Ο θάνατος του Ιούδα του Μακκαβαίου
Α Μακ. 9,1 Καὶ ἤκουσε
Δημήτριος ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ καὶ αἱ δυνάμεις
αὐτοῦ ἐν πολέμῳ, καὶ προσέθετο τὸν
Βακχίδην καὶ τὸν Ἄλκιμον ἐκ δευτέρου ἀποστεῖλαι
εἰς γῆν Ἰούδα καὶ τὸ δεξιὸν κέρας
μετ᾿ αὐτῶν.
Α Μακ. 9,1 Ο Δημήτριος επληροφορήθη ότι ο Νικάνωρ έπεσε
μαχόμενος, ότι αι δυνάμεις αυτού εξωλοθρεύθησαν στον πόλεμον και απεφάσισε να
στείλη πάλιν τον Βακχίδην και τον Αλκιμον εις την, Ιουδαίαν, μαζή των δε και
την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του.
Α Μακ. 9,2 καὶ
ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Γάλγαλα καὶ
παρενέβαλον ἐπὶ Μαισαλὼθ τὴν ἐν Ἀρβήλοις
καὶ προκατελάβοντο αὐτὴν καὶ ἀπώλεσαν
ψυχὰς ἀνθρώπων πολλάς.
Α Μακ. 9,2 Αυτοί ηκολούθησαν την οδόν, που φέρει εις Γαλγαλα,
και εστρατοπέδευσαν εις την Μαισαλώθ, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν των
Αρβήλων. Εκυρίευσαν την πόλιν αυτήν και εφόνευσαν πάρα πολλούς ανθρώπους.
Α Μακ. 9,3 καὶ τοῦ
μηνὸς τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ δευτέρου καὶ
πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ παρενέβαλον ἐπὶ
Ἱερουσαλήμ·
Α Μακ. 9,3 Κατά τον πρώτον μήνα του εκατοστού πεντηκοστού
δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών εστρατοπέδευσαν αυτοί απέναντι
από την Ιερουσαλήμ.
Α Μακ. 9,4 καὶ
ἀπῇραν καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Βερέαν ἐν
εἴκοσι χιλιάσιν ἀνδρῶν καὶ δισχιλίᾳ
ἵππῳ.
Α Μακ. 9,4 Επειτα εσηκώθησαν και μετέβησαν εις Βερέαν με είκοσι
χιλιάδας άνδρας πεζούς και δύο χιλιάδας ιππείς.
Α Μακ. 9,5 καὶ Ἰούδας
ἦν παρεμβεβληκὼς ἐν Ἐλασά, καὶ τρισχίλιοι
ἄνδρες ἐκλεκτοὶ μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Μακ. 9,5 Ο Ιούδας είχε στρατοπεδεύσει εις Ελασά με τρεις
χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας του.
Α Μακ. 9,6 καὶ εἶδον
τὸ πλῆθος τῶν δυνάμεων ὅτι πολλοί εἰσι,
καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ
ἐξεῤῥύησαν πολλοὶ ἀπὸ τῆς
παρεμβολῆς, οὐ κατελείφθησαν ἐξ αὐτῶν
ἀλλ᾿ ἢ ὀκτακόσιοι ἄνδρες.
Α Μακ. 9,6 Οταν οι Ιουδαίοι στρατιώται είδαν το πλήθος των
εχθρικών δυνάμεων, ότι είναι αυτοί πολλοί και ισχυροί, εφοβήθησαν πάρα πολύ.
Διέρρευσαν πολλοί από το στρατόπεδον και δεν απέμειναν από αυτούς, ει μη
μόνον οκτακόσιοι άνδρες.
Α Μακ. 9,7 καὶ εἶδεν
Ἰούδας ὅτι ἀπεῤῥύη ἡ παρεμβολὴ
αὐτοῦ καὶ ὁ πόλεμος ἔθλιβεν αὐτόν,
καὶ συνετρίβη τῇ καρδίᾳ, ὅτι οὐκ εἶχε
καιρὸν συναγαγεῖν αὐτούς,
Α Μακ. 9,7 Ο Ιούδας όταν είδεν ότι ο στρατός του διέρρευσε και
ότι η επικειμένη σύρραξις θα ήτο καταθλιπτική δι' αυτόν, ησθάνθη την καρδίαν
του να συντρίβεται, διότι δεν είχε πλέον καιρόν να συγκεντρώση τους άνδρας
του.
Α Μακ. 9,8 καὶ ἐξελύθη
καὶ εἶπε τοῖς καταλειφθεῖσιν·
ἀναστῶμεν καὶ ἀναβῶμεν ἐπὶ
τοὺς ὑπεναντίους ἡμῶν, ἐὰν ἄρα
δυνώμεθα πολεμῆσαι αὐτούς.
Α Μακ. 9,8 Ησθάνθη τον εαυτόν του να παραλύη από την αδυναμίαν
εις την περίστασιν αυτήν· εν τούτοις είπεν στους υπολειφθέντας· “ας σηκωθώμεν
και ας προχωρήσωμεν εναντίον των εχθρών μας. Ισως και ημπορέσωμεν να τους
καταπολεμήσωμεν”.
Α Μακ. 9,9 καὶ
ἀπέστρεφον αὐτὸν λέγοντες· οὐ μὴ δυνώμεθα,
ἀλλ᾿ ἢ σῴζωμεν τὰς ἑαυτῶν
ψυχὰς τὸ νῦν καὶ ἐπιστρέψωμεν μετὰ
τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν
πρὸς αὐτούς, ἡμεῖς δὲ ὀλίγοι.
Α Μακ. 9,9 Εκείνοι όμως τον απέτρεπαν και του έλεγαν· “δεν θα
ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν νίκην. Το μόνον, που ημπορούμεν να κάμωμεν είναι,
να σώσωμεν σήμερον την ζωήν μας και να επανέλθωμεν να πολεμήσωμεν αυτούς
βραδύτερον μαζή με τους άλλους τους περισσοτέρους αδελφούς μας. Ημείς τώρα
είμεθα πολύ ολίγοι.
Α Μακ. 9,10 καὶ εἶπεν
Ἰούδας· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα
τοῦτο, φυγεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ
εἰ ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, καὶ
ἀποθάνωμεν ἐν ἀνδρείᾳ χάριν τῶν
ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ μὴ καταλίπωμεν αἰτίαν
τῇ δόξῃ ἡμῶν.
Α Μακ. 9,10 Ο Ιούδας απήντησεν εις αυτούς· “Θεός φυλάζοι να πράξω
εγώ αυτό, το οποίον με συμβουλεύετε, να φύγω ενώπιον αυτών. Εάν ήλθεν η ώρα
μας, ας αποθάνωμεν γενναίως χάριν των αδελφών μας και ας μη αφήσωμεν σκιαν
εις την δόξαν μας”.
Α Μακ. 9,11 καὶ
ἀπῇρεν ἡ δύναμις ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς
καὶ ἔστησαν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, καὶ
ἐμερίσθη ἡ ἵππος εἰς δύο μέρη, καὶ οἱ
σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται προεπορεύοντο τῆς
δυνάμεως, καὶ οἱ πρωταγωνισταὶ πάντες οἱ
δυνατοί·
Α Μακ. 9,11 Η στρατιωτική δύναμις των Συρων εξήλθεν από το
στρατόπεδον και κατηυθύνετο εις συνάντησιν των Ιουδαίων. Το εχθρικόν ιππικόν
διηρέθη εις δύο σώματα, οι σφενδονήται και οι τοξόται επροπορεύοντο από τον
στρατόν, οι δε γενναιότεροι μεταξύ αυτών ευρίσκοντο εις την πρώτην σειράν.
Α Μακ. 9,12 Βακχίδης δὲ
ἦν ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι. καὶ ἤγγισεν
ἡ φάλαγξ ἐκ τῶν δύο μερῶν καὶ ἐφώνουν
ταῖς σάλπιγξι,
Α Μακ. 9,12 Ο Βακχίδης ήτο εις την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του.
Ολη η φάλαγξ του εχθρικού στρατού, που απετελείτο από τας δύο πτέρυγας,
προχωρούσε και αι σάλπιγγες αυτών εσάλπιζαν τα πολεμικά συνθήματα.
Α Μακ. 9,13 καὶ
ἐσάλπισαν οἱ παρὰ Ἰούδᾳ καὶ
αὐτοὶ ταῖς σάλπιγξι· καὶ ἐσαλεύθη ἡ
γῆ ἀπὸ τῆς φωνῆς τῶν παρεμβολῶν,
καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος συνημμένος ἀπὸ πρωΐθεν
ἕως ἑσπέρας.
Α Μακ. 9,13 Εσάλπισαν επίσης και οι άνδρες του Ιούδα με τας ιεράς
των σάλπιγγας. Η γη συνεκλονίσθη από τον μεγάλον θόρυβον των δύο στρατών. Η
μάχη ήρχισεν από το πρωϊ και διήρκεσεν έως το βράδυ.
Α Μακ. 9,14 καὶ εἶδεν
Ἰούδας ὅτι Βακχίδης καὶ τὸ στερέωμα τῆς
παρεμβολῆς ἐν τοῖς δεξιοῖς, καὶ συνῆλθον
αὐτῷ πάντες οἱ εὔψυχοι τῇ καρδίᾳ,
Α Μακ. 9,14 Ο Ιούδας είδεν ότι ο Βακχίδης και το ισχυρότερον μέρος
του στρατού του ευρίσκοντο εις την δεξιάν πτέρυγα. Συνεκέντρωσε, λοιπόν, γύρω
του όλους τους γενναίους κατά την καρδίαν Ιουδαίους,
Α Μακ. 9,15 καὶ συνετρίβη
τὸ δεξιὸν κέρας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ
ἐδίωκεν ὀπίσω αὐτῶν ἕως Ἀζώτου
ὄρους.
Α Μακ. 9,15 επετέθη εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των πολεμίων,
την συνέτριψε και κατεδίωκε τους φεύγοντας στρατιώτας μέχρι του όρους της
Αζώτου.
Α Μακ. 9,16 καὶ εἰς
τὸ ἀριστερὸν κέρας εἶδον ὅτι συνετρίβη τὸ
δεξιὸν κέρας, καὶ ἐπέστρεψαν κατὰ πόδας Ἰούδα
καὶ τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῶν
ὄπισθεν.
Α Μακ. 9,16 Οι απαρτίζοντες όμως την αριστεράν πτέρυγα Σύροι
στρατιώται, όταν είδον ότι συνετρίβη η δεξιά των πτέρυξ, εστράφησαν πίσω από
τον Ιούδαν και επετέθησαν εναντίον αυτού και των ανδρών του εκ των όπισθεν.
Α Μακ. 9,17 καὶ ἐβαρύνθη
ὁ πόλεμος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἐκ
τούτων καὶ ἐκ τούτων.
Α Μακ. 9,17 Η μάχη έγινε πολύ σκληρά. Επεσαν πολλοί νεκροί από
την παράταξιν των Συρων και των Ιουδαίων.
Α Μακ. 9,18 καὶ Ἰούδας
ἔπεσε, καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον.
Α Μακ. 9,18 Επεσε δε και ο Ιούδας ηρωϊκώς μαχόμενος, ενώ οι άλλοι
άνδρες του ετράπησαν εις φυγήν.
Α Μακ. 9,19 καὶ ᾖραν
Ἰωνάθαν καὶ Σίμων Ἰούδαν τὸν ἀδελφὸν
αὐτῶν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ
τάφῳ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν Μωδεΐν.
Α Μακ. 9,19 Ο Ιωνάθαν και ο Σιμων εσήκωσαν και επήραν το πτώμα του
αδελφού των και το έθαψαν στον τάφον των πατέρων των εις Μωδεΐν.
Α Μακ. 9,20 καὶ ἔκλαυσαν
αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς
Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθουν ἡμέρας
πολλὰς καὶ εἶπον·
Α Μακ. 9,20 Ολοι οι Ισραηλίται τον έκλαυσαν με κοπετούς και θρήνους.
Επένθησαν επί πολλάς ημέρας και είπαν·
Α Μακ. 9,21 πῶς ἔπεσε
δυνατὸς σῴζων τὸν Ἰσραήλ;
Α Μακ. 9,21 “πως έπεσεν ο μεγάλος αυτός ήρως, ο οποίος έσωζεν έως
τώρα τον Ισραήλ;”
Α Μακ. 9,22 καὶ τὰ
περισσὰ τῶν λόγων Ἰούδα καὶ τῶν πολέμων
καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν, ὧν ἐποίησε,
καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτῶν οὐ κατεγράφη,
πολλὰ γὰρ ἦν σφόδρα.
Α Μακ. 9,22 Τα υπόλοιπα από την ιστορίαν του Ιούδα και των πολέμων
και των ανδραγαθημάτων, τα οποία έκαμε, και τα της μεγάλης αυτού δόξης δεν
κατεγράφησαν, διότι ήσαν πάρα πολλά.
Ο Ιωνάθαν διαδέχεται τον Ιούδα
Α Μακ. 9,23 Καὶ ἐγένετο,
μετὰ τὴν τελευτὴν Ἰούδα ἐξέκυψαν οἱ
ἄνομοι ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις Ἰσραήλ,
καὶ ἀνέτειλαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν
ἀδικίαν.
Α Μακ. 9,23 Μετά τον θάνατον του Ιούδα, οι εξωμόται από τους
Ιουδαίους ανεθάρρησαν, επρόβαλαν εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και
εσήκωσαν το κεφάλι των όλοι οι εργάται της αδικίας.
Α Μακ. 9,24 ἐν ταῖς
ἡμέραις ἐκείναις ἐγενήθη λιμὸς μέγας σφόδρα,
καὶ ηὐτομόλησεν ἡ χώρα μετ᾿ αὐτῶν.
Α Μακ. 9,24 Κατά τας ημέρας εκείνας έπεσε πολύ μεγάλη πείνα. Το
έδαφος ωσάν να ηρνήθη την ευφορίαν του και να ετάχθη με το μέρος των
παρανόμων Ιουδαίων.
Α Μακ. 9,25 καὶ ἐξέλεξε
Βακχίδης τοὺς ἀσεβεῖς ἄνδρας καὶ κατέστησεν
αὐτοὺς κυρίους τῆς χώρας.
Α Μακ. 9,25 Ο Βακχίδης επωφελούμενος της περιστάσεως εξέλεξε τους
ασεβείς αυτούς άνδρας της Ιουδαίας και τους εγκατέστησε κυρίους ολοκλήρου της
χώρας.
Α Μακ. 9,26 καὶ
ἐξεζήτουν καὶ ἐξηρεύνων τοὺς φίλους Ἰούδα
καὶ ἦγον αὐτοὺς πρὸς Βακχίδην, καὶ
ἐξεδίκει ἐν αὐτοῖς καὶ ἐνέπαιζεν αὐτοῖς.
Α Μακ. 9,26 Αυτοί ερευνούσαν και αναζητούσαν τους φίλους του
Ιούδα, τους έφεραν προς τον Βακχίδην, ο οποίος τους ετιμώρει και τους
ενέπαιζε.
Α Μακ. 9,27 καὶ ἐγένετο
θλῖψις μεγάλη ἐν τῷ Ἰσραήλ, ἥτις οὐκ
ἐγένετο ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας οὐκ ὤφθη
προφήτης ἐν αὐτοῖς.
Α Μακ. 9,27 Επεσε πολύ μεγάλη και βαρεία θλίψις μεταξύ των
Ισραηλιτών, όμοια της οποίας δεν είχε γίνει αφ' ης εποχής δεν ενεφανίσθη
προφήτης μεταξύ των Ιουδαίων.
Α Μακ. 9,28 καὶ
ἠθροίσθησαν πάντες οἱ φίλοι Ἰούδα καὶ εἶπον
τῷ Ἰωνάθαν·
Α Μακ. 9,28 Τοτε όλοι οι φίλοι του Ιούδα συνεκεντρώθησαν και είπαν
προς τον Ιωνάθαν·
Α Μακ. 9,29 ἀφ᾿ οὗ
ὁ ἀδελφός σου Ἰούδας τετελεύτηκε, καὶ
ἀνὴρ ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἔστιν
ἐξελθεῖν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ
Βακχίδην, καὶ ἐν τοῖς ἐχθραίνουσιν τοῦ
ἔθνους ἡμῶν·
Α Μακ. 9,29 “Από τότε που ο αδελφός σου Ιούδας απέθανε, δεν
υπάρχει πλέον ανήρ όμοιος προς αυτόν, δια να εξέλθη εναντίον των εχθρών,
εναντίον του Βακχίδου και εναντίον παντός εχθρού του έθνους μας.
Α Μακ. 9,30 νῦν οὖν σε
ᾑρετισάμεθα σήμερον τοῦ εἶναι ἀντ᾿
αὐτοῦ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα καὶ
ἡγούμενον τοῦ πολεμῆσαι τὸν πόλεμον ἡμῶν.
Α Μακ. 9,30 Σημερον λοιπόν σε εκλέγομεν άρχοντά μας αντ' αυτού και
στρατηγόν, δια να διεξαγάγης τους πολέμους μας”.
Α Μακ. 9,31 καὶ
ἐπεδέξατο Ἰωνάθαν ἐν τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ τὴν ἥγησιν καὶ ἀνέστη
ἀντὶ Ἰούδα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Α Μακ. 9,31 Ο Ιωνάθαν εδέχθη κατά τον καιρόν εκείνον την αρχηγίαν
και ανέλαβε την εξουσίαν αντί του Ιούδα του αδελφού του.
Ανταρτοπόλεμος στα ανατολικά σύνορα της Ιουδαίας
Α Μακ. 9,32 Καὶ ἔγνω
Βακχίδης καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι.
Α Μακ. 9,32 Ο Βακχίδης επληροφορήθη την εκλογήν αυτήν και επεζήτει
ευκαιρίαν νο φονεύση τον Ιωνάθαν.
Α Μακ. 9,33 καὶ ἔγνω
Ἰωνάθαν καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς
αὐτοῦ· καὶ πάντες οἱ μετ᾿
αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον
Θεκωὲ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ λάκκου
Ἀσφάρ.
Α Μακ. 9,33 Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Σιμων ο αδελφός του και όλοι,
όσοι ήσαν μαζή του, έμαθαν την απόφασιν αυτήν του Βακχίδου και κατέφυγαν εις
την έρημον Θεκωέ και εστρατοπέδευσαν πλησίον του ύδατος της δεξαμενής Ασφάρ.
Α Μακ. 9,34 καὶ ἔγνω
Βακχίδης τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἦλθεν
αὐτὸς καὶ πᾶν τὸ στράτευμα αὐτοῦ
πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
Α Μακ. 9,34 Ο Βακχίδης κατά κάποιον Σαββατον επληροφορήθη το
γεγονός αυτό και ήλθεν αυτός και όλος ο στρατός του πέραν από τον Ιορδάνην.
Α Μακ. 9,35 καὶ
ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ ἡγούμενον τοῦ ὄχλου καὶ παρεκάλεσε
τοὺς Ναβαταίους φίλους αὐτοῦ παραθέσθαι αὐτοῖς
τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν τὴν πολλήν.
Α Μακ. 9,35 Ο Ιωνάθαν έστειλε τον αδελφόν του ως αρχηγόν του λαού
και παρεκάλεσε τους Ναβαταίους φίλους του, να αναλάβουν υπό την προστασίαν
των τον πολύν άμαχον πληθυσμόν και τας πολλάς αποσκευάς των.
Α Μακ. 9,36 καὶ
ἐξῆλθον υἱοὶ Ἰαμβρὶ ἐκ Μηδαβὰ
καὶ συνέλαβον Ἰωάννην καὶ πάντα, ὅσα εἶχε,
καὶ ἀπῆλθον ἔχοντες.
Α Μακ. 9,36 Οι απόγονοι όμως του Ιαμβρί εξήλθον από την Μηδαβά,
συνέλαβαν και επήραν μαζή των τον Ιωάννην και όλα όσα είχε και απήλθον
αποκομίζοντες αυτούς.
Α Μακ. 9,37 μετὰ δὲ
τοὺς λόγους τούτους ἀπήγγειλαν τῷ Ἰωνάθαν καὶ
Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ὅτι οἱ
υἱοὶ Ἰαμβρὶ ποιοῦσι γάμον μέγαν καὶ
ἄγουσι τὴν νύμφην ἀπὸ Ναδαβάθ, θυγατέρα
ἑνὸς τῶν μεγάλων μεγιστάνων Χαναὰν μετὰ
παραπομπῆς μεγάλης.
Α Μακ. 9,37 Ολίγον χρόνον έπειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν
στον Ιωνάθαν και στον Σιμωνα τον αδελφόν του, ότι οι απόγονοι του Ιαμβρί
τελούν μεγαλοπρεπή γάμον με μεγάλην ακολουθίαν και πομπήν. Παίρνουν από
Ναβαβάθ ως νύμφην την θυγατέρα ενός από τους μεγάλους μεγιστάνας της Χαναάν.
Α Μακ. 9,38 καὶ
ἐμνήσθησαν Ἰωάννου τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἐκρύβησαν
ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ὄρους.
Α Μακ. 9,38 Τοτε οι αδελφοί Ιωνάθαν και Σιμων ενεθυμήθησαν τον
φονευθέντα από εκείνους αδελφόν των Ιωάννην, ανέβησαν και εκρύβησαν κάτω από
κάποιαν εξοχήν του όρους.
Α Μακ. 9,39 καὶ ᾖραν
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον
καὶ ἰδοὺ θροῦς καὶ ἀποσκευὴ πολλή,
καὶ ὁ νυμφίος ἐξῆλθε καὶ οἱ φίλοι
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
εἰς συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τυμπάνων καὶ
μουσικῶν καὶ ὅπλων πολλῶν.
Α Μακ. 9,39 Εσήκωσαν τα μάτια των και παρετήρησαν ότι ηκούετο
μεγάλη βοή όχλου πολλού. Εξήλθεν ο νυμφίος και οι φίλοι του και οι αδελφοί
του προς συνάντησιν της νύμφης με τύμπανα, με μουσικά όργανα και με πολλά
όπλα.
Α Μακ. 9,40 καὶ
ἐξανέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ
τοῦ ἐνέδρου οἱ περὶ τὸν Ἰωνάθαν καὶ
ἀπέκτειναν αὐτούς, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί,
καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον εἰς τὸ
ὄρος· καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκῦλα
αὐτῶν.
Α Μακ. 9,40 Τοτε ώρμησαν εναντίον αυτών από την ενέδραν των οι
περί τον Ιωνάθαν και τους εφόνευσαν. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που έπεσαν νεκροί,
ενώ οι άλλοι πανικόβλητοι έφυγαν στο όρος. Οι Ιουδαίοι επήραν όλα τα λάφυρά
των.
Α Μακ. 9,41 καὶ μετεστράφη
ὁ γάμος εἰς πένθος καὶ ἡ φωνὴ μουσικῶν
αὐτῶν εἰς θρῆνον.
Α Μακ. 9,41 Ετσι δε ο γάμος μετεβλήθη εις πένθος και αι χαρμόσυναι
αρμονίαι των μουσικών εις θρήνον.
Α Μακ. 9,42 καὶ
ἐξεδίκησαν τὴν ἐκδίκησιν αἵματος ἀδελφοῦ
αὐτῶν καὶ ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕλος
τοῦ Ἰορδάνου.
Α Μακ. 9,42 Αφού εξεδικήθησαν τον θάνατον του αδελφού των, ο
Ιωνάθαν και ο Σιμων επέστρεψαν στο έλος κοντά στον Ιορδάνην.
Α Μακ. 9,43 καὶ ἤκουσε
Βακχίδης καὶ ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων
ἕως τῶν κρηπίδων τοῦ Ἰορδάνου ἐν δυνάμει πολλῇ.
Α Μακ. 9,43 Ο Βακχίδης επληροφορήθη το γεγονός και κατά την ημέραν
του Σαββάτου ήλθε μέχρι της αποκρήμνου όχθης του Ιορδάνου με πολλήν δύναμιν.
Α Μακ. 9,44 καὶ εἶπεν
Ἰωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ·
ἀναστῶμεν νῦν καὶ πολεμήσωμεν ὑπὲρ
τῶν ψυχῶν ἡμῶν, οὐ γάρ ἐστι σήμερον
ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν·
Α Μακ. 9,44 Ο Ιωνάθαν είπεν στους άνδρας, που είχε μαζή του· “ας
σηκωθώμεν τώρα και ας πολεμήσωμεν δια την ζωήν μας, διότι η σημερινή ημέρα
δεν είναι, όπως η χθεσινή και η προχθεσινή.
Α Μακ. 9,45 ἰδοὺ
γὰρ ὁ πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν καὶ
ἐξόπισθεν ἡμῶν, τὸ δὲ ὕδωρ τοῦ
Ἰορδάνου ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἕλος
καὶ δρυμός, οὐκ ἔστι τόπος τοῦ
ἐκκλῖναι·
Α Μακ. 9,45 Ιδού ότι οι πολέμιοί μας ευρίσκονται εμπρός μας και
όπισθεν από ημάς. Το ύδωρ του Ιορδάνου είναι και από εδώ και από εκεί. Επίσης
και έλος και δάσος υπάρχει γύρω μας, και δεν φαίνεται από πουθενά τόπος, να
διαφύγωμεν και σωθώμεν.
Α Μακ. 9,46 νῦν οὖν
κεκράξατε εἰς οὐρανόν, ὅπως διασωθῆτε ἐκ
χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν.
Α Μακ. 9,46 Τωρα λοιπόν κραυγάσατε με δύναμιν προς τον Θεόν του
ουρανού, δια να βοηθήσή και διασωθήτε από τας χείρας των εχθρών σας”.
Α Μακ. 9,47 καὶ συνῆψεν
ὁ πόλεμος· καὶ ἐξέτεινεν Ἰωνάθαν τὴν
χεῖρα αὐτοῦ πατάξαι τὸν Βακχίδην, καὶ
ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὰ
ὀπίσω.
Α Μακ. 9,47 Η σύγκρουσις ήρχισεν. Ο Ιωνάθαν ήπλωσε το χέρι του να
κτυπήσή τον Βακχίδην αλλά εκείνος εξέκλινεν από αυτόν και ερρίφθη εις τα
οπίσω, δια να αποφύγή το κτύπημα.
Α Μακ. 9,48 καὶ
ἐνεπήδησεν Ἰωνάθαν καὶ οἱ μετ᾿
αὐτοῦ εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ διεκολύμβησαν
εἰς τὸ πέραν, καὶ οὐ διέβησαν ἐπ᾿
αὐτοὺς τὸν Ἰορδάνην.
Α Μακ. 9,48 Τοτε ο Ιωνάθαν μαζή με τους συντρόφους του επήδησεν
στον Ιορδάνην, εκολύμβησαν και έφθασαν εις την αντίπεραν όχθην. Οι Σύροι όμως
δεν διέβησαν τον Ιορδάνην, δια να τους καταδιώξουν.
Α Μακ. 9,49 καὶ διέπεσον
παρὰ Βακχίδου τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς
χιλίους ἄνδρας.
Α Μακ. 9,49 Κατά την ημέραν εκείνην έπεσαν από τον στρατόν του
Βακχίδου χίλιοι στρατιώται.
Θάνατος του Άλκιμου και οριστική αποχώρηση του Βακχίδου
Α Μακ. 9,50 καὶ
ἐπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ᾠκοδόμησαν
πόλεις ὀχυρὰς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, τὸ
ὀχύρωμα τὸ ἐν Ἱεριχὼ καὶ τὴν
Ἀμμαοὺς καὶ τὴν Βαιθωρὼν καὶ τὴν
Βαιθὴλ καὶ τὴν Θαμναθὰ Φαραθωνὶ καὶ
τὴν Τεφὼν ἐν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ πύλαις
καὶ μοχλοῖς·
Α Μακ. 9,50 Ο Βακχίδης έπειτα από το γεγονός αυτό επέστρεψεν εις
την Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησαν δε κατ' εντολήν του πόλεις οχυράς ανά την
Ιουδαίαν, το φρούριον το ευρισκόμενον πλησίον της Ιεριχούς, την Αμμαούς, την
Βαιθωρών, την Βαιθήλ, την Θαμναθά Φαραθωνί και την Τεφών ωχύρωσε με υψηλά
τείχη και με πύλας και μοχλούς.
Α Μακ. 9,51 καὶ ἔθετο
φρουρὰν ἐν αὐτοῖς τοῦ ἐχθραίνειν τῷ
Ἰσραήλ.
Α Μακ. 9,51 Εθεσεν εις αυτάς φρουράς στρατιωτών, δια να κάνουν
εχθροπραξίας κατά των Ιουδαίων.
Α Μακ. 9,52 καὶ ὠχύρωσε
τὴν πόλιν τὴν ἐν Βαιθσούρᾳ καὶ τὴν Γάζαρα
καὶ τὴν ἄκραν καὶ ἔθετο ἐν
αὐταῖς δυνάμεις καὶ παραθέσεις βρωμάτων.
Α Μακ. 9,52 Ωχύρωσεν επίσης την πόλιν Βαιθσούραν, την πόλιν Γαζαρα
και την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, και εγκατέστησεν εις αυτάς στρατεύματα και
μεγάλας αποθηκεύσεις τροφίμων.
Α Μακ. 9,53 καὶ ἔλαβε
τοὺς υἱοὺς τῶν ἡγουμένων τῆς χώρας
ὅμηρα καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῇ
ἄκρᾳ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν φυλακῇ.
Α Μακ. 9,53 Επήρεν ως ομήμους τα παιδιά των αρχηγών της χώρας, τα
οποία και έκλεισεν εις την φυλακήν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ.
Α Μακ. 9,54 Καὶ ἐν
ἔτει τρίτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ
ἑκατοστῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐπέταξεν
Ἄλκιμος καθαιρεῖν τὸ τεῖχος τῆς
αὐλῆς τῶν ἁγίων τῆς ἐσωτέρας·
καὶ καθεῖλε τὰ ἔργα τῶν προφητῶν
καὶ ἐνήρξατο τοῦ καθαιρεῖν.
Α Μακ. 9,54 Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν τρίτον έτος, τον
δεύτερον μήνα, ο Αλκιμος διέταξε να κρημνίσουν το τείχος της εσωτερικής αυλής
του ναού και έτσι κατέστρεψε τα έργα των προφητών. Ηρχισε η καταστροφή του
τείχους.
Α Μακ. 9,55 ἐν τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐπλήγη Ἄλκιμος καὶ
ἐνεποδίσθη τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ
ἀπεφράγη τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ παρελύθη καὶ
οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον καὶ
ἐντείλασθαι περὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ.
Α Μακ. 9,55 Κατά τον καιρόν όμως εκείνον ο Αλκιμος εκτυπήθη από
τον Θεόν και εμποδίσθη πλέον η συνέχεια των καταστρεπτικών του έργων. Το
στόμα του δηλαδή εφράγη, διότι προσεβλήθη από παραλυσίαν και δεν ημπορούσε να
είπη ούτε μίαν λέξιν. Δεν ήτο εις θέσιν να δώση ούτε μίαν εντολήν δια τον
οίκον του.
Α Μακ. 9,56 καὶ ἀπέθανεν
Ἄλκιμος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ μετὰ
βασάνου μεγάλης.
Α Μακ. 9,56 Ετσι δε απέθανεν ο Αλκιμος κατά τον καιρόν εκείνον εν
μέσω πολλών πόνων.
Α Μακ. 9,57 καὶ εἶδε
Βακχίδης ὅτι ἀπέθανεν Ἄλκιμος, καὶ ἀπέστρεψε
πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ
Ἰούδα ἔτη δύο.
Α Μακ. 9,57 Είδεν ο Βακχίδης ότι απέθανεν ο Αλκιμος και επέστρεψεν
εις την Αντιόχειαν προς τον βασιλέα, η δε χώρα της Ιουδαίας ησύχασεν επί δύο
έτη.
Α Μακ. 9,58 Καὶ
ἐβουλεύσαντο πάντες οἱ ἄνομοι λέγοντες·
ἰδοὺ Ἰωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿
αὐτοῦ ἐν ἡσυχίᾳ κατοικοῦσι
πεποιθότες· νῦν οὖν ἄξομεν τὸν Βακχίδην,
καὶ συλλήψεται αὐτοὺς πάντας ἐν νυκτὶ
μιᾷ.
Α Μακ. 9,58 Τοτε όλοι οι παράνομοι Ιουδαίοι συνήλθον εις σύσκεψιν
και είπαν· “ιδού, ο Ιωνάθαν και οι οπαδοί του ζουν εν ειρήνή με την
πεποίθησιν ότι ευρίσκονται εν ασφαλεία. Τωρα, λοιπόν, είναι καιρός να φέρωμεν
τον Βακχίδην και να τους συλλάβη όλους κατά το διάστημα μιας και μόνης
νυκτός”.
Α Μακ. 9,59 καὶ πορευθέντες
συνεβουλεύσαντο αὐτῷ.
Α Μακ. 9,59 Επήγαν, ανεκοίνωσαν στον Βακχίδην το σχέδιόν των και
τον συνεβουλεύθησαν.
Α Μακ. 9,60 καὶ
ἀπῇρε τοῦ ἐλθεῖν μετὰ δυνάμεως
πολλῆς καὶ ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς λάθρᾳ
πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτοῦ τοῖς ἐν
τῇ Ἰουδαίᾳ, ὅπως συλλάβωσι τὸν Ἰωνάθαν
καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐκ
ἐδύναντο, ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἡ
βουλὴ αὐτῶν.
Α Μακ. 9,60 Εκείνος πράγματι εσηκώθη και με στρατιωτικήν δύναμιν
πολλήν ήλθε και έστειλε κρυφίως γράμματα προς όλους τους συμμάχους του, που
ευρίσκοντο εις την Ιουδαίαν, να συλλάβουν αιφνιδίως τον Ιωνάθαν και τους
οπαδούς του. Αλλά δεν επέτυχαν να φέρουν εις πέρας το πονηρόν των σχέδιον,
διότι αυτό περιήλθεν εις γνώσιν των οπαδών του Ιωνάθαν.
Α Μακ. 9,61 καὶ συνέλαβον
ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῆς χώρας τῶν
ἀρχηγῶν τῆς κακίας εἰς πεντήκοντα ἄνδρας
καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς.
Α Μακ. 9,61 Αυτοί μάλιστα και συνέλαβαν από τους κατοίκους της
χώρας και από τους αρχηγούς αυτής της πονηρίας πεντήκοντα άνδρας και τους
εφόνευσαν.
Α Μακ. 9,62 καὶ
ἐξεχώρησεν Ἰωνάθαν καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿
αὐτοῦ εἰς Βαιθβασὶ τὴν ἐν τῇ
ἐρήμῳ καὶ ᾠκοδόμησε τὰ καθῃρημένα
αὐτῆς, καὶ ἐστερέωσαν αὐτήν.
Α Μακ. 9,62 Επειτα ο Ιωνάθαν μαζή με τον Σιμωνα και με εκείνους,
που ήσαν μαζή των, ανεχώρησαν και μετέβησαν εις Βαιθβασί, η οποία ευρίσκετο
εις την έρημον. Ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα οικήματα και τα τείχη της και
την ωχύρωσαν.
Α Μακ. 9,63 καὶ ἔγνω
Βακχίδης καὶ συνήγαγε πᾶν τὸ πλῆθος αὐτοῦ
καὶ τοῖς ἐκ τῆς Ἰουδαίας παρήγγειλε·
Α Μακ. 9,63 Ο Βακχίδης επληροφορήθη τούτο και συνεκέντρωσεν όλον
το πλήθος του στρατού του, παρήγγειλε δε και στους φιλικώς προς αυτόν
διακειμένους Ιουδαίους να τον βοηθήσουν.
Α Μακ. 9,64 καὶ
ἐλθὼν παρενέβαλεν ἐπὶ Βαιθβασὶ καὶ
ἐπολέμησεν αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ
ἐποίησε μηχανάς.
Α Μακ. 9,64 Ηλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Βαιθβασί,
επολέμησεν εναντίον αυτής επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησε δε και
πολιορκητικάς μηχανάς.
Α Μακ. 9,65 καὶ ἀπέλιπεν
Ἰωνάθαν Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν
τῇ πόλει καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν χώραν
καὶ ἐξῆλθεν ἐν ἀριθμῷ.
Α Μακ. 9,65 Ο Ιωνάθαν αφήκεν εις την πόλιν τον αδελφόν του τον
Σιμωνα και αυτός εξήλθεν εις την ύπαιθρον χώραν με μετρημένους ολίγους
άνδρας.
Α Μακ. 9,66 καὶ ἐπάταξεν
Ὁδομηρὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς Φασιρὼν
ἐν τῷ σκηνώματι αὐτῶν, καὶ ἐξήρξατο
τύπτειν καὶ ἀναβαίνειν ἐν ταῖς δυνάμεσι.
Α Μακ. 9,66 Εκτύπησε τον Οδομηρά και τους αδελφούς του, όπως
επίσης και τους υιούς Φασιρών εις τας σκηνάς των. Κατόπιν με αξιολόγους
δυνάμεις ήρχισε να κτυπά τους Συρους και να προελαύνη με τας δυνάμeiw του.
Α Μακ. 9,67 καὶ Σίμων καὶ
οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον ἐκ τῆς
πόλεως καὶ ἐνεπύρισαν τὰς μηχανάς·
Α Μακ. 9,67 Αλλά και ο Σιμων μαζή με τους ιδικούς του άνδρας
έκαναν εξορμήσεις από την πόλιν και έκαψαν τας πολιορκητικάς μηχανάς των
εχθρών.
Α Μακ. 9,68 καὶ
ἐπολέμησαν πρὸς τὸν Βακχίδην, καὶ συνετρίβη
ὑπ᾿ αὐτῶν. καὶ ἔθλιβον αὐτὸν
σφόδρα, ὅτι ἦν ἡ βουλὴ αὐτοῦ καὶ
ἡ ἔφοδος αὐτοῦ κενή.
Α Μακ. 9,68 Ολοι δε αυτοί εντός και εκτός της πόλεως Ιουδαίοι
κατεπολέμησαν τον Βακχίδην, ο οποίος και συνετρίβη από αυτούς. Τον έφεραν εις
πολύ δύσκολον θέσιν, διότι είδε πλέον ότι το σχέδιόν του και η εξόρμηοίς του
έπεσαν στο κενόν.
Α Μακ. 9,69 καὶ ὠργίσθη
θυμῷ τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀνόμοις τοῖς
συμβουλεύσασιν αὐτῷ ἐλθεῖν εἰς τὴν χώραν
καὶ ἀπέκτειναν ἐξ αὐτῶν πολλοὺς καὶ
ἐβουλεύσατο τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν
γῆν αὐτοῦ.
Α Μακ. 9,69 Ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον των παρανόμων
Ιουδαίων, που τον είχαν συμβουλεύσει να έλθη εις την χώραν των και εφόνευσε
πολλούς από αυτούς. Επήρε δε την απόφασιν να επιστρέψη εις την χώραν του, την
Αντιόχειαν.
Α Μακ. 9,70 καὶ ἐπέγνω
Ἰωνάθαν καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις
τοῦ συνθέσθαι πρὸς αὐτὸν εἰρήνην καὶ
ἀποδοῦναι αὐτοῖς τὴν αἰχμαλωσίαν.
Α Μακ. 9,70 Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τας αποφάσεις αυτάς του
Βακχίδου και έστειλε προς αυτόν πρέσβεις να συνάψουν ειρήνην μεταξύ των και
να αποδώση εκείνος εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους.
Α Μακ. 9,71 καὶ
ἀπεδέξατο καὶ ἐποίησε κατὰ τοὺς λόγους
αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ μὴ
ἐκζητῆσαι αὐτῷ κακὸν πάσας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ·
Α Μακ. 9,71 Ο Βακχίδης εδέχθη ευμενώς τους πρέσβεις και έπραξε
σύμφωνα με τας προτάσστου Ιωνάθαν. Υπεσχεθη δι' όρκου στον Ιωνάθαν, ποτέ
άλλοτε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του να μη επιζητήση να πράξη κακόν
εναντίον της ζωής του.
Α Μακ. 9,72 καὶ ἀπέδωκεν
αὐτῷ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν ᾐχμαλώτευσε
τὸ πρότερον ἐκ γῆς Ἰούδα, καὶ ἀποστρέψας
ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ
οὐ προσέθετο ἔτι ἐλθεῖν εἰς τὰ ὅρια
αὐτῶν.
Α Μακ. 9,72 Παρέδωσεν εις αυτόν τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει
προηγουμένως από την Ιουδαίαν, έπειτα δε επέστρεψε και επανήλθεν εις την
χώραν του. Και δεν επήρε πλέον την απόφασιν και την τόλμην να επανέλθη εις τα
όρια της Ιουδαίας.
Α Μακ. 9,73 καὶ κατέπαυσε
ῥομφαία ἐξ Ἰσραήλ· καὶ ᾤκησεν
Ἰωνάθαν ἐν Μαχμάς. καὶ ἤρξατο Ἰωνάθαν κρίνειν
τὸν λαὸν καὶ ἠφάνισε τοὺς ἀσεβεῖς
ἐξ Ἰσραήλ.
Α Μακ. 9,73 Ετσι δε εσταμάτησεν η ρομφαία να πλήττη και να αφανίζη
τους Ιουδαίους. Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη εις Μαχμάς, και ήρχισε να διοική με
ειρήνην τον λαόν. Εξηφάνισε δε όλους τους ασεβείς Ιουδαίους εκ μέσου του
ισραηλιτικού λαού.
|