν απόστασιν και εκείνος ήλθε και έπεσεν στο μέσον του κενού διαστήματος.

Β Μακ. 14,45      ἔτι δὲ ἔμπνους ὑπάρχων καὶ πεπυρωμένος τοῖς θυμοῖς, ἐξαναστὰς φερομένων κρουνηδὸν τῶν αἱμάτων καὶ δυσχερῶν ὄντων τῶν τραυμάτων, δρόμῳ τοὺς ὄχλους διελθὼν καὶ στὰς ἐπί τινος πέτρας ἀποῤῥωγάδος,

Β Μακ. 14,45           Εν ανέπνεεν ακόμη πυρπολούμενος από θείον ζήλον, ηγέρθη και ενώ τα αίματα έτρεχαν κρουνηδόν και παρά τας τρομεράς πληγάς του, διέτρεχε το πλήθος, ήλθε και εστάθη επάνω εις ένα απότομον βράχον.

Β Μακ. 14,46      παντελῶς ἔξαιμος ἤδη γενόμενος, προβαλὼν τὰ ἔντερα καὶ λαβὼν ἑκατέραις ταῖς χερσίν, ἐνέσεισε τοῖς ὄχλοις καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δεσπόζοντα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ταῦτα αὐτῷ πάλιν ἀποδοῦναι, τόνδε τὸν τρόπον μετήλλαξεν.

Β Μακ. 14,46           Αφού είχε χάσει όλον σχεδόν τα αίμα του, προέβαλε τα έντερά του, τα οποία τα επήρεν εις τα χέρια του και τα ανακινούσε επιδεικνύων αυτά στον λαόν. Παρεκάλεσεν έπειτα τον Κυριον της ζωής και της ψυχής να του τα αποδώση κάποτε και κατ' αυτόν τον τρόπον, εκείνος εξεδήμησεν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΑ

                               Το εγκληματικό σχέδιο του Νικάνορα

Β Μακ. 15,1       Ὁ δὲ Νικάνωρ μεταλαβὼν τοὺς περὶ τὸν Ἰούδαν ὄντας ἐν τοῖς κατὰ Σαμάρειαν τόποις, ἐβουλεύσατο τῇ τῆς καταπαύσεως ἡμέρᾳ μετὰ πάσης ἀσφαλείας αὐτοῖς ἐπιβαλεῖν.

Β Μακ. 15,1              Ο Μικάνωρ επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του ευρίσκοντο στους περί την Σαμάρειαν τόπους. Εσκέφθη, λοιπόν, να επιτεθή εναντίον των εκεί κατά την ημέραν της αργίας του Σαββάτου, δια να έχη έτσι ασφαλή την επιτυχίαν.

Β Μακ. 15,2       τῶν δὲ κατ᾿ ἀνάγκην συνεπομένων αὐτῷ Ἰουδαίων λεγόντων· μηδαμῶς οὕτως ἀγρίως καὶ βαρβάρως ἀπολέσῃς, δόξαν δὲ ἀπομέρισον τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ πάντα ἐφορῶντος μεθ᾿ ἁγιότητος ἡμέρᾳ.

Β Μακ. 15,2              Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι εξ ανάγκης τον ακολουθούσαν, του είπαν· “μη θελήσης ποτέ να φονεύσης αυτούς κατά τον άγριον και βάρβαρον αυτόν τρόπον, αλλά τίμησε και συ την ημέραν αυτήν, η οποία έχει αγιασθή από τον τα πάντα επιβλέποντα Θεόν”.

Β Μακ. 15,3       ὁ δὲ τρισαλιτήριος ἐπηρώτησεν. εἰ ἔστιν ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ προστεταχὼς ἄγειν τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν;

Β Μακ. 15,3              Τοτε ο τρισαλιτήριος Νικάνωρ ηρώτησε να πληροφορηθή, εάν πράγματι υπάρχη στον ουρανόν Κυριος, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η ημέρα αυτή του Σαββάτου.

Β Μακ. 15,4       τῶν δὲ ἀποφηναμένων· ἔστιν ὁ Κύριος ζῶν αὐτὸς ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ κελεύσας ἀσκεῖν τὴν ἑβδομάδα·

Β Μακ. 15,4              Εκείνοι απήντησαν· “μάλιστα υπάρχει. Είναι ο Κυριος, ο ζων και πραγματικός Θεός, ο Δεσπότης του ουρανού, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η εβδόμη αυτή ημέρα”.

Β Μακ. 15,5       ὁ δὲ ἕτερος· κἀγώ, φησί, δυνάστης ἐπὶ τῆς γῆς ὁ προστάσσων αἴρειν τὰ ὅπλα καὶ τὰς βασιλικὰς χρείας ἐπιτελεῖν. ὅμως οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον αὐτοῦ βούλημα.

Β Μακ. 15,5              “Και εγώ, απήντησεν εκείνος, είμαι ο κύριος επάνω εις την γην και διατάσσω να παρέτε τα όπλα, δια να εκτελέσετε την εντολήν του βασιλέως”. Αλλά δεν επέτυχε να πραγματοποίηση την κακήν του αυτήν απόφασιν.

 

                                Η προετοιμασία του Ιούδα πριν τη μάχη

Β Μακ. 15,6       καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ μετὰ πάσης ἀλαζονείας ὑψαυχενῶν, διεγνώκει κοινὸν τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν συστήσασθαι τρόπαιον.

Β Μακ. 15,6              Και ο μεν Νικάνωρ αλαζονευόμενος και υπερηφανευόμενος είχε κατά νουν να στήση ένα κοινόν τρόπαιον δια την νίκην του εναντίον του Ιούδα και των συντρόφων του.

Β Μακ. 15,7       ὁ δὲ Μακκαβαῖος ἦν ἀδιαλείπτως πεποιθὼς μετὰ πάσης ἐλπίδος ἀντιλήψεως τεύξασθαι παρὰ τοῦ Κυρίου

Β Μακ. 15,7              Ο Ιούδας όμως ο Μακκαβαίος με ακλόνητον την πεποίθησίν του στον Θεόν, εστήριζε την βέβαιον ελπίδα του ότι θα λάβη βοήθειαν εκ μέρους του Κυρίου.

Β Μακ. 15,8       καὶ παρεκάλει τοὺς σὺν αὐτῷ μὴ δειλιᾶν τὴν τῶν ἐθνῶν ἔφοδον, ἔχοντας δὲ κατὰ νοῦν τὰ προγεγονότα αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοηθήματα καὶ τανῦν προσδοκᾶν τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος ἐσομένην αὐτοῖς νίκην καὶ βοήθειαν.

Β Μακ. 15,8              Ενεθάρρυνε δε και ενίσχυε τους άνδρας του, να μη δειλιάσουν από την έφοδον των ειδωλολατρών, αλλά να ενθυμούνται τα προγενέστερα γεγονότα, κατά τα οποία είχον λάβει από τον ουρανόν βοήθειαν και να περιμένουν βεβαίαν την βοήθειαν και την νίκην, η οποία θα δοθή εις αυτούς από τον Παντοκράτορα Θεόν.

Β Μακ. 15,9       καὶ παραμυθούμενος αὐτοὺς ἐκ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, προσυπομνήσας δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἦσαν ἐκτετελεκότες, προθυμοτέρους αὐτοὺς κατέστησε.

Β Μακ. 15,9              Ενίσχυε δε αυτούς με την ανάγνωσιν καταλλήλων τεμαχίων από τον Νομον και τους προφήτας και υπενθύμιζεν εις αυτούς τους νικηφόρους αγώνας, τους οποίους είχαν πραγματοποιήσει. Ετσι τους κατέστησε προθυμότερους και γενναιοτέρους δια την μάχην.

Β Μακ. 15,10      καὶ τοῖς θυμοῖς διεγείρας αὐτοὺς παρήγγειλεν ἅμα παρεπιδεικνὺς τὴν τῶν ἐθνῶν ἀθεσίαν καὶ τὴν τῶν ὅρκων παράβασιν.

Β Μακ. 15,10            Αφού δε διήγειρε και ενίσχυσεν αυτών τον ενθουσιασμόν και το θάρρος, και αφού ταυτοχρόνως παρουσίασε την απιστίαν των ειδωλολατρών και την καταπάτησιν των όρκων των, τους έδωσε τας δεούσας εντολάς.

Β Μακ. 15,11      ἕκαστον δὲ αὐτῶν καθοπλίσας οὐ τὴν ἀσπίδων καὶ λογχῶν ἀσφάλειαν, ὡς τὴν ἐν τοῖς ἀγαθοῖς λόγοις παράκλησιν, καὶ προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπερ τι πάντας εὔφρανεν.

Β Μακ. 15,11             Επειτα εξώπλισεν ένα έκαστον από αυτούς, όχι τόσον με την ασφάλειαν των ασπίδων και των τόξων, όσον προ παντός και κυρίως με την τόνωσιν και πίστιν δια των αγαθών αυτού λόγων. Κατόπιν διηγήθη και εξήγησεν εις αυτούς ένα αξιόπιστον όνειρον, το οποίον σαν να εγέμισεν από ευφροσύνην όλους.

Β Μακ. 15,12      ἦν δὲ ἡ τούτου θεωρία τοιάδε· Ὀνίαν τὸν γενόμενον ἀρχιερέα ἄνδρα καλὸν καὶ ἀγαθόν, αἰδήμονα μὲν τὴν ἀπάντησιν, πρᾷον δὲ τὸν τρόπον καὶ λαλιὰν προϊέμενον πρεπόντως καὶ ἐκ παιδὸς ἐκμεμελητηκότα πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα, τοῦτον τὰς χεῖρας προτείναντα κατεύχεσθαι τῷ παντὶ τῶν Ἰουδαίων συστήματι.

Β Μακ. 15,12            Το όνειρον, η μάλλον η οπτασία την οποίαν είδεν, ήτο η εξής· Είδε τον αρχιερέα Ονίαν, τον καλόν και αγαθόν αυτόν άνθρωπον, με την σεβαστήν αυτού εμφάνισιν, τον πράον κατά την συμπεριφοράν και την ομιλίαν. Τον από της παιδικής ηλικίας με επιμέλειαν επιδοθέντα εις όλα τα έργα της αρετής, αυτόν λοιπόν τον είδε να έχη ανυψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν και να προσεύχεται θερμώς δι' όλον το έθνος των Ιουδαίων.

Β Μακ. 15,13      εἶθ᾿ οὕτως ἐπιφανῆναι ἄνδρα πολιᾷ καὶ δόξῃ διαφέροντα, θαυμαστὴν δέ τινα καὶ μεγαλοπρεπεστάτην εἶναι τὴν περὶ αὐτὸν ὑπεροχήν.

Β Μακ. 15,13            Επειτα παρουσιάσθη εις αυτόν κατά τον ίδιον τρόπον ένας ανήρ πολύ αξιοπρόσεκτος δια την λευκήν του κόμην και την δόξαν, περιβεβλημένος μίαν αζιοθαύμαστον μεγαλοπρέπειαν και υπεροχήν.

Β Μακ. 15,14      ἀποκριθέντα δὲ τὸν Ὀνίαν εἰπεῖν· ὁ φιλάδελφος οὗτός ἐστιν ὁ πολλὰ προσευχόμενος περὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερεμίας ὁ τοῦ Θεοῦ προφήτης.

Β Μακ. 15,14            Ο Ονίας λαβών τον λόγον είπε τότε προς τον Ιούδαν· “αυτός αγαπά τους αδελφούς του τους Ιουδαίους, προσεύχεται θερμώς δια τον λαόν και την αγίαν πόλιν προς τον Θεόν. Αυτός είναι ο Ιερεμίας, ο προφήτης του Θεού”.

Β Μακ. 15,15      προτείναντα δὲ τὸν Ἱερεμίαν τὴν δεξιὰν παραδοῦναι τῷ Ἰούδᾳ ῥομφαίαν χρυσῆν, διδόντα δὲ προσφωνῆσαι τάδε·

Β Μακ. 15,15            Επειτα ο Ιερεμίας άπλωσε το δεξί του χέρι, έδωκεν στον Ιούδαν χρυσήν ρομφαίαν και καθ' ον χρόνον του την έδιδε του είπε τα εξής·

Β Μακ. 15,16      λάβε τὴν ἁγίαν ῥομφαίαν δῶρον παρὰ τοῦ Θεοῦ, δι᾿ ἧς θραύσεις τοὺς ὑπεναντίους.

Β Μακ. 15,16            “πάρε την αγίαν αυτήν ρομφαίαν, το δώρον τούτο του Θεού, με το οποίον και θα συντρίψης τους εχθρούς σου”.

Β Μακ. 15,17      παρακληθέντες δὲ τοῖς Ἰούδα λόγοις πάνυ καλοῖς καὶ δυναμένοις ἐπ᾿ ἀρετὴν παρορμῆσαι καὶ ψυχὰς νέων ἐπανορθῶσαι, διέγνωσαν μὴ στρατοπεδεύεσθαι, γενναίως δὲ ἐμφέρεσθαι καὶ μετὰ πάσης εὐανδρίας ἐμπλακέντες κρῖναι τὰ πράγματα, διὰ τὸ καὶ τὴν πόλιν καὶ τὰ ἅγια καὶ τὸ ἱερὸν κινδυνεύειν.

Β Μακ. 15,17            Ενθαρρυνθέντες οι Ιουδαίοι από τους εξαιρετικά ωραίους αυτούς λόγους του Ιούδα, τους ικανούς να ενθαρρύνουν και να παρορμήσουν εις πράξεις ηρωϊκάς και να ενισχύσουν τας καρδίας των νέων ανδρών, απεφάσισαν να μη μένουν στρατοπεδευμένοι, αλλά να ριφθούν με γενναιότητα εις την μάχην και να συμπλακούν με κάθε ηρωϊσμόν εναντίον του εχθρού, δια να κριθούν έτσι τα πράγματα. Διότι η πόλις, τα ιερά και τα οσιά των, και ο ιερός ναός ευρίσκονται εν κινδύνω.

Β Μακ. 15,18      ἦν γὰρ ὁ περὶ γυναικῶν καὶ τέκνων, ἔτι δὲ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ἐν ἥττονι μέρει κείμενος αὐτοῖς ἀγών, μέγιστος δὲ καὶ πρῶτος ὁ περὶ τοῦ καθηγιασμένου ναοῦ φόβος.

Β Μακ. 15,18            Εν όψει δε του επικειμένου αγώνος ετέθη εις δεύτερον μοίραν η σκέψις περί των γυναικών και των τέκνων, περί των αδελφών και συγγενών, διότι ο μέγιστος φόβος των ήτο δια τον άγιον ναόν.

Β Μακ. 15,19      ἦν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοις οὐ πάρεργος ἀγωνία ταρασσομένοις τῆς ἐν ὑπαίθρῳ προσβολῆς.

Β Μακ. 15,19            Ταυτοχρόνως δε η αγωνία των πολιτών, που είχαν εναπομείνει μέσα εις την πόλιν, δεν ήτο μικρά και ασήμαντος, διότι ήσαν τεταραγμένοι και ανήσυχοι δια την έκβασιν της μάχης, που θα εδίδετο στο ύπαιθρον, έξω από την πόλιν.

Β Μακ. 15,20      καὶ πάντων ἤδη προσδοκώντων τὴν ἐσομένην κρίσιν καὶ ἤδη συμμειξάντων τῶν πολεμίων καὶ τῆς στρατιᾶς ἐκταγείσης καὶ τῶν θηρίων ἐπὶ μέρος εὔκαιρον ἀποκατασταθέντων τῆς τε ἵππου κατὰ κέρας τεταγμένης,

Β Μακ. 15,20           Ολοι επερίμεναν την έκβασιν της προσεχούς μάχης. Οι εχθροί είχαν ήδη συγκεντρωθή, ο στρατός των παρετάχθη εις τάξιν μάχης, τα θηρία, δηλαδή οι ελέφαντες, ετοποθετήθησαν εις τας καταλλήλους θέσεις, το δε ιππικόν κατέλαβε τα εκατέρωθεν της παρατάξεως άκρα.

Β Μακ. 15,21      συνιδὼν ὁ Μακκαβαῖος τὴν τῶν πληθῶν παρουσίαν καὶ τῶν ὅπλων τὴν ποικίλην παρασκευὴν τήν τε τῶν θηρίων ἀγριότητα, προτείνας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπεκαλέσατο τὸν τερατοποιὸν Κύριον, τὸν κατόπτην, γινώσκων ὅτι οὐκ ἔστι δι᾿ ὅπλων ἡ νίκη, καθὼς δὲ ἂν αὐτῷ κριθείη, τοῖς ἀξίοις περιποιεῖται τὴν νίκην.

Β Μακ. 15,21            Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, όταν είδε τους πολυαρίθμους εχθρούς, τα ποικίλης κατασκευής όπλα, τους αγρίους ελέφαντας, ύψωσε τας χείρας αυτού στον ουρανόν και παρεκάλεσε τον Κυριον, ο οποίος κάμνει μεγάλα θαύματα και επιβλέπει επί όλον τον κόσμον. Εζήτησε την βοήθειαν του Κυρίου, διότι εγνώριζεν, ότι η νίκη δεν προέρχεται από την ισχύν των όπλων, αλλά όπου και όπως κρίνει ο Θεός την δίδει στους αξίους αυτής.

Β Μακ. 15,22      ἔλεγε δὲ ἐπικαλούμενος τόνδε τὸν τρόπον· σὺ Δέσποτα, ἀπέστειλας τὸν ἄγγελόν σου ἐπὶ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς Σενναχηρεὶμ εἰς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας·

Β Μακ. 15,22           Ελεγε δε κατά την προσευχήν του τα εξής· “συ, Δέσποτα, απέστειλας τον άγγελόν σου επί της εποχής του Εζεκίου του βασιλέως της Ιουδαίας, και εφόνευσεν από το στρατόπεδον του Σενναχηρείμ εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας.

Β Μακ. 15,23      καὶ νῦν, δυνάστα τῶν οὐρανῶν, ἀπόστειλον ἄγγελον ἀγαθὸν ἔμπροσθεν ἡμῶν εἰς δέος καὶ τρόμον·

Β Μακ. 15,23           Και τώρα Κυρίαρχε των ουρανών, στείλε τον αγαθόν άγγελόν σου ενώπιόν μας, δια να εμβάλη φόβον και τρόμον στους εχθρούς. Από την ισχύν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ας καταπλαγούν εκείνοι, που έχουν έλθει να βλάψουν και κατεξευτελίσουν τον άγιον λαόν σου.

Β Μακ. 15,24      μεγέθει βραχίονός σου καταπλαγείησαν οἱ μετὰ βλασφημίας παραγενόμενοι ἐπὶ τὸν ἅγιόν σου λαόν. καὶ οὗτος μὲν ἐν τούτοις ἔληξεν.

Β Μακ. 15,24           Ας καταπλαγούν από το μεγαλείον της παντοδυνάμου δεξιάς σου εκείνοι, οι οποίοι ήλθαν εδώ δια να βλασφημήσουν και βλάψουν τον άγιόν σου λαόν”. Ετσι ο Ιούδας προσηυχήθη και εσταμάτησεν.

 

                              Ήττα του Νικάνορα

Β Μακ. 15,25      οἱ δὲ περὶ τὸν Νικάνορα μετὰ σαλπίγγων καὶ παιάνων προσῆγον.

Β Μακ. 15,25           Ο στρατός του Νικάνορος επροχώρησε δια την μάχην, με τον ήχον των σαλπίγγων και των πολεμικών ασμάτων.

Β Μακ. 15,26      οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν μετ᾿ ἐπικλήσεως καὶ εὐχῶν συνέμειξαν τοῖς πολεμίοις

Β Μακ. 15,26           Ο δε περί τον Ιούδαν στρατός προσήλθε και συνεπλάκησαν εναντίον των εχθρών των, με επικλήσεις και προσευχάς προς τον Θεόν.

Β Μακ. 15,27      καὶ ταῖς μὲν χερσὶν ἀγωνιζόμενοι, ταῖς δὲ καρδίαις πρὸς τὸν Θεὸν εὐχόμενοι κατέστρωσαν οὐδὲν ἧττον μυριάδων τριῶν καὶ πεντακισχιλίων, τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ.

Β Μακ. 15,27           Μαχόμενοι με τας χείρας των, και επικαλούμενοι τον Θεόν με τας καρδίας των, έστρωσαν κάτω στο έδαφος όχι ολιγωτέρους από τριάκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας και ευφράνθησαν μεγάλως από την φανεράν αυτήν προστασίαν του Θεού.

Β Μακ. 15,28      γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς χρείας καὶ μετὰ χαρᾶς ἀναλύοντες, ἐπέγνωσαν προπεπτωκότα Νικάνορα σὺν τῇ πανοπλίᾳ.

Β Μακ. 15,28           Οταν ετελείωσεν η μάχη και οι Ιουδαίοι με χαράν μεγάλην απεχώρουν από το πεδίον της συρράξεως, ανεγνώρισαν ότι ο Νικάνωρ είχε φονευθή φορών υλόκληρον την πανοπλίαν αυτού.

Β Μακ. 15,29      γενομένης δὲ κραυγῆς καὶ ταραχῆς, εὐλόγουν τὸν Δυνάστην τῇ πατρίῳ φωνῇ.

Β Μακ. 15,29           Τοτε δε έγινε μεγάλη κραυγή και πολύς θόρυβος και εδόξαζαν τον Κυρίαρχον του κόσμου εις την πατρικήν των γλώσσαν.

Β Μακ. 15,30      καὶ προσέταξεν ὁ καθ᾿ ἅπαν σώματι καὶ ψυχῇ πρωταγωνιστὴς ὑπὲρ τῶν πολιτῶν, ὁ τὴν τῆς ἡλικίας εὔνοιαν εἰς ὁμοεθνεῖς διαφυλάξας, τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἀποτεμόντας καὶ τὴν χεῖρα σὺν τῷ ὤμῳ φέρειν εἰς Ἱεροσόλυμα.

Β Μακ. 15,30           Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο οποίος είχε τάξει ολόκληρον τον εαυτόν του, σώμα και ψυχήν, δια να αγωνισθή ως πρώτος υπέρ των συμπολιτών του, εκείνος ο οποίος είχε διαθέσει δια τους ομοεθνείς του το άνθος της νεότητός του, διέταξε να κόψουν την κεφαλήν του Νικάνορος και το χέρι του από τον ώμον του και να φέρουν αυτά εις την Ιερουσαλήμ.

Β Μακ. 15,31      παραγενόμενος δὲ ἐκεῖ καὶ συγκαλέσας τοὺς ὁμοεθνεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου στήσας, μετεπέμψατο τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας.

Β Μακ. 15,31            Οταν ήλθεν εκεί, συνεκάλεσε τους ομοεθνείς του, έθεσε τους ιερείς εμπρός στο θυσιαστήριον, έστειλε και εκάλεσε και εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν.

Β Μακ. 15,32      καὶ ἐπιδειξάμενος τὴν τοῦ μιαροῦ Νικάνορος κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα τοῦ δυσφήμου, ἣν ἐκτείνας ἐπὶ τὸν ἅγιον τοῦ Παντοκράτορος οἶκον ἐμεγαλαύχησε,

Β Μακ. 15,32           Εδειξε την κεφαλήν και την χείρα του μιαρού Νικάνορος, την οποίαν αυτός είχεν απλώσει εναντίον του ιερού ναού του Παντοκράτορος και είχεν εκστομίσει αλαζονικά λόγια.

Β Μακ. 15,33      καὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος ἐκτεμὼν ἔφη κατὰ μέρος δώσειν τοῖς ὀρνέοις, τὰ δὲ ἐπίχειρα τῆς ἀνοίας κατέναντι τοῦ ναοῦ κρεμάσαι.

Β Μακ. 15,33            Αφού δε απέκοψε την γλώσσαν του ασεβούς αυτού Νικάνορος, είπε να την τεμαχίσουν εις μικρά κομμάτια και να την δώσουν εις τα όρνεα. Και τον μισθόν της παραφροσύνης και ασεβείας του, τα αποκοπέντα δηλαδή τεμάχια του σώματός του, να τα κρεμάσουν απέναντι από τον ναόν.

Β Μακ. 15,34      οἱ δὲ πάντες εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησαν τὸν ἐπιφανῆ Κύριον λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ διατηρήσας τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἀμίαντον.

Β Μακ. 15,34           Ολοι δε ανέπεμψαν ευλογίας προς τον ουρανόν, στον ένδοξον Κυριον, λέγοντες· “δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος διετήρησεν αμόλυντον τον ιερόν του τόπον”.

Β Μακ. 15,35      ἐξέδησε δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἐκ τῆς ἄκρας ἐπίδηλον πᾶσι καὶ φανερὸν τῆς τοῦ Κυρίου βοηθείας σημεῖον.

Β Μακ. 15,35            Ο Ιούδας έδεσε και εκρέμασε την κεφαλήν του Νικάνορος από την ακρόπολιν, ώστε να είναι καταφανής εις όλους, και να είναι υλοφάνερον σημείον της βοηθείας του Κυρίου.

Β Μακ. 15,36      καὶ ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι ἀπαρασήμαντον τήνδε τὴν ἡμέραν, ἔχειν δὲ ἐπίσημον τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ δωδεκάτου μηνὸς -Ἄδαρ λέγεται τῇ Συριακῇ φωνῇ- πρὸ μιᾶς ἡμέρας τῆς Μαρδοχαϊκῆς ἡμέρας.

Β Μακ. 15,36           Ωρισαν δε όλοι, κατόπιν κοινής αποφάσεως, να μη επιτρέψουν και παρέρχεται η ημέρα αυτή ως ασήμαντος, να την έχουν ως επίσημον και εόρτιον την ημέραν αυτήν, την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός- Αδαρ λέγεται ο μήνας αυτός εις την Συριακήν γλώσσαν- Αυτή δε η ημέρα είναι η προηγουμένη από την ημέραν της εορτής του Μαρδοχαίου.

Β Μακ. 15,37      Τῶν οὖν κατὰ Νικάνορα χωρησάντων οὕτω καὶ ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν καιρῶν κρατηθείσης τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν Ἑβραίων, καὶ αὐτὸς αὐτόθι καταπαύσω τὸν λόγον.

Β Μακ. 15,37            Τα μεν λοιπόν κατά τον Νικάνορα πράγματα έτσι εξειλίχθησαν. Επειδή δε από της εποχής εκείνης και εντεύθεν η πόλις Ιερουσαλήμ ευρίσκετο από την κυριότητα των Εβραίων, δια τούτο και εγώ θα σταματήσω εδώ την ιστορίαν μου.

Β Μακ. 15,38      καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ εὐθίκτως τῇ συντάξει, τοῦτο καὶ αὐτὸς ἤθελον· εἰ δὲ εὐτελῶς καὶ μετρίως, τοῦτο ἐφικτὸν ἦν μοι.

Β Μακ. 15,38           Εάν η εξιστόρησις των γεγονότων έγινε καλώς και επιτυχώς, αυτό και εγώ επεδίωξα. Εάν όμως η έκθεσις αυτή είναι ατελής και μετρία, αυτό ημπορούσα να κάμω και έκαμα.

Β Μακ. 15,39      καθάπερ γὰρ οἶνον καταμόνας πίνειν, ὡσαύτως δὲ καὶ ὕδωρ πάλιν πολέμιον· ὃν δὲ τρόπον οἶνος ὕδατι συγκερασθεὶς ἡδὺς καὶ ἐπιτερπῆ τὴν χάριν ἀποτελεῖ, οὕτω καὶ τὸ τῆς κατασκευῆς τοῦ λόγου τέρπει τὰς ἀκοὰς τῶν ἐντυγχανόντων τῇ συντάξει. ἐνταῦθα δὲ ἔσται ἡ τελευτή.

Β Μακ. 15,39           Οπως δε είναι επιβλαβές να πίνη κανείς άκρατον οίνον η μόνον ύδωρ, ενώ ο οίνος ο ανάμικτος με το ύδωρ είναι ωφέλιμος και προξενεί τέρψιν εις την αίσθησιν, έτσι και εγώ με κάποιαν τέχνην εξέθεσα την διήγησιν, ώστε να τέρπη τας ακοάς εκείνων, οι οποίοι διαβάζουν την ιστορίαν αυτήν. Εδώ τελειώνει η ιστορία μου.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15