ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 3-5

 

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ  

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΡΩΝΑ

                             Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος και η προετοιμασία του

Α Μακ. 3,1         Καὶ ἀνέστη Ἰούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Α Μακ. 3,1                Αντί του Ματταθίου ανεδείχθη και ανέλαβε την αρχηγίαν ο υιός του Ιούδας, ο επιλεγόμενος Μακκαβαίος

Α Μακ. 3,2         καὶ ἐβοήθουν αὐτῷ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πάντες, ὅσοι ἐκολλήθησαν τῷ πατρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπολέμουν τὸν πόλεμον Ἰσραὴλ μετ᾿ εὐφροσύνης.

Α Μακ. 3,2               Αυτόν εβοηθούσαν οι αδελφοί του και όλοι εκείνοι, οι οποίοι είχον προσκολληθή στον πατέρα του. Ολοι επολεμούσαν τον ιερόν υπέρ του έθνους του Ισραήλ αγώνα με χαράν και ενθουσιασμόν.

Α Μακ. 3,3         καὶ ἐπλάτυνε δόξαν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ἐνεδύσατο θώρακα ὡς γίγας καὶ συνεζώσατο τὰ σκεύη αὐτοῦ τὰ πολεμικὰ καὶ συνεστήσατο πολέμους σκεπάζων παρεμβολὴν ἐν ρομφαίᾳ.

Α Μακ. 3,3                Εδόξασεν αυτός τον λαόν του, ενεδύθη τον θώρακά του ως γίγας, εζώσθη τα πολεμικά του όπλα και διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους υπερασπίζων με την ρομφαίαν του το στρατόπεδον του Ισραήλ.

Α Μακ. 3,4         καὶ ὡμοιώθη λέοντι ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ὡς σκύμνος ἐρευγόμενος εἰς θήραν.

Α Μακ. 3,4               Εις τα πολεμικά του έργα ωμοίαζε με λέοντα και με σκύμνον λέοντος, ο οποίος εφορμά με βρυχηθμούς εναντίον του θηράματός του.

Α Μακ. 3,5         καὶ ἐδίωξεν ἀνόμους ἐξερευνῶν καὶ τοὺς ταράσσοντας τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐφλόγισε.

Α Μακ. 3,5                Κατεδίωκε τους ασεβείς, αφού ανεκάλυπτε τα κρησφύγετά των, τους δε αναταράσσοντας τον λαόν του παρέδιδεν στο πυρ.

Α Μακ. 3,6         καὶ συνεστάλησαν οἱ ἄνομοι ἀπὸ τοῦ φόβου αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας συνεταράχθησαν, καὶ εὐωδώθη σωτηρία ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Α Μακ. 3,6               Εκυριεύθησαν από φόβον και εσυμμαζεύθησαν οι εξωμόται και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομίαν συνεκλονίσθησαν, διότι η σωτηρία των Ιουδαίων κατευωδώθη δια της δυνάμεως Ιούδα του Μακκαβαίου.

Α Μακ. 3,7         καὶ ἐπίκρανε βασιλεῖς πολλοὺς καὶ εὔφρανε τὸν Ἰακὼβ ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν.

Α Μακ. 3,7                Με τα κατορθώματά του εστενοχώρησε και κατεπίκρανε πολλούς βασιλείς και έδωσε χαράν και αγαλλίασιν στον ισραηλιτικόν λαόν. Η δε ανάμνησίς του μένει ένδοξος και ευλογημένη στους αιώνας.

Α Μακ. 3,8         καὶ διῆλθεν ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐξωλόθρευσεν ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς καὶ ἀπέστρεψεν ὀργὴν ἀπὸ Ἰσραὴλ

Α Μακ. 3,8               Διέτρεξε δια μέσου των πόλεων του Ιούδα, εξωλόθρευσε τους ασεβείς εκ μέσου αυτών και απεμάκρυνεν από τους Ισραηλίτας την καταοττροφικήν οργήν εχθρικών βασιλέων και λαών.

Α Μακ. 3,9         καὶ ὠνομάσθη ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ συνήγαγεν ἀπολλυμένους.

Α Μακ. 3,9               Περιώνυμος έγινε μέχρι των ακρών της γης, διότι συνεκέντρωσε και εξησφάλισεν ανθρώπους, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι εις καταστροφήν.

                                   Οι νίκες του Ιούδα κατά του Απολλώνιου και του Σήρωνα

Α Μακ. 3,10       Καὶ συνήγαγεν Ἀπολλώνιος ἔθνη καὶ ἀπὸ Σαμαρείας δύναμιν μεγάλην τοῦ πολεμῆσαι πρὸς Ἰσραήλ.

Α Μακ. 3,10              Ο Απολλώνιος, ο δόλιος απεσταλμένος του Αντιόχου, συνεκέντρωσεν ειδωλολατρικά έθνη και μάλιστα από τον λαόν της Σαμαρείας, στρατιωτικήν δύναμιν μεγάλην, δια να πολεμήση εναντίον του ισραηλιτικού λαού.

Α Μακ. 3,11       καὶ ἔγνω Ἰούδας καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον.

Α Μακ. 3,11              Επληροφορήθη τούτο ο Ιούδας και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτού. Κατά την μάχην κατενίκησε τον στρατόν και εφόνευσεν αυτόν τον ίδιον. Μέγας δε αριθμός των εχθρών έπεσαν νεκροί, ενώ οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν.

Α Μακ. 3,12       καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα αὐτῶν, καὶ τὴν μάχαιραν Ἀπολλωνίου ἔλαβεν Ἰούδας καὶ ἦν πολεμῶν ἐν αὐτῇ πάσας τὰς ἡμέρας.

Α Μακ. 3,12              Οι Ιουδαίοι επήραν τα λάφυρα των εχθρών, ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος επήρε την μάχαιραν του Απολλωνίου, με την οποίαν και επολεμούσε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του.

Α Μακ. 3,13       καὶ ἤκουσε Σήρων ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ὅτι ἤθροισεν Ἰούδας ἄθροισμα καὶ ἐκκλησίαν πιστῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορευομένων εἰς πόλεμον,

Α Μακ. 3,13              Ο Σηρων, αρχιστράτηγος της στρατιωτικής δυνάμεως της Συρίας επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσε γύρω του και ωργάνωσε στρατόν από Ισραηλίτας πιστούς στον Θεόν, οι οποίοι κάνουν μαζή με αυτόν πολεμικάς εξορμήσεις,

Α Μακ. 3,14       καὶ εἶπε· ποιήσω ἐμαυτῷ ὄνομα καὶ δοξασθήσομαι ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πολεμήσω τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τοὺς ἐξουδενοῦντας τὸν λόγον τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 3,14              και είπε· “θα κάμω περίφημον το όνομά μου και θα δοξασθώ στο δασίλειον των Συρων. Θα καταπολεμήσω και θα νικήσω τον Ιούδαν και όλους εκείνους, οι οποίοι μαζή με αυτόν εξουθενώνουν τα διατάγματα του βασιλέως”.

Α Μακ. 3,15       καὶ προσέθετο τοῦ ἀναβῆναι· καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ παρεμβολὴ ἀσεβῶν ἰσχυρὰ βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ.

Α Μακ. 3,15              Επήρε, λοιπόν, την απόφασιν να εκστρατεύση εναντίον εκείνων. Μαζή του συνεξεστράτευσε και όλος ο στρατός των εξωμοτών Ιουδαίων, δια να τον βοηθήσουν, να εκδικηθούν δε και τιμωρήσουν τους πιστούς στον Θεόν 'Ισραηλιτας.

Α Μακ. 3,16       καὶ ἤγγισαν ἕως ἀναβάσεως Βαιθωρών, καὶ ἐξῆλθεν Ἰούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν ὀλιγοστός.

Α Μακ. 3,16              Οταν οι Συροι έφθασαν εις την ανωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών, εξήλθεν εναντίον των ο Ιούδας με ολίγους στρατιώτας.

Α Μακ. 3,17       ὡς δὲ εἶδον τὴν παρεμβολὴν ἐρχομένην εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, εἶπον τῷ Ἰούδᾳ· πῶς δυνησόμεθα ὀλιγοστοὶ ὄντες πολεμῆσαι πρὸς πλῆθος τοσοῦτον ἰσχυρόν; καὶ ἡμεῖς ἐκλελύμεθα ἀσιτοῦντες σήμερον.

Α Μακ. 3,17              Οταν οι άνδρες του είδαν την εχθρικήν στρατιάν να επέρχεται εναντίον των, είπον στον Ιούδαν· “πως θα ημπορέσωμεν ημείς, οι οποίοι είμεθα τόσον ολίγοι, να αντιπαραταχθώμεν εις πόλεμον εναντίον τόσον πολλού και ισχυρού στρατού; Αλλωστε ημείς σήμερον έχομεν εξαντληθή από την πείναν”.

Α Μακ. 3,18       καὶ εἶπεν Ἰούδας· εὔκοπόν ἐστι συγκλεισθῆναι πολλοὺς ἐν χερσὶν ὀλίγων, καὶ οὐκ ἔστι διαφορὰ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις·

Α Μακ. 3,18              Ο Ιούδας απήντησεν· “είναι εύκολον πράγμα να περιέλθουν πολλά εις τα χέρια των ολίγων, διότι δεν είναι αδύνατον ενώπιον του Θεού του ουρανού να σώζη τους ιδικούς του εν μέσω πολλών η εν μέσω ολίγων.

Α Μακ. 3,19       ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς.

Α Μακ. 3,19              Η νίκη κατά τον πόλεμον δεν εξαρτάται από το πλήθος του στρατού μας, αλλά η νικητήριος δύναμις προέρχεται από τον Θεόν του ουρανού.

Α Μακ. 3,20       αὐτοὶ ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς ἐν πλήθει ὕβρεως καὶ ἀνομίας τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰς γυναῖκας ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, τοῦ σκυλεῦσαι ἡμᾶς,

Α Μακ. 3,20             Αυτοί έρχονται εναντίον μας κυριευμένοι από αλαζονείαν και ασέβειαν, δια να ξερριζώσουν ημάς και τας γυναίκας μας και τα τέκνα μας, και να μας λαφυραγωγήσουν.

Α Μακ. 3,21       ἡμεῖς δὲ πολεμοῦμεν περὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν νομίμων ἡμῶν.

Α Μακ. 3,21              Ημείς όμως πολεμούμεν δια την ζωήν μας και δια τα δίκαιά μας.

Α Μακ. 3,22       καὶ αὐτὸς συντρίψει αὐτοὺς πρὸ προσώπου ἡμῶν· ὑμεῖς δὲ μὴ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 3,22             Δια τούτο ακριβώς αυτός ο ίδιος ο Θεός θα τους συντρίψη ενώπιόν μας. Λοιπόν μη τους φοβηθήτε”.

Α Μακ. 3,23       ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, ἐνήλατο εἰς αὐτοὺς ἄφνω, καὶ συνετρίβη Σήρων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ.

Α Μακ. 3,23             Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ώρμησεν εναντίον των εχθρών αιφνιδίως και ο Σηρων συνετρίβη κυριολεκτικώς και είδε με τα ίδια του τα μάτια να εξολοθρεύεται ενώπιόν του η μεγάλη του στρατιά.

Α Μακ. 3,24       καὶ ἐδίωκον αὐτὸν ἐν τῇ καταβάσει Βαιθωρὼν ἕως τοῦ πεδίου· καὶ ἔπεσον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἄνδρας ὀκτακοσίους, οἱ δὲ λοιποὶ ἔφυγον εἰς γῆν Φυλιστιείμ.

Α Μακ. 3,24             Οι Ιουδαίοι τον κατεδίωξαν εις την κατωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών μέχρι της πεδιάδος. Οκτακόσιοι άνδρες από τους Συρους εφονεύθησαν, οι δε υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν προς την χώραν των Φιλισταίων.

Α Μακ. 3,25       καὶ ἤρξατο ὁ φόβος Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἡ πτόησις ἐπιπίπτειν ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν.

Α Μακ. 3,25             Από τας νίκας αυτάς του Ιούδα και των αδελφών του ήρχισε να επιπίπτη τρόμος εις τα γύρω της Ιουδαίας ειδωλολατρικά έθνη.

Α Μακ. 3,26       καὶ ἤγγισεν ἕως τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ὑπὲρ τῶν παρατάξεων Ἰούδα ἐξηγεῖτο πᾶν ἔθνος.

Α Μακ. 3,26             Το όνομα του Ιούδα έφθασε και μέχρι του βασιλέως της Συρίας, δια δε τας πολεμικάς επιχειρήσστου Ιούδα έκαναν μετά θαυμασμού λόγον όλα τα έθνη.

                                Ο Αντίοχος αναθέτει στο Λυσία τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Ιουδαίων

Α Μακ. 3,27       Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ὠργίσθη θυμῷ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνήγαγε τὰς δυνάμεις πάσας τῆς βασιλείας αὐτοῦ, παρεμβολὴν ἰσχυρὰν σφόδρα.

Α Μακ. 3,27             Οταν ο βασιλεύς Αντίοχος επληροφορήθη αυτά τα γεγονότα, εκυριεύθη από μεγάλον θυμόν· έδωσε δε διαταγήν και συνεκεντρώθησαν όλοι οι λαοί του βασιλείου του, από τους οποίους και συνεκρότησε πολύ ισχυρόν στράτευμα.

Α Μακ. 3,28       καὶ ἤνοιξε τὸ γαζοφυλάκιον αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν ὀψώνια ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ εἰς ἐνιαυτὸν καὶ ἐνετείλατο εἶναι αὐτοὺς ἑτοίμους εἰς πᾶσαν χρείαν.

Α Μακ. 3,28             Ηνοιξε δε το θησαυροφυλάκιόν του και έδωκε προκαταβολικώς τους μισθούς ενός έτους εις όλην του την στρατιωτικήν δύναμιν· διέταξε δε αυτούς να είναι έτοιμοι δια πάσαν ανάγκην.

Α Μακ. 3,29       καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ἀργύριον ἀπὸ τῶν θησαυρῶν καὶ οἱ φόροι τῆς χώρας ὀλίγοι, χάριν τῆς διχοστασίας καὶ πληγῆς, ἧς κατεσκεύασεν ἐν τῇ γῇ τοῦ ἆραι τὰ νόμιμα, ἃ ἦσαν ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν πρώτων.

Α Μακ. 3,29             Είδεν όμως ότι εξηντλήθησαν τα χρήματα από το θησαυροφυλάκιόν του, οι δε φόροι της χώρας ήσαν ολίγοι εξ αιτίας της διχοστασίας και των συμφορών, τας οποίας ο ίδιος προεκάλεσεν εις την χώραν του με το να καταργήση τους νόμους, οι οποίοι από αρχαιοτάτων ημερών ήσαν εις χρήσιν προς διακυβέρνησιν των λαών.

Α Μακ. 3,30       καὶ εὐλαβήθη μὴ οὐκ ἔχῃ ὡς ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὰς δαπάνας καὶ τὰ δόματα, ἃ ἐδίδου ἔμπροσθεν δαψιλεῖ χειρὶ καὶ ἐπερίσσευσεν ὑπὲρ τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἔμπροσθεν,

Α Μακ. 3,30             Εφοβήθη δε μήπως και δεν έχει να δώση άπαξ και δις δια τας δαπάνας και τας άλλας δωρεάς, τας οποίας έδιδε κατά τον πρρηγούμενον χρόνον απλόχερα, ως γενναιόδωρος περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς, που υπήρξαν προ αυτού.

Α Μακ. 3,31       καὶ ἠπορεῖτο τῇ ψυχῇ αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Περσίδα καὶ λαβεῖν τοὺς φόρους τῶν χωρῶν καὶ συναγαγεῖν ἀργύριον πολύ.

Α Μακ. 3,31              Είχε περιπέσει εις πολύ μεγάλην ψυχικήν στενοχωρίαν και εσκέφθη να μεταβή εις την Περσίαν, δια να πάρη τους φόρους από τας χώρας εκείνας και να συγκεντρώση πολύ χρήμα.

Α Μακ. 3,32       καὶ κατέλιπε Λυσίαν ἄνθρωπον ἔνδοξον καὶ ἀπὸ γένους τῆς βασιλείας ἐπὶ τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου

Α Μακ. 3,32             Αφήκε, λοιπόν, ως αντικαταστάτην του τον Λυσίαν, άνθρωπον ένδοξον και από γένος βασιλικον καταγόμενον, να διοική τας χώρας και τα πράγματα του βασιλείου του από τον ποταμόν Ευφράτην έως τα όρια της Αιγύπτου,

Α Μακ. 3,33       καὶ τρέφει Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτόν.

Α Μακ. 3,33             να αναλάβη δε ακόμη και την ανατροφήν του υιού του Αντιόχου, έως ότου αυτός επιστρέψη.

Α Μακ. 3,34       καὶ παρέδωκεν αὐτῷ τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ περὶ πάντων, ὦν ἐβούλετο, καὶ περὶ τῶν κατοικούντων τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλὴμ

Α Μακ. 3,34             Παρέδωκεν ακόμη ο Αντίοχος στον Λυσίαν το ήμισυ από τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και τους ελέφαντας και έδωσεν εις αυτόν εντολάς δι' όλα όσα αυτός επεθύμει να γίνουν και ειδικώτερα δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 3,35       ἀποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτοὺς δύναμιν τοῦ ἐκτρίψαι καὶ ἐξᾶραι τὴν ἰσχὺν Ἰσραὴλ καὶ τὸ κατάλειμμα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἆραι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἀπὸ τοῦ τόπου

Α Μακ. 3,35             Εδωσε δηλαδή εντολάς στον Λυσίαν, να αποστείλη εναντίον των Ιουδαίων στρατιωτικήν δύναμη, δια να ξερριζώση και εξαφανίση όλην την δύναμιν των Ισραηλιτών και όλους τους υπολειφθέντας κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να σβήση την ανάμνησιν αυτών από τον τόπον των.

Α Μακ. 3,36       καὶ κατοικίσαι υἱοὺς ἀλλογενεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν καὶ κατακληροδοτῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν.

Α Μακ. 3,36             Ακόμη δε να εγκαταστήση καθ' όλην την έκτασιν της χώρας των Ιουδαίων αλλοεθνείς ειδωλολάτρας, στους οποίους δια κλήρου να διανείμη ως ιδιοκτησόαν των την χώραν εκείνων.

Α Μακ. 3,37       καὶ ὁ βασιλεὺς παρέλαβε τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων τὰς καταλειφθείσας καὶ ἀπῇρεν ἀπὸ Ἀντιοχείας ἀπὸ πόλεως βασιλείας αὐτοῦ, ἔτους ἑβδόμου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ διεπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας.

Α Μακ. 3,37             Ο βασιλεύς κατόπιν των παραγγελιών αυτών επήρε το άλλο ήμισυ των στρατιωτικών του δυνάμεων, που είχαν απομείνει, και ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν, την πρωτεύουσαν του βασιλείου του, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Διέβη τον ποταμόν Ευφράτην και επορεύετο δια μέσου των ορεινών υψηλών περιοχών, που ήσαν πέραν από τον Ευφράτην.

Α Μακ. 3,38       Καὶ ἐπέλεξε Λυσίας Πτολεμαῖον τὸν Δορυμένους καὶ Νικάνορα καὶ Γοργίαν ἄνδρας δυνατοὺς τῶν φίλων τοῦ βασιλέως,

Α Μακ. 3,38             Ο Λυσίας εξέλεξε τον Πτολεμαίον, τον υιόν του Δορυμένους, τον Νικάνορα και τον Γοργίαν από τους πιστούς φίλους του βασιλέως, άνδρας γενναίους και ικανούς.

Α Μακ. 3,39       καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἑπτακισχιλίαν ἵππον τοῦ ἐξελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ καταφθεῖραι αὐτὴν κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 3,39             Μαζή με αυτούς απέστειλε και τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών ανδρών και επτά χιλιάδας ιππείς, δια να επέλθουν εναντίον της χώρας Ιούδα, να καταστρέψουν αυτήν τελείως, σύμφωνα με την διαταγήν του βασιλέως.

Α Μακ. 3,40       καὶ ἀπῇραν σὺν πάσῃ τῇ δυνάμει αὐτῶν, καὶ ἦλθον καὶ παρενέβαλον πλησίον Ἐμμανοὺμ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ.

Α Μακ. 3,40             Αυτοί ανεχώρησαν με όλην την στρατιωτικήν των δύναμιν, εισήλθον εις την Ιουδαίαν και εστρατοπέδευσαν εις την πεδινήν περιοχήν κοντά εις την Εμμαούμ.

Α Μακ. 3,41       καὶ ἤκουσαν οἱ ἔμποροι τῆς χώρας τὸ ὄνομα αὐτῶν καὶ ἔλαβον ἀργύριον καὶ χρυσίον πολὺ σφόδρα καὶ πέδας καὶ ἦλθον εἰς τὴν παρεμβολὴν τοῦ λαβεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς παῖδας. καὶ προσετέθησαν πρὸς αὐτοὺς δύναμις Συρίας καὶ γῆς ἀλλοφύλων.

Α Μακ. 3,41              Οταν οι έμποροι της χώρας έμαθαν την προέλευσιν και την δύναμιν του στρατού αυτού, βέβαιοι όντες δια την νίκην των Συρων, επήραν μαζή των πάρα πολύ αργύριον και χρυσίον, όπως και χειροπέδας, και ήλθον στο στρατόπεδον, δια να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτας ως δούλους. Μαζή με την στρατιωτικήν εκείνην δύναμιν ηνώθη εθελοντικώς και άλλο στράτευμα των Συρων, όπως και ο στρατός των Φιλισταίων.

                               Η προετοιμασία του Ιούδα

Α Μακ. 3,42       καὶ εἶδεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐπληθύνθη τὰ κακὰ καὶ αἱ δυνάμεις παρεμβάλλουσιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῶν, καὶ ἐπέγνωσαν τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς ἐνετείλατο ποιῆσαι τῷ λαῷ εἰς ἀπώλειαν καὶ συντέλειαν.

Α Μακ. 3,42             Ο Ιούδας και οι αδελφοί του είδαν, ότι έγιναν πολύ δύσκολα πλέον δι' αυτούς τα πράγματα, ότι αι στρατιωτικαί δυνάμεις των εχθρών εστρατοπέδευσαν εντός των ορίων της χώρας των, και έλαβον επίσης γνώσιν των διαταγών του βασιλέως, τας οποίας έδωσε, να καταστρέψουν δηλαδή οι στρατιώται του και να εξαφανίσουν εντελώς τον Ισραηλιτικόν λαόν.

Α Μακ. 3,43       καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν περὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων.

Α Μακ. 3,43             Γεμάτοι όμως πίστιν και ενθουσιασμόν είπαν τότε αναμεταξύ των· “Εμπρός ας ανορθώσωμεν την κατάπτωσιν του λαού μας και ας πολεμήσωμεν υπέρ του λαού μας και υπέρ των αγίων μας τόπων και παραδόσεων”.

Α Μακ. 3,44       καὶ συνηθροίσθη ἡ συναγωγὴ τοῦ εἶναι ἑτοίμους εἰς πόλεμον καὶ τοῦ προσεύξασθαι καὶ αἰτῆσαι ἔλεον καὶ οἰκτιρμούς.

Α Μακ. 3,44             Επραγματοποιήθη η συγκέντρωσις αυτή, δια να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι εις πόλεμον, αφού πρώτον προσευχηθούν και ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του Θεού.

Α Μακ. 3,45       καὶ Ἱερουσαλὴμ ἦν ἀοίκητος ὡς ἔρημος· οὐκ ἦν ὁ εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐκ τῶν γενημάτων αὐτῆς, καὶ τὸ ἁγίασμα καταπατούμενον, καὶ υἱοὶ ἀλλογενῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ, κατάλυμα τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἐξῄρθη τέρψις ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἐξέλιπεν αὐλὸς καὶ κινύρα.

Α Μακ. 3,45             Η Ιερουσαλήμ έμενε τότε χωρίς κατοίκους, ως εάν ήτο έρημος. Κανένα από τα τέκνα της ούτε εισήρχετο εις την πόλιν ούτε εξήρχετο από αυτήν. Ο ιερός ναός κατεπατείτο από τους αλλοεθνείς, τέκνα δε αλλοεθνών είχαν καταλάβει την ακρόπολιν, η οποία είχε γίνει κατοικία αυτών. Επέταξεν από την πόλιν η χαρά του Ιακώβ και έπαυσε πλέον να ακούεται ο χαρμόσυνος ήχος αυλού και κιθάρας.

Α Μακ. 3,46       καὶ συνήχθησαν καὶ ἤλθοσαν εἰς Μασσηφὰ κατέναντι Ἱερουσαλήμ, ὅτι τόπος προσευχῆς εἰς Μασσηφὰ τὸ πρότερον τῷ Ἰσραήλ.

Α Μακ. 3,46             Συνεκεντρώθησαν οι Ιουδαίοι και ήλθον εις Μασσηφά απέναντι από την Ιερουσαλήμ, διότι ,η Μασσηφά κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους ήτο τόπος προσευχής.

Α Μακ. 3,47       καὶ ἐνήστευσαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.

Α Μακ. 3,47             Κατά την ημέραν εκείνην ενήστευσαν οι Ιουδαίοι, εφόρεσαν σάκκους εις δείγμα πένθους, έρριψαν στάκτην εις τας κεφαλάς των και διέρρηξαν τα ιμάτιά των.

Α Μακ. 3,48       καὶ ἐξεπέτασαν τὸ βιβλίον τοῦ νόμου, περὶ ὧν ἐξηρεύνων τὰ ἔθνη τὰ ὁμοιώματα τῶν εἰδώλων αὐτῶν.

Α Μακ. 3,48             Ηνοιξαν και παρουσίασαν ενώπιον του λαού το βιβλίον του Νομου, δια το οποίον ερευνούσαν τα ειδωλολατρικά έθνη με τον σκοπόν να το εξαφανίσουν και επιβάλουν αντ' αυτού τα ομοιώματα των ειδώλων των.

Α Μακ. 3,49       καὶ ἤνεγκαν τὰ ἱμάτια τῆς ἱερωσύνης καὶ τὰ πρωτογενήματα καὶ τὰς δεκάτας καὶ ἤγειραν τοὺς ναζιραίους, οἳ ἐπλήρωσαν τὰς ἡμέρας,

Α Μακ. 3,49             Εφεραν τας ιερατικάς στολάς, τα πρωτογενήματα και τας δεκάτας, έφεραν εκεί και τους ναζιραίους, που είχαν συμπληρώσει τον χρόνον του ταξίματός των.

Α Μακ. 3,50       καὶ ἐβόησαν φωνῇ εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τούτοις καὶ ποῦ αὐτοὺς ἀπαγάγωμεν;

Α Μακ. 3,50             Ολοι δε εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν στον ουρανόν και είπαν· “τι να κάνωμεν δια τους ανθρώπους αυτούς και που να τους οδηγήσωμεν;

Α Μακ. 3,51       καὶ τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηται καὶ βεβήλωται καὶ οἱ ἱερεῖς σου ἐν πένθει καὶ ταπεινώσει.

Α Μακ. 3,51              Ο ιερός ναός σου, Κυριε, καταπατείται και βεβηλώνεται, οι ιερείς σου ευρίσκονται εις κατάστασιν πένθους και ταπεινώσεως·

Α Μακ. 3,52       καὶ ἰδοὺ τὰ ἔθνη συνῆκται ἐφ᾿ ἡμᾶς τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς· σὺ οἶδας ἃ λογίζονται ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Α Μακ. 3,52             και επί πλέον ιδού, τα ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Συ γνωρίζεις πολύ καλά, όσα σκέπτονται εναντίον μας.

Α Μακ. 3,53       πῶς δυνησόμεθα ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτῶν, ἐὰν μὴ σὺ βοηθήσῃς ἡμῖν;

Α Μακ. 3,53             Πως λοιπόν θα ημπορέσωμεν να σταθώμεν όρθιοι ενώπιον αυτών, εάν συ, ο παντοδύναμος Θεός, δεν μας βοηθήσης;”

Α Μακ. 3,54       καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ.

Α Μακ. 3,54             Εσάλπισαν τότε αι σάλπιγγες και εκραύγασε με μεγάλην φωνήν όλον το πλήθος.

Α Μακ. 3,55       καὶ μετὰ τοῦτο κατέστησεν Ἰούδας ἡγούμενος τοῦ λαοῦ χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους.

Α Μακ. 3,55             Επειτα από αυτά ο Ιούδας ώρισεν αρχηγούς του λαού, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και δεκάρχους.

Α Μακ. 3,56       καὶ εἶπον τοῖς οἰκοδομοῦσιν οἰκίας καὶ μνηστευομένοις γυναῖκας καὶ φυτεύουσιν ἀμπελῶνας καὶ δειλοῖς ἀποστρέφειν ἕκαστον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον.

Α Μακ. 3,56             Είπε δε εις εκείνους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να οικοδομούν τας οικίας των, όπως και εις εκείνους που ήσαν μνηστευμένοι με γυναίκας, εις όσους εφύτευαν αμπελώνας και στους δειλούς να επιστρέψουν ο καθένας στο σπίτι του, σύμφωνα με όσα ώριζεν ο Μωσαϊκός νόμος.

Α Μακ. 3,57       καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολή, καὶ παρενέβαλε κατὰ νότον Ἀμμαούς.

Α Μακ. 3,57             Επειτα δε ο στρατός όλος εξεκίνησε και εστρατοπέδευσε νοτίως της Αμμαούς.

Α Μακ. 3,58       καὶ εἶπεν Ἰούδας· περιζώσασθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατοὺς καὶ γίνεσθε ἕτοιμοι εἰς τὸ πρωΐ τοῦ πολεμῆσαι ἐν τοῖς ἔθνεσι τούτοις τοῖς ἐπισυνηγμένοις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰ ἅγια ἡμῶν·

Α Μακ. 3,58             Εκεί ο Ιούδας διέταξε και είπε· “ζωσθήτε εις την μέσην σας, αναδειχθήτε γενναίοι, να είσθε έτοιμοι, ώστε το πρωϊ να πολεμήσετε εναντίον αυτών των ειδωλολατρών, που έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να εξαφανίσουν και ημάς και τους ιερούς τόπους μας.

Α Μακ. 3,59       ὅτι κρεῖσσον ἡμᾶς ἀποθανεῖν ἐν τῷ πολέμῳ ἢ ἐπιδεῖν ἐπὶ τὰ κακὰ τοῦ ἔθνους ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων.

Α Μακ. 3,59             Διότι είναι προτιμότερον να πέσωμεν κατά τον πόλεμον, παρά να ζήσωμεν, δια να βλέπωμεν τας συμφοράς του έθνους μας και των ιερών μας τόπων.

Α Μακ. 3,60       ὡς δ᾿ ἂν ᾖ θέλημα ἐν οὐρανῷ, οὕτω ποιήσει.

Α Μακ. 3,60             Παντως ο,τι είναι θέλημα του ουρανίου Θεού αυτό και θα γίνη”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ  

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΟΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ- Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

                                Η ήττα του Γοργία

Α Μακ. 4,1         Καὶ παρέλαβε Γοργίας πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ χιλίαν ἵππον ἐκλεκτήν, καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολὴ νυκτός,

Α Μακ. 4,1                Ο Γοργίας επήρε μαζή του πέντε χιλιάδας πεζούς άνδρας και εκλεκτόν ιππικόν χιλίων ανδρών. Αυτός ο στρατός ανεχώρησεν εν καιρώ νυκτός,

Α Μακ. 4,2         ὥστε ἐπιβαλεῖν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ πατάξαι αὐτοὺς ἄφνω· καὶ οἱ υἱοὶ τῆς ἄκρας ἦσαν αὐτῷ ὁδηγοί.

Α Μακ. 4,2               δια να επιτεθή στο στρατόπεδον των Ιουδαίων και να τους κτυπήση αιφνιδίως. Οι άνδρες της ακροπόλεως Σιών ήσαν στον Γοργίαν οδηγοί.

Α Μακ. 4,3         καὶ ἤκουσεν Ἰούδας καὶ ἀπῇρεν αὐτὸς καὶ οἱ δυνατοὶ πατάξαι τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως τὴν ἐν Ἀμμαούς,

Α Μακ. 4,3               Ο Ιούδας επληροφορήθη το σχέδιον τούτο και ανεχώρησεν αυτός με τους γενναίους του άνδρας, δια να κτυπήσουν την στρατιωτικήν δύναμιν του βασιλέως, που ευρίσκετο εις Αμμαούς,

Α Μακ. 4,4         ἕως ἔτι αἱ δυνάμεις ἐσκορπισμέναι ἦσαν ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς.

Α Μακ. 4,4               καθ' ον χρόνον ακόμη ο στρατός ήτο διασκορπισμένος μακράν από το στρατόπεδον.

Α Μακ. 4,5         καὶ ἦλθε Γοργίας εἰς τὴν παρεμβολὴν Ἰούδα νυκτὸς καὶ οὐδένα εὗρε· καὶ ἐζήτει αὐτοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν, ὅτι εἶπε· φεύγουσιν οὗτοι ἀφ᾿ ἡμῶν.

Α Μακ. 4,5               Ο Γοργίας εν τω μεταξύ ήλθεν στο στρατόπεδον του Ιούδα δια νυκτός, άλλα δεν ευρήκεν εκεί κανένα. Τους ανεζήτησεν εις τα όρη και διότι δεν τους ευρήκεν έλεγεν· “οι Ιουδαίοι φεύγουν τρομοκρατημένοι μακράν από ημάς”.

Α Μακ. 4,6         καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ὤφθη Ἰούδας ἐν τῷ πεδίῳ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· πλὴν καλύμματα καὶ μαχαίρας οὐκ εἶχον καθὼς ἠβούλοντο.

Α Μακ. 4,6               Οταν όμως εξημέρωσεν ενεφανίσθη ο Ιούδας εις την πεδιάδα με τρεις χιλιάδας άνδρας. Δεν είχαν όμως ασπίδας, δια να καλυφθούν και μαχαίρας, δια να κτυπήσουν τον εχθρόν, όπως αυτοί ήθελαν.

Α Μακ. 4,7         καὶ εἶδον παρεμβολὴν ἐθνῶν ἰσχυρὰν τεθωρακισμένην καὶ ἵππον κυκλοῦσαν αὐτήν, καὶ οὗτοι διδακτοὶ πολέμου.

Α Μακ. 4,7               Είδαν την στρατιωτικήν δύναμιν των ειδωλολατρικών εθνών ισχυράν και ωπλισμένην με θώρακας, το δε ιππικόν κύκλω από αυτήν. Διεπίστωσαν δε ότι εκείνοι ήσαν εμπειροπόλεμοι στρατιώται.

Α Μακ. 4,8         καὶ εἶπεν Ἰούδας τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ· μὴ φοβεῖσθε τὸ πλῆθος αὐτῶν καὶ τὸ ὅρμημα αὐτῶν μὴ δειλωθῆτε·

Α Μακ. 4,8               Είπε τότε ο Ιούδας προς τους άνδρας, που είχε μαζή του· “μη φοβείσθε το πλήθος αυτών, και μη δειλιάσετε μπροστά εις την ορμήν των.

Α Μακ. 4,9         μνήσθητε πῶς ἐσώθησαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν θαλάσσῃ ἐρυθρᾷ, ὅτι ἐδίωξεν αὐτοὺς Φαραὼ ἐν δυνάμει.

Α Μακ. 4,9               Ενθυμηθήτε, πως οι πατέρες μας εσώθησαν εις την Ερυθράν Θαλασσαν, όταν τους κατεδίωξεν ο Φαραώ με τον στρατόν του.

Α Μακ. 4,10       καὶ νῦν βοήσωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἴ πως ἐλεήσει ἡμᾶς καὶ μνησθήσεται διαθήκης πατέρων ἡμῶν καὶ συντρίψει τὴν παρεμβολὴν ταύτην κατὰ πρόσωπον ἡμῶν σήμερον,

Α Μακ. 4,10             Και τώρα ας κραυγάσωμεν προς τον Θεόν του ουρανού πιστεύοντες, ότι θα μας ευσπλαγχνισθή και ότι θα ενθυμηθή την διαθήκην, την οποίαν αυτός συνήψε με τους προγόνους μας και θα συντρίψη την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν ενώπιόν μας σήμερον.

Α Μακ. 4,11       καὶ γνώσεται πάντα τὰ ἔθνη ὅτι ἐστὶν ὁ λυτρούμενος καὶ σῴζων τὸν Ἰσραήλ.

Α Μακ. 4,11              Ετσι δε θα μάθουν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη ότι υπάρχει Εκείνος, ο οποίος προστατεύει και σώζει τον ισραηλιτικόν λαόν.

Α Μακ. 4,12       καὶ ᾖραν οἱ ἀλλόφυλοι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας

Α Μακ. 4,12             Τα ειδωλολατρικά έθνη εσήκωσαν τα μάτια των και είδαν τους ισραηλίτας να έρχωνται εναντίον των.

Α Μακ. 4,13       καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς παρεμβολῆς εἰς πόλεμον· καὶ ἐσάλπισαν οἱ μετὰ Ἰούδα

Α Μακ. 4,13              Εβγήκαν και αυτοί από το στρατόπεδόν των, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ιουδαίων. Οι σαλπιγκταί, που ευρίσκοντο πλησίον του Ιούδα, εσάλπισαν με τας ιεράς των σάλπιγγας δια την μάχην.

Α Μακ. 4,14       καὶ συνῆψαν καὶ συνετρίβησαν τὰ ἔθνη καὶ ἔφυγον εἰς τὸ πεδίον,

Α Μακ. 4,14             Οι Ισραηλίται επολέμησαν εναντίον των εχθρών των, τα δε ειδωλολατρικά έθνη νικηθέντα συνετρίβησαν και ετράπησαν εις φυγήν ανά την πεδιάδα.

Α Μακ. 4,15       οἱ δὲ ἔσχατοι πάντες ἔπεσον ἐν ῥομφαίᾳ. καὶ ἐδίωξαν αὐτοὺς ἕως Γαζηρὼν καὶ ἕως τῶν πεδίων τῆς Ἰδουμαίας καὶ Ἀζώτου καὶ Ἰαμνείας, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας τρισχιλίους.

Α Μακ. 4,15              Οσοι δε από αυτούς απέμειναν τελευταίοι, έπεσαν εν στόματι ρομφαίας και οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν μέχρι της Γαζηρών, μέχρι των πεδιάδων της Ιδουμαίας και μέχρι της πόλεως Αζώτου και Ιαμνείας. Από την στρατιωτικήν δύναμιν των εχθρών εφονεύθησαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες.

Α Μακ. 4,16       καὶ ἐπέστρεψεν Ἰούδας καὶ ἡ δύναμις ἀπὸ τοῦ διώκειν ὄπισθεν αὐτῶν

Α Μακ. 4,16             Ο Ιούδας επέστρεψεν εις τας θέσστου μαζή με το στράτευμά του και εσταμάτησε να καταδιώκη τους εχθρούς.

Α Μακ. 4,17       καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν· μὴ ἐπιθυμήσητε τῶν σκύλων, ὅτι πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν,

Α Μακ. 4,17              Είπε δε προς τον στρατόν του· “μη κυριευθήτε από την επιθυμίαν των λαφύρων, διότι ο πόλεμος περιμένει απέναντί μας.

Α Μακ. 4,18       καὶ Γοργίας καὶ ἡ δύναμις ἐν τῷ ὄρει ἐγγὺς ἡμῶν· ἀλλὰ στῆτε νῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσατε αὐτούς, καὶ μετὰ ταῦτα λάβετε τὰ σκῦλα μετὰ παῤῥησίας.

Α Μακ. 4,18             Ο Γοργίας και η στρατιωτική του δύναμις ευρίσκονται κοντά μας στο όρος, αλλά έχετε θάρρος και κρατηθήτε εμπρός στους εχθρούς μας και πολεμήσατέ τους με ανδρείαν, και αφού τους νικήσετε, ημπορείτε κατόπιν αφόβως να πάρετε τα λάφυρα αυτών”.

Α Μακ. 4,19       ἔτι λαλοῦντος Ἰούδα ταῦτα, ὤφθη μέρος τι ἐκκύπτον ἐκ τοῦ ὄρους·

Α Μακ. 4,19             Εν ακόμη ο Ιούδας έλεγε προς τους στρατιώτας του αυτά τα λόγια, παρουσιάσθη προβάλλον από το όρος ένα μέρος του στρατού του Γοργίου.

Α Μακ. 4,20       καὶ εἶδεν ὅτι τετρόπωνται, καὶ ἐμπυρίζουσι τὴν παρεμβολήν· ὁ γὰρ καπνὸς ὁ θεωρούμενος ἐνεφάνιζε τὸ γεγονός.

Α Μακ. 4,20             Οι αλλοεθνείς στρατιώται είδαν, ότι οι ιδικοί των είχαν κατατροπωθή και ότι οι Ιουδαίοι είχον παραδώσει στο πυρ το στρατόπεδόν των, διότι ο καπνός, τον οποίον έβλεπαν, επιστοποιούσε το γεγονός αυτό.

Α Μακ. 4,21       οἱ δὲ ταῦτα συνιδόντες ἐδειλώθησαν σφόδρα· συνιδόντες δὲ καὶ τὴν Ἰούδα παρεμβολὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἑτοίμην εἰς παράταξιν,

Α Μακ. 4,21             Οι Συροι, όταν είδον αυτά, κατελήφθησαν από πολύ μεγάλην δειλίαν· επειδή δε διέκριναν και την στρατιωτικήν δύναμιν του Ιούδα εις την πεδιάδα ετοίμην προς μάχην,

Α Μακ. 4,22       ἔφυγον πάντες εἰς γῆν ἀλλοφύλων.

Α Μακ. 4,22             ετράπησαν εις φυγήν όλοι προς την χώραν των Φιλισταίων.

Α Μακ. 4,23       καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔλαβον χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον καὶ ὑάκινθον καὶ πορφύραν θαλασσίαν καὶ πλοῦτον μέγαν.

Α Μακ. 4,23             Ο Ιούδας χωρίς πλέον να καταδιώξη αυτούς επανήλθε με τους στρατιώτας του, δια να λαφυραγωγήσουν το εχθρικόν στρατόπεδον. Εκεί ευρήκαν πράγματι και επήραν πολύν χρυσόν και άργυρον, υφάσματα υακίνθινα και αλλά βαμμένα με πορφύραν θαλασσίαν και πολύν πλούτον.

Α Μακ. 4,24       καὶ ἐπιστραφέντες ὕμνουν καὶ εὐλόγουν εἰς οὐρανὸν ὅτι καλόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.

Α Μακ. 4,24             Καθώς επέστρεφαν από την μάχην αυτήν υμνολογούσαν τον Θεόν και ευλογούσαν αυτόν επαναλαμβάνοντες ως επωδόν του ύμνου των την φράσιν· “ότι καλόνι ότι στον αιώνα το έλεος αυτού”.

Α Μακ. 4,25       καὶ ἐγένετο σωτηρία μεγάλη τῷ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Α Μακ. 4,25             Ετσι δε επραγματοποιήθη μεγάλη σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν κατά την ημέραν εκείνην.

 

                                Η ήττα και η σύλληψη του Λυσία

Α Μακ. 4,26       Ὅσοι δὲ τῶν ἀλλοφύλων διεσώθησαν, παραγενηθέντες ἀπήγγειλαν τῷ Λυσίᾳ πάντα τὰ συμβεβηκότα.

Α Μακ. 4,26             Οσοι από τους εχθρούς διεσώθησαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Λυσίαν όλα τα τραγικά αυτά γεγονότα.

Α Μακ. 4,27       ὁ δὲ ἀκούσας συνεχύθη καὶ ἠθύμει, ὅτι οὐχ οἷα ἤθελε, τοιαῦτα γεγόνει τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐχ οἷα ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεύς, τοιαῦτα ἐξέβη.

Α Μακ. 4,27             Ο Λυσίας, όταν τα ήκουσε, περιέπεσεν εις σύγχυσιν και αθυμίαν, διότι δεν επραγματοποιήθησαν εναντίον των Ισραηλιτών εκείνα, τα οποία αυτός ήθελε και τα πράγματα δεν εξειλίχθησαν, όπως είχε δώσει εντολήν ο βασιλεύς Αντίοχος.

Α Μακ. 4,28       καὶ ἐν τῷ ἐχομένῳ ἐνιαυτῷ συνελόχισεν ὁ Λυσίας ἀνδρῶν ἐπιλέκτων ἑξήκοντα χιλιάδας καὶ πεντακισχιλίαν ἵππον, ὥστε ἐκπολεμῆσαι αὐτούς.

Α Μακ. 4,28             Κατά το επόμενον έτος ο Λυσίας εστρατολόγησεν εκλεκτούς άνδρας εξήκοντα χιλιάδας και πέντε χιλιάδας ιππείς, δια να καταπολεμήση και νικήση οριστικώς τους Ιουδαίους

Α Μακ. 4,29       καὶ ἦλθον εἰς τὴν Ἰδουμαίαν καὶ παρενέβαλον ἐν Βαιθσούροις, καὶ συνήντησεν αὐτοῖς Ἰούδας ἐν δέκα χιλιάσιν ἀνδρῶν.

Α Μακ. 4,29             Αυτοί ήλθαν εις την Ιδουμαίαν και εστρατοπέδευσαν εις Βαιθσούραν. Ο Ιούδας εξήλθεν εναντίον αυτών με δέκα χιλιάδες ανδρών.

Α Μακ. 4,30       καὶ εἶδε τὴν παρεμβολὴν ἰσχυρὰν καὶ προσηύξατο καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ ὁ σωτὴρ τοῦ Ἰσραὴλ ὁ συντρίψας τὸ ὅρμημα τοῦ δυνατοῦ ἐν χειρὶ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ καὶ παρέδωκας τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων εἰς χεῖρας Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ αἴροντος τὰ σκεύη αὐτοῦ·

Α Μακ. 4,30             Είδε την ισχυράν αυτήν στρατιωτικήν δύναμιν, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν· “Ευλογημένος είσαι συ, Κυριε, ο σωτήρ του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος κάποτε άλλοτε συνέτριψας την δύναμιν του ισχυρού Γολιάθ με το χέρι του δούλου σου του Δαυίδ. Εις άλλην δε περίστασιν παρέδωκες υλοκληρον το στρατόπεδον των Φιλισταίων εις τα χέρια του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, και του υπασπιστού του.

Α Μακ. 4,31       οὕτω σύγκλεισον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐν χειρὶ λαοῦ σου Ἰσραήλ, καὶ αἰσχυνθήτωσαν ἐπὶ τῇ δυνάμει καὶ τῇ ἵππῳ αὐτῶν·

Α Μακ. 4,31              Ετσι και τώρα κλείσε από όλα τα μέρη και παράδωσε εις τα χέρια του ισραηλιτικού λαού σου την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν. Οι δε εχθροί νικημένοι ας κατεντροπιαστούν παρ' όλην αυτών την μεγάλην δύναμιν πεζικού και ιππικού.

Α Μακ. 4,32       δὸς αὐτοῖς δειλίαν καὶ τῆξον θράσος ἰσχύος αὐτῶν, καὶ σαλευθήτωσαν τῇ συντριβῇ αὐτῶν·

Α Μακ. 4,32             Βαλε εις αυτούς δειλίαν, διάλυσε το θράσος και την εμπιστοσύνην των εις την μεγάλην των δύναμιν, στείλε κλονισμόν και σύγχυσιν κατά την συντριβήν των,

Α Μακ. 4,33       κατάβαλε αὐτοὺς ῥομφαίᾳ ἀγαπώντων σε, καὶ αἰνεσάτωσάν σε πάντες οἱ εἰδότες τὸ ὄνομά σου ἐν ὕμνοις.

Α Μακ. 4,33             κατάβαλε αυτούς δια της ρομφαίας εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούν, και όλοι όσοι πιστεύουν και λατρεύουν το δοξασμένον σου Ονομα ας σε δοξολογήσουν με ύμνους ευχαριστίας”.

Α Μακ. 4,34       καὶ συνέβαλον ἀλλήλοις, καὶ ἔπεσον ἐκ τῆς παρεμβολῆς Λυσίου εἰς πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ ἔπεσον ἐξ ἐναντίας αὐτῶν.

Α Μακ. 4,34             Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν. Από το στρατόπεδον του Λυσίου έπεσαν πέντε χιλιάδες άνδρες νεκροί ενώπιον των Ισραηλιτών.

Α Μακ. 4,35       ἰδὼν δὲ Λυσίας τὴν γενομένην τροπὴν τῆς αὐτοῦ συντάξεως, τῆς δὲ Ἰούδα τὸ γεγενημένον θάρσος καὶ ὡς ἕτοιμοί εἰσιν ἢ ζῆν ἢ τεθνάναι γενναίως, ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ ἐξενολόγει, καὶ πλεονάσας τὸν γενηθέντα στρατὸν ἐλογίζετο πάλιν παραγενέσθαι εἰς τὴν Ἰουδαίαν.

Α Μακ. 4,35             Ο Λυσίας, όταν είδε την κατατρόπωσιν και συντριβήν του στρατού του, εξ άλλου δε διεπίστωσε και το ατρόμητον θάρρος των στρατιωτών του Ιούδα, και ότι εκείνοι είναι έτοιμοι να ζήσουν ελεύθεροι η να αποθάνουν γενναίως μαχόμενοι, ανεχώρησε δια την Αντιόχειαν. Κατά την επάνοδόν του εστρατολογούσε διαφόρους ξένους άνδρας. Οταν δε ο στρατός του ηυξήθη πολύ, εσκέφθη και πάλιν να επανέλθη εναντίον της Ιουδαίας.

 

                                  Η κάθαρση και τα εγκαίνια του Ναού

Α Μακ. 4,36       Εἶπε δὲ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· ἰδοὺ συνετρίβησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, ἀναβῶμεν καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι.

Α Μακ. 4,36             Επειτα από τα γεγονότα αυτά είπεν ο Ιούδας και οι αδελφοί του· “ιδού οι εχθροί μας έχουν συντριβή, ας αναβώμεν, λοιπόν, εις Ιεροσόλυμα, δια να καθαρίσωμεν τον ιερόν τόπον του ναού μας και κατόπιν να κάμωμεν εγκαίνια νέα.

Α Μακ. 4,37       καὶ συνήχθη ἡ παρεμβολὴ πᾶσα καὶ ἀνέβησαν εἰς ὄρος Σιών.

Α Μακ. 4,37             Συνεκεντρώθησαν τότε όλοι οι στρατιώται των Ιουδαίων και ανέβησαν στο όρος Σιών.

Α Μακ. 4,38       καὶ εἶδον τὸ ἁγίασμα ἠρημωμένον καὶ τὸ θυσιαστήριον βεβηλωμένον καὶ τὰς πύλας κατακεκαυμένας καὶ ἐν ταῖς αὐλαῖς φυτὰ πεφυκότα ὡς ἐν δρυμῷ ἢ ὡς ἑνὶ τῶν ὀρέων καὶ τὰ παστοφόρια καθῃρημένα.

Α Μακ. 4,38             Είδον δε εκεί τον ιερόν ναόν έρημον, το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων βεβηλωμένον, τας θύρας του ναού καμμένας από τον εμπρησμόν και εις τας αυλάς του ναού είχαν φυτρώσει χορτάρια, όπως στο δάσος η εις κανένα όρος. Επίσης τα δωμάτια τα παραπλεύρως του ναού ήσαν κρημνισμένα.

Α Μακ. 4,39       καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐκόψαντο κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπέθεντο σποδὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν

Α Μακ. 4,39             Επόνεσεν η καρδιά των, και επάνω στο πένθος των διέρρηξαν τα ιμάτιά των, έβαλαν στάκτην εις την κεφαλήν των

Α Μακ. 4,40       καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν καὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανόν.

Α Μακ. 4,40             και έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης. Εσάλπισαν τότε αι ιεραί σάλπιγγες τα επίκαιρα συνθήματα και όλοι με θερμήν προσευχήν εβόησαν προς τον Θεόν του ουρανού.

Α Μακ. 4,41       τότε ἐπέταξεν Ἰούδας ἄνδρας πολεμεῖν τοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ, ἕως ἂν καθαρίσῃ τὰ ἅγια.

Α Μακ. 4,41             Ο Ιούδας διέταξε κατά την ώραν εκείνην ένα τμήμα από τους στρατιώτας του να πολεμή τους Συρους, οι οποίοι ήσαν κλεισμένοι εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, έως ότου φροντίση αυτός και φέρη εις πέρας σύμφωνα με τον Νομον τον καθαρισμόν των αγίων τόπων.

Α Μακ. 4,42       καὶ ἐπέλεξεν ἱερεῖς ἀμώμους θελητὰς νόμου,

Α Μακ. 4,42             Κατόπιν εξέλεξεν ιερείς αρτιμελείς και υγιείς σωματικώς και ζηλωτάς του Νομου.

Α Μακ. 4,43       καὶ ἐκαθάρισαν τὰ ἅγια καὶ ᾖραν τοὺς λίθους τοῦ μιασμοῦ εἰς τόπον ἀκάθαρτον.

Α Μακ. 4,43             Αυτοί εκαθάρισαν τον ναόν, εσήκωσαν και επέταξαν τους μολυσμένους, λίθους εις τόπον ακάθαρτον.

Α Μακ. 4,44       καὶ ἐβουλεύσαντο περὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῆς ὁλοκαυτώσεως τοῦ βεβηλωμένου, τί αὐτῷ ποιήσωσι·

Α Μακ. 4,44             Εσκέφθησαν δε και δια το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, που είχε και αυτό βεβηλωθή, τι έπρεπε να κάμουν.

Α Μακ. 4,45       καὶ ἐπέπεσεν αὐτοῖς βουλὴ ἀγαθὴ καθελεῖν αὐτό, μήποτε γένηται αὐτοῖς εἰς ὄνειδος, ὅτι ἐμίαναν τὰ ἔθνη αὐτό· καὶ καθεῖλον τὸ θυσιαστήριον.

Α Μακ. 4,45             Τους ήλθεν η καλή έμπνευσις και απόφασις να το κρημνίσουν, διότι εάν το άφηναν έτσι μολυσμένον από τους ειδωλολάτρας, ίσως να εγίνετο αφορμή χλευασμού δι' αυτούς τους ιδίους και άλλων ακόμη δυστυχημάτων. Πράγματι εκρήμνισαν το θυσιαστήριον.

Α Μακ. 4,46       καὶ ἀπέθεντο τοὺς λίθους ἐν τῷ ὄρει τοῦ οἴκου ἐν τόπῳ ἐπιτηδείῳ μέχρι τοῦ παραγενηθῆναι προφήτην τοῦ ἀποκριθῆναι περὶ αὐτῶν.

Α Μακ. 4,46             Τους λίθους του θυσιαστηρίου μετέφεραν και απέθεσαν εις ένα μέρος του λόφου εις κατάλληλον τόπον, εν αναμονή προφήτου του Θεού, ο οποίος θα καθωδηγούσε αυτούς, τι πρέπει να τους κάμουν.

Α Μακ. 4,47       καὶ ἔλαβον λίθους ὁλοκλήρους κατὰ τὸν νόμον καὶ ᾠκοδόμησαν τὸ θυσιαστήριον καινὸν κατὰ τὸ πρότερον.

Α Μακ. 4,47             Επειτα επήραν άλλους λίθους, σύμφωνα με τον Νομον ακατεργάστους, και ανοικοδόμησαν νέον θυσιαστήριον όμοιον προς το προηγούμενον.

Α Μακ. 4,48       καὶ ᾠκοδόμησαν τὰ ἅγια καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ τὰς αὐλὰς ἡγίασαν.

Α Μακ. 4,48             Επίσης ανοικοδόμησαν τους ιερούς τόπους, το εσωτερικόν του ναού, εκαθάρισαν δε και ηγίασαν και τας αυλάς του ναού.

Α Μακ. 4,49       καὶ ἐποίησαν σκεύη ἅγια καινὰ καὶ εἰσήνεγκαν τὴν λυχνίαν καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν θυμιαμάτων καὶ τὴν τράπεζαν εἰς τὸν ναόν.

Α Μακ. 4,49             Κατεσκεύασαν νέα ιερά σκεύη, έφεραν εντός του ναού την λυχνίαν, το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και την τράπεζαν της προθέσεως.

Α Μακ. 4,50       καὶ ἐθυμίασαν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐξῆψαν τοὺς λύχνους τοὺς ἐπὶ τῆς λυχνίας, καὶ ἐφαίνοσαν ἐν τῶ ναῷ.

Α Μακ. 4,50             Προσέφεραν κατόπιν επάνω στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων θυμίαμα, ήναψαν τους λύχνους, οι οποίοι ευρίσκοντο επάνω εις την λυχνίαν, και ετσι εφώτισαν τον ναόν.

Α Μακ. 4,51       καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἄρτους καὶ ἐξεπέτασαν τὰ καταπετάσματα καὶ ἐτέλεσαν πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν.

Α Μακ. 4,51              Εθεσαν επάνω εις την τράπεζαν της προθέσεως τους άρτους, εκρέμασαν και ανεπέτασαν τα παραπετάσματα και γενικώς ετέλεσαν όλα τα έργα, τα οποία είχαν αναλάβει να κάμουν.

Α Μακ. 4,52       καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς τοῦ ἐνάτου (οὗτος ὁ μὴν Χασελεῦ) τοῦ ὀγδόου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἔτους

Α Μακ. 4,52             Εσηκώθηκαν δε λίαν πρωί κατά την εικοστήν πέμπτην του εννάτου μηνός (αυτός ο μην λέγεται Χασελεύ) κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών,

Α Μακ. 4,53       καὶ ἀνήνεγκαν θυσίαν κατὰ τὸν νόμον ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὸ καινόν, ὃ ἐποίησαν.

Α Μακ. 4,53             και προσέφεραν θυσίας σύμφωνα με τον μωσαϊκόν νόμον επάνω στο νέον θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, το οποίον είχαν ανοικοδομήσει.

Α Μακ. 4,54       κατὰ τὸν καιρὸν καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ ἐβεβήλωσαν αὐτὸ τὰ ἔθνη, ἐν ἐκείνῃ ἐνεκαινίσθη ἐν ᾠδαῖς καὶ κιθάραις καὶ κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις.

Α Μακ. 4,54             Κατά τον τον αυτόν μήνα και την αυτήν ημέραν, κατά την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχαν βεβηλώσει το θυσιαστήριον τούτο και τον ναόν, κατά την ιδίαν ημέραν έγιναν τα εγκαίνιά των με ψαλμούς και κιθάρας και άρπας και κύμβαλα.

Α Μακ. 4,55       καὶ ἔπεσον πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ πρόσωπον καὶ προσεκύνησαν καὶ εὐλόγησαν εἰς οὐρανὸν τὸν εὐοδώσαντα αὐτοῖς.

Α Μακ. 4,55             Ολος δε ο ιουδαϊκός λαός έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και προσεκύνησαν τον Θεόν και απηύθυναν ύμνους δοξολογίας προς τον ουρανόν εις Εκείνον, ο οποίος κατευώδωσε τα έργα των.

Α Μακ. 4,56       καὶ ἐποίησαν τὸν ἐγκαινισμὸν τοῦ θυσιαστηρίου ἡμέρας ὀκτὼ καὶ προσήνεγκαν ὁλοκαυτώματα μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἔθυσαν θυσίαν σωτηρίου καὶ αἰνέσεως.

Α Μακ. 4,56             Διήρκεσαν τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων επί οκτώ ημέρας, κατά τας οποίας προσέφεραν ολοκαυτώματα με μεγάλην χαράν και θυσίας σωτηρίους και δοξολογίας προς τον Θεόν.

Α Μακ. 4,57       καὶ κατεκόσμησαν τὸ κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ στεφάνοις χρυσοῖς καὶ ἀσπιδίσκαις καὶ ἐνεκαίνισαν τὰς πύλας καὶ τὰ παστοφόρια καὶ ἐθύρωσαν αὐτά.

Α Μακ. 4,57             Εκόσμησαν δε πλουσίως την εμπροσθίαν όψιν του ναού με χρυσούς στεφάνους, με μικράς ασπίδας και έκαμαν τα εγκαίνια των θυρών και των διαμερισμάτων, που ευρίσκοντο παραπλεύρως του ναού, εις τα οποία και ετοποθέτησαν τας θύρας.

Α Μακ. 4,58       καὶ ἐγενήθη εὐφροσύνη μεγάλη ἐν τῷ λαῷ σφόδρα, καὶ ἀπεστράφη ὄνειδος ἐθνῶν.

Α Μακ. 4,58             Εγινε δε και επεκράτησε πολύ μεγάλη χαρά μεταξύ του λαού, διότι εξηλείφθη το όνειδος και η καταισχύνη, την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχον επισωρεύσει στον ναόν.

Α Μακ. 4,59       καὶ ἔστησεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραήλ, ἵνα ἄγωνται αἱ ἡμέραι ἐγκαινισμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἡμέρας ὀκτώ, ἀπὸ τῆς πέμπτης καὶ εἰκάδος τοῦ μηνὸς Χασελεῦ, μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς.

Α Μακ. 4,59             Ο Ιούδας, οι αδελφοί του και όλος ο λαός των Ισραηλιτών καθιέρωσαν να τελούνται εορταί των εγκαινίων του ναού και του θυσιαστηρίου εις ωρισμένην εποχήν κάθε έτος από της εικοστής πέμπτης του μηνός Χασελεύ επί οκτώ ημέρας με μεγάλην χαράν και ευφροσύνην.

Α Μακ. 4,60       καὶ ᾠκοδόμησαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὸ ὄρος Σιών, κυκλόθεν τείχη ὑψηλὰ καὶ πύργους ὀχυρούς, μή ποτε παραγενηθέντα τὰ ἔθνη καταπατήσωσιν αὐτά, ὡς ἐποίησαν τὸ πρότερον.

Α Μακ. 4,60             Κατ' εκείνην δε την εποχήν ανοικοδόμησαν γύρω από τυν λόφον Σιών εν Ιερουσαλήμ υψηλά τείχη και επάνω εις αυτά ύψωσαν υψηλούς πύργους, δια να μη επέλθουν πλέον τα ειδωλολατρικά έθνη, όπως και προηγουμένως έκαναν, και καταπατήσουν τους ιερούς αυτούς τύπους.

Α Μακ. 4,61       καὶ ἐπέταξεν ἐκεῖ δύναμιν τηρεῖν αὐτὸ καὶ ὠχύρωσαν αὐτὸ τηρεῖν τὴν Βαιθσούραν τοῦ ἔχειν τὸν λαὸν ὀχύρωμα κατὰ πρόσωπον τῆς Ἰδουμαίας.

Α Μακ. 4,61             Ο Ιούδας εγκατέστησε και ετακτοποίησε τμήμα στρατού εκεί, δια να φρουρή και το ωχύρωσε, δια να φυλάττη την Βαιθσούραν, ώστε να έχη ο λαός ένα οχυρόν τόπον εναντίον της Ιδουμαίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ  

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΔΩΜΙΤΩΝ, ΑΜΜΩΝΙΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ

                              Οι νίκες του Ιούδα κατά των Εδωμιτών και Αμμωνιτών

Α Μακ. 5,1         Καὶ ἐγένετο ὅτε ἤκουσαν τὰ ἔθνη κυκλόθεν ὅτι ᾠκοδομήθη τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐνεκαινίσθη τὸ ἁγίασμα ὡς τὸ πρότερον, καὶ ὠργίσθησαν σφόδρα

Α Μακ. 5,1                Οταν τα γύρω από την Ιουδαίαν ειδωλολατρικά έθνη επληροφορήθησαν, ότι ανοικοδομήθη το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ότι έγινεν η αποκατάστασις του ναού, όπως ήτο προηγουμένως και ετελέσθησαν και τα εγκαίνια αυτού, ωργίσθησαν πάρα πολύ.

Α Μακ. 5,2         καὶ ἐβουλεύσαντο τοῦ ἆραι τὸ γένος Ἰακώβ τοὺς ὄντας ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ ἤρξαντο τοῦ θανατοῦν ἐν τῷ λαῷ καὶ ἐξαίρειν.

Α Μακ. 5,2               Εσκέφθησαν, λοιπόν, και απεφάσισαν να εξολοθρεύσουν το γένος των Ισραηλιτών, τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο μεταξύ αυτών. Ηρχισαν δε και να θανατώνουν πολλούς μεταξύ του λαού και να τους εξολοθρεύουν.

Α Μακ. 5,3         καὶ ἐπολέμει Ἰούδας πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἡσαῦ ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ, τὴν Ἀκραβαττήνην, ὅτι περιεκάθηντο τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην καὶ συνέστειλεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν.

Α Μακ. 5,3                Ο Ιούδας ήρχισε τον πόλεμόν του εναντίον των απογόνων του Ησαύ εις την Ιδουμαίαν και συγκεκριμένως εις την Ακραβαττήνην, διότι εκεί είχον περικλείσει ως εις κλοιόν τους Ισραηλίτας. Εκτύπησεν αυτούς και τους επέφερε μεγάλην φθοράν, τους εταπείνωσε και επήρε λάφυρα από αυτούς.

Α Μακ. 5,4         καὶ ἐμνήσθη τῆς κακίας υἱῶν Βαιάν, οἳ ἦσαν τῷ λαῷ εἰς παγίδα καὶ εἰς σκάνδαλον ἐν τῷ ἐνεδρεύειν αὐτοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς·

Α Μακ. 5,4               Ο Ιούδας ενεθυμήθη επίσης την κακότητα των υιών του Βαιάν, οι οποίοι είχαν καταντήσει παγίς δια τον Ισραηλιτικόν λαόν και κίνδυνος με τας ενέδρας, τας οποίας έστηναν στους δρόμους εναντίον των Ισραηλιτών.

Α Μακ. 5,5         καὶ συνεκλείσθησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐν τοῖς πύργοις, καὶ παρενέβαλεν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτοὺς καὶ ἐνεπύρισε τοὺς πύργους αὐτῆς ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐνοῦσι.

Α Μακ. 5,5                Τους περιεκύκλωσεν στους πύργους των, παρετάχθη εναντίον αυτών και τους παρέδωσεν στο ανάθεμα. Επειτα δε έθεσε πυρ στους πύργους της πόλεώς των, κατέκαυσεν αυτούς μαζή με όλους όσοι ευρίσκοντο έντος αυτών.

Α Μακ. 5,6         καὶ διεπέρασεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ εὗρε χεῖρα κραταιὰν καὶ λαὸν πολὺν καὶ Τιμόθεον ἡγούμενον αὐτῶν·

Α Μακ. 5,6               Επειτα διεπέρασε και ήλθεν εναντίον των Αμμωνιτών. Εκεί όμως ευρήκεν ισχυράν δύναμιν στρατού και λαόν πολυάριθμον με αρχηγόν όλων αυτών τον Τιμόθεον.

Α Μακ. 5,7         καὶ συνῆψε πρὸς αὐτοὺς πολέμους πολλούς, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς.

Α Μακ. 5,7                Συνήψε πολλάς μάχας εναντίον αυτών, εκείνοι εν τέλει συνετρίβησαν ενώπιόν του και αυτός τους κατέκοψε.

Α Μακ. 5,8         καὶ προκατελάβετο τὴν Ἰαζὴρ καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ ἀνέστρεψεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.

Α Μακ. 5,8               Κατέλαβεν επίσης την πάλιν Ιαζήρ και τας εξαρτωμένας από αυτήν, ως θυγατέρας της, κώμας και κατόπιν επέστρεψεν εις την Ιουδαίαν.

 

                              Οι νίκες κατά των ειδωλολατρών της Γαλιλαίας και της Γαλαάδ

Α Μακ. 5,9         Καὶ ἐπισυνήχθησαν τὰ ἔθνη τὰ ἐν τῇ Γαδαὰδ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοὺς ὄντας ἐπὶ τοῖς ὁρίοις αὐτῶν τοῦ ἐξᾶραι αὐτούς, καὶ ἔφυγον εἰς Δάθεμα τὸ ὀχύρωμα.

Α Μακ. 5,9               Τα άλλα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, συνεκεντρώθησαν και επετέθησαν εναντίον των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της χώρας των, δια να τους εξαφανίσουν. Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, κατέφυγον εις ένα οχυρόν, την Δαθεμα.

Α Μακ. 5,10       καὶ ἀπέστειλαν γράμματα πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα ἐστὶν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς

Α Μακ. 5,10              Από εκεί έστειλαν επιστολάς προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του, προς τους οποίους έγραφαν· “τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκονται γύρω μας, έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν.

Α Μακ. 5,11       καὶ ἑτοιμάζονται ἐλθεῖν καὶ προκαταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα, εἰς ὃ κατεφύγομεν, καὶ Τιμόθεος ἡγεῖται τῆς δυνάμεως αὐτῶν·

Α Μακ. 5,11              Ετοιμάζονται να έλθουν και να καταλάβουν το οχύρωμα, στο οποίον δια λόγους ασφαλείας κατεφύγαμεν. Ο Τιμόθεος δε είναι αρχηγός αυτού του στρατού.

Α Μακ. 5,12       νῦν οὖν ἐλθὼν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτῶν, ὅτι πέπτωκεν ἐξ ἡμῶν πλῆθος,

Α Μακ. 5,12              Τωρα, λοιπόν, έλα, δια να μας γλυτώσης από τα χέρια αυτών, διότι μέχρι σήμερον ένα πολύ πλήθος ιδικών μας ανθρώπων έχει φονευθή.

Α Μακ. 5,13       καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν οἱ ὄντες ἐν τοῖς Τωβίου τεθανάτωνται, καὶ ᾐχμαλωτίκασι τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἀποσκευήν, καὶ ἀπώλεσαν ἐκεῖ ὡσεὶ μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν.

Α Μακ. 5,13              Και όλοι οι αδελφοί μας, οι οποίοι ευρίσκονται εις την χώραν του Τωβίου, την Τωβ, εφονεύθησαν, αι δε γυναίκες των έχουν απαχθή αιχμάλωτοι από τους εχθρούς μας, όπως επίσης και τα τέκνα των. Αι περιουσίαι των έχουν λαφυραγωγηθή και έχασαν εκεί φονευθέντας χιλίους περίπου άνδρας”.

Α Μακ. 5,14       ἔτι αἱ ἐπιστολαὶ ἀνεγινώσκοντο, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι ἕτεροι παρεγένοντο ἐκ τῆς Γαλιλαίας διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια ἀπαγγέλλοντες κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα λέγοντες

Α Μακ. 5,14              Εν ακόμη ανεγινώσκοντο αυταί αι επιστολαί, ιδού κατέφθασαν άλλοι αγγελιαφόροι από την Γαλιλαίαν με διερρηγμένα τα ιμάτιά των και οι οποίοι έφερον παρομοίας προς τας ανωτέρω δυσαρέστους ειδήσεις και έλεγαν·

Α Μακ. 5,15       ἐπισυνῆχθαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκ Πτολεμαΐδος καὶ Τύρου καὶ Σιδῶνος καὶ πάσης Γαλιλαίας ἀλλοφύλων τοῦ ἐξαναλῶσαι ἡμᾶς.

Α Μακ. 5,15              “Εχουν συγκεντρωθή από την Πτολεμαΐδα, την Τυρον, την Σιδώνα και από όλην την Γαλιλαίαν των ειδωλολατρικών εθνών άνδρες πολεμισταί, δια να μας εξολοθρεύσουν”.

Α Μακ. 5,16       ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰούδας καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, ἐπισυνήχθη ἐκκλησία μεγάλη βουλεύσασθαι τί ποιήσωσι τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν, τοῖς οὖσιν ἐν θλίψει καὶ πολεμουμένοις ὑπ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 5,16              Οταν ο Ιούδας και ο Ισραηλιτικός λαός ήκουσαν τας ειδήσεις αυτάς, συνηθροίσθησαν εις μεγάλην συγκέντρωσιν, δια να σκεφθούν και αποφασίσουν, τι πρέπει να κάμουν υπέρ των αδελφών των αυτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τόσον μεγάλην θλίψιν πολεμούμενοι από τους εχθρούς των.

Α Μακ. 5,17       καὶ εἶπεν Ἰούδας Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ἐπίλεξον σεαυτῷ ἄνδρας καὶ πορεύου καὶ ῥῦσαι τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· ἐγὼ δὲ καὶ Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφός μου πορευσόμεθα εἰς τὴν Γαλααδῖτιν.

Α Μακ. 5,17              Ο Ιούδας είπεν στον αδελφόν του τον Σιμωνα· “διάλεξε και πάρε υπό την αρχηγίαν σου εκλεκτούς πολεμιστάς άνδρας και πήγαινε να γλυτώσης τους αδελφούς σου, που ευρίσκονται εις την Γαλιλαίαν. Εγώ δε και ο Ιωνάθαν ο αδελφός μου θα μεταβώμεν εις την χώραν Γαλαάδ”.

Α Μακ. 5,18       καὶ κατέλιπεν Ἰώσηφον τὸν τοῦ Ζαχαρίου καὶ Ἀζαρίαν ἡγουμένους τοῦ λαοῦ μετὰ τῶν ἐπιλοίπων τῆς δυνάμεως ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ εἰς τήρησιν

Α Μακ. 5,18              Αφήκε δε ο Ιούδας τον Ιώσηφον, υιόν του Ζαχαρίου, και τον Αζαρίαν αρχηγούς του λαού, ίνα με την υπόλοιπον στρατιωτικήν δύναμιν περιφρουρούν την Ιουδαίαν από ενδεχομένας επιθέσεις των εχθρών.

Α Μακ. 5,19       καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· πρόστητε τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ συνάψητε πόλεμον πρὸς τὰ ἔθνη ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἡμᾶς.

Α Μακ. 5,19              Τους έδωσε δε και αυτήν την εντολήν και είπε· “Θα είσθε οι αρχηγοί του λαού τούτου. Προσέχετε όμως να μη κινήσετε πόλεμον εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, μέχρις ότου επιστρέψωμεν ημείς”.

Α Μακ. 5,20       καὶ ἐμερίσθησαν Σίμωνι ἄνδρες τρισχίλιοι τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Γαλιλαίαν, Ἰούδᾳ δὲ ἄνδρες ὀκτακισχίλιοι εἰς τὴν Γαλααδῖτιν.

Α Μακ. 5,20             Διεμοιράσθη δε η στρατιωτική δύναμις των ανδρών και εις μεν τον Σιμωνα εδόθησαν τρεις χιλιάδες άνδρες, δια να μεταβή εις την Γαλιλαίαν, εις δε τον Ιούδαν εδόθησαν οκτώ χιλιάδες άνδρες, δια να εκστρατευση εις την χώραν Γαλαάδ.

Α Μακ. 5,21       καὶ ἐπορεύθη Σίμων εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ συνῆψε πολέμους πολλοὺς πρὸς τὰ ἔθνη, καὶ συνετρίβη τὰ ἔθνη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ,

Α Μακ. 5,21              Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Γαλιλαίας, έκαμε πολλούς πολέμους εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα δε ειδωλολατρικά έθνη συνετρίβησαν ενώπιόν του.

Α Μακ. 5,22       καὶ ἐδίωξεν αὐτοὺς ἕως τῆς πύλης Πτολεμαΐδος. καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἐθνῶν εἰς τρισχιλίους ἄνδρας, καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν.

Α Μακ. 5,22             Ο Σιμων τους κατεδίωξεν έως εις τας πύλας της Πτολεμαΐδος. Επεσαν δε από τα ειδωλολατρικά έθνη τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες και επήρε τα λάφυρα αυτών.

Α Μακ. 5,23       καὶ παρέλαβε τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ καὶ ἐν Ἀρβάττοις σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτοῖς, καὶ ἤγαγεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μετ᾿ εὐφροσύνης μεγάλης.

Α Μακ. 5,23             Ο δε Σιμων επήρε τους Ιουδαίους, που ευρίσκοντο εις την Γαλιλαίαν και εις Αρβαττα, μαζή με τας γυναίκας και τα τέκνα των και με όλα τα υπάρχοντά των, και τους έφερεν εις την Ιουδαίαν με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν.

Α Μακ. 5,24       καὶ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Α Μακ. 5,24             Εν τω μεταξύ και ο Ιούδας ο Μακκαβαίος μαζή με τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν διεπέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και επορεύθησαν εις κάποιαν έρημον, δρόμον τριών ημέρων.

Α Μακ. 5,25       καὶ συνήντησαν τοῖς Ναβαταίοις, καὶ ἀπήντησαν αὐτοῖς εἰρηνικῶς καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς ἅπαντα τὰ συμβάντα τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν ἐν τῇ Γαλααδίτιδι.

Α Μακ. 5,25             Εκεί συνήντησαν τους Ναβαταίους, οι οποίοι τους υπεδέχθησαν ειρηνικώς, και διηγήθησαν εις αυτούς όλα τα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στους αδελφούς των εις την χώραν Γαλαάδ·

Α Μακ. 5,26       καὶ ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν συνειλημμένοι εἰσὶν εἰς Βόσοῤῥα καὶ Βοσόρ, ἐν Ἀλέμοις, Χασφώρ, Μακὲδ καὶ Καρναΐν, πᾶσαι αἱ πόλεις αὗται ὀχυραὶ καὶ μεγάλαι·

Α Μακ. 5,26             και ότι πολλοί από αυτούς είναι κλεισμένοι εις Βοσορρα και Βοσόρ, εις Αλέμους, Χασφώρ, Μακέδ και Καρναΐν. Αυταί ήσαν πόλεις μεγάλαι και οχυραί.

Α Μακ. 5,27       καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς πόλεσι τῆς Γαλααδίτιδός εἰσι συνειλημμένοι καὶ εἰς αὔριον τάσσονται παρεμβάλλειν ἐπὶ τὰ ὀχυρώματα καὶ καταλαβέσθαι καὶ ἐξᾶραι πάντας τούτους ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ.

Α Μακ. 5,27             “Και εις τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ είναι κλεισμένοι Ιουδαίοι, οι δε εχθροί των ετοιμάζονται να κτυπήσουν αύριον τας οχυράς αυτάς πόλεις, να τας καταλάβουν και να εξολοθρεύσουν όλους αυτούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις τας πόλεις αυτάς εις μίαν και μόνην ημέραν”.

Α Μακ. 5,28       καὶ ἀπέστρεψεν Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὁδὸν εἰς τὴν ἔρημον Βόσοῤῥα ἄφνω· καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ ἔλαβε πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί.

Α Μακ. 5,28             Κατόπιν των πληροφοριών αυτών ο Ιούδας και ο στρατός του ήλλαξαν κατεύθυνσιν, εστράφησαν προς την έρημον και ενεφανίσθησαν αιφνιδίως εμπρός εις Βοσορα. Κατέλαβον την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, επήραν όλα τα λάφυρα των κατοίκων της πόλεως και παρέδωσαν στο πυρ την πόλιν.

Α Μακ. 5,29       καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν νυκτός, καὶ ἐπορεύετο ἕως ἐπὶ τὸ ὀχύρωμα·

Α Μακ. 5,29             Από εκεί εν καιρώ νυκτός ανεχώρησεν ο Ιούδας και εβάδισε προς το οχυρόν το λεγόμενον Δαθεμα.

Α Μακ. 5,30       καὶ ἐγένετο ἑωθινῇ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ ἰδοὺ λαὸς πολύς, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, αἴροντες κλίμακας καὶ μηχανὰς καταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα καὶ ἐπολέμουν αὐτούς.

Α Μακ. 5,30             Κατά την πρωΐαν εσήκωσαν τα μάτια των οι στρατιώται του Ιούδα του Μακκαβαίου και είδαν πολύν εχθρικόν στρατόν, του οποίου δεν ήτο δυνατόν να υπολογισθή ο αριθμός. Αυτοί, λοιπόν, έφεραν κλίμακας και πολιορκητικάς μηχανάς και επεχείρουν να καταλάβουν το οχυρωμα. Επολεμούσαν εναντίον των Ιουδαίων, που ήσαν κλεισμένοι εις αυτό.

Α Μακ. 5,31       καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι ἦρκται ὁ πόλεμος καὶ ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν σάλπιγξι καὶ φωνῇ μεγάλῃ,

Α Μακ. 5,31              Οταν ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδεν ότι είχεν αρχίσει η μάχη και ότι η κραυγή των Ιουδαίων, που ευρίσκοντο στο οχύρωμα, ήτο τόσον μεγάλη, ώστε μαζή με τον ήχον των σαλπίγγων έφθαναν έως στον ουρανόν,

Α Μακ. 5,32       καὶ εἶπε τοῖς ἀνδράσι τῆς δυνάμεως· πολεμήσατε σήμερον ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν.

Α Μακ. 5,32             είπεν στους άνδρας της δυνάμεώς του “πολεμήσατε σήμερον υπέρ των αδελφών μας”.

Α Μακ. 5,33       καὶ ἐξῆλθεν ἐν τρισὶν ἀρχαῖς ἐξόπισθεν αὐτῶν, καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν ἐν προσευχῇ.

Α Μακ. 5,33             Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος επροχώρησε με τα τρία σώματα του στρατού του όπισθεν από τους εχθρούς. Κατόπιν οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας σάλπιγγάς των και προσηυχήθησαν με φωνήν μεγάλην προς τον Θεόν.

Α Μακ. 5,34       καὶ ἐπέγνω ἡ παρεμβολὴ Τιμοθέου ὅτι Μακκαβαῖός ἐστι, καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ εἰς ὀκτακισχιλίους ἄνδρας.

Α Μακ. 5,34             Αμέσως δε μόλις ο στρατός του Τιμοθέου αντελήφθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είναι ο πολεμών αυτούς, κατελήφθησαν από φόβον και έφυγον από εμπρός του. Ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος με τους στρατιώτας του επέφερεν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Επεσαν από αυτούς κατ' εκείνην την ημέραν οκτώ χιλιάδες άνδρες.

Α Μακ. 5,35       καὶ ἀπέκλινεν εἰς Μααφὰ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν καὶ προκατελάβετο αὐτὴν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί.

Α Μακ. 5,35             Από εκεί ο Ιούδας εστράφη και επορεύθη εις Μααφά, επολέμησε την πόλιν, την κατέλαβε και εφόνευσεν όλα τα αρσενικά αυτής, επήρε τα λάφυρά της και την παρέδωσεν στο πυρ.

Α Μακ. 5,36       ἐκεῖθεν ἀπῇρε καὶ προκατελάβετο τὴν Χασφών, Μακέδ, Βοσὸρ καὶ τὰς λοιπὰς πόλεις τῆς Γαλααδίτιδος.

Α Μακ. 5,36             Από εκεί ανεχώρησε και κατέλαβε την Χασφών, την Μακέδ, την Βοσόρ και όλας τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ.

Α Μακ. 5,37       μετὰ δὲ τὰ ῥήματα ταῦτα συνήγαγε Τιμόθεος παρεμβολὴν ἄλλην καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον Ῥαφὼν ἐκ πέραν τοῦ χειμάῤῥου.

Α Μακ. 5,37             Επειτα από όλα αυτά τα γεγονότα ο Τιμόθεος συνεκέντρωσε νέαν στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσεν απέναντι της Ραφών, πέραν από κάποιον χείμαρρον.

Α Μακ. 5,38       καὶ ἀπέστειλεν Ἰούδας κατασκοπεῦσαι τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα εἰσὶ πρὸς αὐτοὺς πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, δύναμις πολλὴ σφόδρα·

Α Μακ. 5,38             Ο Ιούδας έστειλε μερικούς άνδρας, δια να κατασκοπεύσουν τα του στρατεύματος και τον πληροφορήσουν σχετικώς. Εκείνοι οι άνδρες επέστρεψαν και του ανήγγειλαν τα εξής λέγοντες· “όλα τα γύρω από ημάς ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντωθή εναντίον μας σχηματίσαντα μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν.

Α Μακ. 5,39       καὶ Ἄραβας μεμίσθωνται εἰς βοήθειαν αὐτοῖς καὶ παρενέβαλον πέραν τοῦ χειμάῤῥου ἕτοιμοι τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ σὲ εἰς πόλεμον. καὶ ἐπορεύθη Ἰούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν.

Α Μακ. 5,39             Εχουν μάλιστα πάρει ως μισθοφόρους Αραβας, δια να τους βοηθήσουν και είναι στρατοπεδευμένοι πέραν από τον χείμαρρον, έτοιμοι να έλθουν εναντίον σου εις πολεμικήν σύρραξιν”. Ο Ιούδας εξήλθε προς πόλεμον εναντίον των.

Α Μακ. 5,40       καὶ εἶπε Τιμόθεος τοῖς ἄρχουσι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐν τῷ ἐγγίζειν Ἰούδαν καὶ τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν χειμάῤῥουν τοῦ ὕδατος· ἐὰν διαβῇ πρὸς ἡμᾶς πρότερος, οὐ δυνησόμεθα ὑποστῆναι αὐτόν, ὅτι δυνάμενος δυνήσεται πρὸς ἡμᾶς·

Α Μακ. 5,40             Είπε τότε ο Τιμόθεος προς τους αρχηγούς της στρατιωτικής του δυνάμεως, “όταν ο Ιούδας με την στρατιωτικήν του δύναμιν πλησιάση εις τον χείμαρρον, εάν μεν διαπεράση προς ημάς πρώτος, δεν θα ημπορέσωμεν να υπομείνωμεν την επίθεσίν του, διότι, ισχυρός, καθώς είναι, θα υπερισχύση ασφαλώς εναντίον μας.

Α Μακ. 5,41       ἐὰν δὲ δειλωθῇ καὶ παρεμβάλῃ πέραν τοῦ ποταμοῦ, διαπεράσομεν πρὸς αὐτὸν καὶ δυνησόμεθα πρὸς αὐτόν.

Α Μακ. 5,41              Εάν όμως δειλιάση, μείνη και παραταχθή πέραν από τον χείμαρρον, θα διαβώμεν ημείς προς αυτόν και ασφαλώς θα υπερισχύσωμεν εναντίον του”.

Α Μακ. 5,42       ὡς δὲ ἤγγισεν Ἰούδας ἐπὶ τὸν χειμάῤῥουν τοῦ ὕδατος, ἔστησε τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῦ χειμάῤῥου καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· μὴ ἀφῆτε πάντα ἄνθρωπον παρεμβαλεῖν, ἀλλ᾿ ἐρχέσθωσαν πάντες εἰς τὸν πόλεμον.

Α Μακ. 5,42             Ο Ιούδας, όταν έφθασεν εις την κοίτην του χειμάρρου, ετοποθέτησε κατά διαστήματα πλησίον της όχθης τους γραμματείς του στρατού και τους διέταξε λέγων· “μη αφήσετε κανένα στρατιώτην να αποθέση τον οπλισμόν του και στρατοπεδεύση, αλλά όλοι ας έλθουν έτοιμοι προς πόλεμον”.

Α Μακ. 5,43       καὶ διεπέρασεν ἐπ᾿ αὐτοὺς πρότερος καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη καὶ ἔῤῥιψαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἔφυγον εἰς τὸ τέμενος ἐν Καρναΐν.

Α Μακ. 5,43             Διεπέρασε δε πρώτος ο Ιούδας τον ποταμόν βαδίζων εναντίον του εχθρού. Ολος δε ο στρατός τον ακολουθούσε. Κατά την μάχην συνετρίβησαν ενώπιόν του όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, έρριψαν κατά γης τα όπλα των και πανικόβλητα κατέφυγαν στον ειδωλολατρικόν ναόν εις Καρναΐν.

Α Μακ. 5,44       καὶ προκατελάβοντο τὴν πόλιν καὶ τὸ τέμενος ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐν αὐτῷ· καὶ ἐτροπώθη ἡ Καρναΐν, καὶ οὐκ ἐδύναντο ἔτι ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον Ἰούδα.

Α Μακ. 5,44             Οι Ιουδαίοι κατέλαβαν την πόλιν αυτήν, παρέδωκαν στο πυρ τον ναόν με όλους εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος αυτού. Ετσι η Καρναΐν κατετροπώθη και εξηυτελίσθη και δεν ημπόρεσε να αντισταθή ενώπιον του Ιούδα.

Α Μακ. 5,45       καὶ συνήγαγεν Ἰούδας πάντα Ἰσραὴλ τοὺς ἐν τῇ Γαλααδίτιδι ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ τὴν ἀποσκευήν, παρεμβολὴν μεγάλην σφόδρα, ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα.

Α Μακ. 5,45             Επειτα συνεκέντρωσεν ο Ιούδας όλους τους Ισραηλίτας, που ευρίσκοντο εις την χώραν Γαλαάδ, από μικρού μέχρι μεγάλου, και τας γυναίκας των και τα παιδιά των και την περιουσίαν των, πλήθος μεγάλο λαού, δια να οδηγήση όλους αυτούς εις την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 5,46       καὶ ἦλθον ἕως Ἐφρών, καὶ αὕτη ἡ πόλις μεγάλη ἐπὶ τῆς εἰσόδου ὀχυρὰ σφόδρα, οὐκ ἦν ἐκκλῖναι ἀπ᾿ αὐτῆς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν, ἀλλ᾿ ἢ διὰ μέσου αὐτῆς πορεύεσθαι·

Α Μακ. 5,46             Οι Ιουδαίοι έφθασαν εις την Εφρών, πόλιν μεγάλην και καλώς ωχυρωμένην, η οποία ευρίσκετο εις την είσοδον της χώρας των. Δεν ημπορούσε δε κανείς να παρεκκλίνη δεξιά η αριστερά από αυτήν, δια να εισέλθη εις την χώραν, αλλ' ήτο υποχρεωμένος να βαδίση δια μέσου αυτής.

Α Μακ. 5,47       καὶ ἀπέκλεισαν αὐτοὺς οἱ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνέφραξαν τὰς πύλας λίθοις.

Α Μακ. 5,47             Οι κάτοικοι της πόλεως αυτής ηρνήθησαν να επιτρέψουν δίοδον στους Ιουδαίους, έφραξαν δε και τας πύλας της πόλεώς των με λίθους.

Α Μακ. 5,48       καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς Ἰούδας λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· διελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν ἡμῶν, καὶ οὐδεὶς κακοποιήσει ὑμᾶς, πλὴν τοῖς ποσὶ παρελευσόμεθα· καὶ οὐκ ἠβούλοντο ἀνοῖξαι αὐτῷ.

Α Μακ. 5,48             Ο Ιούδας απέστειλε προς αυτούς αγγελιαφόρους με ειρηνικάς προτάσεις ειπών· “ημείς θα διέλθωμεν απλώς δια μέσου της χώρας σας, δια να μεταβώμεν εις την πατρίδα μας. Κανείς δεν θα σας βλάψη ούτε επ' ελάχιστον. Ζητούμεν απλώς να περάσωμεν πεζή δια μέσου της πόλεως σας”. Οι κάτοικοι όμως δεν ηθέλησαν να ανοίξουν εις αυτόν τας πύλας.

Α Μακ. 5,49       καὶ ἐπέταξεν Ἰούδας κηρῦξαι ἐν τῇ παρεμβολῇ τοῦ παρεμβαλεῖν ἕκαστον ἐν ᾧ ἐστι τόπῳ·

Α Μακ. 5,49             Τοτε ο Ιούδας διέταξε να κοινοποιήσουν στο στρατόπεδον την διαταγήν του, όπως καταλάβη ο κάθε στρατιώτης την θέσιν όπου ευρίσκεται, έτοιμος προς μάχην.

Α Μακ. 5,50       καὶ παρενέβαλον οἱ ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἐπολέμησαν τὴν πόλιν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ παρεδόθη ἡ πόλις ἐν χερσὶν αὐτοῦ.

Α Μακ. 5,50             Οι άνδρες του στρατού του επήραν τας θέσεις των και επολέμησαν την πόλιν καθ' όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα. Τέλος η πόλις παρεδόθη εις τα χέρια των.

Α Μακ. 5,51       καὶ ἀπώλεσε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ ἐξεῤῥίζωσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ διῆλθε διὰ τῆς πόλεως ἐπάνω τῶν ἀπεκταμμένων.

Α Μακ. 5,51              Ο Ιούδας διέταξε και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, εξερρίζωσεν από τα θεμέλιά της την πόλιν, επήρε τα λάφυρά της και επέρασε δια μέσου της πόλεως, πατών επάνω εις τα πτώματα των φονευθέντων.

Α Μακ. 5,52       καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην εἰς τὸ πεδίον τὸ μέγα κατὰ πρόσωπον Βαιθσάν.

Α Μακ. 5,52             Προχωρούντες επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν, έφθασαν εις την μεγάλην πεδιάδα, η οποία ευρίσκετο εμπρός από την Βαιθσάν.

Α Μακ. 5,53       καὶ ἦν Ἰούδας ἐπισυνάγων τοὺς ἐσχατίζοντας καὶ παρακαλῶν τὸν λαὸν κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἕως οὗ ἦλθον εἰς γῆν Ἰούδα.

Α Μακ. 5,53             Ο Ιούδας ήτο εις την οπισθοφυλακήν περιμαζεύων τους βραδυπορούντας Ιουδαίους και ενισχύων τον λαόν ηθικώς καθ' όλην την πορείαν του, μέχρις ότου έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 5,54       καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος Σιὼν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ καὶ προσήγαγον ὁλοκαυτώματα, ὅτι οὐκ ἔπεσεν ἐξ αὐτῶν οὐθεὶς ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἐν εἰρήνῃ.

Α Μακ. 5,54             Εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ, ανέβησαν στο όρος Σιών με μεγάλην αγαλλίασιν και χαράν και προσέφεραν ολοκαυτώματα, ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι κανείς από αυτούς δεν έπεσε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αλλά όλοι επανήλθαν σώοι.

Α Μακ. 5,55       Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις, αἷς ἦν Ἰούδας καὶ Ἰωνάθαν ἐν τῇ Γαλαὰδ καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ κατὰ πρόσωπον Πτολεμαΐδος,

Α Μακ. 5,55             Κατά το διάστημα όμως, κατά το οποίον ευρίσκοντο ο μεν Ιούδας και ο Ιωνάθαν εις την Γαλαάδ, ο δε αδελφός των ο Σιμων εις την Γαλιλαίαν πλησίον της Πτολεμαΐδος,

Α Μακ. 5,56       ἤκουσεν Ἰωσὴφ ὁ τοῦ Ζαχαρίου καὶ Ἀζαρίας ἄρχοντες τῆς δυνάμεως τῶν ἀνδραγαθιῶν καὶ τοῦ πολέμου, οἷα ἐποίησαν,

Α Μακ. 5,56             επληροφορήθησαν ο Ιωσήφ ο υιός του Ζαχαρίου και ο Αζαρίας οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως της εν Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν τα ανδραγαθήματα, τα οποία έκαμαν οι αδελφοί Μακκαβαίοι και τους νικηφόρους πολέμους, τους οποίους συνήψαν,

Α Μακ. 5,57       καὶ εἶπε· ποιήσωμεν καὶ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὄνομα καὶ πορευθῶμεν πολεμῆσαι πρὸς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν.

Α Μακ. 5,57             και είπαν με ματαιοδοξίαν· “ας καταστήσωμεν και ημείς το όνομα μας ένδοξον και προς τούτο ας εξέλθωμεν να πολεμήσωμεν τα γύρω μας ειδωλολατρικά έθνη”.

Α Μακ. 5,58       καὶ παρήγγειλαν τοῖς ἀπὸ τῆς δυνάμεως τῆς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ Ἰάμνειαν.

Α Μακ. 5,58             Εδωσαν, λοιπόν, διαταγάς στους άνδρας του στρατού των, που ευρίσκετο μαζή των, και εβάδισαν εναντίον της Ιαμνείας.

Α Μακ. 5,59       καὶ ἐξῆλθε Γοργίας ἐκ τῆς πόλεως καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς εἰς πόλεμον.

Α Μακ. 5,59             Ο Γοργίας εβγήκεν από την πόλιν και οι στρατιώται αυτού, δια να αποκρούσουν τους Ιουδαίους.

Α Μακ. 5,60       καὶ ἐτροπώθη Ἰώσηφος καὶ Ἀζαρίας, καὶ ἐδιώχθησαν ἕως τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας, καὶ ἔπεσον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ εἰς δισχιλίους ἄνδρας.

Α Μακ. 5,60             Κατά την πολεμικήν σύρραξιν ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας ενικήθησαν και κατεδιώχθησαν από τους εχθρούς έως εις τα όρια της Ιουδαίας, έπεσαν δε κατά την ημέραν εκείνην από τον στρατόν του Ισραήλ δύο χιλιάδες άνδρες.

Α Μακ. 5,61       καὶ ἐγενήθη τροπὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσαν Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, οἰόμενοι ἀνδραγαθῆσαι·

Α Μακ. 5,61              Εγινε δε η μεγάλη αυτή φθορά στον ισραηλιτικόν λαόν, διότι ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας δεν υπήκουσαν στον Ιούδαν και τους αδελφούς του, νομίζοντες ότι και αυτοί είναι εις θέσιν να ανδραγαθήσουν.

Α Μακ. 5,62       αὐτοὶ δὲ οὐκ ἦσαν ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἷς ἐδόθη σωτηρία Ἰσραὴλ διὰ χειρὸς αὐτῶν.

Α Μακ. 5,62             Ελησμόνησαν όμως, ότι αυτοί δεν ήσαν από την οικογένειαν των ανδρών εκείνων, στους οποίους εδόθη παρά του Θεού η δύναμις να σώσουν με τα χέρια των τον Ισραηλιτικόν λαόν.

Α Μακ. 5,63       καὶ ὁ ἀνὴρ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐδοξάσθησαν σφόδρα ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἐθνῶν πάντων, οὗ ἠκούετο τὸ ὄνομα αὐτῶν·

Α Μακ. 5,63             Ο ευγενής όμως Ιούδας και οι αδελφοί του εδοξάσθησαν πάρα πολύ ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού και ενώπιον ακόμη των ειδωλολατρικών εθνών, παντού, όπου έφθανεν η φήμη του ονόματός των.

Α Μακ. 5,64       καὶ ἐπισυνήγοντο πρὸς αὐτοὺς εὐφημοῦντες.

Α Μακ. 5,64             Οι Ισραηλίται συνεκεντρώνοντο γύρω των επαινούντες και τιμώντες αυτούς δια τα κατορθώματά των.

Α Μακ. 5,65       καὶ ἐξῆλθεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπολέμουν τοὺς υἱοὺς Ἡσαῦ ἐν τῇ γῇ πρὸς νότον καὶ ἐπάταξε τὴν Χεβρὼν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα αὐτῆς καὶ τοὺς πύργους αὐτῆς ἐνέπρησε κυκλόθεν.

Α Μακ. 5,65             Κατόπιν ο Ιούδας και οι αδελφοί αυτού εξήλθον εις νέαν εκστρατείαν και επολεμούσαν τους Ιδουμαίους, απογόνους του Ησαύ, εις την χώραν των προς νότον. Εκτύπησε την Χεβρών και τας πόλεις τας εξαρτωμένας από αυτήν, κατέστρεψε τα οχυρωματικά της έργα και παρέδωσεν στο πυρ τους γύρω επάνω εις τα τείχη της πύργους.

Α Μακ. 5,66       καὶ ἀπῇρε τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν ἀλλοφύλων. καὶ διεπορεύετο τὴν Σαμάρειαν.

Α Μακ. 5,66             Από εκεί επήρεν ο Ιούδας τον στρατόν του και εβάδισεν εις την χώραν των Φιλισταίων διερχόμενος δια μέσου της Σαμαρείας.

Α Μακ. 5,67       ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔπεσον ἱερεῖς ἐν πολέμῳ βουλόμενοι ἀνδραγαθῆσαι ἐν τῷ αὐτοὺς ἐξελθεῖν εἰς πόλεμον ἀβουλεύτως.

Α Μακ. 5,67             Την ημέραν εκείνην έπεσαν νεκροί κατά την μάχην και μερικοί ιερείς, οι οποίοι ηθέλησαν να ανδραγαθήσουν και ασυνέτως εξήλθον και έλαβαν μέρος στον πόλεμον.

Α Μακ. 5,68       καὶ ἐξέκλινεν Ἰούδας εἰς Ἄζωτον γῆν ἀλλοφύλων, καὶ καθεῖλε τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατέκαυσε πυρὶ καὶ ἐσκύλευσε τὰ σκῦλα τῶν πόλεων καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γῆν Ἰούδα.

Α Μακ. 5,68             Ακολούθως ο Ιούδας κατηυθύνθη προς την Αζωτον, πόλιν των Φιλισταίων. Οταν έφθασεν εκεί, εκρήμνισε τους ειδωλικούς βωμούς των, τα δε είδωλά των παρέδωσεν εις την φωτιάν. Επήρε πολλά λάφυρα από τας πόλεις και επέστρεψεν έπειτα εις την χώραν της Ιουδαίας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16