ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 10-12

 

 

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ  

ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α' ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ

ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Β' ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ

                                  Ο Δημήτριος Α’ κάνει συμμαχία με τον Ιωνάθαν

Α Μακ. 10,1       Καὶ ἐν ἔτει ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἀνέβη Ἀλέξανδρος ὁ τοῦ Ἀντιόχου ὁ Ἐπιφανὴς καὶ κατελάβετο Πτολεμαΐδα, καὶ ἐπεδέξαντο αὐτόν, καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ.

Α Μακ. 10,1              Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος ο Αλέξανδρος, ο υιός Αντιόχου του Επιφανούς, Επιφανής και αυτός επονομαζόμενος, ήλθε και κατέλαβε την Πτολεμαΐδα. Οι κάτοικοι της πόλεως τον υπεδέχθησαν και ανεκηρύχθη αυτός βασιλεύς εκεί.

Α Μακ. 10,2       καὶ ἤκουσε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε δυνάμεις πολλὰς σφόδρα καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ εἰς πόλεμον.

Α Μακ. 10,2             Ο βασιλεύς Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε πολύ μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξήλθεν εις πολεμικήν σύγκρουσιν εναντίον του Αλεξάνδρου.

Α Μακ. 10,3       καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς Ἰωνάθαν ἐπιστολὰς λόγοις εἰρηνικοῖς ὥστε μεγαλῦναι αὐτόν.

Α Μακ. 10,3              Τοτε ο Δημήτριος ο βασιλεύς έστειλεν ειρηνικήν επιστολήν προς τον Ιωνάθαν, δια να τον μεγαλύνη και τον δοξάση.

Α Μακ. 10,4       εἶπε γάρ· προφθάσωμεν τοῦ εἰρήνην θεῖναι μετ᾿ αὐτοῦ, πρὶν ἢ θεῖναι αὐτὸν μετὰ Ἀλεξάνδρου καθ᾿ ἡμῶν·

Α Μακ. 10,4             Διότι εσκέφθη, ας προφθάσωμεν να συνάψωμεν ειρήνην με αυτόν, πριν η αυτός κλείση ειρήνην με τον Αλέξανδρον εναντίον μας.

Α Μακ. 105        μνησθήσεται γὰρ πάντων τῶν κακῶν, ὧν συνετελέσαμεν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ ἔθνος αὐτοῦ.

Α Μακ. 10,5              Διότι θα ενθυμηθή ασφαλώς όλα τα κακά, τα οποία διεπράξαμεν εναντίον αυτού και των αδελφών του και εναντίον του έθνους του.

Α Μακ. 10,6       καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις καὶ κατασκευάζειν ὅπλα καὶ εἶναι αὐτὸν σύμμαχον αὐτοῦ, καὶ τὰ ὅμηρα τὰ ἐν τῇ ἄκρᾳ εἶπε παραδοῦναι αὐτῷ.

Α Μακ. 10,6             Ο Δημήτριος έδωσεν στον Ιωνάθαν το δικαίωμα να συγκεντρώση τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, να κατασκευάζη όπλα και να είναι σύμμαχός του. Διέταξε δε επίσης να αποδοθούν εις αυτόν οι όμηροι, οι οποίοι εκρατούντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 10,7       καὶ ἦλθεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀνέγνω τὰς ἐπιστολὰς εἰς τὰ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐκ τῆς ἄκρας.

Α Μακ. 10,7              Ο Ιωνάθαν ήλθεν αμέσως εις την Ιερουσαλήμ, ανέγνωσε τας επιστολάς αυτάς εις επήκοον όλου του ισραηλιτικού λαού, ακόμη δε και εις επήκοον των Συρων στρατιωτών, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν.

Α Μακ. 10,8       καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν, ὅτι ἤκουσαν ὅτι ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις.

Α Μακ. 10,8             Οι εχθροί των Ιουδαίων εκυριεύθησαν από μεγάλον φόβον, όταν επληροφορήθησαν ότι ο βασιλεύς έδωσεν στον Ιωνάθαν εξουσίαν και δικαίωμα, να συγκεντρώση στρατιωτικάς δυνάμεις.

Α Μακ. 10,9       καὶ παρέδωκαν οἱ ἐκ τῆς ἄκρας Ἰωνάθαν τὰ ὅμηρα, καὶ ἀπέδωκεν αὐτοὺς τοῖς γονεῦσιν αὐτῶν.

Α Μακ. 10,9             Οι φρουρούντες την ακρόπολιν στρατιώται παρέδωσαν στον Ιωνάθαν τους ομήρους και ο Ιωνάθαν τους παρέδωσεν στους γονείς των.

Α Μακ. 10,10      καὶ ᾤκησεν Ἰωνάθαν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ καινίζειν τὴν πόλιν.

Α Μακ. 10,10            Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη πλέον εις την Ιερουσαλήμ και ήρχισε να ανοικοδομή και να ανακαινίζη την πόλιν.

Α Μακ. 10,11      καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὰ ἔργα οἰκοδομεῖν τὰ τείχη καὶ τὸ ὄρος Σιὼν κυκλόθεν ἐκ λίθων τετραγώνων εἰς ὀχύρωσιν· καὶ ἐποίησαν οὕτως.

Α Μακ. 10,11            Εδωσε δε εντολήν στους εργάτας να ανοικοδομήσουν τα τείχη της Ιερουσαλήμ και να ενισχύσουν την οχύρωσιν κύκλω από την Σιών με λίθους μεγάλους τετραγώνους. Εκείνοι έπραξαν, όπως τους είπε.

Α Μακ. 10,12      καὶ ἔφυγον οἱ ἀλλογενεῖς οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν, οἷς ᾠκοδόμησε Βακχίδης.

Α Μακ. 10,12            Τοτε και οι αλλοεθνείς, οι ευρισκόμενοι εις τα οχυρά, τα οποία Βακχίδης είχε κτίσει, έφυγον.

Α Μακ. 10,13      καὶ κατέλιπεν ἕκαστος τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Α Μακ. 10,13            Ο καθένας από αυτούς εγκατέλειψε την θέσιν του και επέστρεψεν εις την πατρίδα του.

Α Μακ. 10,14      πλὴν ἐν Βαιθσούρᾳ ὑπελείφθησάν τινες τῶν καταλιπόντων τὸν νόμον καὶ τὰ προστάγματα, ἦν γὰρ αὐτοῖς φυγαδευτήριον.

Α Μακ. 10,14            Μερικοί μόνον από τους εξωμότας Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον νόμον του Θεού και τα θεία του προστάγματα, παρέμειναν εις Βαιθσούραν, διότι εκείνη ήτο δι' αυτούς ασφαλές καταφύγιον.

 

                               Ο Αλέξανδρος, βασιλιάς της Πτολεμαΐδας, κερδίζει τη φιλία των Ιουδαίων

Α Μακ. 10,15      Καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τὰς ἐπαγγελίας, ὅσας ἀπέστειλε Δημήτριος τῷ Ἰωνάθαν, καὶ διηγήσαντο αὐτῷ τοὺς πολέμους καὶ τὰς ἀνδραγαθίας, ἃς ἐποίησεν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ τοὺς κόπους, οὓς ἔσχον,

Α Μακ. 10,15            Αλλά και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τας υποσχέσεις και προσφοράς, τας οποίας έδωκεν ο Δημήτριος στον Ιωνάθαν. Ανέφεραν επίσης στον Αλέξανδρον τους πολέμους και τα ανδραγαθήματα, τα οποία είχαν πραγματοποιήσει ο Ιωνάθαν και οι αδελφοί του, όπως επίσης και τας ταλαιπωρίας, τας οποίας ούτοι είχαν υποστή από τους πολεμίους.

Α Μακ. 10,16      καὶ εἶπε· μὴ εὑρήσομεν ἄνδρα τοιοῦτον ἕνα; καὶ νῦν ποιήσομεν αὐτὸν φίλον καὶ σύμμαχον ἡμῶν.

Α Μακ. 10,16            Ο Αλέξανδρος είπε· “μήπως είναι εύκολον να εύρωμεν άλλον ένα τέτοιον άνδρα σαν τον Ιωνάθαν; Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν τώρα να καταστήσωμεν αυτόν φίλον και σύμμαχόν μας”.

Α Μακ. 10,17      καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὰς καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων·

Α Μακ. 10,17            Ο βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψε τότε επιστολήν, την οποίαν και απέστειλε προς τον Ιωνάθαν και έγραφε προς αυτόν τα εξής·

Α Μακ. 10,18      «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τῷ ἀδελφῷ Ἰωνάθαν χαίρειν·

Α Μακ. 10,18            “Ο βασιλεύς Αλέξανδρος αποστέλλει τους χαιρετισμούς του προς τον αδελφόν του Ιωνάθαν.

Α Μακ. 10,19      ἀκηκόαμεν περὶ σοῦ, ὅτι ἀνὴρ δυνατὸς ἰσχύϊ καὶ ἐπιτήδειος εἶ τοῦ εἶναι ἡμῖν φίλος.

Α Μακ. 10,19            Επληροφορήθημεν δια σέ, ότι είσαι άνθρωπος γενναίος και άξιος να είσαι φίλος μας.

Α Μακ. 10,20      καὶ νῦν καθεστάκαμέν σε σήμερον ἀρχιερέα τοῦ ἔθνους σου καὶ φίλον βασιλέως καλεῖσθαί σε (καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πορφύραν καὶ στέφανον χρυσοῦν) καὶ φρονεῖν τὰ ἡμῶν καὶ συντηρεῖν φιλίαν πρὸς ἡμᾶς».

Α Μακ. 10,20           Δια τούτο σε εγκαθιστώμεν από σήμερον αρχιερέα στο έθνος σου και ορίζομεν να ονομάζεσαι φίλος του βασιλέως (μαζή δε με την επιπτολήν έστειλεν ο βασιλεύς εις αυτόν βασιλικήν πορφύραν και χρυσούν στέφανον). Επιθυμούμεν, λοιπόν, να διακατέχεσαι από τα αυτά με ημάς φρονήματα και να φυλάττης την φιλίαν σου προς ημάς”.

Α Μακ. 10,21      καὶ ἐνεδύσατο Ἰωνάθαν τὴν ἁγίαν στολὴν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἔτους ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν ἑορτῇ σκηνοπηγίας καὶ συνήγαγε δυνάμεις καὶ κατεσκεύασεν ὅπλα πολλά.

Α Μακ. 10,21            Ο Ιωνάθαν ενεδύθη την αγίαν αρχιερατικήν στολήν κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, τον έβδομον μήνα, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Συνεκέντρωσε δε στρατόν και κατεσκεύασεν όπλα πολλά.

 

                              Άκαρπη προσπάθεια του Δημητρίου προς τους Ιουδαίους

Α Μακ. 10,22      Καὶ ἤκουσε Δημήτριος τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐλυπήθη καὶ εἶπε·

Α Μακ. 10,22           Οταν επληροφορήθη αυτά ο Δημήτριος, ελυπήθη πολύ και είπε·

Α Μακ. 10,23      τί τοῦτο ἐποιήσαμεν ὅτι προέφθακεν ἡμᾶς ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ φιλίαν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις εἰς στήριγμα;

Α Μακ. 10,23           “τι είναι αυτό το οποίον εκάναμεν, διότι ο Αλέξανδρος μας επρόφθασε και συνήψε φιλίαν με τους Ιουδαίους, ώστε να τους έχη στήριγμά του.

Α Μακ. 10,24      γράψω αὐτοῖς κἀγὼ λόγους παρακλήσεως καὶ ὕψους καὶ δογμάτων, ὅπως ὦσι σὺν ἐμοὶ εἰς βοήθειαν.

Α Μακ. 10,24           Αλλά και εγώ θα γράψω προς αυτούς προτάσεις πειστικάς και ικανοποιητικάς περί προσφοράς εις αυτούς θέσεων και δώρων, δια να ταχθούν με το μέρος μου εις παροχήν βοηθείας”.

Α Μακ. 10,25      καὶ ἀπέστειλεν αὐτοῖς κατὰ τοὺς λόγους τούτους· «Βασιλεὺς Δημήτριος τῷ ἔθνει τῶν Ἰουδαίων χαίρειν.

Α Μακ. 10,25           Πράγματι έστειλε προς αυτούς επιστολάς με τας ακολούθους προτάσεις· “ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει το έθνος των Ιουδαίων.

Α Μακ. 10,26      ἐπεὶ συνετηρήσατε τὰς πρὸς ἡμᾶς συνθήκας καὶ ἐνεμείνατε τῇ φιλίᾳ ἡμῶν καὶ οὐ προσεχωρήσατε τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἠκούσαμεν καὶ ἐχάρημεν.

Α Μακ. 10,26           Επειδή επληροφορήθη μέν, ότι ετηρήσατε πιστώς τας συνθήκας φιλίας, που είχατε συνάψει προς ημάς, και εμείνατε πιστοί και σταθεροί εις την φιλίαν μας αυτήν και δεν προσεχωρήσατε με το μέρος των εχθρών μας, δια τούτο εχάρημεν πολύ.

Α Μακ. 10,27      καὶ νῦν ἐμμείνατε ἔτι τοῦ συντηρῆσαι πρὸς ἡμᾶς πίστιν, καὶ ἀνταποδώσομεν ὑμῖν ἀγαθὰ ἀνθ᾿ ὧν ποιεῖτε μεθ᾿ ἡμῶν.

Α Μακ. 10,27           Τωρα λοιπόν σας προτρέπομεν να μείνετε με σταθερότητα και να τηρήτε την πίστιν σας προς ημάς, ημείς δε θα ανταποδώσωμεν εις σας αγαθά αντί εκείνων, τα οποία πράττετε προς ημάς.

Α Μακ. 10,28      καὶ ἀφήσομεν ὑμῖν ἀφέματα πολλὰ καὶ δώσομεν ὑμῖν δόματα.

Α Μακ. 10,28           Συγκεκριμένως θα παραχωρήσωμεν εις σας πολλάς απαλλαγάς από τους φόρους και θα σας δώσωμεν δώρα πολλά.

Α Μακ. 10,29      καὶ νῦν ἀπολύω ὑμᾶς καὶ ἀφίημι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῶν φόρων καὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἁλὸς καὶ ἀπὸ τῶν στεφάνων,

Α Μακ. 10,29           Επί του παρόντος απαλλάσσω σας και όλους τους Ιουδαίους από τους φόρους, δηλαδή από τον φόρον του άλατος, από τον φόρον των βασιλικών στεφάνων.

Α Μακ. 10,30      καὶ ἀντὶ τοῦ τρίτου τῆς σπορᾶς καὶ ἀντὶ τοῦ ἡμίσους τοῦ καρποῦ τοῦ ξυλίνου τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι λαβεῖν, ἀφίημι ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ ἐπέκεινα τοῦ λαβεῖν ἀπὸ τῆς γῆς Ἰούδα καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν νομῶν τῶν προστιθεμένων αὐτῇ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος καὶ Γαλιλαίας, καὶ ἀπὸ τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον.

Α Μακ. 10,30           Σας απαλλάσσω επίσης από την προσφοράν του τρίτου της συγκομιδής των προϊόντων από τους αγρούς σας και από το ήμισυ των προϊόντων από τους καρπούς των καρποφόρων δένδρων, τα οποία, σύμφωνα με τους νόμους, μου ανήκουν. Από δε την σημερινήν ημέραν και εις όλον τον μετά ταύτα χρόνον παραιτούμαι να εισπράττω από την Ιουδαίαν και γενικώς από τους τρεις νομούς, ήτοι της Ιουδαίας και των ηνωμένων προς αυτήν νομών της Σαμαρείας και της Γαλιλαίας.

Α Μακ. 10,31      καὶ Ἱερουσαλὴμ ἤτω ἁγία καὶ ἀφειμένη καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς, αἱ δεκάται καὶ τὰ τέλη.

Α Μακ. 10,31            Η Ιερουσαλήμ θα είναι αγία και απηλλαγμένη, όπως και τα περίχωρά της, από την καταβολήν της δεκάτης και των άλλων φόρων.

Α Μακ. 10,32      ἀφίημι καὶ τὴν ἐξουσίαν τῆς ἄκρας τῆς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ δίδωμι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἂν καταστήσῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρας, οὓς ἂν ἐκλέξηται αὐτὸς τοῦ φυλάσσειν αὐτήν.

Α Μακ. 10,32           Παραιτούμαι από την επί της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ εξουσίαν μου και παραχωρώ αυτήν στον αρχιερέα, δια να εγκαταστήση εκεί άνδρας, τους οποίους αυτός ήθελεν εκλέξει με τον σκοπόν να την φρουρούν.

Α Μακ. 10,33      καὶ πᾶσαν ψυχὴν Ἰουδαίων τὴν αἰχμαλωτισθεῖσαν ἀπὸ γῆς Ἰούδα εἰς πᾶσαν βασιλείαν μου ἀφίημι ἐλευθέραν δωρεάν· καὶ πάντες ἀφιέτωσαν τοὺς φόρους καὶ τῶν κτηνῶν αὐτῶν.

Α Μακ. 10,33           Αφήνω δε ελευθέρους χωρίς καμμίαν αμοιβήν όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ωδηγήθησαν αιχμάλωτοι από την Ιουδαίαν εις τα διάφορα μέρη του βασιλείου μου. Ακόμη δε χαρίζω στους Ιουδαίους όλους τους φόρους και τους επί των κτηνών ακόμη φόρους.

Α Μακ. 10,34      καὶ πᾶσαι αἱ ἑορταὶ καὶ τὰ σάββατα καὶ νουμηνίαι καὶ ἡμέραι ἀποδεδειγμέναι καὶ τρεῖς ἡμέραι πρὸ ἑορτῆς καὶ τρεῖς ἡμέραι μετὰ ἑορτὴν ἔστωσαν πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἀτελείας καὶ ἀφέσεως πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς οὖσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου.

Α Μακ. 10,34           Εις όλας τας επισήμους εορτάς των, δηλαδή εις τα Σαββατα, τας νουμηνίας και τας άλλας καθωρισμένας ημέρας των εορτών των, τρεις ημέρας προ πάσης εορτής από αυτάς και τρεις ημέρας κατόπιν θα είναι όλοι οι Ιουδαίοι καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου μου απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν.

Α Μακ. 10,35      καὶ οὐχ ἕξει ἐξουσίαν οὐδεὶς πράσσειν καὶ παρενοχλεῖν τινα αὐτῶν περὶ παντὸς πράγματος.

Α Μακ. 10,35           Κανείς δεν θα έχη το δικαίωμα κατά τας ημέρας αυτάς να καταδιώκη ένα από τους Ιουδαίους η να τον ενοχλή περί οιασδήποτε υποθέσεως.

Α Μακ. 10,36      καὶ προγραφήτωσαν τῶν Ἰουδαίων εἰς τὰς δυνάμεις τοῦ βασιλέως εἰς τριάκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ δοθήσεται αὐτοῖς ξένια ὡς καθήκει πάσαις ταῖς δυνάμεσι τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 10,36           Ας καταγραφούν δε κατατασσόμενοι στον στρατόν του βασιλέως τριάκοντα χιλιάδες άνδρες εκ των Ιουδαίων, στους οποίους και θα δοθή ο μισθός ο καθωρισμένος δια τον μισθόν και του άλλου στρατού του βασιλέως.

Α Μακ. 10,37      καὶ κατασταθήσεται ἐξ αὐτῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι τοῦ βασιλέως τοῖς μεγάλοις, καὶ ἐκ τούτων κατασταθήσεται ἐπὶ χρειῶν τῆς βασιλείας τῶν οὐσῶν εἰς πίστιν· καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἔστωσαν ἐξ αὐτῶν καὶ πορευέσθωσαν τοῖς νόμοις αὐτῶν. καθὰ καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς ἐν γῇ Ἰούδα.

Α Μακ. 10,37           Από αυτούς τους στρατιώτας ένας αριθμός θα τοποθετηθή εις τας μεγάλας οχυράς θέσστου βασιλέως, πολλοί δε άλλοι από αυτούς θα αναλάβουν υπηρεσίαν ως υπάλληλοι εις εμπιστευτικάς θέσστου βασιλέως. Οι επί κεφαλής αρχηγοί των θα είναι από αυτούς τούτους τους Ιουδαίους. Ολοι δε θα ζουν σύμφωνα με τον Νομον των, όπως άλλως τε έχει διατάζει ο βασιλεύς και δια την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 10,38      καὶ τοὺς τρεῖς νομοὺς τοὺς προστεθέντας τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπὸ τῆς χώρας Σαμαρείας προστεθήτω τῇ Ἰουδαίᾳ πρὸς τὸ λογισθῆναι τοῦ γενέσθαι ὑφ᾿ ἕνα, τοῦ μὴ ὑπακοῦσαι ἄλλης ἐξουσίας ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ἀρχιερέως.

Α Μακ. 10,38           Οι τρεις νόμοι της Σαμαρείας, που έχουν προστεθή εις την Ιουδαίαν, θα ενσωματωθούν οριστικώς εις αυτήν και θα θεωρηθούν ότι αποτελούν ένα με την Ιουδαίαν και δεν θα υπόκεινται υπό άλλην εξουσίαν ει μη μόνον υπό την εξουσίαν του αρχιερέως.

Α Μακ. 10,39      Πτολεμαΐδα καὶ τὴν προσκυροῦσαν αὐτῇ δέδωκα δόμα τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν προσήκουσαν δαπάνην τοῖς ἁγίοις.

Α Μακ. 10,39           Επίσης δίδω την Πτολεμαΐδα και την γύρω από αυτήν περιοχήν ως δώρον δια τον ιερόν ναόν τον εις την Ιερουσαλήμ, δια να καλύπτωνται αι δαπάναι των ιερών αυτών τόπων.

Α Μακ. 10,40      κἀγὼ δίδωμι κατ᾿ ἐνιαυτὸν δεκαπέντε χιλιάδας σίκλων ἀργυρίου ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν τόπων τῶν ἀνηκόντων.

Α Μακ. 10,40           Εγώ δε προσωπικώς θα δίδω κάθε έτος δεκαπέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους από τας βασιλικάς προσόδους των περιοχών, που ανήκουν εις εμέ.

Α Μακ. 10,41      καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον, ὃ οὐκ ἀπεδίδοσαν οἱ ἀπὸ τῶν χρειῶν, ὡς ἐν τοῖς πρώτοις ἔτεσιν, ἀπὸ τοῦ νῦν δώσουσιν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου.

Α Μακ. 10,41            Το επί πλέον ποσόν, το οποίον οι υπάλληλοι του δημοσίου ταμείου δεν έδωσαν στον ναόν κατά τα προηγούμενα έτη, θα τα καταβάλλουν από τώρα και στο εξής δια τα έργα του ναού.

Α Μακ. 10,42      καὶ ἐπὶ τούτοις πεντακισχιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὓς ἐλάμβανον ἀπὸ τῶν χρειῶν τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοῦ λόγου κατ᾿ ἐνιαυτόν, καὶ ταῦτα ἀφίεται διὰ τὸ ἀνήκειν αὐτὰ τοῖς ἱερεῦσι τοῖς λειτουργοῦσι.

Α Μακ. 10,42           Επί πλέον πέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους, τους οποίους κάθε έτος αφαιρούσαν από τας εισπράξστου ναού οι υπάλληλοί μου, και αυτά θα χαρισθούν στον ναόν, διότι ανήκουν στους ιερείς, που υπηρετούν εκεί.

Α Μακ. 10,43      καὶ ὅσοι ἐὰν φύγωσιν εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ ὀφείλοντες βασιλικὰ καὶ πᾶν πρᾶγμα, ἀπολελύσθωσαν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς ἐν τῇ βασιλείᾳ μου.

Α Μακ. 10,43           Οσοι δε Ιουδαίοι ήθελον καταφύγει στον ιερόν ναόν της Ιερουσαλήμ και εις τας αυλάς αυτού, οφείλεται βασιλικών φόρων η άλλου χρέους, θα είναι ελεύθεροι μαζή με όλα τα αγαθά των, που έχουν στο βασίλειόν μου.

Α Μακ. 10,44      καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι καὶ τοῦ ἐπικαινισθῆναι τὰ ἔργα τῶν ἁγίων, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 10,44           Αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν και την ανακαίνισιν του ιερού ναού θα δίδωνται από τας βασιλικάς προσόδους.

Α Μακ. 10,45      καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὀχυρῶσαι κυκλόθεν, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη τὰ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ».

Α Μακ. 10,45           Ακόμη αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν του τείχους της Ιερουσαλήμ και δια την γύρω αυτής οχύρωσιν θα καταβάλλωνται από τα εισοδήματα του βασιλέως. Το ίδιον επίσης θα γίνη και δια την ανοικοδόμησιν των τειχών πόλεων της Ιουδαίας”.

Α Μακ. 10,46      Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, οὐκ ἐπίστευσαν αὐτοῖς οὐδὲ ἐπεδέξαντο, ὅτι ἐπεμνήσθησαν τῆς κακίας τῆς μεγάλης, ἧς ἐποίησεν ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἔθλιψεν αὐτοὺς σφόδρα.

Α Μακ. 10,46           Οταν ο Ιωνάθαν και ο ιουδαϊκός λαός ήκουσαν τας προτάσεις αυτάς του Δημητρίου, δεν τας επίστευσαν και δεν τας εδέχθησαν, διότι ενεθυμήθησαν τα μεγάλα δεινά, τα οποία επέφερεν εναντίον των Ισραηλιτών και ότι κατέθλιψεν αυτούς πάρα πολύ.

Α Μακ. 10,47      καὶ εὐδόκησαν ἐν Ἀλεξάνδρῳ, ὅτι αὐτὸς ἐγένετο αὐτοῖς ἀρχηγὸς λόγων εἰρηνικῶν, καὶ συνεμάχουν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας.

Α Μακ. 10,47           Ευμενώς μάλλον διετέθησαν υπέρ του Αλεξάνδρου, διότι αυτός προηγήθη από τον Δημήτριον εις ειρηνικάς προτάσεις. Δι' αυτό και έμειναν σύμμαχοί του καθ' όλας τας ημέρας.

 

                                    Η σύγκρουση των δύο βασιλέων και η νίκη του Αλέξανδρου

Α Μακ. 10,48      Καὶ συνήγαγεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς δυνάμεις μεγάλας καὶ παρενέβαλεν ἐξεναντίας Δημητρίου.

Α Μακ. 10,48           Ο βασιλεύς Αλέξανδρος συνεκέντρωσε μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξεστράτευσεν εναντίον του Δημητρίου.

Α Μακ. 10,49      καὶ συνῆψαν πόλεμον οἱ δύο βασιλεῖς, καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ Δημητρίου, καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἴσχυσεν ἐπ᾿ αὐτούς.

Α Μακ. 10,49           Οι δύο βασιλείς συνεκρούσθησαν και ο στρατός του Δημητρίου ετράπη εις φυγήν. Ο Αλέξανδρος υπερίσχυσεν εναντίον αυτών και τους κατεδίωξεν.

Α Μακ. 10,50      καὶ ἐστερέωσε τὸν πόλεμον σφόδρα, ἕως ἔδυ ὁ ἥλιος, καὶ ἔπεσεν ὁ Δημήτριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Α Μακ. 10,50           Ο Αλέξανδρος συνέχισε την καταδίωξιν και τον πόλεμον αυτόν με σφοδρότητα, μέχρις ότου έδυσεν ο ήλιος. Ο δε Δημήτριος εφονεύθη κατά την ημέραν αυτήν.

 

                                Ο Αλέξανδρος ζητάει σύζυγο την κόρη του Πτολεμαίου Στ’

Α Μακ. 10,51      καὶ ἀπέστειλεν Ἀλέξανδρος πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα Αἰγύπτου πρέσβεις κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων·

Α Μακ. 10,51            Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε προς τον Πτολεμαίον, βασιλέα της Αιγύπτου, πρέσβεις, δια να του αναγγείλουν τα εξής·

Α Μακ. 10,52      «Ἐπεὶ ἀνέστρεψα εἰς γῆν βασιλείας μου καὶ ἐκάθισα ἐπὶ θρόνου πατέρων μου καὶ ἐκράτησα τῆς ἀρχῆς, καὶ συνέτριψα τὸν Δημήτριον καὶ ἐπεκράτησα τῆς χώρας ἡμῶν

Α Μακ. 10,52           “Εγώ επανήλθα εις την χώραν του βασιλείου μου και εκάθησα στον θρόνον των πατέρων μου. Επήρα την αρχήν και εξουσίαν, αφού συνέτριψα τον Δημήτριον και έγινα κύριος όλης της χώρας μας.

Α Μακ. 10,53      καὶ συνῆψα πρὸς αὐτὸν μάχην, καὶ συνετρίβη αὐτὸς καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὑφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἐκαθίσαμεν ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ·

Α Μακ. 10,53           Συνήψα εναντίον του μάχην, αποτέλεσμα της οποίας ήτο να συντριβή αυτός και η στρατιωτική του δύναμις από ημάς. Ετσι δε ανήλθον εις τον θρόνον της βασιλείας του.

Α Μακ. 10,54      καὶ νῦν στήσωμεν πρὸς ἑαυτοὺς φιλίαν, καὶ νῦν δός μοι τὴν θυγατέρα σου εἰς γυναῖκα, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι καὶ δώσω σοι δόματα καὶ αὐτῇ ἄξιά σου».

Α Μακ. 10,54           Και τώρα ας συνάψωμεν μεταξύ μας φιλίαν. Δος μου την θυγατέρα σου ως σύζυγόν μου και κάμε με γαμβρόν σου, εγώ δε θα δώσω εις σε και εις αυτήν δώρα αντάξιά σου”.

Α Μακ. 10,55      Καὶ ἀπεκρίθη Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς λέγων· «Ἀγαθὴ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἀνέστρεψας εἰς γῆν πατέρων σου καὶ ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτῶν.

Α Μακ. 10,55           Ο Πτολεμαίος ο βασιλεύς απήντησε και είπε· “ευτυχής η ημέρα, κατά την οποίαν επανήλθες εις την χώραν των πατέρων σου και εκάθησες στον θρόνον της βασιλείας των.

Α Μακ. 10,56      καὶ νῦν ποιήσω σοι ἃ ἔγραψας, ἀλλ᾿ ἀπάντησον εἰς Πτολεμαΐδα, ὅπως ἴδωμεν ἀλλήλους, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι, καθὼς εἴρηκας».

Α Μακ. 10,56           Εγώ τώρα θα εκπληρώσω προς σε όλα εκείνα, τα οποία έγραψες. Ελα όμως εις συνάντησίν μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να ίδωμεν ο ένας τον άλλον και εκεί θα σε κάμω γαμβρόν σύμφωνα με όσα είπες”.

Α Μακ. 10,57      Καὶ ἐξῆλθε Πτολεμαῖος ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ Κλεοπάτρα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθον εἰς Πτολεμαΐδα ἔτους δευτέρου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ.

Α Μακ. 10,57           Ανεχώρησεν ο Πτολεμαίος και η θυγάτηρ του η Κλεοπάτρα από την Αίγυπτον και έφθασαν εις την Πτολεμαΐδα κατά το εκατοστόν εξηκοστόν δεύτερον έτος.

Α Μακ. 10,58      καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς, καὶ ἐξέδοτο αὐτῷ Κλεοπάτραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ καὶ ἐποίησε τὸν γάμον αὐτῆς ἐν Πτολεμαΐδι καθὼς οἱ βασιλεὶς ἐν δόξῃ μεγάλῃ.

Α Μακ. 10,58           Ο βασιλεύς Αλέξανδρος τους προαπήντησε και ο Πτολεμαίος έδωκεν εις αυτόν ως σύζυγόν του την θυγατέρα του την Κλεοπάτραν. Εις την Πτολεμαΐδα έγινεν ο γάμος αυτής με κάθε μεγαλοπρέπειαν, όπως εσυνηθίζαν οι βασιλείς.

 

                              Ο Ιωνάθαν γίνεται διοικητής στην Ιουδαία

Α Μακ. 10,59      καὶ ἔγραψεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τῷ Ἰωνάθαν ἐλθεῖν εἰς συνάντησιν αὐτῷ.

Α Μακ. 10,59           Ο δε βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψεν στον Ιωνάθαν, να έλθη και αυτός εκεί εις συνάντησίν του.

Α Μακ. 10,60      καὶ ἐπορεύθη μετὰ δόξης εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἀπήντησε τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι· καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ τοῖς φίλοις αὐτῶν καὶ δόματα πολλὰ καὶ εὗρε χάριν ἐναντίον αὐτῶν.

Α Μακ. 10,60           Ο Ιωνάθαν επήγε πράγματι με μεγάλην πομπήν εις την Πτολεμαΐδα και εκεί συνήντησε τους δύο βασιλείς. Εδωσεν εις αυτούς και στους φίλους των αργύριον και χρυσίον και πολλά άλλα δώρα. Ετσι δε ο Ιωνάθαν απέκτησε την αγάπην και την ευμένειαν των δύο βασιλέων.

Α Μακ. 10,61      καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἄνδρες λοιμοὶ ἐξ Ἰσραήλ, ἄνδρες παράνομοι, ἐντυχεῖν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐ προσέσχεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς.

Α Μακ. 10,61            Τοτε όμως ηνώθησαν εναντίον του Ιωνάθαν κακοήθεις άνδρες και παράνομοι από τους Ισραηλίτας, δια να τον κατηγορήσουν, όπως και τον κατηγόρησαν, στον βασιλέα Αλέξανδρον. Εκείνος όμως δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις αυτούς.

Α Μακ. 10,62      καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐξέδυσαν Ἰωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἐποίησαν οὕτως.

Α Μακ. 10,62           Αντιθέτως μάλιστα διέταξεν ο βασιλεύς και αφήρεσαν τα συνήθη ενδύματα του Ιωνάθαν και τον ενέδυσαν με βασιλικήν πορφύραν. Ετσι και έγινε.

Α Μακ. 10,63      καὶ ἐκάθισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ εἶπε τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ· ἐξέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ κηρύξατε τοῦ μηδένα ἐντυγχάνειν κατ᾿ αὐτοῦ περὶ μηδενὸς πράγματος, καὶ μηδεὶς αὐτῷ παρενοχλείτω περὶ παντὸς λόγου.

Α Μακ. 10,63           Ο βασιλεύς τον έβαλε να καθήση τιμής ένεκεν πλησίον του και είπε στους αυλικούς του· “εξέλθετε μαζή με τον Ιωνάθαν στο κέντρον της πόλεως και διακηρύξατε, ότι κανείς δεν

έχει το δικαίωμα να παραπονεθή δι' αυτόν προς εμέ δια οιονδήποτε πράγμα και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον ενοχλήση δια καμμίαν αιτίαν”.

Α Μακ. 10,64      καὶ ἐγένετο ὡς εἶδον οἱ ἐντυγχάνοντες τὴν δόξαν αὐτοῦ, καθὼς ἐκήρυξε, καὶ περιβεβλημένον αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἔφυγον πάντες.

Α Μακ. 10,64           Οταν οι κακοήθεις εκείνοι κατήγοροι είδον την δόξαν του Ιωνάθαν, η οποία μάλιστα εκηρύχθη δημοσία, αυτόν δε φορούντα την βασιλικήν πορφύραν, ετράπησαν εις φυγήν όλοι.

Α Μακ. 10,65      καὶ ἐδόξασεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων καὶ ἔθετο αὐτὸν στρατηγὸν καὶ μεριδάρχην.

Α Μακ. 10,65           Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ετίμησεν ακόμη περισσότερον αυτόν, τον ενέγραψε μεταξύ των στενών του φίλων και τον κατέστησε στρατηγόν και διοικητήν επαρχίας.

Α Μακ. 10,66      καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετ᾿ εἰρήνης καὶ εὐφροσύνης.

Α Μακ. 10,66           Ο Ιωνάθαν επέστρεψεν ειρηνικώς και χαρούμενος εις την Ιερουσαλήμ.

 

                          Ο Ιωνάθαν πετυχαίνει συντριπτική νίκη κατά του Δημητρίου Β’ και του Απολλώνιου

Α Μακ. 10,67      Καὶ ἐν ἔτει πέμπτῳ καὶ ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἦλθε Δημήτριος υἱὸς Δημητρίου ἐκ Κρήτης εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων αὐτοῦ.

Α Μακ. 10,67           Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν πέμπτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Δημητρίου, ήλθεν από την Κρήτην εις την γην των πατέρων του.

Α Μακ. 10,68      καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος βασιλεὺς καὶ ἐλυπήθη σφόδρα καὶ ὑπέστρεψεν εἰς Ἀντιόχειαν.

Α Μακ. 10,68           Ο Αλέξανδρος επληροφορήθη το γεγονός, ελυπήθη πάρα πολύ και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν.

Α Μακ. 10,69      καὶ κατέστησε Δημήτριος Ἀπολλώνιον τὸν ὄντα ἐπὶ Κοίλης Συρίας, καὶ συνήγαγε δύναμιν μεγάλην καὶ παρενέβαλεν ἐν Ἰαμνείᾳ. καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ἰωνάθαν τὸν ἀρχιερέα λέγων·

Α Μακ. 10,69           Αυτός ο Δημήτριος επήρεν ως στρατηγόν του τον Απολλώνιον, διοικητήν της Κοίλης Συρίας. Ο Απολλώνιος συνεκέντρωσε μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσε πλησίον εις την Ιάμνειαν. Από εκεί δε έστειλεν ανθρώπους του προς τον αρχιερέα τον Ιωνάθαν και του είπε·

Α Μακ. 10,70      «Σὺ μονώτατος ἐπαίρῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἐγὼ δὲ ἐγενήθην εἰς καταγέλωτα καὶ εἰς ὀνειδισμὸν διὰ σέ· καὶ διατί σὺ ἐξουσιάζῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν τοῖς ὄρεσι;

Α Μακ. 10,70           “συ μόνος από όλους τους άλλους αλαζονεύεσαι εναντίον μας και έγινα εγώ αντικείμενον γέλωτος και χλευασμού εξ αιτίας σου. Με ποιό δικαίωμα συ ασκείς την εξουσίαν σου εναντίον μας εις τας ορεινάς αυτάς περιοχάς;

Α Μακ. 10,71      νῦν οὖν εἰ πέποιθας ἐπὶ ταῖς δυνάμεσί σου, κατάβηθι πρὸς ἡμᾶς εἰς τὸ πεδίον, καὶ συγκριθῶμεν ἑαυτοῖς ἐκεῖ, ὅτι μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι δύναμις τῶν πόλεων.

Α Μακ. 10,71            Εάν λοιπόν τώρα έχης πεποίθησιν εις τας στρατιωτικάς σου δυνάμεις, κατέβα εις συνάντησίν μας εις την πεδιάδα, δια να αναμετρηθώμεν εκεί. Μαθε δε ότι μαζή μου ευρίσκεται η δύναμις εκ των πόλεων.

Α Μακ. 10,72      ἐρώτησον καὶ μάθε τίς εἰμι καὶ οἱ λοιποὶ οἱ βοηθοῦντες ἡμῖν, καὶ λέγουσιν· οὐκ ἔστιν ὑμῖν στάσις ποδὸς κατὰ πρόσωπον ἡμῶν, ὅτι δὶς ἐτροπώθησαν οἱ πατέρες σου ἐν γῇ αὐτῶν.

Α Μακ. 10,72           Ρωτησε και μάθε, ποιός είμαι εγώ, όπως και ποίοι είναι οι άλλοι, οι οποίοι μας βοηθούν και οι οποίοι λέγουν, ότι δεν θα ημπορέσης να σταθής στα πόδια σου εμπρός μας διότι δυο φορές οι πατέρες σου κατετροπώθησαν και ετράπησαν εις φυγήν από εμπρός μας εις την χώραν των.

Α Μακ. 10,73      καὶ νῦν οὐ δυνήσῃ ὑποστῇναι τὴν ἵππον καὶ δύναμιν τοιαύτην ἐν τῷ πεδίῳ, ὅπου οὐκ ἔστι λίθος οὐδὲ κόχλαξ οὐδὲ τόπος τοῦ φυγεῖν».

Α Μακ. 10,73           Τωρα δε σου λέγω και εγώ ότι δεν θα ημπορέσης να αντισταθής εις την ορμήν του ιππικού και του πεζικού μου εις την πεδιάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε πέτρα, ούτε χαλίκι, ούτε ασφαλής τόπος δια να καταφύγης”.

Α Μακ. 10,74      Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν τῶν λόγων Ἀπολλωνίου, ἐκινήθη τῇ διανοίᾳ καὶ ἐπέλεξε δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ Ἱερουσαλήμ, καὶ συνήντησεν αὐτῷ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐπὶ βοήθειαν αὐτοῦ.

Α Μακ. 10,74           Ο Ιωνάθαν, όταν ήκουσε τους αλαζονικούς αυτούς λόγους του Απολλωνίου, ανεταράχθη εσωτερικώς από αγανάκτησιν. Εξέλεξε δέκα χιλιάδας άνδρας και εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ. Ο δε αδελφός του ο Σιμων ήλθεν εις ενίσχυσίν του.

Α Μακ. 10,75      καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ Ἰόππην, καὶ ἀπέκλεισαν αὐτὸν ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι φρουρὰ Ἀπολλωνίου ἐν Ἰόππῃ, καὶ ἐπολέμησαν αὐτήν.

Α Μακ. 10,75           Εστρατοπέδευσεν ο Ιωνάθαν πλησίον της Ιόππης. Οι κάτοικοι όμως της πόλεως έκλεισαν τας πύλας της απέναντι του Ιωνάθαν, διότι εις την Ιόππην υπήρχε φρουρά του Απολλωνίου. Ετσι ήρχισεν ο πόλεμος.

Α Μακ. 10,76      καὶ φοβηθέντες ἤνοιξαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκυρίευσεν Ἰωνάθαν Ἰόππης.

Α Μακ. 10,76           Οι κάτοικοι εφοβήθησαν, ήνοιξαν τα πύλας της πόλεως και ο Ιωνάθαν έγινε κύριος της Ιόππης.

Α Μακ. 10,77      καὶ ἤκουσεν Ἀπολλώνιος, καὶ παρενέβαλε τρισχιλίαν ἵππον καὶ δύναμιν πολλὴν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ἄζωτον ὡς διοδεύων καὶ ἅμα προῆγεν εἰς τὸ πεδίον διὰ τὸ ἔχειν αὐτὸν πλῆθος ἵππου καὶ πεποιθέναι ἐπ᾿ αὐτῇ.

Α Μακ. 10,77           Οταν ο Απολλώνιος επληροφορήθη το γεγονός ωργάνωσεν εις παράταξιν μάχης τρεις χιλιάδας ιππείς και πρλυάριθμον πεζικόν και κατηυθύνθη εις την Αζωτον, ως εάν ήθελε να διαπεράση την χώραν. Συγχρόνως εβάδιζεν εις την πεδιάδα μετά θάρρους, διότι είχε πολύ πεζικόν, επί του οποίου εστήριζε την πεποίθησίν του.

Α Μακ. 10,78      καὶ κατεδίωξεν Ἰωνάθαν ὀπίσω αὐτοῦ εἰς Ἄζωτον, καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον.

Α Μακ. 10,78           Ο Ιωνάθαν τον κατεδίωξεν έως εις την Αζωτον και εκεί οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν.

Α Μακ. 10,79      καὶ ἀπέλιπεν Ἀπολλώνιος χιλίαν ἵππον ἐν κρυπτῷ κατόπισθεν αὐτῶν.

Α Μακ. 10,79           Ο Απολλώνιος είχεν αφήσει εις τόπον απόκρυφον εις τα μετόπισθεν των Ιουδαίων χιλίους ιππείς.

Α Μακ. 10,80      καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν ὅτι ἔστιν ἔνεδρον κατόπισθεν αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν αὐτοῦ τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐξετίναξαν τὰς σχίζας εἰς τὸν λαὸν ἐκ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας·

Α Μακ. 10,80           Ο Ιωνάθαν αντελήφθη, ότι υπήρχεν ενέδρα εις τα μετόπισθεν αυτού. Οι ιππείς του Απολλωνίου περιεκύκλωσαν τον στρατό του Ιωνάθαν και έρριπταν τα βέλη των εναντίον του στρατού από την πρωΐαν έως την εσπέραν.

Α Μακ. 10,81      ὁ δὲ λαὸς εἱστήκει καθὼς ἐπέταξεν Ἰωνάθαν, καὶ ἐκοπίασαν οἱ ἵπποι αὐτῶν.

Α Μακ. 10,81            Οι στρατιώται όμως του Ιωνάθαν έμειναν σταθεροί εις τας θέσεις των, όπως τους είχε διατάξει ο Ιωνάθαν. Εξ αιτίας τούτου οι ίπποι του Απολλωνίου εκουράσθησαν πολύ.

Α Μακ. 10,82      καὶ εἵλκυσε Σίμων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ συνῆψε πρὸς τὴν φάραγγα, ἡ γὰρ ἵππος ἐξελύθη, καὶ συνετρίβησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον.

Α Μακ. 10,82           Τοτε ο Σιμων επήρε τας δυνάμστου και εκτύπησε την φάλαγγα του πεζικού του Απολλωνίου, διότι το ιππικόν είχε παραλύσει και αχρηστευθή. Οι εχθροί συνετρίβησαν από αυτόν και ετράπησαν εις φυγήν.

Α Μακ. 10,83      καὶ ἡ ἵππος ἐσκορπίσθη ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ἔφυγον εἰς Ἄζωτον καὶ εἰσῆλθον εἰς Βηθδαγὼν τὸ εἰδωλεῖον αὐτῶν τοῦ σωθῆναι.

Α Μακ. 10,83           Το ιππικόν δεσκορπίσθη εις την πεδιάδα και οι φεύγοντες Σύροι στρατιώται εισήλθον εις την Αζωτον και κατέφυγον στον ναόν του ειδώλου των Βηθδαγών,δια να σωθούν.

Α Μακ. 10,84      καὶ ἐνεπύρισεν Ἰωνάθαν τὴν Ἄζωτον καὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ τὸ ἱερὸν Δαγὼν καὶ τοὺς συμφυγόντας εἰς αὐτὸ ἐνεπύρισε πυρί.

Α Μακ. 10,84           Ο Ιωνάθαν έβαλε φωτιά και έκαυσε την Αζωτον, όπως και τας γύρω από αυτήν πόλεις, αφού προηγουμένως τας ελεηλάτησε. Τον δε ναόν του Δαγών και εκείνους, οι οποίοι είχον καταφύγει εις αυτόν, παρέδωσεν εις το πυρ.

Α Μακ. 10,85      καὶ ἐγένοντο οἱ πεπτωκότες μαχαίρᾳ σὺν τοῖς ἐμπυρισθεῖσιν εἰς ἄνδρας ὀκτακισχιλίους.

Α Μακ. 10,85           Ο αριθμός αυτών που εσφάγησαν δια μαχαίρας, και εκείνων οι οποίοι εκάησαν, ανήλθεν εις οκτώ χιλιάδας άνδρας.

Α Μακ. 10,86      καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν Ἰωνάθαν καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ Ἀσκάλωνα, καὶ ἐξῆλθον οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς συνάντησιν αὐτῷ ἐν δόξῃ μεγάλῃ.

Α Μακ. 10,86           Ο Ιωνάθαν ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ασκάλωνος. Οι κάτοικοι της πόλεως εξήλθον να τον προαπαντήσουν με μεγάλας τιμάς.

Α Μακ. 10,87      καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ σὺν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ ἔχοντες σκῦλα πολλά.

Α Μακ. 10,87           Μετά τούτο ο Ιωνάθαν και οι άνδρες του επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ έχοντες μαζή των πολλά λάφυρα.

Α Μακ. 10,88      καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, καὶ προσέθετο δοξάσαι τὸν Ἰωνάθαν.

Α Μακ. 10,88           Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, παρεχώρησε νέας τιμάς στον Ιωνάθαν.

Α Μακ. 10,89      καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πόρπην χρυσῆν, ὡς ἔθος ἐστὶ δίδοσθαι τοῖς συγγενέσι τῶν βασιλέων, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀκκαρὼν καὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῆς εἰς κληροδοσίαν.

Α Μακ. 10,89           Εστειλεν εις αυτόν μίαν χρυσήν πόρπην, η οποία κατά κρατούσαν συνήθειαν εδίδετο στους συγγενείς των βασιλέων. Εδωκεν επίσης στον Ιωνάθαν ως ιδιοκτησίαν του την Ακκαρών και τα περίχωρά της.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΣΤ' ΕΞΑΠΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΗ ΣΥΡΙΑ  

Η ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ Β'

Ο ΙΩΝΑΘΑΝ ΣΩΖΕΙ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ Β' ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟ ΣΤ'

                                Ο Πτολεμαίος Στ’ εξαπατά τον Αλέξανδρο και κερδίζει τη Συρία

Α Μακ. 11,1       Καὶ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἤθροισε δυνάμεις πολλὰς ὡς τὴν ἄμμον τὴν περὶ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης καὶ πλοῖα πολλὰ καὶ ἐζήτησε κατακρατῆσαι τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου δόλῳ καὶ προσθεῖναι αὐτὴν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.

Α Μακ. 11,1               Ο βασιλεύς της Αιγύπτου, ο Πτολεμαίος, ο Φιλομήτωρ, συνεκέντρωσε πολυαρίθμους στρατιωτικάς δυνάμεις, όπως η άμμος που ευρίσκεται εις την παραλίαν. Κατεσκεύασε πολλά πλοία και απεφάσισε να κυριεύση το βασίλειον του Αλεξάνδρου δια δόλου και να πρόσθεση αυτό στο ιδικόν του βασίλειον της Αιγύπτου.

Α Μακ. 11,2       καὶ ἐξῆλθεν εἰς Συρίαν λόγοις εἰρηνικοῖς, καὶ ἤνοιγον αὐτῷ οἱ ἀπὸ τῶν πόλεων καὶ συνήντων αὐτῷ, ὅτι ἐντολὴ ἦν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως συναντᾶν αὐτῷ διὰ τὸ πενθερὸν αὐτοῦ εἶναι.

Α Μακ. 11,2              Εβγήκε, λοιπόν, από την Αίγυπτον προς την Συρίαν, σκορπίζων παντού ειρηνικούς και φιλικούς λόγους δια τον Αλέξανδρον. Δια τούτο και οι κάτοικοι των διαφόρων πόλεων ήνοιγον εις αυτόν τας πύλας και έσπευσαν να τον προαπαντήσουν, διότι αυτή ήτο η εντολή του βασιλέως Αλεξάνδρου να τον προαπαντούν με τιμάς, διότι ο Πτολεμαίος ήτο πενθερός του.

Α Μακ. 11,3       ὡς δὲ εἰσεπορεύετο εἰς τὰς πόλεις ὁ Πτολεμαῖος, ἀπέτασσε τὰς δυνάμεις φρουρὰν ἐν ἑκάστῃ πόλει.

Α Μακ. 11,3              Ο Πτολεμαίος όμως, όταν εισήρχετο εις τας πόλεις, εγκαθιστούσεν εις κάθε πόλιν ιδικήν του στρατιωτικήν δύναμιν ως φρουράν.

Α Μακ. 11,4       ὡς δὲ ἤγγισεν Ἀζώτου, ἔδειξαν αὐτῷ τὸ ἱερὸν Δαγὼν ἐμπεπυρισμένον καὶ Ἄζωτον καὶ τὰ περιπόλια αὐτῆς καθῃρημένα καὶ τὰ σώματα ἐῤῥιμμένα καὶ τοὺς ἐμπεπυρισμένους, οὓς ἐνεπύρισεν ἐν τῷ πολέμῳ· ἐποίησαν γὰρ θημωνίας αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ.

Α Μακ. 11,4              Οταν δε επλησίασεν εις την Αζωτον, οι κάτοικοι του έδειξαν τον κατακαέντα ναόν του Δαγών, αυτήν ταύτην την Αζωτον και τα κρημνισμένα περίχωρά της, όπως επίσης και τα διασκορπισμένα πτώματα των φονευθέντων, και τας άλλας περιοχάς, αι οποίαι είχον καή κατά τον πόλεμον. Εις τον δρόμον δέ, από τον οποίον διήρχετο ο βασιλεύς της Αιγύπτου, είχαν στήσει σωρούς από αυτά.

Α Μακ. 11,5       καὶ διηγήσαντο τῷ βασιλεῖ ἃ ἐποίησεν Ἰωνάθαν εἰς τὸ ψογίσαι αὐτόν· καὶ ἐσίγησεν ὁ βασιλεύς.

Α Μακ. 11,5              Οι κάτοικοι διηγήθησαν στον βασιλέα, όσας συμφοράς είχεν επιφέρει εναντίον των ο Ιωνάθαν, δια να κατηγορήσουν τον Ιωνάθαν και τον κάμουν έτσι μισητόν στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως της Αιγύπτου εσιωπούσε.

Α Μακ. 11,6       καὶ συνήντησεν Ἰωνάθαν τῷ βασιλεῖ εἰς Ἰόππην μετὰ δόξης, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους καὶ ἐκοιμήθησαν ἐκεῖ.

Α Μακ. 11,6              Ο Ιωνάθαν ήλθε και συνήντησε τον βασιλέα εις την Ιόππην με μεγάλην δόξαν. Ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον και επέρασαν μαζή την νύκτα.

Α Μακ. 11,7       καὶ ἐπορεύθη Ἰωνάθαν μετὰ τοῦ βασιλέως ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ καλουμένου Ἐλευθέρου καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Α Μακ. 11,7              Ο Ιωνάθαν επήγε μαζή με τον βασιλέα έως τον ποταμόν, ο οποίος ονομάζεται Ελεύθερος, και έπειτα επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 11,8       ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἐκυρίευσε τῶν πόλεων τῆς παραλίας ἕως Σελευκείας τῆς παραθαλασσίας καὶ διελογίζετο περὶ Ἀλεξάνδρου λογισμοὺς πονηρούς.

Α Μακ. 11,8              Ο βασιλεύς Πτολεμαίος έγινε με τον δόλιον αυτόν τρόπον κύριος των παραλίων πόλεων μέχρι της παραθαλασσίας πόλεως Σελευκείας. Εσκέπτετο δε πάντοτε και κατέστρωνε ολέθρια σχέδια δια τον βασιλέα Αλέξανδρον.

Α Μακ. 11,9       καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα λέγων· δεῦρο συνθώμεθα πρὸς ἑαυτοὺς διαθήκην, καὶ δώσω σοι τὴν θυγατέρα μου, ἣν ἔχει Ἀλέξανδρος, καὶ βασιλεύσεις τῆς βασιλείας τοῦ πατρός σου·

Α Μακ. 11,9              Εστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα Δημήτριον λέγων προς αυτόν· “ελά να συνάψωμεν συνθήκην μεταξύ μας και εγώ θα σου δώσω την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αυτήν την οποίαν έχει ο Αλέξανδρος, και συ θα γίνης βασιλεύς στο βασίλειον του πατρός σου.

Α Μακ. 11,10      μεταμεμέλημαι γὰρ δοὺς αὐτῷ τὴν θυγατέρα μου, ἐζήτησε γὰρ ἀποκτεῖναί με.

Α Μακ. 11,10            Διότι εγώ μετενόησα, που του έδωκα την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αφού άλλωστε αυτός εζήτησε να με δολοφονήση”.

Α Μακ. 11,11      καὶ ἐψόγισεν αὐτὸν χάριν τοῦ ἐπιθυμῆσαι αὐτὸν τῆς βασιλείας αὐτοῦ·

Α Μακ. 11,11             Ο βασιλεύς της Αιγύπτου εσυκοφαντούσε κατ' αυτόν τον τρόπον τον Αλέξανδρον, διότι είχεν επιθυμήσει να καταλάβη το βασίλειόν του.

Α Μακ. 11,12      καὶ ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Δημητρίῳ καὶ ἠλλοτριώθη τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἐφάνη ἡ ἔχθρα αὐτῶν.

Α Μακ. 11,12            Εθεσε δε εις εφαρμογήν τα σχέδιά του και επήρε την θυγατέρα του αυτήν και την έδωκεν στον Δημήτριον. Ετσι δε απεξενώθη από τον Αλέξανδρον και έγινε γνωστή πλέον η εχθρότης μεταξύ των.

Α Μακ. 11,13      καὶ εἰσῆλθε Πτολεμαῖος εἰς Ἀντιόχειαν καὶ περιέθετο τὸ διάδημα τῆς Ἀσίας· καὶ περιέθετο δύο διαδήματα περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, τὸ τῆς Ἀσίας καὶ Αἰγύπτου.

Α Μακ. 11,13             Ο Πτολεμαίος εισήλθεν εις την Αντιόχειαν και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα της Ασίας. Ετσι δε είχε δύο διαδήματα εις την κεφαλήν του, το της Ασίας και το της Αιγύπτου.

 

                                   Θάνατος του Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου Στ’

Α Μακ. 11,14      Ἀλέξανδρος δὲ ὁ βασιλεὺς ἦν ἐν Κιλικίᾳ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅτι ἀπεστάτουν οἱ ἀπὸ τῶν τόπων ἐκείνων.

Α Μακ. 11,14            Τοτε ο βασιλεύς Αλέξανδρος ευρίσκετο εις την Κιλικίαν, διότι οι κάτοικοι των περιοχών εκείνων είχαν αποστατήσει από αυτόν.

Α Μακ. 11,15      καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν πολέμῳ. καὶ ἐξήγαγε Πτολεμαῖος τὴν δύναμιν καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν χειρὶ ἰσχυρᾷ καὶ ἐτροπώσατο αὐτόν.

Α Μακ. 11,15             Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη την δολίαν συμπεριφοράν του πενθερού του, εξήλθεν εις πόλεμον εναντίον του. Ο βασιλεύς Πτολεμαίος ωδήγησε τον στρατόν του εναντίον του Αλεξάνδρου, επετέθη κατ' αυτού με μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και τον κατετρόπωσε.

Α Μακ. 11,16      καὶ ἔφυγεν Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ἀραβίαν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτὸν ἐκεῖ. ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ὑψώθη.

Α Μακ. 11,16            Ο Αλέξανδρος κατέφυγεν εις την Αραβίαν, δια να εύρη εκεί κάποιαν ασφάλειαν. Ετσι δε ο βασιλεύς Πτολεμαίος εθριάμβευσε.

Α Μακ. 11,17      καὶ ἀφεῖλε Ζαβδιὴλ ὁ Ἄραψ τὴν κεφαλὴν Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπέστειλε τῷ Πτολεμαίῳ.

Α Μακ. 11,17             Ο Ζαβδιήλ ο Αραψ έκοψε την κεφαλήν του Αλεξάνδρου και την έστειλεν στον Πτολεμαιον.

Α Μακ. 11,18      καὶ ὁ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἀπέθανεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν ἀπώλοντο ὑπὸ τῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι.

Α Μακ. 11,18            Αλλά και ο βασιλεύς Πτολεμαίος απέθανεν έπειτα από τρεις ημέρας. Τοτε οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι ευρίσκοντο ως φρουροί εις τας οχυράς πόλεις της Συρίας, εφονεύθησαν από τους κατοίκους των οχυρών αυτών.

Α Μακ. 11,19      καὶ ἐβασίλευσε Δημήτριος ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ.

Α Μακ. 11,19            Ο Δημήτριος επωφεληθείς από τας περιστάσεις αυτάς έγινε βασιλεύς κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έβδομον έτος.

 

                                    Συμμαχία μεταξύ Ιωνάθαν και Δημητρίου Β’

Α Μακ. 11,20      Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνήγαγεν Ἰωνάθαν τοὺς ἐκ τῆς Ἰουδαίας τοῦ ἐκπολεμῆσαι τὴν ἄκραν τὴν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτὴν μηχανὰς πολλάς.

Α Μακ. 11,20            Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιωνάθαν συνεκέντρωσεν από την Ιουδαίαν άνδρας, δια να πολεμήση και καταλάβη την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. Κατεσκεύασε λοιπόν, και ετοποθέτησεν εναντίον της πολυαρίθμους πολιορκητικάς μηχανάς.

Α Μακ. 11,21      καὶ ἐπορεύθησάν τινες μισοῦντες τὸ ἔθνος αὐτῶν ἄνδρες παράνομοι πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ ὅτι Ἰωνάθαν περικάθηται τὴν ἄκραν.

Α Μακ. 11,21            Τοτε μερικοί εξωμόται και παράνομοι άνδρες από τους Ιουδαίους, οι οποίοι εμισούσαν το έθνος των, επήγαν προς τον βασιλέα Δημήτριον και του ανήγγειλαν, ότι ο Ιωνάθαν πολιορκεί την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 11,22      καὶ ἀκούσας ὠργίσθη· ὡς δὲ ἤκουσεν, εὐθέως ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἔγραψεν Ἰωνάθαν τοῦ μὴ περικαθῆσθαι τῇ ἄκρᾳ καὶ τοῦ ἀπαντῆσαι αὐτὸν αὐτῷ συμμίσγειν εἰς Πτολεμαΐδα τὴν ταχίστην.

Α Μακ. 11,22            Ο βασιλεύς Δημήτριος, όταν ήκουσεν αυτό, ωργίσθη. Αμέσως δε μόλις ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς έσπευσε και ήλθεν εις την Πτολεμαΐδα. Από εκεί δε έγραψεν στον Ιωνάθαν να μη πολιορκήση πλέον την ακρόπολιν και να έλθη εις συνάντησίν του, όσον το δυνατόν τάχιστα εις την Πτολεμαΐδα.

Α Μακ. 11,23      ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν, ἐκέλευσε περικαθῆσθαι καὶ ἐπέλεξε τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἱερέων καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τῷ κινδύνῳ·

Α Μακ. 11,23            Οταν ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τούτο, διέταξε να συνεχισθή η πολιορκία της ακροπόλεως. Εξέλεξε δε και επήρε μαζή του μερικούς από τους πρεσβυτέρους του Ισραηλιτικού λαού και από τους ιερείς και εξέθεσε τον εαυτόν του στον κίνδυνον της συναντήσεως με τον Δημήτριον.

Α Μακ. 11,24      καὶ λαβὼν ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ ἱματισμὸν καὶ ἕτερα ξένια πλείονα ἐπορεύθη πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Πτολεμαΐδα καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ.

Α Μακ. 11,24            Επήρε δε ακόμη μαζή του ο Ιωνάθαν άργυρον, χρυσόν, ενδύματα και άλλα πολλά δώρα και μετέβη προς τον βασιλέα εις την Πτολεμαΐδα. Εγινεν όμως ευμενώς από αυτόν δεκτός.

Α Μακ. 11,25      καὶ ἐνετύγχανον κατ᾿ αὐτοῦ τινες ἄνομοι τῶν ἐκ τοῦ ἔθνους.

Α Μακ. 11,25            Αλλά μερικοί παράνομοι από το Ισραηλιτικόν έθνος κατηγόρησαν τον Ιωνάθαν στον Δημήτριον.

Α Μακ. 11,26      καὶ ἐποίησεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς καθὼς ἐποίησαν αὐτῷ οἱ πρὸ αὐτοῦ, καὶ ὕψωσεν αὐτὸν ἐναντίον πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ,

Α Μακ. 11,26            Ο βασιλεύς όμως Δημήτριος εφέρθη απέναντι του Ιωνάθαν, όπως είχαν φερθή και οι προκάτοχοί του βασιλείς, ετίμησε δηλαδή και εδόξασεν αυτόν ενώπιον όλων των φίλων τοω.

Α Μακ. 11,27      καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ ὅσα ἄλλα εἶχε τίμια τὸ πρότερον καὶ ἐποίησεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων ἡγεῖσθαι.

Α Μακ. 11,27            Παρέδωσε δηλαδή και ανεγνώρισεν, εις αυτόν την αρχιερωσύνην και όσα αλλά δικαιώματα είχε προηγουμένως και περιέλαβεν αυτόν μεταξύ των στενωτέρων του φίλων.

Α Μακ. 11,28      καὶ ἠξίωσεν Ἰωνάθαν τὸν βασιλέα ποιῆσαι τὴν Ἰουδαίαν ἀφορολόγητον καὶ τὰς τρεῖς τοπαρχίας καὶ τὴν Σαμαρεῖτιν καὶ ἐπηγγείλατο αὐτῷ τάλαντα τριακόσια.

Α Μακ. 11,28            Ο Ιωνάθαν παρεκάλεσε τον βασιλέα Δημήτριον, να απαλλάξη την Ιουδαίαν από την φορολογίαν, όπως επίσης και τας τρστοπαρχίας της Σαμαρείας και υπεσχέθη να του προσφέρη τριακόσια τάλαντα.

Α Μακ. 11,29      καὶ εὐδόκησεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψε τῷ Ἰωνάθαν ἐπιστολὰς περὶ πάντων τούτων ἐχούσας τὸν τρόπον τοῦτον·

Α Μακ. 11,29            Ο βασιλεύς εδέχθη ευμενώς την πρότασιν αυτήν του Ιωνάθαν και του έδωσεν επιστολήν εις την οποίαν έγραφε τα εξής·

Α Μακ. 11,30      «Βασιλεὺς Δημήτριος Ἰωνάθαν τῷ ἀδελφῷ χαίρειν, καὶ ἔθνει Ἰουδαίων.

Α Μακ. 11,30            “Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν και το έθνος των Ιουδαίων.

Α Μακ. 11,31      τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, ἧς ἐγράψαμεν Λασθένει τῷ συγγενεῖ ἡμῶν περὶ ὑμῶν, γεγράφαμεν καὶ πρὸς ὑμᾶς ὅπως εἰδῆτε.

Α Μακ. 11,31             Απευθύνομεν και προς σας, δια να λάβετε γνώσιν, αντίγραφον της επιστολής μας, την οποίαν εστείλαμεν δια σας στον συγγενή μας τον Λασθένην.

Α Μακ. 11,32      βασιλεὺς Δημήτριος Λασθένει τῷ πατρὶ χαίρειν.

Α Μακ. 11,32            Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον πατρικόν του φίλον Λασθένην.

Α Μακ. 11,33      τῷ ἔθνει τῶν Ἰουδαίων φίλοις ἡμῶν καὶ συντηροῦσι τὰ πρὸς ἡμᾶς δίκαια ἐκρίναμεν ἀγαθοποιῆσαι χάριν τῆς ἐξ αὐτῶν εὐνοίας πρὸς ἡμᾶς.

Α Μακ. 11,33            Εκρίναμεν και απεφασίσαμεν, να πράξωμεν το καλόν προς το έθνος των Ιουδαίων χάριν της ευνοίας, που τρέφουν αυτοί προς ημάς και διότι τηρούν και πράττουν το δίκαιον προς ημάς.

Α Μακ. 11,34      ἑστάκαμεν οὖν αὐτοῖς τά τε ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ τοὺς τρεῖς νομούς, Ἀφαίρεμα καὶ Λύδδαν καὶ Ῥαμαθέμ, οἵτινες προσετέθησαν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος, καὶ πάντα τὰ συγκυροῦντα αὐτοῖς πᾶσι τοῖς θυσιάζουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀντὶ τῶν βασιλικῶν, ὧν ἐλάμβανεν ὁ βασιλεὺς παρ᾿ αὐτῶν τὸ πρότερον κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν γεννημάτων τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν ἀκροδρύων.

Α Μακ. 11,34            Εχομεν αναγνωρίσει και επικυρώνομεν εις αυτούς την χώραν της Ιουδαίας και τους τρεις νομούς, Αφαίρεμα, Λυδδαν και Ραμαθέμ, οι οποίοι άλλως τε είχαν αφαιρεθή από την Σαμάρειαν και προστεθή εις την Ιουδαίαν, όπως επίσης και όλα όσα εξαρτώνται εξ αυτών. Ολα δε αυτά προς ωφέλειαν εκείνων, οι οποίοι έρχονται να προσφέρουν θυσίας στον ναόν της Ιερουσαλήμ, και παραχωρούνται αντί των προσόδων, τας οποίας ελάμβανε προηγουμένως ο βασιλεύς κάθε χρόνον από αυτούς, από τα προϊόντα των αγρών των και από τα καρποφόρα δένδρα.

Α Μακ. 11,35      καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἀνήκοντα ἡμῖν ἀπὸ τοῦ νῦν τῶν δεκατῶν καὶ τῶν τελῶν τῶν ἀνηκόντων ἡμῖν καὶ τὰς τοῦ ἁλὸς λίμνας καὶ τοὺς ἀνήκοντας ἡμῖν στεφάνους, πάντα ἐπαρκῶς παρίεμεν αὐτοῖς.

Α Μακ. 11,35            Επίσης από τώρα και στο εξής παραιτούμεθα πλήρως από όλα τα άλλα δικαιώματα, που μας ανήκουν, από τα δέκατα, από τους φόρους, από τας αλατοφόρους λίμνας- τας αλυκάς- και από τους φόρους των βασιλικών στεφάνων, που μας ανήκουν.

Α Μακ. 11,36      καὶ οὐκ ἀθετηθήσεται οὐδὲ ἓν τούτων ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον.

Α Μακ. 11,36            Κανένα από αυτά δεν θα ακυρωθή ποτέ από τώρα και στον άπαντα χρόνον.

Α Μακ. 11,37      νῦν οὖν ἐπιμέλεσθε τοῦ ποιῆσαι τούτων ἀντίγραφον καὶ δοθήτω Ἰωνάθαν καὶ τεθήτω ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ ἐν τόπῳ ἐπισήμῳ».

Α Μακ. 11,37            Τωρα, λοιπόν, επιμεληθήτε να κάμετε αντίγραφον όλων αυτών, δια να δοθή στον Ιωνάθαν και να τοποθετηθή στο ιερόν άγιον όρος της Ιερουσαλήμ εις τόπον καταφανή”.

 

                               Ο Ιωνάθαν σώζει το Δημήτριο Β’ από μεγάλο κίνδυνο

Α Μακ. 11,38      Καὶ εἶδε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ὅτι ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀνθειστήκει, καὶ ἀπέλυσε πάσας τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἕκαστον εἰς τὸν ἴδιον τόπον, πλὴν τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν ἀπὸ τῶν νήσων τῶν ἐθνῶν· καὶ ἤχθραναν αὐτῷ πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν πατέρων αὐτοῦ.

Α Μακ. 11,38            Ο βασιλεύς Δημήτριος, ο δεύτερος, είδεν ότι η χώρα του είχεν ησυχάσει από τους πολέμους ενώπιόν του και κανείς πλέον δεν ανθίστατο εις αυτόν. Δια τούτο απέλυσεν όλας τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, ώστε ο καθένας να επανέλθη στον τόπον του, πλην των ξένων στρατιωτών, τους οποίους είχε στρατολογήσει από τας νήσους των ειδωλολατρικών εθνών. Αυτό έγινεν αφορμή και τον εμίσησαν οι στρατοί των προγόνων του.

Α Μακ. 11,39      Τρύφων δὲ ἦν τῶν παρὰ Ἀλέξάνδρου τὸ πρότερον καὶ εἶδεν ὅτι πᾶσαι αἱ δυνάμεις καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου, καὶ ἐπορεύθη πρὸς Εἰμαλκουαὶ τὸν Ἄραβα, ὃς ἔτρεφε τὸν Ἀντίοχον τὸ παιδάριον τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Α Μακ. 11,39            Ο Τρύφων, ο οποίος προηγουμένως ήτο ένας από τους άνδρας του Αλεξάνδρου, είδεν ότι όλαι αι δυνάμεις γογγύζουν εναντίον του Δημητρίου. Επορεύθη, λοιπόν, προς τον Ειμαλκουαί τον Αραβα, ο οποίος ανέτρεφε τον Αντίοχον υιόν του Αλεξάνδρου και

Α Μακ. 11,40      καὶ προσήδρευεν αὐτῷ, ὅπως παραδοῖ αὐτὸν αὐτῷ, ὅπως βασιλεύσῃ ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ὅσα συνετέλεσε Δημήτριος καὶ τὴν ἔχθραν, ἣν ἐχθραίνουσιν αὐτῷ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς.

Α Μακ. 11,40            τον επίεζε να παραδώση εις αυτόν τον Αντίοχον, δια να τον αναδείξη βασιλέα αντί του πατρός του. Διηγήθη δε εις αυτόν ο Τρύφων όλα, όσα είχε κάμει ο Δημήτριος και την εχθρότητα, την οποίαν έτρεφαν εναντίον αυτού αι στρατιωτικαί δυνάμεις. Ο Τρύφων έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας.

Α Μακ. 11,41      καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα, ἵνα ἐκβάλῃ τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν· ἦσαν γὰρ πολεμοῦντες τὸν Ἰσραήλ.

Α Μακ. 11,41            Ο Ιωνάθαν έστειλεν ανθρώπους του προς τον Δημήτριον τον βασιλέα, και εζήτησε την βοήθειάν του, δια να εκδιώξη τους Συρους στρατιώτας από την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ και από τα άλλα οχυρά, που κατείχαν, διότι οι άνδρες αυτοί της φρουράς ευρίσκοντο εις διαρκή πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών.

Α Μακ. 11,42      καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς Ἰωνάθαν λέγων· οὐ μόνον ταῦτα ποιήσω σοι καὶ τῷ ἔθνει σου, ἀλλὰ δόξῃ δοξάσω σε καὶ τὸ ἔθνος σου, ἐὰν εὐκαιρίας τύχω.

Α Μακ. 11,42            Ο Δημήτριος απήντησεν στον Ιωνάθαν και του είπεν· “όχι μόνον αυτό θα πράξω προς χάριν σου και του έθνους σου, άλλα και με ιδιαιτέραν δόξαν θα δοξάσω και σε και το έθνος σου αμέσως μόλις μου δοθή ευκαιρία.

Α Μακ. 11,43      νῦν οὖν ὀρθῶς ποιήσεις ἀποστείλας μοι ἄνδρας, οἳ συμμαχήσουσιν, ὅτι ἀπέστησαν πᾶσαι αἱ δυνάμεις μου.

Α Μακ. 11,43            Τωρα όμως θα πράξης και συ πολύ καλά, εάν μου στείλης άνδρας, δια να με βοηθήσουν, διότι έχουν αποστατήσει όλαι αι στρατιωτικαί μου δυνάμεις”.

Α Μακ. 11,44      καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν ἄνδρας τρισχιλίους δυνατοὺς ἰσχύϊ αὐτῷ εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ηὐφράνθη ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῇ ἐφόδῳ αὐτῶν.

Α Μακ. 11,44            Ο Ιωνάθαν έστειλεν πράγματι εις την Αντιόχειαν τρεις χιλιάδας άνδρας γενναίους. Αυτοί ήλθον προς τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς εχάρηκε πάρα πολύ με την άφιξίν των.

Α Μακ. 11,45      καὶ ἐπισυνήχθησαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς μέσον τῆς πόλεως εἰς ἀνδρῶν δώδεκα μυριάδας ἀνδρῶν καὶ ἠβούλοντο ἀνελεῖν τὸν βασιλέα.

Α Μακ. 11,45            Οι κάτοικοι της πόλεως Αντιοχείας συνεκεντρώθησαν στο μέσον της πόλεως, περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες, και ηθέλησαν να φονεύσουν τον βασιλέα.

Α Μακ. 11,46      καὶ ἔφυγεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν αὐλήν, καὶ κατελάβοντο οἱ ἐκ τῆς πόλεως τὰς διόδους τῆς πόλεως καὶ ἤρξαντο πολεμεῖν.

Α Μακ. 11,46            Ο βασιλεύς κατέφυγεν εις την αυλήν των ανακτόρων του. Οι κάτοικοι της πόλεως κατέλαβαν τας οδούς της πόλεως και ήρχισαν πόλεμον εναντίον αυτού.

Α Μακ. 11,47      καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς Ἰουδαίους ἐπὶ βοήθειαν, καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες ἅμα καὶ διεσπάρησαν ἐν τῇ πόλει πάντες ἅμα καὶ ἀπέκτειναν ἐν τῇ πόλει ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς μυριάδας δέκα·

Α Μακ. 11,47            Ο βασιλεύς εκάλεσε τους Ιουδαίους εις βοήθειαν. Ολοι οι Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν γύρω από αυτόν και έπειτα αμέσως διεσκορπίσθησαν εις την πόλιν και εφόνευσαν κατά την ημέραν εκείνην εις την πόλιν της Αντιοχείας εκατόν χιλιάδας άνδρας.

Α Μακ. 11,48      καὶ ἐνεπύρισαν τὴν πόλιν καὶ ἐλάβοσαν σκῦλα πολλὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ ἔσωσαν τὸν βασιλέα.

Α Μακ. 11,48            Παρέδωκαν την πόλιν στο πυρ, επήραν πολλά λάφυρα από αυτήν κατά την ημέραν εκείνην και διέσωσαν τον βασιλέα.

Α Μακ. 11,49      καὶ εἶδον οἱ ἀπὸ τῆς πόλεως ὅτι κατεκράτησαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλεως ὡς ἠβούλοντο, καὶ ἠσθένησαν ταῖς διανοίαις αὐτῶν καὶ ἐκέκραξαν πρὸς τὸν βασιλέα μετὰ δεήσεως λέγοντες·

Α Μακ. 11,49            Οι κάτοικοι της πόλεως, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι έγιναν, όπως ήθελαν, κύριοι της πόλεώς των, έχασαν το ηθικόν των, εδειλίασαν και εκραύγασαν προς τον βασιλέα, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες·

Α Μακ. 11,50      δὸς ἡμῖν δεξιὰς καὶ παυσάσθωσαν οἱ Ἰουδαῖοι πολεμοῦντες ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν.

Α Μακ. 11,50            “Συγχώρησέ μας και κάμε ειρήνην μαζή μας, δια να παύσουν οι Ιουδαίοι να μας πολεμούν και να καταστρέφουν την πόλιν”.

Α Μακ. 11,51      καὶ ἔῤῥιψαν τὰ ὅπλα καὶ ἐποίησαν εἰρήνην καὶ ἐδοξάσθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἔχοντες σκῦλα πολλά.

Α Μακ. 11,51             Ερριψαν δε κάτω τα όπλα και έκαμαν ειρήνην προς τον βασιλέα. Κατ' αυτόν τον τρόπον οι Ιουδαίοι εδοξάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και ενώπιον όλων των άλλων, που ευρίσκοντο στο βασίλειόν του. Μετά ταύτα επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με πολλά λάφυρα.

 

                                    Ο Αντίοχος Στ’ απονέμει τιμές στον Ιωνάθαν

Α Μακ. 11,52      καὶ ἐκάθησε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ.

Α Μακ. 11,52            Ετσι ο βασιλεύς Δημήτριος εκάθισεν ασφαλής στο βασιλικόν του θρόνον και η χώρα του ησύχασεν από πολέμους ενώπιόν του.

Α Μακ. 11,53      καὶ ἐψεύσατο πάντα, ὅσα εἶπε, καὶ ἠλλοτριώθη τῷ Ἰωνάθαν καὶ οὐκ ἀνταπέδωκε κατὰ τὰς εὐνοίας, ἃς ἀνταπέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἔθλιβεν αὐτὸν σφόδρα.

Α Μακ. 11,53            Αλλ' όμως κατεπάτησεν όλας τας υποσχέσεις, που είχε δώσει στον Ιωνάθαν. Εψυχράνθη και απεμακρύνθη από αυτόν και δεν εφέρθη σύμφωνα με τας μεγάλας υποσχέσεις που είχε δώσει εις αυτόν. Επί πλέον δε τον εστενοχωρούσε πάρα πολύ.

Α Μακ. 11,54      Μετὰ δὲ ταῦτα ἀπέστρεψε Τρύφων καὶ Ἀντίοχος μετ᾿ αὐτοῦ παιδάριον νεώτερον· καὶ ἐβασίλευσε καὶ ἐπέθετο διάδημα.

Α Μακ. 11,54            Επειτα όμως από τα γεγονότα αυτά, επέστρεψεν ο Τρύφων έχων μαζή του τον νεαρόν Αντίοχον, τον οποίον και ανεκήρυξε βασιλέα, και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα.

Α Μακ. 11,55      καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ἃς ἀπεσκόρπισε Δημήτριος, καὶ ἐπολέμησαν πρὸς αὐτόν, καὶ ἔφυγε καὶ ἐτροπώθη.

Α Μακ. 11,55            Γυρω από τον νέον βασιλέα συνεκεντρώθησαν όλαι αι στρατιωτικαί δυνάμεις, τας οποίας είχε διαλύσει ο Δημήτριος. Αυτοί και επολέμησαν εναντίον του Δημητρίου, ο οποίος κατετροπώθη και ετράπη εις φυγήν.

Α Μακ. 11,56      καὶ ἔλαβε Τρύφων τὰ θηρία καὶ κατεκράτησεν Ἀντιοχείας.

Α Μακ. 11,56            Ο Τρύφων επήρεν όλους τους ελέφαντας και κατέλαβε την Αντιόχειαν.

Α Μακ. 11,57      καὶ ἔγραψεν Ἀντίοχος ὁ νεώτερος τῷ Ἰωνάθαν λέγων· ἵστημί σοι τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ καθίστημί σε ἐπὶ τῶν τεσσάρων νομῶν καὶ εἶναί σε τῶν φίλων τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 11,57            Τοτε ο νεαρός Αντίοχος έγραψε προς τον Ιωνάθαν μίαν επιστολήν, εις την οποίαν έλεγε· “σου δίδω την αρχιερωσύνην, σε καθιστώ διοικητήν στους τέσσαρας νομούς και θέλω να είσαι συ μεταξύ των στενών φίλων του βασιλέως”.

Α Μακ. 11,58      καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ χρυσώματα καὶ διακονίαν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν πίνειν ἐν χρυσώμασι καὶ εἶναι ἐν πορφύρᾳ καὶ ἔχειν πόρπην χρυσῆν·

Α Μακ. 11,58            Συγχρόνως έστειλεν εις αυτόν χρυσά δοχεία, επιτραπέζια σκεύη και του εδωσε το δικαίωμα να πίνη με χρυσόν ποτήριον, να ενδύεται βασιλικήν πορφύραν και να φέρη χρυσήν πόρπην.

Α Μακ. 11,59      καὶ Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ κατέστησε στρατηγὸν ἀπὸ τῆς κλίμακος Τύρου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου.

Α Μακ. 11,59            Τον δε αδελφόν του Ιωνάθαν, τον Σιμωνα, τον εγκατέστησε διοικητήν της περιοχής, η οποία εκτείνεται από την κλίμακα της Τυρου έως εις τα όρια της Αιγύπτου.

Α Μακ. 11,60      καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν καὶ διεπορεύετο πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ἠθροίσθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις Συρίας εἰς συμμαχίαν, καὶ ἦλθεν εἰς Ἀσκάλωνα, καὶ ἀπήντησαν αὐτῷ οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἐνδόξως.

Α Μακ. 11,60            Ασφαλής τότε ο Ιωνάθαν εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και περιώδευε την χώραν την εντεύθεν του ποταμού Ευφράτου και τας πόλεις της. Γυρω από αυτόν συνεκεντρώθησαν όλα αι στρατιωτικαί δυνάμεις της Συρίας εις συμμαχίαν του. Ηλθεν εις την Ασκάλωνα και οι κάτοικοι της πόλεως τον προαπήντησαν με πολλάς τιμάς.

Α Μακ. 11,61      καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς Γάζαν, καὶ ἀπέκλεισαν οἱ ἀπὸ Γάζης, καὶ περιεκάθισε περὶ αὐτὴν καὶ ἐνεπύρισε τὰ περιπόλια αὐτῆς πυρὶ καὶ ἐσκύλευσεν αὐτά.

Α Μακ. 11,61            Από εκεί ήλθεν εις την Γαζαν, αλλά οι κάτοικοι της Γαζης ηρνήθησαν να τον δεχθούν και έκλεισαν ενώπιόν του τας θύρας. Αυτός περιεκύκλωσε την πόλιν, παρέδωσεν στο πυρ τα γύρω της πόλεως μέρη και τα ελεηλάτησε.

Α Μακ. 11,62      καὶ ἠξίωσαν οἱ ἀπὸ Γάζης τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς δεξιὰς καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς ἀρχόντων αὐτῶν εἰς ὅμηρα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ διῆλθε τὴν χώραν ἕως Δαμασκοῦ.

Α Μακ. 11,62            Οι κάτοικοι της Γαζης ετρομοκρατήθησαν και εζήτησαν συμφιλίωσιν με τον Ιωνάθαν. Αυτός έκαμε ειρήνην μαζή των, επήρεν όμως ως ομήρους τους υιούς των αρχόντων, τους οποίους και έστειλεν εις την Ιερουσαλήμ. Ετσι ο Ιωνάθαν περιήλθε με δόξαν πολλήν την χώραν μέχρι της Δαμασκού.

Α Μακ. 11,63      καὶ ἤκουσεν Ἰωνάθαν ὅτι παρῆσαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου εἰς Κάδης τὴν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μετὰ δυνάμεως πολλῆς βουλόμενοι μεταστῆσαι αὐτὸν τῆς χρείας.

Α Μακ. 11,63            Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τότε, ότι οι στρατηγοί του Δημητρίου είχαν έλθει εις Καδης της Γαλιλαίας με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν θέλοντες να εκτοπίσουν αυτόν από τας υποθέσστου κράτους των Συρων.

Α Μακ. 11,64      καὶ συνήντησεν αὐτοῖς, τὸν δὲ ἀδελφὸν αὐτοῦ Σίμωνα κατέλιπεν ἐν τῇ χώρᾳ.

Α Μακ. 11,64            Ο Ιωνάθαν εβάδισεν εναντίον των προς πόλεμον, αφού αφήκε τον αδελφόν του Σιμωνα εις την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 11,65      καὶ παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Βαιθσούρᾳ καὶ ἐπολέμει αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ συνέκλεισεν αὐτήν.

Α Μακ. 11,65            Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Βαιθσούρας, την επολέμησεν επί πολλάς ημέρας και την απέκλεισεν από παντού.

Α Μακ. 11,66      καὶ ἠξίωσαν αὐτὸν τοῦ δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἔθετο ἐπ᾿ αὐτῇ φρουράν.

Α Μακ. 11,66            Οι πολιορκούμενοι φοβηθέντες, όπως ήτο φυσικόν, τον παρεκάλεσαν να συνάψη ειρήνην με αυτούς. Ο Σιμων συνήψεν ειρήνην με αυτούς, αλλά τους υπεχρέωσε να εκκενώσουν την πόλιν, την οποίαν κατέλαβε και έθεσεν εις αυτήν ιδικήν του φρουράν.

Α Μακ. 11,67      καὶ Ἰωνάθαν καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ Γεννησάρ, καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ εἰς τὸ πεδίον Νασώρ.

Α Μακ. 11,67            Εν τω μεταξύ ο Ιωνάθαν και ο στρατός του εστρατοπέδευσαν εις την λίμνην της Γεννησαρέτ και την επομένην ημέραν λίαν πρωϊ εισήλθον εις την πεδιάδα Νασώρ.

Α Μακ. 11,68      καὶ ἰδοὺ παρεμβολὴ ἀλλοφύλων ἀπήντα αὐτῷ ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἐξέβαλον ἔνεδρον ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν τοῖς ὄρεσιν, αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν ἐξεναντίας.

Α Μακ. 11,68            Αίφνης στρατεύματα ειδωλολατρών εξήλθον εναντίον του εις την πεδιάδα και αφού είχαν ξεχωρίσει και τοποθετήσει εναντίον του μίαν ενέδραν εις τα όρη, οι άλλοι εβάδισαν κατ' ευθείαν εναντίον του.

Α Μακ. 11,69      τὰ δὲ ἔνεδρα ἐξανέστησαν ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν καὶ συνῆψαν πόλεμον. καὶ ἔφυγον οἱ παρὰ Ἰωνάθαν πάντες,

Α Μακ. 11,69            Οι στρατιώται της ενέδρας ανεπήδησαν αίφνης από τα κρησφύγετά των και συνήψαν μάχην. Ολοι οι άνδρες του Ιωνάθαν ετράπησαν εις φυγήν.

Α Μακ. 11,70      οὐδὲ εἷς κατελείφθη ἀπ᾿ αὐτῶν, πλὴν Ματταθίας ὁ τοῦ Ἀβεσσαλώμου καὶ Ἰούδας ὁ τοῦ Χαλφὶ ἄρχοντες τῆς στρατιᾶς τῶν δυνάμεων.

Α Μακ. 11,70            Κανείς από τους στρατιώτας του δεν έμεινε κοντά του, ει μη μόνον ο Ματταθίας υιός του Αβεσσαλώμου, και Ιούδας ο υιός του Χαλφί, στρατηγοί των στρατιωτικών του δυνάμεων.

Α Μακ. 11,71      καὶ διέῤῥηξεν Ἰωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ προσηύξατο.

Α Μακ. 11,71             Τατε ο Ιωνάθαν γεμάτος οδύνην διέρρηξε τα ιμάτιά του, έρριψε χώμα εις την κεφαλήν του και προσηυχήθη στον Θεόν.

Α Μακ. 11,72      καὶ ὑπέστρεψε πρὸς αὐτοὺς πολέμῳ καὶ ἐτροπώσατο αὐτούς, καὶ ἔφυγον.

Α Μακ. 11,72            Εστράφη εναντίον των εχθρών του εις την μάχην, τους κατετρόπωσε και τους ηνάγκασε να τραπούν εις φυγήν.

Α Μακ. 11,73      καὶ εἶδον οἱ φεύγοντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐδίωκον μετ᾿ αὐτοῦ ἕως Κάδης ἕως τῆς παρεμβολῆς αὐτῶν καὶ παρενέβαλον ἐκεῖ.

Α Μακ. 11,73            Οι άνδρες του, οι οποίοι είχαν φύγει, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν προς τον Ιωνάθαν και όλοι μαζή κατεδίωξαν τον εχθρόν μέχρι της Καδης, έως δηλαδή στο στρατόπεδόν των, όπου και εστρατοπέδευσαν.

Α Μακ. 11,74      καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἀλλοφύλων ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς ἄνδρας τρισχιλίους. καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Α Μακ. 11,74            Από τους αλλοφύλους έπεσαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες άνδρες. Επειτα από αυτά ο Ιωνάθαν επανήλθεν εις την Ιερουσαλήμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΜΕ ΤΗ ΡΩΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΠΑΡΤΗ  

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ Β' ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ

                                  Οι συμμαχίες του Ιωνάθαν με τη Ρώμη και τη Σπάρτη

Α Μακ. 12,1       Καὶ εἶδεν Ἰωνάθαν ὅτι ὁ καιρὸς αὐτῷ συνεργεῖ, καὶ ἐπέλεξεν ἄνδρας καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ῥώμην στῆσαι καὶ ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν.

Α Μακ. 12,1              Είδεν ο Ιωνάθαν, ότι αι περιστάσεις ήσαν δι' αυτόν ευνοϊκαί. Εξέλεξε, λοιπόν, μερικούς άνδρας και τους έστειλεν εις την Ρωμην να επικυρώση και ανανέωση την φιλίαν του με τους Ρωμαίους.

Α Μακ. 12,2       καὶ πρὸς Σπαρτιάτας καὶ τόπους ἑτέρους ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς κατὰ τὰ αὐτά.

Α Μακ. 12,2             Εστειλεν επίσης άλλους απεσταλμένους με επιστολάς, ομοίου περιεχομένου και προς τον αυτόν σκοπόν, στους Σπαρτιάτας και προς άλλας χώρας.

Α Μακ. 12,3       καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Ῥώμην καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ εἶπον· Ἰωνάθαν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἀπέστειλεν ἡμᾶς ἀνανεώσασθαι τὴν φιλίαν αὐτοῖς καὶ τὴν συμμαχίαν κατὰ τὸ πρότερον.

Α Μακ. 12,3              Ηλθαν, λοιπόν, εις την Ρωμην οι απεσταλμένοι του, εισήλθαν εις την σύγκλητον και είπαν· “ο αρχιερεύς Ιωνάθαν και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν να ανανεώσωμεν με σας την φιλίαν μας και την συμμαχίαν μας, όπως ήτο και προηγουμένως”.

Α Μακ. 12,4       καὶ ἔδωκαν ἐπιστολὰς αὐτοῖς πρὸς αὐτοὺς κατὰ τόπον, ὅπως προπέμπωσιν αὐτοὺς εἰς γῆν Ἰούδα μετ᾿ εἰρήνης.

Α Μακ. 12,4             Η σύγκλητος εδέχθη τας προτάσεις, συνήψε προς αυτούς συμφωνίαν και τους έδωκεν επιστολάς προς τους κατά τόπους Ρωμαίους άρχοντας, δια να τους προπέμπουν με ειρήνην και τιμήν εις την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 12,5       Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν ὧν ἔγραψεν Ἰωνάθαν τοῖς Σπαρτιάταις·

Α Μακ. 12,5              Αυτό δε είναι και το αντίγραφον της επιστολής, που έγραψεν ο Ιωνάθαν προς τους Σπαρτιάτας.

Α Μακ. 12,6       «Ἰωνάθαν ἀρχιερεὺς καὶ ἡ γερουσία τοῦ ἔθνους καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λοιπὸς δῆμος τῶν Ἰουδαίων Σπαρτιάταις τοῖς ἀδελφοῖς χαίρειν.

Α Μακ. 12,6             “Ο Ιωνάθαν, ο αρχιερεύς, και η γερουσία του έθνους, οι ιερείς και ο άλλος λαός των Ιουδαίων, χαιρετίζει τους αδελφούς Σπαρτιάτας.

Α Μακ. 12,7       ἔτι πρότερον ἀπεστάλησαν ἐπιστολαὶ πρὸς Ὀνίαν τὸν ἀρχιερέα παρὰ Δαρείου τοῦ βασιλεύοντος ἐν ὑμῖν ὅτι ἐστὲ ἀδελφοὶ ἡμῶν, ὡς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται.

Α Μακ. 12,7              Και προηγουμένως είχαν αποσταλή επιστολαί προς τον αρχιερέα μας τον Ονίαν εκ μέρους του Δαρείου, ο οποίος ήτο βασιλεύς εις σας, αι οποίαι εβεβαίωναν ότι είσθε αδελφοί μας, όπως μαρτυρεί και το επισυναπτόμενον αντίγραφαν.

Α Μακ. 12,8       καὶ ἐπεδέξατο Ὀνίας τὸν ἄνδρα τὸν ἀπεσταλμένον ἐνδόξως καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς διεσαφεῖτο περὶ συμμαχίας καὶ φιλίας.

Α Μακ. 12,8             Ο Ονίας εδέχθη τον άνδρα, που εστείλατε με πολλήν τιμήν, επήρε τας επιστολάς, εις τας οποίας εγίνετο σαφώς και ρητώς λόγος περί συμμαχίας και φιλίας μεταξύ μας.

Α Μακ. 12,9       καὶ ἡμεῖς οὖν ἀπροσδεεῖς τούτων ὄντες, παράκλησιν ἔχοντες τὰ βιβλία τὰ ἅγια τὰ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν,

Α Μακ. 12,9             Ημείς σήμερον, καίτοι δεν έχομεν ανάγκην αυτών των πραγμάτων, διότι ως παρηγορίαν και ενίσχυσιν έχομεν τα άγια βιβλία που ευρίσκονται εις τα χέρια μας,

Α Μακ. 12,10      ἐπειράθημεν ἀποστεῖλαι τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀδελφότητα καὶ φιλίαν ἀνανεώσασθαι πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν· πολλοὶ γὰρ καιροὶ διῆλθον ἀφ᾿ οὗ ἀπεστείλατε πρὸς ἡμᾶς.

Α Μακ. 12,10            εν τούτοις απεφασίσαμεν και αποστέλλομεν προς σας την πρεσβείαν αυτήν, δια να ανανεώσωμεν την αδελφικήν και φιλικήν μας αγάπην και να μη αποξενωθώμεν μεταξύ μας. Πολλοί χρόνοι έχουν παρέλθει από τότε, που σεις εστείλατε προς ημάς την πρότασιν της φιλίας.

Α Μακ. 12,11      ἡμεῖς οὖν ἐν παντὶ καιρῷ ἀδιαλείπτως ἔν τε ταῖς ἑορταῖς καὶ ταῖς λοιπαῖς καθηκούσαις ἡμέραις μιμνησκόμεθα ὑμῶν ἐφ᾿ ὧν προσφέρομεν θυσιῶν καὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς, ὡς δέον ἐστὶ καὶ πρέπον μνημονεύειν ἀδελφῶν·

Α Μακ. 12,11            Ημεις λοιπόν καθ' όλον τον καιρόν σας ενθυμούμεθα αδιαλείπτως κατά τας εορτάς μας και κατά τας άλλας καθιερωμένας εις λατρείαν του Θεού ημέρας, κατά τας θυσίας τας οποίας προσφέρομεν, και εις τας προσευχάς μας, όπως είναι δίκαιον και πρέπον να ενθυμούμεθα αδελφούς.

Α Μακ. 12,12      εὐφραινόμεθα δὲ ἐπὶ τῇ δόξῃ ὑμῶν.

Α Μακ. 12,12            Ευφραινόμεθα δε πληροφορούμενοι την δόξαν σας.

Α Μακ. 12,13      ἡμᾶς δὲ ἐκύκλωσαν πολλαὶ θλίψεις καὶ πόλεμοι πολλοί, καὶ ἐπολέμησαν ἡμᾶς οἱ βασιλεῖς οἱ κύκλῳ ἡμῶν.

Α Μακ. 12,13            Αλλά θλίψεις πολλαί και πόλεμοι πολλοί μας εκύκλωσαν, διότι μας επολέμησαν οι γύρω μας άρχοντες και λαοί.

Α Μακ. 12,14      καὶ οὐκ ἠβουλόμεθα οὖν παρενοχλεῖν ὑμῖν καὶ τοῖς λοιποῖς συμμάχοις καὶ φίλοις ἡμῶν ἐν τοῖς πολέμοις τούτοις·

Α Μακ. 12,14            Δεν ηθελήσαμεν όμως στους πολέμους αυτούς να παρενοχλήσωμεν σας και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας.

Α Μακ. 12,15      ἔχομεν γὰρ τὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθειαν βοηθοῦσαν ἡμῖν καὶ ἐῤῥύσθημεν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ ἐταπεινώθησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν.

Α Μακ. 12,15            Διότι έχομεν την βοήθειαν παρά του Θεού του ουρανού, που μας ενίσχυσε συνεχώς, και εγλυτώσαμεν από τους εχθρούς μας, οι δε εχθροί μας συνετρίβησαν και εξηυτελίσθησαν.

Α Μακ. 12,16      ἐπελέξαμεν οὖν Νουμήνιον Ἀντιόχου καὶ Ἀντίπατρον Ἰάσωνος καὶ ἀπεστάλκαμεν πρὸς Ῥωμαίους ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν καὶ συμμαχίαν τὴν προτέραν.

Α Μακ. 12,16            Δια τούτο, λοιπόν, εξελέξαμεν τον Νουμήνιον υιόν του Αντιόχου, και τον Αντίπατρον υιόν του Ιάσωνος, και τους εστείλαμεν στους Ρωμαίους, δια να ανανεώσωμεν την προηγουμένην μας προς αυτούς φιλίαν και συμμαχίαν.

Α Μακ. 12,17      ἐνετειλάμεθα οὖν αὐτοῖς καὶ πρὸς ὑμᾶς πορευθῆναι καὶ ἀσπάσασθαι ὑμᾶς καὶ ἀποδοῦναι ὑμῖν τὰς παρ᾿ ἡμῶν ἐπιστολὰς περὶ τῆς ἀνανεώσεως καὶ τῆς ἀδελφότητος ἡμῶν.

Α Μακ. 12,17            Τους εδώσαμεν δε την εντολήν να περάσουν και από σας, να σας χαιρετήσουν και να σας φέρουν την επιστολήν μας αυτήν, η οποία κάμνει λόγον δια την ανανέωσιν της αδελφικής μας αγάπης.

Α Μακ. 12,18      καὶ νῦν καλῶς ποιήσετε ἀντιφωνήσοντες ἡμῖν πρὸς ταῦτα».

Α Μακ. 12,18            Και τώρα καλώς θα πράξετε και σεις, να μας απαντήσετε εις τας προτάσεις μας αυτάς”.

Α Μακ. 12,19      Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν, ὧν ἀπέστειλαν Ὀνίᾳ·

Α Μακ. 12,19            Το αντιγράφον της επιστολής, την οποίαν οι Σπαρτιάται έστειλαν προς τον Ονίαν είναι το εξής·

Α Μακ. 12,20      «Ἄρειος βασιλεὺς Σπαρτιατῶν Ὀνίᾳ ἱερεῖ μεγάλῳ χαίρειν.

Α Μακ. 12,20           “Ο Αρειος ο βασιλεύς των Σπαρτιατών χαιρετίζει τον Ονίαν, τον μέγαν αρχιερέα.

Α Μακ. 12,21      εὑρέθη ἐν γραφῇ περί τε τῶν Σπαρτιατῶν καὶ Ἰουδαίων, ὅτι εἰσὶν ἀδελφοὶ καὶ ὅτι εἰσὶν ἐκ γένους Ἁβραάμ.

Α Μακ. 12,21            Ευρέθη εις κάποιο αρχαίον έγγραφον, ότι οι Σπαρτιάται και οι Ιουδαίοι είναι αδελφοί και ότι αμφότεροι κατάγονται από την γενεάν του Αβραάμ.

Α Μακ. 12,22      καὶ νῦν ἀφ᾿ οὗ ἔγνωμεν ταῦτα, καλῶς ποιήσετε γράφοντες ἡμῖν περὶ τῆς εἰρήνης ὑμῶν,

Α Μακ. 12,22           Και τώρα, αφού εμάθαμεν πλέον αυτά, καλώς θα πράξετε σεις να μας γράψετε σχετικώς με την ειρηνικήν και ευημερούσαν ζωήν σας.

Α Μακ. 12,23      καὶ ἡμεῖς δὲ ἀντιγράφομεν ὑμῖν τὰ κτήνη ὑμῶν καὶ ἡ ὕπαρξις ὑμῶν ἡμῖν ἐστι, καὶ τὰ ἡμῶν ὑμῖν ἐστιν. ἐντελλόμεθα οὖν ὅπως ἀπαγγείλωσιν ὑμῖν κατὰ ταῦτα».

Α Μακ. 12,23           Και ημείς επίσης σας γράφομεν, ότι τα ποίμνιά σας και όλα τα υπάρχοντά σας είναι ιδικά μας, και τα ιδικά μας είναι ιδικά σας. Εδώσαμεν δε εντολήν στους κομιστάς της επιστολής, να σας είπουν αυτά και προφορικώς”.

 

                                Οι μάχες του Ιωνάθαν με τον Δημήτριο Β’

Α Μακ. 12,24      Καὶ ἤκουσεν Ἰωνάθαν ὅτι ἐπέστρεψαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου μετὰ δυνάμεως πολλῆς ὑπὲρ τὸ πρότερον τοῦ πολεμῆσαι πρὸς αὐτόν.

Α Μακ. 12,24           Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη, ότι επέστρεψαν οι στρατηγοί του Δημητρίου με δύναμιν πολλήν, πολύ μεγαλυτέραν από κάθε άλλην φοράν, δια να πολεμήσουν εναντίον του.

Α Μακ. 12,25      καὶ ἀπῇρεν ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς εἰς τὴν Ἀμαθῖτιν χώραν· οὐ γὰρ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ.

Α Μακ. 12,25           Ο Ιωνάθαν ανεχώρησε με τον στρατόν του από την Ιερουσαλήμ, επροχώρησε προς συνάντησίν των εις την Αμαθίτιν χώραν, διότι δεν ηνέχθη να εισέλθουν και να πατήσουν αυτοί την χώραν του.

Α Μακ. 12,26      καὶ ἀπέστειλε κατασκόπους εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτῶν, καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ, ὅτι οὕτω τάσσονται ἐπιπεσεῖν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα.

Α Μακ. 12,26           Εστειλε δε και κατασκόπους στο στρατόπεδόν των, οι οποίοι επέστρεψαν και ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν, ότι οι Συροι παρατάσσονται, δια να επιπέσουν εναντίον των Ιουδαίων αιφνιδίως κατά την νύκτα.

Α Μακ. 12,27      ὡς δὲ ἔδυ ὁ ἥλιος, ἐπέταξεν Ἰωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ γρηγορεῖν καὶ εἶναι ἐπὶ τοῖς ὅπλοις καὶ ἑτοιμάζεσθαι εἰς πόλεμον δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς καὶ ἐξέβαλε προφύλακας κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς.

Α Μακ. 12,27           Οταν έδυσεν ο ήλιος, ο Ιωνάθαν έδωσε διαταγήν στους άνδρας του, να είναι άγρυπνοι με το όπλον εις τα χέρια των καθ' όλην την νύκτα έτοιμοι προς μάχην. Εβαλε δε και προχωρημένα φυλάκια γύρω από τον στρατόν του.

Α Μακ. 12,28      καὶ ἤκουσαν οἱ ὑπεναντίοι ὅτι ἡτοίμασται Ἰωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς πόλεμον, καὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἔπτηξαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν καὶ ἀνέκαυσαν πυρὰς ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτῶν.

Α Μακ. 12,28           Οι εχθροί επληροφορήθησαν, ότι ο Ιωνάθαν και ο στρατός του είναι έτοιμοι προς μάχην, εκυριεύθησαν από φόβον, εδειλίασεν η καρδία των, άναψαν φωτιές γύρω από το στρατόπεδόν των και ανεχώρησαν κρυφίως.

Α Μακ. 12,29      Ἰωνάθαν δὲ καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν ἕως πρωΐ, ἔβλεπον γὰρ τὰ φῶτα καιόμενα.

Α Μακ. 12,29           Ο Ιωνάθαν και οι στρατιώται του δεν αντελήφθησαν την αναχώρησιν των εχθρών των μέχρι της πρωΐας, διότι έβλεπαν τας πυράς να καίουν συνεχώς.

Α Μακ. 12,30      καὶ κατεδίωξεν Ἰωνάθαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ οὐ κατέλαβεν αὐτούς, διέβησαν γὰρ τὸν Ἐλεύθερον ποταμόν.

Α Μακ. 12,30           Οταν όμως αντελήφθησαν την αναχώρησίν των, τους κατεδίωξαν, δεν ηδυνήθησαν όμως να τους φθάσουν, διότι εκείνοι είχαν διαβή τον ποταμόν Ελεύθερον.

Α Μακ. 12,31      καὶ ἐξέκλινεν Ἰωνάθαν ἐπὶ τοὺς Ἄραβας τοὺς καλουμένους Ζαβαδαίους καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν.

Α Μακ. 12,31            Τοτε ο Ιωνάθαν εστράφη εναντίον των Αράβων των καλουμένων Ζαβαδαίων, τους εκτύπησε, τους ενίκησε και επήρεν από αυτούς λάφυρα.

Α Μακ. 12,32      καὶ ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Δαμασκὸν καὶ διώδευσεν ἐν πάσῃ τῇ χώρᾳ.

Α Μακ. 12,32           Παρέλαβε κατόπιν τον στρατόν του, ήλθεν εις την Δαμασκόν και περιώδευσεν όλην την χώραν νικητής.

Α Μακ. 12,33      καὶ Σίμων ἐξῆλθε καὶ διώδευσεν ἕως Ἀσκάλωνος καὶ τῶν πλησίον ὀχυρωμάτων, καὶ ἐξέκλινεν εἰς Ἰόππην καὶ προκατελάβετο αὐτήν·

Α Μακ. 12,33           Και ο Σιμων εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, διεπέρασε την χώραν έως την Ασκάλωνα και τας πλησίον οχυράς θέσεις. Επειτα εστράφη προς την Ιόππην, την οποίαν και κατέλαβε,

Α Μακ. 12,34      ἤκουσεν γὰρ ὅτι βούλονται τὸ ὀχύρωμα παραδοῦναι τοῖς παρὰ Δημητρίου· καὶ ἔθετο ἐκεῖ φρουράν, ὅπως φυλάσσωσιν αὐτήν.

Α Μακ. 12,34           διότι έμαθεν ότι οι κάτοικοί της ήθελαν να παραδώσουν το οχύρωμα στους άνδρας του Δημητρίου. Ο Σιμων ετοποθέτησεν ιδικήν του φρουράν, δια να φυλάσση την πόλιν.

 

                                 Τα οχυρωματικά έργα του Ιωνάθαν

Α Μακ. 12,35      καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν καὶ ἐξεκκλησίασε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ ἐβουλεύσατο μετ᾿ αὐτῶν τοῦ οἰκοδομῆσαι ὀχυρώματα ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ

Α Μακ. 12,35           Ο Ιωνάθαν, όταν επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, συνεκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, συνεσκέφθη μαζή με αυτούς και απεφάσισε να ανοικοδομήση οχυρωματικά έργα εις την Ιουδαίαν.

Α Μακ. 12,36      καὶ προσυψῶσαι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὑψῶσαι ὕψος μέγα ἀνὰ μέσον τῆς ἄκρας καὶ τῆς πόλεως εἰς τὸ διαχωρίζειν αὐτὴν τῆς πόλεως, ἵνα ᾖ αὕτη κατὰ μόνας, ὅπως μήτε ἀγοράζωσι μήτε πωλῶσι.

Α Μακ. 12,36           Να υψώση τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να ανοικοδομήση τείχος υψηλόν μεταξύ της ακροπόλεως και της πόλεως, ώστε να χωρίζη την ακρόπολιν από την πόλιν, δια να είναι εκείνη απομεμονωμένη, ώστε να μη ημπορούν ούτε να πωλούν εκεί ούτε να αγοράζουν.

Α Μακ. 12,37      καὶ συνήχθησαν τοῦ οἰκοδομεῖν τὴν πόλιν καὶ ἤγγισε τοῦ τείχους τοῦ χειμάῤῥου τοῦ ἐξ ἀπηλιώτου, καὶ ἐπεσκεύασαν τὸ καλούμενον Χαφεναθά.

Α Μακ. 12,37           Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, δια να ανοικοδομήσουν την πόλιν και ήρχισαν την ανοικοδόμησιν από του τείχους, το οποίον υψώνετο επάνω από τον χείμαρρον των Κέδρων προς ανατολάς και επεσκεύασαν το τμήμα το καλούμενον Χαφεναθά.

Α Μακ. 12,38      καὶ Σίμων ᾠκοδόμησε τὴν Ἀδιδὰ ἐν τῇ Σεφήλᾳ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν καὶ ἐπέστησε θύρας καὶ μοχλούς.

Α Μακ. 12,38           Και ο Σιμων ανοικοδόμησε και ωχύρωσε την πόλιν Αδιδά εις την πεδιάδα Σεφήλα και έθεσεν εις τα τείχη της θύρας και μοχλούς.

 

                                   Ο Τρύφων συλλαμβάνει με δολιότητα τον Ιωνάθαν

Α Μακ. 12,39      Καὶ ἐζήτησε Τρύφων βασιλεῦσαι τῆς Ἀσίας καὶ περιθέσθαι τὸ διάδημα καὶ ἐκτεῖναι χεῖρα ἐπὶ Ἀντίοχον τὸν βασιλέα.

Α Μακ. 12,39           Ο Τρύφων επεδίωξε να γίνη βασιλεύς της Ασίας, να φορέση το βασιλικόν διάδημα και να απλώση φονικήν την χείρα του εναντίον του βασιλέως Αντιόχου.

Α Μακ. 12,40      καὶ ἐφοβήθη μήποτε οὐκ ἐάσῃ αὐτὸν Ἰωνάθαν καὶ μήποτε πολεμήσῃ πρὸς αὐτόν, καὶ ἐζήτει πόρον τοῦ συλλαβεῖν τὸν Ἰωνάθαν τοῦ ἀπολέσαι αὐτόν, καὶ ἀπάρας ἦλθεν εἰς Βαιθσάν.

Α Μακ. 12,40           Επειδή όμως εφοβήθη, μήπως δεν τον αφήση ο Ιωνάθαν να πραγματοποιήση το όλον σχέδιόν του και μήπως φθάση μέχρι πολέμου εναντίον αυτού, εζήτει να συλλάβη τον Ιωνάθαν και να τον φονεύση. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεκίνησε και ήλθεν εις Βαιθσάν.

Α Μακ. 12,41      καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ ἐν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ἀνδρῶν ἐπιλελεγμέναις εἰς παράταξιν καὶ ἦλθεν εἰς Βαιθσάν.

Α Μακ. 12,41            Ο Ιωνάθαν εξήλθε προς συνάντησίν του με σαράντα χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας και ήλθεν εις την Βαιθσάν.

Α Μακ. 12,42      καὶ εἶδε Τρύφων ὅτι πάρεστιν Ἰωνάθαν μετὰ δυνάμεως πολλῆς, καὶ ἐκτεῖναι χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν εὐλαβήθη,

Α Μακ. 12,42           Ο Τρύφων, όταν είδεν ότι ο Ιωνάθαν ήλθε με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, εφοβήθη να απλώση δολοφονικήν χείρα εναντίον του.

Α Μακ. 12,43      καὶ ἐπεδέξατο αὐτὸν ἐνδόξως καὶ συνέστησεν αὐτὸν πᾶσι τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόματα καὶ ἐπέταξε ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ ὑπακούειν αὐτῷ ὡς ἑαυτῷ.

Α Μακ. 12,43           Αντιθέτως τον υπεδέχθη με πολλάς τιμάς, τον συνέστησεν εις όλους τους φίλους του, του προσέφερεν δώρα και έδωσεν εντολήν εις τας στρατιωτικάς του δυνάμεις να υπακούουν εις εκείνον, ως προς αυτόν τον ίδιον.

Α Μακ. 12,44      καὶ εἶπε τῷ Ἰωνάθαν· ἱνατί ἔκοψας πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, πολέμου μὴ ἐνεστηκότος ἡμῖν;

Α Μακ. 12,44           Είπε δε στον Ιωνάθαν· “διατί εταλαιπώρησες όλον αυτόν τον λαόν, ενώ δεν υπάρχει πόλεμος μεταξύ μας;

Α Μακ. 12,45      καὶ νῦν ἀπόστειλον αὐτοὺς εἰς τοὺς οἴκους αὐτῶν, ἐπίλεξαι δὲ σεαυτῷ ἄνδρας ὀλίγους, οἵτινες ἔσονται μετὰ σοῦ, καὶ δεῦρο μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Πτολεμαΐδα, καὶ παραδώσω σοι αὐτὴν καὶ τὰ λοιπὰ ὀχυρώματα καὶ τὰς δυνάμεις τὰς λοιπὰς καὶ πάντας τοὺς ἐπὶ τῶν χρειῶν, καὶ ἐπιστρέψας ἀπελεύσομαι· τούτου γὰρ χάριν πάρειμι.

Α Μακ. 12,45           Και τώρα στείλε τους στρατιώτας σου εις τα σπίτια των και διάλεξε δια τον εαυτόν σου ολίγους μόνον άνδρας, οι οποίοι θα είναι πάντοτε μαζή σου και έλα μαζή μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να παραδώσω εκεί εις σε αυτήν, όλα τα οχυρώματά της, τας υπολοίπους στρατιωτικάς δυνάμεις, που ευρίσκονται εκεί και όλους τους βασιλικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους. Επειτα δε εγώ θα επανέλθω εις την Αντιόχειαν. Δια τούτο άλλως τε και έχω έλθει”.

Α Μακ. 12,46      καὶ ἐμπιστεύσας αὐτῷ ἐποίησε καθὼς εἶπε, καὶ ἐξαπέστειλε τὰς δυνάμεις, καὶ ἀπῆλθον εἰς γῆν Ἰούδα.

Α Μακ. 12,46           Ο Ιωνάθαν έδωσεν εμπιστοσύνην εις τα λόγια εκείνου, έκαμε όπως του είπεν ο Τρύφων, και απέλυσε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, αι οποίαι και επανήλθαν εις την Ιουδαίαν.

Α Μακ. 12,47      κατέλιπε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἄνδρας τρισχιλίους, ὧν δισχιλίους ἀφῆκεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, χίλιοι δὲ συνῆλθον αὐτῷ.

Α Μακ. 12,47           Αφήκε δε μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας, από τους οποίους τας δύο χιλιάδας αφήκεν εις την Γαλιλαίαν, ενώ τους άλλους χιλίους επήρε μαζή του.

Α Μακ. 12,48      ὡς δὲ εἰσῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς Πτολεμαΐδα, ἀπέκλεισαν οἱ Πτολεμαεῖς τὰς πύλας καὶ συνέλαβον αὐτόν, καὶ πάντας τοὺς εἰσελθόντας μετ᾿ αὐτοῦ ἀπέκτειναν ἐν ῥομφαίᾳ.

Α Μακ. 12,48           Αμέσως όμως μόλις ο Ιωνάθαν εισήλθεν εις την Πτολεμαΐδα, έκλεισαν οι κάτοικοί της τας πύλας της πόλεως, συνέλαβαν αυτόν και όλους εκείνους, που είχαν εισέλθει μαζή του, και τους εφόνευσαν με ρομφαίαν.

Α Μακ. 12,49      καὶ ἀπέστειλε Τρύφων δυνάμεις καὶ ἵππον εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸ πεδίον τὸ μέγα τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς παρὰ Ἰωνάθαν.

Α Μακ. 12,49           Ο Τρύφων έστειλε τότε πεζικόν στρατόν και ιππικόν εις την Γαλιλαίαν, εις την μεγάλην πεδιάδα, με τον σκοπόν να εξολοθρεύση όλους τους άνδρας του Ιωνάθαν.

Α Μακ. 12,50      καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι συνελήφθη Ἰωνάθαν καὶ ἀπόλωλε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ παρεκάλεσαν ἑαυτοὺς καὶ ἐπορεύοντο συνεστραμμένοι ἕτοιμοι εἰς πόλεμον.

Α Μακ. 12,50           Εκείνοι όμως είχαν πληροφορηθή, ότι ο Ιωνάθαν συνελήφθη και εφονεύθη μαζή με τους στρατιώτας, που είχε μαζή του. Ενισχύθησαν μεταξύ των και αλληλοενεθαρρύνθησαν και έτσι επορεύοντο μετά θάρρους συντεταγμένοι, έτοιμοι δια τον πόλεμον.

Α Μακ. 12,51      καὶ εἶδον οἱ διώκοντες ὅτι περὶ ψυχῆς αὐτοῖς ἐστι, καὶ ἐπέστρεψαν.

Α Μακ. 12,51            Οι στρατιώται του Τρύφωνος, που είχαν έλθει δια να τους καταδιώξουν, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν, δια να υπερασπίσουν την ζωήν των, επανήλθαν προς τον Τρύφωνα.

Α Μακ. 12,52      καὶ ἦλθον πάντες μετ᾿ εἰρήνης εἰς γῆν Ἰούδα καὶ ἐπένθησαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐπένθησε πᾶς Ἰσραὴλ πένθος μέγα.

Α Μακ. 12,52           Ολοι αυτοί οι Ιουδαίοι στρατιώται επανήλθον ασφαλείς εις την Ιουδαίαν και εκεί επένθησαν τον Ιωνάθαν και όλους τους άνδρας, που είχαν φονευθή μαζή του. Αλλά κατέλαβε τους Ισραηλίτας φόβος μεγάλος. Ολος ο ισραηλιτικός λαός εβυθίσθη εις πένθος μέγα δια τον Ιωνάθαν.

Α Μακ. 12,53      καὶ ἐζήτησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν ἐκτρίψαι αὐτούς· εἶπαν γάρ· οὐκ ἔχουσιν ἄρχοντα καὶ βοηθοῦντα· νῦν οὖν πολεμήσωμεν αὐτοὺς καὶ ἐξάρωμεν ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν.

Α Μακ. 12,53           Τοτε όλα τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη εζήτησαν να εξοντώσουν τους Ισραηλίτας. Διότι είπαν· “αυτοί δεν έχουν πλέον αρχηγόν να τους βοηθήση. Τωρα, λοιπόν, ας πολεμήσωμεν εναντίον των και ας εξολοθρεύσωμεν εκ μέσου των ανθρώπων και την ανάμνησίν των ακόμη”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16