ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 13-16

 

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΤΟΥ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Ο ΣΙΜΩΝ ΔΙΑΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ  

ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗ ΓΑΖΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                                Ο Σίμων διαδέχεται τον αδερφό του Ιωνάθαν

Α Μακ. 13,1       Καὶ ἤκουσε Σίμων ὅτι συνήγαγε Τρύφων δύναμιν πολλὴν τοῦ ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν.

Α Μακ. 13,1              Ο Σιμων επληροφορήθη, ότι ο Τρύφων είχε συγκεντρώσει, μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, δια να επέλθη κατά της Ιουδαίας και να την συντρίψη.

Α Μακ. 13,2       καὶ εἶδε τὸν λαὸν ὅτι ἐστὶν ἔντρομος καὶ ἔμφοβος, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤθροισε τὸν λαὸν

Α Μακ. 13,2              Ο Σιμων είδεν ότι ο Ισραηλιτικός λαός εξ αιτίας των γεγονότων αυτών, είχε καταληφθή από φόβον και τρόμον. Ανέβηκε, λοιπόν, εις την Ιερουσαλήμ, συνήθροισεν εκεί τον Ισραηλιτικόν λαόν

Α Μακ. 13,3       καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐτοὶ οἴδατε ὅσα ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐποιήσαμεν περὶ τῶν νόμων καὶ τῶν ἁγίων, καὶ τοὺς πολέμους καὶ τὰς στενοχωρίας, ἃς εἴδομεν.

Α Μακ. 13,3              και τους ενεθάρρυνε λέγων προς αυτούς· “σεις οι ίδιοι εγνωρίσατε πολύ καλά, όσα εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επράξαμεν υπέρ των νόμων και των ιερών μας τόπων, όπως επίσης γνωρίζετε τους πολέμους και τας περιπετείας, τας οποίας επεράσαμεν.

Α Μακ. 13,4       τούτου χάριν ἀπώλοντο οἱ ἀδελφοί μου πάντες χάριν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ κατελείφθην ἐγὼ μόνος.

Α Μακ. 13,4              Χαριν του νόμου του Θεού και των ιερών τόπων εφονεύθησαν όλοι οι αδελφοί μου και έμεινα εγώ μόνος.

Α Μακ. 13,5       καὶ νῦν μή μοι γένοιτο φείσασθαί μου τῆς ψυχῆς ἐν παντὶ καιρῷ θλίψεως, οὐ γάρ εἰμι κρείσσων τῶν ἀδελφῶν μου.

Α Μακ. 13,5              Και τώρα ας μη επιτρέψη ποτέ ο Θεός να φοβηθώ δια την ζωήν μου εις καμμίαν περίοδον θλίψεως, διότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους αδελφούς μου.

Α Μακ. 13,6       πλὴν ἐκδικήσω περὶ τοῦ ἔθνους μου καὶ περὶ τῶν ἁγίων καὶ περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν τέκνων ἡμῶν, ὅτι συνήχθησαν πάντα τὰ ἔθνη ἐκτρῖψαι ἡμᾶς ἔχθρας χάριν.

Α Μακ. 13,6              Αλλά θέλω να πάρω εκδίκησιν υπέρ του έθνους μου, υπέρ του ναού, υπέρ των γυναικών και των τέκνων μας, διότι όλα τα ειδωλολατρικά έθνη εξ αιτίας του μίσους, που τρέφουν εναντίον μας, έχουν συγκεντρωθή, δια να μας εξοντώσουν”.

Α Μακ. 13,7       καὶ ἀνεζωοπύρησε τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τῶν λόγων τούτων,

Α Μακ. 13,7              Ανεζωπυρήθη το πνεύμα του λαού, αμέσως μόλις ήκουσαν αυτούς τους λόγους.

Α Μακ. 13,8       καὶ ἀπεκρίθησαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· σὺ εἶ ἡμῶν ἡγούμενος ἀντὶ Ἰούδα καὶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ σου·

Α Μακ. 13,8              Ολος ο λαός με μεγάλην φωνήν απήντησαν και έλεγαν· “συ είσαι ο αρχηγός μας αντί του Ιούδα και αντί του Ιωνάθαν του αδελφού σου.

Α Μακ. 13,9       πολέμησον τὸν πόλεμον ἡμῶν, καὶ πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃς ἡμῖν, ποιήσομεν.

Α Μακ. 13,9              Ανάλαβε τον πόλεμόν μας εναντίον των εχθρών και όλα, όσα συ θα διατάξης, ημείς θα τα εκτελέσωμεν.

Α Μακ. 13,10      καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς ἄνδρας τοὺς πολεμιστὰς καὶ ἐτάχυνε τοῦ τελέσαι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν κυκλόθεν.

Α Μακ. 13,10            Ο Σιμων συνεκέντρωσεν όλους τους πολεμιστάς άνδρας, επέσπευσε την ανοικοδόμησιν των τειχών της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και ωχύρωσεν από όλα τα μέρη.

Α Μακ. 13,11      καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν τοῦ Ἀβεσσαλώμου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν ἱκανὴν εἰς Ἰόππην, καὶ ἐξέβαλε τοὺς ὄντας ἐν αὐτῇ καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἐν αὐτῇ.

Α Μακ. 13,11             Αμέσως δε έστειλεν εις την Ιόππην τον Ιωνάθαν υιόν του Αδεσσαλώμου, με πολυάριθμον στρατιωτικήν δύναμιν. Εκείνος δε εξεδίωξε τους κατοίκους της πόλεως και εγκατεστάθη εις αυτήν.

 

                                Ήττα του Τρύφωνα και θάνατος του Ιωνάθαν

Α Μακ. 13,12      Καὶ ἀπῇρε Τρύφων ἀπὸ Πτολεμαΐδος μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰσελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα, καὶ Ἰωνάθαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν φυλακῇ.

Α Μακ. 13,12            Ο Τρύφων εξεκίνησεν από την Πτολεμαΐδα με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας, μαζή του δέ, ασφαλώς φρουρούμενον, είχε και τον Ιωνάθαν.

Α Μακ. 13,13      Σίμων δὲ παρενέβαλεν ἐν Ἀδιδὰ κατὰ πρόσωπον τοῦ πεδίου.

Α Μακ. 13,13            Ο Σιμων εστρατοπέδευσεν εις Αδιδά εμπρός από την πεδιάδα.

Α Μακ. 13,14      καὶ ἐπέγνω Τρύφων ὅτι ἀνέστη Σίμων ἀντὶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ὅτι συνάπτειν αὐτῷ μέλλει πόλεμον, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις λέγων·

Α Μακ. 13,14            Ο Τρύφων έμαθεν, ότι ανέλαβεν ο Σιμων αντί Ιωνάθαν του αδελφού του την αρχηγίαν του λαού και ότι είναι έτοιμος να συνάψη πόλεμον εναντίον του. Εστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Σιμωνα και του είπε τα εξής·

Α Μακ. 13,15      περὶ ἀργυρίου, οὗ ὤφειλεν Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφός σου εἰς τὸ βασιλικὸν δι᾿ ἃς εἶχε χρείας, συνέχομεν αὐτόν·

Α Μακ. 13,15            “Ημείς κρατούμεν φυλακισμένον τον αδελφόν σου τον Ιωνάθαν δια χρέος, το οποίον ώφειλεν στο βασιλικόν ταμείον.

Α Μακ. 13,16      καὶ νῦν ἀπόστειλον ἀργυρίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ δύο τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὅμηρα, ὅπως μὴ ἀφεθεὶς ἀποστατήσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἀφήσομεν αὐτόν.

Α Μακ. 13,16            Στείλε μου, λοιπόν, τώρα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν ως ομήρους, τους οποίους θέλομεν, δια να μη στραφή εναντίον μας ο Ιωνάθαν, όταν τον απολύσωμεν. Στείλε, λοιπόν, όλα αυτά και ημείς θα τον αφήσωμεν ελεύθερον”.

Α Μακ. 13,17      καὶ ἔγνω Σίμων ὅτι δόλῳ λαλοῦσι πρὸς αὐτόν, καὶ πέμπει τοῦ λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, μήποτε ἔχθραν ἄρῃ μεγάλην πρὸς τὸν λαὸν

Α Μακ. 13,17            Ο Σιμων αντελήφθη ότι αι προτάσεις αύται του Τρύφωνος είναι δόλιαι· εν τούτοις έστειλεν ανθρώπους να πάρουν και να φέρουν προς τον Τρύφωνα τα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν, δια να μη εξεγείρη την εχθρότητα και το μίσος του Ιουδαϊκού λαού εναντίον του,

Α Μακ. 13,18      λέγων· ὅτι οὐκ ἀπέστειλα αὐτῷ τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, καὶ ἀπώλετο.

Α Μακ. 13,18            Ο οποίος λαός θα ημπορούσε να είπη, ότι επειδή δεν έστειλε στον Τρύφωνα το αργύριον και τα παιδιά, δια τούτο εφονεύθη ο Ιωνάθαν.

Α Μακ. 13,19      καὶ ἀπέστειλε τὰ παιδάρια καὶ τὰ ἑκατὸν τάλαντα, καὶ διεψεύσατο καὶ οὐκ ἀφῆκε τὸν Ἰωνάθαν.

Α Μακ. 13,19            Απέστειλε, λοιπόν, τα παιδιά και τα εκατόν τάλαντα αργυρίου. Ο Τρύφων όμως εψεύσθη, δεν ετήρησε τον λόγον του και δεν αφήκεν ελεύθερον τον Ιωνάθαν.

Α Μακ. 13,20      καὶ μετὰ ταῦτα ἦλθε Τρύφων τοῦ ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν, καὶ ἐκύκλωσεν ὁδὸν τὴν εἰς Ἄδωρα. καὶ Σίμων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἀντιπαρῆγεν αὐτῷ εἰς πάντα τόπον, οὗ ἂν ἐπορεύετο.

Α Μακ. 13,20           Εν συνεχεία δε εβάδισε, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας και να την καταστρέψη. Ηκολούθησε προς τούτοις κύκλω την οδόν, η οποία οδηγεί εις Αδωρα. Ο Σιμων όμως μαζή με τον στρατόν του τον παρακολουθούσε παντού, όπου ο Τρύφων επορεύετο.

Α Μακ. 13,21      οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἀπέστελλον πρὸς Τρύφωνα πρεσβευτὰς κατασπεύδοντας αὐτὸν τοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτοὺς διὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἀποστεῖλαι αὐτοῖς τροφάς.

Α Μακ. 13,21            Οι στρατιώται, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, έστειλαν πρεσβευτάς προς τον Τρύφωνα και τον παρακαλούσαν να σπεύση προς αυτούς δια μέσου της ερήμου και να τους στείλη τροφιμα.

Α Μακ. 13,22      καὶ ἡτοίμασε Τρύφων πᾶσαν τὴν ἵππον αὐτοῦ ἐλθεῖν ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ ἦν χιὼν πολλὴ σφόδρα, καὶ οὐκ ἦλθε διὰ τὴν χιόνα· καὶ ἀπῇρε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Γαλααδῖτιν.

Α Μακ. 13,22           Ο Τρύφων ητοίμασε όλην την ιππικήν του δύναμιν, δια να έλθη προς αυτούς κατά την νύκτα εκείνην. Αλλά έπιπτε πυκνή χιών και δεν ημπόρεσε να φθάση εις την Ιερουσαλήμ εξ αιτίας της χιόνος. Δια τούτο ανεχώρησε και ήλθεν εις την χώραν Γαλαάδ.

Α Μακ. 13,23      ὡς δὲ ἤγγισε τῆς Βασκαμᾶ, ἀπέκτεινε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.

Α Μακ. 13,23           Οταν δε έφθασεν εις την Βασκαμά, εφόνευσε τον Ιωνάθαν, τον οποίον και ενεταφίασαν στο μέρος εκείνο.

Α Μακ. 13,24      καὶ ἐπέστρεψε Τρύφων καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Α Μακ. 13,24           Επειτα ο Τρύφων επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του, την Αντιόχειαν.

 

                               Το μαυσωλείο της Μωδεΐν

Α Μακ. 13,25      Καὶ ἀπέστειλε Σίμων καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ἔθαψεν αὐτὰ ἐν Μωδεΐν πόλει τῶν πατέρων αὐτοῦ.

Α Μακ. 13,25           Ο Σιμων έστειλε τότε άνδρας και επήρε τα οστά του αδελφού του Ιωνάθαν και τα έθαψεν εις την Μωδεΐν την πόλιν των πατέρων του.

Α Μακ. 13,26      καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθησαν αὐτὸν ἡμέρας πολλάς.

Α Μακ. 13,26           Ολος ο ισραηλιτικός λαός εθρήνησε με κοπετούς μεγάλους τον Ιωνάθαν, τον επένθησαν επί πολλάς ημέρας.

Α Μακ. 13,27      καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ὕψωσεν αὐτὸν τῇ ὁράσει λίθῳ ξεστῷ ἐκ τῶν ὄπισθεν καὶ ἐκ τῶν ἔμπροσθεν.

Α Μακ. 13,27           Ο Σιμων ανοικοδόμησεν επάνω στον τάφον του πατρός του και των αδελφών του κενοτάφιον πολύ υψηλόν, δια να φαίνεται από μακράν με πελεκητούς λίθους από όλας τας πλευράς.

Α Μακ. 13,28      καὶ ἔστησεν ἐπ᾿ αὐτὰ ἑπτὰ πυραμίδας, μίαν κατέναντι τῆς μιᾶς τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς τέσσαρσιν ἀδελφοῖς.

Α Μακ. 13,28           Εδωσεν επίσης εντολήν και έστησαν επάνω από το κενοτάφιον αυτό επτά πυραμίδας, ώστε η μία να είναι απέναντι της άλλης. Τας έστησε χάριν του πατρός του και της μητρός του, και χάριν των τεσσάρων αδελφών του.

Α Μακ. 13,29      καὶ ταύταις ἐποίησε μηχανήματα περιθεὶς στύλους μεγάλους καὶ ἐποίησεν ἐπὶ τοῖς στύλοις πανοπλίας εἰς ὄνομα αἰώνιον καὶ παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα ἐπιγεγλυμμένα εἰς τὸ θεωρεῖσθαι ὑπὸ πάντων τῶν πλεόντων τὴν θάλασσαν.

Α Μακ. 13,29           Επάνω εις αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν έργα τέχνης, ανοικοδόμησε στύλους μεγάλους, επάνω στους οποίους απέθεσε πανοπλίας, δια να μένουν αιώνια τα ονόματά των. Πλησίον δε εις τας πανοπλίας αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν ανάγλυφα πλοία, ώστε αυτά να είναι ορατά από όλους εκείνους, που πλέουν εις την Μεσόγειον Θαλασσαν.

Α Μακ. 13,30      οὗτος ὁ τάφος ὃν ἐποίησεν ἐν Μωδεΐν, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Α Μακ. 13,30           Τέτοιος ήτο ο τάφος, τον οποίον κατεσκεύασεν εις την Μωδεΐν και ο οποίος σώζεται μέχρι της ημέρας αυτής.

 

                                 Συμμαχία του Σίμωνα με τον Δημήτριο Β’

Α Μακ. 13,31      Ὁ δὲ Τρύφων ἐπορεύετο δόλῳ μετὰ Ἀντιόχου τοῦ βασιλέως τοῦ νεωτέρου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν

Α Μακ. 13,31            Ο Τρύφων δολίως εφέρθη και απέναντι του βασιλέως Αντιόχου του νεωτέρου, τον οποίον και εφόνευσε.

Α Μακ. 13,32      καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ περιέθετο διάδημα τῆς Ἀσίας καὶ ἐποίησε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς.

Α Μακ. 13,32           Ετσι δε έγινε βασιλεύς αντ' αυτού, εφόρεσε το βασιλικόν διάδημα της Ασίας και επροξένησε μεγάλας συμφοράς εις την χώραν.

Α Μακ. 13,33      καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων τὰ ὀχυρώματα τῆς Ἰουδαίας, καὶ περιετείχισε πύργοις ὑψηλοῖς καὶ τείχεσι μεγάλοις καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς καὶ ἔθετο βρώματα ἐν τοῖς ὀχυρώμασι.

Α Μακ. 13,33            Ο Σιμων ανοικοδόμησε πάλιν τας οχυράς πόλεις της Ιουδαίας, τας περιετείχισε με μεγάλα τείχη και υψηλούς πύργους και πύλας ισχυράς και μοχλούς και εναποθήκευσεν εις τας πόλεις αυτάς τροφάς.

Α Μακ. 13,34      καὶ ἐπέλεξε Σίμων ἄνδρας καὶ ἀπέστειλε πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα τοῦ ποιῆσαι ἄφεσιν τῇ χώρᾳ, ὅτι πᾶσαι αἱ πράξεις Τρύφωνος ἦσαν ἁρπαγαί.

Α Μακ. 13,34           Εδιάλεξε δε άνδρας, τους οποίους και έστειλε προς τον βασιλέα Δημήτριον, δια να τον παρακαλέση και απαλλάξη τους Ιουδαίους από τους φόρους, διότι όλαι αι πράξστου Τρύφωνος ήσαν λεηλασίαι, εξ αιτίας των οποίων και η χώρα έμεινε πτωχή.

Α Μακ. 13,35      καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Δημήτριος ὁ βασιλεὺς κατὰ τοὺς λόγους τούτους καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ καὶ ἔγραψεν αὐτῷ ἐπιστολὴν τοιαύτην·

Α Μακ. 13,35            Ο βασιλεύς Δημήτριος απήντησε προς αυτόν κατά την επιθυμίαν του και του έγραψε την ακόλουθον επιστολήν·

Α Μακ. 13,36      «Βασιλεὺς Δημήτριος Σίμωνι ἀρχιερεῖ καὶ φίλῳ βασιλέων καὶ πρεσβυτέροις καὶ ἔθνει Ἰουδαίων χαίρειν.

Α Μακ. 13,36           “Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετά τον αρχιερέα Σιμωνα φίλον των βασιλέων, τους πρεσβυτέρους και όλον τον ιουδαϊκόν λαόν.

Α Μακ. 13,37      τὸν στέφανον τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν βαΐνην, ἣν ἀπεστείλατε, κεκομίσμεθα καὶ ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ποιεῖν ὑμῖν εἰρήνην μεγάλην καὶ γράφειν τοῖς ἐπὶ τῶν χρειῶν τοῦ ἀφιέναι ὑμῖν ἀφέματα.

Α Μακ. 13,37            Ελάβομεν τον χρυσούν στέφανον και την πλεκτήν από φοινικόφυλλα πολύτιμον ράδδον, που μας εστείλατε, και είμεθα έτοιμοι να συνάψωμεν σταθεράν και μόνιμον ειρήνην, να γράψωμεν δε και προς τους βασιλικούς υπαλλήλους μας να σας απαλλάξουν από τας φορολογικάς υποχρεώσεις σας.

Α Μακ. 13,38      καὶ ὅσα ἑστήκαμεν πρὸς ὑμᾶς, ἕστηκε, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδομήκατε, ὑπαρχέτω ὑμῖν.

Α Μακ. 13,38           Ολα όσα έχομεν αποφασίσει προς χάριν σας, θα είναι έγκυρα και σταθερά. Αι οχυραί πόλεις, τας οποίας οικοδομήσατε, ας μένουν υπό την κυριότητά σας.

Α Μακ. 13,39      ἀφίεμεν δὲ ἀγνοήματα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ τὸν στέφανον, ὃν ὠφείλετε, καὶ εἴ τι ἄλλο ἐτελωνεῖτο ἐν Ἱερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω.

Α Μακ. 13,39           Αμνηστεύομεν όλας τας πλάνας και όλα τα σφάλματά σας, που διεπράχθησαν έως την ημέραν αυτήν. Παραιτούμεθα από τον βασιλικόν στέφανον, τον οποίον είχατε υποχρέωσιν να προσφέρετε. Επί πλέον δε ορίζομεν να μη εισπράττεται και κάθε άλλος φόρος, ο οποίος εισεπράττετο έως τώρα εις την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 13,40      καὶ εἴ τινες ἐπιτήδειοι ὑμῶν γραφῆναι εἰς τοὺς περὶ ἡμᾶς, ἐγγραφέσθωσαν, καὶ γινέσθω ἀναμέσον ἡμῶν εἰρήνη».

Α Μακ. 13,40           Εάν δε μερικοί άνδρες από σας ικανοί επιθυμούν να καταγραφούν εις την βασιλικήν φρουράν, ας καταγραφούν και ας υπάρχη πλήρης ειρήνη μεταξύ μας”.

Α Μακ. 13,41      ἔτους ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ᾔρθη ὁ ζυγὸς τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ,

Α Μακ. 13,41            Ετσι κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έτος αφηρέθη ο ζυγός των ειδωλολατρικών εθνών από το έθνος του Ισραήλ.

Α Μακ. 13,42      καὶ ἤρξατο ὁ λαὸς Ἰσραὴλ γράφειν ἐν ταῖς συγγραφαῖς καὶ συναλλάγμασιν ἔτους πρώτου ἐπὶ Σίμωνος ἀρχιερέως μεγάλου καὶ στρατηγοῦ καὶ ἡγουμένου Ἰουδαίων.

Α Μακ. 13,42           Νέον τότε εποχήν ενεκαινίασεν ο ισραηλιτικός λαός και ήρχισε να γράφή εις τα συμφωνητικά και τα συμβόλαια αυτού· “Κατά το πρώτον έτος του Σιμωνος, του μεγάλου αρχιερέως, του στρατηγού και αρχηγού των Ιουδαίων”.

 

                                  Ο Σίμων καταλαμβάνει τη Γάζαρα και την Ιερουσαλήμ

Α Μακ. 13,43      Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Γάζαρα καὶ ἐκύκλωσεν αὐτὴν παρεμβολαῖς καὶ ἐποίησεν ἑλεπόλεις καὶ προσήγαγε τῇ πόλει καὶ ἐπάταξε πύργον ἕνα καὶ κατελάβετο.

Α Μακ. 13,43           Κατά τας ημέρας εκείνας ο Σιμων εξεστράτευσεν εναντίον των Γαζάρων, περιεκύκλωσε την πόλιν αυτήν με στρατόν, κατεσκεύασε κινητούς πολιορκητικούς πύργους, επλησίασε με αυτούς την πόλιν και ήνοιξε ρήγμα εις μίαν από τας επάλξεις της, την οποίαν και κατέλαβε.

Α Μακ. 13,44      καὶ ἐξήλλοντο οἱ ἐν τῇ ἑλεπόλει εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐγένετο κίνημα μέγα ἐν τῇ πόλει.

Α Μακ. 13,44           Οι άνδρες, που ήσαν στον κινητόν αυτόν πολιορκητικόν πύργον, επήδησαν μέσα εις την πόλιν, πράγμα το οποίον προεκάλεσε μεγάλην αναταραχήν εις αυτήν.

Α Μακ. 13,45      καὶ ἀνέβησαν οἱ ἐν τῇ πόλει σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις ἐπὶ τὸ τεῖχος διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ ἀξιοῦντες Σίμωνα δεξιὰς αὐτοῖς δοῦναι

Α Μακ. 13,45           Οι κάτοικοι τότε με τας γυναίκας και τα παιδιά των ανέβησαν επάνω εις τα τείχη, διέρρηξαν τα ενδύματά των και εφώναξαν με ικετευτικήν μεγάλην κραυγήν, παρακαλούσαν τον Σιμωνα να κάμη ειρήνην με αυτούς

Α Μακ. 13,46      καὶ εἶπαν· μὴ ἡμῖν χρήσῃ κατὰ τὰς πονηρίας ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔλεός σου.

Α Μακ. 13,46           και του έλεγαν· “μη φερθής προς ημάς κατά την κακίαν μας, αλλά κατά το ιδικόν σου έλεος”.

Α Μακ. 13,47      καὶ συνελύθη Σίμων αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπολέμησεν αὐτούς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκαθάρισε τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἦν τὰ εἴδωλα, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς αὐτὴν ὑμνῶν καὶ εὐλογῶν.

Α Μακ. 13,47           Ο Σιμων συνεκινήθη από αυτούς και εσταμάτησε πλέον τον πόλεμον. Τους κατοίκους όμως τους εδίωξεν από την πόλιν, εκαθάρισε τας οικίας, μέσα εις τας οποίας υπήρχαν είδωλα, και έτσι εισήλθεν εις την πόλιν υμνών και δοξάζων τον Θεόν.

Α Μακ. 13,48      καὶ ἐξέβαλεν ἐξ αὐτῆς πᾶσαν ἀκαθαρσίαν καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ ἄνδρας, οἵτινες τὸν νόμον ποιοῦσι, καὶ προσωχύρωσεν αὐτὴν καὶ ᾠκοδόμησεν ἑαυτῷ ἐν αὐτῇ οἴκησιν.

Α Μακ. 13,48           Αφού δε εκαθάρισε την πόλιν από τας ειδωλολατρικάς μολύνσεις, εγκατέστησεν εκεί Ιουδαίους άνδρας, οι οποίοι ετήρουν τον νόμον του Θεού, ωχύρωσε την πόλιν και ανοικοδόμησεν εντός αυτής οικίαν δια τον εαυτόν του.

Α Μακ. 13,49      οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκωλύοντο ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἀγοράζειν καὶ πωλεῖν καὶ ἐπείνασαν σφόδρα, καὶ ἀπώλοντο ἐξ αὐτῶν ἱκανοὶ τῇ λιμῷ.

Α Μακ. 13,49           Οι εχθροί, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, εδυσκολεύοντο πλέον να εισέρχωνται και να εξέρχωνται εις την χώραν της Ιουδαίας, δια να αγοράζουν η να πωλούν. Δια τούτο και επείνασαν πάρα πολύ. Εξ αιτίας δε της πείνης των αυτής απέθανον αρκετοί από αυτούς.

Α Μακ. 13,50      καὶ ἐβόησαν πρὸς Σίμωνα δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ ἐκαθάρισε τὴν ἄκραν ἀπὸ τῶν μιασμάτων.

Α Μακ. 13,50           Εβόησαν δε με ικετευτικήν φωνήν προς τον Σιμωνα να συνάψη ειρήνην, και εκείνος εσυνθηκολόγησε μαζή των, τους έδιωξεν όμως από την ακρόπολιν, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα.

Α Μακ. 13,51      καὶ εἰσῆλθον εἰς αὐτὴν τῇ τρίτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ δευτέρου μηνὸς ἔτους ἑνὸς καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐων καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν ὕμνοις καὶ ἐν ᾠδαῖς, ὅτι συνετρίβη ἐχθρὸς μέγας ἐξ Ἰσραήλ.

Α Μακ. 13,51            Οι Ιουδαίοι εισήλθαν εις την ακρόπολιν αυτήν κατά την εικοστήν τρίτην του δευτέρου μηνός του εκατοστού εβδομηκοστού πρώτου έτους, δοξολογούντες τον Θεόν και φέροντες εις τα χέρια των κλάδους, παίζοντες κιθάρας, κύμβαλα, νάβλας, έψαλλον δε ύμνους και ωδάς, διότι ένας πολύ μεγάλος εχθρός είχε συντριβή και είχε λείψει πλέον εκ μέσου του Ισραηλιτικού λαού.

Α Μακ. 13,52      καὶ ἔστησε κατ᾿ ἐνιαυτὸν τοῦ ἄγειν τὴν ἡμέραν ταύτην μετ᾿ εὐφροσύνης. καὶ προσωχύρωσε τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ τὸ παρὰ τὴν ἄκραν· καὶ ᾤκει ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ.

Α Μακ. 13,52           Ωρισε δε ο Σιμων να εορτάζεται κάθε έτος η ημέρα αυτή με πολλήν χαράν. Ωχύρωσε δε ακόμη περισσότερον τον οχυρόν λόφον του ναού, που ευρίσκετο πλησίον της ακροπόλεως. Εκεί δε κατώκησεν ο ίδιος και οι ιδικοί του.

Α Μακ. 13,53      καὶ εἶδε Σίμων τὸν Ἰωάννην υἱὸν αὐτοῦ, ὅτι ἀνήρ ἐστι, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἡγούμενον τῶν δυνάμεων πασῶν· καὶ ᾤκει ἐν Γαζάροις.

Α Μακ. 13,53            Είδεν ο Σιμων ότι ο υιός του ο Ιωάννης είναι ανήρ πλέον και μάλιστα γενναίος και τον κατέστησεν αρχηγόν όλων τω στρατιωτικών του δυνάμεων. Ο Ιωάννης ήλθε και εγκατεστάθη, ως εις έδραν του εις την πάλιν Γαζαρα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Β' ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ  

ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ

                                 Ο Δημήτριος Β’ συντρίβεται από τους Πέρσες

Α Μακ. 14,1       Καὶ ἐν ἔτει δευτέρῳ καὶ ἑβδομηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ συνήγαγε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς τὰς δυνάμεις αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς Μηδίαν τοῦ ἐπισπάσασθαι βοήθειαν αὐτῷ, ὅπως πολεμήσῃ τὸν Τρύφωνα.

Α Μακ. 14,1              Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν δεύτερον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο βασιλεύς Δημήτριος συνεκέντρωσε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και επορεύθη εις την Μηδίαν, δια να προσλάβη στρατιώτας, ικανούς να τον βοηθήσουν να πολεμήση εναντίον του Τρύφωνος.

Α Μακ. 14,2       καὶ ἤκουσεν Ἀρσάκης ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίδος καὶ Μηδίας ὅτι ἦλθε Δημήτριος εἰς τὰ ὅρια αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλεν ἕνα τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ συλλαβεῖν αὐτὸν ζῶντα.

Α Μακ. 14,2             Ο Αρσάκης, ο βασιλεύς της Περσίας και της Μηδίας, όταν επληροφορήθη ότι ο Δημήτριος εισήλθεν εις την χώραν του, έστειλεν ένα αυτό τους στρατηγούς του, να τον συλλάβη ζωντανόν.

Α Μακ. 14,3       καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπάταξε τὴν παρεμβολὴν Δημητρίου καὶ συνέλαβεν αὐτὸν καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἀρσάκην, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν φυλακῇ.

Α Μακ. 14,3              Ο στρατηγός αυτός εβάδισε, εκτύπησε και ενίκησε τον στρατόν του Δημητρίου. Συνέλαβεν αυτόν τον ίδιον αιχμάλωτον και τον οδήγησε προς τον Αρσάκην, ο οποίος και τον έκλεισεν εις την φυλακήν.

 

                                Περίοδος ευημερίας στους Ιουδαίους

Α Μακ. 14,4       Καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα πάσας τὰς ἡμέρας Σίμωνος, καὶ ἐζήτησαν ἀγαθὰ τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἤρεσεν αὐτοῖς ἡ ἐξουσία αὐτοῦ καὶ ἡ δόξα αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας.

Α Μακ. 14,4             Εις όλην την χώραν της Ιουδαίας επικρατούσεν ησυχία και ειρήνη καθ' όλας τας ημέρας του Σιμωνος. Αυτός δε και οι περί αυτόν επεδίωξαν και ειργάσθησαν εις ειρηνικά έργα δια το καλόν του έθνους του. Η διοίκησίς του ήρεσεν στους Εβραίους και η δόξα τον συνώδευεν εις όλας τας ημέρας της ζωής του.

Α Μακ. 14,5       καὶ μετὰ πάσης τῆς δόξης αὐτοῦ ἔλαβε τὴν Ἰόππην εἰς λιμένα καὶ ἐποίησεν εἴσοδον ταῖς νήσοις τῆς θαλάσσης.

Α Μακ. 14,5              Ενας επί πλέον τίτλος της λαμπράς του δόξης ήτο και το γεγονός, ότι κατέλαβε την Ιόππην, την οποίαν έκαμε λιμένα, και δι' αυτής εισέπλεεν εις τας νήσους της Μεσογείου Θαλάσσης.

Α Μακ. 14,6       καὶ ἐπλάτυνε τὰ ὅρια τῷ ἔθνει αὐτοῦ καὶ ἐκράτησε τῆς χώρας.

Α Μακ. 14,6             Ηύρυνεν έτσι τα σύνορα του κράτους του και έγινε κύριος πράγματι της χώρας του.

Α Μακ. 14,7       καὶ συνήγαγεν αἰχμαλωσίαν πολλὴν καὶ ἐκυρίευσε Γαζάρων καὶ Βαιθσούρων καὶ τῆς ἄκρας· καὶ ἐξῇρε τὰς ἀκαθαρσίας ἐξ αὐτῆς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀντικείμενος αὐτῷ.

Α Μακ. 14,7              Συνεκέντρωσε μεγάλον αριθμόν αιχμαλώτων, κατέλαβε τα Γαζαρα, την Βαιθσούραν, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα. Δεν υπήρχε δε κανείς πλέον έχθρυς ανθιστάμενος εις αυτόν.

Α Μακ. 14,8       καὶ ἦσαν γεωργοῦντες τὴν γῆν αὐτῶν μετ᾿ εἰρήνης, καὶ ἡ γῆ ἐδίδου τὰ γεννήματα αὐτῆς καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων τὸν καρπὸν αὐτῶν.

Α Μακ. 14,8             Οι Ισραηλίται εκαλλιεργούσαν τους αγρούς των ειρηνικοί, η δε γη απέδιδε τα προϊόντα της και τα καρποφόρα δένδρα των αγρών έδιδαν τους καρπούς των.

Α Μακ. 14,9       πρεσβύτεροι ἐν ταῖς πλατείαις ἐκάθηντο, πάντες περὶ ἀγαθῶν ἐκοινολογοῦντο, καὶ οἱ νεανίσκοι ἐνεδύσαντο δόξας καὶ στολὰς πολέμου.

Α Μακ. 14,9             Οι γεροντότεροι εκάθηντο εις τας πλατείας και συνεζήτουν όλοι δια τα αγαθά και την ειρήνην της χώρας των, ενώ οι νεώτεροι εφορούσαν πολυτελείς και πολεμικάς στολάς.

Α Μακ. 14,10      ταῖς πόλεσιν ἐχορήγησε βρώματα καὶ ἔταξεν αὐτὰς ἐν σκεύεσιν ὀχυρώσεως, ἕως ὅτου ὠνομάσθη τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ ἕως ἄκρου τῆς γῆς.

Α Μακ. 14,10            Ο Σιμων εχορήγει τροφάς εις τας πόλεις και ενίσχυεν αυτάς με οχυρωματικά έργα. Ετσι το όνομά του έγινε γνωστόν και ένδοξον έως εις τα άκρα του κόσμου.

Α Μακ. 14,11      ἐποίησε τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ εὐφράνθη Ἰσραὴλ εὐφροσύνην μεγάλην.

Α Μακ. 14,11            Αποκατέστησε αδιατάρακτον την ειρήνην εις την χώραν του, ο δε ισραηλιτικός λαός απελάμβανε μεγάλην χαράν και ευφροσύνην.

Α Μακ. 14,12      καὶ ἐκάθισεν ἕκαστος ὑπὸ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ τὴν συκῆν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς.

Α Μακ. 14,12            Ο καθένας εκάθητο κάτω από την κληματαριάν του και την συκήν του, και δεν υπήρχε κανείς πλέον να τους εκφοβίζη.

Α Μακ. 14,13      καὶ ἐξέλιπεν ὁ πολεμῶν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς συνετρίβησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις.

Α Μακ. 14,13            Εξέλιπε κάθε πολέμιος από την χώραν των και οι εχθροί βασιλείς είχαν συντριβή κατά τας ημέρας εκείνας.

Α Μακ. 14,14      καὶ ἐστήρισε πάντας τοὺς ταπεινοὺς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ· τὸν νόμον ἐξεζήτησε καὶ ἐξῇρε πάντα ἄνομον καὶ πονηρόν·

Α Μακ. 14,14            Υπήρξε το στήριγμα όλων των ταλαιπωρημένων ανθρώπων του λαού του. Εμελέτα και εφήρμοζε τον Νομον, και έβγαλεν εκ μέσου των Ισραηλιτών κάθε παράνομον και κακόν.

Α Μακ. 14,15      τὰ ἅγια ἐδόξασε, καὶ ἐπλήθυνε τὰ σκεύη τῶν ἁγίων.

Α Μακ. 14,15            Εδόξασε τον ιερόν τόπον και επλούτισεν εις αριθμόν και ποιόν τα ιερά σκεύη του ναού.

 

                                Ανανέωση της συμμαχίας με τη Ρώμη και τη Σπάρτη

Α Μακ. 14,16      Καὶ ἠκούσθη ἐν Ῥώμῃ, ὅτι ἀπέθανεν Ἰωνάθαν, καὶ ἕως Σπάρτης, καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.

Α Μακ. 14,16            Οταν ηκούσθη έως εις την Ρωμην και εις την Σπάρτην, ότι ο Ιωνάθαν απέθανεν, ελυπήθησαν πάρα πολύ και οι Ρωμαίοι και οι Σπαρτιάται.

Α Μακ. 14,17      ὡς δὲ ἤκουσαν, ὅτι Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ γέγονεν ἀντ᾿ αὐτοῦ ἀρχιερεὺς καὶ ἐπικρατεῖ τῆς χώρας καὶ τῶν πόλεων τῶν ἐν αὐτῇ,

Α Μακ. 14,17            Οταν όμως έμαθαν ότι ο Σιμων ο αδελφός του τον διεδέχθη εις την αρχιερωσύνην και ότι αυτός είναι άρχων της Ιουδαίας και των πόλεων, που ευρίσκοντο εις αυτήν,

Α Μακ. 14,18      ἔγραψαν πρὸς αὐτὸν δέλτοις χαλκαῖς τοῦ ἀνανεώσασθαι πρὸς αὐτὸν φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν, ἣν ἔστησαν πρὸς Ἰούδαν καὶ Ἰωνάθαν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ.

Α Μακ. 14,18            έγραψαν προς αυτόν επιστολήν επάνω εις χαλκίνας πλάκας, δια να ανανεώσουν την φιλίαν και συμμαχίαν των προς αυτόν, την οποίαν προηγουμένως είχον συνάψει με τον Ιούδαν και τον Ιωνάθαν, τους αδελφούς του.

Α Μακ. 14,19      καὶ ἀνεγνώσθησαν ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας ἐν Ἱερουσαλήμ.

Α Μακ. 14,19            Αι επιστολαί αυταί ανεγνώσθησαν ενώπιον της συγκεντρώσεως όλων των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 14,20      καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν, ὧν ἀπέστειλαν οἱ Σπαρτιάται· «Σπαρτιατῶν ἄρχοντες καὶ ἡ πόλις Σίμωνι ἱερεῖ μεγάλῳ καὶ τοῖς πρεσβυτέροις καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τῷ λοιπῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων ἀδελφοῖς χαίρειν.

Α Μακ. 14,20           Αυτό δε είναι το περιεχόμενον της επιστολής, την οποίαν έστειλαν οι Σπαρτιάται· “Οι άρχοντες των Σπαρτιατών και όλη η πόλις χαιρετούν τον Σιμωνα, τον μέγαν αρχιερέα, τους πρεσβυτέρους, τους ιερείς και τους άλλους άνδρας των Ιουδαίων, τους αδελφούς μας.

Α Μακ. 14,21      οἱ πρεσβευταὶ οἱ ἀποσταλέντες πρὸς τὸν δῆμον ἡμῶν ἀπήγγειλαν ἡμῖν περὶ τῆς δόξης ὑμῶν καὶ τιμῆς, καὶ ηὐφράνθημεν ἐπὶ τῇ ἐφόδῳ αὐτῶν.

Α Μακ. 14,21            Οι πρεσβευταί, τους οποίους εστείλατε στον λαόν μας, ανήγγειλαν εις ημάς την δόξαν σας και την τιμήν, που απολαμβάνετε σήμερον, ημείς δε ηυχαριστήθημεν πολύ δια την έλευσίν των.

Α Μακ. 14,22      καὶ ἀνεγράψαμεν τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν εἰρημένα ἐν ταῖς βουλαῖς τοῦ δήμου οὕτως· Νουμήνιος Ἀντιόχου καὶ Ἀντίπατρος Ἰάσωνος πρεσβευταὶ Ἰουδαίων ἤλθοσαν πρὸς ἡμᾶς ἀνανεούμενοι τὴν πρὸς ἡμᾶς φιλίαν.

Α Μακ. 14,22           Ανεκοινώσαμεν και κατεχωρήσαμεν τα λεχθέντα από αυτούς εις τας αποφάσστου δήμου ως εξής· Ο Νουμήνιος ο υιός του Αντιόχου, και ο Αντίπατρος ο υιός του Ιάσωνος, πρεσβευταί από τους Ιουδαίους ήλθον προς ημάς με τον σκοπον να ανανεώσουν την προς ημάς φιλίαν.

Α Μακ. 14,23      καὶ ἤρεσε τῷ δήμῳ ἐπιδέξασθαι τοὺς ἄνδρας ἐνδόξως καὶ τοῦ θέσθαι τὸ ἀντίγραφον τῶν λόγων αὐτῶν ἐν τοῖς ἀποδεδειγμένοις τῶ δήμῳ βιβλίοις τοῦ ἔχειν μνημόσυνον τὸν δῆμον τῶν Σπαρτιατῶν. τὸ δὲ ἀντίγραφον τούτων ἐγράψαμεν Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ».

Α Μακ. 14,23           Ηρεσε και ενέκρινεν ο δήμος να υποδεχθώμεν τους άνδρας αυτούς με κάθε τιμήν και να καταθέσωμεν αντίγραφον των προτάσεών των εις τα επίσημα βιβλία του δήμου, ώστε ο δήμος να διατηρηή την ανάμνησιν αυτών. Αντίγραφον δε τούτων εγράψαμεν και αποστέλλομεν στον Σιμωνα τον αρχιερέα”.

Α Μακ. 14,24      Μετὰ δὲ ταῦτα ἀπέστειλε Σίμων τὸν Νουμήνιον εἰς Ῥώμην ἔχοντα ἀσπίδα χρυσῆν μεγάλην ὁλκῆς μνῶν χιλίων εἰς τὸ στῆσαι πρὸς αὐτοὺς τὴν συμμαχίαν.

Α Μακ. 14,24           Μετά ταύτα ο Σιμων απέστειλεν εις την Ρωμην τον Νουμήνιον μεταφέροντα μεγάλην χρυσήν ασπίδα βάρους χιλίων μνων, δια να ανανεώση και επικυρώση την συμμαχίαν με αυτούς.

 

                                   Οι Ιουδαίοι τιμούν το Σίμωνα και την οικογένειά του

Α Μακ. 14,25      Ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ δῆμος τῶν λόγων τούτων, εἶπαν· τίνα χάριν ἀποδώσομεν Σίμωνι καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ;

Α Μακ. 14,25           Οταν ο λαός της Ρωμης έμαθε τα πράγματα αυτά είπεν· “Ποίον δείγμα της ευγνωμοσύνης μας θα δώσωμεν τώρα στον Σιμωνα και τα παιδιά του;

Α Μακ. 14,26      ἐστήρισε γὰρ αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπολέμησαν τοὺς ἐχθροὺς Ἰσραὴλ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἔστησαν αὐτῷ ἐλευθερίαν. καὶ κατέγραψαν ἐν δέλτοις χαλκαῖς καὶ ἔθεντο ἐν στήλαις ἐν ὄρει Σιών.

Α Μακ. 14,26           Διότι αυτός και οι αδελφοί του και ο οίκος του πατρός των εφάνησαν σταθεροί εις την φιλίαν των προς ημάς. Επολέμησαν δε και εξεδίωξαν τους εχθρούς του Ισραηλιτικού λαού και εστερέωσαν την ελευθερίαν αυτού”. Αυτά δε τα έργα εχάραξαν εις χαλκίνους πίνακας, τους οποίους εκρέμασαν εις στήλας στο όρος Σιών.

Α Μακ. 14,27      καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῆς γραφῆς· «Ὀκτωκαιδεκάτῃ Ἐλούλ, ἔτους δευτέρου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ -καὶ τοῦτο τρίτον ἔτος ἐπὶ Σίμωνος ἀρχιερέως

Α Μακ. 14,27           Ιδού δε και το αντίγραφον αυτών· “Κατά την δεκάτην ογδόην ημέραν του Ελούλ, του εκατοστού εβδομηκοστού δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών- αυτό συμπίπτει προς το τρίτον έτος του Σιμωνος του αρχιερέως,

Α Μακ. 14,28      ἐν ἀσαραμὲλ- ἐπὶ συναγωγῆς μεγάλης ἱερέων καὶ λαοῦ καὶ ἀρχόντων ἔθνους καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῆς χώρας ἐγνώρισεν ἡμῖν·

Α Μακ. 14,28           εις ασαραμελ-κατά μίαν μεγάλην συγκέντρωσιν ιερέων και λαού και αρχόντων του έθνους και των πρεσβυτέρων της χώρας εκοινοποιήθησαν εις ημάς τα εξής·

Α Μακ. 14,29      ἐπεὶ πολλάκις ἐγενήθησαν πόλεμοι ἐν τῇ χώρᾳ, Σίμων δὲ ὁ υἱὸς Ματταθίου ὁ υἱὸς τῶν υἱῶν Ἰωαρὶβ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἔδωκαν ἑαυτοὺς τῷ κινδύνῳ καὶ ἀντέστησαν τοῖς ὑπεναντίοις τοῦ ἔθνους αὐτῶν, ὅπως σταθῇ τὰ ἅγια αὐτῶν καὶ ὁ νόμος, καὶ δόξῃ μεγάλῃ ἐδόξασαν τὸ ἔθνος αὐτῶν.

Α Μακ. 14,29           Επειδή πολλές φορές πόλεμοι εξερράγησαν εναντίον της χώρας μας ο Σιμων ο υιός του Ματταθίου, από τους απογόνους του Ιωαρίβ, και οι αδελφοί αυτού εξετέθησαν εις κίνδυνον, αντέστησαν εναντίον των εχθρών του έθνους των, δια να ίσταται όρθιος ο ναός του Κυρίου και να ισχύη ο νόμος ο θείος. Αυτοί με μεγάλην δόξαν εδόξασαν το έθνος των.

Α Μακ. 14,30      καὶ ἤθροισεν Ἰωνάθαν τὸ ἔθνος αὐτῶν καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς ἀρχιερεὺς καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ,

Α Μακ. 14,30           Ο Ιωνάθαν συνεκέντρωσε το έθνος των, εγινεν στους Ισραηλίτας αρχιερεύς και όταν απέθανε προσετέθη στον λαόν του.

Α Μακ. 14,31      καὶ ἐβουλήθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν τοῦ ἐκτρῖψαι τὴν χώραν αὐτῶν καὶ ἐκτεῖναι χεῖρας ἐπὶ τὰ ἅγια αὐτῶν.

Α Μακ. 14,31            Οι εχθροί ηθέλησαν να εισχωρήσουν εις την χώραν των Ιουδαίων, να καταστρέψουν αυτήν και έπειτα να απλώσουν τα χέρια των στον ιερόν ναόν των.

Α Μακ. 14,32      τότε ἀνέστη Σίμων, καὶ ἐπολέμησε περὶ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ ἐδαπάνησε χρήματα πολλὰ τῶν ἑαυτοῦ καὶ ὡπλοδότησε τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὀψώνια

Α Μακ. 14,32           Τοτε εξηγέρθη ο Σιμων και επολέμησεν υπέρ του έθνους του, εδαπάνησε πολλά χρήματα ιδικά του, ώπλισε γενναίους άνδρας από το έθνος του και έδωκεν εις αυτούς μισθούς.

Α Μακ. 14,33      καὶ ὠχύρωσε τὰς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ τὴν Βαιθσούραν τὴν ἐπὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας, οὗ ἦν τὰ ὅπλα τῶν πολεμίων τὸ πρότερον, καὶ ἔθετο ἐκεῖ φρουρὰν ἄνδρας Ἰουδαίους.

Α Μακ. 14,33           Ωχύρωσε τας πόλεις της Ιουδαίας και την Βαιθσούραν, η οποία ευρίσκεται εις τα σύνορα της Ιουδαίας, όπου υπήρχον τα οπλοστάσια των εχθρών προηγουμένως. Εκεί δε ετοποθέτησεν ως φρουράν άνδρας Ιουδαίους.

Α Μακ. 14,34      καὶ Ἰόππην ὠχύρωσε τὴν ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ τὴν Γάζαρα τὴν ἐπὶ τῶν ὁρίων Ἀζώτου, ἐν ᾗ ᾤκουν οἱ πολέμιοι τὸ πρότερον ἐκεῖ, καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ Ἰουδαίους, καὶ ὅσα ἐπιτήδεια ἦν πρὸς τὴν τούτων ἐπανόρθωσιν, ἔθετο ἐν αὐτοῖς.

Α Μακ. 14,34           Ωχύρωσε την Ιόππην την παραθαλασσίαν, την πόλιν Γαζαρα εις τα όρια της Αζώτου, εις την οποίαν άλλοτε κατοικούσαν οι εχθροί. Εκεί εγκατέστησεν Ιουδαίους και την εφωδίασε με όσα ήσαν απαραίτητα δια την διατροφήν και την υπεράσπισιν των κατοίκων.

Α Μακ. 14,35      καὶ εἶδεν ὁ λαὸς τὴν πρᾶξιν τοῦ Σίμωνος καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἐβουλεύσατο ποιῆσαι τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἔθεντο αὐτὸν ἡγούμενον αὐτῶν καὶ ἀρχιερέα διὰ τὸ αὐτὸν πεποιηκέναι πάντα ταῦτα καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πίστιν, ἣν συνετήρησε τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἐζήτησε παντὶ τρόπῳ ὑψῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Α Μακ. 14,35           Ο ισραηλιτικός λαός είδε τα έργα του Σιμωνος και την δόξαν, την οποίαν ήθελε να δώση στο έθνος του, και ανεκήρυξαν αυτόν αρχηγόν των και αρχιερέα των χάριν όλων αυτών των μεγάλων έργων, τα οποία είχε πραγματοποιήσει και της δικαιοσύνης και της πίστεως, την οποίαν ετήρει απέναντι του έθνους του γενικώς, διότι επεζήτησε και ειργάσθη με κάθε τρόπον να ανυψώση και δοξάση τον λαόν του.

Α Μακ. 14,36      καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ εὐωδώθη ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τοῦ ἐξαρθῆναι τὰ ἔθνη ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν καὶ τοὺς ἐν τῇ πόλει Δαυὶδ τοὺς ἐν Ἱερουσαλήμ, οἳ ἐποίησαν ἑαυτοῖς ἄκραν, ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο καὶ ἐμίαινον κύκλῳ τῶν ἁγίων καὶ ἐποίουν πληγὴν μεγάλην ἐν τῇ ἁγνείᾳ.

Α Μακ. 14,36           Εις τας ημέρας του ευωδώθη και επετεύχθη δια των χειρών τοω η εκδίωξις των ξένων εχθρών από την χώραν των Ιουδαίων, όπως επίσης και εκείνων που είχαν εγκατασταθή εις την πόλιν Δαυίδ εν Ιερουσαλήμ. Αυτοί εχρησιμοποιούσαν την ακρόπολιν ως ορμητήριόν των, από όπου έκαναν εξορμήσεις και εμίαιναν τα γύρω από τον ναόν και επέφερον μεγάλην καταστροφήν εις την ιερότητα και καθαρότητα του ναού.

Α Μακ. 14,37      καὶ κατῴκισεν ἐν αὐτῇ ἄνδρας Ἰουδαίους καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν πρὸς ἀσφάλειαν τῆς χώρας καὶ τῆς πόλεως καὶ ὕψωσε τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ,

Α Μακ. 14,37           Εγκατέστησεν Ιουδαίους πολεμιστάς εις την ακρόπολιν, την ωχύρωσε δια την ασφάλειαν της Ιουδαίας και της πόλεως και επί τούτοις ανύψωσε τα τείχη της Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 14,38      καὶ ὁ βασιλεὺς Δημήτριος ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἀρχιερωσύνην κατὰ ταῦτα

Α Μακ. 14,38           Δια τα έργα του αυτά ο βασιλεύς Δημήτριος του παρέδωσε την αρχιερωσύνην,

Α Μακ. 14,39      καὶ ἐποίησεν αὐτὸν τῶν φίλων αὐτοῦ καὶ ἐδόξασεν αὐτὸν δόξῃ μεγάλῃ.

Α Μακ. 14,39           τον ανεκηρυξεν ένα από τους φίλους του και τον ετίμησε με μεγάλην δόξαν.

Α Μακ. 14,40      ἤκουσε γὰρ ὅτι προσηγόρευνται οἱ Ἰουδαῖοι ὑπὸ Ῥωμαίων φίλοι καὶ σύμμαχοι καὶ ἀδελφοί, καὶ ὅτι ἀπήντησαν τοῖς πρεσβευταῖς Σίμωνος ἐνδόξως,

Α Μακ. 14,40           Διότι είχε μάθει ότι οι Ρωμαίοι προσεφώνουν τους Ιουδαίους φίλους, συμμάχους και αδελφούς και ότι είχαν υποδεχθή μετά πολλής τιμής πρεσβευτάς του Σιμωνος.

Α Μακ. 14,41      καὶ ὅτι εὐδόκησαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ εἶναι Σίμωνα ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα εἰς τὸν αἰῶνα ἕως τοῦ ἀναστῆναι προφήτην πιστὸν

Α Μακ. 14,41            Οι Ιουδαίοι και οι ιερείς εδέχθησαν ευχαρίστως να είναι ο Σιμων αρχηγός των και αρχιερεύς πάντοτε, μέχρις ότου αναφανή κάποιος άλλος αξιόπιστος προφήτης.

Α Μακ. 14,42      καὶ τοῦ εἶναι ἐπ᾿ αὐτῶν στρατηγὸν καὶ ὅπως μέλῃ αὐτῷ περὶ τῶν ἁγίων καθιστάναι αὐτοὺς ἐπὶ τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῆς χώρας καὶ ἐπὶ τῶν ὅπλων καὶ ἐπὶ τῶν ὀχυρωμάτων,

Α Μακ. 14,42           Εδέχθησαν επίσης ευχαρίστως να είναι ο Σιμων ο αρχιστράτηγός των, να φροντίζη δια τα ιερά πράγματα, να διορίζη υπαλλήλους εις τα διάφορα έργα και εις όλην την χώραν της Ιουδαίας, όπως επίσης και δια τα οπλοστάσια και τα οχυρωματικά έργα.

Α Μακ. 14,43      καὶ ὅπως μέλῃ αὐτῷ περὶ τῶν ἁγίων, καὶ ὅπως ἀκούηται ὑπὸ πάντων, καὶ ὅπως γράφωνται ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶσαι συγγραφαὶ ἐν τῇ χώρᾳ, καὶ ὅπως περιβάλληται πορφύραν καὶ χρυσοφορῇ·

Α Μακ. 14,43           Να αναλάβη ακόμη ο Σιμων την επιμέλειαν των ιερών τόπων και πραγμάτων, να υπακούουν όλοι εις αυτόν, να συντάσσωνται επί τω ονόματί του όλαι αι δημόσιαι πράξεις εις την χώραν, να ενδύεται βασιλικήν πορφύραν και να φέρη χρυσά διακριτικά κοσμήματα.

Α Μακ. 14,44      καὶ οὐκ ἐξέσται οὐδενὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερέων ἀθετῆσαί τι τούτων καὶ ἀντειπεῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ ῥηθησομένοις καὶ ἐπισυστρέψαι συστροφὴν ἐν τῇ χώρᾳ ἄνευ αὐτοῦ καὶ περιβάλλεσθαι πορφύραν καὶ ἐμπορποῦσθαι πόρπην χρυσῆν·

Α Μακ. 14,44           Να μη έχη το δικαίωμα κανένας από τον λαόν η από τους ιερείς να παραβή τίποτε από αυτά η να φέρουν αντίρρησιν εις τας διαταγάς του, ούτε και να συγκεντρώνουν τον λαόν εις την χώραν χωρίς την ιδικήν του άδειαν, ούτε κανείς άλλος να φορή πορφύραν και να φέρη επάνω του χρυσήν πόρπην.

Α Μακ. 14,45      ὃς δ᾿ ἂν παρὰ ταῦτα ποιήσῃ ἢ ἀθετήσῃ τι τούτων, ἔνοχος ἔσται».

Α Μακ. 14,45           Εκείνος δε που θα πράξη κάτι αντίθετον από αυτά η θα παραβή κάτι, θα είναι ένοχος και υπεύθυνος τιμωρίας”.

Α Μακ. 14,46      καὶ εὐδόκησε πᾶς ὁ λαὸς θέσθαι Σίμωνι καὶ ποιῆσαι κατὰ τοὺς λόγους τούτους.

Α Μακ. 14,46           Ολος ο ισραηλιτικός λαός απεδέχθη ευχαρίστως να αναλάβη ο Σιμων την εξουσίαν και να ενεργή σύμφωνα με τας αποφάσεις αυτάς.

Α Μακ. 14,47      καὶ ἐπεδέξατο Σίμων καὶ εὐδόκησεν ἀρχιερατεύειν καὶ εἶναι στρατηγὸς καὶ ἐθνάρχης τῶν Ἰουδαίων καὶ ἱερέων καὶ τοῦ προστατῆσαι πάντων.

Α Μακ. 14,47           Ο Σιμων εδέχθη όλα αυτά και συγκατετέθη να γίνη αρχιερεύς, στρατηγός και εθνάρχης όλων των Ιουδαίων και των ιερέων και να τεθή επικεφαλής όλων.

Α Μακ. 14,48      καὶ τὴν γραφὴν ταύτην εἶπον θέσθαι ἐν δέλτοις χαλκαῖς καὶ στῆσαι αὐτὰς ἐν περιβόλῳ τῶν ἁγίων ἐν τόπῳ ἐπισήμῳ,

Α Μακ. 14,48           Απεφασίσθη επίσης να εγχαράξουν εις πίνακας χαλκίνους τας αποφάσεις των αυτάς και να τοποθετήσουν τους πίνακας στον περίβολον του ιερού ναού, εις τόπον καταφανή.

Α Μακ. 14,49      τὰ δὲ ἀντίγραφα αὐτῶν θέσθαι ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ, ὅπως ἔχῃ Σίμων καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ.

Α Μακ. 14,49           Αντίγραφα δε αυτών να αποτεθούν εις τα θησαυροφυλάκιον, δια να τα έχουν εις την διάθεσίν των ο Σιμων και οι υιοί του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟ Ζ'  

                                Ο Αντίοχος Ζ’ επαναλαμβάνει τις υποσχέσεις των προκατόχων του

Α Μακ. 15,1       Καὶ ἀπέστειλεν ὁ Ἀντίοχος υἱὸς Δημητρίου τοῦ βασιλέως ἐπιστολὰς ἀπὸ τῶν νήσων τῆς θαλάσσης Σίμωνι ἱερεῖ καὶ ἐθνάρχῃ τῶν Ἰουδαίων καὶ παντὶ τῷ ἔθνει.

Α Μακ. 15,1              Ο βασιλεύς Αντίοχος, υιός του Δημητρίου, έστειλεν από τας νήσους της Μεσογείου επιστολήν προς τον Σιμωνα, τον αρχιερέα και εθνάρχην των Ιουδαίων, και προς όλον το ιουδαϊκόν έθνος.

Α Μακ. 15,2       καὶ ἦσαν περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος Σίμωνι ἱερεῖ μεγάλῳ καὶ ἐθνάρχῃ καὶ ἔθνει Ἰουδαίων χαίρειν,

Α Μακ. 15,2              Η επιστολή αυτή περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αρχιερέα Σιμωνα, τον έθναρχην των Ιουδαίων, όπως επίσης και ολόκληρον το έθνος των Ιουδαίων.

Α Μακ. 15,3       ἐπειδὴ ἄνδρες λοιμοὶ κατεκράτησαν τῆς βασιλείας τῶν πατέρων ἡμῶν, βούλομαι δὲ ἀντιποιήσασθαι τῆς βασιλείας, ὅπως ἀποκαταστήσω αὐτὴν ὡς ἦν τὸ πρότερον, ἐξενολόγησα δὲ πλῆθος δυνάμεων καὶ κατεσκεύασα πλοῖα πολεμικά,

Α Μακ. 15,3              Επειδή κακοήθεις άνθρωποι ήρπασαν και έχουν υπό την κυριότητά των το βασίλειον των πατέρων μας, θέλω να διεκδικήσω την βασιλείαν και να αποκαταστήσω αυτήν, όπως ήτο προηγουμένως. Προς τον σκοπόν αυτόν εστρατολόγησα παλλάς στρατιωτικάς δυνάμεις και κατεσκεύασα πολεμικά πλοία.

Α Μακ. 15,4       βούλομαι δὲ ἐκβῆναι κατὰ τὴν χώραν, ὅπως μετέλθω τοὺς κατεφθαρκότας τὴν χώραν ἡμῶν καὶ τοὺς ἠρημωκότας πόλεις πολλὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ·

Α Μακ. 15,4              Θέλω, λοιπόν, να κάμω απόβασιν εις την χώραν, δια να τιμωρήσω εκείνους, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν μου και ηρήμωσαν πολλάς πόλεις στο βασίλειόν μου.

Α Μακ. 15,5       νῦν οὖν ἵστημί σοι πάντα τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἀφῆκάν σοι οἱ πρὸ ἐμοῦ βασιλεῖς καὶ ὅσα ἄλλα δόματα ἀφῆκάν σοι.

Α Μακ. 15,5              Επικυρώνω, λοιπόν, τώρα όλας τας καταργήσεις των φόρων, τας οποίας οι προ εμού βασιλείς είχαν κάμει εις σέ, όπως επίσης και όλας τας παραχωρήσεις, τας οποίας σου αφήκαν.

Α Μακ. 15,6       καὶ ἐπέτρεψά σοι ποιῆσαι κόμμα ἴδιον νόμισμα τῇ χώρᾳ σου,

Α Μακ. 15,6              Επίσης σου επιτρέπω να κόψης ιδιαίτερον νόμισμα δια την χώραν σου με την εικόνα του προσώπου σου.

Α Μακ. 15,7       Ἱερουσαλὴμ δὲ καὶ τὰ ἅγια εἶναι ἐλεύθερα· καὶ πάντα τὰ ὅπλα ὅσα κατεσκεύασας, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδόμησας ὧν κρατεῖς, μενέτω σοι.

Α Μακ. 15,7              Η Ιερουσαλήμ και ο ιερός ναός να είναι ελεύθερα. Ολα τα όπλα, τα οποία έχεις κατασκευάσει και τα οχυρωματικά έργα τα οποία ανοικοδόμησες και επί των οποίων έχεις εξουσίαν, να παραμένουν ιδικά σου.

Α Μακ. 15,8       καὶ πᾶν ὀφείλημα βασιλικὸν καὶ τὰ ἐσόμενα βασιλικά, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ἀφιέσθω σοι·

Α Μακ. 15,8              Επίσης σας απαλλάσσω της πληρωμής κάθε χρέους σας προς το βασιλικόν ταμείον, όπως και κάθε χρέους, το οποίον θα οφείλετε στο μέλλον από τώρα και εις όλον τον μετέπειτα χρόνον.

Α Μακ. 15,9       ὡς δ᾿ ἂν κρατήσωμεν τῆς βασιλείας ἡμῶν, δοξάσομέν σε καὶ τὸ ἔθνος σου καὶ τὸ ἱερὸν δόξῃ μεγάλῃ, ὥστε φανερὰν γενέσθαι τὴν δόξαν ὑμῶν ἐν πάσῃ τῇ γῇ».

Α Μακ. 15,9              Οταν δε ανακαταλάβωμεν το βασίλειόν μας, θα τιμήσωμεν σέ, το έθνος σου και τον ιερόν ναόν με μεγάλας τιμάς, ώστε η δόξα σας να γίνη φανερή εις όλην την οικουμένην”.

Α Μακ. 15,10      Ἔτους τετάρτου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθεν Ἀντίοχος εἰς τὴν γῆν πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ὥστε ὀλίγους εἶναι τοὺς καταλειφθέντας σὺν Τρύφωνι.

Α Μακ. 15,10            Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν τέταρτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Αντίοχος εξήλθε και εβάδισε προς την χώραν των πατέρων του. Ολαι δε αι στρατιωτικαί δυνάμεις ηνώθησαν με αυτόν, ώστε ολίγοι στρατιώται απέμειναν μαζή με τον Τρύφωνα.

Α Μακ. 15,11      καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν Ἀντίοχος ὁ βασιλεύς, καὶ ἦλθε φεύγων εἰς Δωρᾶ τὴν ἐπὶ τῆς θαλάσσης·

Α Μακ. 15,11             Ο βασιλεύς Αντίοχος ενίκησε και κατεδίωξε τον Τρύφωνα, ο οποίος ετράπη εις φυγήν και ήλθεν εις Δωρά παρά την θάλασσαν.

Α Μακ. 15,12      εἶδε γὰρ ὅτι συνῆκται ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ κακά, καὶ ἀφῆκαν αὐτὸν αἱ δυνάμεις.

Α Μακ. 15,12            Επραξε δε έτσι ο Τρύφων, διότι αντελήφθη ότι πολλαί συμφοραί είχαν συσσωρευθή επάνω του και διότι τον είχαν εγκαταλείψει αι στρατιωτικαί του δυνάμεις.

Α Μακ. 15,13      καὶ παρενέβαλεν Ἀντίοχος ἐπὶ Δωρᾶ καὶ σὺν αὐτῷ δώδεκα μυριάδες ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ὀκτακισχιλία ἵππος.

Α Μακ. 15,13            Ο Αντίοχος εστρατοπέδευσεν εις την Δωρά με εκατόν είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους άνδρας και οκτώ χιλιάδες ιππείς.

Α Μακ. 15,14      καὶ ἐκύκλωσε τὴν πόλιν, καὶ τὰ πλοῖα ἀπὸ θαλάσσης συνῆψαν, καὶ ἔθλιβε τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, καὶ οὐκ εἴασεν οὐδένα ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι.

Α Μακ. 15,14            Περιεκύκλωσε την πόλιν από ξηράς, τα δε πλοία την απέκλεισαν από θαλάσσης, και έτσι περικυκλωμένην από ξηράς και από θαλάσσης την κατέθλιβε και δεν άφηνε κανένα, να εισέρχεται και να εξέρχεται εις αυτήν.

 

                                   Οι Ρωμαίοι επικυρώνουν τη συμμαχία τους με τους Ιουδαίους

Α Μακ. 15,15      Καὶ ἦλθε Νουμήνιος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐκ Ῥώμης ἔχοντες ἐπιστολὰς τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις, ἐν αἷς ἐγέγραπτο τάδε·

Α Μακ. 15,15            Τοτε ήλθεν από την Ρωμην ο Νουμήνιος και οι μετ' αυτού με επιστολάς, αι οποίαι απηυθύνοντο προς τους βασιλείς και τας διαφόρους χώρας και εις τας οποίας περιείχοντο τα εξής·

Α Μακ. 15,16      «Λεύκιος ὕπατος Ῥωμαίων Πτολεμαίῳ βασιλεῖ χαίρειν.

Α Μακ. 15,16            “Ο Λεύκιος, ο ύπατος των Ρωμαίων, χαιρετίζει τον βασιλέα Πτολεμαίον.

Α Μακ. 15,17      οἱ πρεσβευταὶ τῶν Ἰουδαίων ἦλθον πρὸς ἡμᾶς, φίλοι ἡμῶν καὶ σύμμαχοι, ἀνανεούμενοι τὴν ἐξ ἀρχῆς φιλίαν καὶ συμμαχίαν, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ Σίμωνος τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ δήμου τῶν Ἰουδαίων·

Α Μακ. 15,17            Πρεσβευταί των Ιουδαίων απεσταλμένοι από τον αρχιερέα Σιμωνα και τον λαόν των Ιουδαίων ήλθον προς ημάς ως φίλοι μας και σύμμαχοι, δια να ανανεώσουν την προτέραν φιλίαν και συμμαχίαν.

Α Μακ. 15,18      ἤνεγκαν δὲ ἀσπίδα χρυσῆν ἀπὸ μνῶν χιλίων.

Α Μακ. 15,18            Εφεραν εις ημάς και μίαν ασπίδα χρυσήν χιλίων μνων.

Α Μακ. 15,19      ἤρεσεν οὖν ἡμῖν γράψαι τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις ὅπως μὴ ἐκζητήσωσιν αὐτοῖς κακὰ καὶ μὴ πολεμήσωσιν αὐτοὺς καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ ἵνα μὴ συμμαχήσωσι τοῖς πολεμοῦσιν αὐτούς.

Α Μακ. 15,19            Εφάνη, λοιπόν, εις ημάς αρεστόν να γράψωμεν στους βασιλείς και εις τας διαφόρους χώρας μας, να μη θελήσουν και προξενήσουν κακά εις αυτούς, ούτε να πολεμήσουν εναντίον των εις τας πόλεις των και εις την ύπαιθρον χώραν των, να μη δώσουν δε βοήθειαν εις εκείνους, οι οποίοι τυχόν θα τους πολεμήσουν.

Α Μακ. 15,20      ἔδοξε δὲ ἡμῖν δέξασθαι τὴν ἀσπίδα παρ᾿ αὐτῶν.

Α Μακ. 15,20           Εφάνη δε καλόν εις ημάς να δεχθώμεν και την παρ' αυτών δωρηθείσαν εις ημάς χρυσήν ασπίδα.

Α Μακ. 15,21      εἴ τινες οὖν λοιμοὶ διαπεφεύγασιν ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν πρὸς ἡμᾶς, παράδοτε αὐτοὺς Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἐκδικήσῃ ἐν αὐτοῖς κατὰ τὸν νόμον αὐτῶν».

Α Μακ. 15,21            Εάν, λοιπόν, μερικοί κακοήθεις Ιουδαίοι άνδρες εδραπέτευσαν από την χώραν των και ήλθαν προς σας, να τους παραδώσετε στον Σιμωνα τον αρχιερέα, δια να τους δικάση και τους τιμωρήση σύμφωνα με τον νόμον των”.

Α Μακ. 15,22      Καὶ τὰ αὐτὰ ἔγραψε Δημητρίῳ τῷ βασιλεῖ καὶ Ἀττάλῳ, Ἀριαράθῃ καὶ Ἀρσάκῃ

Α Μακ. 15,22           Τα ίδια εγράφησαν και εστάλησαν στον βασιλέα Δημήτριον, στον Ατταλον, στον Αριαράθην στον Αρσάκην,

Α Μακ. 15,23      καὶ εἰς πάσας τὰς χώρας καὶ Σαμψάμῃ καὶ Σπαρτιάταις καὶ εἰς Δῆλον καὶ Μύνδον καὶ Σικυῶνα καὶ εἰς τὴν Καρίαν καὶ εἰς Σάμον καὶ εἰς τὴν Παμφυλίαν καὶ εἰς τὴν Λυκίαν καὶ εἰς Ἁλικαρνασσὸν καὶ εἰς Ῥόδον καὶ εἰς Φασηλίδα καὶ εἰς Κῶ καὶ εἰς Σίδην καὶ εἰς Ἄραδον καὶ εἰς Γόρτυναν καὶ Κνίδον καὶ Κύπρον καὶ Κυρήνην.

Α Μακ. 15,23           και εις όλας τας χώρας, δηλαδή εις Σαμψάμην, στους Σπαρτιάτας, εις την Δήλον, εις την Μυνδον, εις την Σικυώνα, εις την Καρίαν, εις την Σαμον, εις την Παμφυλίαν, εις την Λυκίαν, εις την Αλικαρνασσόν, εις την Ροδον, εις την Φασηλίδα, εις την Κω, εις την Σιδην, εις την Αραδον, εις την Γορτυναν, εις την Κνίδον, εις την Κυπρον και εις την Κυρήνην.

Α Μακ. 15,24      τὸ δὲ ἀντίγραφον αὐτῶν ἔγραψαν Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ.

Α Μακ. 15,24           Αντίγραφον δε της επιστολής αυτής έγραψαν και έστειλαν στον αρχιερέα Σιμωνα.

 

                                  Εχθρότητα ανάμεσα στον Αντίοχο Ζ’ και τον Σίμωνα

Α Μακ. 15,25      Ἀντίοχος δὲ ὁ βασιλεὺς παρενέβαλεν ἐπὶ Δωρᾶ ἐν τῇ δευτέρᾳ, προσάγων διὰ παντὸς αὐτῇ τὰς χεῖρας καὶ μηχανὰς ποιούμενος καὶ συνέκλεισε τὸν Τρύφωνα τοῦ μὴ εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐκπορεύεσθαι.

Α Μακ. 15,25           Ο βασιλεύς Αντίοχος είχε στρατοπεδεύσει γύρω από την Δωρά και τα περίχωρά της και ωδηγούσεν ολονέν και πλησιέστερον τας δυνάμστου προς αυτήν, με πολιορκητικάς μηχανάς. Απέκλεισε δε τον Τρύφωνα, ώστε να μη ημπορή κανείς από τους άνδρας του ούτε να εισέρχεται ούτε να εξέρχεται από την πόλιν.

Α Μακ. 15,26      καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Σίμων δισχιλίους ἄνδρας ἐκλεκτοὺς συμμαχῆσαι αὐτῷ καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σκεύη ἱκανά.

Α Μακ. 15,26           Ο Σιμων έστειλε προς αυτόν δύο χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας, δια να πολεμήσουν μαζή του, όπως επίσης άργυρον και χρυσόν και πολλά άλλα χρήσιμα είδη.

Α Μακ. 15,27      καὶ οὐκ ἠβούλετο αὐτὰ δέξασθαι, ἀλλ᾿ ἠθέτησε πάντα, ὅσα συνέθετο αὐτῷ τὸ πρότερον, καὶ ἠλλοτριοῦντο αὐτῷ.

Α Μακ. 15,27           Ο Αντίοχος όμως δεν ηθέλησε να τα δεχθή. Επί πλέον δε ηθέτησε και όλα όσα είχε συμφωνήσει με αυτόν προηγουμένως και εφέρετο απέναντί του ως προς ξένον, ως προς εχθρόν.

Α Μακ. 15,28      καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν Ἀθηνόβιον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ κοινολογησάμενον αὐτῷ λέγων· ὑμεῖς κατακρατεῖτε τῆς Ἰόππης καὶ Γαζάρων καὶ τῆς ἄκρας τῆς ἐν Ἱερουσαλήμ, πόλεις τῆς βασιλείας μου.

Α Μακ. 15,28           Εστειλε δε προς τον Σιμωνα τον Αθηνόβιον ένα από τους φίλους του, δια να του ανακοινώση προφορικώς τα εξής· “σεις κατακρατείτε την Ιόππην, τα Γαζαρα, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, πόλεις αι οποίοι ανήκουν στο βασίλειόν μου.

Α Μακ. 15,29      τὰ ὅρια αὐτῶν ἠρημώσατε καὶ ἐποιήσατε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκυριεύσατε τόπων πολλῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου.

Α Μακ. 15,29           Ηρημώσατε τα περίχωρα των πόλεων αυτών, έχετε προξενήσει μεγάλας συμφοράς εις την χώραν και εγίνατε κύριοι πολλών τόπων, που ανήκουν στο βασίλειόν μου.

Α Μακ. 15,30      νῦν οὖν παράδοτε τὰς πόλεις, ἃς κατελάβεσθε, καὶ τοὺς φόρους τῶν τόπων, ὧν κατεκυριεύσατε ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας.

Α Μακ. 15,30           Τωρα, λοιπόν, να μου παραδώσετε αυτάς τας πόλεις, που έχετε καταλάβει, και να μου πληρώσετε τους φόρους των περιοχών, που έχετε κυριεύσει, και αι οποίαι ευρίσκονται έξω από τα όρια της Ιουδαίας.

Α Μακ. 15,31      εἰ δὲ μή, δότε ἀντ᾿ αὐτῶν πεντακόσια τάλαντα ἀργυρίου καὶ τῆς καταφθορᾶς, ἧς κατεφθάρκατε, καὶ τῶν φόρων τῶν πόλεων ἄλλα τάλαντα πεντακόσια· εἰ δὲ μή, παραγενόμενοι ἐκπολεμήσομεν ὑμᾶς.

Α Μακ. 15,31            Η, αν θέλετε, να μου δώσετε αντί όλων αυτών πεντακόσια τάλαντα αργυρίου ως αποζημίωσιν δια τας καταστροφάς, τας οποίας έχετε επιφέρει εις τας περιοχάς αυτάς. Δια δε τους φόρους των πόλεων αυτών, που έχετε κρατήσει, θα μου δώσετε άλλα πεντακόσια τάλαντα. Ει δ' άλλως θα έλθωμεν και θα πολεμήσωμεν εναντίον σας.

Α Μακ. 15,32      καὶ ἦλθεν Ἀθηνόβιος φίλος τοῦ βασιλέως εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ κυλικεῖον μετὰ χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων καὶ παράστασιν ἱκανὴν καὶ ἐξίστατο καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 15,32           Ο φίλος του βασιλέως ο Αθηνόβιος ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, είδε την μεγαλοπρέπειαν του Σιμωνος, μεταξύ δε των άλλων είδε και κυλικείον με αργυρά και χρυσά δοχεία, όπως επίσης και την άλλην μεγαλοπρέπειαν και έμεινε κατάπληκτος. Είπε δε στον Σιμωνα τας προτάσστου βασιλέως.

Α Μακ. 15,33      καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· οὔτε γῆν ἀλλοτρίαν εἰλήφαμεν οὔτε ἀλλοτρίων κεκρατήκαμεν, ἀλλὰ τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν, ὑπὸ δὲ ἐχθρῶν ἡμῶν ἔν τινι καιρῷ ἀκρίτως κατεκρατήθη·

Α Μακ. 15,33            Ο Σιμων απεκρίθη και του είπε· “ούτε ξένην χώραν έχομεν καταλάβει, ούτε ξένα αγαθά εκρατήσαμεν. Αλλά κατοικούμεν ως κύριοι εις την κληρονομίαν των πατέρων μας, η οποία επί τινα χρόνον είχεν αδίκως κατακρατηθή από τους εχθρούς μας.

Α Μακ. 15,34      ἡμεῖς δὲ καιρὸν ἔχοντες ἀντεχόμεθα τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν.

Α Μακ. 15,34           Ημείς δε ευρήκαμεν ευνοϊκήν ευκαιρίαν και ανεκτήσαμεν την κληρονομίαν των πατέρων μας.

Α Μακ. 15,35      περὶ δὲ Ἰόππης καὶ Γαζάρων, ὧν αἰτεῖς, αὗται ἐποίουν ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην κατὰ τὴν χώραν ἡμῶν, τούτων δώσομεν τάλαντα ἑκατόν. καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἀθηνόβιος λόγον,

Α Μακ. 15,35            Ως προς δε την Ιόππην και τα Γαζαρα τας πόλεις αυτάς, τας οποίας απαιτείς, αυταί είχαν συνεχώς επιφέρει μεγάλας συμφοράς στον λαόν μας και εις την χώραν μας. Παντως δια τας δύο αυτάς πόλεις σας δίδομεν ως αποζημίωσιν εκατόν τάλαντα”. Ο Αθηνόβιος δεν έδωσεν απάντησιν στους λόγους αυτούς του Σιμωνος.

Α Μακ. 15,36      ἀπέστρεψε δὲ μετὰ θυμοῦ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ τοὺς λόγους τούτους καὶ τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ πάντα, ὅσα εἶδε, καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὀργὴν μεγάλην.

Α Μακ. 15,36           Επέστρεψεν όμως ωργισμένος προς τον βασιλέα και ανήγγειλε προς αυτόν την απάντησιν του Σιμωνος, όπως επίσης την δόξαν αυτού και όλα όσα είδε. Ο βασιλεύς εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του Σιμωνος.

Α Μακ. 15,37      Τρύφων δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ἔφυγεν εἰς Ὀρθωσιάδα.

Α Μακ. 15,37            Ο Τρύφων επεβιβάσθη εις ένα πλοίον και κατέφυγεν εις την Ορθωσιάδα.

Α Μακ. 15,38      καὶ κατέστησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Κενδεβαῖον στρατηγὸν τῆς παραλίας καὶ δυνάμεις πεζικὰς καὶ ἱππικὰς ἔδωκεν αὐτῷ·

Α Μακ. 15,38           Ο βασιλεύς κατέστησε τον Κενδεβαίον στρατηγόν όλης της παραλίου περιοχής και παρέδωκεν εις αυτόν δυνάμεις πεζικού και ιππικού.

Α Μακ. 15,39      καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ παρεμβαλεῖν κατὰ πρόσωπον τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ οἰκοδομῆσαι τὴν Κεδρὼν καὶ ὀχυρῶσαι τὰς πύλας καὶ ὅπως πολεμήσῃ τὸν λαόν· ὁ δὲ βασιλεὺς ἐδίωκε τὸν Τρύφωνα.

Α Μακ. 15,39           Του εδωσε δε διαταγήν να στρατοπεδεύση πλησίον της Ιουδαίας, να ανοικοδομήση και οχυρώση την Κεδρών, να κατασφαλίση τας πύλας και να πολεμήση εναντίον του ιουδαϊκού λαού. Ο δε βασιλεύς κατεδίωκε τον Τρύφωνα.

Α Μακ. 15,40      καὶ παρεγενήθη Κενδεβαῖος εἰς Ἰάμνειαν καὶ ἤρξατο τοῦ ἐρεθίζειν τὸν λαὸν καὶ ἐμβατεύειν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ αἰχμαλωτίζειν τὸν λαὸν καὶ φονεύειν,

Α Μακ. 15,40           Ο Κενδεβαίος έφθασεν εις Ιάμνειαν και ήρχισε να παρενοχλή τον ιουδαϊκον λαόν, να εισέρχεται εις την χώραν της Ιουδαίας, να αιχμαλωτίζη δε και να φονεύη ανθρώπους του ισραηλιτικού λαού.

Α Μακ. 15,41      καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Κεδρὼν καὶ ἔταξεν ἐκεῖ ἱππεῖς καὶ δυνάμεις, ὅπως ἐκπορευόμενοι ἐξοδεύωσι τὰς ὁδοὺς τῆς Ἰουδαίας, καθὰ συνέταξεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς.

Α Μακ. 15,41            Ωχύρωσε την Κεδρών, έταξεν εκεί πεζούς και ιππείς, δια να εξορμούν και να κάμνουν ενοχλητικάς περιπολίας στους δρόμους της Ιουδαίας, όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ - Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ

                              Οι γιοί του Σίμωνα νικούν τον Κενδεβαίο

Α Μακ. 16,1       Καὶ ἀνέβη Ἰωάννης ἐκ Γαζάρων καὶ ἀπήγγειλε Σίμωνι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἃ συνετέλει Κενδεβαῖος.

Α Μακ. 16,1              Ανέβη ο Ιωάννης από την πόλιν Γαζαρα και ανήγγειλεν στον Σιμωνα, τον πατέρα του, όσα έπραττεν ο Κενδεβαίος.

Α Μακ. 16,2       καὶ ἐκάλεσε Σίμων τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδαν καὶ Ἰωάννην καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐπολεμήσαμεν τοὺς πολεμίους Ἰσραὴλ ἀπὸ νεότητος ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ εὐωδώθη ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν ῥύσασθαι τὸν Ἰσραὴλ πλεονάκις.

Α Μακ. 16,2             Ο Σιμων εκάλεσε τους δύο μεγαλυτέρους υιούς του, τον Ιούδαν και τον Ιωάννην, και τους είπε· “εγώ, οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επολεμήσαμεν τους εχθρούς του ισραηλιτικού λαού από της νεότητος ημών μέχρι της σημερινής ημέρας. Πολλάκις δε δια των χειρών μας ευωδώθησαν τα έργα μας και κατωρθώσαμεν να σώσωμεν τον ισραηλιτικόν λαόν.

Α Μακ. 16,3       νῦν δὲ γεγήρακα, καὶ ὑμεῖς δὲ ἐν τῶ ἐλέει ἱκανοί ἐστε ἐν τοῖς ἔτεσι· γίνεσθε ἀντ᾿ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ ἐξελθόντες ὑπερμαχεῖτε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν, ἡ δὲ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ βοήθεια ἔστω μεθ᾿ ὑμῶν.

Α Μακ. 16,3              Τωρα όμως εγώ έχω γηράσει. Σεις, χάρις στο έλεος του Θεού, έχετε φθάσει εις μίαν ικανοποιητικήν ηλικίαν. Παρετε, λοιπόν, θέσιν τώρα αντί εμού και του αδελφού μου και εξελθόντες πολεμήσατε υπέρ του έθνους μας. Η δε βοήθεια εκ του ουρανού από τον Θεόν ας είναι πάντοτε μαζή σας.

Α Μακ. 16,4       καὶ ἐπέλεξεν ἐκ τῆς χώρας εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὸν Κενδεβαῖον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Μωδεΐν.

Α Μακ. 16,4             Εξέλεξεν έπειτα από τον λαόν της χώρας είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους πεζούς και ιππείς, οι οποίοι και εβάδισαν εναντίον του Κενδεβαίου. Κατέλυσαν κατά την νύκτα εις Μωδεΐν.

Α Μακ. 16,5       καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ ἐπορεύοντο εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ δύναμις πολλὴ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, πεζικὴ καὶ ἱππεῖς, καὶ ἦν χειμάῤῥους ἀναμέσον αὐτῶν.

Α Μακ. 16,5              Την πρωΐαν ηγέρθησαν και επροχωρούσαν εις την πεδιάδα. Αίφνης είδον να έρχεται εις συνάντησίν των μεγάλη δύναμις πεζών και ιππέων. Μεταξύ εκείνων και αυτών παρενεβάλλετο ένας χείμαρρος.

Α Μακ. 16,6       καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον αὐτῶν αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ. καὶ εἶδε τὸν λαὸν δειλούμενον διαπερᾶσαι τὸν χειμάῤῥουν καὶ διεπέρασε πρῶτος· καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ ἄνδρες καὶ διεπέρασαν κατόπισθεν αὐτοῦ.

Α Μακ. 16,6             Ο Ιωάννης με τον στρατόν του εστρατοπέδευσεν απέναντι εκείνων. Είδεν όμως ότι οι στρατιώται του εδίσταζαν να διαπεράσουν τον χείμαρρον και τον διέβη πρώτος αυτός. Οταν οι άνδρες του τον είδαν να διέρχεται τον χείμαρρον, τον διέβησαν και εκείνοι όπισθεν αυτού.

Α Μακ. 16,7       καὶ διεῖλε τὸν λαὸν καὶ τοὺς ἱππεῖς ἐν μέσῳ τῶν πεζῶν· ἡ δὲ ἵππος τῶν ὑπεναντίων πολλὴ σφόδρα.

Α Μακ. 16,7              Ο Ιωάννης διήρεσε τον στρατόν του εις δύο τμήματα και ετοποθέτησε το ιππικόν εν μέσω του πεζού τούτου στρατού. Το ιππικόν όμως των εχθρών ήτο πολύ μεγάλο.

Α Μακ. 16,8       καὶ ἐσάλπισαν ταῖς ἱεραῖς σάλπιγξι, καὶ ἐτροπώθη Κενδεβαῖος καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν τραυματίαι πολλοί· οἱ δὲ καταλειφθέντες ἔφυγον εἰς τὸ ὀχύρωμα.

Α Μακ. 16,8             Οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας προς επίθεσιν και ο Κενδεβαίος και ο στρατός του κατετροπώθησαν. Επεσαν δε από τους εχθρούς πάρα πολλοί. Οσοι απέμειναν, κατέφυγαν στο φρούριον.

Α Μακ. 16,9       τότε ἐτραυματίσθη Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννου· Ἰωάννης δὲ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως ἦλθεν εἰς Κεδρών, ἣν ᾠκοδόμησε.

Α Μακ. 16,9             Τοτε ετραυματίσθη και ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιωάννου. Ο Ιωάννης όμως κατεδίωξε τους φεύγοντας, μέχρις ότου έφθασεν εις την Κεδρών, την οποίαν είχεν οχυρώσει ο Κενδεβαίος.

Α Μακ. 16,10      καὶ ἔφυγον ἕως εἰς τοὺς πύργους τοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς Ἀζώτου, καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας δισχιλίους καὶ ἀπέστρεψεν εἰς γῆν Ἰούδα μετ᾿ εἰρήνης.

Α Μακ. 16,10            Οι ηττηθέντες κατέφυγον στους πύργους, οι οποίοι υπήρχον ανά τους αγρούς της Αζώτου. Ο Ιωάννης παρέδωκε την Αζωτον στο πυρ. Δυο χιλιάδες από τους εχθρούς εφονεύθησαν και ο Ιωάννης επέστρεψε νικητής εις την Ιουδαίαν.

 

                              Θάνατος του Σίμωνα και των γιών του- Σωτηρία του Ιωάννη

Α Μακ. 16,11      Καὶ Πτολεμαῖος ὁ τοῦ Ἀβούβου ἦν καθεσταμένος στρατηγὸς εἰς τὸ πεδίον Ἱεριχὼ καὶ ἔσχεν ἀργύριον καὶ χρυσίον πολύ·

Α Μακ. 16,11            Ο Πτολεμαίος, ο υιός του Αβούβου, είχεν εγκατασταθή στρατιωτικός διοικητής εις την πεδιάδα της Ιεριχώ και απέκτησε πολύ αργύριον και χρυσίον,

Α Μακ. 16,12      ἦν γὰρ γαμβρὸς τοῦ ἀρχιερέως.

Α Μακ. 16,12            διότι ήτο γαμβρός του αρχιερέως.

Α Μακ. 16,13      καὶ ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ ἠβουλήθη κατακρατῆσαι τῆς χώρας καὶ ἐβουλεύετο δόλῳ κατὰ Σίμωνος καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἆραι αὐτούς.

Α Μακ. 16,13            Η καρδία του όμως υπερηφανεύθη και ηθέλησε να γίνη αυτός ο μόνος κύριος της χώρας. Εσκέφθη, λοιπόν, και απεφάσισε να φονεύση δια δόλου τον Σιμωνα και τα δύο παιδιά του.

Α Μακ. 16,14      Σίμων δὲ ἦν ἐφοδεύων τὰς πόλεις τὰς ἐν τῇ χώρᾳ καὶ φροντίζων τῆς ἐπιμελείας αὐτῶν· καὶ κατέβη εἰς Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ Ματταθίας καὶ Ἰούδας οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν μηνὶ ἑνδεκάτῳ (οὗτος ὁ μὴν Σαβάτ).

Α Μακ. 16,14            Ο Σιμων περιώδευεν επιθεωρών τας πόλεις της χώρας και φροντίζων δια την καλήν αυτών διοίκησιν. Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών και κατά τον ενδέκατον μήνα (αυτός ονομάζεται Σαββάτ), κατέβησαν εις την Ιεριχώ ο Σιμων και οι δύο υιοί του, ο Ματταθίας και ο Ιούδας.

Α Μακ. 16,15      καὶ ὑπεδέξατο αὐτοὺς ὁ τοῦ Ἀβούβου εἰς τὸ ὀχυρωμάτιον τὸ καλούμενον Δὼκ μετὰ δόλου, ὃ ᾠκοδόμησε, καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον μέγαν καὶ ἐνέκρυψεν ἐκεῖ ἄνδρας.

Α Μακ. 16,15            Ο υιός του Αβούβου τους υπεδέχθη δολίως και τους εφιλοξένησεν εις ένα μικρόν φρούριον, που ωνομάζετο Δωκ και το οποίον αυτός είχεν ανοικοδομήσει. Εκεί παρέθεσε μεγάλο συμπόσιον προς τον Σιμωνα, προς τον Ματταθίαν και τον Ιούδαν. Είχεν όμως κρύψει εκεί μερικούς άνδρας.

Α Μακ. 16,16      καὶ ὅτε ἐμεθύσθη Σίμων καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, ἐξανέστη Πτολεμαῖος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐλάβοσαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἐπεισήλθοσαν τῷ Σίμωνι εἰς τὸ συμπόσιον καὶ ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ καί τινας τῶν παιδαρίων αὐτοῦ.

Α Μακ. 16,16            Οταν ο Σιμων και τα παιδιά του περιήλθον εις κατάστασιν μέθης, εσηκώθη ο Πτολεμαίος μαζή με τους άνδρας του, επήραν τα όπλα, επέπεσαν εναντίον του Σιμωνος εις την αίθουσαν του συμποσίου και εφόνευσαν αυτόν, τα δύο του παιδιά και μερικούς από τους υπηρέτας του.

Α Μακ. 16,17      καὶ ἐποίησεν ἀθεσίαν μεγάλην, καὶ ἀπέδωκε κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν.

Α Μακ. 16,17            Ετσι δε ο υιός του Αβούβου διέπραξε μεγάλην προδοσίαν και ανταπέδωκε κακά αντί των αγαθών, που είχε λάβει.

Α Μακ. 16,18      καὶ ἔγραψε ταῦτα Πτολεμαῖος καὶ ἀπέστειλε τῷ βασιλεῖ, ὅπως ἀποστείλῃ αὐτῷ δυνάμεις εἰς βοήθειαν καὶ παραδῷ αὐτῷ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὰς πόλεις.

Α Μακ. 16,18            Ο Πτολεμαίος έγραψεν αμέσως στον βασιλέα και τον επληροφόρησε δια τα γεγονότα αυτά· και συγχρόνως τον παρεκάλει να αποστείλη εις αυτόν στρατιωτικάς δυνάμεις, δια να του παραδώση την χώραν και τας πόλεις των Ιουδαίων.

Α Μακ. 16,19      καὶ ἀπέστειλεν ἑτέρους εἰς Γάζαρα ἆραι τὸν Ἰωάννην, καὶ τοῖς χιλιάρχοις ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς παραγενέσθαι πρὸς αὐτόν, ὅπως δῷ αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ δόματα,

Α Μακ. 16,19            Εστειλε δε άλλους άνδρας εις Γαζαρα, δια να θανατώσουν τον Ιωάννην. Εστειλεν επίσης επιστολάς στους χιλιάρχους, δια των οποίων παρήγγειλεν εις αυτούς να έλθουν πλησίον του, δια να τους δώση αργύριον και χρυσίον και άλλα δώρα.

Α Μακ. 16,20      καὶ ἑτέρους ἀπέστειλε καταλαβέσθαι τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ.

Α Μακ. 16,20           Αλλους δε άνδρας έστειλε, να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τον λόφον, όπου ήτο κτισμένος ο Ναός.

Α Μακ. 16,21      καὶ προδραμών τις ἀπήγγειλεν Ἰωάννῃ εἰς Γάζαρα ὅτι ἀπώλετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὅτι ἀπέσταλκε καὶ σὲ ἀποκτεῖναι.

Α Μακ. 16,21            Ενας όμως αγγελιαφόρος προέτρεξε και ανήγγειλεν στον Ιωάννην, που ευρίσκετο εις Γαζαρα, δτι ο πατέρας του και οι αδελφοί του είχαν φονευθή και ότι ο Πτολεμαίος έστειλεν άνδρας του, να φονεύσουν και αυτόν τον ίδιον.

Α Μακ. 16,22      καὶ ἀκούσας ἐξέστη σφόδρα καὶ συνέλαβε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐλθόντας ἀπολέσαι αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, ἐπέγνω γὰρ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι.

Α Μακ. 16,22           Ο Ιωάννης, όταν ήκουσεν αυτά, έμεινε κατάπληκτος. Συνέλαβε τους άνδρας, που ήλθαν να τον δολοφονήσουν, και τους εθανάτωσε. Διότι και ο ίδιος αντελήφθη ότι πράγματι αυτοί επεζήτουν να τον φονεύσουν.

Α Μακ. 16,23      Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωάννου καὶ τῶν πολέμων αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν αὐτοῦ, ὧν ἠνδραγάθησε, καὶ τῆς οἰκοδομῆς τῶν τειχέων, ὧν ᾠκοδόμησε, καὶ τῶν πράξεων αὐτοῦ,

Α Μακ. 16,23           Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιωάννου από τους πολέμους που διεξήγαγεν, τας ανδραγαθίας τας οποίας κατώρθωσε, την ανοικοδόμησιν των τειχών που ωλοκλήρωσε και όλα τα άλλα έργα του,

Α Μακ. 16,24      ἰδοὺ ταῦτα γέγραπται ἐπὶ βιβλίῳ ἡμερῶν ἀρχιερωσύνης αὐτοῦ, ἀφ᾿ οὗ ἐγενήθη ἀρχιερεὺς μετὰ τὸν πατέρα αὐτοῦ.

Α Μακ. 16,24           όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των χρονικών της αρχιερωσύνης του, από την ημέραν, από την οποίαν, μετά τον θάνατον του πατρός του, έγινεν αρχιερεύς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16