ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 6-9

 

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Δ'  

ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Ε'

                               Το τέλος του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς και ο διάδοχός του Αντίοχος Ε’

Α Μακ. 6,1         Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας καὶ ἤκουσεν ὅτι ἐστὶν Ἐλυμαΐς ἐν τῇ Περσίδι πόλις ἔνδοξος πλούτῳ ἀργυρίῳ τε καὶ χρυσίῳ·

Α Μακ. 6,1                Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς Αντίοχος βαδίζων εις την Περσίαν, επέρασε τας ορεινάς επαρχίας και επληροφορήθη, ότι υπάρχει εις την Περσίαν μία πόλις ονόματι Ελυμαΐς, η οποία είναι ονομαστή δια τον πολύν αυτής πλούτον εις χρυσόν και εις άργυρον·

Α Μακ. 6,2         καὶ τὸ ἱερὸν τὸ ἐν αὐτῇ πλούσιον σφόδρα, καὶ ἐκεῖ καλύμματα χρυσᾶ καὶ θώρακες καὶ ὅπλα, ἃ κατέλιπεν ἐκεῖ Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου βασιλεὺς ὁ Μακεδών, ὃς ἐβασίλευσε πρῶτος ἐν τοῖς Ἕλλησι.

Α Μακ. 6,2               ότι ο ναός της πόλεως αυτής ήτο πολύ πλούσιος και ότι υπήρχον εκεί όπλα χρυσά και θώρακες και αλλά πολύτιμα όπλα, τα οποία είχεν αφήσει εκεί ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο υιός του Φιλίππου, ο οποίος πρώτος είχε βασιλεύσει επί όλων των Ελλήνων.

Α Μακ. 6,3         καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καταλαβέσθαι τὴν πόλιν καὶ προνομεῦσαι αὐτήν, καὶ οὐκ ἠδυνάσθη, ὅτι ἐγνώσθη ὁ λόγος τοῖς ἐκ τῆς πόλεως,

Α Μακ. 6,3               Μετέβη λοιπόν εκεί και επιχειρούσε να καταλάβη την πόλιν, δια να την λεηλατήση, αλλά δεν ημπόρεσε, διότι έγινε γνωστόν το σχέδιόν του στους κατοίκους.

Α Μακ. 6,4         καὶ ἀντέστησαν αὐτῷ εἰς πόλεμον, καὶ ἔφυγε καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν μετὰ λύπης μεγάλης ἀποστρέψαι εἰς Βαβυλῶνα.

Α Μακ. 6,4               Εκείνοι εξήλθαν εις πόλεμον εναντίον του, αντεστάθησαν με γενναιότητα, ο δε Αντίοχος ετράπη εις φυγήν και μετά μεγάλης του λύπης απεχώρησεν από εκεί, δια να στραφή προς την Βαβυλώνα.

Α Μακ. 6,5         καὶ ἦλθεν ἀπαγγέλλων τις αὐτῷ εἰς τὴν Περσίδα ὅτι τετρόπωνται αἱ παρεμβολαὶ αἱ πορευθεῖσαι εἰς γῆν Ἰούδα,

Α Μακ. 6,5               Οταν ευρίσκετο εις την Περσίαν, ήλθε προς αυτόν ένας αγγελιαφόρος και του ανήγγειλεν, ότι τα στρατεύματά του, τα οποία είχαν βαδίσει εναντίον της Ιουδαίας κατετροπώθησαν.

Α Μακ. 6,6         καὶ ἐπορεύθη Λυσίας δυνάμει ἰσχυρᾷ ἐν πρώτοις καὶ ἐνετράπη ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ ἐπίσχυσαν ὅπλοις καὶ δυνάμει καὶ σκύλοις πολλοῖς, οἷς ἔλαβον ἀπὸ τῶν παρεμβολῶν, ὧν ἐξέκοψαν,

Α Μακ. 6,6               Του ανήγγειλεν, ότι ο Λυσίας, ο οποίος πρώτος είχε βαδίσει με ισχυρόν στρατόν εναντίον των Ιουδαίων, κατετροπώθη από αυτούς, οι δε Ιουδαίοι ενίσχυσαν την δύναμίν των με όπλα και στρατιώτας και με πολλά λάφυρα, τα οποία επήραν από τους Συρους στρατιώτας, που είχαν κατακόψει.

Α Μακ. 6,7         καὶ καθεῖλον τὸ βδέλυγμα, ὃ ᾠκοδόμησεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸ ἁγίασμα καθὼς τὸ πρότερον ἐκύκλωσαν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ τὴν Βαιθσούραν πόλιν αὐτοῦ.

Α Μακ. 6,7               Του ανήγγειλαν επίσης ότι οι Ιουδαίοι εκρήμνισαν τον βδελυρόν ειδωλολατρικόν βωμόν, τον οποίον ο Αντίοχος είχε κτίσει επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων εις Ιερουσαλήμ. Και ότι επίσης περιετείχισαν με υψηλά οχυρά τείχη τον ναόν των και τον κατέστησαν οχυρόν, όπως ήτο τον παλαιότερον καιρόν. Το αυτό έκαμαν και δια μίαν ιδικήν του πόλιν, την Βαιθσούραν.

Α Μακ. 6,8         καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ἐθαμβήθη καὶ ἐσαλεύθη σφόδρα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κοίτην καὶ ἐνέπεσεν εἰς ἀῤῥωστίαν ἀπὸ τῆς λύπης, ὅτι οὐκ ἐγένετο αὐτῷ καθὼς ἐνεθυμεῖτο.

Α Μακ. 6,8               Οταν ο βασιλεύς ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς, εκυριεύθη από οδυνηράν κατάπληξιν και περιέπεσεν εις μεγάλην ταραχήν. Ερρίφθη εις την κλίνην του και ησθένησε βαρέως από την πολλήν του λύπην, επειδή τα πράγματα δεν έγιναν, όπως αυτός επιθυμούσε.

Α Μακ. 6,9         καὶ ἦν ἐκεῖ ἡμέρας πλείους, ὅτι ἀνεκαινίσθη ἐπ᾿ αὐτὸν λύπη μεγάλη, καὶ ἐλογίσατο ὅτι ἀποθνήσκει.

Α Μακ. 6,9               Εμεινε κλινήρης εκεί επί πολλάς ημέρας βυθιζόμενος ολονέν και περισσότερον εις μεγαλυτέραν μελαγχολίαν. Οταν αντελήφθη ότι επρόκειτο μετ' ολίγον να αποθάνη,

Α Μακ. 6,10       καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀφίσταται ὁ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ συμπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης,

Α Μακ. 6,10             προσεκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους είπε· “Ο ύπνος έχει πλέον φύγει από τα μάτια μου, η καρδιά μου έχει διαβρωθή από την μεγάλην λύπην.

Α Μακ. 6,11       καὶ εἶπα τῇ καρδίᾳ μου· ἕως τίνος θλίψεως ἦλθον καὶ κλύδωνος μεγάλου, ἐν ᾧ νῦν εἰμι; ὅτι χρηστὸς καὶ ἀγαπώμενος ἤμην ἐν τῇ ἐξουσίᾳ μου,

Α Μακ. 6,11              Εσκέφθην μόνος μου και είπα· Εις πόσον μεγάλον βαθμόν θλίψεως έχω περιέλθει; Εις ποίαν φοβεράν τρικυμίαν ταραχής περιδινούμαι; Εγώ ο οποίος, όταν εβασίλευα, ήμην τόσον καλός και αγαπώμενος.

Α Μακ. 6,12       νῦν δὲ μιμνήσκομαι τῶν κακῶν, ὧν ἐποίησα ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ ἐξαπέστειλα ἐξᾶραι τοὺς κατοικοῦντας Ἰούδα διακενῆς.

Α Μακ. 6,12             Συλλογίζομαι την αιτίαν, ενθυμούμαι τώρα τα κακά, τα οποία έκαμα εναντίον της Ιερουσαλήμ, όταν επήρα όλα τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη της, που υπήρχαν εις αυτήν, και όταν έστειλα στρατόν να εξολοθρεύση τους κατοίκους της Ιουδαίας, χωρίς να υπάρχη κανείς λόγος.

Α Μακ. 6,13       ἔγνων οὖν ὅτι χάριν τούτων εὗρόν με τὰ κακὰ ταῦτα· καὶ ἰδοὺ ἀπόλλυμαι λύπῃ μεγάλῃ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ.

Α Μακ. 6,13              Αναγνωρίζω, λοιπόν, ότι ένεκα της διαγωγής μου αυτής επέπεσαν εις εμέ όλα αυτά τα κακά. Και ιδού εγώ αποθνήσκω κυριευμένος από μεγάλην λύπην εις ξένην χώραν”.

Α Μακ. 6,14       καὶ ἐκάλεσε Φίλιππον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ·

Α Μακ. 6,14             Εν συνεχεία ο βασιλεύς εκάλεσεν ένα από τους στενούς του φίλους, τον Φιλιππον, και εγκατέστησεν αυτόν άρχοντα, αντιβασιλέα εις ολόκληρον το βασίλειόν του.

Α Μακ. 6,15       καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ τὸν δακτύλιον τοῦ ἀγαγεῖν Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐκθρέψαι αὐτὸν τοῦ βασιλεύειν.

Α Μακ. 6,15              Του έδωκε το βασιλικόν του διάδημα και την βασιλικήν του στολήν και το βασιλικόν του δακτυλίδι με την υποχρέωσιν να παιδαγωγήση και μορφώση τον υιόν του, τον Αντίοχον, ώστε να καταστή εκείνος άξιος να αναλάβη δραδύτερον την βασιλείαν.

Α Μακ. 6,16       καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς ἔτους ἐνάτου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ.

Α Μακ. 6,16             Ο Αντίοχος, ο βασιλεύς, απέθανεν εκεί κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έννατον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών.

Α Μακ. 6,17       καὶ ἐπέγνω Λυσίας ὅτι τέθνηκεν ὁ βασιλεύς, καὶ κατέστησε βασιλεύειν Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὃν ἐξέθρεψε νεώτερον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Εὐπάτορα.

Α Μακ. 6,17              Ο Λυσίας έμαθεν, ότι απέθανεν ο βασιλεύς και ότι ώρισε διάδοχόν του εις την βασιλείαν τον υιόν του τον Αντίοχον, τον οποίον από νεαράς ακόμη ηλικίας είχεν αναθρέψει και διαπαιδαγωγήσει και του είχε δώσει το όνομα Ευπάτωρ.

 

                                 Ο Ιούδας πολιορκεί την Ιερουσαλήμ

Α Μακ. 6,18       Καὶ οἱ ἐκ τῆς ἄκρας ἦσαν συγκλείοντες τὸν Ἰσραὴλ κύκλῳ τῶν ἁγίων καὶ ζητοῦντες τὰ κακὰ δι᾿ ὅλου καὶ στήριγμα τοῖς ἔθνεσι.

Α Μακ. 6,18             Οι Συροι στρατιώται, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, συνέκλειαν ενοχλητικώς γύρω από τον ναόν τους Ισραηλίτας, επιζητούσαν δε να παραβλάπτουν τον ιερόν ναόν και γενικώς η ακρόπολις αυτή ήτο στήριγμα εξορμήσεως των ειδωλολατρικών εθνών εναντίον του ναού.

Α Μακ. 6,19       καὶ ἐλογίσατο Ἰούδας ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ ἐξεκκλησίασε πάντα τὸν λαὸν τοῦ περικαθίσαι ἐπ᾿ αὐτούς·

Α Μακ. 6,19             Ο Ιούδας απεφάσισε να εξολοθρεύση τους άνδρας της φρουράς αυτής. Προς τούτο συνεκέντρωσε όλον τον λαόν, δια να περικυκλώση την ακρόπολιν.

Α Μακ. 6,20       καὶ συνήχθησαν ἅμα καὶ περιεκάθισαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔτους πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτοὺς βελοστάσεις καὶ μηχανάς.

Α Μακ. 6,20             Πράγματι συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται και περιεκύκλωσαν τους άνδρας της ακροπόλεως κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Εχρησιμοποίησαν εναντίον αυτών μηχανάς εκτοξεύσεως των βελών, όπως και άλλας πολιορκητικάς μηχανάς.

Α Μακ. 6,21       καὶ ἐξῆλθον ἐξ αὐτῶν ἐκ τοῦ συγκλεισμοῦ, καὶ ἐκολλήθησαν αὐτοῖς τινες τῶν ἀσεβῶν ἐξ Ἰσραήλ,

Α Μακ. 6,21             Κατά το διάστημα όμως της πολιορκίας διέσπασαν τον κλοιόν μερικοί εξωμόται Ισραηλίται, οι οποίοι είχαν προσκολληθή στους Συρους στρατιώτας.

Α Μακ. 6,22       καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπον· ἕως πότε οὐ ποιήσῃ κρίσιν καὶ ἐκδικήσεις τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν;

Α Μακ. 6,22             Αυτοί μετέβησαν προς τον βασιλέα των Συρων και του είπαν· “έως πότε συ θα αναβάλλης να κάμης δικαίαν κρίσιν και να τιμωρήσης τους ομοεθνείς μας αδελφούς Ισραηλίτας;

Α Μακ. 6,23       ἡμεῖς εὐδοκοῦμεν δουλεύειν τῷ πατρί σου καὶ πορεύεσθαι τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ λεγομένοις καὶ κατακολουθεῖν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ.

Α Μακ. 6,23             Ημείς έχομεν ολοψύχως συγκατατεθή να δουλεύωμεν στον πατέρα σου, να βαδίζωμεν σύμφωνα όσα αυτός διατάσσει και να ακολουθώμεν πιστώς τας εντολάς του.

Α Μακ. 6,24       καὶ περικάθηνται εἰς τὴν ἄκραν υἱοὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν χάριν τούτου καὶ ἀλλοτριοῦνται ἀφ᾿ ἡμῶν· πλὴν ὅσοι εὑρίσκοντο ἀφ᾿ ἡμῶν ἐθανατοῦντο καὶ αἱ κληρονομίαι ἡμῶν διηρπάζοντο.

Α Μακ. 6,24             Ακριβώς ένεκα τούτου οι Ισραηλίται μας θεωρούν ξένους πλέον και εχθρούς των και έχουν πολιορκήσει την ακρόπολιν. Οσοι δε από ημάς περιέρχονται εις τα χέρια των, φονεύονται, αι δε περιουσίαι μας λεηλατούνται από αυτούς.

Α Μακ. 6,25       καὶ οὐκ ἐφ᾿ ἡμᾶς μόνον ἐξέτειναν χεῖρα, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῶν·

Α Μακ. 6,25             Και δεν άπλωσαν μόνον εναντίον ημών τα χέρια των, αλλά και εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ευρίσκονται πλησίον της Ιουδαίας.

Α Μακ. 6,26       καὶ ἰδοὺ παρεμβεβλήκασι σήμερον ἐπὶ τὴν ἄκραν ἐν Ἱερουσαλὴμ τοῦ καταλαβέσθαι αὐτήν· καὶ τὸ ἁγίασμα καὶ τὴν Βαιθσούραν ὠχύρωσαν,

Α Μακ. 6,26             Και ιδού ότι σήμερον έχουν στρατοπεδεύσει και πολιορκούν την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, δια να την καταλάβουν. Τον δε ιερόν ναόν των και την πόλιν Βαιθσούραν έχουν οχυρώσει.

Α Μακ. 6,27       καὶ ἐὰν μὴ προκαταλάβῃ αὐτοὺς διὰ τάχους, μείζονα τούτων ποιήσουσι, καὶ ἰδοὺ δυνήσῃ τοῦ κατασχεῖν αὐτῶν.

Α Μακ. 6,27             Εάν δεν σπεύσης όσον το δυνατόν ταχύτερον να τους προλάβης, αυτοί θα κάμουν περισσότερα κακά και συ δεν θα ημπορέσης πλέον να τους καταβάλης”.

 

                              Ο Αντίοχος Ε’ με στρατό κατά της Ιουδαίας

Α Μακ. 6,28       Καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὅτε ἤκουσε, καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως αὐτοῦ καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν ἡνιῶν·

Α Μακ. 6,28             Οταν ο βασιλεύς ήκουσεν αυτά, ωργίσθη και εκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους στρατηγούς του στρατού του και τους αρχηγούς του ιππικού του.

Α Μακ. 6,29       καὶ ἀπὸ βασιλειῶν ἑτέρων καὶ ἀπὸ νήσων θαλασσῶν ἦλθον πρὸς αὐτὸν δυνάμεις μισθωταί.

Α Μακ. 6,29             Ακόμη δέ, υπήκουσαν εις την πρόσκλησίν του και ήλθον προς αυτόν και στρατεύματα μισθοφορικά από άλλα βασίλεια και από τας νήσους της Μεσογείου Θαλάσσης.

Α Μακ. 6,30       καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ἑκατὸν χιλιάδες τῶν πεζῶν καὶ εἴκοσι χιλιάδες ἵππων καὶ ἐλέφαντες δύο καὶ τριάκοντα εἰδότες πόλεμον.

Α Μακ. 6,30             Ο αριθμός δε όλων αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων ήτο εκατόν χιλιάδες πεζοί, είκοσι χιλιάδες ιππείς και τριάκοντα δύο ελέφαντες γυμνασμένοι προς πόλεμον.

Α Μακ. 6,31       καὶ ἤλθοσαν διὰ τῆς Ἰδουμαίας καὶ παρενεβάλοσαν ἐπὶ Βαιθσούραν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησαν μηχανάς· καὶ ἐξῆλθον καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὰς ἐν πυρὶ καὶ ἐπολέμησαν ἀνδρωδῶς.

Α Μακ. 6,31              Ολος αυτός ο στρατός δια μέσου της Ιδουμαίας ήλθε και εστρατοπέδευσεν απέναντι από την Βαιθσούραν. Επολέμησαν επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησαν δε και πολεμικάς μηχανάς, αλλά οι Ιουδαίοι γενναίως επολέμησαν, εξήλθαν από το στρατόπεδόν των και παρέδωσαν στο πυρ τας πολεμικάς μηχανάς εκείνων.

Α Μακ. 6,32       καὶ ἀπῇρεν Ἰούδας ἀπὸ τῆς ἄκρας καὶ παρενέβαλεν εἰς Βαιθζαχαρία ἀπέναντι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 6,32             Τοτε ο Ιούδας έλυσε την πολιορκίαν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθζαχαρίαν απέναντι από τον στρατόν του βασιλέως.

Α Μακ. 6,33       καὶ ὤρθρισεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρωΐ καὶ ἀπῇρε τὴν παρεμβολὴν ἐν ὁρμήματι αὐτῆς κατὰ τὴν ὁδὸν Βαιθζαχαρία, καὶ διεσκευάσθησαν αἱ δυνάμεις εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι.

Α Μακ. 6,33             Ο βασιλεύς εσηκώθη λίαν πρωϊ και ωδήγησεν εσπευσμένως τον στρατόν του εις την οδόν προς Βαιθζαχαρίαν, όπου και παρέταξε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις δια την μάχην. Αντήχησαν προς τούτο αι πολεμικαί, σάλπιγγες.

Α Μακ. 6,34       καὶ τοῖς ἐλέφασιν ἔδειξαν αἷμα σταφυλῆς καὶ μόρων τοῦ παραστῆσαι αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον.

Α Μακ. 6,34             Δια να εξερεθίσουν δε τους ελέφαντας προς μάχην παρουσίασαν προ των οφθαλμών των κόκκινο κρασί από σταφύλια και βατόμουρα.

Α Μακ. 6,35       καὶ διεῖλον τὰ θηρία εἰς τὰς φάλαγγας καὶ παρέστησαν ἑκάστῳ ἐλέφαντι χιλίους ἄνδρας τεθωρακισμένους ἐν ἁλυσιδωτοῖς, καὶ περικεφαλαῖαι χαλκαῖ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὐτῶν, καὶ πεντακόσιοι ἵπποι διατεταγμένοι ἑκάστῳ θηρίῳ ἐκλελεγμένοι·

Α Μακ. 6,35             Διεμοίρασαν δε και ετοποθέτησαν τα θηρία αυτά εις διαφόρους θέσεις των στρατιωτιών παρατάξεων. Καθε ελέφαντα τον ακολουθούσαν χίλιοι άνδρες, οι οποίοι εφορούσαν θώρακας λεπιδωτούς και εις τας κεφαλάς των έφερον κράνη χαλκά. Πλησίον δε εις κάθε θηρίον είχον παραταχθή και πεντακόσιοι εκλεκτοί ιππείς.

Α Μακ. 6,36       οὗτοι πρὸ καιροῦ, οὗ ἐὰν ἦν τὸ θηρίον ἦσαν καὶ οὗ ἐὰν ἐπορεύετο ἐπορεύοντο ἅμα, οὐκ ἀφίσταντο ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Α Μακ. 6,36             Αυτοί οι ιππείς είχον συνηθίσει τους ίππους των να πηγαίνουν παντού, όπου επήγαινε το θηρίον. Εκεί δηλαδή, όπου επήγαινεν ο ελέφας, επήγαιναν και οι ιππείς μαζή του, και ποτέ δεν απεμακρύνοντο από αυτόν.

Α Μακ. 6,37       καὶ πύργοι ξύλινοι ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀχυροὶ σκεπαζόμενοι ἐφ᾿ ἑκάστου θηρίου ἐζωσμένοι ἐπ᾿ αὐτοῦ μηχαναῖς, καὶ ἐφ᾿ ἑκάστου ἄνδρες δυνάμεως δύο καὶ τριάκοντα οἱ πολεμοῦντες ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ὁ Ἰνδὸς αὐτοῦ.

Α Μακ. 6,37             Επάνω στον κάθε ελέφαντα δεμένος με ισχυρά λουριά υπήρχεν ένας εστεγασμένος ξύλινος οχυρός πύργος. Εις κάθε δε πύργον ευρίσκοντο τριάκοντα δύο εμπειροπόλεμοι στρατιώται, όπως επίσης μεταξύ αυτών και ο Ινδός οδηγός του ελέφαντος.

Α Μακ. 6,38       καὶ τὴν ἐπίλοιπον ἵππον ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἔστησαν ἐπὶ τὰ δύο μέρη τῆς παρεμβολῆς κατασείοντες καὶ καταφρασσόμενοι ἐν ταῖς φάραγξιν.

Α Μακ. 6,38             Η υπόλοιπος δύναμις του ιππικού είχε τοποθετηθή εκατέρωθεν της στρατιωτικής παρατάξεως, δια να δίδουν σήματα δράσεως στους επιτιθεμένους και να ασφαλίζουν εκ των πλευρών τας φάλαγγας του στρατεύματος.

Α Μακ. 6,39       ὡς δὲ ἔστιλβεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας, ἔστιλβε τὰ ὄρη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ κατηύγαζεν ὡς λαμπάδες πυρός.

Α Μακ. 6,39             Καθώς δε ελαμποκοπούσαν και αντανεκλώντο αι ακτίνες του ηλίου επάνω εις τας χρυσάς και χαλκίνας ασπίδας, όλα τα γύρω βουνά έλαμπαν και εφώτιζαν ως εάν ήσαν λαμπάδες πυρός.

Α Μακ. 6,40       καὶ ἐξετάθη μέρος τι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ὄρη καί τινες ἐπὶ τὰ ταπεινά· καὶ ἤρχοντο ἀσφαλῶς καὶ τεταγμένως.

Α Μακ. 6,40             Ενα τμήμα της στρατιωτικής δυνάμεως του βασιλέως ανεπτύχθη εις τα υψηλά εκεί όρη. Εν ένα άλλο τμήμα επροχώρει εις τας πεδιάδας. Επροχωρούσαν δε με βήμα ασφαλές και συντεταγμένοι καλώς.

Α Μακ. 6,41       καὶ ἐσαλεύοντο πάντες οἱ ἀκούοντες φωνῆς πλήθους αὐτῶν καὶ ὁδοιπορίας τοῦ πλήθους καὶ συγκρουσμοῦ τῶν ὅπλων· ἦν γὰρ ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα καὶ ἰσχυρά.

Α Μακ. 6,41             Κατελήφθησαν από ταραχήν όλοι όσοι ήκουαν την φωνήν του πλήθους αυτού και τον θόρυβον του πεζοπορούντος στρατού και τον κρότον των συγκρουομένων όπλων. Διότι ήτο πράγματι ο στρατός αυτός πάρα πολύς εις αριθμόν και εις δύναμιν.

Α Μακ. 6,42       καὶ ἤγγισεν Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς παράταξιν, καὶ ἔπεσον ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἑξακόσιοι ἄνδρες.

Α Μακ. 6,42             Ο Ιούδας επροχώρησε με τον στρατόν του συντεταγμένον δια την μάχην. Κατά την πρώτην σύγκρουσιν έπεσαν από τον στρατόν του βασιλέως εξακόσιοι άνδρες.

Α Μακ. 6,43       καὶ εἶδεν Ἐλεάζαρ ὁ Αὐαρὰν ἓν τῶν θηρίων τεθωρακισμένον θώρακι βασιλικῷ, καὶ ἦν ὑπεράγον πάντα τὰ θηρία, καὶ ᾠήθη ὅτι ἐν αὐτῷ ἐστιν ὁ βασιλεύς.

Α Μακ. 6,43             Ενας γενναίος ανήρ από τον στρατόν του Ιούδα, ο Ελεάζαρ ο επονομαζόμενος Αυαράν, είδεν ένα από τους ελέφαντας σκεπασμένον με βασιλικήν ιπποσκευήν και ο οποίος κατά το ύψος υπερείχεν από όλους τους άλλους ελέφαντας. Ενόμισεν ότι εκεί ασφαλώς θα ευρίσκετο ο βασιλεύς.

Α Μακ. 6,44       καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τοῦ σῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ περιποιῆσαι ἑαυτῷ ὄνομα αἰώνιον·

Α Μακ. 6,44             Απεφάσισε, λοιπόν, να θυσιασθή αυτός, δια να σώση τον λαόν του και να αποκτήση όνομα αθάνατον.

Α Μακ. 6,45       καὶ ἐπέδραμεν αὐτῷ θράσει εἰς μέσον τῆς φάλαγγος καὶ ἐθανάτου δεξιὰ καὶ εὐώνυμα, καὶ ἐσχίζοντο ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔνθα καὶ ἔνθα·

Α Μακ. 6,45             Ετρεξε με θάρρος πολύ στον ελέφαντα αυτόν δια μέσου της εχθρικής φάλαγγος, εθανάτωνε δεξιά και αριστερά όσους συνήντα, οι δε άλλοι κατατρομαγμένοι παρεμέριζαν απ' εδώ και απ' εκεί, δια να περάση εκείνος.

Α Μακ. 6,46       καὶ εἰσέδυ ὑπὸ τὸν ἐλέφαντα καὶ ὑπέθεκεν αὐτῷ καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.

Α Μακ. 6,46             Αυτός τότε εισεχώρησε κάτω από την κοιλίαν του ελέφαντος, έχωσε το μαχαίρι του εις την κοιλίαν του ζώου και τον εφόνευσεν. Ο ελέφας έπεσε κατά γης επάνω στον Ελεάζαρον, ο οποίος και καταπλακωθείς από το βάρος απέθανεν.

Α Μακ. 6,47       καὶ εἶδον τὴν ἰσχὺν τῆς βασιλείας καὶ τὸ ὅρμημα τῶν δυνάμεων, καὶ ἐξέκλιναν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 6,47             Οι Ιουδαίοι όμως είδον τας πολλάς δυνάμστου βασιλέως και την ασυγκράτητον ορμήν των στρατευμάτων του και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν.

Α Μακ. 6,48       οἱ δὲ ἐκ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἀνέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῶν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ παρενέβαλεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς τὸ ὄρος Σιών.

Α Μακ. 6,48             Τοτε δε οι στρατιώται του βασιλέως ανέβησαν εις την Ιερουσαλήμ, δια να συναντήσουν εκεί τους Ιουδαίους. Ο βασιλεύς με τα στρατεύματά του έθεσεν εις κατάστασιν πολιορκίας την Ιουδαίαν και το όρος Σιών.

Α Μακ. 6,49       καὶ ἐποίησεν εἰρήνην μετὰ τῶν ἐκ Βαιθσούρων, καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι οὐκ ἦν αὐτοῖς ἐκεῖ διατροφὴ τοῦ συγκεκλεῖσθαι ἐν αὐτῇ, ὅτι σάββατον ἦν τῇ γῇ·

Α Μακ. 6,49             Κατ' αυτόν δε τον καιρόν συνήψεν αυτός ειρήνην με τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Βαιθσούραν. Αυτοί ηναγκάσθησαν από την πείναν να εξέλθουν εκ της πόλεώς των, διότι ούτε στο ύπαιθρον υπήρχον τρόφιμα, ούτε αυτοί είχαν αποθηκεύσει προηγουμένως εις την πόλιν, επειδή το έτος αυτό ήτο το σαββατικόν έτος της αγραναπαύσεως.

Α Μακ. 6,50       καὶ κατελάβετο βασιλεὺς τὴν Βαιθσούραν, καὶ ἀπέταξεν ἐκεῖ φρουρὰν τηρεῖν αὐτήν.

Α Μακ. 6,50             Ετσι δε ο βασιλεύς κατέλαβεν αμαχητί την Βαιθσούραν και εγκατέστησεν εις αυτήν στρατιωτικήν φρουράν, δια να την φυλάττη.

Α Μακ. 6,51       καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ τὸ ἁγίασμα ἡμέρας πολλὰς καὶ ἔστησεν ἐκεῖ βελοστάσεις καὶ μηχανὰς καὶ πυροβόλα καὶ λιθόβολα καὶ σκορπίδια εἰς τὸ βάλλεσθαι βέλη καὶ σφενδόνας.

Α Μακ. 6,51              Ο βασιλεύς εστρατοπέδευσεν επ' αρκετόν χρόνον προ του ιερού ναού. Εστησε βαληστρίδας, πολιορκητικάς μηχανάς, μηχανάς δια των οποίων ερρίπτοντο καιόμενα βέλη, λιθοβόλους μηχανάς, σφενδόνας και σκορπίδια, δια να βάλουν συγχρόνως εν διασπορά πολλά βέλη.

Α Μακ. 6,52       καὶ ἐποίησαν καὶ αὐτοὶ μηχανὰς πρὸς τὰς μηχανὰς αὐτῶν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλάς.

Α Μακ. 6,52             Αλλά και οι πολιορκούμενοι κατεσκεύαζαν επίσης, και αυτοί πολεμικάς μηχανάς εναντίον των μηχανών, που είχαν οι πολιορκηταί, και επί πολύ χρονικόν διάστημα έφεραν αντίστασιν.

Α Μακ. 6,53       βρώματα δὲ οὐκ ἦν ἐν τοῖς ἀγγείοις διὰ τὸ ἕβδομον ἔτος εἶναι, καὶ οἱ ἀνασῳζόμενοι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν κατέφαγον τὸ ὑπόλειμμα τῆς παραθέσεως.

Α Μακ. 6,53             Τρόφιμα όμως δεν υπήρχον πλέον εις τας αποθήκας των, διότι ήτο τότε το έβδομον έτος της αγραναπαύσεως. Επί πλέον οι Ισραηλίται, οι οποίοι είχον επανέλθει από τας ειδωλολατρικάς χώρας, είχαν καταναλώσει τας υπολειφθείσας τροφάς εις τας αποθήκας.

Α Μακ. 6,54       καὶ ὑπελείφθησαν ἐν τοῖς ἁγίοις ἄνδρες ὀλίγοι, ὅτι κατεκράτησεν αὐτῶν ὁ λιμός, καὶ ἐσκορπίσθησαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Α Μακ. 6,54             Δεν απέμειναν στους ιερούς χώρους, ει μη μόνον ολίγοι άνδρες Ιουδαίοι, διότι η πείνα ολονέν και περισσότερον ηύξανε. Δι' αυτό οι άλλοι μετέβησαν ο καθένας εις την πόλιν και την οικίσαν του.

 

                                Ο Αντίοχος Ε’ και οι Ιουδαίοι συνάπτουν ειρήνη

Α Μακ. 6,55       Καὶ ἤκουσε Λυσίας ὅτι Φίλιππος, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος ἔτι ζῶν ἐκθρέψαι Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βασιλεῦσαι αὐτόν,

Α Μακ. 6,55             Τοτε ο Λυσίας επληροφορήθη ότι ο Φιλιππος, τον οποίον ο βασιλεύς Αντίοχος, ενώ ακόμα ζούσε, είχεν ορίσει, δια να αναθρέψη τον υιόν του τον Αντίοχον, ώστε να αναδείξη αυτόν άξιον βασιλέα,

Α Μακ. 6,56       ἀπέστρεψεν ἀπὸ τῆς Περσίδος καὶ Μηδίας καὶ αἱ δυνάμεις αἱ πορευθεῖσαι τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ὅτι ζητεῖ παραλαβεῖν τὰ πράγματα.

Α Μακ. 6,56             επέστρεψεν από την Περσίαν και την Μηδίαν έχων μαζή του τας στρατιωτικάς δυνάμεις, αι οποίαι είχαν ακολουθήσει τον βασιλέα εις την εκστρατείαν του. Εμαθεν ακόμα ο Λυσίας, ότι ο Φιλιππος επιζητούσε να αναλάβη αυτός εις τας χείρας του τας υποθέσστου βασιλείου της Συρίας.

Α Μακ. 6,57       καὶ κατέσπευδε τοῦ ἀπελθεῖν καὶ εἰπεῖν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ τοὺς ἄνδρας· ἐκλείπομεν καθ᾿ ἡμέραν, καὶ ἡ τροφὴ ἡμῖν ὀλίγη, καὶ ὁ τόπος οὗ παρεμβάλλομέν ἐστιν ὀχυρός, καὶ ἐπίκειται ἡμῖν τὰ τῆς βασιλείας·

Α Μακ. 6,57             Εσπευδε, λοιπόν, ο Λυσίας να απομακρυνθή από την Ιερουσαλήμ και να είπη προς τον βασιλέα, τους αρχηγούς του στρατού και εις αυτόν τούτον τον στρατόν· “εδώ κάθε ημέραν χάνομεν άνδρας. Η τροφή μας είναι ολίγη, αλλά και ο τόπος, τον οποίον πολιορκούμεν, είναι πολύ ισχυρός. Το σπουδαιότερον είναι ότι επείγουν αι υποθέσστου Κράτους.

Α Μακ. 6,58       νῦν οὖν δῶμεν δεξιὰν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις καὶποιήσωμεν μετ᾿ αὐτῶν εἰρήνην καὶ μετὰ παντὸς ἔθνους αὐτῶν

Α Μακ. 6,58             Λοιπόν τώρα ας συμφιλιωθώμεν με τους ανθρώπους αυτούς, ας συνάψωμεν ειρήνην μαζή με αυτούς και με όλον το έθνος των,

Α Μακ. 6,59       καὶ στήσωμεν αὐτοῖς τοῦ πορεύεσθαι τοῖς νομίμοις αὐτῶν, ὡς τὸ πρότερον· χάριν γὰρ τῶν νομίμων αὐτῶν, ὧν διεσκεδάσαμεν, ὠργίσθησαν καὶ ἐποίησαν ταῦτα πάντα.

Α Μακ. 6,59             ας σεβασθώμεν το δικαίωμά των να ζουν σύμφωνα με τα ιδικά των νόμιμα, όπως εγίνετο και προηγουμένως. Διότι χάριν αυτών ακριβώς των νόμων, τους οποίους ημείς θέλομεν να καταπατήσωμεν, ωργίσθησαν αυτοί και έκαμαν όλα αυτά εναντίον μας”.

Α Μακ. 6,60       καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς εἰρηνεῦσαι, καὶ ἐπεδέξαντο.

Α Μακ. 6,60             Ο λόγος αυτός ήρεσε στον βασιλέα και στους άρχοντας. Απέστειλε δε βασιλεύς άνδρας προς τους Ιουδαίους δια να κλείσουν ειρήνην· οι δε Ιουδαίοι εδέχθησαν τας προτάσεις.

Α Μακ. 6,61       καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες· ἐπὶ τούτοις ἐξῆλθον ἐκ τοῦ ὀχυρώματος.

Α Μακ. 6,61             Ο βασιλεύς και οι άρχοντές του ωρκίσθησαν προς τους Ιουδαίους δια την τήρησιν της συνθήκης. Επειτα από αυτά οι Ιουδαίοι εβγήκαν από τα οχυρώματά των.

Α Μακ. 6,62       καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ εἶδε τὸ ὀχύρωμα τοῦ τόπου καὶ ἠθέτησε τὸν ὁρκισμόν, ὃν ὤμοσε, καὶ ἐνετείλατο καθελεῖν τὸ τεῖχος κυκλόθεν.

Α Μακ. 6,62             Ο δε βασιλεύς ακολουθούμενος από στρατόν εισήλθεν εις την Σιών. Είδε τα οχυρώματα του τόπου και παρέβη τον όρκον, τον οποίον έδωσε. Διέταξε σε τους στρατιώτας του να κρημνίσουν το γύρω τείχος.

Α Μακ. 6,63       καὶ ἀπῇρε κατὰ σπουδὴν καὶ ἀπέστρεψεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ εὗρε Φίλιππον κυριεύοντα τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμησε πρὸς αὐτόν, καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν βίᾳ.

Α Μακ. 6,63             Κατόπιν με μεγάλην βίαν ανεχώρησε και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν. Εκεί όμως ευρήκε τον Φιλιππον κύριον της πόλεως αυτής. Επολέμησεν εναντίον αυτού και εκυρίευσε την πόλιν κατόπιν σκληρού αγώνος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΑ  

                              Ο Δημήτριος Α’ διαδέχεται τον Αντίοχο Ε’

Α Μακ. 7,1         Ἔτους ἑνὸς καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθε Δημήτριος ὁ τοῦ Σελεύκου ἐκ Ῥώμης καὶ ἀνέβη σὺν ἀνδράσιν ὀλίγοις εἰς πόλιν παραθαλασσίαν καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ.

Α Μακ. 7,1                Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, διαφυγών από την Ρωμην απεβιβάσθη με μικρόν αριθμόν ανδρών εις κάποιαν παραθαλασσίαν πόλιν και εκεί επήρε τον τίτλον του βασιλέως.

Α Μακ. 7,2         καὶ ἐγένετο ὡς εἰσεπορεύετο εἰς οἶκον βασιλείας πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνέλαβον αἱ δυνάμεις τὸν Ἀντίοχον καὶ τὸν Λυσίαν ἀγαγεῖν αὐτοὺς αὐτῷ.

Α Μακ. 7,2               Οταν εισήλθεν στο βασιλικόν ανάκτορον των πατέρων του, το στράτευμα συνέλαβε τον Αντίοχον και τον Λυσίαν, δια να τους οδηγήσουν ενώπιόν του.

Α Μακ. 7,3         καὶ ἐγνώσθη αὐτῷ τὸ πρᾶγμα καὶ εἶπε· μή μοι δείξητε τὰ πρόσωπα αὐτῶν.

Α Μακ. 7,3                Οταν όμως ο Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, είπε· “δεν θέλω να μου δείξετε τα πρόσωπά των”.

Α Μακ. 7,4         καὶ ἀπέκτειναν αὐτοὺς αἱ δυνάμεις, καὶ ἐκάθισε Δημήτριος ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ.

Α Μακ. 7,4               Οι στρατιώται τους εφόνευσαν και ο Δημήτριος εγκατεστάθη στον θρόνον του βασιλείου του.

Α Μακ. 7,5         καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν πάντες ἄνδρες ἄνομοι καὶ ἀσεβεῖς ἐξ Ἰσραήλ, καὶ Ἄλκιμος ἡγεῖτο αὐτῶν, βουλόμενος ἱερατεύειν.

Α Μακ. 7,5                Τοτε όλοι οι εξωμόται, οι παράνομοι και οι ασεβείς Ισραηλίται, ήλθαν προς αυτόν. Αρχηγός των ήτο ο Αλκιμος, ο οποίος επιθυμούσε να γίνη αρχιερεύς.

Α Μακ. 7,6         καὶ κατηγόρησαν τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα λέγοντες· ἀπώλεσεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ τοὺς φίλους σου, καὶ ἡμᾶς ἐσκόρπισαν ἀπὸ τῆς γῆς ἡμῶν·

Α Μακ. 7,6               Αυτοί, λοιπόν, κατηγόρησαν τον Ισραηλιτικόν λαόν στον βασιλέα λέγοντες· “ο Ιούδας και οι αδελφοί του εξωλόθρευσαν όλους τους φίλους σου, ημάς δε τους ιδίους μας εξεδίωξαν από την γην των πατέρων μας και διεσκορπίσθημεν.

Α Μακ. 7,7         νῦν οὖν ἀπόστειλον ἄνδρα, ᾧ πιστεύεις, καὶ πορευθεὶς ἰδέτω τὴν ἐξολόθρευσιν πᾶσαν, ἣν ἐποίησεν ἡμῖν καὶ τῇ χώρᾳ τοῦ βασιλέως, καὶ κολασάτω αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς ἐπιβοηθοῦντας αὐτοῖς.

Α Μακ. 7,7                Στείλε τώρα ένα άνδρα της εμπιστοσύνης σου, δια να μεταβή και ιδή με τα ίδια του τα μάτια όλην την καταστροφήν, την οποίαν αυτάς ο Ιούδας επροξένησεν εις ημάς και εις την χώραν του βασιλέως. Και ο βασιλεύς ας τιμωρήση αυτούς και όλους εκείνους, οι οποίοι τους εβοήθησαν στο έργον της καταστροφής.

 

                               Ο Δημήτριος Α’ στέλνει τους Βακχίδη και Άλκιμο κατά της Ιερουσαλήμ

Α Μακ. 7,8         καὶ ἐπέλεξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βακχίδην τῶν φίλων τοῦ βασιλέως κυριεύοντα ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ μέγαν ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πιστὸν τῷ βασιλεῖ

Α Μακ. 7,8               Ο βασιλεύς Δημήτριος εδιάλεξεν από τους φίλους του τυν Βακχίδην, διοικητήν της περιοχής, που ευρίσκετο πέραν από τον Ευφράτην ποταμόν, άνδρα ένδοξον στο βασίλειόν του και αφωσιωμένον στον βασιλέα.

Α Μακ. 7,9         καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν καὶ Ἄλκιμον τὸν ἀσεβῆ, καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἱερωσύνην καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.

Α Μακ. 7,9               Αυτόν έστειλε μαζή με τον ασεβή Αλκιμον, τον οποίον κατέστησεν αρχιερέα. Εδωσε δε διαταγήν στον Βακχίδην, να εκδικηθή τους Ισραηλίτας.

Α Μακ. 7,10       καὶ ἀπῇραν καὶ ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰς γῆν Ἰούδα· καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λόγοις εἰρηνικοῖς μετὰ δόλου.

Α Μακ. 7,10              Ο Βακχίδης με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν εξεκίνησε και έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας. Απέστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του με ειρηνικάς, αλλά δολίας, προτάσεις.

Α Μακ. 7,11       καὶ οὐ προσέσχον τοῖς λόγοις αὐτῶν· εἶδον γὰρ ὅτι ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς.

Α Μακ. 7,11              Οι Ιουδαίοι όμως δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγια των, διότι είδον ότι εκείνοι είχαν έλθει με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν και άρα με διαθέσεις όχι ειρηνικάς.

Α Μακ. 7,12       καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς Ἄλκιμον καὶ Βακχίδην συναγωγὴ γραμματέων ἐκζητῆσαι δίκαια,

Α Μακ. 7,12              Αλλά περί τον Αλκιμον και τον Βακχίδην συνεκεντρώθη μία όμας γραμματέων, δια να ζητήσουν το δίκαιόν των.

Α Μακ. 7,13       καὶ πρῶτοι οἱ Ἁσιδαῖοι ἦσαν ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐπεζήτουν παρ᾿ αὐτῶν εἰρήνην·

Α Μακ. 7,13              Εκείνοι δε που εθεωρούντο πρώτοι μεταξύ των Ισραηλιτών ήσαν οι 'Ασιδαιοι, οι οποίοι και εζήτησαν από τον Βακχίδην και τον Αλκιμον ειρηνικήν διευθέτησιν των δικαιωμάτων των.

Α Μακ. 7,14       εἶπαν γάρ· ἄνθρωπος ἱερεὺς ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀαρὼν ἦλθεν ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ οὐκ ἀδικήσει ἡμᾶς.

Α Μακ. 7,14              Οι Ασιδαίοι έκαμαν την εξής σκέψιν και είπαν· “ένας αρχιερεύς από την οικογενειάν του Ααρών ήλθε με στρατόν, δεν είναι δυνατόν αυτός να διαπράξη αδικίας εναντίον μας”.

Α Μακ. 7,15       καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν λόγους εἰρηνικοὺς καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς λέγων· οὐκ ἐκζητήσομεν ὑμῖν κακὸν καὶ τοῖς φίλοις ὑμῶν.

Α Μακ. 7,15              Ο Αλκιμος ωμίλησε με αυτούς κατά ένα ειρηνικόν και φιλικόν τρόπον και ωρκίσθη προς αυτούς λέγων· “δεν επιθυμούμεν και ούτε θα επιζητήσωμεν να κάμωμεν κανένα κακόν προς σας και προς τους φίλους σας”.

Α Μακ. 7,16       καὶ ἐνεπίστευσαν αὐτῷ, καὶ συνέλαβεν ἐξ αὐτῶν ἑξήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ κατὰ τὸν λόγον, ὃν ἔγραψε·

Α Μακ. 7,16              Εδωσαν πίστιν εις αυτόν, αλλά εκείνος έπιασε εξήντα άνδρας από αυτούς, τους οποίους και εφόνευσεν εις μίαν ημέραν και επραγματοποιήθη έτσι ο λόγος, που είναι γραμμένος εις την Αγίαν Γραφήν·

Α Μακ. 7,17       σάρκας ὁσίων σου καὶ αἵματα αὐτῶν ἐξέχεαν κύκλῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς ὁ θάπτων.

Α Μακ. 7,17              “Διεσκόρπισαν τας σάρκας των αγίων σου και τα αίματά των τα έχυσαν γύρω από την Ιερουσαλήμ και δεν υπήρξεν άνθρωπος να τους ενταφιάση”.

Α Μακ. 7,18       καὶ ἐπέπεσεν αὐτῶν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ἐπὶ πάντα τὸν λαόν, ὅτι εἶπαν· οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια καὶ κρίσις, παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσαν.

Α Μακ. 7,18              Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού μέγας φόβος και τρόμος έπσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι είπαν· “εκείνοι είναι ανάξιοι πλέον εμπιστοσύνης, διότι δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια και δικαιοσύνη. Παρέβησαν την υποχρέωσίν των και τον όρκον, τον οποίον έδωσαν”.

Α Μακ. 7,19       καὶ ἀπῇρε Βακχίδης ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βηθζαὶθ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνέλαβε πολλοὺς ἀπὸ τῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ αὐτομολησάντων ἀνδρῶν καί τινας τοῦ λαοῦ καὶ ἔθυσεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ τὸ μέγα.

Α Μακ. 7,19              Ο Βακχίδης ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βηθζαίθ. Από εκεί έστειλε στρατιώτας και συνέλαβε πολλούς από αυτούς, που είχαν λιποτακτήσει εκ των τάξεων του στρατού του, όπως επίσης και μερικούς άλλους από τον λαόν, τους οποίους όλους εφόνευσε, τα δε πτώματά των έρριψεν στο μεγάλο φρέαρ.

Α Μακ. 7,20       καὶ κατέστησε τὴν χώραν τῷ Ἀλκίμῳ καὶ ἀφῆκε μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν τοῦ βοηθεῖν αὐτῷ· καὶ ἀπῆλθε Βακχίδης πρὸς τὸν βασιλέα.

Α Μακ. 7,20             Αφού δε παρέδωσε την διοίκησιν της χώρας στον Αλκιμον και αφήκεν εις βοήθειάν του στρατιωτικήν δύναμιν ανεχώρησεν ο Βακχίδης και επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον.

Α Μακ. 7,21       καὶ ἠγωνίσατο Ἄλκιμος περὶ τῆς ἀρχιερωσύνης,

Α Μακ. 7,21              Ο Αλκιμος ηγωνίσθη, δια να πάρη την αρχιερωσύνην.

Α Μακ. 7,22       καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ ταράσσοντες τὸν λαὸν αὐτῶν καὶ κατεκράτησαν γῆν Ἰούδα καὶ ἐποίησαν πληγὴν μεγάλην ἐν Ἰσραήλ.

Α Μακ. 7,22             Ολοι δε εκείνοι οι Ισραηλίται, οι παράνομοι εξωμόται, οι οποίοι έφεραν αναταραχήν στον λαόν των, συνεκεντρώθησαν γύρω από τον Αλκιμον και έγιναν μεγάλη μάστιξ δια τον ισραηλιτικόν λαόν.

Α Μακ. 7,23       καὶ εἶδεν Ἰούδας πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν Ἄλκιμος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ ὑπὲρ τὰ ἔθνη,

Α Μακ. 7,23             Είδεν ο Ιούδας όλην αυτήν την συμφοράν, την οποίαν επέφερεν ο Αλκιμος και μαζή με αυτόν οι εξωμόται εναντίον των Ισραηλιτών και η οποία ήτο πολύ μεγαλύτερα από όσην είχαν προξενήσει τα ειδωλολατρικά έθνη.

Α Μακ. 7,24       καὶ ἐξῆλθεν εἰς πάντα τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας κυκλόθεν καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἀνδράσι τοῖς αὐτομολήσασι, καὶ ἀνεστάλησαν τοῦ πορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν.

Α Μακ. 7,24             Δια να προλάβη μεγαλυτέρας συμφοράς ο Ιούδας, περιήλθεν προς όλας τας κατευθύνσεις την ιουδαίαν και ετιμώρησε τους αποστάτας εκείνους άνδρας, οι οποίοι είχαν λιποτακτήσει με το μέρος των εχθρών και τους ημπόδιζε να διατρέχουν την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 7,25       ὡς δὲ εἶδεν Ἄλκιμος ὅτι ἐνίσχυσεν Ἰούδας καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔγνω ὅτι οὐ δύναται ὑποστῆναι αὐτούς, καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ κατηγόρησεν αὐτῶν πονηρά.

Α Μακ. 7,25             Οταν είδεν ο Αλκιμος, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του είχαν αποκτήσει μεγάλην δύναμιν και κατενόησεν ότι δεν ήτο δυνατόν αυτός να αντισταθή εις εκείνους, επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον και διετύπωσε βαρυτάτας κατηγορίας εναντίον των Ιουδαίων.

 

                              Η νίκη του Ιούδα κατά του Νικάνορα

Α Μακ. 7,26       Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Νικάνορα ἕνα τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ τῶν ἐνδόξων καὶ μισοῦντα καὶ ἐχθραίνοντα τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ἐξᾶραι τὸν λαόν.

Α Μακ. 7,26             Ο βασιλεύς Δημήτριος έστειλε τότε τον Νικάνορα, ένα από τους ενδόξους στρατηγούς του, ο οποίος εκυριαρχείτο από μίσος και εχθρότητα εναντίον του ισραηλιτικού λαού και τον διέταξε να εξολοθρεύση τον λαόν αυτόν.

Α Μακ. 7,27       καὶ ἦλθε Νικάνωρ εἰς Ἱερουσαλὴμ δυνάμει πολλῇ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μετὰ δόλου λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων·

Α Μακ. 7,27             Ο Νικάνωρ ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, έστειλε δε προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του άνδρας δια να ομιλήσουν προς αυτόν δήθεν κατά τρόπον ειρηνικόν και φιλικόν και να τον εξαπατήσουν και επρότεινε τα εξής·

Α Μακ. 7,28       μὴ ἔστω μάχην ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν· ἥξω ἐν ἀνδράσιν ὀλίγοις, ἵνα ὑμῶν ἴδω τὰ πρόσωπα μετ᾿ εἰρήνης.

Α Μακ. 7,28             “ας μη υπάρχη μάχη μεταξύ εμού και υμών. Εγώ επιθυμώ να έλθω με ολίγους μου άνδρας προς σας, δια να ίδω τα πρόσωπά σας με χαράν και ειρήνην”.

Α Μακ. 7,29       καὶ ἦλθε πρὸς Ἰούδαν, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους εἰρηνικῶς· καὶ οἱ πολέμιοι ἦσαν ἕτοιμοι ἐξαρπᾶσαι τὸν Ἰούδαν.

Α Μακ. 7,29             Ηλθε πράγματι ο Νικάνωρ προς τον Ιούδαν και οι δύο ησπάσθησαν αλλήλους κατά τρόπον φιλικόν. Οι εχθροί όμως των Ιουδαίων ήσαν έτοιμοι να συλλάβουν τον Ιούδαν.

Α Μακ. 7,30       καὶ ἐγνώσθη ὁ λόγος τῷ Ἰούδᾳ ὅτι μετὰ δόλου ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐπτοήθη ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἔτι ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.

Α Μακ. 7,30             Ο Ιούδας επληροφορήθη την μηχανορραφίαν αυτήν, ότι δηλαδή ο Νικάνωρ δολίως ήλθε προς αυτόν, εφοβήθη τον Νικάνορα και δεν ηθέλησε να τον ξαναϊδή.

Α Μακ. 7,31       καὶ ἔγνω Νικάνωρ, ὅτι ἀπεκαλύφθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰούδᾳ ἐν πολέμῳ κατὰ Χαφαρσαλαμά.

Α Μακ. 7,31              Ο Νικάνωρ αντελήφθη, ότι απεκαλύφθη πλέον το δόλιον σχέδιόν του και αμέσως εξήλθε να πολεμήση τον Ιούδαν εις την περιοχήν Χαφαρσαλαμά.

Α Μακ. 7,32       καὶ ἔπεσον τῶν παρὰ Νικάνορος ὡσεὶ πεντακισχίλοι ἄνδρες, καὶ ἔφυγον εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ.

Α Μακ. 7,32             Εγινε μάχη και από τους άνδρας του Νικάνορας εφονεύθησαν πέντε περίπου χιλιάδες άνδρες, οι δε υπόλοιποι κατέφυγον εις την ακρόπολιν του λόφου Σιών (την πόλιν του Δαυίδ).

Α Μακ. 7,33       Καὶ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἀνέβη Νικάνωρ εἰς τὸ ὄρος Σιών. καὶ ἐξῆλθον ἀπὸ τῶν ἱερέων ἐκ τῶν ἁγίων καὶ ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ ἀσπάσασθαι αὐτὸν εἰρηνικῶς καὶ δεῖξαι αὐτῷ τὴν ὁλοκαύτωσιν τὴν προσφερομένην ὑπὲρ τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 7,33             Επειτα από αυτά τα γεγονότα ο Νικάνωρ ανέβηκεν στον λόφον Σιών. Μερικοί δε από τους ιερείς εβγήκαν από τους ιερούς τόπους του ναού συνοδευόμενοι και από μερικούς πρεσβυτέρους του ναού, δια να χαιρετήσουν φιλικώς τον Νικάνορα και να του δείξουν την θυσίαν των ολοκαυτωμάτων, την οποίαν προσφέρουν υπέρ του βασιλέως.

Α Μακ. 7,34       καὶ ἐμυκτήρισεν αὐτοὺς καὶ κατεγέλασεν αὐτῶν καὶ ἐμίανεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν ὑπερηφάνως·

Α Μακ. 7,34             Εκείνος όμως τους εχλεύασε, τους κατεγέλασεν, έρριψεν επάνω των μιάσματα και τους εμόλυνε και ωμίλησε κατά ένα τρόπον θρασύν και αλαζονικόν.

Α Μακ. 7,35       καὶ ὤμοσε μετὰ θυμοῦ λέγων· ἐὰν μὴ παραδοθῇ Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς χεῖράς μου τὸ νῦν, καὶ ἔσται ἐὰν ἐπιστρέψω ἐν εἰρήνῃ, ἐμπυριῶ τὸν οἶκον τοῦτον. καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ μεγάλου.

Α Μακ. 7,35             Γεμάτος δε οργήν ωρκίσθη και είπεν εις αυτούς· “Εάν δεν παραδοθή εις τα χέρια μου σήμερον ο Ιούδας και ο στρατός του, αμέσως μόλις επιστρέψω, αφού εγκαταστήσω πλέον την ειρήνην, θα παραδώσω στο πυρ αυτόν τον ναόν”. Και αφού είπεν αυτά, απεχώρησεν από μπροστά των με μεγάλον θυμόν.

Α Μακ. 7,36       καὶ εἰσῆλθον οἱ ἱερεῖς καὶ ἔστησαν κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ ναοῦ καὶ ἔκλαυσαν καὶ εἶπον·

Α Μακ. 7,36             Τοτε οι ιερείς εισήλθον στον ιερόν χώρον, εστάθησαν όρθιοι ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, έκλαυσαν και είπαν προς τον Θεόν·

Α Μακ. 7,37       σύ, Κύριε, ἐξελέξω τὸν οἶκον τοῦτον ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῷ εἶναι οἶκον προσευχῆς καὶ δεήσεως τῷ λαῷ σου·

Α Μακ. 7,37             “Συ, Κυριε, εξέλεξες τον ναόν αυτόν, δια να δοξάζεται εδώ τα άγιον όνομά σου και να είναι ο ναός αυτός οίκος προσευχής και δεήσεως δι' όλον τον λαόν σου.

Α Μακ. 7,38       ποίησον ἐκδίκησιν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ καὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτοῦ, καὶ πεσέτωσαν ἐν ῥομφαίᾳ· μνήσθητι τῶν δυσφηριῶν αὐτῶν καὶ μὴ δῷς αὐτοῖς μονήν.

Α Μακ. 7,38             Τιμώρησε τον αλαζονικόν αυτόν άνθρωπον και τον στρατόν του, και ας πέσουν όλοι εν στόματι ρομφαίας. Ενθυμήσου, Κυριε, τας βλασφημίας, τας οποίας εξεστόμισαν εναντίον σου και μη δώσης εις αυτούς ποτέ τόπον αναψυχής”.

Α Μακ. 7,39       καὶ ἐξῆλθε Νικάνωρ ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βαιθωρών, καὶ συνήντησεν αὐτῷ δύναμις Συρίας.

Α Μακ. 7,39             Ο Νικάνωρ εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθωρών, όπου ένα τμήμα από την στρατιωτικήν δύναμιν των Συρων ήλθε και τον συνήντησε.

Α Μακ. 7,40       καὶ Ἰούδας παρενέβαλεν ἐν Ἀδασὰ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· καὶ προσηύξατο Ἰούδας καὶ εἶπεν·

Α Μακ. 7,40             Και ο Ιούδας επίσης εστρατοπέδευσε πλησίον της Αδασά με τρεις χιλιάδας άνδρας. Ο Ιούδας προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν·

Α Μακ. 7,41       οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ὅτε ἐδυσφήμησαν, ἐξῆλθεν ἄγγελός σου, Κύριε, καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας·

Α Μακ. 7,41              “όταν, Κυριε, οι εχθροί σου, που ήσαν με το μέρος Σενναχηρίμ του βασιλέως των Ασσυρίων εβλασφήμησαν το Ονομά σου, εξήλθεν άγγελός σου, Κυριε, και εξωλόθρευσεν από αυτούς εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας.

Α Μακ. 7,42       οὕτω σύντριψον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐνώπιον ἡμῶν σήμερον, καὶ γνώτωσαν οἱ ἐπίλοιποι, ὅτι κακῶς ἐλάλησαν ἐπὶ τὰ ἅγιά σου, καὶ κρῖνον αὐτὸν κατὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ.

Α Μακ. 7,42             Ετσι, Κυριε, σύντριψε και σήμερον τον στρατόν αυτόν ενώπιόν μας, δια να μάθουν και οι άλλοι λαοί, ότι με κακότητα και αυθάδειαν εφέρθησαν και ωμίλησαν αυτοί στον ιερόν ναόν σου. Κρίνε, Κυριε, αυτόν κατά την κακίαν του και την βλασφημίαν του”.

Α Μακ. 7,43       καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς Ἄδαρ, καὶ συνετρίβη ἡ παρεμβολὴ Νικάνορος, καὶ ἔπεσεν αὐτὸς πρῶτος ἐν τῷ πολέμῳ.

Α Μακ. 7,43             Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν κατά την δεκάτην τρίτην του μηνός Αδάρ. Ο στρατός του Νικάνορας συνετρίβη και πρώτος, ο οποίος έπεσε κατά την μάχην αυτήν, ήτο ο Νικάνωρ.

Α Μακ. 7,44       ὡς δὲ εἶδεν ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ, ῥίψαντες τὰ ὅπλα αὐτῶν ἔφυγον.

Α Μακ. 7,44             Οταν ο στρατός του Νικάνορος είδεν ότι έπεσεν ο αρχηγός, ρίψαντες όλοι τα όπλα ετράπησαν πανικόβλητοι εις φυγήν.

Α Μακ. 7,45       καὶ κατεδίωκον αὐτοὺς ὁδὸν ἡμέρας μιᾶς ἀπὸ Ἀδασὰ ἕως τοῦ ἐλθεῖν εἰς Γάζηρα καὶ ἐσάλπισαν ὀπίσω αὐτῶν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν.

Α Μακ. 7,45             Οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν εις δρόμον μιας ημέρας από Αδασά, μέχρις ότου έφθασαν εις Γαζηρα. Τους κατεδίωκαν σαλπίζοντες όπισθεν αυτών με τας ιεράς σάλπιγγας διάφορα πολεμικά σαλπίσματα.

Α Μακ. 7,46       καὶ ἐξῆλθον ἐκ πασῶν τῶν κωμῶν τῆς Ἰουδαίας κυκλόθεν καὶ ὑπερεκέρων αὐτούς, καὶ ἀνέστρεφον οὗτοι πρὸς τούτους, καὶ ἔπεσον πάντες ῥομφαίᾳ, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς.

Α Μακ. 7,46             Τοτε εβγήκαν από όλας τας κωμοπόλεις της Ιουδαίας άνδρες Ιουδαίοι, οι οποίοι και περιεκύκλωναν τους Συρους. Αυτοί τρομοκρατημένοι εγύριζαν προς τα οπίσω και επάνω εις την σύγχυσίν των έπιπταν οι μεν εναντίον των δε και αλληλοεξωντώθησαν με τας ρομφαίας των. Ούτε ένας από αυτούς δεν έμεινεν εν τη ζωή.

Α Μακ. 7,47       καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα καὶ τὴν προνομήν, καὶ τὴν κεφαλὴν Νικάνορος ἀφεῖλον καὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, ἣν ἐξέτεινεν ὑπερηφάνως, καὶ ἤνεγκαν καὶ ἐξέτειναν παρὰ τὴν Ἱερουσαλήμ.

Α Μακ. 7,47             Οι Ιουδαίοι ελεηλάτησαν τότε τους ηττηθέντας και επήραν τα λάφυρά των. Απέκοψαν δε την κεφαλήν του Νικάνορος και την δεξιάν του χείρα, την οποίαν αυθαδώς είχεν υψώσει εναντίον του Θεού. Τα έφεραν και τα εκρέμασαν παρά την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 7,48       καὶ εὐφράνθη ὁ λαὸς σφόδρα καὶ ἤγαγον τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡμέραν εὐφροσύνης μεγάλης·

Α Μακ. 7,48             Ολος ο λαός ηυφράνθη πάρα πολύ και επανηγύρισαν την ημέραν αυτήν με μεγάλην αγαλλίασιν.

Α Μακ. 7,49       καὶ ἔστησαν τοῦ ἄγειν κατὰ ἐνιαυτὸν τὴν ἡμέραν ταύτην τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ Ἄδαρ.

Α Μακ. 7,49             Ωρισαν δε να εορτάζουν κάθε έτος την ημέραν αυτήν, δηλαδή την δεκάτην τρίτην ημέραν του μηνός Αδαρ.

Α Μακ. 7,50       καὶ ἠσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα ἡμέρας ὀλίγας.

Α Μακ. 7,50             Η Ιουδαία επί χρονικόν τι διάστημα ησύχασεν από τους πολέμους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

                                Η εμφάνιση των Ρωμαίων

Α Μακ. 8,1         Καὶ ἤκουσεν Ἰούδας τὸ ὄνομα τῶν Ῥωμαίων, ὅτι εἰσὶ δυνατοὶ ἰσχύϊ καὶ αὐτοὶ εὐδοκοῦσιν ἐν πᾶσι τοῖς προστιθεμένοις αὐτοῖς, καὶ ὅσοι ἂν προσέλθωσιν αὐτοῖς, ἱστῶσιν αὐτοῖς φιλίαν,

Α Μακ. 8,1                Ηκουσεν ο Ιούδας την φήμην των Ρωμαίων, ότι δηλαδή είναι μεν πολύ ισχυροί κατά τον πόλεμον, αλλά φέρονται με ευμένειαν προς όλους εκείνους, οι οποίοι τίθενται με τα μέρος των, και συνάπτουν φιλίαν με όσους οικειοθελώς ήθελαν προσέλθει προς αυτούς.

Α Μακ. 8,2         καὶ ὅτι εἰσὶ δυνατοὶ ἰσχύϊ. καὶ διηγήσαντο αὐτῷ τοὺς πολέμους αὐτῶν καὶ τὰς ἀνδραγαθίας, ἃς ποιοῦσιν ἐν τοῖς Γαλάταις, καὶ ὅτι κατεκράτησαν αὐτῶν καὶ ἤγαγον αὐτοὺς ὑπὸ φόρον,

Α Μακ. 8,2               Οτι δε αυτοί ήσαν ισχυροί, το επληροφορήθη ο Ιούδας, από όσα διηγήθησαν εις αυτόν δια τους πολέμους των και τα ανδραγαθήματά των, που έκαμαν εναντίον των Γαλατών, τους οποίους υπέταξαν και τους κατέστησαν φόρου υποτελείς των.

Α Μακ. 8,3         καὶ ὅσα ἐποίησαν ἐν χώρᾳ Ἱσπανίας τοῦ κατακρατῆσαι τῶν μετάλλων τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου τοῦ ἐκεῖ·

Α Μακ. 8,3               Του διηγήθησαν επίσης, όσα είχαν κατορθώσει οι Ρωμαίοι εις την Ισπανίαν, δια να γίνουν κύριοι των μεταλλείων του χρυσού και του αργύρου, που ευρίσκοντο εκεί·

Α Μακ. 8,4         καὶ κατεκράτησαν τοῦ τόπου παντὸς τῇ βουλῇ αὐτῶν καὶ τῇ μακροθυμίᾳ, καὶ ὁ τόπος ἦν μακρὰν ἀπέχων ἀπ᾿ αὐτῶν σφόδρα, καὶ τῶν βασιλέων τῶν ἐπελθόντων ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως συνέτριψαν αὐτοὺς καὶ ἐπάταξαν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην, καὶ οἱ ἐπίλοιποι διδόασιν αὐτοῖς φόρον κατ᾿ ἐνιαυτόν·

Α Μακ. 8,4               ότι έγιναν κύριοι όλης της Ισπανίας χάρις εις την ευφυΐαν των και την μακροθυμίαν των, μολονότι η χώρα αυτή απείχε πάρα πολύ από την ιδικήν των χώραν. Ακόμη δε και ότι βασιλείς, οι οποίοι είχαν επέλθει εναντίον των Ρωμαίων από τα άκρα της γης, συνετρίβησαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι επροξένησαν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Οι άλλοι ηναγκάσθησαν να πληρώνουν εις αυτούς φόρον υποτελείας κάθε έτος.

Α Μακ. 8,5         καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Περσέα Κιτιέων βασιλέα καὶ τοὺς ἐπῃρμένους ἐπ᾿ αὐτοὺς συνέτριψαν αὐτοὺς ἐν πολέμῳ καὶ κατεκράτησαν αὐτῶν·

Α Μακ. 8,5               Και αυτόν ακόμη τον Φιλιππον και τον Περσέα, βασιλέα των Κιτιέων, όπως επίσης και όλους εκείνους που είχαν πάρει όπλα εναντίον των, οι Ρωμαίοι κατόπιν πολέμων τους συνέτριψαν και εγιναν κύριοι αυτών.

Α Μακ. 8,6         καὶ Ἀντίοχον τὸν μέγαν βασιλέα τῆς Ἀσίας τὸν πορευθέντα ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς πόλεμον ἔχοντα ἑκατὸν εἴκοσιν ἐλέφαντας καὶ ἵππον καὶ ἅρματα καὶ δύναμιν πολλὴν σφόδρα, καὶ συνετρίβη ὑπ᾿ αὐτῶν,

Α Μακ. 8,6               Τον Αντίοχον, τον μέγαν βασιλέα της Ασίας, ο οποίος εβάδισεν εναντίον των με εκατόν είκοσι ελέφαντας, με ιππικόν, με πολεμικά άρματα και με μεγάλην δύναμιν, τον συνέτριψαν.

Α Μακ. 8,7         καὶ ἔλαβον αὐτὸν ζῶντα καὶ ἔστησαν αὐτοῖς διδόναι αὐτόν τε καὶ τοὺς βασιλεύοντας μετ᾿ αὐτὸν φόρον μέγαν καὶ διδόναι ὅμηρα καὶ διαστολὴν

Α Μακ. 8,7               Τον συνέλαβαν δε ζώντα και υπεχρέωσαν αυτόν τον ίδιον και τους διαδόχους του να πληρώνουν μεγάλον φόρον εις αυτούς. Αυτός επίσης υπεχρεώθη να τους παραδώση και ομήρους, να παραχωρήση δε ένα μεγάλο τμήμα του βασιλείου του,

Α Μακ. 8,8         καὶ χώραν τὴν Ἰνδικὴν καὶ Μηδίαν καὶ Λυδίαν καὶ ἀπὸ τῶν καλλίστων χωρῶν αὐτῶν, καὶ λαβόντες αὐτὰς παρ᾿ αὐτοῦ ἔδωκαν αὐτὰς Εὐμένει τῷ βασιλεῖ·

Α Μακ. 8,8               δηλαδή την Ινδικήν, την Μηδίαν, την Λυδίαν, περιοχάς από τας πλέον εκλεκτάς του βασιλείου του. Οι Ρωμαίοι επήραν τας χώρας αυτάς από αυτόν και τας παρεχώρησαν στον βασιλέα Ευμένην.

Α Μακ. 8,9         καὶ ὅτι οἱ ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐβουλεύσαντο ἐλθεῖν καὶ ἐξᾶραι αὐτούς,

Α Μακ. 8,9               Είπαν ακόμη στον Ιούδαν, ότι και οι κάτοικοι της Ελλάδος είχαν πάρει την απόφασιν να εκστρατεύσουν και να εξολοθρεύσουν τους Ρωμαίους.

Α Μακ. 8,10       καὶ ἐγνώσθη ὁ λόγος αὐτοῖς, καὶ ἀπέστειλαν ἐπ᾿ αὐτοὺς στρατηγὸν ἕνα καὶ ἐπολέμησαν πρὸς αὐτούς, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν τραυματίαι πολλοί, καὶ ᾐχμαλώτευσαν τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ ἐπρονόμευσαν αὐτοὺς καὶ κατεκράτησαν τῆς γῆς αὐτῶν καὶ καθεῖλον τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν καὶ κατεδουλώσαντο αὐτοὺς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης·

Α Μακ. 8,10             Αυτό όμως το σχέδιόν των έγινεν γνωστόν στους Ρωμαίους, οι οποίοι απέστειλαν εναντίον των ένα στρατηγόν με την ανάλογον στρατιωτικήν δύναμιν. Οι Ρωμαίοι επολέμησαν εναντίον των Ελλήνων, εφόνευσαν πολλούς από αυτούς, επήραν αιχμαλώτους τας γυναίκας των και τα παιδιά των, ελεηλάτησαν τας περιουσίας των και έγιναν κύριοι της χώρας των. Κατέστρεψαν τας οχυράς αυτών θέσεις και κατέστησαν αυτούς δούλους μέχρις αυτής της ημέρας.

Α Μακ. 8,11       καὶ τὰς ἐπιλοίπους βασιλείας καὶ τὰς νήσους, ὅσοι ποτὲ ἀντέστησαν αὐτοῖς, κατέφθειραν καὶ ἐδούλωσαν αὐτούς,

Α Μακ. 8,11              Ολα τα άλλα βασίλεια και τας νήσους και γενικώς όσους έφεραν αντίστασιν εναντίον των, τους κατέστρεψαν και τους κατέστησαν δούλους.

Α Μακ. 8,12       μετὰ δὲ τῶν φίλων αὐτῶν καὶ τῶν ἐπαναπαυομένων αὐτοῖς συνετήρησαν φιλίαν· καὶ κατεκράτησαν τῶν βασιλειῶν τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, καὶ ὅσοι ἤκουον τὸ ὄνομα αὐτῶν, ἐφοβοῦντο ἀπ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 8,12             Με τους φίλους των όμως, όπως και με εκείνους οι οποίοι επανεπαύοντο εις αυτούς, ήσαν και έμεναν φίλοι. Γενικώς οι Ρωμαίοι έγιναν κύριοι των πλησίον και των μακράν από αυτούς βασιλείων, ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήκουαν το όνομά των, τους εφοβούντο.

Α Μακ. 8,13       ὅσοις δ᾿ ἂν βούλωνται βοηθεῖν καὶ βασιλεύειν, βασιλεύουσιν· οὓς δ᾿ ἂν βούλωνται, μεθιστῶσι· καὶ ὑψώθησαν σφόδρα.

Α Μακ. 8,13              Οσους δε οι Ρωμαίοι ήθελαν να βοηθήσουν και να τους υποστηρίξουν εις την βασιλείαν των, τους άφηναν ανενοχλήτους στον θρόνον των. Οσους όμως ήθελαν να τους απομακρύνουν από την βασιλείαν των, τους απεμάκρυναν. Κατ' αυτόν τον τρόπον οι Ρωμαίοι έγιναν πολύ ένδοξοι.

Α Μακ. 8,14       καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἐπέθετο οὐδεὶς αὐτῶν διάδημα καὶ οὐ περιεβάλοντο πορφύραν ὥστε ἁδρυνθῆναι ἐν αὐτῇ·

Α Μακ. 8,14             Παρ' όλα όμως αυτά, κανείς από τους Ρωμαίους δεν έθεσε βασιλικόν διάδημα εις την κεφαλήν του, ούτε και ενεδύθη βασιλικήν πορφύραν, ώστε να φανή ισχυρός εν τη εξουσία του.

Α Μακ. 8,15       καὶ βουλευτήριον ἐποίησαν ἑαυτοῖς, καὶ καθ᾿ ἡμέραν ἐβουλεύοντο τριακόσιοι καὶ εἴκοσι βουλευόμενοι διαπαντὸς περὶ τοῦ πλήθους τοῦ εὐκοσμεῖν αὐτούς·

Α Μακ. 8,15              Εχουν δε σχηματίσει δια την εξυπηρέτησιν του έθνους των και βουλήν, την σύγκλητον. Καθημερινώς δε συσκέπτονται τριακόσια είκοσι μέλη, που ασχολούνται επιμελώς δια τα συμφέροντα του λαού και δια να κρατούν αυτόν εις καλήν κατάστασιν.

Α Μακ. 8,16       καὶ πιστεύουσιν ἑνὶ ἀνθρώπῳ τὴν ἀρχὴν αὐτῶν κατ᾿ ἐνιαυτὸν καὶ κυριεύειν πάσης τῆς γῆς αὐτῶν, καὶ πάντες ἀκούουσι τοῦ ἑνός, καὶ οὐκ ἔστι φθόνος οὐδὲ ζῆλος ἐν αὐτοῖς.

Α Μακ. 8,16             Καθε έτος παραδίδουν με εμπιστοσύνην την διοίκησίν των εις ένα άνδρα, ο οποίος και κυβερνά όλην την χώραν των. Ολοι υπακούουν εις αυτόν τον ένα άνδρα και δεν υπάρχει μεταξύ των φθόνος και ζηλοτυπία.

 

                               Η συνθήκη του Ιούδα με τους Ρωμαίους

Α Μακ. 8,17       καὶ ἐπέλεξεν Ἰούδας τὸν Εὐπόλεμον υἱὸν Ἰωάννου τοῦ Ἀκκὼς καὶ Ἰάσονα υἱὸν Ἐλεαζάρου καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς Ῥώμην στῆσαι αὐτοῖς φιλίαν καὶ συμμαχίαν

Α Μακ. 8,17              Κατόπιν αυτών των πληροφοριών, ο Ιούδας εξέλεξε τον Ευπόλεμον υιόν Ιωάννου του Ακκώς, και τον Ιάσονα υιόν του Ελεαζάρου, και τους έστειλεν εις την Ρωμην, να συνάψουν με τους Ρωμαίους φιλίαν και συμμαχίαν,

Α Μακ. 8,18       καὶ τοῦ ἆραι τὸν ζυγὸν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι εἶδον τὴν βασιλείαν τῶν Ἑλλήνων καταδουλουμένους τὸν Ἰσραὴλ δουλείᾳ.

Α Μακ. 8,18             και να τους απαλλάξουν από τον ζυγόν, διότι έβλεπον ότι το βασίλειον των Ελλήνων είχε σκοπόν και επιδίωξιν να καταδουλώση τους Ισραηλίτας.

Α Μακ. 8,19       καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Ῥώμην, καὶ ἡ ὁδὸς πολλὴ σφόδρα, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον·

Α Μακ. 8,19             Αυτοί, λοιπόν, κατόπιν πάρα πολύ μακρυνού ταξιδίου επήγαν εις την Ρωμην, εισήλθον στο βουλευτήριον και επήραν τον λόγον και είπαν·

Α Μακ. 8,20       Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἀπέστειλαν ἡμᾶς πρὸς ὑμᾶς στῆσαι μεθ᾿ ὑμῶν συμμαχίαν καὶ εἰρήνην καὶ γραφῆναι ἡμᾶς συμμάχους καὶ φίλους ὑμῶν.

Α Μακ. 8,20             “ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, οι αδελφοί αυτού και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν προς σας, να συνάψωμεν συμμαχίαν και ειρήνην και να εγγραφώμεν και ημείς μεταξύ των συμμάχων και των φίλων σαςό

Α Μακ. 8,21       καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον αὐτῶν.

Α Μακ. 8,21             Ο λόγος αυτός ήρεσεν στους Ρωμαίους και η αίτησις των Ιουδαίων έγινε δεκτή.

Α Μακ. 8,22       καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, ἧς ἀντέγραψεν ἐπὶ δέλτοις χαλκαῖς καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἶναι παρ᾿ αὐτοῖς ἐκεῖ μνημόσυνον εἰρήνης καὶ συμμαχίας.

Α Μακ. 8,22             Αυτό δε είναι και το αντίγραφαν της συμφωνίας, την οποίαν εχάραξαν επάνω εις χαλκίνας πινακίδας και απέστειλαν εις την Ιερουσαλήμ, ώστε να μένη εκεί εις αυτούς εις υπόμνησιν της φιλίας και της συμμαχίας.

Α Μακ. 8,23       «Καλῶς γένοιτο Ῥωμαίοις καὶ τῷ ἔθνει Ἰουδαίων ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ῥομφαία καὶ ἐχθρὸς μακρυνθείη ἀπ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 8,23             “Ευτυχία και ειρήνη είθε να υπάρχη στους Ρωμαίους και το Ιουδαϊκόν έθνος, κατά θάλασσαν και κατά ξηράν πάντοτε. Μακράν ας είναι από αυτούς η ρομφαία και ο εχθρός.

Α Μακ. 8,24       ἐὰν δὲ ἐνστῇ πόλεμος ἐν Ῥώμῃ προτέρᾳ ἢ πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτῶν ἐν πάσῃ κυρείᾳ αὐτῶν,

Α Μακ. 8,24             Εις περίπτωσιν όμως που θα ενσκήψη πόλεμος εναντίον των Ρωμαίων κατά πρώτον η εις ένα εκ των συμμάχων των καθ' όλην την έκτασιν της κυριαρχίας του,

Α Μακ. 8,25       συμμαχήσει τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ὡς ἂν ὁ καιρὸς ὑπογραφῇ αὐτοῖς καρδίᾳ πλήρει.

Α Μακ. 8,25             το έθνος των Ιουδαίων θα συμμαχήση και θα δώση βοήθειαν εις αυτούς, καθώς αι περιστάσεις θα υπαγορεύσουν, με όλην των την καρδίαν.

Α Μακ. 8,26       καὶ τοῖς πολεμοῦσιν οὐ δώσουσιν οὐδὲ ἐπαρκέσουσι σῖτον, ὅπλα, ἀργύριον, πλοῖα, ὡς ἔδοξε Ῥωμαίοις· καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματα αὐτῶν οὐθὲν λαβόντες.

Α Μακ. 8,26             Δεν θα δώσουν βοήθειαν ούτε και θα προμηθεύσουν στους πολεμούντας τους Ρωμαίους σίτον, ούτε όπλα, ούτε χρήματα, ούτε πλοία. Αυτή είναι η θέλησις των Ρωμαίων. Οι Ιουδαίοι είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν όλα αυτά, χωρίς να λάβουν κανένα αντάλλαγμα.

Α Μακ. 8,27       κατὰ τὰ αὐτὰ δὲ ἐὰν ἔθνει Ἰουδαίων συμβῇ προτέροις πόλεμος, συμμαχήσουσιν οἱ Ῥωμαῖοι ἐκ ψυχῆς, ὡς ἂν αὐτοῖς ὁ καιρὸς ὑπογράφῃ·

Α Μακ. 8,27             Κατά παρόμοιον τρόπον εάν συμβή πόλεμος εναντίον των Ιουδαίων, οι Ρωμαίοι θα συμμαχήσουν με όλην των την ψυχήν με αυτούς, όπως θα υπαγορεύουν εις αυτούς αι περιστάσεις.

Α Μακ. 8,28       καὶ τοῖς συμμαχοῦσιν οὐ δοθήσεται σῖτος, ὅπλα, ἀργύριον, πλοῖα, ὡς ἔδοξε Ῥώμῃ· καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματα αὐτῶν καὶ οὐ μετὰ δόλου. –

Α Μακ. 8,28             Οι Ρωμαίοι είναι υποχρεωμένοι να μη δώσουν εις τα εχθρικά σύμμαχα κατά των Εβραίων έθνη ούτε σίτον, ούτε όπλα ούτε χρήματα, ούτε πλοία. Αυτά απεφάσισεν η Ρωμη. Οι Ρωμαίοι υπόσχονται ότι θα τηρήσουν τας υποχρεώσεις των ακριβώς και ειλικρινώς”.

Α Μακ. 8,29       ατὰ τοὺς λόγους τούτους ἔστησαν Ῥωμαῖοι τῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων.

Α Μακ. 8,29             Αυτούς τους όρους έθεσαν οι Ρωμαίοι στον λαόν των Ιουδαίων δια την συνθήκην.

Α Μακ. 8,30       ἐὰν δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους βουλεύσωνται οὗτοι καὶ οὗτοι προσθεῖναι ἢ ἀφελεῖν, ποιήσονται ἐξ αἱρέσεως αὐτῶν, καὶ ὃ ἐὰν προσθῶσιν ἢ ἀφέλωσιν, ἔσται κύρια.

Α Μακ. 8,30             Εάν δε έπειτα από την υπογραφείσαν με τους όρους αυτούς συνθήκην θελήσουν είτε οι Ρωμαίοι είτε οι Ιουδαίοι να προσθέσουν η να αφαιρέσουν κάτι, θα το κάμουν κατόπιν κοινής συμφωνίας και αυτό που θα προσθέσουν η θα αφαιρέσουν, θα έχη κύρος και θα είναι υποχρεωτικόν δι' αμφοτέρους.

Α Μακ. 8,31       καὶ περὶ τῶν κακῶν, ὧν ὁ βασιλεὺς Δημήτριος συντελεῖται εἰς αὐτούς, ἐγράψαμεν αὐτῷ λέγοντες· διατί ἐβάρυνας τὸν ζυγόν σου ἐπὶ τοὺς φίλους ἡμῶν τοὺς συμμάχους Ἰουδαίους;

Α Μακ. 8,31              Ως προς δε τα δεινά, τα οποία ο βασιλεύς Δημήτριος διαπράττει εις βάρος των Ιουδαίων, εγράψαμεν προς αυτόν τα εξής· “Διατί κατέστησας βαρύν τον ζυγόν σου επάνω στους φίλους μας, τους συμμάχους μας τους Ιουδαίους;

Α Μακ. 8,32       ἐὰν οὖν ἔτι ἐντύχωσι κατὰ σοῦ, ποιήσομεν αὐτοῖς τὴν κρίσιν καὶ πολεμήσομέν σε διὰ τῆς θαλάσσης καὶ διὰ τῆς ξηρᾶς».

Α Μακ. 8,32             Εάν αυτοί σε κατηγορήσουν και πάλιν προς ημάς, ημείς θα πράξωμεν σύμφωνα με το δίκαιόν των και θα σε πολεμήσωμεν κατά θάλασσαν και κατά ξηράν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ  

Ο ΙΩΝΑΘΑΝ ΔΙΑΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΑΣ

                              Ο θάνατος του Ιούδα του Μακκαβαίου

Α Μακ. 9,1         Καὶ ἤκουσε Δημήτριος ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐν πολέμῳ, καὶ προσέθετο τὸν Βακχίδην καὶ τὸν Ἄλκιμον ἐκ δευτέρου ἀποστεῖλαι εἰς γῆν Ἰούδα καὶ τὸ δεξιὸν κέρας μετ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 9,1                Ο Δημήτριος επληροφορήθη ότι ο Νικάνωρ έπεσε μαχόμενος, ότι αι δυνάμεις αυτού εξωλοθρεύθησαν στον πόλεμον και απεφάσισε να στείλη πάλιν τον Βακχίδην και τον Αλκιμον εις την, Ιουδαίαν, μαζή των δε και την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του.

Α Μακ. 9,2         καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Γάλγαλα καὶ παρενέβαλον ἐπὶ Μαισαλὼθ τὴν ἐν Ἀρβήλοις καὶ προκατελάβοντο αὐτὴν καὶ ἀπώλεσαν ψυχὰς ἀνθρώπων πολλάς.

Α Μακ. 9,2               Αυτοί ηκολούθησαν την οδόν, που φέρει εις Γαλγαλα, και εστρατοπέδευσαν εις την Μαισαλώθ, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν των Αρβήλων. Εκυρίευσαν την πόλιν αυτήν και εφόνευσαν πάρα πολλούς ανθρώπους.

Α Μακ. 9,3         καὶ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ δευτέρου καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ παρενέβαλον ἐπὶ Ἱερουσαλήμ·

Α Μακ. 9,3               Κατά τον πρώτον μήνα του εκατοστού πεντηκοστού δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών εστρατοπέδευσαν αυτοί απέναντι από την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 9,4         καὶ ἀπῇραν καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Βερέαν ἐν εἴκοσι χιλιάσιν ἀνδρῶν καὶ δισχιλίᾳ ἵππῳ.

Α Μακ. 9,4               Επειτα εσηκώθησαν και μετέβησαν εις Βερέαν με είκοσι χιλιάδας άνδρας πεζούς και δύο χιλιάδας ιππείς.

Α Μακ. 9,5         καὶ Ἰούδας ἦν παρεμβεβληκὼς ἐν Ἐλασά, καὶ τρισχίλιοι ἄνδρες ἐκλεκτοὶ μετ᾿ αὐτοῦ.

Α Μακ. 9,5               Ο Ιούδας είχε στρατοπεδεύσει εις Ελασά με τρεις χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας του.

Α Μακ. 9,6         καὶ εἶδον τὸ πλῆθος τῶν δυνάμεων ὅτι πολλοί εἰσι, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐξεῤῥύησαν πολλοὶ ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς, οὐ κατελείφθησαν ἐξ αὐτῶν ἀλλ᾿ ἢ ὀκτακόσιοι ἄνδρες.

Α Μακ. 9,6               Οταν οι Ιουδαίοι στρατιώται είδαν το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων, ότι είναι αυτοί πολλοί και ισχυροί, εφοβήθησαν πάρα πολύ. Διέρρευσαν πολλοί από το στρατόπεδον και δεν απέμειναν από αυτούς, ει μη μόνον οκτακόσιοι άνδρες.

Α Μακ. 9,7         καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι ἀπεῤῥύη ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ καὶ ὁ πόλεμος ἔθλιβεν αὐτόν, καὶ συνετρίβη τῇ καρδίᾳ, ὅτι οὐκ εἶχε καιρὸν συναγαγεῖν αὐτούς,

Α Μακ. 9,7               Ο Ιούδας όταν είδεν ότι ο στρατός του διέρρευσε και ότι η επικειμένη σύρραξις θα ήτο καταθλιπτική δι' αυτόν, ησθάνθη την καρδίαν του να συντρίβεται, διότι δεν είχε πλέον καιρόν να συγκεντρώση τους άνδρας του.

Α Μακ. 9,8         καὶ ἐξελύθη καὶ εἶπε τοῖς καταλειφθεῖσιν· ἀναστῶμεν καὶ ἀναβῶμεν ἐπὶ τοὺς ὑπεναντίους ἡμῶν, ἐὰν ἄρα δυνώμεθα πολεμῆσαι αὐτούς.

Α Μακ. 9,8               Ησθάνθη τον εαυτόν του να παραλύη από την αδυναμίαν εις την περίστασιν αυτήν· εν τούτοις είπεν στους υπολειφθέντας· “ας σηκωθώμεν και ας προχωρήσωμεν εναντίον των εχθρών μας. Ισως και ημπορέσωμεν να τους καταπολεμήσωμεν”.

Α Μακ. 9,9         καὶ ἀπέστρεφον αὐτὸν λέγοντες· οὐ μὴ δυνώμεθα, ἀλλ᾿ ἢ σῴζωμεν τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς τὸ νῦν καὶ ἐπιστρέψωμεν μετὰ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν πρὸς αὐτούς, ἡμεῖς δὲ ὀλίγοι.

Α Μακ. 9,9               Εκείνοι όμως τον απέτρεπαν και του έλεγαν· “δεν θα ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν νίκην. Το μόνον, που ημπορούμεν να κάμωμεν είναι, να σώσωμεν σήμερον την ζωήν μας και να επανέλθωμεν να πολεμήσωμεν αυτούς βραδύτερον μαζή με τους άλλους τους περισσοτέρους αδελφούς μας. Ημείς τώρα είμεθα πολύ ολίγοι.

Α Μακ. 9,10       καὶ εἶπεν Ἰούδας· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο, φυγεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ εἰ ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, καὶ ἀποθάνωμεν ἐν ἀνδρείᾳ χάριν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ μὴ καταλίπωμεν αἰτίαν τῇ δόξῃ ἡμῶν.

Α Μακ. 9,10             Ο Ιούδας απήντησεν εις αυτούς· “Θεός φυλάζοι να πράξω εγώ αυτό, το οποίον με συμβουλεύετε, να φύγω ενώπιον αυτών. Εάν ήλθεν η ώρα μας, ας αποθάνωμεν γενναίως χάριν των αδελφών μας και ας μη αφήσωμεν σκιαν εις την δόξαν μας”.

Α Μακ. 9,11       καὶ ἀπῇρεν ἡ δύναμις ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς καὶ ἔστησαν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, καὶ ἐμερίσθη ἡ ἵππος εἰς δύο μέρη, καὶ οἱ σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται προεπορεύοντο τῆς δυνάμεως, καὶ οἱ πρωταγωνισταὶ πάντες οἱ δυνατοί·

Α Μακ. 9,11              Η στρατιωτική δύναμις των Συρων εξήλθεν από το στρατόπεδον και κατηυθύνετο εις συνάντησιν των Ιουδαίων. Το εχθρικόν ιππικόν διηρέθη εις δύο σώματα, οι σφενδονήται και οι τοξόται επροπορεύοντο από τον στρατόν, οι δε γενναιότεροι μεταξύ αυτών ευρίσκοντο εις την πρώτην σειράν.

Α Μακ. 9,12       Βακχίδης δὲ ἦν ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι. καὶ ἤγγισεν ἡ φάλαγξ ἐκ τῶν δύο μερῶν καὶ ἐφώνουν ταῖς σάλπιγξι,

Α Μακ. 9,12             Ο Βακχίδης ήτο εις την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του. Ολη η φάλαγξ του εχθρικού στρατού, που απετελείτο από τας δύο πτέρυγας, προχωρούσε και αι σάλπιγγες αυτών εσάλπιζαν τα πολεμικά συνθήματα.

Α Μακ. 9,13       καὶ ἐσάλπισαν οἱ παρὰ Ἰούδᾳ καὶ αὐτοὶ ταῖς σάλπιγξι· καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς φωνῆς τῶν παρεμβολῶν, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος συνημμένος ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας.

Α Μακ. 9,13              Εσάλπισαν επίσης και οι άνδρες του Ιούδα με τας ιεράς των σάλπιγγας. Η γη συνεκλονίσθη από τον μεγάλον θόρυβον των δύο στρατών. Η μάχη ήρχισεν από το πρωϊ και διήρκεσεν έως το βράδυ.

Α Μακ. 9,14       καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι Βακχίδης καὶ τὸ στερέωμα τῆς παρεμβολῆς ἐν τοῖς δεξιοῖς, καὶ συνῆλθον αὐτῷ πάντες οἱ εὔψυχοι τῇ καρδίᾳ,

Α Μακ. 9,14             Ο Ιούδας είδεν ότι ο Βακχίδης και το ισχυρότερον μέρος του στρατού του ευρίσκοντο εις την δεξιάν πτέρυγα. Συνεκέντρωσε, λοιπόν, γύρω του όλους τους γενναίους κατά την καρδίαν Ιουδαίους,

Α Μακ. 9,15       καὶ συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐδίωκεν ὀπίσω αὐτῶν ἕως Ἀζώτου ὄρους.

Α Μακ. 9,15              επετέθη εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των πολεμίων, την συνέτριψε και κατεδίωκε τους φεύγοντας στρατιώτας μέχρι του όρους της Αζώτου.

Α Μακ. 9,16       καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν κέρας εἶδον ὅτι συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας, καὶ ἐπέστρεψαν κατὰ πόδας Ἰούδα καὶ τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὄπισθεν.

Α Μακ. 9,16             Οι απαρτίζοντες όμως την αριστεράν πτέρυγα Σύροι στρατιώται, όταν είδον ότι συνετρίβη η δεξιά των πτέρυξ, εστράφησαν πίσω από τον Ιούδαν και επετέθησαν εναντίον αυτού και των ανδρών του εκ των όπισθεν.

Α Μακ. 9,17       καὶ ἐβαρύνθη ὁ πόλεμος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἐκ τούτων καὶ ἐκ τούτων.

Α Μακ. 9,17              Η μάχη έγινε πολύ σκληρά. Επεσαν πολλοί νεκροί από την παράταξιν των Συρων και των Ιουδαίων.

Α Μακ. 9,18       καὶ Ἰούδας ἔπεσε, καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον.

Α Μακ. 9,18             Επεσε δε και ο Ιούδας ηρωϊκώς μαχόμενος, ενώ οι άλλοι άνδρες του ετράπησαν εις φυγήν.

Α Μακ. 9,19       καὶ ᾖραν Ἰωνάθαν καὶ Σίμων Ἰούδαν τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν Μωδεΐν.

Α Μακ. 9,19             Ο Ιωνάθαν και ο Σιμων εσήκωσαν και επήραν το πτώμα του αδελφού των και το έθαψαν στον τάφον των πατέρων των εις Μωδεΐν.

Α Μακ. 9,20       καὶ ἔκλαυσαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθουν ἡμέρας πολλὰς καὶ εἶπον·

Α Μακ. 9,20             Ολοι οι Ισραηλίται τον έκλαυσαν με κοπετούς και θρήνους. Επένθησαν επί πολλάς ημέρας και είπαν·

Α Μακ. 9,21       πῶς ἔπεσε δυνατὸς σῴζων τὸν Ἰσραήλ;

Α Μακ. 9,21             “πως έπεσεν ο μεγάλος αυτός ήρως, ο οποίος έσωζεν έως τώρα τον Ισραήλ;”

Α Μακ. 9,22       καὶ τὰ περισσὰ τῶν λόγων Ἰούδα καὶ τῶν πολέμων καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν, ὧν ἐποίησε, καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτῶν οὐ κατεγράφη, πολλὰ γὰρ ἦν σφόδρα.

Α Μακ. 9,22             Τα υπόλοιπα από την ιστορίαν του Ιούδα και των πολέμων και των ανδραγαθημάτων, τα οποία έκαμε, και τα της μεγάλης αυτού δόξης δεν κατεγράφησαν, διότι ήσαν πάρα πολλά.

                         

                               Ο Ιωνάθαν διαδέχεται τον Ιούδα

Α Μακ. 9,23       Καὶ ἐγένετο, μετὰ τὴν τελευτὴν Ἰούδα ἐξέκυψαν οἱ ἄνομοι ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις Ἰσραήλ, καὶ ἀνέτειλαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀδικίαν.

Α Μακ. 9,23             Μετά τον θάνατον του Ιούδα, οι εξωμόται από τους Ιουδαίους ανεθάρρησαν, επρόβαλαν εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εσήκωσαν το κεφάλι των όλοι οι εργάται της αδικίας.

Α Μακ. 9,24       ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγενήθη λιμὸς μέγας σφόδρα, καὶ ηὐτομόλησεν ἡ χώρα μετ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 9,24             Κατά τας ημέρας εκείνας έπεσε πολύ μεγάλη πείνα. Το έδαφος ωσάν να ηρνήθη την ευφορίαν του και να ετάχθη με το μέρος των παρανόμων Ιουδαίων.

Α Μακ. 9,25       καὶ ἐξέλεξε Βακχίδης τοὺς ἀσεβεῖς ἄνδρας καὶ κατέστησεν αὐτοὺς κυρίους τῆς χώρας.

Α Μακ. 9,25             Ο Βακχίδης επωφελούμενος της περιστάσεως εξέλεξε τους ασεβείς αυτούς άνδρας της Ιουδαίας και τους εγκατέστησε κυρίους ολοκλήρου της χώρας.

Α Μακ. 9,26       καὶ ἐξεζήτουν καὶ ἐξηρεύνων τοὺς φίλους Ἰούδα καὶ ἦγον αὐτοὺς πρὸς Βακχίδην, καὶ ἐξεδίκει ἐν αὐτοῖς καὶ ἐνέπαιζεν αὐτοῖς.

Α Μακ. 9,26             Αυτοί ερευνούσαν και αναζητούσαν τους φίλους του Ιούδα, τους έφεραν προς τον Βακχίδην, ο οποίος τους ετιμώρει και τους ενέπαιζε.

Α Μακ. 9,27       καὶ ἐγένετο θλῖψις μεγάλη ἐν τῷ Ἰσραήλ, ἥτις οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας οὐκ ὤφθη προφήτης ἐν αὐτοῖς.

Α Μακ. 9,27             Επεσε πολύ μεγάλη και βαρεία θλίψις μεταξύ των Ισραηλιτών, όμοια της οποίας δεν είχε γίνει αφ' ης εποχής δεν ενεφανίσθη προφήτης μεταξύ των Ιουδαίων.

Α Μακ. 9,28       καὶ ἠθροίσθησαν πάντες οἱ φίλοι Ἰούδα καὶ εἶπον τῷ Ἰωνάθαν·

Α Μακ. 9,28             Τοτε όλοι οι φίλοι του Ιούδα συνεκεντρώθησαν και είπαν προς τον Ιωνάθαν·

Α Μακ. 9,29       ἀφ᾿ οὗ ὁ ἀδελφός σου Ἰούδας τετελεύτηκε, καὶ ἀνὴρ ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἔστιν ἐξελθεῖν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ Βακχίδην, καὶ ἐν τοῖς ἐχθραίνουσιν τοῦ ἔθνους ἡμῶν·

Α Μακ. 9,29             “Από τότε που ο αδελφός σου Ιούδας απέθανε, δεν υπάρχει πλέον ανήρ όμοιος προς αυτόν, δια να εξέλθη εναντίον των εχθρών, εναντίον του Βακχίδου και εναντίον παντός εχθρού του έθνους μας.

Α Μακ. 9,30       νῦν οὖν σε ᾑρετισάμεθα σήμερον τοῦ εἶναι ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα καὶ ἡγούμενον τοῦ πολεμῆσαι τὸν πόλεμον ἡμῶν.

Α Μακ. 9,30             Σημερον λοιπόν σε εκλέγομεν άρχοντά μας αντ' αυτού και στρατηγόν, δια να διεξαγάγης τους πολέμους μας”.

Α Μακ. 9,31       καὶ ἐπεδέξατο Ἰωνάθαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὴν ἥγησιν καὶ ἀνέστη ἀντὶ Ἰούδα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Α Μακ. 9,31              Ο Ιωνάθαν εδέχθη κατά τον καιρόν εκείνον την αρχηγίαν και ανέλαβε την εξουσίαν αντί του Ιούδα του αδελφού του.

 

                             Ανταρτοπόλεμος στα ανατολικά σύνορα της Ιουδαίας

Α Μακ. 9,32       Καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι.

Α Μακ. 9,32             Ο Βακχίδης επληροφορήθη την εκλογήν αυτήν και επεζήτει ευκαιρίαν νο φονεύση τον Ιωνάθαν.

Α Μακ. 9,33       καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· καὶ πάντες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον Θεκωὲ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ λάκκου Ἀσφάρ.

Α Μακ. 9,33             Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Σιμων ο αδελφός του και όλοι, όσοι ήσαν μαζή του, έμαθαν την απόφασιν αυτήν του Βακχίδου και κατέφυγαν εις την έρημον Θεκωέ και εστρατοπέδευσαν πλησίον του ύδατος της δεξαμενής Ασφάρ.

Α Μακ. 9,34       καὶ ἔγνω Βακχίδης τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἦλθεν αὐτὸς καὶ πᾶν τὸ στράτευμα αὐτοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Α Μακ. 9,34             Ο Βακχίδης κατά κάποιον Σαββατον επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ήλθεν αυτός και όλος ο στρατός του πέραν από τον Ιορδάνην.

Α Μακ. 9,35       καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἡγούμενον τοῦ ὄχλου καὶ παρεκάλεσε τοὺς Ναβαταίους φίλους αὐτοῦ παραθέσθαι αὐτοῖς τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν τὴν πολλήν.

Α Μακ. 9,35             Ο Ιωνάθαν έστειλε τον αδελφόν του ως αρχηγόν του λαού και παρεκάλεσε τους Ναβαταίους φίλους του, να αναλάβουν υπό την προστασίαν των τον πολύν άμαχον πληθυσμόν και τας πολλάς αποσκευάς των.

Α Μακ. 9,36       καὶ ἐξῆλθον υἱοὶ Ἰαμβρὶ ἐκ Μηδαβὰ καὶ συνέλαβον Ἰωάννην καὶ πάντα, ὅσα εἶχε, καὶ ἀπῆλθον ἔχοντες.

Α Μακ. 9,36             Οι απόγονοι όμως του Ιαμβρί εξήλθον από την Μηδαβά, συνέλαβαν και επήραν μαζή των τον Ιωάννην και όλα όσα είχε και απήλθον αποκομίζοντες αυτούς.

Α Μακ. 9,37       μετὰ δὲ τοὺς λόγους τούτους ἀπήγγειλαν τῷ Ἰωνάθαν καὶ Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ὅτι οἱ υἱοὶ Ἰαμβρὶ ποιοῦσι γάμον μέγαν καὶ ἄγουσι τὴν νύμφην ἀπὸ Ναδαβάθ, θυγατέρα ἑνὸς τῶν μεγάλων μεγιστάνων Χαναὰν μετὰ παραπομπῆς μεγάλης.

Α Μακ. 9,37             Ολίγον χρόνον έπειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν και στον Σιμωνα τον αδελφόν του, ότι οι απόγονοι του Ιαμβρί τελούν μεγαλοπρεπή γάμον με μεγάλην ακολουθίαν και πομπήν. Παίρνουν από Ναβαβάθ ως νύμφην την θυγατέρα ενός από τους μεγάλους μεγιστάνας της Χαναάν.

Α Μακ. 9,38       καὶ ἐμνήσθησαν Ἰωάννου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἐκρύβησαν ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ὄρους.

Α Μακ. 9,38             Τοτε οι αδελφοί Ιωνάθαν και Σιμων ενεθυμήθησαν τον φονευθέντα από εκείνους αδελφόν των Ιωάννην, ανέβησαν και εκρύβησαν κάτω από κάποιαν εξοχήν του όρους.

Α Μακ. 9,39       καὶ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ θροῦς καὶ ἀποσκευὴ πολλή, καὶ ὁ νυμφίος ἐξῆλθε καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τυμπάνων καὶ μουσικῶν καὶ ὅπλων πολλῶν.

Α Μακ. 9,39             Εσήκωσαν τα μάτια των και παρετήρησαν ότι ηκούετο μεγάλη βοή όχλου πολλού. Εξήλθεν ο νυμφίος και οι φίλοι του και οι αδελφοί του προς συνάντησιν της νύμφης με τύμπανα, με μουσικά όργανα και με πολλά όπλα.

Α Μακ. 9,40       καὶ ἐξανέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου οἱ περὶ τὸν Ἰωνάθαν καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον εἰς τὸ ὄρος· καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν.

Α Μακ. 9,40             Τοτε ώρμησαν εναντίον αυτών από την ενέδραν των οι περί τον Ιωνάθαν και τους εφόνευσαν. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που έπεσαν νεκροί, ενώ οι άλλοι πανικόβλητοι έφυγαν στο όρος. Οι Ιουδαίοι επήραν όλα τα λάφυρά των.

Α Μακ. 9,41       καὶ μετεστράφη ὁ γάμος εἰς πένθος καὶ ἡ φωνὴ μουσικῶν αὐτῶν εἰς θρῆνον.

Α Μακ. 9,41             Ετσι δε ο γάμος μετεβλήθη εις πένθος και αι χαρμόσυναι αρμονίαι των μουσικών εις θρήνον.

Α Μακ. 9,42       καὶ ἐξεδίκησαν τὴν ἐκδίκησιν αἵματος ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕλος τοῦ Ἰορδάνου.

Α Μακ. 9,42             Αφού εξεδικήθησαν τον θάνατον του αδελφού των, ο Ιωνάθαν και ο Σιμων επέστρεψαν στο έλος κοντά στον Ιορδάνην.

Α Μακ. 9,43       καὶ ἤκουσε Βακχίδης καὶ ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἕως τῶν κρηπίδων τοῦ Ἰορδάνου ἐν δυνάμει πολλῇ.

Α Μακ. 9,43             Ο Βακχίδης επληροφορήθη το γεγονός και κατά την ημέραν του Σαββάτου ήλθε μέχρι της αποκρήμνου όχθης του Ιορδάνου με πολλήν δύναμιν.

Α Μακ. 9,44       καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ· ἀναστῶμεν νῦν καὶ πολεμήσωμεν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, οὐ γάρ ἐστι σήμερον ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν·

Α Μακ. 9,44             Ο Ιωνάθαν είπεν στους άνδρας, που είχε μαζή του· “ας σηκωθώμεν τώρα και ας πολεμήσωμεν δια την ζωήν μας, διότι η σημερινή ημέρα δεν είναι, όπως η χθεσινή και η προχθεσινή.

Α Μακ. 9,45       ἰδοὺ γὰρ ὁ πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν καὶ ἐξόπισθεν ἡμῶν, τὸ δὲ ὕδωρ τοῦ Ἰορδάνου ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἕλος καὶ δρυμός, οὐκ ἔστι τόπος τοῦ ἐκκλῖναι·

Α Μακ. 9,45             Ιδού ότι οι πολέμιοί μας ευρίσκονται εμπρός μας και όπισθεν από ημάς. Το ύδωρ του Ιορδάνου είναι και από εδώ και από εκεί. Επίσης και έλος και δάσος υπάρχει γύρω μας, και δεν φαίνεται από πουθενά τόπος, να διαφύγωμεν και σωθώμεν.

Α Μακ. 9,46       νῦν οὖν κεκράξατε εἰς οὐρανόν, ὅπως διασωθῆτε ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν.

Α Μακ. 9,46             Τωρα λοιπόν κραυγάσατε με δύναμιν προς τον Θεόν του ουρανού, δια να βοηθήσή και διασωθήτε από τας χείρας των εχθρών σας”.

Α Μακ. 9,47       καὶ συνῆψεν ὁ πόλεμος· καὶ ἐξέτεινεν Ἰωνάθαν τὴν χεῖρα αὐτοῦ πατάξαι τὸν Βακχίδην, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω.

Α Μακ. 9,47             Η σύγκρουσις ήρχισεν. Ο Ιωνάθαν ήπλωσε το χέρι του να κτυπήσή τον Βακχίδην αλλά εκείνος εξέκλινεν από αυτόν και ερρίφθη εις τα οπίσω, δια να αποφύγή το κτύπημα.

Α Μακ. 9,48       καὶ ἐνεπήδησεν Ἰωνάθαν καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ διεκολύμβησαν εἰς τὸ πέραν, καὶ οὐ διέβησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἰορδάνην.

Α Μακ. 9,48             Τοτε ο Ιωνάθαν μαζή με τους συντρόφους του επήδησεν στον Ιορδάνην, εκολύμβησαν και έφθασαν εις την αντίπεραν όχθην. Οι Σύροι όμως δεν διέβησαν τον Ιορδάνην, δια να τους καταδιώξουν.

Α Μακ. 9,49       καὶ διέπεσον παρὰ Βακχίδου τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς χιλίους ἄνδρας.

Α Μακ. 9,49             Κατά την ημέραν εκείνην έπεσαν από τον στρατόν του Βακχίδου χίλιοι στρατιώται.

 

                               Θάνατος του Άλκιμου και οριστική αποχώρηση του Βακχίδου

Α Μακ. 9,50       καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, τὸ ὀχύρωμα τὸ ἐν Ἱεριχὼ καὶ τὴν Ἀμμαοὺς καὶ τὴν Βαιθωρὼν καὶ τὴν Βαιθὴλ καὶ τὴν Θαμναθὰ Φαραθωνὶ καὶ τὴν Τεφὼν ἐν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς·

Α Μακ. 9,50             Ο Βακχίδης έπειτα από το γεγονός αυτό επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησαν δε κατ' εντολήν του πόλεις οχυράς ανά την Ιουδαίαν, το φρούριον το ευρισκόμενον πλησίον της Ιεριχούς, την Αμμαούς, την Βαιθωρών, την Βαιθήλ, την Θαμναθά Φαραθωνί και την Τεφών ωχύρωσε με υψηλά τείχη και με πύλας και μοχλούς.

Α Μακ. 9,51       καὶ ἔθετο φρουρὰν ἐν αὐτοῖς τοῦ ἐχθραίνειν τῷ Ἰσραήλ.

Α Μακ. 9,51              Εθεσεν εις αυτάς φρουράς στρατιωτών, δια να κάνουν εχθροπραξίας κατά των Ιουδαίων.

Α Μακ. 9,52       καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν τὴν ἐν Βαιθσούρᾳ καὶ τὴν Γάζαρα καὶ τὴν ἄκραν καὶ ἔθετο ἐν αὐταῖς δυνάμεις καὶ παραθέσεις βρωμάτων.

Α Μακ. 9,52             Ωχύρωσεν επίσης την πόλιν Βαιθσούραν, την πόλιν Γαζαρα και την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, και εγκατέστησεν εις αυτάς στρατεύματα και μεγάλας αποθηκεύσεις τροφίμων.

Α Μακ. 9,53       καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς τῶν ἡγουμένων τῆς χώρας ὅμηρα καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν φυλακῇ.

Α Μακ. 9,53             Επήρεν ως ομήμους τα παιδιά των αρχηγών της χώρας, τα οποία και έκλεισεν εις την φυλακήν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 9,54       Καὶ ἐν ἔτει τρίτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐπέταξεν Ἄλκιμος καθαιρεῖν τὸ τεῖχος τῆς αὐλῆς τῶν ἁγίων τῆς ἐσωτέρας· καὶ καθεῖλε τὰ ἔργα τῶν προφητῶν καὶ ἐνήρξατο τοῦ καθαιρεῖν.

Α Μακ. 9,54             Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν τρίτον έτος, τον δεύτερον μήνα, ο Αλκιμος διέταξε να κρημνίσουν το τείχος της εσωτερικής αυλής του ναού και έτσι κατέστρεψε τα έργα των προφητών. Ηρχισε η καταστροφή του τείχους.

Α Μακ. 9,55       ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπλήγη Ἄλκιμος καὶ ἐνεποδίσθη τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ ἀπεφράγη τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ παρελύθη καὶ οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον καὶ ἐντείλασθαι περὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ.

Α Μακ. 9,55             Κατά τον καιρόν όμως εκείνον ο Αλκιμος εκτυπήθη από τον Θεόν και εμποδίσθη πλέον η συνέχεια των καταστρεπτικών του έργων. Το στόμα του δηλαδή εφράγη, διότι προσεβλήθη από παραλυσίαν και δεν ημπορούσε να είπη ούτε μίαν λέξιν. Δεν ήτο εις θέσιν να δώση ούτε μίαν εντολήν δια τον οίκον του.

Α Μακ. 9,56       καὶ ἀπέθανεν Ἄλκιμος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ μετὰ βασάνου μεγάλης.

Α Μακ. 9,56             Ετσι δε απέθανεν ο Αλκιμος κατά τον καιρόν εκείνον εν μέσω πολλών πόνων.

Α Μακ. 9,57       καὶ εἶδε Βακχίδης ὅτι ἀπέθανεν Ἄλκιμος, καὶ ἀπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα ἔτη δύο.

Α Μακ. 9,57             Είδεν ο Βακχίδης ότι απέθανεν ο Αλκιμος και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν προς τον βασιλέα, η δε χώρα της Ιουδαίας ησύχασεν επί δύο έτη.

Α Μακ. 9,58       Καὶ ἐβουλεύσαντο πάντες οἱ ἄνομοι λέγοντες· ἰδοὺ Ἰωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐν ἡσυχίᾳ κατοικοῦσι πεποιθότες· νῦν οὖν ἄξομεν τὸν Βακχίδην, καὶ συλλήψεται αὐτοὺς πάντας ἐν νυκτὶ μιᾷ.

Α Μακ. 9,58             Τοτε όλοι οι παράνομοι Ιουδαίοι συνήλθον εις σύσκεψιν και είπαν· “ιδού, ο Ιωνάθαν και οι οπαδοί του ζουν εν ειρήνή με την πεποίθησιν ότι ευρίσκονται εν ασφαλεία. Τωρα, λοιπόν, είναι καιρός να φέρωμεν τον Βακχίδην και να τους συλλάβη όλους κατά το διάστημα μιας και μόνης νυκτός”.

Α Μακ. 9,59       καὶ πορευθέντες συνεβουλεύσαντο αὐτῷ.

Α Μακ. 9,59             Επήγαν, ανεκοίνωσαν στον Βακχίδην το σχέδιόν των και τον συνεβουλεύθησαν.

Α Μακ. 9,60       καὶ ἀπῇρε τοῦ ἐλθεῖν μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς λάθρᾳ πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτοῦ τοῖς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, ὅπως συλλάβωσι τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἐδύναντο, ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἡ βουλὴ αὐτῶν.

Α Μακ. 9,60             Εκείνος πράγματι εσηκώθη και με στρατιωτικήν δύναμιν πολλήν ήλθε και έστειλε κρυφίως γράμματα προς όλους τους συμμάχους του, που ευρίσκοντο εις την Ιουδαίαν, να συλλάβουν αιφνιδίως τον Ιωνάθαν και τους οπαδούς του. Αλλά δεν επέτυχαν να φέρουν εις πέρας το πονηρόν των σχέδιον, διότι αυτό περιήλθεν εις γνώσιν των οπαδών του Ιωνάθαν.

Α Μακ. 9,61       καὶ συνέλαβον ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῆς χώρας τῶν ἀρχηγῶν τῆς κακίας εἰς πεντήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς.

Α Μακ. 9,61             Αυτοί μάλιστα και συνέλαβαν από τους κατοίκους της χώρας και από τους αρχηγούς αυτής της πονηρίας πεντήκοντα άνδρας και τους εφόνευσαν.

Α Μακ. 9,62       καὶ ἐξεχώρησεν Ἰωνάθαν καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Βαιθβασὶ τὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ᾠκοδόμησε τὰ καθῃρημένα αὐτῆς, καὶ ἐστερέωσαν αὐτήν.

Α Μακ. 9,62             Επειτα ο Ιωνάθαν μαζή με τον Σιμωνα και με εκείνους, που ήσαν μαζή των, ανεχώρησαν και μετέβησαν εις Βαιθβασί, η οποία ευρίσκετο εις την έρημον. Ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα οικήματα και τα τείχη της και την ωχύρωσαν.

Α Μακ. 9,63       καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ συνήγαγε πᾶν τὸ πλῆθος αὐτοῦ καὶ τοῖς ἐκ τῆς Ἰουδαίας παρήγγειλε·

Α Μακ. 9,63             Ο Βακχίδης επληροφορήθη τούτο και συνεκέντρωσεν όλον το πλήθος του στρατού του, παρήγγειλε δε και στους φιλικώς προς αυτόν διακειμένους Ιουδαίους να τον βοηθήσουν.

Α Μακ. 9,64       καὶ ἐλθὼν παρενέβαλεν ἐπὶ Βαιθβασὶ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησε μηχανάς.

Α Μακ. 9,64             Ηλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Βαιθβασί, επολέμησεν εναντίον αυτής επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησε δε και πολιορκητικάς μηχανάς.

Α Μακ. 9,65       καὶ ἀπέλιπεν Ἰωνάθαν Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ πόλει καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν χώραν καὶ ἐξῆλθεν ἐν ἀριθμῷ.

Α Μακ. 9,65             Ο Ιωνάθαν αφήκεν εις την πόλιν τον αδελφόν του τον Σιμωνα και αυτός εξήλθεν εις την ύπαιθρον χώραν με μετρημένους ολίγους άνδρας.

Α Μακ. 9,66       καὶ ἐπάταξεν Ὁδομηρὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς Φασιρὼν ἐν τῷ σκηνώματι αὐτῶν, καὶ ἐξήρξατο τύπτειν καὶ ἀναβαίνειν ἐν ταῖς δυνάμεσι.

Α Μακ. 9,66             Εκτύπησε τον Οδομηρά και τους αδελφούς του, όπως επίσης και τους υιούς Φασιρών εις τας σκηνάς των. Κατόπιν με αξιολόγους δυνάμεις ήρχισε να κτυπά τους Συρους και να προελαύνη με τας δυνάμeiw του.

Α Μακ. 9,67       καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνεπύρισαν τὰς μηχανάς·

Α Μακ. 9,67             Αλλά και ο Σιμων μαζή με τους ιδικούς του άνδρας έκαναν εξορμήσεις από την πόλιν και έκαψαν τας πολιορκητικάς μηχανάς των εχθρών.

Α Μακ. 9,68       καὶ ἐπολέμησαν πρὸς τὸν Βακχίδην, καὶ συνετρίβη ὑπ᾿ αὐτῶν. καὶ ἔθλιβον αὐτὸν σφόδρα, ὅτι ἦν ἡ βουλὴ αὐτοῦ καὶ ἡ ἔφοδος αὐτοῦ κενή.

Α Μακ. 9,68             Ολοι δε αυτοί εντός και εκτός της πόλεως Ιουδαίοι κατεπολέμησαν τον Βακχίδην, ο οποίος και συνετρίβη από αυτούς. Τον έφεραν εις πολύ δύσκολον θέσιν, διότι είδε πλέον ότι το σχέδιόν του και η εξόρμηοίς του έπεσαν στο κενόν.

Α Μακ. 9,69       καὶ ὠργίσθη θυμῷ τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀνόμοις τοῖς συμβουλεύσασιν αὐτῷ ἐλθεῖν εἰς τὴν χώραν καὶ ἀπέκτειναν ἐξ αὐτῶν πολλοὺς καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Α Μακ. 9,69             Ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον των παρανόμων Ιουδαίων, που τον είχαν συμβουλεύσει να έλθη εις την χώραν των και εφόνευσε πολλούς από αυτούς. Επήρε δε την απόφασιν να επιστρέψη εις την χώραν του, την Αντιόχειαν.

Α Μακ. 9,70       καὶ ἐπέγνω Ἰωνάθαν καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις τοῦ συνθέσθαι πρὸς αὐτὸν εἰρήνην καὶ ἀποδοῦναι αὐτοῖς τὴν αἰχμαλωσίαν.

Α Μακ. 9,70             Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τας αποφάσεις αυτάς του Βακχίδου και έστειλε προς αυτόν πρέσβεις να συνάψουν ειρήνην μεταξύ των και να αποδώση εκείνος εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους.

Α Μακ. 9,71       καὶ ἀπεδέξατο καὶ ἐποίησε κατὰ τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ μὴ ἐκζητῆσαι αὐτῷ κακὸν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ·

Α Μακ. 9,71              Ο Βακχίδης εδέχθη ευμενώς τους πρέσβεις και έπραξε σύμφωνα με τας προτάσστου Ιωνάθαν. Υπεσχεθη δι' όρκου στον Ιωνάθαν, ποτέ άλλοτε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του να μη επιζητήση να πράξη κακόν εναντίον της ζωής του.

Α Μακ. 9,72       καὶ ἀπέδωκεν αὐτῷ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν ᾐχμαλώτευσε τὸ πρότερον ἐκ γῆς Ἰούδα, καὶ ἀποστρέψας ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ οὐ προσέθετο ἔτι ἐλθεῖν εἰς τὰ ὅρια αὐτῶν.

Α Μακ. 9,72             Παρέδωσεν εις αυτόν τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει προηγουμένως από την Ιουδαίαν, έπειτα δε επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του. Και δεν επήρε πλέον την απόφασιν και την τόλμην να επανέλθη εις τα όρια της Ιουδαίας.

Α Μακ. 9,73       καὶ κατέπαυσε ῥομφαία ἐξ Ἰσραήλ· καὶ ᾤκησεν Ἰωνάθαν ἐν Μαχμάς. καὶ ἤρξατο Ἰωνάθαν κρίνειν τὸν λαὸν καὶ ἠφάνισε τοὺς ἀσεβεῖς ἐξ Ἰσραήλ.

Α Μακ. 9,73             Ετσι δε εσταμάτησεν η ρομφαία να πλήττη και να αφανίζη τους Ιουδαίους. Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη εις Μαχμάς, και ήρχισε να διοική με ειρήνην τον λαόν. Εξηφάνισε δε όλους τους ασεβείς Ιουδαίους εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16