Ο Σίμων διαδέχεται τον αδερφό του Ιωνάθαν
Α Μακ. 13,1 Καὶ ἤκουσε
Σίμων ὅτι συνήγαγε Τρύφων δύναμιν πολλὴν τοῦ
ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ
ἐκτρῖψαι αὐτήν.
Α Μακ. 13,1 Ο Σιμων επληροφορήθη, ότι ο Τρύφων είχε συγκεντρώσει,
μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, δια να επέλθη κατά της Ιουδαίας και να την
συντρίψη.
Α Μακ. 13,2 καὶ εἶδε
τὸν λαὸν ὅτι ἐστὶν ἔντρομος καὶ
ἔμφοβος, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἤθροισε τὸν λαὸν
Α Μακ. 13,2 Ο Σιμων είδεν ότι ο Ισραηλιτικός λαός εξ αιτίας των
γεγονότων αυτών, είχε καταληφθή από φόβον και τρόμον. Ανέβηκε, λοιπόν, εις
την Ιερουσαλήμ, συνήθροισεν εκεί τον Ισραηλιτικόν λαόν
Α Μακ. 13,3 καὶ παρεκάλεσεν
αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐτοὶ
οἴδατε ὅσα ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου
καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐποιήσαμεν
περὶ τῶν νόμων καὶ τῶν ἁγίων, καὶ
τοὺς πολέμους καὶ τὰς στενοχωρίας, ἃς εἴδομεν.
Α Μακ. 13,3 και τους ενεθάρρυνε λέγων προς αυτούς· “σεις οι ίδιοι
εγνωρίσατε πολύ καλά, όσα εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου
επράξαμεν υπέρ των νόμων και των ιερών μας τόπων, όπως επίσης γνωρίζετε τους
πολέμους και τας περιπετείας, τας οποίας επεράσαμεν.
Α Μακ. 13,4 τούτου χάριν ἀπώλοντο
οἱ ἀδελφοί μου πάντες χάριν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ
κατελείφθην ἐγὼ μόνος.
Α Μακ. 13,4 Χαριν του νόμου του Θεού και των ιερών τόπων
εφονεύθησαν όλοι οι αδελφοί μου και έμεινα εγώ μόνος.
Α Μακ. 13,5 καὶ νῦν μή
μοι γένοιτο φείσασθαί μου τῆς ψυχῆς ἐν παντὶ
καιρῷ θλίψεως, οὐ γάρ εἰμι κρείσσων τῶν
ἀδελφῶν μου.
Α Μακ. 13,5 Και τώρα ας μη επιτρέψη ποτέ ο Θεός να φοβηθώ δια την
ζωήν μου εις καμμίαν περίοδον θλίψεως, διότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους
αδελφούς μου.
Α Μακ. 13,6 πλὴν ἐκδικήσω
περὶ τοῦ ἔθνους μου καὶ περὶ τῶν
ἁγίων καὶ περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν
τέκνων ἡμῶν, ὅτι συνήχθησαν πάντα τὰ ἔθνη
ἐκτρῖψαι ἡμᾶς ἔχθρας χάριν.
Α Μακ. 13,6 Αλλά θέλω να πάρω εκδίκησιν υπέρ του έθνους μου, υπέρ
του ναού, υπέρ των γυναικών και των τέκνων μας, διότι όλα τα ειδωλολατρικά
έθνη εξ αιτίας του μίσους, που τρέφουν εναντίον μας, έχουν συγκεντρωθή, δια
να μας εξοντώσουν”.
Α Μακ. 13,7 καὶ
ἀνεζωοπύρησε τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ ἅμα
τῷ ἀκοῦσαι τῶν λόγων τούτων,
Α Μακ. 13,7 Ανεζωπυρήθη το πνεύμα του λαού, αμέσως μόλις ήκουσαν
αυτούς τους λόγους.
Α Μακ. 13,8 καὶ
ἀπεκρίθησαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· σὺ εἶ
ἡμῶν ἡγούμενος ἀντὶ Ἰούδα καὶ
Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ σου·
Α Μακ. 13,8 Ολος ο λαός με μεγάλην φωνήν απήντησαν και έλεγαν·
“συ είσαι ο αρχηγός μας αντί του Ιούδα και αντί του Ιωνάθαν του αδελφού σου.
Α Μακ. 13,9 πολέμησον τὸν
πόλεμον ἡμῶν, καὶ πάντα, ὅσα ἂν
εἴπῃς ἡμῖν, ποιήσομεν.
Α Μακ. 13,9 Ανάλαβε τον πόλεμόν μας εναντίον των εχθρών και όλα,
όσα συ θα διατάξης, ημείς θα τα εκτελέσωμεν.
Α Μακ. 13,10 καὶ συνήγαγε πάντας
τοὺς ἄνδρας τοὺς πολεμιστὰς καὶ ἐτάχυνε
τοῦ τελέσαι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ
ὠχύρωσεν αὐτὴν κυκλόθεν.
Α Μακ. 13,10 Ο Σιμων συνεκέντρωσεν όλους τους πολεμιστάς άνδρας,
επέσπευσε την ανοικοδόμησιν των τειχών της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και
ωχύρωσεν από όλα τα μέρη.
Α Μακ. 13,11 καὶ
ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν τοῦ Ἀβεσσαλώμου
καὶ μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν ἱκανὴν εἰς
Ἰόππην, καὶ ἐξέβαλε τοὺς ὄντας ἐν
αὐτῇ καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἐν
αὐτῇ.
Α Μακ. 13,11 Αμέσως δε έστειλεν εις την Ιόππην τον Ιωνάθαν υιόν του
Αδεσσαλώμου, με πολυάριθμον στρατιωτικήν δύναμιν. Εκείνος δε εξεδίωξε τους
κατοίκους της πόλεως και εγκατεστάθη εις αυτήν.
Ήττα του Τρύφωνα και θάνατος του Ιωνάθαν
Α Μακ. 13,12 Καὶ
ἀπῇρε Τρύφων ἀπὸ Πτολεμαΐδος μετὰ δυνάμεως
πολλῆς εἰσελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα, καὶ
Ἰωνάθαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν φυλακῇ.
Α Μακ. 13,12 Ο Τρύφων εξεκίνησεν από την Πτολεμαΐδα με πολλήν
στρατιωτικήν δύναμιν, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας, μαζή του δέ,
ασφαλώς φρουρούμενον, είχε και τον Ιωνάθαν.
Α Μακ. 13,13 Σίμων δὲ
παρενέβαλεν ἐν Ἀδιδὰ κατὰ πρόσωπον τοῦ πεδίου.
Α Μακ. 13,13 Ο Σιμων εστρατοπέδευσεν εις Αδιδά εμπρός από την
πεδιάδα.
Α Μακ. 13,14 καὶ ἐπέγνω
Τρύφων ὅτι ἀνέστη Σίμων ἀντὶ Ἰωνάθαν τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ὅτι συνάπτειν
αὐτῷ μέλλει πόλεμον, καὶ ἀπέστειλε πρὸς
αὐτὸν πρέσβεις λέγων·
Α Μακ. 13,14 Ο Τρύφων έμαθεν, ότι ανέλαβεν ο Σιμων αντί Ιωνάθαν του
αδελφού του την αρχηγίαν του λαού και ότι είναι έτοιμος να συνάψη πόλεμον
εναντίον του. Εστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Σιμωνα και του είπε τα εξής·
Α Μακ. 13,15 περὶ
ἀργυρίου, οὗ ὤφειλεν Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφός
σου εἰς τὸ βασιλικὸν δι᾿ ἃς εἶχε χρείας,
συνέχομεν αὐτόν·
Α Μακ. 13,15 “Ημείς κρατούμεν φυλακισμένον τον αδελφόν σου τον
Ιωνάθαν δια χρέος, το οποίον ώφειλεν στο βασιλικόν ταμείον.
Α Μακ. 13,16 καὶ νῦν
ἀπόστειλον ἀργυρίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ δύο
τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὅμηρα, ὅπως μὴ
ἀφεθεὶς ἀποστατήσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν,
καὶ ἀφήσομεν αὐτόν.
Α Μακ. 13,16 Στείλε μου, λοιπόν, τώρα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα
δύο παιδιά του Ιωνάθαν ως ομήρους, τους οποίους θέλομεν, δια να μη στραφή
εναντίον μας ο Ιωνάθαν, όταν τον απολύσωμεν. Στείλε, λοιπόν, όλα αυτά και
ημείς θα τον αφήσωμεν ελεύθερον”.
Α Μακ. 13,17 καὶ ἔγνω
Σίμων ὅτι δόλῳ λαλοῦσι πρὸς αὐτόν, καὶ
πέμπει τοῦ λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ τὰ
παιδάρια, μήποτε ἔχθραν ἄρῃ μεγάλην πρὸς τὸν
λαὸν
Α Μακ. 13,17 Ο Σιμων αντελήφθη ότι αι προτάσεις αύται του Τρύφωνος
είναι δόλιαι· εν τούτοις έστειλεν ανθρώπους να πάρουν και να φέρουν προς τον
Τρύφωνα τα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν, δια να μη
εξεγείρη την εχθρότητα και το μίσος του Ιουδαϊκού λαού εναντίον του,
Α Μακ. 13,18 λέγων· ὅτι οὐκ
ἀπέστειλα αὐτῷ τὸ ἀργύριον καὶ τὰ
παιδάρια, καὶ ἀπώλετο.
Α Μακ. 13,18 Ο οποίος λαός θα ημπορούσε να είπη, ότι επειδή δεν
έστειλε στον Τρύφωνα το αργύριον και τα παιδιά, δια τούτο εφονεύθη ο Ιωνάθαν.
Α Μακ. 13,19 καὶ ἀπέστειλε
τὰ παιδάρια καὶ τὰ ἑκατὸν τάλαντα, καὶ
διεψεύσατο καὶ οὐκ ἀφῆκε τὸν Ἰωνάθαν.
Α Μακ. 13,19 Απέστειλε, λοιπόν, τα παιδιά και τα εκατόν τάλαντα
αργυρίου. Ο Τρύφων όμως εψεύσθη, δεν ετήρησε τον λόγον του και δεν αφήκεν
ελεύθερον τον Ιωνάθαν.
Α Μακ. 13,20 καὶ μετὰ
ταῦτα ἦλθε Τρύφων τοῦ ἐμβατεῦσαι εἰς
τὴν χώραν καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν, καὶ
ἐκύκλωσεν ὁδὸν τὴν εἰς Ἄδωρα. καὶ
Σίμων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἀντιπαρῆγεν
αὐτῷ εἰς πάντα τόπον, οὗ ἂν ἐπορεύετο.
Α Μακ. 13,20 Εν συνεχεία δε εβάδισε, δια να εισβάλη εις την χώραν της
Ιουδαίας και να την καταστρέψη. Ηκολούθησε προς τούτοις κύκλω την οδόν, η
οποία οδηγεί εις Αδωρα. Ο Σιμων όμως μαζή με τον στρατόν του τον
παρακολουθούσε παντού, όπου ο Τρύφων επορεύετο.
Α Μακ. 13,21 οἱ δὲ
ἐκ τῆς ἄκρας ἀπέστελλον πρὸς Τρύφωνα
πρεσβευτὰς κατασπεύδοντας αὐτὸν τοῦ
ἐλθεῖν πρὸς αὐτοὺς διὰ τῆς
ἐρήμου καὶ ἀποστεῖλαι αὐτοῖς τροφάς.
Α Μακ. 13,21 Οι στρατιώται, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της
ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, έστειλαν πρεσβευτάς προς τον Τρύφωνα και τον
παρακαλούσαν να σπεύση προς αυτούς δια μέσου της ερήμου και να τους στείλη
τροφιμα.
Α Μακ. 13,22 καὶ ἡτοίμασε
Τρύφων πᾶσαν τὴν ἵππον αὐτοῦ ἐλθεῖν
ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ ἦν
χιὼν πολλὴ σφόδρα, καὶ οὐκ ἦλθε διὰ
τὴν χιόνα· καὶ ἀπῇρε καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν Γαλααδῖτιν.
Α Μακ. 13,22 Ο Τρύφων ητοίμασε όλην την ιππικήν του δύναμιν, δια να
έλθη προς αυτούς κατά την νύκτα εκείνην. Αλλά έπιπτε πυκνή χιών και δεν
ημπόρεσε να φθάση εις την Ιερουσαλήμ εξ αιτίας της χιόνος. Δια τούτο
ανεχώρησε και ήλθεν εις την χώραν Γαλαάδ.
Α Μακ. 13,23 ὡς δὲ
ἤγγισε τῆς Βασκαμᾶ, ἀπέκτεινε τὸν
Ἰωνάθαν, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.
Α Μακ. 13,23 Οταν δε έφθασεν εις την Βασκαμά, εφόνευσε τον Ιωνάθαν,
τον οποίον και ενεταφίασαν στο μέρος εκείνο.
Α Μακ. 13,24 καὶ ἐπέστρεψε
Τρύφων καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν
αὐτοῦ.
Α Μακ. 13,24 Επειτα ο Τρύφων επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν
του, την Αντιόχειαν.
Το μαυσωλείο της Μωδεΐν
Α Μακ. 13,25 Καὶ ἀπέστειλε
Σίμων καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ἔθαψεν αὐτὰ
ἐν Μωδεΐν πόλει τῶν πατέρων αὐτοῦ.
Α Μακ. 13,25 Ο Σιμων έστειλε τότε άνδρας και επήρε τα οστά του
αδελφού του Ιωνάθαν και τα έθαψεν εις την Μωδεΐν την πόλιν των πατέρων του.
Α Μακ. 13,26 καὶ ἐκόψαντο
αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ
ἐπένθησαν αὐτὸν ἡμέρας πολλάς.
Α Μακ. 13,26 Ολος ο ισραηλιτικός λαός εθρήνησε με κοπετούς μεγάλους
τον Ιωνάθαν, τον επένθησαν επί πολλάς ημέρας.
Α Μακ. 13,27 καὶ ᾠκοδόμησε
Σίμων ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ
καὶ ὕψωσεν αὐτὸν τῇ ὁράσει λίθῳ
ξεστῷ ἐκ τῶν ὄπισθεν καὶ ἐκ τῶν
ἔμπροσθεν.
Α Μακ. 13,27 Ο Σιμων ανοικοδόμησεν επάνω στον τάφον του πατρός του
και των αδελφών του κενοτάφιον πολύ υψηλόν, δια να φαίνεται από μακράν με
πελεκητούς λίθους από όλας τας πλευράς.
Α Μακ. 13,28 καὶ ἔστησεν
ἐπ᾿ αὐτὰ ἑπτὰ πυραμίδας, μίαν κατέναντι
τῆς μιᾶς τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ
καὶ τοῖς τέσσαρσιν ἀδελφοῖς.
Α Μακ. 13,28 Εδωσεν επίσης εντολήν και έστησαν επάνω από το
κενοτάφιον αυτό επτά πυραμίδας, ώστε η μία να είναι απέναντι της άλλης. Τας
έστησε χάριν του πατρός του και της μητρός του, και χάριν των τεσσάρων αδελφών
του.
Α Μακ. 13,29 καὶ ταύταις
ἐποίησε μηχανήματα περιθεὶς στύλους μεγάλους καὶ
ἐποίησεν ἐπὶ τοῖς στύλοις πανοπλίας εἰς
ὄνομα αἰώνιον καὶ παρὰ ταῖς πανοπλίαις
πλοῖα ἐπιγεγλυμμένα εἰς τὸ θεωρεῖσθαι
ὑπὸ πάντων τῶν πλεόντων τὴν θάλασσαν.
Α Μακ. 13,29 Επάνω εις αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν έργα τέχνης,
ανοικοδόμησε στύλους μεγάλους, επάνω στους οποίους απέθεσε πανοπλίας, δια να
μένουν αιώνια τα ονόματά των. Πλησίον δε εις τας πανοπλίας αυτάς διέταξε να
κατασκευάσουν ανάγλυφα πλοία, ώστε αυτά να είναι ορατά από όλους εκείνους,
που πλέουν εις την Μεσόγειον Θαλασσαν.
Α Μακ. 13,30 οὗτος ὁ τάφος
ὃν ἐποίησεν ἐν Μωδεΐν, ἕως τῆς ἡμέρας
ταύτης.
Α Μακ. 13,30 Τέτοιος ήτο ο τάφος, τον οποίον κατεσκεύασεν εις την
Μωδεΐν και ο οποίος σώζεται μέχρι της ημέρας αυτής.
Συμμαχία του Σίμωνα με τον Δημήτριο Β’
Α Μακ. 13,31 Ὁ δὲ Τρύφων
ἐπορεύετο δόλῳ μετὰ Ἀντιόχου τοῦ βασιλέως
τοῦ νεωτέρου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν
Α Μακ. 13,31 Ο Τρύφων δολίως εφέρθη και απέναντι του βασιλέως
Αντιόχου του νεωτέρου, τον οποίον και εφόνευσε.
Α Μακ. 13,32 καὶ
ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ περιέθετο
διάδημα τῆς Ἀσίας καὶ ἐποίησε πληγὴν μεγάλην
ἐπὶ τῆς γῆς.
Α Μακ. 13,32 Ετσι δε έγινε βασιλεύς αντ' αυτού, εφόρεσε το βασιλικόν
διάδημα της Ασίας και επροξένησε μεγάλας συμφοράς εις την χώραν.
Α Μακ. 13,33 καὶ ᾠκοδόμησε
Σίμων τὰ ὀχυρώματα τῆς Ἰουδαίας, καὶ
περιετείχισε πύργοις ὑψηλοῖς καὶ τείχεσι μεγάλοις καὶ
πύλαις καὶ μοχλοῖς καὶ ἔθετο βρώματα ἐν
τοῖς ὀχυρώμασι.
Α Μακ. 13,33 Ο Σιμων ανοικοδόμησε πάλιν τας οχυράς πόλεις της Ιουδαίας,
τας περιετείχισε με μεγάλα τείχη και υψηλούς πύργους και πύλας ισχυράς και
μοχλούς και εναποθήκευσεν εις τας πόλεις αυτάς τροφάς.
Α Μακ. 13,34 καὶ ἐπέλεξε
Σίμων ἄνδρας καὶ ἀπέστειλε πρὸς Δημήτριον τὸν
βασιλέα τοῦ ποιῆσαι ἄφεσιν τῇ χώρᾳ, ὅτι
πᾶσαι αἱ πράξεις Τρύφωνος ἦσαν ἁρπαγαί.
Α Μακ. 13,34 Εδιάλεξε δε άνδρας, τους οποίους και έστειλε προς τον
βασιλέα Δημήτριον, δια να τον παρακαλέση και απαλλάξη τους Ιουδαίους από τους
φόρους, διότι όλαι αι πράξστου Τρύφωνος ήσαν λεηλασίαι, εξ αιτίας των οποίων
και η χώρα έμεινε πτωχή.
Α Μακ. 13,35 καὶ
ἀπέστειλεν αὐτῷ Δημήτριος ὁ βασιλεὺς κατὰ
τοὺς λόγους τούτους καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ καὶ
ἔγραψεν αὐτῷ ἐπιστολὴν τοιαύτην·
Α Μακ. 13,35 Ο βασιλεύς Δημήτριος απήντησε προς αυτόν κατά την
επιθυμίαν του και του έγραψε την ακόλουθον επιστολήν·
Α Μακ. 13,36 «Βασιλεὺς Δημήτριος
Σίμωνι ἀρχιερεῖ καὶ φίλῳ βασιλέων καὶ
πρεσβυτέροις καὶ ἔθνει Ἰουδαίων χαίρειν.
Α Μακ. 13,36 “Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετά τον αρχιερέα Σιμωνα φίλον
των βασιλέων, τους πρεσβυτέρους και όλον τον ιουδαϊκόν λαόν.
Α Μακ. 13,37 τὸν στέφανον
τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν βαΐνην, ἣν
ἀπεστείλατε, κεκομίσμεθα καὶ ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ
ποιεῖν ὑμῖν εἰρήνην μεγάλην καὶ γράφειν
τοῖς ἐπὶ τῶν χρειῶν τοῦ ἀφιέναι
ὑμῖν ἀφέματα.
Α Μακ. 13,37 Ελάβομεν τον χρυσούν στέφανον και την πλεκτήν από
φοινικόφυλλα πολύτιμον ράδδον, που μας εστείλατε, και είμεθα έτοιμοι να
συνάψωμεν σταθεράν και μόνιμον ειρήνην, να γράψωμεν δε και προς τους
βασιλικούς υπαλλήλους μας να σας απαλλάξουν από τας φορολογικάς υποχρεώσεις
σας.
Α Μακ. 13,38 καὶ ὅσα ἑστήκαμεν
πρὸς ὑμᾶς, ἕστηκε, καὶ τὰ
ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδομήκατε, ὑπαρχέτω ὑμῖν.
Α Μακ. 13,38 Ολα όσα έχομεν αποφασίσει προς χάριν σας, θα είναι
έγκυρα και σταθερά. Αι οχυραί πόλεις, τας οποίας οικοδομήσατε, ας μένουν υπό
την κυριότητά σας.
Α Μακ. 13,39 ἀφίεμεν δὲ
ἀγνοήματα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἕως τῆς
σήμερον ἡμέρας καὶ τὸν στέφανον, ὃν ὠφείλετε,
καὶ εἴ τι ἄλλο ἐτελωνεῖτο ἐν
Ἱερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω.
Α Μακ. 13,39 Αμνηστεύομεν όλας τας πλάνας και όλα τα σφάλματά σας,
που διεπράχθησαν έως την ημέραν αυτήν. Παραιτούμεθα από τον βασιλικόν
στέφανον, τον οποίον είχατε υποχρέωσιν να προσφέρετε. Επί πλέον δε ορίζομεν
να μη εισπράττεται και κάθε άλλος φόρος, ο οποίος εισεπράττετο έως τώρα εις
την Ιερουσαλήμ.
Α Μακ. 13,40 καὶ εἴ τινες
ἐπιτήδειοι ὑμῶν γραφῆναι εἰς τοὺς
περὶ ἡμᾶς, ἐγγραφέσθωσαν, καὶ γινέσθω
ἀναμέσον ἡμῶν εἰρήνη».
Α Μακ. 13,40 Εάν δε μερικοί άνδρες από σας ικανοί επιθυμούν να
καταγραφούν εις την βασιλικήν φρουράν, ας καταγραφούν και ας υπάρχη πλήρης
ειρήνη μεταξύ μας”.
Α Μακ.
13,41 ἔτους
ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ᾔρθη ὁ
ζυγὸς τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τοῦ
Ἰσραήλ,
Α Μακ. 13,41 Ετσι κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έτος αφηρέθη ο
ζυγός των ειδωλολατρικών εθνών από το έθνος του Ισραήλ.
Α Μακ. 13,42 καὶ ἤρξατο
ὁ λαὸς Ἰσραὴλ γράφειν ἐν ταῖς
συγγραφαῖς καὶ συναλλάγμασιν ἔτους πρώτου ἐπὶ
Σίμωνος ἀρχιερέως μεγάλου καὶ στρατηγοῦ καὶ
ἡγουμένου Ἰουδαίων.
Α Μακ. 13,42 Νέον τότε εποχήν ενεκαινίασεν ο ισραηλιτικός λαός και
ήρχισε να γράφή εις τα συμφωνητικά και τα συμβόλαια αυτού· “Κατά το πρώτον
έτος του Σιμωνος, του μεγάλου αρχιερέως, του στρατηγού και αρχηγού των
Ιουδαίων”.
Ο Σίμων καταλαμβάνει τη Γάζαρα και την Ιερουσαλήμ
Α Μακ. 13,43 Ἐν ταῖς
ἡμέραις ἐκείναις παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Γάζαρα
καὶ ἐκύκλωσεν αὐτὴν παρεμβολαῖς καὶ
ἐποίησεν ἑλεπόλεις καὶ προσήγαγε τῇ πόλει καὶ
ἐπάταξε πύργον ἕνα καὶ κατελάβετο.
Α Μακ. 13,43 Κατά τας ημέρας εκείνας ο Σιμων εξεστράτευσεν εναντίον
των Γαζάρων, περιεκύκλωσε την πόλιν αυτήν με στρατόν, κατεσκεύασε κινητούς
πολιορκητικούς πύργους, επλησίασε με αυτούς την πόλιν και ήνοιξε ρήγμα εις
μίαν από τας επάλξεις της, την οποίαν και κατέλαβε.
Α Μακ. 13,44 καὶ ἐξήλλοντο
οἱ ἐν τῇ ἑλεπόλει εἰς τὴν πόλιν,
καὶ ἐγένετο κίνημα μέγα ἐν τῇ πόλει.
Α Μακ. 13,44 Οι άνδρες, που ήσαν στον κινητόν αυτόν πολιορκητικόν
πύργον, επήδησαν μέσα εις την πόλιν, πράγμα το οποίον προεκάλεσε μεγάλην
αναταραχήν εις αυτήν.
Α Μακ. 13,45 καὶ ἀνέβησαν
οἱ ἐν τῇ πόλει σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ
τοῖς τέκνοις ἐπὶ τὸ τεῖχος
διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ
ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ ἀξιοῦντες Σίμωνα
δεξιὰς αὐτοῖς δοῦναι
Α Μακ. 13,45 Οι κάτοικοι τότε με τας γυναίκας και τα παιδιά των
ανέβησαν επάνω εις τα τείχη, διέρρηξαν τα ενδύματά των και εφώναξαν με
ικετευτικήν μεγάλην κραυγήν, παρακαλούσαν τον Σιμωνα να κάμη ειρήνην με
αυτούς
Α Μακ. 13,46 καὶ
εἶπαν· μὴ ἡμῖν χρήσῃ κατὰ τὰς
πονηρίας ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔλεός
σου.
Α Μακ. 13,46 και του έλεγαν· “μη φερθής προς ημάς κατά την κακίαν
μας, αλλά κατά το ιδικόν σου έλεος”.
Α Μακ. 13,47 καὶ συνελύθη Σίμων
αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπολέμησεν αὐτούς·
καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκ τῆς πόλεως, καὶ
ἐκαθάρισε τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἦν τὰ
εἴδωλα, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς
αὐτὴν ὑμνῶν καὶ εὐλογῶν.
Α Μακ. 13,47 Ο Σιμων συνεκινήθη από αυτούς και εσταμάτησε πλέον τον
πόλεμον. Τους κατοίκους όμως τους εδίωξεν από την πόλιν, εκαθάρισε τας
οικίας, μέσα εις τας οποίας υπήρχαν είδωλα, και έτσι εισήλθεν εις την πόλιν
υμνών και δοξάζων τον Θεόν.
Α Μακ. 13,48 καὶ ἐξέβαλεν
ἐξ αὐτῆς πᾶσαν ἀκαθαρσίαν καὶ
κατῴκισεν ἐκεῖ ἄνδρας, οἵτινες τὸν νόμον
ποιοῦσι, καὶ προσωχύρωσεν αὐτὴν καὶ
ᾠκοδόμησεν ἑαυτῷ ἐν αὐτῇ οἴκησιν.
Α Μακ. 13,48 Αφού δε εκαθάρισε την πόλιν από τας ειδωλολατρικάς
μολύνσεις, εγκατέστησεν εκεί Ιουδαίους άνδρας, οι οποίοι ετήρουν τον νόμον
του Θεού, ωχύρωσε την πόλιν και ανοικοδόμησεν εντός αυτής οικίαν δια τον εαυτόν του.
Α Μακ. 13,49 οἱ δὲ
ἐκ τῆς ἄκρας ἐν Ἱερουσαλὴμ
ἐκωλύοντο ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι εἰς
τὴν χώραν καὶ ἀγοράζειν καὶ πωλεῖν καὶ
ἐπείνασαν σφόδρα, καὶ ἀπώλοντο ἐξ αὐτῶν
ἱκανοὶ τῇ λιμῷ.
Α Μακ. 13,49 Οι εχθροί, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της
Ιερουσαλήμ, εδυσκολεύοντο πλέον να εισέρχωνται και να εξέρχωνται εις την
χώραν της Ιουδαίας, δια να αγοράζουν η να πωλούν. Δια τούτο και επείνασαν
πάρα πολύ. Εξ αιτίας δε της πείνης των αυτής απέθανον αρκετοί από αυτούς.
Α Μακ. 13,50 καὶ ἐβόησαν
πρὸς Σίμωνα δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν
αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς
ἐκεῖθεν καὶ ἐκαθάρισε τὴν ἄκραν
ἀπὸ τῶν μιασμάτων.
Α Μακ. 13,50 Εβόησαν δε με ικετευτικήν φωνήν προς τον Σιμωνα να
συνάψη ειρήνην, και εκείνος εσυνθηκολόγησε μαζή των, τους έδιωξεν όμως από
την ακρόπολιν, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα.
Α Μακ. 13,51 καὶ
εἰσῆλθον εἰς αὐτὴν τῇ τρίτῃ
καὶ εἰκάδι τοῦ δευτέρου μηνὸς ἔτους
ἑνὸς καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ
ἑκατοστοῦ μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐων καὶ
ἐν κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν νάβλαις
καὶ ἐν ὕμνοις καὶ ἐν ᾠδαῖς,
ὅτι συνετρίβη ἐχθρὸς μέγας ἐξ Ἰσραήλ.
Α Μακ. 13,51 Οι Ιουδαίοι εισήλθαν εις την ακρόπολιν αυτήν κατά την
εικοστήν τρίτην του δευτέρου μηνός του εκατοστού εβδομηκοστού πρώτου έτους,
δοξολογούντες τον Θεόν και φέροντες εις τα χέρια των κλάδους, παίζοντες
κιθάρας, κύμβαλα, νάβλας, έψαλλον δε ύμνους και ωδάς, διότι ένας πολύ μεγάλος
εχθρός είχε συντριβή και είχε λείψει πλέον εκ μέσου του Ισραηλιτικού λαού.
Α Μακ. 13,52 καὶ ἔστησε
κατ᾿ ἐνιαυτὸν τοῦ ἄγειν τὴν ἡμέραν
ταύτην μετ᾿ εὐφροσύνης. καὶ προσωχύρωσε τὸ ὄρος
τοῦ ἱεροῦ τὸ παρὰ τὴν ἄκραν·
καὶ ᾤκει ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ
παρ᾿ αὐτοῦ.
Α Μακ. 13,52 Ωρισε δε ο Σιμων να εορτάζεται κάθε έτος η ημέρα αυτή με
πολλήν χαράν. Ωχύρωσε δε ακόμη περισσότερον τον οχυρόν λόφον του ναού, που
ευρίσκετο πλησίον της ακροπόλεως. Εκεί δε κατώκησεν ο ίδιος και οι ιδικοί
του.
Α Μακ. 13,53 καὶ εἶδε
Σίμων τὸν Ἰωάννην υἱὸν αὐτοῦ, ὅτι
ἀνήρ ἐστι, καὶ ἔθετο αὐτὸν
ἡγούμενον τῶν δυνάμεων πασῶν· καὶ ᾤκει
ἐν Γαζάροις.
Α Μακ. 13,53 Είδεν ο Σιμων ότι ο υιός του ο Ιωάννης είναι ανήρ πλέον
και μάλιστα γενναίος και τον κατέστησεν αρχηγόν όλων τω στρατιωτικών του
δυνάμεων. Ο Ιωάννης ήλθε και εγκατεστάθη, ως εις έδραν του εις την πάλιν
Γαζαρα.
|