ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 1-2

 

 

Η ΜΑΚΚΑΒΑΪΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ - Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΜΑΤΤΑΘΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Δ' ΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ  

ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΜΕΤΡΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ

                             Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του

Α Μακ. 1,1         Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ πατάξαι Ἀλέξανδρον τὸν Φιλίππου τὸν Μακεδόνα, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς Χεττειείμ, καὶ ἐπάταξε τὸν Δαρεῖον βασιλέα Περσῶν καὶ Μήδων καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ πρότερος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα.

Α Μακ. 1,1                 Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου, ο Μακεδών, έπειτα από την νίκην του εναντίον των Περσών, κατά την οποίαν ενίκησε τον βασιλέα των Περσών και των Μηδων Δαρείον, εξώρμησεν από την χώραν των Χετταίων και έγινε βασιλεύς αντί εκείνου εις τας χώρας αυτάς, αφού προηγουμένως είχε γίνει βασιλεύς ολοκλήρου της Ελλάδος.

Α Μακ. 1,2         καὶ συνεστήσατο πολέμους πολλοὺς καὶ ἐκράτησεν ὀχυρωμάτων πολλῶν καὶ ἔσφαξε βασιλεῖς τῆς γῆς·

Α Μακ. 1,2                Διεξήγαγε πολλούς επιτυχείς πολέμους, έγινε κύριος πολλών φρουρίων και εθανάτωσε βασιλείς πολλών χωρών.

Α Μακ. 1,3         καὶ διῆλθεν ἕως ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἔλαβε σκῦλα πλήθους ἐθνῶν. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ ὑψώθη, καὶ ἐπήρθη ἡ καρδία αὐτοῦ.

Α Μακ. 1,3                Εφθασεν έως τα άκρα της οικουμένης και επήρε λάφυρα από πολλούς λαούς. Ολος δε ο τότε γνωστός κόσμος υπετάχθη εις αυτόν και ησύχασεν από τους πολέμους. Αυτός δε εδοξάσθη, αλλά η καρδία του εκυριεύθη από υπερηφάνειαν.

Α Μακ. 1,4         καὶ συνήγαγε δύναμιν ἰσχυρὰν σφόδρα καὶ ἦρξε χωρῶν καὶ ἐθνῶν καὶ τυράννων, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ εἰς φόρον.

Α Μακ. 1,4                Συνεκέντρωσε στρατόν πολύ ισχυρόν, έγινεν άρχων χωρών, εθνών και βασιλέων, που έγιναν φόρου υποτελείς εις αυτόν.

Α Μακ. 1,5         καὶ μετὰ ταῦτα ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κοίτην καὶ ἔγνω ὅτι ἀποθνήσκει.

Α Μακ. 1,5                Μετά ταύτα όμως ησθένησεν, έπεσεν εις την κλίνην της ασθενείας του και ήσθάνθη, ότι επρόκειτο να αποθάνη.

Α Μακ. 1,6         καὶ ἐκάλεσε τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς ἐνδόξους τοὺς συντρόφους αὐτοῦ ἀπὸ νεότητος καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ἔτι ζῶντος αὐτοῦ.

Α Μακ. 1,6                Εκάλεσε πλησίον του τους πλέον ενδόξους από τους αυλικούς του και τους συντρόφους του από την νεότητά του, και διεμοίρασεν εις αυτούς την βασιλείαν του, καθ' ον χρόνον ακόμη εζούσεν.

Α Μακ. 1,7         καὶ ἐβασίλευσεν Ἀλέξανδρος ἔτη δώδεκα καὶ ἀπέθανε.

Α Μακ. 1,7                Ο μέγας Αλέξανδρος εβασίλευσεν επί δώδεκα έτη και κατόπιν απέθανεν.

Α Μακ. 1,8         καὶ ἐπεκράτησαν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ.

Α Μακ. 1,8                Αξιωματούχοι του εγκατεστάθησαν ως άρχοντες πλέον, ο καθένας εις την επαρχίαν του.

Α Μακ. 1,9         καὶ ἐπέθεντο πάντες διαδήματα μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτὸν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ὀπίσω αὐτῶν ἔτη πολλὰ καὶ ἐπλήθυναν κακὰ ἐν τῇ γῇ.

Α Μακ. 1,9                Ολοι αυτοί μετά τον θάνατον του μεγάλου Αλεξάνδρου έθεσαν εις την κεφαλήν των βασιλικά διαδήματα, δείγματα της εξουσίας των, και έπειτα από αυτούς τα παιδιά των επί έτη πολλά. Ολοι όμως αυτοί κατά το διάστημα της βασιλείας των επροξένησαν πολλάς συμφοράς εις την οικουμένην.

Α Μακ. 1,10       καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῶν ῥίζα ἁμαρτωλὸς Ἀντίοχος Ἐπιφανής, υἱὸς Ἀντιόχου βασιλέως, ὃς ἦν ὅμηρα ἐν τῇ Ῥώμῃ· καὶ ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει ἑκατοστῷ καὶ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ βασιλείας Ἑλλήνων.

Α Μακ. 1,10              Από αυτούς εβγήκε μία ρίζα πολύ αμαρτωλή, Αντίοχος ο Επιφανής, υιός του βασιλέως Αντιόχου, ο οποίος ήτο προηγουμένως όμηρος εις την Ρωμην. Αυτός έγινε βασιλεύς κατά το εκατοστόν τριακοστόν έβδομον έτος της βασιλείας των Ελλήνων Σελευκιδών.

 

                                  Οι νίκες και οι βαρβαρότητες του Αντιόχου του Επιφανούς

Α Μακ. 1,11       Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθον ἐξ Ἰσραὴλ υἱοὶ παράνομοι καὶ ἀνέπεισαν πολλοὺς λέγοντες· πορευθῶμεν καὶ διαθώμεθα διαθήκην μετὰ τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν, ὅτι ἀφ᾿ ἧς ἐχωρίσθημεν ἀπ᾿ αὐτῶν, εὗρεν ἡμᾶς κακὰ πολλά.

Α Μακ. 1,11               Κατά τους χρόνους εκείνους παρουσιάσθησαν από τον λαόν των Ισραηλιτών μερικοί άνδρες παράνομοι, καταφρονηταί του θείου Νομου, οι οποίοι με τας δημαγωγίας των παρέσυραν πολλούς άλλους, στους οποίους και έλεγον· “ας πάμε να κάμωμεν συνθήκην φιλίας με τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκονται γύρω μας, διότι από την εποχήν, που εχωρίσθημεν από αυτά, μας ευρήκαν μεγάλαι συμφοραί”.

Α Μακ. 1,12       καὶ ἠγαθύνθη ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν,

Α Μακ. 1,12              Ο λόγος αυτός ήρεσεν στους Ισραηλίτας.

Α Μακ. 1,13       καὶ προεθυμήθησάν τινες ἀπὸ τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν ποιῆσαι τὰ δικαιώματα τῶν ἐθνῶν.

Α Μακ. 1,13              Μερικοί δε από τον Ιουδαϊκόν λαόν επροθυμοποιήθησαν και μετέβησαν προς τον βασιλέα των Ελλήνων, τον Αντίοχον, ο οποίος και παρεχώρησεν εις αυτούς το δικαίωμα να ζουν σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα των ειδωλολατρικών λαών.

Α Μακ. 1,14       καὶ ᾠκοδόμησαν γυμνάσιον ἐν Ἱεροσολύμοις κατὰ τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν

Α Μακ. 1,14              Εκτισαν δε και γυμναστήριον με γήπεδον αθλήσεων εις τα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με τα έθιμα των ειδωλολατρικών εθνών.

Α Μακ. 1,15       καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς ἀκροβυστίας καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ διαθήκης ἁγίας καὶ ἐζευγίσθησαν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐπράθησαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρόν.

Α Μακ. 1,15              Εξήλειψαν (δια χειρουργικής επεμβάσεως) τας περιτομάς των, ώστε να φαίνωνται απερίτμητοι, όπως οι εθνικοί, απεμακρύνθησαν από την αγίαν Διαθήκην, που είχαν συνάψει με τον Θεόν, έγιναν ομόζυγοι και ομόψυχοι με τους ειδωλολατρικούς λαούς. Ψυχή και σώματι διέπραττον το κακόν, ώστε έγιναν πλέον δούλοι εις αυτό.

Α Μακ. 1,16       Καὶ ἡτοιμάσθη ἡ βασιλεία ἐναντίον Ἀντιόχου, καὶ ὑπέβαλε βασιλεῦσαι τῆς Αἰγύπτου, ὅπως βασιλεύσῃ ἐπὶ τὰς δύο βασιλείας.

Α Μακ. 1,16              Οταν ο Αντίοχος εστερέωσε την βασιλείαν του εις την Συρίαν, εσκέφθη και απεφάσισε να βασιλεύση και επί της Αιγύπτου, δια να γίνη έτσι βασιλεύς εις δύο βασίλεια, της Συρίας και της Αιγύπτου.

Α Μακ. 1,17       καὶ εἰσῆλθεν εἰς Αἴγυπτον ἐν ὄχλῳ βαρεῖ, ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἐλέφασι καὶ ἐν ἱππεῦσι καὶ ἐν στόλῳ μεγάλῳ

Α Μακ. 1,17              Επήλθε λοιπόν εναντίον της Αιγύπτου με πολύν στρατόν, με άρματα, με ελέφαντας, με ιππικόν και με πολυάριθμα πολεμικά πλοία.

Α Μακ. 1,18       καὶ συνεστήσαντο πόλεμον πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα Αἰγύπτου· καὶ ἐνετράπη Πτολεμαῖος ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἔφυγε, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί.

Α Μακ. 1,18              Συνήψε δε πόλεμον εναντίον του Πτολεμαίου βασιλέως της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος ενικήθη και κατετροπώθη από τον Αντίοχον, ετράπη εις φυγήν και πολλοί από τους ανθρώπους του έπεσαν νεκροί.

Α Μακ. 1,19       καὶ κατελάβοντο τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα γῆς Αἰγύπτου.

Α Μακ. 1,19              Οι Συροι εκυρίευσαν οχυράς θέσεις εις την Αίγυπτον, ο δε Αντίοχος ελαφυραγώγησε την χώραν της Αιγύπτου.

Α Μακ. 1,20       καὶ ἐπέστρεψεν Ἀντίοχος μετὰ τὸ πατάξαι Αἴγυπτον ἐν τῷ ἑκατοστῷ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ τρίτῳ ἔτει καὶ ἀνέβη ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἀνέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ.

Α Μακ. 1,20             Ο Αντίοχος, αφού κατενίκησε και εκυρίευσε την Αίγυπτον κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν τρίτον έτος, επέστρεψε και εβάδισεν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Ανέβηκεν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν.

Α Μακ. 1,21       καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ ἁγίασμα ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἔλαβε τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν καὶ τὴν λυχνίαν τοῦ φωτὸς καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς

Α Μακ. 1,21              Εισήλθε με μεγάλην αλαζονείαν και αυθάδειαν στον ιερόν ναόν, επήρε το χρυσούν θυσιαστήριον, την επτάφωτον χρυσήν λυχνίαν που εφώτιζε τον ναόν, και όλα τα ιερά αυτής εξαρτήματα.

Α Μακ. 1,22       καὶ τὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως καὶ τὰ σπονδεῖα καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς θυΐσκας τὰς χρυσᾶς καὶ τὸ καταπέτασμα καὶ τοὺς στεφάνους καὶ τὸν κόσμον τὸν χρυσοῦν τὸν κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ καὶ ἐλέπισε πάντα.

Α Μακ. 1,22             Επήρεν επίσης, την τράπεζαν της προθέσεως, τα ιερά ποτήρια, τας ιεράς φιάλας, τα χρυσά μικρά θυμιατήρια, το καταπέτασμα, τους στεφάνους και όλα τα κοσμήματα τα χρυσά, τα οποία ευρίσκοντο στον ναόν. Ολα αυτά τα κατέκοψεν εις μικρά κομμάτια.

Α Μακ. 1,23       καὶ ἔλαβε τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ καὶ ἔλαβε τοὺς θησαυροὺς τοὺς ἀποκρύφους, οὓς εὗρε·

Α Μακ. 1,23              Επήρεν επίσης τον άργυρον και τον χρυσόν, τα ιερά λαμπρά πολύτιμα σκεύη, επήρε τους κρυμμένους θησαυρούς, τους οποίους κατώρθωσε να ανεύρη.

Α Μακ. 1,24       καὶ λαβὼν πάντα ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. καὶ ἐποίησε φονοκτονίαν καὶ ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν μεγάλην.

Α Μακ. 1,24             Αφού, λοιπόν, ελαφυραγώγησεν όλα αυτά, έφυγε δια την χώραν του, αφού προηγουμένως εφόνευσε πολλούς και ωμίλησε με μεγάλην αλαζονείαν κατά των Ιουδαίων.

Α Μακ. 1,25       καὶ ἐγένετο πένθος μέγα ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν παντὶ τόπῳ αὐτῶν.

Α Μακ. 1,25              Εξ αιτίας των συμφορών αυτών βαρύ πένθος ηπλώθη επί όλων των Ισραηλιτών εις όλας αυτών τας χώρας.

Α Μακ. 1,26       καὶ ἐστέναξαν ἄρχοντες καὶ πρεσβύτεροι, παρθένοι καὶ νεανίσκοι ἠσθένησαν, καὶ τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν ἠλλοιώθη.

Α Μακ. 1,26             Οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι εστέναξαν βαθύτατα. Αι παρθένοι και οι νεαροί άνδρες έχασαν την δύναμίν των, η ωραιότης των γυναικών ηλλοιώθη.

Α Μακ. 1,27       πᾶς νυμφίος ἀνέλαβε θρῆνον, καὶ καθημένη ἐν παστῷ ἐγένετο ἐν πένθει.

Α Μακ. 1,27              Καθε νεόνυμφος ανήρ ανέλαβε θρήνον και κάθε νεόνυμφος γυναίκα έπεσεν εις πένθος, καθημένη στον νυμφικόν της θάλαμον.

Α Μακ. 1,28       καὶ ἐσείσθη ἡ γῆ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας αὐτήν, καὶ πᾶς ὁ οἶκος Ἰακὼβ ἐνεδύσατο αἰσχύνην.

Α Μακ. 1,28             Και αυτή ακόμη η χώρα των Ιουδαίων, ως εάν συνέπασχε με τας συμφοράς των κατοίκων της, συνεκλονίσθη, διότι όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ εβυθίσθησαν εις την εντροπήν.

 

                               Τα σκληρά μέτρα του Αντιόχου κατά των Ιουδαίων

Α Μακ. 1,29       Καὶ μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ἄρχοντα φορολογίας εἰς τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ ἦλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ.

Α Μακ. 1,29             Μετά δύο έτη ο βασιλεύς Αντίοχος έστειλεν εις τας πόλεις της Ιουδαίας άρχοντα, δια να τας φορολογήση. Αυτός δε ο ίδιος ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ με πολύν στρατόν.

Α Μακ. 1,30       καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς λόγους εἰρηνικοὺς ἐν δόλῳ, καὶ ἐνεπίστευσαν αὐτῷ. καὶ ἐπέπεσεν ἐπὶ τὴν πόλιν ἐξάπινα καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν πληγὴν μεγάλην καὶ ἀπώλεσε λαὸν πολὺν ἐξ Ἰσραήλ.

Α Μακ. 1,30              Ωμίλησε προς τους Ιουδαίους, με πολλήν δολιότητα, λόγους, ειρηνικούς. Οι Ιουδαίοι έδωσαν εμπιστοσύνην εις αυτόν. Επειτα όμως εκείνος επέπεσεν αιφνιδίως εναντίον της πόλεως, επέφερε μεγάλην σφαγήν στους κατοίκους της και εξώντωσε πολλούς από τον ιουδαϊκόν λαόν.

Α Μακ. 1,31       καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα τῆς πόλεως καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν πυρὶ καὶ καθεῖλε τοὺς οἴκους αὐτῆς καὶ τὰ τείχη αὐτῆς κύκλῳ.

Α Μακ. 1,31              Ελαφυραγώγησε την πόλιν, την παρέδωσεν στο πυρ, εκρήμνισε τας οικίας της και τα τείχη της ολόγυρα.

Α Μακ. 1,32       καὶ ᾐχμαλώτευσαν τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα, καὶ τὰ κτήνη ἐκληρονόμησαν.

Α Μακ. 1,32              Οι στρατιώται του επήραν αιχμαλώτους πολλάς γυναίκας και παιδιά και επήραν υπό την κατοχήν των τα ζώα της περιοχής.

Α Μακ. 1,33       καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πόλιν Δαυὶδ τείχει μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ, πύργοις ὀχυροῖς, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄκραν.

Α Μακ. 1,33              Επειτα οι Συροι στρατιώται έκτισαν γύρω από την παλαιάν πόλιν του Δαυίδ μεγάλα και ισχυρά τείχη με ισχυρούς επίσης πύργους, και έτσι έγιναν κύριοι της ακροπόλεως.

Α Μακ. 1,34       καὶ ἔθηκαν ἐκεῖ ἔθνος ἁμαρτωλόν, ἄνδρας παρανόμους, καὶ ἐνίσχυσαν ἐν αὐτῇ.

Α Μακ. 1,34              Ετοποθέτησαν εκεί φρουράν από ειδωλολάτρας, από ανθρώπους αμαρτωλούς και εξωμότας Ιουδαίους, και κατέστησαν ούτω οχυράν ακρόπολιν των το φρούριον τούτο.

Α Μακ. 1,35       καὶ παρέθεντο ὅπλα καὶ τροφὰς καὶ συναγαγόντες τὰ σκῦλα Ἱερουσαλὴμ ἀπέθεντο ἐκεῖ, καὶ ἐγένοντο εἰς μεγάλην παγίδα.

Α Μακ. 1,35              Εκεί συνεκέντρωσαν όπλα και τροφάς, έβαλαν επίσης και όλα τα λάφυρα, τα οποία είχαν λαφυραγωγήσει από την πόλιν Ιερουσαλήμ. Ετσι δε αυτή η ακρόπολις έγινε πολύ επικίνδυνος περιοχή δια τους Ισραηλίτας.

Α Μακ. 1,36       καὶ ἐγένετο εἰς ἔνεδρον τῷ ἁγιάσματι καὶ εἰς διάβολον πονηρὸν τῷ Ἰσραὴλ διαπαντός.

Α Μακ. 1,36              Ακόμη περισσότερον έγινε φοβερόν ορμητήριον εναντίον του ιερού ναού και παντοτεινός τρομερός εχθρός δια τους Ισραηλίτας.

Α Μακ. 1,37       καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον κύκλῳ τοῦ ἁγιάσματος καὶ ἐμόλυναν τὸ ἁγίασμα.

Α Μακ. 1,37              Από εκεί οι Συροι στρατιώται έπλητταν τους Ισραηλίτας και τους προσκυνητάς, έχυναν αθώον αίμα γύρω από το θυσιαστήριον και εμόλυναν τον ιερόν αυτόν χώρον,

Α Μακ. 1,38       καὶ ἔφυγον οἱ κάτοικοι Ἱερουσαλὴμ δι᾿ αὐτούς, καὶ ἐγένετο κατοικία ἀλλοτρίων· καὶ ἐγένετο ἀλλοτρία τοῖς γενήμασιν αὐτῆς, καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἐγκατέλιπον αὐτήν.

Α Μακ. 1,38              Οι κάτοικοι, εξ αιτίας των συμφορών αυτών, έφευγαν και έτσι η Ιερουσαλήμ έμεινεν ως κατοικητήριον των ειδωλολατρικών λαών. Εγινε ξένη δι' εκείνους, οι οποίοι είχον γεννηθή εις αυτήν, διότι τα τέκνα της την εγκατέλειψαν και έφυγαν.

Α Μακ. 1,39       τὸ ἁγίασμα αὐτῆς ἠρημώθη ὡς ἔρημος, αἱ ἑορταὶ αὐτῆς ἐστράφησαν εἰς πένθος, τὰ σάββατα αὐτῆς εἰς ὀνειδισμόν, ἡ τιμὴ αὐτῆς εἰς ἐξουδένωσιν.

Α Μακ. 1,39              Ο ναός της έμεινεν έρημος από ανθρώπους, όπως η ακατοίκητος έρημος. Αι εορταί της μετεστράφησαν εις ημέρας πένθους και τα ιερά αυτής Σαββατα έγιναν αντικείμενα χλευασμού. Καθε τι, το οποίον εθεωρείτο τίμιον δι' αυτούς, έγινεν αντικείμενον εξουδενώσεως.

Α Μακ. 1,40       κατὰ τὴν δόξαν αὐτῆς ἐπληθύνθη ἡ ἀτιμία αὐτῆς, καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἐστράφη εἰς πένθος.

Α Μακ. 1,40             Οση άλλοτε ήτο η λαμπρότης και η δόξα της, τόση έγινε τώρα η καταφρόνησίς της, το δε μεγαλείον της μετεστράφη εις πένθος.

Α Μακ. 1,41       Καὶ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ εἷναι πάντας εἰς λαὸν ἕνα

Α Μακ. 1,41              Ο βασιλεύς Αντίοχος εκοινοποίησε διάταγμα προς όλον το βασίλειόν του, δια του οποίου διέτασσε να γίνουν όλοι οι λαοί ένας λαός,

Α Μακ. 1,42       καὶ ἐγκαταλιπεῖν ἕκαστον τὰ νόμιμα αὐτοῦ. καὶ ἐπεδέξατο πάντα τὰ ἔθνη κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 1,42             και να εγκαταλείψουν ο καθένας από αυτούς τους ιδικούς του νόμους. Ολα τα άλλα έθνη εδέχθησαν την απόφασιν αυτήν του βασιλέως,

Α Μακ. 1,43       καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ εὐδόκησαν τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ ἔθυσαν τοῖς εἰδώλοις καὶ ἐβεβήλωσαν τὸ σάββατον.

Α Μακ. 1,43              όπως επίσης και πολλοί από τους Ισραηλίτας συγκατετέθησαν να ακολουθήσουν την θρησκείαν του Αντιόχου, εθυσίασαν εις τα είδωλα και εβεβήλωσαν την αργίαν του Σαββάτου.

Α Μακ. 1,44       καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς βιβλία ἐν χειρὶ ἀγγέλων εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα πορευθῆναι ὀπίσω νομίμων ἀλλοτρίων τῆς γῆς

Α Μακ. 1,44             Ο βασιλεύς Αντίοχος έστειλε με αγγελιαφόρους του επιστολάς εις την Ιερουσαλήμ και εις τας άλλας πόλεις των Ιουδαίων διατάσσων όλους, να συμμορφωθούν με τους νόμους και τας συνηθείας των ξένων, που κατοικούσαν εις την χώραν των.

Α Μακ. 1,45       καὶ κωλῦσαι ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίαν καὶ σπονδὴν ἐκ τοῦ ἁγιάσματος καὶ βεβηλῶσαι σάββατα καὶ ἑορτὰς

Α Μακ. 1,45              Διέταξεν ακόμη να παύσουν την προσφοράν των ολοκαυτωμάτων, τας άλλας θυσίας, τας σπονδάς στον ναόν του Θεού και να καταργήσουν την αργίαν του Σαββάτου, όπως και όλας τας άλλας ιδικάς των εορτάς.

Α Μακ. 1,46       καὶ μιᾶναι ἁγίασμα καὶ ἁγίους,

Α Μακ. 1,46             Να μολύνουν τον ιερόν ναόν και τους προσερχομένους εις αυτόν πιστούς.

Α Μακ. 1,47       καὶ οἰκοδομῆσαι βωμοὺς καὶ τεμένη καὶ εἰδωλεῖα καὶ θύειν ὕεια καὶ κτήνη κοινὰ

Α Μακ. 1,47              Να ανοικοδομήσουν ειδωλολατρικούς βωμούς και ναούς, να καθιερώσουν ειδωλολατρικούς τόπους δια τα είδωλα, να θυσιάζουν χοίρους και αλλά ακάθαρτα ζώα.

Α Μακ. 1,48       καὶ ἀφιέναι τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἀπεριτμήτους, βδελύξαι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἐν παντὶ ἀκαθάρτῳ καὶ βεβηλώσει,

Α Μακ. 1,48             Να αφήνουν απερίτμητα τα παιδιά των, να μολύνουν τον εαυτόν των με κάθε είδος, το οποίον σύμφωνα με τον Νομον των ήτο βδελυκτόν και ακάθαρτον και βέβηλον,

Α Μακ. 1,49       ὥστε ἐπιλαθέσθαι τοῦ νόμου καὶ ἀλλάξαι πάντα τὰ δικαιώματα·

Α Μακ. 1,49             ώστε να λησμονήσουν έτσι τον νόμον του Θεού και να αντικαταστήσουν με ειδωλολατρικούς τρόπους ζωής και θρησκείας τας θείας εντολάς.

Α Μακ. 1,50       καὶ ὃς ἂν μὴ ποιήσῃ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως, ἀποθανεῖται.

Α Μακ. 1,50              Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα έπραττε και δεν θα συνεμορφούτο με τους λόγους αυτούς του βασιλέως, θα ετιμωρείτο δια θανάτου.

Α Μακ. 1,51       κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους ἔγραψε πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν ἐπισκόπους ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐνετείλατο ταῖς πόλεσιν Ἰούδα θυσιάζειν κατὰ πόλιν καὶ πόλιν.

Α Μακ. 1,51              Αυτά είχε διατάξει ο βασιλεύς καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου του και διώρισεν επόπτας και εκτελεστάς επί όλου του λαού δια την πιστήν τήρησιν των διαταγών του. Διέταξε, φυσικά και τους Ιουδαίους, τους εις τας πόλεις της Ιουδαίας, να θυσιάζουν ο καθένας εις την ιδικήν του πόλιν και όχι εις την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 1,52       καὶ συνηθροίσθησαν ἀπὸ τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτοὺς πολλοί, πᾶς ὁ ἐγκαταλιπὼν τὸν νόμον, καὶ ἐποίησαν κακὰ ἐν τῇ γῇ

Α Μακ. 1,52              Πολλοί από τους εξωμότας Ιουδαίους, όλοι εκείνοι οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον νόμον του Θεού, συνηθροίσθησαν και ετάχθησαν με το μέρος των Συρων. Αυτοί επροξένησαν πολλά δεινά εις την χώραν των.

Α Μακ. 1,53       καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραὴλ ἐν κρύφοις ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αὐτῶν.

Α Μακ. 1,53              Δια τον φόβον, ιδίως εκ μέρους αυτών, ηναγκάσθησαν οι Ισραηλίται να καταφεύγουν εις αποκρύφους τόπους και εις κάθε άλλο καταφύγιον.

Α Μακ. 1,54       καὶ τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ Χασελεῦ τῷ πέμπτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει ᾠκοδόμησαν βδέλυγμα ἐρημώσεως ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐν πόλεσιν Ἰούδα κύκλῳ ᾠκοδόμησαν βωμούς·

Α Μακ. 1,54              Κατά την δεκάτην πέμπτην ημέραν του μηνός Χασελεύ, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν πέμπτον έτος (της χρονολογίας των Σελευκιδών βέβαια), οικοδόμησαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων βδελυρόν βωμόν ειδωλολατρικόν, όπως επίσης και εις τας διαφόρους ολόγυρα πόλεις των Ιουδαίων ανοικοδόμησαν ειδωλολατρικούς βωμούς.

Α Μακ. 1,55       καὶ ἐπὶ τῶν θυρῶν τῶν οἰκιῶν καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἐθυμίων.

Α Μακ. 1,55              Εμπροσθεν εις τας θύρας των οικιών των και εις τας πλατείας των πόλεων προσέφεραν οι εξωμόται θυμίαμα εις τα είδωλα.

Α Μακ. 1,56       καὶ τὰ βιβλία τοῦ νόμου, ἃ εὗρον, ἐνεπύρισαν πυρὶ κατασχίσαντες.

Α Μακ. 1,56              Εάν τυχόν εύρισκαν βιβλία του Νομου, τα έσχιζαν και τα παρέδιδαν στο πυρ.

Α Μακ. 1,57       καὶ ὅπου εὑρίσκετο παρά τινι βιβλίον διαθήκης, καὶ εἴ τις συνευδόκει τῷ νόμῳ, τὸ σύγκριμα τοῦ βασιλέως ἐθανάτου αὐτόν.

Α Μακ. 1,57              Οποιος ανεκαλύπτετο, ότι είχε πλησίον του βιβλίον της Διαθήκης του Θεού και όποιος εφαίνετο ότι ήτο αφωσιωμένος στον νόμον του Θεού, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως, εθανατώνετο.

Α Μακ. 1,58       ἐν ἰσχύϊ αὐτῶν ἐποίουν οὕτως τῷ Ἰσραὴλ τοῖς εὑρισκομένοις ἐν παντὶ μηνὶ καὶ μηνὶ ἐν ταῖς πόλεσι.

Α Μακ. 1,58              Στηριζόμενοι εις την δύναμίν των οι Συροι, εφέροντο με τέτοιον σκληρόν τρόπον συνεχώς από μηνός εις μήνα εναντίον όλων των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τας πόλεις των.

Α Μακ. 1,59       καὶ τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς θυσιάζοντες ἐπὶ τὸν βωμόν, ὃς ἦν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου.

Α Μακ. 1,59              Κατά δε την εικοστήν πέμπτην του μηνός προσήλθαν μερικοί και προσέφεραν θυσίας επάνω στον ειδωλολατρικόν βωμόν, ο οποίος είχε κτισθή επί του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.

Α Μακ. 1,60       καὶ τὰς γυναῖκας τὰς περιτετμηκυίας τὰ τέκνα αὐτῶν ἐθανάτωσαν κατὰ τὸ πρόσταγμα

Α Μακ. 1,60             Ακόμη δε οι Συροι εθανάτωσαν επίσης, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως, και γυναίκας Ιουδαίας, διότι, είχον περιτάμει τα τέκνα των.

Α Μακ. 1,61       καὶ ἐκρέμασαν τὰ βρέφη ἐκ τῶν τραχήλων αὐτῶν, καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν προενόμευσαν καὶ τοὺς περιτετμηκότας αὐτοὺς ἐθανάτωσαν.

Α Μακ. 1,61              Τα δε βρέφη τα εκρέμασαν από τον τράχηλόν των, τα σπίτια των γυναικών αυτών ελεηλάτησαν και εφόνευσαν εκείνους, οι οποίοι είχαν κάμει την περιτομήν.

Α Μακ. 1,62       καὶ πολλοὶ ἐν Ἰσραὴλ ἐκραταιώθησαν καὶ ὠχυρώθησαν ἐν ἑαυτοῖς τοῦ μὴ φαγεῖν κοινὰ

Α Μακ. 1,62             Παρ' όλα αυτά τα άγρια μέτρα μερικοί Ισραηλίται, γεμάτοι θάρρος, επήραν την σταθεράν και αμετάκλητον απόφασιν να μη φάγουν τίποτε, από όσα ο νόμος του Θεού εχαρακτηρίζεν ως ακάθαρτα.

Α Μακ. 1,63       καὶ ἐπελέξαντο ἀποθανεῖν, ἵνα μὴ μιανθῶσι τοῖς βρώμασι καὶ μὴ βεβηλώσωσι διαθήκην ἁγίαν, καὶ ἀπέθανον.

Α Μακ. 1,63              Επροτίμησαν αυτοί να αποθάνουν μάλλον, παρά να μολυνθούν με απαγορευομένας τροφάς και να βεβηλώσουν την αγίαν Διαθήκην. Και πράγματι πολλοί εθανατώθησαν.

Α Μακ. 1,64       καὶ ἐγένετο ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ Ἰσραὴλ σφόδρα.

Α Μακ. 1,64             Αυτά τα γεγονότα έγιναν αφορμή μεγάλης οργής των Συρων εναντίον των Ισραηλιτών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΜΑΤΤΑΘΙΑ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΕΙ ΣΤΑ ΕΙΔΩΛΑ  

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΜΑΤΤΑΘΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΥΠΟΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ

                             Το πένθος των πιστών Ισραηλιτών

Α Μακ. 2,1         Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀνέστη Ματταθίας υἱὸς Ἰωάννου τοῦ Συμεὼν ἱερεὺς τῶν υἱῶν Ἰωαρὶβ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐν Μωδεΐν.

Α Μακ. 2,1                Κατά την εποχήν εκείνην ο Ματταθίας υιός Ιωάννου, υιού του Συμεών, ιερεύς μεταξύ των υιών του Ιωαρίβ από την Ιερουσαλήμ, εσηκώθη και εγκατεστάθη εις την Μωδεΐν.

Α Μακ. 2,2         καὶ αὐτῷ υἱοὶ πέντε, Ἰωάννης ὁ καλούμενος Γαδδίς,

Α Μακ. 2,2               Ο Ματταθίας αυτός είχε πέντε υιούς· αυτοί ήσαν Ιωάννης ο επονομαζόμενος Γαδδίς,

Α Μακ. 2,3         Σίμων ὁ καλούμενος Θασσί,

Α Μακ. 2,3               Σιμων ο επονομαζόμενος Θασσί,

Α Μακ. 2,4         Ἰούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος,

Α Μακ. 2,4               Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος,

Α Μακ. 2,5         Ἐλεάζαρ ὁ καλούμενος Αὐαράν, Ἰωνάθαν ὁ καλούμενος Ἀπφοῦς.

Α Μακ. 2,5               Ελεάζαρ ο επικαλούμενος Αυαράν, Ιωνάθαν ο επονομαζόμενος Απφούς.

Α Μακ. 2,6         καὶ εἶδε τὰς βλασφημίας τὰς γινομένας ἐν Ἰούδᾳ καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ

Α Μακ. 2,6               Ο Ματταθίας είδε τας βεβηλώσεις και τας βλασφημίας, αι οποίαι εξετοξεύοντο και διεπράττοντο εναντίον του Θεού, εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ.

Α Μακ. 2,7         καὶ εἶπεν· οἴμοι, ἱνατί τοῦτο ἐγεννήθην ἰδεῖν τὸ σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου καὶ τὸ σύντριμμα τῆς πόλεως τῆς ἁγίας καὶ καθίσαι ἐκεῖ ἐν τῷ δοθῆναι αὐτὴν ἐν χειρὶ ἐχθρῶν καὶ τὸ ἁγίασμα ἐν χειρὶ ἀλλοτρίων;

Α Μακ. 2,7               Και είπεν· “αλλοίμονον, διατί εγεννήθηκα, δια να ίδω το σύντριμμα του λαού μου και την καταστροφήν της αγίας πόλεως και να μείνω αδιάφορος, όταν η πόλις αυτή παρεδίδετο στους εχθρούς και ο ιερός ναός ευρίσκεται εις τα χέρια των αλλοεθνών;

Α Μακ. 2,8         ἐγένετο ὁ ναὸς αὐτῆς ὡς ἀνὴρ ἄδοξος,

Α Μακ. 2,8               Ο ονομαστός και ένδοξος ναός της πόλεως κατήντησε σαν ένας ασήμαντος και καταφρονημένος άνθρωπος.

Α Μακ. 2,9         τὰ σκεύη τῆς δόξης αὐτῆς αἰχμάλωτα ἀπήχθη, ἀπεκτάνθη τὰ νήπια αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις, οἱ νεανίσκοι αὐτῆς ἐν ῥομφαίᾳ ἐχθροῦ.

Α Μακ. 2,9               Τα πολύτιμα αντικείμενα του μεγαλείου της απήχθησαν λάφυρα. Εφονεύθησαν τα νήπιά της εις τας πλατείας της, οι νέοι άνδρες έπεσαν εν στόματι ρομφαίας εκ μέρους του εχθρού.

Α Μακ. 2,10       ποῖον ἔθνος οὐκ ἐκληρονόμησε βασιλείαν αὐτῆς καὶ οὐκ ἐκράτησε τῶν σκύλων αὐτῆς;

Α Μακ. 2,10             Ποίον έθνος δεν εκληρονόμησε κάτι από το βασίλειον του Ιούδα και δεν επήρε μέρος από τα λάφυρα της πόλεως αυτής;

Α Μακ. 2,11       πᾶς ὁ κόσμος αὐτῆς ἀφῃρέθη, ἀντὶ ἐλευθέρας ἐγένετο εἰς δούλην.

Α Μακ. 2,11              Ολα τα κοσμήματα της πόλεως έχουν αφαιρεθή και η ιδία αντί ελευθέρα, έγινε δούλη.

Α Μακ. 2,12       καὶ ἰδοὺ τὰ ἅγια ἡμῶν καὶ ἡ καλλονὴ ἡμῶν καὶ ἡ δόξα ἡμῶν ἠρημώθη, καὶ ἐβεβήλωσαν αὐτὰ τὰ ἔθνη.

Α Μακ. 2,12             Και ιδού, ότι όλα τα ιερά και άγιά μας και η ωραιότης μας και η δόξα μας ηρημώθησαν και εμολύνθησαν από τα ειδωλολατρικά έθνη.

Α Μακ. 2,13       ἱνατί ἡμῖν ἔτι ζῆν;

Α Μακ. 2,13              Προς τι λοιπόν να ζώμεν ακόμη ημείς;”

Α Μακ. 2,14       καὶ διέῤῥηξε Ματταθίας καὶ υἱοὶ αὐτοῦ τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ ἐπένθησαν σφόδρα.

Α Μακ. 2,14             Ο Ματταθίας και τα παιδιά τους διέρρηξαν τα ιμάτιά των, εφόρεσαν σάκκους πένθους και εβυθίσθησαν εις μεγάλον πένθος.

 

                              Ο Ματταθίας αρνείται να θυσιάσει στα είδωλα

Α Μακ. 2,15       Καὶ ἦλθον οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως οἱ καταναγκάζοντες τὴν ἀποστασίαν εἰς Μωδεΐν τὴν πόλιν, ἵνα θυσιάσωσι.

Α Μακ. 2,15              Τοτε είχαν έλθει οι απεσταλμένοι του βασιλέως εις την Μωδεΐν και εξηνάγκαζαν τους κατοίκους της, να αποστατήσουν από τον Νομον και να θυσιάσουν εις τα είδωλα.

Α Μακ. 2,16       καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ πρὸς αὐτοὺς προσῆλθον· καὶ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ συνήχθησαν.

Α Μακ. 2,16             Πολλοί από τους Ισραηλίτας προσήλθον υποτεταγμένοι στους Συρους και εθυσίασαν. Τον Ματταθίαν και τα παιδιά του τους εκράτησαν ιδιαιτέρως οι Συροι.

Α Μακ. 2,17       καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ εἶπον τῷ Ματταθίᾳ λέγοντες· ἄρχων καὶ ἔνδοξος καὶ μέγας εἶ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ ἐστηριγμένος ἐν υἱοῖς καὶ ἀδελφοῖς·

Α Μακ. 2,17              Οι απεσταλμένοι του βασιλέως ωμίλησαν προς αυτούς και είπαν στον Ματταθίαν· “συ είσαι ο μέγας και ένδοξος άρχων εις την πόλιν αυτήν, στηριζόμενος εις τα παιδιά σου και στους ομοεθνείς σου.

Α Μακ. 2,18       νῦν οὖν πρόσελθε πρῶτος καὶ ποίησον τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, ὡς ἐποίησαν πάντα τὰ ἔθνη καὶ οἱ ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ καταλειφθέντες ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου δοξασθήσεσθε ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποστολαῖς πολλαῖς.

Α Μακ. 2,18             Τωρα, λοιπόν, έλα πρώτος και εκτέλεσε το πρόσταγμα του βασιλέως, όπως έπραξαν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη και οι άνδρες του Ιούδα, οι οποίοι είχαν εναπομείνει εις την Ιερουσαλήμ. Εάν συμμορφωθής προς την διαταγήν αυτήν, συ και η οικογένειά σου θα είσθε από τους στενούς φίλους του βασιλέως. Συ και τα παιδιά σου θα δοξασθήτε και θα πλουτήσετε με αργύριον και χρυσίον και σε πολυάριθμα αλλά δώρα, τα οποία θα σας στέλλωνται”.

Α Μακ. 2,19       καὶ ἀπεκρίθη Ματταθίας καὶ εἶπε φωνῇ μεγάλῃ· εἰ πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐν οἴκῳ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως ἀκούουσιν αὐτοῦ, ἀποστῆναι ἕκαστος ἀπὸ λατρείας πατέρων αὐτοῦ καὶ ᾑρετίσαντο ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ,

Α Μακ. 2,19             Ο Ματταθίας με φωνήν μεγάλην απεκρίθη και είπε· “και εάν ακόμη όλα τα έθνη, τα οποία ευρίσκονται εις την περιοχήν του βασιλείου του βασιλέως Αντιόχου, υπακούουν εις αυτόν, ώστε το καθένα από αυτά να αποστατήση από την θρησκείαν των πατέρων του και να προτιμήσουν υπακοήν εις τας εντολάς του Αντιόχου,

Α Μακ. 2,20       ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν.

Α Μακ. 2,20             εγώ όμως, τα παιδιά μου και οι αδελφοί μου, θα πράξωμεν και θα φερθώμεν σύμφωνα με την διαθήκην, την οποίαν συνήψαν οι πατέρες μας με τον Θεόν μας.

Α Μακ. 2,21       ἵλεως ἡμῖν καταλιπεῖν νόμον καὶ δικαιώματα·

Α Μακ. 2,21             Παρακαλώ δε θερμώς τον Θεόν να μας σπλαγχνισθή, ώστε ποτέ να μη εγκαταλείψωμεν τον νόμον και τας εντολάς του.

Α Μακ. 2,22       τῶν λόγων τοῦ βασιλέως οὐκ ἀκουσόμεθα τοῦ παρελθεῖν τὴν λατρείαν ἡμῶν δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.

Α Μακ. 2,22             Λοιπόν, δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν του βασιλέως, ώστε να βαδίσωμεν δεξιά η αριστερά και να εγκαταλείψωμεν την λατρείαν μας”.

Α Μακ. 2,23       καὶ ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τοὺς λόγους τούτους, προσῆλθεν ἀνὴρ Ἰουδαῖος ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων, θυσιᾶσαι ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Μωδεΐν κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως.

Α Μακ. 2,23             Οταν ο Ματταθίας έπαυσε να λέγη τους ηρωϊκούς αυτούς λόγους, ένας Ιουδαίος, εξωμότης προφανώς, εις καταφρόνησιν του Θεού και του Ματταθία επλησίασεν ενώπιον όλων, δια να προσφέρη θυσίαν στον βωμόν, που ευρίσκετο εν Μωδεΐν, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως.

Α Μακ. 2,24       καὶ εἶδε Ματταθίας καὶ ἐζήλωσε, καὶ ἐτρόμησαν οἱ νεφροὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκε θυμὸν κατὰ τὸ κρίμα καὶ δραμὼν ἔσφαξεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν βωμόν·

Α Μακ. 2,24             Τον είδεν ο Ματταθίας, εκυριεύθη από αγανάκτησιν, ανακατώθηκε το εσωτερικόν του, τον κατέλαβεν ιερός θυμός σύμφωνα και με τον νόμον του Θεού, έτρεξε και έσφαξεν εκείνον επάνω στον βωμόν.

Α Μακ. 2,25       καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ βασιλέως τὸν ἀναγκάζοντα θύειν ἀπέκτεινεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ τὸν βωμὸν καθεῖλε.

Α Μακ. 2,25             Εφόνευσεν επίσης κατά την στιγμήν εκείνην και αυτόν τον αξιωματικόν του βασιλέως, ο οποίος ηνάγκαζε τους Ιουδαίους να προσφέρουν θυσίας, εκρήμνισε δε και τον ειδωλολατρικόν βωμόν.

Α Μακ. 2,26       καὶ ἐζήλωσε τῷ νόμῳ, καθὼς ἐποίησε Φινεὲς τῷ Ζαμβρὶ υἱῷ Σαλώμ.

Α Μακ. 2,26             Κατά την ώραν εκείνην ο Ματταθίας έδειξε ζήλον ιερόν υπέρ του νόμου του Θεού, όπως έκαμεν άλλοτε και ο Φινεές, ο οποίος εφόνευσε τον Ζαμβρί τον υιόν του Σαλώμ.

Α Μακ. 2,27       καὶ ἀνέκραξε Ματταθίας ἐν τῇ πόλει φωνῇ μεγάλῃ λέγων· πᾶς ὁ ζηλῶν τῷ νόμῳ καὶ ἱστῶν διαθήκην ἐξελθέτω ὀπίσω μου.

Α Μακ. 2,27             Εν συνεχεία δε ο Ματταθίας διέτρεξεν όλην την πόλιν, εκραύγασε με φωνήν μεγάλην και έλεγε· “καθένας, που είναι ζηλωτής του Νομου και επιθυμεί να τηρή την διαθήκην του Θεού, ας έλθη κοντά μου”.

Α Μακ. 2,28       καὶ ἔφυγον αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς τὰ ὄρη καὶ ἐγκατέλιπον ὅσα εἶχον ἐν τῇ πόλει.

Α Μακ. 2,28             Κατά την ημέραν εκείνην αυτός και τα παιδιά του εγκατέλειψαν όλα, όσα είχαν εις την πόλιν Μωδεΐν, και κατέφυγαν εις τα όρη.

Α Μακ. 2,29       Τότε κατέβησαν πολλοὶ ζητοῦντες δικαιοσύνην καὶ κρίμα εἰς τὴν ἔρημον καθίσαι ἐκεῖ,

Α Μακ. 2,29             Τοτε ένας μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οι οποίοι ήθελαν να ζουν σύμφωνα με τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, κατέβηκαν εις την έρημον και εγκατεστάθηκαν εκεί,

Α Μακ. 2,30       αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν, ὅτι ἐπληθύνθη ἐπ᾿ αὐτοὺς τὰ κακά.

Α Μακ. 2,30             αυτοί και τα παιδιά των, αι γυναίκες των και τα ζώα των, διότι αι συμφοραί επληθύνθησαν και τους κατεβάρυναν εις την πόλιν.

Α Μακ. 2,31       καὶ ἀνηγγέλη τοῖς ἀνδράσι τοῦ βασιλέως καὶ ταῖς δυνάμεσιν, αἵ ἦσαν ἐν Ἱερουσαλὴμ πόλει Δαυίδ, ὅτι κατέβησαν ἄνδρες, οἵτινες διασκέδασαν τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως εἰς τοὺς κρύφους ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Α Μακ. 2,31              Το γεγονός όμως αυτό εγνωστοποιήθη εις τους αξιωματικούς και το στράτευμα του βασιλέως, που υπήρχεν εις την Ιερουσαλήμ, εις την πόλιν Δαυίδ, ότι δηλαδή άνδρες Ιουδαίοι κατεπάτησαν την διαταγήν του βασιλέως και κατέφυγαν εις αποκρήμνους περιοχάς της ερήμου.

Α Μακ. 2,32       καὶ ἔδραμον ὀπίσω αὐτῶν πολλοὶ καὶ καταλαβόντες αὐτοὺς παρενέβαλον ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ συνεστήσαντο πρὸς αὐτοὺς πόλεμον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων

Α Μακ. 2,32             Αμέσως πολλοί στρατιώται του βασιλέως έτρεξαν εις καταδίωξίν των και όταν τους συνήντησαν, εστρατοπέδευσαν απέναντί των. Απεφάσισαν δε να πολεμήσουν αυτούς κατά την ημέραν του Σαββάτου.

Α Μακ. 2,33       καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς· ἕως τοῦ νῦν ἱκανόν· ἐξέλθετε καὶ ποιήσατε κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως καὶ ζήσεσθε.

Α Μακ. 2,33             Είπον όμως προηγουμένως προς αυτούς οι Συροι· “Τέλος πάντων ο,τι εκάματε, εκάματε έως τώρα. Εβγάτε από τας κρύπτας σας και τηρήσατε την διαταγήν του βασιλέως και θα σας χαρισθή η ζωη”.

Α Μακ. 2,34       καὶ εἶπον· οὐκ ἐξελευσόμεθα οὐδὲ ποιήσομεν τὸν λόγον τοῦ βασιλέως τοῦ βεβηλῶσαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων.

Α Μακ. 2,34             Οι Ιουδαίοι όμως απήντησαν· “ούτε θα εξέλθωμεν ούτε υπακούομεν εις την διαταγήν του βασιλέως, διότι η έξοδός μας αυτή θα ήτο βεβήλωσις της αργίας του Σαββάτου”.

Α Μακ. 2,35       καὶ ἐτάχυναν ἐπ᾿ αὐτοὺς πόλεμον.

Α Μακ. 2,35             Οι Συροι έσπευσαν αμέσως και ήνοιξαν μάχην εναντίον των.

Α Μακ. 2,36       καὶ οὐκ ἀπεκρίθησαν αὐτοῖς οὐδὲ λίθον ἐνετίναξαν αὐτοῖς, οὐδὲ ἐνέφραξαν τοὺς κρύφους

Α Μακ. 2,36             Οι Ιουδαίοι δεν έφεραν καμμίαν αντίστασιν εις αυτούς, δεν έρριψαν ούτε λίθον εναντίον των, ακόμη δε ούτε και τα κρησφύγετα αυτών δεν έφραξαν

Α Μακ. 2,37       λέγοντες· ἀποθάνωμεν πάντες ἐν τῇ ἁπλότητι ἡμῶν· μαρτυρεῖ ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὅτι ἀκρίτως ἀπόλλυτε ἡμᾶς.

Α Μακ. 2,37             λέγοντες· “ας αποθάνωμεν όλοι επάνω εις την αθωότητά μας. Ο ουρανός και η γη είναι μάρτυρες, ότι σεις οι διώκται μας μας θανατώνετε αδίκως”.

Α Μακ. 2,38       καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τοῖς σάββασι, καὶ ἀπέθανον αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν ἕως χιλίων ψυχῶν ἀνθρώπων.

Α Μακ. 2,38             Οι Συροι τότε ηγέρθησαν εναντίον των Ιουδαίων, τους επολέμησαν καθ' όλην την ημέραν του Σαββάτου και έτσι εξωντώθησαν οι Ιουδαίοι εκεί και αι γυναίκες των, τα τέκνα των και τα ζώα των. Οι φονευθέντες ήσαν περίπου χίλιοι άνθρωποι.

Α Μακ. 2,39       Καὶ ἔγνω Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ ἐπένθησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως σφόδρα.

Α Μακ. 2,39             Οταν ο Ματταθίας και οι φίλοι του έμαθαν το τραγικόν αυτό γεγονός ελυπήθησαν πάρα πολύ δια τους φονευθέντας.

Α Μακ. 2,40       καὶ εἶπεν ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ· ἐὰν πάντες ποιήσωμεν ὡς οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐποίησαν, καὶ μὴ πολεμήσωμεν πρὸς τὰ ἔθνη ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν, νῦν τάχιον ἡμᾶς ἐξολοθρεύσουσιν ἀπὸ τῆς γῆς.

Α Μακ. 2,40             Είπον δε μεταξύ των· “εάν όλοι πράξωμεν, όπως έπραξαν οι αδελφοί μας και εν ημέρα Σαββάτω δεν πολεμήσωμεν εναντίον των εθνών υπέρ της ζωής μας και του νόμου του Θεού, πολύ συντόμως θα μς εξολοθρεύσουν από το πρόσωπον της γης”ι

Α Μακ. 2,41       καὶ ἐβουλεύσαντο τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες· πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ἡμᾶς εἰς πόλεμον τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, πολεμήσωμεν κατέναντι αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν πάντες καθὼς ἀπέθανον οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐν τοῖς κρύφοις.

Α Μακ. 2,41             Επήραν λοιπόν κατά την ημέραν εκείνην την απόφασιν και είπαν· “οποιοσδήποτε θα επέλθη εναντίον μας εις πόλεμον κατά την ημέραν του Σαββάτου, θα τον πολεμήσωμεν και δεν θα μείνωμεν να φονευθώμεν όλοι, όπως εφονεύθησαν οι αδελφοί μας εις τα κρησφύγετα των”.

 

                              Οι πρώτες επιτυχίες του Ματταθία

Α Μακ. 2,42       τότε συνήχθησαν πρὸς αὐτοὺς συναγωγὴ Ἁσιδαίων, ἰσχυροὶ δυνάμει ἀπὸ Ἰσραήλ, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος τῷ νόμῳ·

Α Μακ. 2,42             Τοτε συνεκεντρώθησαν και ηνώθησαν με αυτούς ο στρατός των Ασιδαίων, άνδρες Ισραηλίται πολύ δυνατοί και ευσεβείς. Αυτοί είχαν σταθεράν την απόφασιν και να αποθάνουν ακόμη δια την υπεράσπισιν του Νομου.

Α Μακ. 2,43       καὶ πάντες οἱ φυγαδεύοντες ἀπὸ τῶν κακῶν προσετέθησαν αὐτοῖς καὶ ἐγένοντο αὐτοῖς εἰς στήριγμα.

Α Μακ. 2,43             Αλλά και όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τους διωγμούς και τα δεινά, ήλθαν προς τους Ιουδαίους και έτσι ηυξήθη η δύναμις του Ματταθίου και των περί αυτόν.

Α Μακ. 2,44       καὶ συνεστήσαντο δύναμιν καὶ ἐπάταξαν ἁμαρτωλοὺς ἐν ὀργῇ αὐτῶν καὶ ἄνδρας ἀνόμους ἐν θυμῷ αὐτῶν· καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον εἰς τὰ ἔθνη σωθῆναι.

Α Μακ. 2,44             Ολοι αυτοί συνεκρότησαν μεγάλην δύναμιν και εκτύπησαν κατ' αρχάς επάνω εις την δίκαιον οργήν των τους εξωμότας Ιουδαίους και εν τω θυμώ των εφόνευσαν τους παρανόμους αυτούς άνδρας. Οι άλλοι από τους εξωμότας Ιουδαίους, που διέφυγαν τον θάνατον, κατέφυγαν ανάμεσα εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να εύρουν σωτηρίαν.

Α Μακ. 2,45       καὶ ἐκύκλωσε Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ καθεῖλον τοὺς βωμοὺς

Α Μακ. 2,45             Ο Ματταθίας και τα παιδιά του, περιέτρεχαν την χώραν και εκρήμνιζαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς.

Α Μακ. 2,46       καὶ περιέτεμον τὰ παιδάρια τὰ ἀπερίτμητα, ὅσα εὗρον ἐν ὁρίοις Ἰσραήλ, ἐν ἰσχύϊ

Α Μακ. 2,46             Περιέτεμνον δε δια της βίας τα απερίτμητα μικρά παιδιά των Ιουδαίων, όσα εύρισκαν εις την χώραν της Ιουδαίας.

Α Μακ. 2,47       καὶ ἐδίωξαν τοὺς υἱοὺς τῆς ὑπερηφανίας, καὶ κατευωδώθη τὸ ἔργον ἐν χειρὶ αὐτῶν.

Α Μακ. 2,47             Κατεδίωξαν τους αυθάδεις και αλαζονικούς ανθρώπους. Με αυτάς δε τας ηρωϊκάς των προσπαθείας κατευωδόθη το έργον των.

Α Μακ. 2,48       καὶ ἀντελάβοντο τοῦ νόμου ἐκ χειρὸς τῶν ἐθνῶν καὶ ἐκ χειρὸς τῶν βασιλέων καὶ οὐκ ἔδωκαν κέρας τῷ ἁμαρτωλῷ.

Α Μακ. 2,48             Υπερησπίζοντο τον νόμον του Θεού εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών και εναντίον της εξουσίας των βασιλέων και δεν επέτρεψαν να νικήση η δύναμις των αμαρτωλών (εξωμοτών).

 

                               Οι τελευταίες υποθήκες του Ματταθία στα παιδιά του

Α Μακ. 2,49       Καὶ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι τοῦ Ματταθίου ἀποθανεῖν, καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· νῦν ἐστηρίχθη ὑπερηφανία καὶ ἐλεγμὸς καὶ καιρὸς καταστροφῆς καὶ ὀργὴ θυμοῦ.

Α Μακ. 2,49             Οταν επλησίασαν αι ημέραι της εκδημίας του Ματταθίου, είπε προς τα παιδιά του· “σήμερον κυριαρχεί η αυθάδεια και η αλαζονεία. Είναι καιρός καταστροφής και μεγάλης οργής.

Α Μακ. 2,50       καὶ νῦν, τέκνα, ζηλώσατε τῷ νόμῳ καὶ δότε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ὑπὲρ διαθήκης πατέρων ἡμῶν.

Α Μακ. 2,50             Τωρα, λοιπόν, τέκνα μου, αναπτύξατε και θερμάνατε μέσα σας τον ζήλον δια τον νόμον του Θεού. Θυσιάσατε και την ζωήν σας υπέρ της διαθήκης, η οποία έγινε μεταξύ του Θεού και των πατέρων μας.

Α Μακ. 2,51       μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον.

Α Μακ. 2,51              Ενθυμηθήτε και μιμηθήτε τα ηρωϊκά έργα, τα οποία έκαμαν οι πατέρες μας εις την εποχήν των. Και έτσι θα πάρετε μεγάλην δόξαν και θα αποκτήσετε αιώνιον όνομα.

Α Μακ. 2,52       Ἁβραὰμ οὐχὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην;

Α Μακ. 2,52             Μηπως ο Αβραάμ δεν απεδείχθη πιστός κατά την διάρκειαν του πειρασμού; Και δεν ελογαριάσθη τούτο δι' αυτόν εις αρετήν και δικαίωσιν;

Α Μακ. 2,53       Ἰωσὴφ ἐν καιρῷ στενοχωρίας αὐτοῦ ἐφύλαξεν ἐντολὴν καὶ ἐγένετο κύριος Αἰγύπτου.

Α Μακ. 2,53             Ο Ιωσήφ πάντοτε, μάλιστα δε εις την περίοδον της θλίψεώς του, ετήρησε τας εντολάς του Θεού και έγινε δια τούτο βασιλεύς της Αιγύπτου.

Α Μακ. 2,54       Φινεὲς ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον ἔλαβε διαθήκην ἱερωσύνης αἰωνίας.

Α Μακ. 2,54             Ο Φινεές, ο προγονός μας, πλημμυρισμένος από ιερόν ζήλον δια τον νόμον του Θεού, επήρεν ιεράν την υπόσχεσιν ότι θα έχη αιωνίαν την ιερωσύνην.

Α Μακ. 2,55       Ἰησοῦς ἐν τῷ πληρῶσαι λόγον ἐγένετο κριτὴς ἐν Ἰσραήλ.

Α Μακ. 2,55             Ο Ιησούς του Ναυή, επειδή εξεπλήρωσε τον νόμον του Κυρίου, έγινε κριτής μεταξύ των Ισραηλιτών.

Α Μακ. 2,56       Χάλεβ ἐν τῷ ἐπιμαρτύρασθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἔλαβε γῆς κληρονομίαν.

Α Μακ. 2,56             Ο Χαλεβ, διότι διεμαρτυρήθη και ωμολόγησε την αλήθειαν ενώπιον της συγκεντρώσεως των Εβραίων, επήρεν ιδιαιτέραν κληρονομίαν από την γην της Παλαιστίνης.

Α Μακ. 2,57       Δαυὶδ ἐν τῷ ἐλέῳ αὐτοῦ ἐκληρονόμησε θρόνον βασιλείας εἰς αἰῶνα αἰῶνος.

Α Μακ. 2,57             Ο Δαυίδ δια την ευλάβειάν του και την αγαθότητα της καρδίας του εκληρονόμησε τον θρόνον της βασιλείας εις όλους τους αιώνας.

Α Μακ. 2,58       Ἠλίας ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν.

Α Μακ. 2,58             Ο προφήτης Ηλίας, επειδή επλημμύρισεν η καρδία του από ιερόν ζήλον υπέρ του νόμου του Θεού, ανελήφθη έως στον ουρανόν.

Α Μακ. 2,59       Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ, πιστεύσαντες ἐσώθησαν ἐκ φλογός.

Α Μακ. 2,59             Ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, επειδή έδειξαν ζωντανήν πίστιν στον Θεόν, εσώθησαν από την φλόγα της φοβεράς καμίνου.

Α Μακ. 2,60       Δανιὴλ ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτοῦ ἐῤῥύσθη ἐκ στόματος λεόντων.

Α Μακ. 2,60             Ο Δανιήλ δια την αθωότητά του εγλύτωσεν από το στόμα των λεόντων.

Α Μακ. 2,61       καὶ οὕτως ἐννοήθητε κατὰ γενεὰν καὶ γενεάν, ὅτι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀσθενήσουσι.

Α Μακ. 2,61             Κατ' αυτόν τον τρόπον σεις αν ερευνήσετε όλας τας γενεάς των προγόνων μας, θα διαπιστώσετε και θα πεισθήτε ότι όλοι, όσοι έχουν την ελπίδα των στον Θεόν, δεν θα περιπέσουν εις αδυναμίαν και ασθένειαν, δεν θα καταστραφούν, αλλά θα αποκτήσουν δύναμιν.

Α Μακ. 2,62       καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκας·

Α Μακ. 2,62             Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τας απειλάς αμαρτωλού ανθρώπου, διότι η δύναμίς του και το μεγαλείον θα μεταβληθή εις κοπρίαν και σκώληκας.

Α Μακ. 2,63       σήμερον ἐπαρθήσεται καὶ αὔριον οὐ μὴ εὑρεθῇ, ὅτι ἐπέστρεψεν εἰς τὸν χοῦν αὐτοῦ, καὶ ὁ διαλογισμὸς αὐτοῦ ἀπώλετο.

Α Μακ. 2,63             Σημερον υψώνεται και αύριον δεν θα ευρεθή ούτε ο τόπος, στον οποίον έζησε. Διότι το σώμα του θα επιστρέψη χώμα στο χώμα και αι επίνοιαι της πονηράς καρδίας του δεν θα πραγματοποιηθούν.

Α Μακ. 2,64       καὶ ὑμεῖς τέκνα ἰσχύσατε καὶ ἀνδρίζεσθε ἐν τῷ νόμῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ δοξασθήσεσθε.

Α Μακ. 2,64             Σεις όμως, παιδιά μου, πάρετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, υπερασπιζόμενοι τον νόμον του Θεού, διότι δια του Θεού θα αποκτήσετε δόξαν.

Α Μακ. 2,65       καὶ ἰδοὺ Συμεὼν ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, οἶδα ὅτι ἀνὴρ βουλῆς ἐστιν, αὐτοῦ ἀκούετε πάσας τὰς ἡμέρας, αὐτὸς ὑμῖν ἔσται εἰς πατέρα.

Α Μακ. 2,65             Ιδού γνωρίζω και σας διαβεβαιώ, ότι ο αδελφός σας ο Συμεών είναι άνθρωπος ορθοφροσύνης και αποφασιστικότητας. Εις αυτόν λοιπόν, να υπακούετε όλας τας ημέρας. Αυτός θα είναι δια σας στοργικός και συνετός πατέρας.

Α Μακ. 2,66       καὶ Ἰούδας Μακκαβαῖος ἰσχυρὸς δυνάμει ἐκ νεότητος αὐτοῦ, οὗτος ὑμῖν ἔσται ἄρχων στρατιᾶς καὶ πολεμήσει πόλεμον λαῶν.

Α Μακ. 2,66             Ιδού, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο γενναίος αυτός ήρως από τα νεανικά του ακόμη χρόνια, αυτός θα είναι αρχηγός του στρατού και θα κατευθύνη τον πόλεμον εναντίον των εχθρικών λαών.

Α Μακ. 2,67       καὶ ὑμεῖς προσάξατε πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς ποιητὰς τοῦ νόμου καὶ ἐκδικήσατε ἐκδίκησιν τοῦ λαοῦ ὑμῶν.

Α Μακ. 2,67             Εντάξατε στον στρατόν σας όλους εκείνους τους Ιουδαίους, που τηρούν τον νόμον του Θεού, και πάρετε εκδίκησιν δια τον αδικούμενον λαόν σας.

Α Μακ. 2,68       ἀνταπόδοτε ἀνταπόδομα τοῖς ἔθνεσι καὶ προσέχετε εἰς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου.

Α Μακ. 2,68             Να ανταποδώσετε εις τα ειδωλολατρικά έθνη εκείνα, τα οποία κάνουν εναντίον του λαού μας, και προ παντός προσέχετε να τηρήτε τας εντολάς του νόμου του Θεού”.

Α Μακ. 2,69       καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ.

Α Μακ. 2,69             Επειτα από τα λόγια αυτά τους ηυλόγησεν ο Ματταθίας και εξεδήμησε και προσετέθη στους προγόνους του.

Α Μακ. 2,70       καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ ἕκτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τάφοις πατέρων αὐτῶν ἐν Μωδεΐν, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν.

Α Μακ. 2,70             Απέθανε δε κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έκτον έτος της βασιλείας των Σελευκιδών. Τα παιδιά του τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων των εις την πόλιν Μωδεΐν. Ολοι δε οι Ισραηλίται τον εθρήνησαν με κοπετόν μεγάλον.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16