ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΟΥΔΙΘ- ΚΕΦ. 8-16

 

 

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

                               Η παρέμβαση της Ιουδίθ προς τους άρχοντες της πόλης

Ιουδ. 8,1           Καὶ ἤκουσεν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις Ἰουδίθ, θυγάτηρ Μεραρί, υἱοῦ Ὤξ, υἱοῦ Ἰωσήφ, υἱοῦ Ὀζιήλ, υἱοῦ Ἐλκία, υἱοῦ Ἠλιού, υἱοῦ Χελκίου, υἱοῦ Ἐλιάβ, υἱοῦ Ναθαναήλ, υἱοῦ Σαλαμιήλ, υἱοῦ Σαρασαδαΐ, υἱοῦ Ἰσραήλ.

Ιουδ. 8,1                    Κατά τας ημέρας εκείνας επληροφορήθη τα δραματικά αυτά γεγονότα η Ιουδίθ, θυγάτηρ του Μεραρί, υιού του Ωξ, υιού του Ιωσήφ, υιού του Οζιήλ, υιού του Ελκία, υιού του Ηλιού, υιού του Χελκίου, υιού του Ελιάβ, υιού του Ναθαναήλ, υιού του Σαλαμιήλ, υιού του Σαρασαδαΐ του Ισραηλίτου.

Ιουδ. 8,2           καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς Μανασσῆς τῆς φυλῆς αὐτῆς καὶ τῆς πατριᾶς αὐτῆς, καὶ ἀπέθανεν ἐν ἡμέραις θερισμοῦ κριθῶν·

Ιουδ. 8,2                   Ο σύζυγος της ο Μανασσής, ο οποίος κατήγετο από την αυτήν φυλήν και την αυτήν πατριαρχικήν οικογένειαν από την οποίαν κατήγετο και εκείνη, είχεν αποθάνει κατά το θέρος, εις τας ημέρας του θερισμού της κριθής.

Ιουδ. 8,3           ἐπέστη γὰρ ἐπὶ τοῦ δεσμεύοντος τὸ δράγμα τῷ πεδίῳ, καὶ ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ ἐτελεύτησεν ἐν Βαιτυλούᾳ τῇ πόλει αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν τῷ ἀγρῷ τῷ ἀνὰ μέσον Δωθαΐμ καὶ Βαλαμών.

Ιουδ. 8,3                   Οταν, δηλαδή, αυτός ευρίσκετο πλησίον του ανθρώπου που εδενε στον αγρόν τα δεμάτια των στάχυων, ο καυστικός ήλιος προσέβαλε την κεφαλήν του και αυτός έπεσεν εις την κλίνην άρρωστος και απέθανεν εις την πόλιν Βαιτυλούα. Τον έθαψαν δε μαζή με τους πατέρας του στον αγρόν, ο οποίος ευρίσκετο μεταξύ Δωθαίμ και Βαλαμών.

Ιουδ. 8,4           καὶ ἦν Ἰουδὶθ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς χηρεύουσα ἔτη τρία καὶ μῆνας τέσσαρας.

Ιουδ. 8,4                   Η Ιουδίθ από της εποχής εκείνης έμενεν στο σπίτι της χήρα επί τρία έτη και τέσσαρας μήνας.

Ιουδ. 8,5           καὶ ἐποίησεν ἑαυτῇ σκηνὴν ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτῆς σάκκον, καὶ ἦν ἐπ᾿ αὐτῆς τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς.

Ιουδ. 8,5                   Αυτή είχε στήσει σκηνήν επάνω στο λιακωτό της κατοικίας της, εζώσθη γύρω από την οσφύν της τον σάκκον και εφορούσε ακόμη τα ενδύματα της χηρείας της.

Ιουδ. 8,6           καὶ ἐνήστευε πάσας τὰς ἡμέρας χηρεύσεως αὐτῆς, χωρὶς προσαββάτων καὶ σαββάτων καὶ προνουμηνιῶν καὶ νουμηνιῶν καὶ ἑορτῶν καὶ χαρμοσυνῶν οἴκου Ἰσραήλ.

Ιουδ. 8,6                   Αυτή ενήστευεν όλας τας ημέρας της χηρείας της, πλην της παραμονής του Σαββάτου και του Σαββάτου, της παραμονής των νουμηνιών και των νουμηνιών και ακόμη πλην των άλλων εορτών και των χαρμοσύνων τελετών του Ισραηλιτικού λαού.

Ιουδ. 8,7           καὶ ἦν καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα· καὶ ὑπελίπετο αὐτῇ Μανασσῆς, ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας καὶ κτήνη καὶ ἀγρούς, καὶ ἔμενεν ἐπ᾿ αὐτῶν.

Ιουδ. 8,7                   Αυτή η ωραία και πολύ ελκυστική εις την εμφάνισίν της. Ο σύζυγός της, ο Μανασσής, είχεν αφήσει εις αυτήν χρυσίον και αργύριον, δούλους και δούλας και κτήνη και αγρούς, επί των οποίων αυτή ήτο κυρία.

Ιουδ. 8,8           καὶ οὐκ ἦν ὃς ἐπήνεγκεν αὐτῇ ῥῆμα πονηρόν, ὅτι ἐφοβεῖτο τὸν Θεὸν σφόδρα

Ιουδ. 8,8                   Κανείς δε δεν ευρέθη να διατυπώση επιλήψιμόν τινα λόγον εναντίον της, διότι αυτή εφοβείτο πάρα πολύ τον Θεόν.

Ιουδ. 8,9           καὶ ἤκουσε τὰ ῥήματα τοῦ λαοῦ τὰ πονηρὰ ἐπὶ τὸν ἄρχοντα, ὅτι ὠλιγοψύχησαν ἐπὶ τῇ σπάνει τῶν ὑδάτων, καὶ ἤκουσε πάντας τοὺς λόγους Ἰουδίθ, οὓς ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς Ὀζίας, ὡς ὤμοσεν αὐτοῖς παραδώσειν τὴν πόλιν μετὰ ἡμέρας πέντε τοῖς Ἀσσυρίοις.

Ιουδ. 8,9                   Αυτή, λοιπόν, επληροφορήθη τα λόγια, τα οποία επάνω εις την δυσφορίαν του ο λαός είπε προς τον άρχοντα της πόλεως, διότι αυτός ο λαός είχεν ολιγοψυχήσει από την έλλειψιν του νερού. Επληροφορήθη ακόμη όλους τους λόγους, τους οποίους είπε προς τον λαόν ο Οζίας, ο οποίος και ωρκίσθη προς αυτόν, ότι έντος πέντε ημερών θα παραδώση την πόλιν στους Ασσυρίους.

Ιουδ. 8,10          καὶ ἀποστείλασα τὴν ἅβραν αὐτῆς τὴν ἐφεστῶσαν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῆς ἐκάλεσεν Ὀζίαν καὶ Χαβρὶν καὶ Χαρμὶν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως αὐτῆς,

Ιουδ. 8,10                 Εστειλε την υπηρέτριάν της, αυτήν που είχεν διορίσει ως προϊσταμένην εις όλα τα υπάρχοντά της, και εκάλεσε τον Οζίαν, τον Χαβρίν και Χαρμίν τους πρεσβυτέρους της πόλεως.

Ιουδ. 8,11          καὶ ἦλθον πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατε δή μου, ἄρχοντες τῶν κατοικούντων ἐν Βαιτυλούᾳ, ὅτι οὐκ εὐθὺς ὁ λόγος ὑμῶν, ὃν ἐλαλήσατε ἐναντίον τοῦ λαοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ ἐστήσατε τὸν ὅρκον, ὃν ἐλαλήσατε ἀνὰ μέσον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑμῶν καὶ εἴπατε ἐκδώσειν τὴν πόλιν τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἐὰν μὴ ἐν αὐταῖς ἐπιστρέψῃ ὁ Κύριος βοηθῆσαι ἡμῖν.

Ιουδ. 8,11                  Εκείνοι δε ήλθον προς αυτήν, η οποία και τους είπε· “ακούσατε με λοιπόν, άρχοντες των πολιτών της Βαιτυλούα. Δεν είναι ορθός ο λόγος σας, τον οποίον είπατε ενώπιον του λαού κατά την ημέραν αυτήν και ανελάβατε την υποχρέωσιν με όρκον, τον οποίον είπατε μεταξύ του Θεού και υμών, να παραδώσετε δηλαδή την πόλιν στους εχθρούς μας, εάν κατά τας πέντε αυτάς ημέρας δεν επιστρέψη ο Κυριος να μας βοηθήση.

Ιουδ. 8,12          καὶ νῦν τίνες ἐστὲ ὑμεῖς, οἳ ἐπειράσατε τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον καὶ ἵστατε ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ υἱῶν ἀνθρώπων;

Ιουδ. 8,12                 Αλλά ποίοι είσθε σεις, οι οποίοι πειράζετε τον Θεόν κατά την σημερινήν ημέραν, και ενώ είσθε άνθρωποι μεταξύ των άλλων ανθρώπων, ίστασθε υπεράνω από τον Θεόν;

Ιουδ. 8,13          καὶ νῦν Κύριον παντοκράτορα ἐξετάζετε καὶ οὐθὲν ἐπιγνώσεσθε ἕως τοῦ αἰῶνος,

Ιουδ. 8,13                  Θέτετε υπό εξέτασιν και ανάκρισιν Κυριον τον Παντοκράτορα, ενώ δεν γνωρίζετε καμμίαν από τας αιωνίους αυτού βουλάς.

Ιουδ. 8,14          ὅτι βάθος καρδίας ἀνθρώπου οὐχ εὑρήσετε καὶ λόγους τῆς διανοίας αὐτοῦ οὐ διαλήψεσθε· καὶ πῶς τὸν Θεόν, ὃς ἐποίησε τὰ πάντα ταῦτα, ἐρευνήσετε καὶ τὸν νοῦν αὐτοῦ ἐπιγνώσεσθε καὶ τὸν λογισμὸν αὐτοῦ κατανοήσετε; μηδαμῶς, ἀδελφοί, μὴ παροργίζετε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν·

Ιουδ. 8,14                 Εφ' όσον ούτε ενός ανθρώπου το βάθος της καρδίας του και τας σκέψεις και τους λύγους της διανοίας του δεν ημπορείτε να εξιχνιάσετε και κατανοήσετε, πως θέλετε τον Θεόν, ο οποίος εδημιούργησεν όλα αυτά, να τον εξετάσετε και να μάθετε τα νοήματά του και τας αποφάσστου; Μη διαπράττετε κάτι τέτοιο, αδελφοί, μη παροργίζετε Κυριον τον Θεόν μας με την συμπεριφοράν σας αυτήν.

Ιουδ. 8,15          ὅτι ἐὰν μὴ βούληται ἐν ταῖς πέντε ἡμέραις βοηθῆσαι ἡμῖν, αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν ἐν αἷς θέλει σκεπάσαι ἡμέραις ἢ καὶ ὀλοθρεῦσαι ἡμᾶς πρὸ προσώπου τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

Ιουδ. 8,15                  Διότι, εάν ο Κυριος δεν θέλη εντός πέντε ημερών να μας βοηθήση, αυτός έχει την δύναμιν και την εξουσίαν εις οιασδήποτε άλλας ημέρας να μας περιφρουρήση από τους εχθρούς η και να μας εξολοθρεύση ενώπιον των εχθρών μας.

Ιουδ. 8,16          ὑμεῖς δὲ μὴ ἐνεχυράζετε τὰς βουλὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεὸς ἀπειληθῆναι, οὐδὲ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου διαιτηθῆναι.

Ιουδ. 8,16                 Σεις δε μη εκβιάζετε και μη θέτετε, τρόπον τινά, ενέχυρον τας βουλάς του Κυρίου του Θεού μας, διότι ο Θεός δεν είναι ωσάν κανένας άνθρωπος να εκβιασθή με απειλάς, ούτε και δέχεται διαιτητήν εις τας σκέψεις και αποφάσστου, όπως οι άνθρωποι.

Ιουδ. 8,17          διόπερ ἀναμένοντες τὴν παρ᾿ αὐτοῦ σωτηρίαν ἐπικαλεσώμεθα αὐτὸν εἰς βοήθειαν ἡμῶν, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς ἡμῶν, ἐὰν ᾖ αὐτῷ ἀρεστόν.

Ιουδ. 8,17                  Δια τούτο ας περιμένωμεν από αυτόν την σωτηρίαν, ας τον παρακαλέσωμεν να μας βοηθήση και αυτός θα ακούση την προσευχήν μας, εάν βέβαια, του είναι αυτή αρεστή.

Ιουδ. 8,18          ὅτι οὐκ ἀνέστη ἐν ταῖς γενεαῖς ἡμῶν οὐδέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον οὔτε φυλὴ οὔτε πατριὰ οὔτε δῆμος οὔτε πόλις ἐξ ἡμῶν, οἳ προσκυνοῦσι θεοῖς χειροποιήτοις, καθάπερ ἐγένετο ἐν ταῖς πρότερον ἡμέραις·

Ιουδ. 8,18                 Πιστεύομεν ότι θα δεχθή την προσευχήν μας, διότι σήμερον δεν υπάρχει κανείς από την γενεάν μας ούτε καμμία φυλή μεταξύ μας η πατριαρχικός οίκος, η οικογένεια, ούτε καμμία πόλις από ημάς, που να προσκυνούν χειροποίητα αγάλματα, όπως εγίνετο προηγουμένως στους πατέρας μας.

Ιουδ. 8,19          ὧν χάριν ἐδόθησαν εἰς ῥομφαίαν καὶ εἰς διαρπαγὴν οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ ἔπεσον πτῶμα μέγα ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

Ιουδ. 8,19                 Ας μη λησμονούμεν δε ότι ένεκα των παραβάσεων εκείνων, οι πατέρες μας παρεδόθησαν εις θάνατον, άλλοι μεν δια ρομφαίας και άλλοι εις λεηλασίαν. Ετσι δε η συντριβή και η πτώσις των υπήρξε μεγάλη ενώπιον των εχθρών μας.

Ιουδ. 8,20          ἡμεῖς δὲ ἕτερον θεὸν οὐκ ἐπέγνωμεν πλὴν αὐτοῦ· ὅθεν ἐλπίζομεν ὅτι οὐχ ὑπερόψεται ἡμᾶς, οὐδ᾿ ἀπὸ τοῦ γένους ἡμῶν.

Ιουδ. 8,20                 Ημείς όμως δεν εγνωρίσαμεν και δεν προσεκυνήσαμεν άλλον Θεόν πλην αυτού μόνου του αληθινού. Δια τούτο και ελπίζομεν, ότι δεν θα μας παράβλεψη, ούτε και κανένα από το γένος μας.

Ιουδ. 8,21          ὅτι ἐν τῷ ληφθῆναι ἡμᾶς οὕτως καθήσεται πᾶσα ἡ Ἰουδαία, καὶ προνομευθήσεται τὰ ἅγια ἡμῶν, καὶ ζητήσει τὴν βεβήλωσιν αὐτῶν ἐκ τοῦ αἵματος ἡμῶν

Ιουδ. 8,21                 Εάν όμως εξ αιτίας της δειλίας μας οι εχθροί μας υποτάξουν, τότε εύκολα θα καταληφθή όλη η Ιουδαία· ο ιερός ναός μας και τα άγια θα λεηλατηθούν και ο Κυριος θα ζητήση από ημάς λόγον δια την βεβήλωσιν αυτήν των ιερών του.

Ιουδ. 8,22          καὶ τὸν φόνον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς γῆς καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς κληρονομίας ἡμῶν ἐπιστρέψει εἰς κεφαλὴν ἡμῶν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ ἐὰν δουλεύσωμεν ἐκεῖ, καὶ ἐσόμεθα εἰς πρόσκομμα καὶ εἰς ὄνειδος ἐναντίον τῶν κτωμένων ἡμᾶς.

Ιουδ. 8,22                 Θα επιρρίψη δε επάνω εις τα κεφάλια μας την αμέλειαν αυτήν και θα μας τιμωρήση ο Κυριος, εάν εξ αιτίας της απιστίας μας παραδώσωμεν την πόλιν και γίνωμεν αίτιοι να φονευθούν οι αδελφοί μας, να καταληφθή η χώρα μας και να ερημωθή η κληρονομία μας. Μεταξύ δε των εθνών, εις τα οποία θα παραδοθώμεν εκεί ως δούλοι, θα είμεθα ασθενείς και περίγελως ενώπιον των κατακτητών μας.

Ιουδ. 8,23          ὅτι οὐ κατευθυνθήσεται ἡ δουλεία ἡμῶν εἰς χάριν, ἀλλ᾿ εἰς ἀτιμίαν θήσει αὐτὴν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.

Ιουδ. 8,23                 Αυτή δε η δουλεία ποτέ δεν θα έχη καλήν έκβασιν, ούτε και θα εύρη χάριν, αλλά θα θέση αυτήν ο Κυριος εις εξευτελισμόν και εξουθένωσίν μας.

Ιουδ. 8,24          καὶ νῦν, ἀδελφοί, ἐπιδειξώμεθα τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν, ὅτι ἐξ ἡμῶν κρέμαται ἡ ψυχὴ αὐτῶν, καὶ τὰ ἅγια καὶ ὁ οἶκος καὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπιστήρικται ἐφ᾿ ἡμῖν.

Ιουδ. 8,24                 Και τώρα, αδελφοί, ας δείξωμεν εις τους αδελφούς μας ότι από ημάς εξαρτάται η ζωη των και ότι ο ναός και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων έχουν στηριχθή εις ημάς.

Ιουδ. 8,25          παρὰ ταῦτα πάντα εὐχαριστήσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὃς πειράζει ἡμᾶς καθὰ καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν.

Ιουδ. 8,25                 Παρ' όλα τα σκληρά και κρίσιμα αυτά γεγονότα ας ευχαριστήσωμεν Κυριον τον Θεόν μας, διότι μας δοκιμάζει, όπως εδοκίμασε και τους πατέρας μας.

Ιουδ. 8,26          μνήσθητε ὅσα ἐποίησε μετὰ Ἁβραὰμ καὶ ὅσα ἐπείρασε τὸν Ἰσαὰκ καὶ ὅσα ἐγένετο τῷ Ἰακὼβ ἐν Μεσοποταμίᾳ τῆς Συρίας ποιμαίνοντι τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ.

Ιουδ. 8,26                 Ενθυμηθήτε τας δοκιμασίας, με τας οποίας ανέδειξε τον Αβραάμ και όλα εκείνα με τα οποία επείρασε και εδοκίμασε τον Ισαάκ. Ακόμη δε και όσους πειρασμούς εδέχθη ο Ιακώβ εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας όταν εποίμαινε τα πρόβατα του Λαβαν, του αδελφού της μητρός του.

Ιουδ. 8,27          ὅτι οὐ καθὼς ἐκείνους ἐπύρωσεν εἰς ἐτασμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, καὶ ἡμᾶς οὐκ ἐξεδίκησεν, ἀλλ᾿ εἰς νουθέτησιν μαστιγοῖ Κύριος τοὺς ἐγγίζοντας αὐτῷ.

Ιουδ. 8,27                 Οπως εκείνων ως δια πυρός εδοκίμασε τας καρδίας των, έτσι και ημάς δεν μας ετιμώρησε αλλά μας επαιδαγώγησε. Διότι ο Κυριος μαστιγώνει αυτούς, που τον πλησιάζουν με πίστιν, όχι προς τιμωρίαν αλλά εις νουθέτησιν”.

Ιουδ. 8,28          καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀζίας· πάντα, ὅσα εἶπας, ἀγαθῇ καρδίᾳ ἐλάλησας, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιστήσεται τοῖς λόγοις σου·

Ιουδ. 8,28                 Ο Οζίας απήντησε προς αυτήν· “όλα όσα είπες είναι λόγια μιας αγαθής καρδίας, και κανείς δεν ημπορεί να φέρη αντίρρησιν στους λόγους σου.

Ιουδ. 8,29          ὅτι οὐκ ἐν τῇ σήμερον ἡ σοφία σου πρόδηλός ἐστιν, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡμερῶν σου ἔγνω πᾶς ὁ λαὸς τὴν σύνεσίν σου, καθότι ἀγαθόν ἐστι τὸ πλάσμα τῆς καρδίας σου.

Ιουδ. 8,29                 Αλλωστε η σύνεσίς σου δεν είναι μόνον σήμερον γνωστή· αλλά από την αρχήν της ζωής σου όλος ο λαός γνωρίζει την σύνεσίν σου και ότι αι σκέψεις της διανοίας σου είναι πάντοτε αγαθαί.

Ιουδ. 8,30          ἀλλ᾿ ὁ λαὸς ἐδίψησε σφόδρα καὶ ἠνάγκασαν ποιῆσαι ἡμᾶς καθὰ ἐλαλήσαμεν αὐτοῖς καὶ ἐπαγαγεῖν ὅρκον ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὃν οὐ παραβησόμεθα.

Ιουδ. 8,30                 Ο λαός όμως υπέφερε πολύ από την δίψαν και μας ηνάγκασαν να ομιλήσωμεν προς αυτούς τα λόγια εκείνα και να αναλάβωμεν ένορκον υποχρέωσιν, την οποίαν δεν ημπορούμεν να παραβώμεν.

Ιουδ. 8,31          καὶ νῦν δεήθητι περὶ ἡμῶν, ὅτι γυνὴ εὐσεβὴς εἶ, καὶ ἀποστελεῖ Κύριος τὸν ὑετὸν εἰς πλήρωσιν τῶν λάκκων ἡμῶν, καὶ οὐκ ἐκλείψωμεν ἔτι.

Ιουδ. 8,31                  Και τώρα, παρακάλεσε υπέρ ημών τον Θεόν. Επειδή δε συ είσαι ευσεβής γυναίκα, ο Κυριος θα στείλη βροχήν να γεμίσουν αι οεξαμεναί μας από νερό, δια να μη πεθάνωμεν από την δίψαν”.

Ιουδ. 8,32          καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἰουδίθ· ἀκούσατέ μου, καὶ ποιήσω πρᾶγμα, ὃ ἀφίξεται εἰς γενεὰς γενεῶν υἱοῖς τοῦ γένους ἡμῶν.

Ιουδ. 8,32                 Απήντησε προς αυτούς η Ιουδίθ· “ακούσατέ με. Θα κάμω ένα πράγμα, το οποίον θα γίνη και θα μείνη γνωστόν εις όλας τας γενεάς των Ισραηλιτών.

Ιουδ. 8,33          ὑμεῖς στήσεσθε ἐπὶ τῆς πύλης τὴν νύκτα ταύτην, καὶ ἐξελεύσομαι ἐγὼ μετὰ τῆς ἅβρας μου, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις, μεθ᾿ ἃς εἴπατε παραδώσειν τὴν πόλιν τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἐπισκέψεται Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἐν χειρί μου·

Ιουδ. 8,33                 Σεις θα σταθήτε εις την θύραν της πόλεως κατά την νύκτα αυτήν και εγώ μαζή με την θεραπαινίδα μου θα εξέλθω. Κατά τας πέντε δε αυτάς ημέρας, μετά τας οποίας είπατε ότι θα παραδώσετε την πόλιν στους εχθρούς μας, ο Κυριος θα επισκεφθή και θα ελευθερώση τον ισραηλιτικόν λαόν με το ιδικόν μου χέρι.

Ιουδ. 8,34          ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐξερευνήσετε τὴν πρᾶξίν μου, οὐ γὰρ ἐρῶ ὑμῖν, ἕως τοῦ τελεσθῆναι ἃ ἐγὼ ποιῶ.

Ιουδ. 8,34                 Σεις δε μη θελήσετε να ερευνήσετε την πράξίν μου, διότι δεν θα σας την είπω, μέχρις ότου πραγματοποιηθούν εξ ολοκλήρου εκείνα, τα οποία εγώ κάμνω”.

Ιουδ. 8,35          καὶ εἶπεν Ὀζίας καὶ οἱ ἄρχοντες πρὸς αὐτήν· πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἔμπροσθέν σου εἰς ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

Ιουδ. 8,35                 Ο Οζίας και οι άλλοι άρχοντες είπαν προς αυτήν· “πορεύου εις ειρήνην και ο Κυριος ο Θεός ας είναι μαζή σου, δια να τιμωρήση τους εχθρούς μας”.

Ιουδ. 8,36          καὶ ἀποστρέψαντες ἐκ τῆς σκηνῆς ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὰς διατάξεις αὐτῶν.

Ιουδ. 8,36                 Επέστρεψαν δε από την σκηνήν της Ιουδίθ και ήλθον εις τας καθωρισμένας θέσεις των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- ΘΕΡΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ ΣΤΟ ΘΕΟ

                               Θερμή προσευχή της Ιουδίθ στο Θεό

Ιουδ. 9,1           Ἰουδίθ δὲ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἐπέθετο σποδὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ ἐγύμνωσεν ὃν ἐνεδιδύσκετο σάκκον, καὶ ἦν ἄρτι προσφερόμενον ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ τὸ θυμίαμα τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ Ἰουδὶθ πρὸς Κύριον καὶ εἶπε·

Ιουδ. 9,1                    Η Ιουδίθ έπεσε με το πρόσωπον κατά γης, εσκόρπισε στάκτην εις την κεφαλήν της και έβγαλε τον σάκκον τον οποίον είχεν ενδυθή. Ητο δε η ώρα, κατά την οποίαν προσεφέρετο στον ναόν του Θεού το θυμίαμα της εσπέρας. Η Ιουδίθ ανεβόησε με φωνήν μεγάλην προς τον Κυριον και είπε·

Ιουδ. 9,2           Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου Συμεών, ᾧ ἔδωκας ἐν χειρὶ ῥομφαίαν εἰς ἐκδίκησιν ἀλλογενῶν, οἳ ἔλυσαν μήτραν παρθένου εἰς μίασμα καὶ ἐγύμνωσαν μηρὸν εἰς αἰσχύνην καὶ ἐβεβήλωσαν μήτραν εἰς ὄνειδος· εἶπας γάρ, οὐχ οὕτως ἔσται· καὶ ἐποίησαν

Ιουδ. 9,2                   “Κυριε, συ ο Θεός του προγόνου μου Συμεών, στο χέρι του οποίου έδωκες ρομφαίαν, δια να τιμωρήση τους αλλογενείς, οι οποίοι διέφθειραν και εμόλυναν την μήτραν της κόρης του Ιακώβ, της Δείνας, και εγύμνωσαν τον μηρόν της προς καταισχύνην και όνειδος, και εμόλυναν την παρθενικήν μήτραν προς κατεξευτελισμόν· Συ είπες ότι δεν έπρεπε αυτό να γίνη, αλλ' εκείνοι το έπραξαν.

Ιουδ. 9,3           ἀνθ᾿ ὧν ἔδωκας ἄρχοντας αὐτῶν εἰς φόνον καὶ τὴν στρωμνὴν αὐτῶν, ἣ ᾐδέσατο τὴν ἀπάτην αὐτῶν, εἰς αἷμα, καὶ ἐπάταξας δούλους ἐπὶ δυνάσταις καὶ δυνάστας ἐπὶ θρόνους αὐτῶν.

Ιουδ. 9,3                   Δια το βαρύ αυτό σφάλμα των παρέδωσες τους άρχοντάς των να φονευθούν και τους ομοχωρίους των, οι οποίοι ηνέχθησαν αυτήν την βεβήλωσιν, τους έπνιξες στο αίμα. Ετσι δε εκτύπησες δούλους μαζή με τους κυρίους και κυρίους, οι οποίοι ευρίσκοντο στους θρόνους των.

Ιουδ. 9,4           καὶ ἔδωκας γυναῖκας αὐτῶν εἰς προνομὴν καὶ θυγατέρας εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ πάντα τὰ σκῦλα εἰς διαίρεσιν υἱῶν ἠγαπημένων ὑπὸ σοῦ, οἳ καὶ ἐζήλωσαν τὸν ζῆλόν σου καὶ ἐβδελύξαντο μίασμα αἵματος αὐτῶν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε εἰς βοηθόν. ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐμός, καὶ εἰσάκουσον ἐμοῦ τῆς χήρας·

Ιουδ. 9,4                   Συ παρέδωκες τας συζύγους των εις λεηλασίαν και τας θυγατέρας των αιχμαλώτους και όλα τα ανήκοντα εις αυτούς εις διαρπαγήν από τους αγαπημένους υπό σου Ισραηλίτας, οι οποίοι απεστράφησαν και εμίσησαν το μόλυσμα του αίματός των και εκάλεσαν σε βοηθόν εναντίον εκείνων. Συ, ο Θεός ο Θεός μου, άκουσε την προσευχήν εμού τη χήράς·

Ιουδ. 9,5           σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πρότερα ἐκείνων καὶ ἐκεῖνα καὶ τὰ μετέπειτα καὶ τὰ νῦν καὶ τὰ ἐπερχόμενα διενοήθης, καὶ ἐγενήθησαν ἃ ἐνενοήθης,

Ιουδ. 9,5                   Συ είσαι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησες όσα υπήρχον στο παρελθόν, όσα έγιναν κατόπιν, όσα υπάρχουν σήμερα και όσα εσκέφθης να γίνουν στο μέλλον. Οσα συ σκέπτεσαι όλα πραγματοποιούνται.

Ιουδ. 9,6           καὶ παρέστησαν ἃ ἐβουλεύσω καὶ εἶπαν· ἰδοὺ πάρεσμεν· πᾶσαι γὰρ αἱ ὁδοί σου ἕτοιμοι, καὶ ἡ κρίσις σου ἐν προγνώσει·

Ιουδ. 9,6                   Παρουσιάσθησαν ενώπιόν σου όλα τα δημιουργήματα, τα οποία συ ηθέλησας να γίνουν, και είπαν· ιδού υπάρχομεν. Ολαι αι οδοί σου είναι έτοιμοι και αι δίκαιαι κρίσεις σου κατά την ιδικήν σου πρόγνωσιν.

Ιουδ. 9,7           ἰδοὺ γὰρ Ἀσσύριοι ἐπληθύνθησαν ἐν δυνάμει αὐτῶν, ὑψώθησαν ἐφ᾿ ἵππῳ καὶ ἀναβάτῃ ἐγαυρίασαν ἐν βραχίονι πεζῶν, ἤλπισαν ἐν ἀσπίδι καὶ ἐν γαισῷ καὶ τόξῳ καὶ σφενδόνῃ καὶ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος συντρίβων πολέμους.

Ιουδ. 9,7                   Ιδού, τώρα, Κυριε, οι Ασσύριοι είναι πολυάριθμοι κατά την στρατιωτικήν των δύναμιν, αλαζονεύονται δια τους ίππους και τους ιππείς των. Είναι υπερήφανοι δια την δύναμιν του πεζικού στρατού των. Αυτοί στηρίζουν τας αλαζονικάς ελπίδας των εις την ασπίδα των, εις τα ακόντιά των, στο τόξον και εις την σφενδόνην και δεν έχουν μάθει ότι συ είσαι ο Κυριος, ο οποίος συντρίβστους πολέμους και χαρίζεις νίκας.

Ιουδ. 9,8           Κύριος ὄνομά σοι· σὺ ῥάξον αὐτῶν τὴν ἰσχὺν ἐν δυνάμει σου καὶ κάταξον τὸ κράτος αὐτῶν ἐν τῷ θυμῷ σου· ἐβουλεύσαντο γὰρ βεβηλῶσαι τὰ ἅγιά σου, μιᾶναι τὸ σκήνωμα τῆς καταπαύσεως τοῦ ὀνόματος τῆς δόξης σου καὶ καταβαλεῖν σιδήρῳ κέρας θυσιαστηρίου σου.

Ιουδ. 9,8                   Κυριος είναι το όνομά σου. Συ λοιπόν, Κυριε, διάρρηξε και κατακουρέλιασε την δύναμίν των εν τη απείρω σου δυνάμει και σύντριψε την ισχύν των επάνω στον δίκαιον θυμόν σου. Διότι αυτοί εσκέφθησαν και απεφάσισαν να βεβηλώσουν τον ναόν σου, να μιάνουν την ιεράν Σκηνήν σου, όπου το πανένδοξον Ονομά σου υμνολογείται, και με τα ξίφη των να συντρίψουν το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων σου.

Ιουδ. 9,9           βλέψον εἰς ὑπερηφανίαν αὐτῶν, ἀπόστειλον τὴν ὀργήν σου εἰς κεφαλὰς αὐτῶν, δὸς ἐν χειρί μου τῆς χήρας ὃ διενοήθην κράτος.

Ιουδ. 9,9                   Ιδε, Κυριε, την αλαζονίαν των, εξαπόστειλε την οργήν σου επάνω εις τα κεφάλια των και δώσε στο χέρι εμού της χήρας την δύναμιν να πράξω εκείνο τα μεγάλο έργον, το οποίον εσκέφθην.

Ιουδ. 9,10          πάταξον δοῦλον ἐκ χειλέων ἀπάτης μου ἐπ᾿ ἄρχοντι καὶ ἄρχοντα ἐπὶ θεράποντι αὐτοῦ, θραῦσον αὐτῶν τὸ ἀνάστημα ἐν χειρὶ θηλείας·

Ιουδ. 9,10                 Με τα απατηλά λόγια, που θα βγουν από τα χείλη μου, πλήξε δούλον με τον αφέντην του και αρχηγόν με τον υπηρέτην του, σύντριψε την αλαζονείαν των με το χέρι μιας γυναικός.

Ιουδ. 9,11          οὐ γὰρ ἐν πλήθει τὸ κράτος σου, οὐδὲ ἡ δυναστεία σου ἐν ἰσχύουσιν, ἀλλὰ ταπεινῶν εἶ Θεός, ἐλαττόνων εἶ βοηθός, ἀντιλήπτωρ ἀσθενούντων, ἀπεγνωσμένων σκεπαστής, ἀπηλπισμένων σωτήρ.

Ιουδ. 9,11                  Διότι η δύναμίς σου δε καταβάλλεται ποτέ από το πλήθος των στρατιωτών, ούτε η κυριαρχία σου από τους ισχυρούς άνδρας. Συ είσαι ο Θεός των ταπεινών, ο βοηθός εκείνων οι οποίοι υστερούν εις δύναμιν, ο αντιλήπτωρ των ασθενών, ο προστάτης των αποκαρδιωμένων, ο σωτήρ των απελπισμένων.

Ιουδ. 9,12          ναὶ ναὶ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου καὶ Θεὸς κληρονομίας Ἰσραήλ, δέσποτα τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς γῆς, κτίστα τῶν ὑδάτων, βασιλεῦ πάσης κτίσεώς σου, σὺ εἰσάκουσον τῆς δεήσεώς μου

Ιουδ. 9,12                 Ναι, ναι, ω Θεέ των πατέρων μου, Θεέ της κληρονομίας του Ισραήλ, Δέσποτα του ουρανού και της γης, Δημιουργέ των υδάτων, Βασιλεύ όλης της κτίσεως, συ, Κυριε, άκουσε την δέησίν μου

Ιουδ. 9,13          καὶ δὸς λόγον μου καὶ ἀπάτην εἰς τραῦμα καὶ μώλωπα αὐτῶν, οἳ κατὰ τῆς διαθήκης σου καὶ οἴκου ἡγιασμένου σου καὶ κορυφῆς Σιὼν καὶ οἴκου κατασχέσεως υἱῶν σου ἐβουλεύσαντο σκληρά.

Ιουδ. 9,13                  και δώσε εις το στόμα μου λόγια απατηλά εις όλεθρον και καταστροφήν αυτών, οι οποίοι εσκέφθησαν και απεφάσισαν τρομερά εναντίον της διαθήκης σου, του ηγιασμένου ναού σου, του λόφου της Σιών, της κατοικίας των ιδικών σου υιών.

Ιουδ. 9,14          καὶ ποίησον ἐπὶ πᾶν τὸ ἔθνος σου, καὶ πάσης φυλῆς ἐπίγνωσιν τοῦ εἰδῆσαι ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς πάσης δυνάμεως καὶ κράτους, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος ὑπερασπίζων τοῦ γένους Ἰσραήλ, εἰ μὴ σύ.

Ιουδ. 9,14                 Και δώσε, Κυριε, όπως ο λαός σου και κάθε φυλή της γης αναγνωρίση και μάθη ότι συ είσαι ο Θεός πάσης δυνάμεως και ισχύος και ότι δεν υπάρχει άλλος, ο οποίος να υπερασπίζεται αποτελεσματικώς τα γένος των Ισραηλιτών ει μη μόνον συ”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Η ΙΟΥΔΙΘ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ

                              Η Ιουδίθ στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη

Ιουδ. 10,1          Καὶ ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο βοῶσα πρὸς τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ καὶ συνετέλεσε πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα,

Ιουδ. 10,1                  Οταν έπαυσεν η Ιουδίθ να προσεύχεται από βάθους καρδίας προς τον Θεόν του Ισραήλ και ετελείωσεν όλα αυτά τα λόγια,

Ιουδ. 10,2          καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῆς πτώσεως καὶ ἐκάλεσε τὴν ἅβραν αὐτῆς καὶ κατέβη εἰς τὸν οἶκον, ἐν ᾧ διέτριβεν ἐν αὐτῷ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν σαββάτων καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῆς·

Ιουδ. 10,2                 εσηκώθη από το έδαφος, όπου είχε πέσει πρηνής, εκάλεσε την θεραπαινίδα της και κατέβηκε εις τα διαμερίσματά της, εις τα οποία παρέμενε κατά τας ημέρας των Σαββάτων και κατά τας άλλας εορτάς.

Ιουδ. 10,3          καὶ περιείλατο τὸν σάκκον, ὃν ἐνεδεδύκει, καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς καὶ περιεκλύσατο τὸ σῶμα ὕδατι καὶ ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ καὶ διέταξε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ ἐπέθετο μίτραν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς εὐφροσύνης αὐτῆς, ἐν οἷς ἐστολίζετο ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς Μανασσῆ,

Ιουδ. 10,3                  Εκεί έβγαλε τον σάκκον, τον οποίον είχεν ενδυθή, έβγάλε τα ενδύματα της χηρείας της, έλουσε το σώμα της με ύδωρ και το ήλειψε με πλούσιον μύρον. Εκτένισε κατά τρόπον ωραίον τας τρίχας της κεφαλής της, έβαλε μανδήλιον επάνω εις αυτήν, εφόρεσε τα εορταστικά ενδύματα της χαράς της, με τα οποία εστολίζετο κατά τας ημέρας που εζούσεν ο άνδρας της ο Μανασσής.

Ιουδ. 10,4          καὶ ἔλαβε σανδάλια εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς καὶ περιέθετο τοὺς χλιδῶνας καὶ τὰ ψέλλια καὶ τοὺς δακτυλίους καὶ τὰ ἐνώτια καὶ πάντα τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ ἐκαλλωπίσατο σφόδρα εἰς ἀπάτησιν ὀφθαλμῶν ἀνδρῶν, ὅσοι ἂν ἴδωσιν αὐτήν.

Ιουδ. 10,4                 Εφόρεσε σανδάλια εις τα πόδια της, έβαλε εις τα χέρια της βραχιόλια, δακτυλίδια και τα άλλα κοσμήματα, σκουλαρίκια εις τα αυτιά της και όλον τον στολισμόν της και εκαλλωπίσθη πάρα πολύ, δια να εξαπατήση και αποπλανήση τους οφθαλμούς των ανδρών, όσοι θα την έβλεπον.

Ιουδ. 10,5          καὶ ἔδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς ἀσκοπυτίνην οἴνου καὶ καψάκην ἐλαίου καὶ πήραν ἐπλήρωσεν ἀλφίτων καὶ παλάθης καὶ ἄρτων καθαρῶν καὶ περιεδίπλωσε πάντα τὰ ἀγγεῖα αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν ἐπ᾿ αὐτῇ.

Ιουδ. 10,5                  Εδωσεν εις την θεραπαινίδα της ένα ασκί με οίνον και μίαν ύδριαν με λάδι. Εγέμισε με άρτον από κριθήν και με σύκα και με καθαρόν άρτον ένα σάκκον, εδίπλωσεν όλα αυτά εις τας αποσκευάς της και τα εφόρτωσεν εις την θεραπαινίδα της.

Ιουδ. 10,6          καὶ ἐξήλθοσαν ἐπὶ τὴν πύλην τῆς πόλεως Βαιτυλούα καὶ εὕροσαν ἐφεστῶτας ἐπ᾿ αὐτῆς Ὀζίαν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως Χαβρὶν καὶ Χαρμίν.

Ιουδ. 10,6                 Η Ιουδίθ με την θεραπαινίδα της εξήλθαν εις την πύλην της πόλεως, όπου και συνήντησαν τον Οζίαν και τους πρεσβυτέρους της πόλεως, τον Χαβρίν και Χαρμίν, οι οποίοι και τας επερίμεναν.

Ιουδ. 10,7          ὡς δὲ εἶδον αὐτὴν καὶ ἦν ἠλλοιωμένον τὸ πρόσωπον αὐτῆς καὶ τὴν στολὴν μεταβεβληκυῖαν αὐτῆς, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ τῷ κάλλει αὐτῆς ἐπὶ πολὺ σφόδρα καὶ εἶπαν αὐτῇ·

Ιουδ. 10,7                  Οταν δε την είδαν με το πρόσωπόν της αλλοιωμένον και ωραιότατον και αλλαγμένην την στολήν της χηρείας της με στολήν λαμπράν, εθαύμασαν την ωραιότητά της πάρα πολύ και της είπαν·

Ιουδ. 10,8          ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν δῴη σε εἰς χάριν καὶ τελειώσαι τὰ ἐπιτηδεύματά σου εἰς γαυρίαμα υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ὕψωμα Ἱερουσαλήμ. καὶ προσεκύνησε τῷ Θεῷ

Ιουδ. 10,8                 “Ο Θεός, ο Θεός των πατέρων μας ευχόμεθα να σου δώση χάριν, ώστε να φέρης εις πέρας το έργον σου εις έπαινον των Ισραηλιτών και δόξαν της Ιερουσαλήμ”. Αυτή προσεκύνησε τον Θεόν

Ιουδ. 10,9          καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπιτάξατε ἀνοῖξαί μοι τὴν πύλην τῆς πόλεως, καὶ ἐξελεύσομαι εἰς τελείωσιν τῶν λόγων, ὧν ἐλαλήσατε μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ συνέταξαν τοῖς νεανίσκοις ἀνοῖξαι αὐτῇ καθότι ἐλάλησε.

Ιουδ. 10,9                 και τους είπε· “διατάξατε να μου ανοίξουν την πύλην της πόλεως, να εξέλθω και να φέρω εις πέρας τα έργα, δια τα οποία είχατε ομιλήσει μαζή μου”. Εκείνοι διέταξαν τους νεαρούς φρουρούς της θύρας να ανοίξουν εις αυτήν, όπως αυτή είχεν είπει.

Ιουδ. 10,10        καὶ ἐποίησαν οὕτως. καὶ ἐξῆλθεν Ἰουδίθ, αὐτὴ καὶ ἡ παιδίσκη αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς· ἀπεσκόπευον δὲ αὐτὴν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἕως οὗ κατέβη τὸ ὄρος, ἕως διῆλθε τὸν αὐλῶνα καὶ οὐκέτι ἐθεώρουν αὐτήν.

Ιουδ. 10,10                Οι νεαροί θυρωροί έκαμαν, όπως διετάχθησαν. Η Ιουδίθ εξήλθεν, αυτή και η θεραπαινίδα της. Οι δε άνδρες της πόλεως Βαιτυλούα την παρετήρουν, μέχρις ότου εκείνη κατέβη το όρος, έφθασεν εις την κοιλάδα, οπότε και δεν την έβλεπον πλέον.

Ιουδ. 10,11        καὶ ἐπορεύοντο ἐν τῷ αὐλῶνι εἰς εὐθεῖαν, καὶ συνήντησεν αὐτῇ προφυλακὴ τῶν Ἀσσυρίων.

Ιουδ. 10,11                Η Ιουδίθ, συνοδευομένη από την θεραπαινίδα της, εβάδιζεν εις την κοιλάδα κατ' ευθείαν, οπότε την συνήντησε μία προφυλακή των Ασσυρίων.

Ιουδ. 10,12        καὶ συνέλαβον αὐτὴν καὶ ἐπηρώτησαν· τίνων εἶ καὶ πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπε· θυγάτηρ εἰμὶ τῶν Ἑβραίων καὶ ἀποδιδράσκω ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μέλλουσι δίδοσθαι ὑμῖν εἰς κατάβρωμα·

Ιουδ. 10,12                Οι άνδρες του φυλακίου τούτου την συνέλαβαν και την ηρώτησαν· “από ποίους είσαι; Από που έρχεσαι; Που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησεν. “Εγώ είμαι κόρη των Εβραίων και εδραπέτευσα από αυτούς, διότι πρόκειται αυτοί να παραδοθούν εις σας εις λεηλασίαν και διαρπαγήν.

Ιουδ. 10,13        κἀγὼ ἔρχομαι εἰς τὸ πρόσωπον Ὀλοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεως ὑμῶν τοῦ ἀναγγεῖλαι ῥήματα ἀληθείας καὶ δείξω πρὸ προσώπου αὐτοῦ ὁδόν, καθ᾿ ἣν πορεύσεται καὶ κυριεύσει πάσης τῆς ὀρεινῆς, καὶ οὐ διαφωνήσει τῶν ἀνδρῶν αὐτοῦ σάρξ μία οὐδὲ πνεῦμα ζωῆς.

Ιουδ. 10,13                Εγώ έρχομαι, δια να ίδω προσωπικώς τον Ολοφέρνην τον αρχιστράτηγον των δυνάμεων σας, να γνωστοποιήσω εις αυτόν λόγους αληθείας και να φανερώσω ενώπιον του την οδόν, την οποίαν πρέπην να ακολουθήση, δια να καταλάβη όλην την ορεινήν περιοχήν μας, χωρίς από τους άνδρας του στρατού του να πάθη κανείς τίποτε, χωρίς να σβήση ούτε μία ζωη”.

Ιουδ. 10,14        ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τὰ ῥήματα αὐτῆς καὶ κατενόησαν τὸ πρόσωπον αὐτῆς -καὶ ἦν ἐναντίον αὐτῶν θαυμάσιον τῷ κάλλει σφόδρα- καὶ εἶπαν πρὸς αὐτήν·

Ιουδ. 10,14                Οταν οι άνδρες του φυλακίου εκείνου ήκουσαν αυτούς τους λόγους και παρετήρησαν το πρόσωπόν της- το οποίον εφάνη στους οφθαλμούς των, όπως και ήτο, θαυμάσιον και ωραιότατον- είπαν προς αυτήν·

Ιουδ. 10,15        σέσωκας τὴν ψυχήν σου σπεύσασα καταβῆναι εἰς πρόσωπον τοῦ κυρίου ἡμῶν· καὶ νῦν πρόσελθε ἐπὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἡμῶν προπέμψουσί σε, ἕως παραδώσουσί σε εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ·

Ιουδ. 10,15                “Συ έχεις σώσει τώρα την ζωήν σου, που έσπευσες να έλθης και να παρουσιασθής ενώπιον του κυρίου μας. Τωρα πήγαινε εις την σκηνήν του. Από ημάς θα σε συνοδεύσουν μερικοί, μέχρις ότου σε παραδώσουν εις τα χέρια του.

Ιουδ. 10,16        ἐὰν δὲ στῇς ἐναντίον αὐτοῦ, μὴ φοβηθῇς τῇ καρδίᾳ σου, ἀλλὰ ἀνάγγειλον κατὰ τὰ ῥήματά σου, καὶ εὖ σε ποιήσει.

Ιουδ. 10,16                Οταν δε σταθής ενώπιόν του, μη ταραχθή η καρδία σου, αλλά ανάγγειλε εις αυτόν εκείνα τα οποία είπες, και αυτός θα δειχθή γενναιόδωρος προς σέ”.

Ιουδ. 10,17        καὶ ἐπέλεξαν ἐξ αὐτῶν ἄνδρας ἑκατὸν καὶ παρέζευξαν αὐτῇ καὶ τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς, καὶ ἤγαγον αὐτὰς ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ὀλοφέρνου.

Ιουδ. 10,17                Εξέλεξαν από την φρουράν των εκατόν άνδρας, έβαλαν εις την άμαξαν αυτήν και την θεραπαινίδα της και έτσι την ωδήγησαν εις την σκηνήν του Ολοφέρνου.

Ιουδ. 10,18        καὶ ἐγένετο συνδρομὴ πάσῃ τῇ παρεμβολῇ, διεβοήθη γὰρ εἰς τὰ σκηνώματα ἡ παρουσία αὐτῆς· καὶ ἐλθόντες ἐκύκλουν αὐτὴν ὡς εἱστήκει ἔξω τῆς σκηνῆς Ὀλοφέρνου, ἕως προσήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς.

Ιουδ. 10,18                Γυρω δε από την σκηνήν του Ολοφέρνου έγινε συρροή ανδρών από όλον το στρατόπεδον, διότι διεδόθη και εγνωστοποιήθη η παρουσία της εις τας σκηνάς των στρατιωτών. Ηλθον, λοιπόν, αυτοί και την περιεκύκλωσαν, καθ' ον χρόνον ήτο ορθία έξω από την σκηνήν του Ολοφέρνου, μέχρις ότου ανήγγειλαν εις εκείνον τα περί αυτής.

Ιουδ. 10,19        καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τῷ κάλλει αὐτῆς καὶ ἐθαύμαζον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἀπ᾿ αὐτῆς, καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τίς καταφρονήσει τοῦ λαοῦ τούτου, ὃς ἔχει ἐν ἑαυτῷ γυναῖκας τοιαύτας; ὅτι οὐ καλόν ἐστιν ὑπολείπεσθαι ἐξ αὐτῶν ἄνδρα ἕνα, οἳ ἀφεθέντες δυνήσονται κατασοφίσασθαι πᾶσαν τὴν γῆν.

Ιουδ. 10,19                Ολοι δε εθαύμαζαν την ωραιότητά της και εξ αιτίας αυτής εθαύμαζαν και τους Ισραηλίτας και έλεγεν ο ένας προς τον άλλον· “ποιός θα ημπορέση να καταφρονήση τον λαόν αυτόν, ο οποίος έχει εις τας τάξστου τέτοιας γυναίκας; Δεν είναι λοιπόν καθόλου καλόν να παραμείνη εις την ζωήν ούτε ένας άνδρας από αυτούς, διότι αυτοί μένοντες ελεύθεροι θα ημπορέσουν να καταδολιευθούν και να υποτάξουν όλην την χώραν”.

Ιουδ. 10,20        καὶ ἐξῆλθον οἱ παρακαθεύδοντες Ὀλοφέρνῃ καὶ πάντες οἱ θεράποντες αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὴν σκηνήν.

Ιουδ. 10,20               Εβγήκαν οι άνδρες της φρουράς του Ολοφέρνου και όλοι οι δούλοι του και ωδήγησαν την Ιουδίθ εντός της σκηνής.

Ιουδ. 10,21        καὶ ἦν Ὀλοφέρνης ἀναπαυόμενος ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ ἐν τῷ κωνωπείῳ, ὃ ἦν ἐκ πορφύρας καὶ χρυσίου καὶ σμαράγδου καὶ λίθων πολυτελῶν καθυφασμένων.

Ιουδ. 10,21                Ο Ολοφέρνης ανεπαύετο επάνω εις την κλίνην του, η οποία εσκεπάζετο από κουνουπιέραν, αυτή δε η κουνουπιέρα ήτο κατασκευασμένη από πορφύραν εις την οποίαν είχαν υφανθή χρυσίον, σμάραγδοι και άλλοι πολύτιμοι λίθοι.

Ιουδ. 10,22        καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ προσκήνιον, καὶ λαμπάδες ἀργυραῖ προάγουσαι αὐτοῦ.

Ιουδ. 10,22               Οι της προσωπικής φρουράς του Ολοφρνου ανήγγειλαν εις αυτόν τα περί αυτής. Ο Ολοφέρνης εβγήκεν εις την προ της σκηνής αυλήν, ενώ έμπρος από αυτόν προηγούντο αργυραί λυχνίαι.

Ιουδ. 10,23        ὡς δὲ ἦλθε κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ Ἰουδὶθ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, ἐθαύμασαν πάντες ἐπὶ τῷ κάλλει τοῦ προσώπου αὐτῆς· καὶ πεσοῦσα ἐπὶ πρόσωπον προσεκύνησεν αὐτῷ, καὶ ἤγειραν αὐτὴν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ.

Ιουδ. 10,23               Μολις δε η Ιουδίθ παρουσιάσθηκε ενώπιον αυτού και ενώπιον των άλλων υπηρετών του, όλοι εθαύμασαν το κάλλος του προσώπου της. Εκείνη έπεσε με τα πρόσωπον κατά γης και προσεκύνησε τον Ολοφέρνην. Οι δε δούλοι του Ολοφέρνου την εσήκωσαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- ΟΙ ΚΟΛΑΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΛΟΦΕΡΝΗ

                               Οι κολακείες και οι παραπλανητικές υποδείξεις της Ιουδίθ προς τον Ολοφέρνη

Ιουδ. 11,1          Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης· θάρσησον, γύναι, μὴ φοβηθῇς τῇ καρδίᾳ σου, ὅτι ἐγὼ οὐκ ἐκάκωσα ἄνθρωπον, ὅστις ᾑρέτικε δουλεύειν βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ πάσης τῆς γῆς.

Ιουδ. 11,1                   Ο Ολοφέρνης είπε προς αυτήν· “έχε θάρρος, ω γύναι, και ας μη ταράττεται η καρδία σου, διότι εγώ ούτε έβλαψα ούτε πρόκειται να βλάψω άνθρωπον, ο οποίος εξέλεξε και απεφάσισε να υπηρετή τον Ναβουχοδονόσορα τον βασιλέα πάσης της γης.

Ιουδ. 11,2          καὶ νῦν ὁ λαός σου ὁ κατοικῶν τὴν ὀρεινήν, εἰ μὴ ἐφαύλισάν με, οὐκ ἂν ᾖρα τὸ δόρυ μου ἐπ᾿ αὐτούς, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἐποίησαν ταῦτα.

Ιουδ. 11,2                  Και τώρα δεν θα εσήκωνα το δόρυ μου ούτε εναντίον του λαού σου, ο οποίος κατοικεί εις την ορεινήν περιοχήν, εάν αυτός δεν επεριφρονούσε εμέ. Αλλά αυτοί έγιναν αιτία και αφορμή δι' όλα τα εναντίον των κακά.

Ιουδ. 11,3          καὶ νῦν λέγε μοι τίνος ἕνεκεν ἀπέδρας ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθες πρὸς ἡμᾶς; ἥκεις γὰρ εἰς σωτηρίαν· θάρσει, ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ ζήσῃ καὶ εἰς τὸ λοιπόν·

Ιουδ. 11,3                  Και τώρα λέγε μου, δια ποίαν αιτίαν εδραπέτευσες από αυτούς και ήλθες προς ημάς; Διότι έχεις έλθει προφανώς, δια να εύρης σωτηρίαν. Εχε θάρρος, διότι οχι μόνον αυτήν την νύκτα θα ζήσης, αλλά και όλον τον άλλον χρόνον της ζωής σου.

Ιουδ. 11,4          οὐ γάρ ἐστιν ὃς ἀδικήσει σε, ἀλλ᾿ εὖ σε ποιήσει καθὰ γίνεται τοῖς δούλοις τοῦ κυρίου μου βασιλέως Ναβουχοδονόσορ.

Ιουδ. 11,4                  Κανείς δεν πρόκειται να σε βλάψη, αλλά καθένας θα προσπαθήση να κάμη καλόν εις σέ, όπως συμβαίνει στους δούλους του κυρίου μου, του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ”.

Ιουδ. 11,5          καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἰουδίθ· δέξαι τὰ ῥήματα τῆς δούλης σου, καὶ λαλησάτω ἡ παιδίσκη σου κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ οὐκ ἀναγγελῶ ψεῦδος τῷ κυρίῳ μου ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ.

Ιουδ. 11,5                  Η Ιουδίθ είπε τότε προς αυτόν· “δέξου τα λόγια της δούλης σου και ας δώσής την άδειαν να ομιλήση η δούλη σου προσωπικώς εις σέ. Δεν θα είπω κανένα ψεύδος εις σε τον κύριόν μου κατά την νύκτα αυτήν.

Ιουδ. 11,6          καὶ ἐὰν κατακολουθήσῃς τοῖς λόγοις τῆς παιδίσκης σου, τελείως πρᾶγμα ποιήσει μετὰ σοῦ ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἀποπεσεῖται ὁ κύριός μου τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ·

Ιουδ. 11,6                  Εάν συ, ακολουθήσης πιστώς τους λόγους της δούλης σου, ο Θεός θα φέρη εις πέρας δια σου μέγα έργον, και έτσι ο κύριός μου δεν θα αποτύχη, εις εκείνα τα οποία επιδιώκει.

Ιουδ. 11,7          ζῇ γὰρ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ πάσης τῆς γῆς καὶ ζῇ τὸ κράτος αὐτοῦ, ὃς ἀπέστειλέ σε εἰς κατόρθωσιν πάσης ψυχῆς, ὅτι οὐ μόνον ἄνθρωποι διὰ σὲ δουλεύουσιν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ κτήνη καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ διὰ τῆς ἰσχύος σου ζήσονται ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ καὶ πάντα τὸν οἶκον αὐτοῦ·

Ιουδ. 11,7                  Ορκίζομαι εις την ζωήν του Ναδουχοδονόσορος, του βασιλέως όλης της γης, ορκίζομαι επίσης εις την δύναμιν αυτού, ο οποίος σε έστειλε να ανορθώσης και διατηρήσης κάθε ψυχήν, ότι όχι μόνον άνθρωποι δια μέσου σου θα τον υπηρετήσουν, αλλά και τα θηρία του αγρού και τα κτήνη και τα πτηνά του ουρανού, χάρις εις την ιδικήν σου δύναμιν, θα ζήσουν προς χάριν και εξυπηρέτησιν του Ναβουχοδονόσορος και όλου του οίκου του.

Ιουδ. 11,8          ἠκούσαμεν γὰρ τὴν σοφίαν σου καὶ τὰ πανουργεύματα τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἀνηγγέλη πάσῃ τῇ γῇ ὅτι σὺ μόνος ἀγαθὸς ἐν πάσῃ βασιλείᾳ καὶ δυνατὸς ἐν ἐπιστήμῃ καὶ θαυμαστὸς ἐν στρατεύμασι πολέμου.

Ιουδ. 11,8                  Διότι ημείς ηκούσαμεν την σοφίαν σου και τας ευφυείς επινοήσεις της διανοίας σου. Εγινε γνωστόν εις όλην την γην, ότι συ μόνος είσαι αγαθός εις όλην την βασιλείαν και δυνατός εις την γνώσιν και αξιοθαύμαστος εις την στρατιωτικήν τέχνην του πολέμου.

Ιουδ. 11,9          καὶ νῦν ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησεν Ἀχιὼρ ἐν τῇ συνεδρίᾳ σου, ἠκούσαμεν τὰ ῥήματα αὐτοῦ, ὅτι περιεποιήσαντο αὐτὸν οἱ ἄνδρες Βαιτυλούα, καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς πάντα, ὅσα ἐξελάλησε παρὰ σοί.

Ιουδ. 11,9                  Επί πλέον επληροφορήθημεν και όλα τα λόγια, τα οποία ο Αχιώρ ελάλησε κατά την συνεδρίαν σου, εμάθαμεν όλους τους λόγους αυτού και οι άνδρες της Βαιτυλούα τον περιποιήθησαν, διότι αυτός ανήγγειλεν εις αυτούς, όσα είχεν είπει προς σέ.

Ιουδ. 11,10        διό, δέσποτα κύριε, μὴ παρέλθῃς τὸν λόγον αὐτοῦ, ἀλλὰ κατάθου αὐτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου, ὅτι ἀληθής ἐστιν· οὐ γὰρ ἐκδικᾶται τὸ γένος ἡμῶν, οὐ κατισχύει ῥομφαία ἐπ᾿ αὐτούς, ἐὰν μὴ ἁμάρτωσιν εἰς τὸν Θεὸν αὐτῶν.

Ιουδ. 11,10                Δια τούτο, δέσποτα κύριε, μη αντιπαρέλθης και καταφρονήσης τον λόγον του, αλλά κατάθεσέ τον βαθειά μέσα εις την καρδιά σου, διότι είναι αληθής. Οι Ισραηλίται του γένους μου δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθούν, ούτε θα υπερισχύση εναντίον αυτών ρομφαία, εάν δεν αμαρτήσωσι ενώπιον του Θεού των.

Ιουδ. 11,11        καὶ νῦν, ἵνα μὴ γένηται ὁ κύριός μου ἔκβολος καὶ ἄπρακτος καὶ ἐπιπεσεῖται θάνατος ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν, καὶ κατελάβετο αὐτοὺς ἁμάρτημα, ἐν ᾧ παροργιοῦσι τὸν Θεὸν αὐτῶν, ὁπηνίκα ἂν ποιήσωσιν ἀτοπίαν·

Ιουδ. 11,11                 Και τώρα, δια να μη απέλθη ο κύριός μου άπρακτος και γνωρίση αποτυχίαν, δια να επιπέση δε θάνατος εναντίον όλων αυτών, πρέπει να παρασυρθούν αυτοί εις κάποιο αμάρτημα, δια του οποίου θα παροργίσουν τον Θεόν των. Και θα τον παροργίσουν, όταν διαπράξουν ατόπημα.

Ιουδ. 11,12        ἐπεὶ γὰρ ἐξέλιπεν αὐτοὺς τὰ βρώματα καὶ ἐσπανίσθη πᾶν ὕδωρ, ἐβουλεύσαντο ἐπιβαλεῖν τοῖς κτήνεσιν αὐτῶν καὶ πάντα, ὅσα διεστείλατο αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς νόμοις αὐτοῦ μὴ φαγεῖν, διέγνωσαν δαπανῆσαι.

Ιουδ. 11,12                Επειδή δε έλειψαν πλέον από αυτούς τα φαγητά, το δε νερό είναι πολύ σπάνιον, απεφάσισαν να βάλουν χέρι εις τα κτήνη των και εις όλα εκείνα τα ζώα, τα οποία ο Θεός απηγόρευσεν εις αυτούς, δια των νόμων του, να τρώγουν, αυτά λοιπόν απεφάσισαν αυτοί να τα φάγουν.

Ιουδ. 11,13        καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου καὶ τὰς δεκάτας τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἃ διεφύλαξαν ἁγιάσαντες τοῖς ἱερεῦσι τοῖς παρεστηκόσιν ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀπέναντι τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, κεκρίκασιν ἐξαναλῶσαι, ὧν οὐδὲ ταῖς χερσὶν καθῆκεν ἅψασθαι οὐδένα τῶν ἐκ τοῦ λαοῦ.

Ιουδ. 11,13                 Αλλά και τας απαρχάς των σιτηρών και τα δέκατα του οίνου και του ελαίου, τα οποία είχαν προορίσει να τα παραδώσουν στους ιερείς, που ευρίσκονται εις την Ιερουσαλήμ ενώπιον του ναού του Θεού μας, απεφάσισαν να τα καταναλώσουν· αυτά δια τα οποία απηγορεύετο και να θέσουν καν επάνω των τα χέρια των οι άνθρωποι του λαού.

Ιουδ. 11,14        καὶ ἀπεστάλκασιν εἰς Ἱερουσαλήμ, ὅτι καὶ οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες ἐποίησαν ταῦτα, τοὺς μετακομίσαντας αὐτοῖς τὴν ἄφεσιν παρὰ τῆς γερουσίας.

Ιουδ. 11,14                Ακόμη αυτοί έστειλαν εις την Ιερουσαλήμ άνδρας, δια να ζητήσουν και λάβουν από την γερουσίαν την άδειαν να κάμουν αυτάς τας παρανομίας, διότι και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έπραξαν το ίδιον.

Ιουδ. 11,15        καὶ ἔσται ὡς ἂν ἀναγγείλῃ αὐτοῖς καὶ ποιήσωσι, δοθήσονταί σοι εἰς ὄλεθρον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Ιουδ. 11,15                 Αμέσως δε μόλις αναγγελθή εις αυτούς η άδεια της παρανομίας και υποπέσουν εις την παρανομίαν αυτήν, τότε θα παραδοθούν οι Ισραηλίται προς καταστροφήν, την ιδίαν εκείνην ημέραν.

Ιουδ. 11,16        ὅθεν ἐγὼ ἡ δούλη σου ἐπιγνοῦσα ταῦτα πάντα ἀπέδρων ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ ἐπέστειλέ με ὁ Θεὸς ποιῆσαι μετὰ σοῦ πράγματα, ἐφ᾿ οἷς ἐκστήσεται πᾶσα ἡ γῆ, ὅσοι ἐὰν ἀκούσωσιν αὐτά.

Ιουδ. 11,16                Οθεν εγώ, η δούλη σου, επειδή έμαθα όλα αυτά, εδραπέτευσα από αυτούς. Και ο Θεός με έστειλε να επιτελέσω μαζή με σε έργα, δια τα οποία θα εκπλαγούν όλοι οι άνθρωποι, όσοι θα τα μάθουν.

Ιουδ. 11,17        ὅτι ἡ δούλη σου θεοσεβής ἐστι καὶ θεραπεύουσα νυκτὸς καὶ ἡμέρας τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ· καὶ νῦν μενῶ παρὰ σοί, κύριέ μου, καὶ ἐξελεύσεται ἡ δούλη σου κατὰ τὴν νύκτα εἰς τὴν φάραγγα καὶ προσεύξομαι πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἐρεῖ μοι πότε ἐποίησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν.

Ιουδ. 11,17                 Θα κατορθώσω δε αυτά, διότι εγώ η δούλη σου είμαι ευσεβής και λατρεύω νύκτα και ημέραν τον Θεόν του ουρανού. Και τώρα θα μένω πλησίον σου, κύριέ μου, θα εξερχωμαι όμως την νύκτα εις κάποιαν φάραγγα, θα προσεύχωμαι στον Θεόν μου, ο οποίος θα μου πη πότε οι Ισραηλίται διέπραξαν αυτά τα αμαρτήματα.

Ιουδ. 11,18        καὶ ἐλθοῦσα προσανοίσω σοι, καὶ ἐξελεύσῃ σὺν πάσῃ τῇ δυνάμει σου, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιστήσεταί σοι ἐξ αὐτῶν.

Ιουδ. 11,18                Εγώ δε θα έλθω αμέσως, να καταστήσω εις σε γνωστόν τούτο. Τοτε δε συ θα εκστρατεύσης με όλον τον στρατόν σου και κανείς από αυτούς δεν θα ημπορέση να αντισταθή εναντίον σου.

Ιουδ. 11,19        καὶ ἄξω σε διὰ μέσου τῆς Ἰουδαίας ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἀπέναντι Ἱερουσαλὴμ καὶ θήσω τὸν δίφρον σου ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ ἄξεις αὐτοὺς ὡς πρόβατα, οἷς οὐκ ἔστι ποιμήν, καὶ οὐ γρύξει κύων τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἀπέναντί σου, ὅτι ταῦτα ἐλαλήθη μοι κατὰ πρόγνωσίν μου καὶ ἀπηγγέλη μοι, καὶ ἀπεστάλην ἀναγγεῖλαί σοι.

Ιουδ. 11,19                Εγώ τότε θα σε οδηγήσω δια μέσου της Ιουδαίας έως εις την Ιερουσαλήμ και θα τοποθετήσω τον θρόνον σου εν μέσω αυτής. Θα οδηγήσης τους Ισραηλίτας ωσάν πρόβατα, εις τα οποία δεν υπάρχει πλέον ποιμήν. Ούτε σκυλί θα γρυλίση με την γλώσσαν του εναντίον σου. Αυτά έγιναν εις εμέ γνωστά δι' αποκαλύψεως και έχω αποσταλή να τα αναγγείλω και εις σέ”.

Ιουδ. 11,20        καὶ ἤρεσαν οἱ λόγοι αὐτῆς ἐναντίον Ὀλοφέρνου καὶ ἐναντίον πάντων τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ τῇ σοφίᾳ αὐτῆς καὶ εἶπαν·

Ιουδ. 11,20                Αυτοί οι λόγοι ήρεσαν στον Ολοφέρνην και εις όλους τους αυλικούς του. Εθαύμασαν δε την σοφίαν αυτής της γυναικός και είπαν·

Ιουδ. 11,21        οὐκ ἔστι τοιαύτη γυνὴ ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου τῆς γῆς καλῷ προσώπῳ καὶ συνέσει λόγων.

Ιουδ. 11,21                “Αλλη γυνή, τόσον ωραία στο πρόσωπον και με τόσον σοφούς λόγους, όπως αυτή, δεν υπάρχει από το ένα άκρον της γης μέχρι το άλλο”.

Ιουδ. 11,22        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης· εὖ ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀποστείλας σε ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ τοῦ γενηθῆναι ἐν χερσὶν ἡμῶν κράτος, ἐν δὲ τοῖς φαυλίσασι τὸν κύριόν μου ἀπώλειαν.

Ιουδ. 11,22                Ο Ολοφέρνης απήντησε προς αυτήν· “πολύ καλά έκαμεν ο Θεός, που σε έστειλε προ του λαού σου, δια να περιέλθη εις τα χέρια μας η νίκη, η δε απώλεια και ο όλεθρος εις εκείνους, οι οποίοι κατεφρόνησαν τον κύριόν μου, τον Ναβουχοδονόσορα.

Ιουδ. 11,23        καὶ νῦν ἀστεία εἶ σὺ ἐν τῷ εἴδει σου καὶ ἀγαθὴ ἐν τοῖς λόγοις σου· ὅτι ἐὰν ποιήσῃς καθὰ ἐλάλησας, ὁ Θεός σου ἔσται μου Θεός, καὶ σὺ ἐν οἴκῳ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ καθήσῃ καὶ ἔσῃ ὀνομαστὴ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.

Ιουδ. 11,23                Και τώρα πρέπει να ομολογήσω ότι συ είσαι ωραία κατά την μορφήν και σοφή στους λόγους σου. Εάν λοιπόν κάμης όπως είπες, ο Θεός σου θα είναι Θεός μου και συ θα εγκατασταθής στον οίκον του Ναβουχοδονόσορος και θα γίνης ονομαστή εις όλην την γην”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΙΟΥΔΙΘ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ  

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ

                               Η Ιουδίθ στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη

Ιουδ. 12,1          Καὶ ἐκέλευσεν εἰσαγαγεῖν αὐτὴν οὗ ἐτίθετο τὰ ἀργυρώματα αὐτοῦ καὶ συνέταξε καταστρῶσαι αὐτῇ ἀπὸ τῶν ὀψοποιημάτων αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴνου αὐτοῦ πίνειν.

Ιουδ. 12,1                  Κατόπιν ο Ολοφέρνης διέταξε να οδηγήσουν αυτήν εκεί, όπου ήσαν αποτεθειμένα και φυλαγμένα τα αργυρά κοσμήματα και σκεύη. Διέταξε δε να στρώσουν κατά γης δι' αυτήν στρώματα παραγεμισμένα και να τρώγη από τα εκλεκτά φαγητά τα ιδικά του και να πίνη από τον ιδικόν του οίνον.

Ιουδ. 12,2          καὶ εἶπεν Ἰουδίθ· οὐ φάγομαι ἐξ αὐτῶν, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἠκολουθηκότων μοι χορηγηθήσεται.

Ιουδ. 12,2                 Η Ιουδίθ όμως απήντησε· “Δεν θα φάγω από αυτά, δια να μην παραβώ το θέλημα του Κυρίου, αλλά θα φάγω από τα φαγητά εκείνα, τα οποία εγώ εφρόντισα να φέρω μαζή μου”.

Ιουδ. 12,3          καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης· ἐὰν δὲ ἐκλίπῃ τὰ ὄντα μετὰ σοῦ, πόθεν ἐξοίσομέν σοι δοῦναι ὅμοια αὐτοῖς; οὐ γάρ ἐστι μεθ᾿ ἡμῶν ἐκ τοῦ ἔθνους σου.

Ιουδ. 12,3                  Ηρώτησε δε αυτήν ο Ολοφέρνης, “εάν όμως εξαντληθούν τα φαγητά που έφερες μαζή σου, από που θα ημπορέσωμεν να προμηθευθώμεν και να σου φέρωμεν όμοια με αυτά; Διότι μεταξύ ημών δεν υπάρχει κανείς από το ιδικόν σου έθνος”.

Ιουδ. 12,4          καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ πρὸς αὐτόν· ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου, ὅτι οὐ δαπανήσει ἡ δούλη σου τὰ ὄντα μετ᾿ ἐμοῦ, ἕως ἂν ποιήσῃ Κύριος ἐν χειρί μου ἃ ἐβουλεύσατο.

Ιουδ. 12,4                 Η Ιουδίθ του απήντησεν· “Ορκίζομαι εις την ζωήν σου, κύριε, ότι εγώ η δούλη σου δεν θα προφθάση να εξαντλήση εκείνα τα οποία έφερα μαζή μου, έως ότου ο Κυριος δια της χειρός μου πραγματοποιήση εκείνα τα οποία απεφάσισε”.

Ιουδ. 12,5          καὶ ἠγάγοσαν αὐτὴν οἱ θεράποντες Ὀλοφέρνου εἰς τὴν σκηνήν, καὶ ὕπνωσε μέχρι μεσούσης τῆς νυκτός· καὶ ἀνέστη πρὸς τὴν ἑωθινὴν φυλακήν,

Ιουδ. 12,5                  Οι δούλοι του Ολοφέρνου την ωδήγησαν εις την σκηνήν, όπου εκοιμήθη μέχρι του μεσονυκτίου. Κατά το γλυκοχάραμα εξύπνησε

Ιουδ. 12,6          καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ὀλοφέρνην λέγουσα· ἐπιταξάτω δὴ ὁ κύριός μου ἐᾶσαι τὴν δούλην σου ἐπὶ προσευχὴν ἐξελθεῖν.

Ιουδ. 12,6                 και έστειλε προς τον Ολοφέρνην λέγουσα, ας δώση διαταγήν ο κύριός μου να αφήσουν εμέ την δούλην σου να εξέλθω δια την προσευχήν μου.

Ιουδ. 12,7          καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξι μὴ διακωλύειν αὐτήν. καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ παρεμβολῇ ἡμέρας τρεῖς, καὶ ἐξεπορεύετο κατὰ νύκτα εἰς τὴν φάραγγα Βαιτυλούα καὶ ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος·

Ιουδ. 12,7                  Ο Ολοφέρνης διέταξε τους σωματοφύλακάς του να μη την εμποδίζουν. Η Ιουδίθ έμεινεν στο στρατόπεδον των Ασσυρίων τρεις ημέρας. Καθε νύκτα εξήρχετο εις την φάραγγα Βαιτυλούα και, όπως εσυνήθιζαν οι Ισραηλίται προ της προσευχής, ελούετο εις πηγήν ύδατος που ευρίσκετο πλησίον του στρατοπέδου των Ασσυρίων.

Ιουδ. 12,8          καὶ ὡς ἀνέβη, ἐδέετο τοῦ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ κατευθῦναι τὴν ὁδὸν αὐτῆς εἰς ἀνάστημα τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.

Ιουδ. 12,8                 Καθε δε φοράν, που ανέβαινεν από το λουτρόν, παρακαλούσε Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ να κατευοδώση τας προσπαθείας της δια την περιφρούρησιν και την σωτηρίαν των υιών του λαού του.

Ιουδ. 12,9          καὶ εἰσπορευομένη καθαρὰ παρέμενε τῇ σκηνῇ, μέχρις οὗ προσηνέγκατο τὴν τροφὴν αὐτῆς πρὸς ἑσπέραν.

Ιουδ. 12,9                 Οταν δε καθαρά επέστρεφεν, έμενεν εις την σκηνήν της, μέχρις ότου της έφεραν την τροφήν της κατά την εσπέραν.

                                   

                               Το συμπόσιο του Ολοφέρνη

Ιουδ. 12,10        καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ, ἐποίησεν Ὀλοφέρνης πότον τοῖς δούλοις αὐτοῦ μόνοις καὶ οὐκ ἐκάλεσεν εἰς τὴν χρῆσιν οὐδένα τῶν πρὸς ταῖς χρείαις.

Ιουδ. 12,10                Οταν έφθασεν η τετάρτη ημέρα, ο Ολοφέρνης παρέθεσε συμπόσιον στους δούλους του μόνον και δεν εκάλεσε εις αυτό κανένα άλλον από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

Ιουδ. 12,11        καὶ εἶπε Βαγώᾳ τῷ εὐνούχῳ, ὃς ἦν ἐφεστηκὼς ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ· πεῖσον δὴ πορευθεὶς τὴν γυναῖκα τὴν Ἑβραίαν ἥ ἐστι παρὰ σοί, τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ἡμᾶς καὶ φαγεῖν καὶ πιεῖν μεθ᾿ ἡμῶν·

Ιουδ. 12,11                Είπεν δε στον Βαγώαν τον ευνούχον του, ο οποίος ήτο προϊστάμενος εις όλα τα εις αυτόν ανήκοντα. “Πηγαινε και πείσε την Εβραίαν αυτήν γυναίκα, η οποία ευρίσκεται πλησίον σου, να έλθη κοντά μας να φάγη και να πίη μαζή μας.

Ιουδ. 12,12        ἰδοὺ γὰρ αἰσχρὸν τῷ προσώπῳ ἡμῶν, εἰ γυναῖκα τοιαύτην παρήσομεν οὐχ ὁμιλήσαντες αὐτῇ, ὅτι ἐὰν ταύτην μὴ ἐπισπασώμεθα, καταγελάσεται ἡμῶν.

Ιουδ. 12,12                Διότι θα είναι εντροπή μας, εάν αντιπαρέλθωμεν με αδιαφορίαν μίαν τέτοιαν γυναίκα και δεν έλθωμεν εις ένωσιν με αυτήν. Εάν δεν κατορθώσωμεν να την προσελκύσωμεν, αυτή η ιδία θα μας εμπαίξη και θα μας ειρωνευθή”.

Ιουδ. 12,13        καὶ ἐξῆλθε Βαγώας ἀπὸ προσώπου Ὀλοφέρνου καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν καὶ εἶπε· μὴ ὀκνησάτω δὴ ἡ παιδίσκη ἡ καλὴ αὕτη ἐλθοῦσα πρὸς τὸν κύριόν μου δοξασθῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ πιεῖν μεθ᾿ ἡμῶν εἰς εὐφροσύνην οἶνον καὶ γενηθῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ὡς θυγάτηρ μία τῶν υἱῶν Ἀσσούρ, αἳ παρεστήκασιν ἐν οἴκῳ Ναβουχοδονόσορ.

Ιουδ. 12,13                Ο Βαγώας εβγήκε από την σκηνήν του Ολοφέρνου, εισήλθεν εις την σκηνήν της Ιουδίθ και της είπε· “συ, η ωραία και καλή δούλη, δεν πρέπει να βραδύνης να έλθης προς τον κύριόν μου, να τιμηθής και να δοξασθής από αυτόν, να πίης μαζή μας ευφρόσυνον οίνον και να γίνης έτσι τιμητικώς σαν μία από τας θυγατέρας των Ασσυρίων, αι οποίαι ευρίσκονται εις τα βασιλικά ανάκτορα του Ναδουχοδονόσορος”.

Ιουδ. 12,14        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἰουδίθ· καὶ τίς εἰμι ἐγὼ ἀντεροῦσα τῷ κυρίῳ μου; ὅτι πᾶν, ὃ ἔσται ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἀρεστόν, σπεύσασα ποιήσω, καὶ ἔσται τοῦτο ἀγαλλίαμα ἕως ἡμέρας θανάτου μου.

Ιουδ. 12,14                Η Ιουδίθ του απήντησε· “και ποιά είμαι εγώ, η οποία θα ημπορέσω να φέρω αντίρρησιν στον κύριόν μου; Καθε τι που είναι εις αυτόν αρεστόν, εγώ θα το εκτελέσω αμέσως. Και αυτό θα είναι η χαρά μου μέχρι της ημέρας του θανάτου μου”,

Ιουδ. 12,15        καὶ διαναστᾶσα ἐκοσμήθη τῷ ἱματισμῷ καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ τῷ γυναικείῳ, καὶ προσῆλθεν ἡ δούλη αὐτῆς καὶ ἔστρωσεν αὐτῇ κατέναντι Ὀλοφέρνου χαμαὶ τὰ κώδια, ἃ ἔλαβε παρὰ Βαγώου εἰς τὴν καθημερινὴν δίαιταν αὐτῆς, εἰς τὸ ἐσθίειν κατακλινομένην ἐπ᾿ αὐτῶν.

Ιουδ. 12,15                Εσηκώθη, εστολήσθη με τα πλούσια ενδύματά της και με όλα τα άλλα γυναικεία της κοσμήματα. Η δε δούλη της ήλθε και έστρωσε κάτω δι' αυτήν απέναντι από τον Ολοφέρνην τους τάπητας, τους οποίους είχε πάρει από τον Βαγώαν δια την καθημερινήν της χρήσιν, όταν, κατακλινομένη επάνω εις αυτούς, έτρωγε.

Ιουδ. 12,16        καὶ εἰσελθοῦσα ἀνέπεσεν Ἰουδίθ, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία Ὀλοφέρνου ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ ἐσαλεύθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἦν κατεπίθυμος σφόδρα τοῦ συγγενέσθαι μετ᾿ αὐτῆς· καὶ ἐτήρει καιρὸν τοῦ ἀπατῆσαι αὐτὴν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας εἶδεν αὐτήν.

Ιουδ. 12,16                Η Ιουδίθ εισήλθε και κατεκλίθη επάνω στους τάπητας. Η καρδία του Ολοφέρνου άναψε δι' αυτήν και όλον του το εσωτερικόν εσαλεύθη και κατελήφθη από σφοδράν επιθυμίαν να έλθη εις ένωσιν με αυτήν. Προσπαθούσε, άλλωστε, να εύρη την κατάλληλον περίστασιν, δια να την απατήση από την ημέραν, κατά την οποίαν την είδε.

Ιουδ. 12,17        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης· πίε δὴ καὶ γενήθητι μεθ᾿ ἡμῶν εἰς εὐφροσύνην.

Ιουδ. 12,17                Ο Ολοφέρνης είπε προς αυτήν· “πίε λοιπόν, και ευθύμησε και συ μαζή μας”.

Ιουδ. 12,18        καὶ εἶπεν Ἰουδίθ· πίομαι δή, κύριε, ὅτι ἐμεγαλύνθη τὸ ζῆν μου ἐν ἐμοὶ σήμερον παρὰ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γενέσεώς μου.

Ιουδ. 12,18                Η Ιουδίθ του απήντησε· “ναι, θα πίω κύριέ μου, διότι σήμερον η ζωη μου θα δοξασθή, περισσότερον από όλας τας άλλας ημέρας από της γεννήσεώς μου και εντεύθεν”.

Ιουδ. 12,19        καὶ λαβοῦσα ἔφαγε καὶ ἔπιε κατέναντι αὐτοῦ ἃ ἡτοίμασεν ἡ δούλη αὐτῆς.

Ιουδ. 12,19                Αυτή, λοιπόν, επήρε, έφαγε και έπιεν ενώπιον του Ολοφέρνου από εκείνα, τα οποία είχεν ετοιμάσει δι' αυτήν η δούλη της.

Ιουδ. 12,20        καὶ ηὐφράνθη Ὀλοφέρνης ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ ἔπιεν οἶνον πολὺν σφόδρα, ὅσον οὐκ ἔπιε πώποτε ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἀφ᾿ οὗ ἐγεννήθη.

Ιουδ. 12,20               Ο Ολοφέρνης ηυφράνθη από αυτήν τόσον πολύ, ώστε έπιε πολύν οίνον, όσον δεν είχε πίει ποτέ καμμίαν άλλην ημέραν από τότε που εγεννήθηκε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Ο ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ  

ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ ΣΤΗ ΒΑΙΤΥΛΟΥΑ

                                  Ο αποκεφαλισμός του Ολοφέρνη

Ιουδ. 13,1          Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, ἐσπούδασαν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀναλύειν. καὶ Βαγώας συνέκλεισε τὴν σκηνὴν ἔξωθεν καὶ ἀπέκλεισε τοὺς παρεστῶτας ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ ἀπῴχοντο εἰς τὰς κοίτας αὐτῶν· ἦσαν γὰρ πάντες κεκοπωμένοι, διὰ τὸ ἐπὶ πλεῖον γεγονέναι τὸν πότον.

Ιουδ. 13,1                  Οταν δε επροχώρησεν η νύκτα, έσπευσαν οι δούλοι του Ολοφέρνου να αποχωρήσουν εις τας σκηνάς των. Ο δε Βαγώας έκλεισε την σκηνήν απέξω και απεμάκρυνεν από το πρόσωπον του κυρίου του τους παρευρισκομένους γύρω. Εκείνοι μετέβησαν εις τας σκηνάς των προς ύπνον, επειδή ήσαν κατάκοποι, διότι είχε παραταθή επί πολύ η μεγάλη οινοποσία.

Ιουδ. 13,2          ὑπελείφθη δὲ Ἰουδὶθ μόνη ἐν τῇ σκηνῇ, καὶ Ὀλοφέρνης προπεπτωκὼς ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ· ἦν γὰρ περικεχυμένος αὐτῷ ὁ οἶνος.

Ιουδ. 13,2                  Εμεινε δε μονή η Ιουδίθ εις την σκηνήν, ο δε Ολοφέρνης είχεν εξαπλωθή εις την κλίνην του, διότι ήτο κατάβρεκτος από τον πολύν οίνον.

Ιουδ. 13,3          καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ τῇ δούλῃ αὐτῆς στῆναι ἔξω τοῦ κοιτῶνος αὐτῆς καὶ ἐπιτηρεῖν τὴν ἔξοδον αὐτῆς· καθάπερ καθ᾿ ἡμέραν, ἐξελεύσεσθαι γὰρ ἔφη ἐπὶ τὴν προσευχὴν αὐτῆς· καὶ τῷ Βαγώᾳ ἐλάλησε κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.

Ιουδ. 13,3                  Η Ιουδίθ είπεν εις την δούλην της να περιμένη έξω από τον κοιτώνα της και να παραφυλάττη την έξοδόν της. Διότι, είπεν, όπως έκαμνε τας προηγουμένας ημέρας, έτσι και τώρα επιθυμεί να εξέλθη δια την προσευχήν της. Και στον Βαγώαν επίσης είπε τα ίδια λόγια.

Ιουδ. 13,4          καὶ ἀπήλθοσαν πάντες ἐκ προσώπου, καὶ οὐδεὶς κατελείφθη ἐν τῷ κοιτῶνι ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ στᾶσα Ἰουδὶθ παρὰ τὴν κλίνην αὐτοῦ εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς· Κύριε ὁ Θεὸς πάσης δυνάμεως, ἐπίβλεψον ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μου εἰς ὕψωμα Ἱερουσαλήμ·

Ιουδ. 13,4                  Οταν όλοι έφυγαν από εμπρός της, και στον κοιτώνα του Ολοφέρνου δεν έμεινε κανείς ούτε μικρός ούτε μεγάλος. Εσηκώθη η Ιουδίθ, επλησίασε την κλίνην του Ολοφέρνου, είπε από μέσα της προς τον Θεόν· “επίβλεψον, Κυριε, κατά την ώραν αυτήν εις τα έργα των χειρών μου προς δόξαν της Ιερουσαλήμ·

Ιουδ. 13,5          ὅτι νῦν καιρὸς ἀντιλαβέσθαι τῆς κληρονομίας σου καὶ ποιῆσαι τὸ ἐπιτήδευμά μου εἰς θραῦμα ἐχθρῶν, οἵ ἐπανέστησαν ἡμῖν.

Ιουδ. 13,5                  διότι τώρα είναι καιρός να αναλάβης υπό την προστασίαν σου και να σώσης την κληρονομίαν σου, βοηθών εμέ να εκτελέσω το έργον μου, δια να συντρίψω τους εχθρούς, οι οποίοι έχουν επιτεθή εναντίον μας”.

Ιουδ. 13,6          καὶ προσελθοῦσα τῷ κανόνι τῆς κλίνης, ὃς ἦν πρὸς κεφαλῆς Ὀλοφέρνου, καθεῖλε τὸν ἀκινάκην αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ

Ιουδ. 13,6                  Η Ιουδίθ επλησίασεν στον στύλον της κλίνης, ο οποίος υψώνετο υπεράνω από την κεφαλήν του Ολοφέρνου, επήρε από εκεί το ξίφος του,

Ιουδ. 13,7          καὶ ἐγγίσασα τῆς κλίνης ἐδράξατο τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ εἶπε· κραταίωσόν με, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.

Ιουδ. 13,7                  επλησίασε την κλίνην του και άρπαξε με τα χέρια την κόμην της κεφαλής του και είπε· “Θεέ του Ισραήλ, ενίσχυσέ με κατά την ημέραν αυτήν”.

Ιουδ. 13,8          καὶ ἐπάταξεν εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ δὶς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτῆς καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ,

Ιουδ. 13,8                  Επειτα δε εκτύπησε τον τράχηλον του Ολοφέρνου δυό φορές με όλην της την δύναμιν και απέκοψε από αυτόν την κεφαλήν του.

Ιουδ. 13,9          καὶ ἀπεκύλισε τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς στρωμνῆς καὶ ἀφεῖλε τὸ κωνωπεῖον ἀπὸ τῶν στύλων. καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθε, καὶ παρέδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς τὴν κεφαλὴν Ὀλοφέρνου,

Ιουδ. 13,9                  Εκύλισε τα πτώμα από την κλίνην κάτω και αφήρεσε την κουνουπιέραν από τους στύλους της. Επειτα δε από ολίγον εβγήκε από την σκηνήν, και παρέδωκε εις την δούλην της την κεφαλήν του Ολοφέρνου.

 

                               Η επιστροφή της Ιουδίθ στη Βαιτυλούα

Ιουδ. 13,10        καὶ ἐνέβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν πήραν τῶν βρωμάτων αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθον αἱ δύο ἅμα κατὰ τὸν ἐθισμὸν αὐτῶν ἐπὶ τὴν προσευχήν· καὶ διελθοῦσαι τὴν παρεμβολὴν ἐκύκλωσαν τὴν φάλαγγα ἐκείνην καὶ προσανέβησαν τὸ ὄρος Βαιτυλούα καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὰς πύλας αὐτῆς.

Ιουδ. 13,10                Εκείνη έβαλε την κεφαλήν στον σάκκον των τροφίμων της. Ετσι δε εξήλθον και αι δύο μαζή, η Ιουδίθ και η θεραπαινίς της, κατά την συνήθειάν των δια την προσευχήν. Επέρασαν δια μέσου του στρατοπέδου, έκαμαν τον κύκλον της φάραγγος εκείνης και ανέβησαν στο όρος Βαιτυλούα και ήλθαν εις τας πύλας της πόλεως.

Ιουδ. 13,11        Καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ μακρόθεν τοῖς φυλάσσουσιν ἐπὶ τῶν πυλῶν· ἀνοίξατε, ἀνοίξατε δὴ τὴν πύλην, μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν ποιῆσαι ἔτι ἰσχὺν ἐν Ἰσραὴλ κατὰ κράτος κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καθὰ καὶ σήμερον ἐποίησε.

Ιουδ. 13,11                 Η Ιουδίθ από μακράν εφώναξε τότε στους θυρωρούς, που εφύλασσαν τας θύρας· “ανοίξατε, ανοίξατε αμέσως την θύραν· μαζή μας είναι ο Θεός, δια να καταστήση γνωστήν και αισθητήν την δύναμίν του υπέρ των Ισραηλιτών και την ισχύν του εναντίον των εχθρών, όπως έκαμε σήμερον”.

Ιουδ. 13,12        καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτῆς τὴν φωνὴν αὐτῆς, ἐσπούδασαν τοῦ καταβῆναι εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ συνεκάλεσαν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως.

Ιουδ. 13,12                Οταν οι άνδρες της πόλεως ήκουσαν την φωνήν της, έσπευσαν να κατεβούν εις την πύλην της πόλεώς των και εκάλεσαν τους πρεσβυτέρους της πόλεως.

Ιουδ. 13,13        καὶ συνέδραμον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, ὅτι παράδοξον ἦν αὐτοῖς τὸ ἐλθεῖν αὐτήν, καὶ ἤνοιξαν τὴν πύλην καὶ ὑπεδέξαντο αὐτὰς καὶ ἅψαντες πῦρ εἰς φαῦσιν περιεκύκλωσαν αὐτάς.

Ιουδ. 13,13                Ετρεξαν όλοι μαζή από μικρού έως μεγάλου, διότι ήτο παράδοξον και απίστευτον δι' αυτούς, το να επανέλθη εκείνη. Ηνοιξαν την πύλην και τας υπεδέχθησαν, Ανάψαντες δε φωτιάν, δια να φωτίζη, τας περιεκύκλωσαν.

Ιουδ. 13,14        ἡ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς φωνῇ μεγάλῃ· αἰνεῖτε τὸν Θεόν, αἰνεῖτε· αἰνεῖτε τὸν Θεόν, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ, ἀλλ᾿ ἔθραυσε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν διὰ χειρός μου ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ.

Ιουδ. 13,14                Εκείνη δε είπε προς αυτούς με φωνήν μεγάλην· “δοξολογήσατε τον Θεόν, δοξολογήσατέ τον, δοξολογείτε τον Θεόν, ο οποίος δεν απεμάκρυνε το έλεός του από το γένος των Ισραηλιτών, αλλά συνέτριψε τους εχθρούς μας με το ιδικόν μου χέρι κατά την νύκτα αυτήν”.

Ιουδ. 13,15        καὶ προελοῦσα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῆς πήρας ἔδειξε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ Ὀλοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεως Ἀσσούρ, καὶ ἰδοὺ τὸ κωνωπεῖον, ἐν ᾧ κατέκειτο ἐν ταῖς μέθαις αὐτοῦ· καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν χειρὶ θηλείας·

Ιουδ. 13,15                Εβγαλε τότε την κεφαλήν του Ολοφέρνου από τον σάκκον των τροφίμων, την έδειξεν εις αυτούς και τους είπε· “ιδού η κεφαλή του Ολοφέρνου, του αρχιστρατήγου του στρατού των Ασσυρίων, ιδού και η κουνουπιέρα του, όπου αυτός μεθυσμένος κατέκειτο. Ο Κυριος τον εκτύπησε με το χέρι μιας γυναικός.

Ιουδ. 13,16        καὶ ζῇ Κύριος, ὃς διεφύλαξέ με ἐν τῇ ὁδῷ μου, ᾗ ἐπορεύθην, ὅτι ἠπάτησεν αὐτὸν τὸ πρόσωπόν μου εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐποίησεν ἁμάρτημα μετ᾿ ἐμοῦ εἰς μίασμα καὶ αἰσχύνην.

Ιουδ. 13,16                Εις τους αιώνας των αιώνων ζη ο Κυριος, ο οποίος με διεφύλαξεν στον δρόμον, τον οποίον εβάδισα, διότι δια του προσώπου μου εξηπάτησε τον Ολοφέρνην, ώστε αυτός να εξολοθρευθή, χωρίς να ημπορέση να αμαρτήση μαζή μου, δια να με μολύνη και κατεντροπιάση”.

Ιουδ. 13,17        καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα καὶ κύψαντες προσεκύνησαν τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν ὁμοθυμαδόν· εὐλογητὸς εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐξουδενώσας ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον τοὺς ἐχθροὺς τοῦ λαοῦ σου.

Ιουδ. 13,17                Ολος ο λαός κατεπλάγη πάρα πολύ και κύψαντες προσεκύνησαν τον Θεόν και με μίαν ψυχήν είπαν· “δοξασμένος είσαι συ, Κυριε ο Θεός μας, ο οποίος εξουδετέρωσες κατά την σημερινήν αυτήν ημέραν τους εχθρούς του λαού σου”.

Ιουδ. 13,18        καὶ εἶπεν αὐτῇ Ὀζίας· εὐλογητὴ σύ, θύγατερ, τῷ Θεῷ τῷ Ὑψίστῳ παρὰ πάσας τὰς γυναῖκας τὰς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ εὐλογημένος Κύριος ὁ Θεός, ὃς ἔκτισε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν γῆν, ὃς κατεύθυνέ σε εἰς τραῦμα κεφαλῆς ἄρχοντος ἐχθρῶν ἡμῶν·

Ιουδ. 13,18                Ο δε Οζίας είπε προς αυτήν· “και συ ας είσαι δοξασμένη, κόρη μου, πλησίον του Θεού του Υψιστου περισσότερον από όλας τας γυναίκας που υπάρχουν εις την γην. Ευλογημένος ας είναι ο Κυριος ο Θεός μας, ο οποίος εδημιούργησε τους ουρανούς και την γην και σε κατηύθυνεν, ώστε να εξολοθρεύσης τον εχθρόν μας με καίριον τραύμα κατά της κεφαλής του.

Ιουδ. 13,19        ὅτι οὐκ ἀποστήσεται ἡ ἐλπίς σου ἀπὸ καρδίας ἀνθρώπων μνημονευόντων ἰσχὺν Θεοῦ ἕως αἰῶνος.

Ιουδ. 13,19                Ποτέ η εμπιστοσύνη και η ανάμνησίς του δεν θα σβήση από τας καρδίας των ανθρώπων, οι οποίοι και θα ενθυμούνται την δύναμιν αυτήν του Θεού, που εξεδηλώθη δια της χειρός σου στους αιώνας.

Ιουδ. 13,20        καὶ ποιήσαι σοι αὐτὰ ὁ Θεὸς εἰς ὕψος αἰώνιον τοῦ ἐπισκέψασθαί σε ἐν ἀγαθοῖς, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐφείσω τῆς ψυχῆς σου διὰ τὴν ταπείνωσιν τοῦ γένους ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἐπεξῆλθες πτώματι ἡμῶν ἐπ᾿ εὐθεῖαν πορευθεῖσα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. καὶ εἶπαν πᾶς ὁ λαός· γένοιτο, γένοιτο.

Ιουδ. 13,20               Ο Θεός πάντοτε να σου χαρίζη δύναμι και δόξαν αιωνίαν. Να σε ευλογήση μετά αγαθά του, διότι δεν ελυπήθης να εκθέσης εις κίνδυνον την ζωήν σου προς χάριν του θλιβομένου γένους μας. Αλλά εξεδικήθης την κατάπτωσιν και τον εξευτελισμόν μας πορευθείσα την ευθείαν οδόν ενώπιον του Θεού μας”. Ολοι δε οι παριστάμενοι απήντησαν· “γένοιτο, γένοιτο”!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΣΥΡΙΩΝ  

ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΟ ΕΧΘΡΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ

                                Σχέδιο επίθεσης κατά των Ασσυρίων

Ιουδ. 14,1          Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἰουδίθ· ἀκούσατε δή μου, ἀδελφοί, καὶ λαβόντες τὴν κεφαλὴν ταύτην κρεμάσατε αὐτὴν ἐπὶ τῆς ἐπάλξεως τοῦ τείχους ὑμῶν.

Ιουδ. 14,1                  Η Ιουδίθ απήντησε προς αυτούς· “ακούσατέ μου λοιπόν τώρα, αδελφοί μου πάρετε αυτήν την κεφαλήν και κρεμάσατέ την εις τας επάλξεις του τείχους σας.

Ιουδ. 14,2          καὶ ἔσται ἡνίκα ἂν διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος καὶ ἐξέλθῃ ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν γῆν, ἀναλήψεσθε ἕκαστος τὰ σκεύη τὰ πολεμικὰ ὑμῶν καὶ ἐξελεύσεσθε πᾶς ἀνὴρ ἰσχύων ἔξω τῆς πόλεως καὶ δώσετε ἀρχηγὸν εἰς αὐτοὺς ὡς καταβαίνοντες ἐπὶ τὸ πεδίον εἰς τὴν προφυλακὴν υἱῶν Ἀσσούρ, καὶ οὐ καταβήσεσθε.

Ιουδ. 14,2                 Οταν δε αρχίση να γλυκοχαράζη ο όρθρος και αφού ανατείλη ο ήλιος εις την γην, θα πάρη ο καθένας τα πολεμικά του όπλα και θα εξορμήσετε. Καθε άνδρας πολεμιστής θα εξέλθη από την πόλιν. Θα δώσετε δε εις όλους αυτούς ένα αρχηγόν. Οταν κατεβαίνετε εις την πεδιάδα και φθάσετε εις τας προφυλακάς των Ασσυρίων, δεν θα προχωρήσετε περισσότεροι.

Ιουδ. 14,3          καὶ ἀναλαβόντες οὗτοι τὰς πανοπλίας αὐτῶν πορεύσονται εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτῶν καὶ ἐγεροῦσι τοὺς στρατηγοὺς τῆς δυνάμεως Ἀσσούρ· καὶ συνδραμοῦνται ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ὀλοφέρνου καὶ οὐχ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιπεσεῖται ἐπ᾿ αὐτουὒς φόβος, καὶ φεύξονται ἀπὸ προσώπου ὑμῶν.

Ιουδ. 14,3                  Οι φύλακες των προφυλακών θα πάρουν τας πανοπλίας των και θα πορευθούν στο στρατόπεδόν των, θα εξυπνήσουν τους κοιμωμένους στρατηγούς του στρατού των Ασσυρίων. Αυτοί δε κατόπιν θα τρέξουν όλοι εις την σκηνήν του Ολοφέρνου, αλλά δεν θα τον εύρουν. Θα πέση εις αυτούς φόβος και θα τραπούν εις φυγήν από έμπροσθέν σας.

Ιουδ. 14,4          καὶ ἐπακολουθήσαντες ὑμεῖς καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες πᾶν ὅριον Ἰσραήλ, καταστρώσατε αὐτοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν.

Ιουδ. 14,4                 Σεις και όλοι οι κάτοικοι ολοκλήρου της χώρας του Ισραήλ θα τους καταδιώξετε και θα τους στρώσετε νεκρούς στον δρόμον των.

Ιουδ. 14,5          πρὸ δὲ τοῦ ποιῆσαι ταῦτα, καλέσατέ μοι Ἀχιὼρ τὸν Ἀμανίτην, ἵνα ἰδὼν ἐπιγνῷ τὸν ἐκφαυλίσαντα τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ αὐτὸν ὡς εἰς θάνατον ἀποστείλαντα εἰς ἡμᾶς.

Ιουδ. 14,5                  Πριν όμως αναλάβετε αυτήν την επιχείρησιν, καλέσατε εδώ τον Αχιώρ τον Αμανίτην, δια να ίδη ο ίδιος και αναγνωρίση την κεφαλήν εκείνου, ο οποίος κατεφρόνησε τυν ισραηλιτικόν λαόν, κατεφρόνησε δε και αυτόν τον ίδιον, τον οποίον έστειλε προς ημάς, ως προς βέβαιον θάνατον”.

 

                               Μεταστροφή του Αχιώρ

Ιουδ. 14,6          καὶ ἐκάλεσαν τὸν Ἀχιὼρ ἐκ τοῦ οἴκου Ὀζία· ὡς δὲ ἦλθε καὶ εἶδε τὴν κεφαλὴν Ὀλοφέρνου ἐν χειρὶ ἀνδρὸς ἑνὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ λαοῦ, ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον, καὶ ἐξελύθη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ.

Ιουδ. 14,6                 Εκάλεσαν πράγματι, τον Αχιώρ από την οικίαν του Οζία. Οταν αυτός ήλθε και είδε την κεφαλήν του Ολοφέρνου εις τα χέρια ενός ανδρός από το συγκεντρωθέν πλήθος, κατελήφθη από ισχυροτάτην συγκίνησιν, έπεσε κάτω με το πρόσωπον κατά γης και ελιποθύμησε.

Ιουδ. 14,7          ὡς δὲ ἀνέλαβον αὐτόν, προσέπεσε τοῖς ποσὶν Ἰουδὶθ καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτῆς καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν παντὶ σκηνώματι Ἰούδα καὶ ἐν παντὶ ἔθνει, οἵτινες ἀκούσαντες τὸ ὄνομά σου ταραχθήσονται·

Ιουδ. 14,7                  Οταν δε τον επανέφεραν εις τας αισθήσστου, έπεσεν εις τα πόδια της Ιουδίθ, προσεκύνησεν ενώπιόν της και είπε· “ευλογημένη συ θα είσαι εις όλην την περιοχήν της φυλής Ιούδα και εις κάθε έθνος. Ούτοι θα ακούουν το όνομά σου και θα καταλαμβάνωνται από ταραχήν.

Ιουδ. 14,8          καὶ νῦν ἀνάγγειλόν μοι ὅσα ἐποίσας ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰουδὶθ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ πάντα, ὅσα ἦν πεποιηκυῖα, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξῆλθεν ἕως οὗ ἐλάλει αὐτοῖς.

Ιουδ. 14,8                 Και τώρα, σε παρακαλώ, πές μας όσα έκαμες κατά τας ημέρας αυτάς”. Η Ιουδίθ ανήγγειλεν εις αυτόν εν μέσω του λαού όλα όσα είχε πράξει, από την ημέραν κατά την οποίαν εξήλθεν από την πόλιν μέχρι της ώρας που ωμιλούσε προς αυτούς.

Ιουδ. 14,9          ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλοῦσα, ἠλάλαξεν ὁ λαὸς φωνῇ μεγάλῃ καὶ ἔδωκε φωνὴν εὐφρόσυνον ἐν τῇ πόλει αὐτῶν.

Ιουδ. 14,9                 Οταν δε έπαυσεν αυτή να ομιλή, όλον το παριστάμενον πλήθος εξερράγη εις αλαλαγμούς και φωνάς μεγάλας, αι δε φωναί αυταί ήσαν φωναί χαράς και αγαλλιάσεως εις όλην την πόλιν των.

Ιουδ. 14,10        ἰδὼν δὲ Ἀχιὼρ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐπίστευσε τῷ Θεῷ σφόδρα καὶ περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ καὶ προσετέθη πρὸς τὸν οἶκον Ἰσραὴλ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Ιουδ. 14,10                Ο δε Αχιώρ, όταν είδε και άκουσεν όλα όσα έκαμεν ο Θεός του Ισραήλ, επίστευσεν ακόμη περισσότερον στον Θεόν, περιέταμε την σαρκίνην αυτού ακροβυστίαν και συγκατεριθμήθη στον ισραηλιτικόν λαόν μέχρι της ημέρας αυτής.

 

                                  Θρίαμβος ενάντια στους εχθρούς               

Ιουδ. 14,11        Ἡνίκα δὲ ὁ ὄρθρος ἀνέβη, καὶ ἐκρέμασαν τὴν κεφαλὴν Ὀλοφέρνου ἐκ τοῦ τείχους, καὶ ἀνέλαβε πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ τὰ ὅπλα αὐτοῦ καὶ ἐξήλθοσαν κατὰ σπείρας ἐπὶ τὰς ἀναβάσεις τοῦ ὄρους.

Ιουδ. 14,11                Οταν δε εφώτισεν ο όρθρος, εκρέμασαν την κεφαλήν του Ολοφέρνου από το τείχος της πόλεως. Καθε δε Ισραηλίτης επήρε τα όπλα του και εξήλθαν από την πόλιν συντεταγμένοι κατά τμήματα στρατού και εβάδιζαν εις τας στενωπούς διαβάσστου όρους.

Ιουδ. 14,12        οἱ δὲ υἱοὶ Ἀσσοὺρ ὡς εἶδον αὐτούς, διέπεμψαν ἐπὶ τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν· οἱ δὲ ἦλθον ἐπὶ στρατηγοὺς καὶ χιλιάρχους καὶ ἐπὶ πάντα ἄρχοντα αὐτῶν.

Ιουδ. 14,12                Αι προφυλακαί των Ασσυρίων στρατιωτών, όταν τους είδαν, έστειλαν αμέσως άνδρας αγγελιαφόρους στους αρχηγούς των. Εκείνοι μετέβησαν στους στρατηγούς και στους χιλιάρχους και εις όλους τους άλλους άρχοντας.

Ιουδ. 14,13        καὶ παρεγένοντο ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ὀλοφέρνου καὶ εἶπαν τῷ ὄντι ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ· ἔγειρον δὴ τὸν κύριον ἡμῶν, ὅτι ἐτόλμησαν οἱ δοῦλοι καταβαίνειν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς πόλεμον, ἵνα ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τέλος.

Ιουδ. 14,13                Ολοι αυτοί οι αξιωματούχοι ήλθαν εις την σκηνήν του Ολοφέρνου και είπαν στον επιτελάρχην του· “ξύπνησε, λοιπόν, τώρα τον κύριόν μας, διότι αυτοί οι δούλοι οι Ισραηλίται ετόλμησαν να κατέλθουν εναντίον μας εις πόλεμον. Ηλθεν ο καιρός να εξολοθρευθούν εξ ολοκλήρου”.

Ιουδ. 14,14        καὶ εἰσῆλθε Βαγώας καὶ ἔκρουσε τὴν αὐλαίαν τῆς σκηνῆς· ὑπενοεῖτο γὰρ καθεύδειν αὐτὸν μετὰ Ἰουδίθ·

Ιουδ. 14,14                Εισήλθε λοιπόν ο Βαγώας και έκρουσε το παραπέτασμα της σκηνής, διότι ενόμιζεν ότι ο Ολοφέρνης κοιμάται ακόμη με την Ιουδίθ.

Ιουδ. 14,15        ὡς δὲ οὐδεὶς ἐπήκουσε, διαστείλας εἰσῆλθεν εἰς τὸν κοιτῶνα καὶ εὗρεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς χελωνίδος ἐῤῥιμμένον νεκρόν, καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀφῄρετο ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Ιουδ. 14,15                Επειδή όμως κανείς δεν απήντησεν εις την κρούσιν του, ανέσυρε το παραπέτασμα της σκηνής, εισήλθεν στον κοιτώνα και ευρήκεν αυτόν νεκρόν ριγμένον εις τα πόδια της κλίνης του. Η κεφαλή του είχε κοπή και αφαιρεθή από αυτόν.

Ιουδ. 14,16        καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ στεναγμοῦ καὶ βοῆς ἰσχυρᾶς καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ.

Ιουδ. 14,16                Τοτε ο Βαγώας εφώναξε με μεγάλην φωνήν και με κλαυθμόν πολύν και στεναγμόν και ισχυράν βοήν και διέρρηξε τα ιμάτια του.

Ιουδ. 14,17        καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν σκηνήν, οὗ ἦν Ἰουδὶθ καταλύουσα, καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν· καὶ ἐξεπήδησεν εἰς τὸν λαὸν κράζων·

Ιουδ. 14,17                Εισήλθε δε κατόπιν εις την σκηνήν, όπου κατέλυεν η Ιουδίθ, αλλά δεν την ευρήκεν. Ετρεξεν έπειτα στον λαόν των Ασσυρίων κράζων·

Ιουδ. 14,18        ἠθέτησαν οἱ δοῦλοι, ἐποίησεν αἰσχύνην μία γυνὴ τῶν Ἑβραίων εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ· ὅτι ἰδοὺ Ὀλοφέρνης χαμαί, καὶ ἡ κεφαλὴ οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ιουδ. 14,18                “οι δούλοι οι Ισραλίται μας εξηπάτησαν· μία γυνή των Εβραίων κατεντρόπιασε τον οίκον του βασιλέως Ναδουχοδονόσορ. Διότι ιδού, ο Ολοφέρνης κείται κατά γης νεκρός και η κεφαλή του δεν υπάρχει πλέον στο σώμα του”.

Ιουδ. 14,19        ὡς δὲ ἤκουσαν ταῦτα τὰ ῥήματα οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως Ἀσσούρ, τοὺς χιτῶνας αὐτῶν διέῤῥηξαν, καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτῶν σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῶν κραυγὴ καὶ βοὴ μεγάλη σφόδρα ἐν μέσῳ τῆς παρεμβολῆς.

Ιουδ. 14,19                Οταν οι αρχηγοί του στρατού των Ασσυρίων ήκουσαν όλα αυτά, διέρρηξαν τα ιμάτιά των η δε ψυχή των κατεταράχθη πάρα πολύ. Μεγάλη δε βοή και κραυγή καταθλίψεως αλλά και φόβου έγινεν εις όλον το στρατόπεδόν των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΤΟΣ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΣΥΡΙΩΝ  

                             Πανικόβλητος φυγή και εξόντωση των Ασσυρίων    

Ιουδ. 15,1          Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ ἐν τοῖς σκηνώμασιν ὄντες, ἐξέστησαν ἐπὶ τὸ γεγονός,

Ιουδ. 15,1                  Οταν οι Ασσυριοι, που ευρίσκοντο εις τας σκηνάς των, ήκουσαν την τρομεράν αυτήν είδησιν, κατεπλάγησαν δια το γεγονός.

Ιουδ. 15,2          καὶ ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτοὺς φόβος καὶ τρόμος, καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος μένων κατὰ πρόσωπον τοῦ πλησίον ἔτι, ἀλλ᾿ ἐκχυθέντες ὁμοθυμαδὸν ἔφευγον ἐπὶ πᾶσαν ὁδὸν τοῦ πεδίου καὶ τῆς ὀρεινῆς·

Ιουδ. 15,2                  Επέπεσεν εις αυτούς φόβος και τρόμος, κανείς δεν έμεινε πλησίον του άλλου εις συντεταγμένας ομάδας, αλλά διεσκορπίσθησαν όλοι μαζή και έφευγαν προς διαφόρους κατευθύνσεις εις την πεδιάδα και εις την ορεινήν περιοχήν.

Ιουδ. 15,3          καὶ οἱ παρεμβεβληκότες ἐν τῇ ὀρεινῇ κύκλῳ Βαιτυλούα καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν. καὶ τότε οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, πᾶς ἀνὴρ πολεμιστὴς ἐξ αὐτῶν, ἐξεχύθησαν ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιουδ. 15,3                  Και εκείνοι οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει εις την ορεινήν περιοχήν κύκλω από την Βαιτυλούα ετράπησαν εις φυγήν. Τοτε δε οι Ισραηλίται, όλοι οι Ισραηλίται οι ικανοί προς πόλεμον, εξεχύθησαν εναντίον των Ασσυρίων.

Ιουδ. 15,4          καὶ ἀπέστειλεν Ὀζίας εἰς Βαιτομασθαὶμ καὶ Βηβαΐ καὶ Κωλὰ καὶ εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραὴλ τοὺς ἀπαγγέλλοντας ὑπὲρ τῶν συντετελεσμένων καὶ ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις εἰς τὴν ἀναίρεσιν αὐτῶν.

Ιουδ. 15,4                  Ο Οζίας έστειλεν αγγελιαφόρους εις Βαιτομασθαίμ, Βηβαΐ και Κωλά και εις όλην την περιοχήν του ισραηλιτικού λαού, δια να αναγγείλουν εις αυτούς τα γεγονότα, τα οποία είχαν συντελεσθή εκεί και δια να εκχυθούν όλοι εναντίον των πολεμίων εις πλήρη καταστροφήν των.

Ιουδ. 15,5          ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, πάντες ὁμοθυμαδὸν ἐπέπεσον ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔκοπτον αὐτοὺς ἕως Χωβά, ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἐξ Ἱερουσαλὴμ παρεγενήθησαν καὶ ἐκ πάσης τῆς ὀρεινῆς, ἀνήγγειλαν γὰρ αὐτοῖς τὰ γεγονότα τῇ παρεμβολῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν· καὶ οἱ ἐν Γαλαὰδ καὶ οἱ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ὑπερεκέρασαν αὐτοὺς πληγῇ μεγάλῃ, ἕως οὗ παρῆλθον Δαμασκὸν καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς.

Ιουδ. 15,5                  Οταν οι Ισραηλίται ήκουσαν τα γεγονότα αυτά, ώρμησαν όλοι μαζή εναντίον των Ασσυρίων με μίαν ψυχήν και κατέκοπτον αυτούς μέχρι της Χωβά. Εβγήκαν επίσης εις καταδίωξιν των Ασσυρίων και άνδρες από την Ιερουσαλήμ και από όλην την ορεινήν περιοχήν, διότι και εις αυτούς είχαν αναγγελθή τα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στο στρατόπεδον των εχθρών. Οι δε Ισραηλίται, οι οποίοι υπήρχον εις την περιοχήν Γαλαάδ και εις την Γαλιλαίαν, περιεκύκλωσαν τους φεύγοντας Ασσυρίους και επέφεραν μεγάλην καταστροφήν εις αυτούς. Κατεδίωξαν δε όσους εσώθησαν δια της φυγής μέχρι της Δαμασκού και των περιχώρων της.

Ιουδ. 15,6          οἱ δὲ λοιποὶ οἱ κατοικοῦντες Βαιτυλούα ἐπέπεσαν τῇ παρεμβολῇ Ἀσσοὺρ καὶ ἐπρονόμευσαν αὐτοὺς καὶ ἐπλούτησαν σφόδρα.

Ιουδ. 15,6                  Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Βαιτυλούα ώρμησαν στο στρατόπεδον των Ασσυρίων, το ελεηλάτησαν και επλούτησαν πολύ από τα πολλά λάφυρα.

Ιουδ. 15,7          οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀναστρέψαντες ἀπὸ τῆς κοπῆς ἐκυρίευσαν τῶν λοιπῶν, καὶ αἱ κῶμαι καὶ αἱ ἐπαύλεις ἐν τῇ ὀρεινῇ καὶ πεδινῇ ἐκράτησαν πολλῶν λαφύρων, ἦν γὰρ πλῆθος πολὺ σφόδρα.

Ιουδ. 15,7                  Οι καταδιώκοντες τους Ασσυριους Ισραηλίται, όταν επέστρεψαν από τον όλεθρον εκείνον, επήραν υπό την κατοχήν των τα υπόλοιπα λάφυρα. Αλλά και οι κάτοικοι των χωρίων και των διαφόρων καταυλισμών της ορεινής και πεδινής περιοχής επήραν πολλά λάφυρα, διότι ήτο αναρίθμητον το πλήθος των.

                         

                              Τιμές προς την Ιουδίθ 

Ιουδ. 15,8          καὶ Ἰωακὶμ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ ἡ γερουσία τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ ἦλθον τοῦ θεάσασθαι τὰ ἀγαθά, ἃ ἐποίησε Κύριος τῷ Ἰσραήλ, καὶ τοῦ ἰδεῖν τὴν Ἰουδὶθ καὶ λαλῆσαι μετ᾿ αὐτῆς εἰρήνην.

Ιουδ. 15,8                  Ο αρχιερεύς Ιωακίμ και η γερουσία των Ισραηλιτών, οι οποίοι κοποικούσαν εις την Ιερουσαλήμ, ήλθον και αυτοί εις Βαιτυλούα, διάνα ίδουν εκεί τα μεγάλα αγαθά, τα οποία προς χάριν του ισραηλιτικού λαού έκαμεν ο Κυριος, δια να ίδουν επίσης την Ιουδίθ και να χαιρετήσουν αυτήν μετά σεβασμού.

Ιουδ. 15,9          ὡς δὲ εἰσῆλθον πρὸς αὐτήν, εὐλόγησαν αὐτὴν πάντες ὁμοθυμαδὸν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτήν· σὺ ὕψωμα Ἰσραήλ, σὺ γαυρίαμα μέγα τοῦ Ἰσραήλ, σὺ καύχημα μέγα τοῦ γένους ἡμῶν·

Ιουδ. 15,9                  Οταν αυτοί ήλθον στον οίκον της και παρουσιάσθησαν ενώπιόν της, την εδόξασαν όλοι με ένα στόμα και είπαν προς αυτήν· “συ είσαι η δόξα της φυλής του Ισραήλ· συ είσαι ο μέγας έπαινος του Ισραηλιτικού λαού· συ είσαι το μεγάλο καύχημα του γένους μας.

Ιουδ. 15,10        ἐποίησας πάντα ταῦτα ἐν χειρί σου, ἐποίησας τὰ ἀγαθὰ μετὰ Ἰσραήλ, καὶ εὐδόκησεν ἐπ᾿ αὐτοῖς ὁ Θεός· εὐλογημένη γίνου παρὰ τῷ παντοκράτορι Κυρίῳ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον. καὶ εἶπε ὁ λαός· γένοιτο

Ιουδ. 15,10                Συ έκαμες όλα αυτά με το χέρι σου, συ επραγματοποίησες τα κατορθώματα αυτά εν μέσω του Ισραήλ. Ο Θεός ευδόκησε και έδωκε χάριν να γίνουν δια σου αυτά. Ευλογημένη λοιπόν ας είσαι ενώπιον του Κυρίου του παντοκράτορος στους αιώνας των αιώνων”. Ολος δε ο λαός ανεφώνησε· “γένοιτο”!

Ιουδ. 15,11        καὶ ἐλαφύρευσε πᾶς ὁ λαὸς τὴν παρεμβολὴν ἐφ᾿ ἡμέρας τριάκοντα· καὶ ἔδωκαν τῇ Ἰουδὶθ τὴν σκηνὴν Ὀλοφέρνου καὶ πάντα τὰ ἀργυρώματα καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὅλκια καὶ πάντα τὰ σκευάσματα αὐτοῦ. καὶ λαβοῦσα αὕτη ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν ἡμίονον αὐτῆς καὶ ἔζευξε τὰς ἁμάξας αὐτῆς καὶ ἐσώρευσεν αὐτὰ ἐπ᾿ αὐτῶν.

Ιουδ. 15,11                 Ολος ο λαός ελεηλατούσε το στρατόπεδον των Ασσυρίων, επί τριάκοντα κατά συνέχειαν ημέρας. Εδωσαν δε εις την Ιουδίθ την σκηνήν του Ολοφέρνου, όλα τα πολύτιμα αυτού σκεύη και τας κλίνας, τα φουσκωτά μαλακά προσκέφαλα και όλα τα ιδικά του αντικείμενα. Εκείνη τα επήρε, τα έβαλε εις την ημίονόν της, έζευξε τας αμάξας της και τα ετοποθέτησεν εις αυτάς.

Ιουδ. 15,12        καὶ συνέδραμε πᾶσα γυνὴ Ἰσραὴλ τοῦ ἰδεῖν αὐτὴν καὶ εὐλόγησαν αὐτὴν καὶ ἐποίησαν αὐτῇ χορὸν ἐξ αὐτῶν, καὶ ἔλαβε θύρσους ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς καὶ ἔδωκε ταῖς γυναιξὶ ταῖς μετ᾿ αὐτῆς.

Ιουδ. 15,12                Ολαι αι γυναίκες των Ισραηλιτών έτρεξαν από τα διάφορα σημεία να την ίδουν. Την ευλογούσαν και προς τιμήν της έστησαν χορόν μεταξύ των. Η Ιουδίθ επήρεν εις τα χέρια της κλάδους και έδωκεν εις τας γυναίκας, αι οποίαι ευρίσκοντο πλησίον της.

Ιουδ. 15,13        καὶ ἐστεφανώσαντο τὴν ἐλαίαν, αὐτὴ καὶ αἱ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ προῆλθε παντὸς τοῦ λαοῦ ἐν χορείᾳ ἡγουμένη πασῶν τῶν γυναικῶν, καὶ ἠκολούθει πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐνωπλισμένοι μετὰ στεφάνων καὶ ὕμνων ἐν τῷ στόματι αὐτῶν.

Ιουδ. 15,13                Με κλάδους δε ελαίας εστεφανώθησαν η Ιουδίθ και αι άλλαι γυναίκες, αι οποίαι ήσαν μαζή της. Ετσι δε η Ιουδίθ επροπορεύετο εμπρός από όλον τον λαόν, ενώ αι άλλαι γυναίκες ήρχοντο πίσω από αυτήν. Πισω δε από όλας αυτάς ακολουθούσαν οι άνδρες του Ισραήλ, φέροντες στεφάνους εις την κεφαλήν των και απαγγέλλοντες με το στόμα των ύμνους.

Ιουδ. 15,14        καὶ ἐξῆρχεν Ἰουδὶθ τὴν ἐξομολόγησιν ταύτην ἐν παντὶ Ἰσραήλ, καὶ ὑπεφώνει πᾶς ὁ λαὸς τὴν αἴνεσιν ταύτην.

Ιουδ. 15,14                Η Ιουδίθ ήρχισε τον κατωτέρω ύμνον δοξολογίας με όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. Ολόκληρος ο Ισραηλιτικός λαός συνώδευε με την φωνήν του την δοξολογίαν αυτήν της Ιουδίθ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ ΣΤΟ ΘΕΟ - ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ  

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΟΥΔΙΘ

                               Δοξολογία της Ιουδίθ στο Θεό

Ιουδ. 16,1          Καὶ εἶπεν Ἰουδίθ· Ἐξάρχετε τῷ Θεῷ μου ἐν τυμπάνοις, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ μου ἐν κυμβάλοις, ἐναρμόσασθε αὐτῷ ψαλμὸν καινόν, ὑψοῦτε καὶ ἐπικαλέσασθε τὸ ὄνομα αὐτοῦ,

Ιουδ. 16,1                  Ηρχισεν η Ιουδίθ να ψάλλη. “Αρχίσατε, λοιπόν, όλοι να δοξάζετε τον Θεόν μου με ήχους τυμπάνων. Ψαλατε στον Κυριον μου με κύμβαλα, συνθέσατε αρμονικόν νέον ψαλμόν δι' αυτόν. Μεγαλύνατε αυτόν και επικαλεσθήτε το όνομά του.

Ιουδ. 16,2          ὅτι Θεὸς συντρίβων πολέμους Κύριος, ὅτι εἰς παρεμβολὰς αὐτοῦ μέσῳ λαοῦ ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς τῶν καταδιωκόντων με.

Ιουδ. 16,2                 Διότι αυτός είναι Θεός Κυριος συντρίβων πολέμους. Αυτός με διεφύλαξεν εν μέσω του εχθρικού στρατοπέδου, αυτός με έβγαλεν από τον εχθρικόν λαόν, από τα χέρια εκείνων που μας κατεδίωκαν.

Ιουδ. 16,3          ἦλθεν Ἀσσοὺρ ἐξ ὀρέων ἀπὸ βοῤῥᾶ, ἦλθεν ἐν μυριάσι δυνάμεως αὐτοῦ, ὧν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἐνέφραξε χειμάῤῥους, καὶ ἡ ἵππος αὐτῶν ἐκάλυψε βουνούς.

Ιουδ. 16,3                  Ηλθον οι Ασσύριοι από τα όρη του βορρά. Ηλθαν με μυριάδας στρατού. Το πλήθος αυτών εγέμισε τους χειμάρρους, το δε ιππικόν των εσκέπασε τα βουνά.

Ιουδ. 16,4          εἶπεν ἐμπρήσειν τὰ ὅριά μου καὶ τοὺς νεανίσκους μου ἀνελεῖν ἐν ῥομφαίᾳ καὶ τὰ θηλάζοντά μου θήσειν εἰς ἔδαφος καὶ τὰ νήπιά μου δώσειν εἰς προνομὴν καὶ τὰς παρθένους μου σκυλεῦσαι.

Ιουδ. 16,4                 Εσκέφθησαν και απεφάσισαν να πυρπολήσουν την χώραν μου καθ' όλην την έκτασίν της. Να περάσουν εν στόματι ρομφαίας τους νέους του Ισραήλ, να συντρίψουν επί του εδάφους τα θηλάζοντα νήπια, να παραδώσουν εις λεηλασίαν τα μικρά παιδιά και να πάρουν ως δούλας των τας παρθένους μας.

Ιουδ. 16,5          Κύριος παντοκράτωρ ἠθέτησεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ θηλείας.

Ιουδ. 16,5                  Ο Κυριος όμως ο παντοκράτωρ εματαίωσε και διέλυσεν αυτούς και τους σκοπούς των με το χέρι μιας γυναικός.

Ιουδ. 16,6          οὐ γὰρ ὑπέπεσεν ὁ δυνατὸς αὐτῶν ὑπὸ νεανίσκων, οὐδὲ υἱοὶ τιτάνων ἐπάταξαν αὐτόν, οὐδὲ ὑψηλοὶ γίγαντες ἐπέθεντο αὐτῷ, ἀλλὰ Ἰουδὶθ θυγάτηρ Μεραρὶ ἐν κάλλει προσώπου αὐτῆς παρέλυσεν αὐτόν·

Ιουδ. 16,6                 Διότι ο στρατηγός των δεν έπεσε φονευθείς από νέους άνδρας, ούτε τέκνα των τιτάνων τον εφόνευσαν, ούτε τρομεροί γίγαντες επετέθησαν εναντίον αυτού. Αλλά η Ιουδίθ μόνη, η θυγάτηρ του Μεραρί παρέλυσεν αυτόν με το κάλλος του προσώπου της.

Ιουδ. 16,7          ἐξεδύσατο γὰρ στολὴν χηρεύσεως αὐτῆς εἰς ὕψος τῶν πονούντων ἐν Ἰσραήλ, ἠλείψατο τὸ πρόσωπον αὐτῆς ἐν μυρισμῷ

Ιουδ. 16,7                  Αυτή έβγαλε την στολήν της χηρείας της, δια να συνεργήση εις την νίκην των καταπονημένων και θλιμμένων Ισραηλιτών. Ηλειψε το πρόσωπόν της με ευώδη μύρα,

Ιουδ. 16,8          καὶ ἐδήσατο τὰς τρίχας αὐτῆς ἐν μίτρᾳ καὶ ἔλαβε στολὴν λινῆν εἰς ἀπάτην αὐτοῦ·

Ιουδ. 16,8                 έπλεξε τας τρίχας της κεφαλής της και έδεσεν αυτάς με πολύτιμον μανδήλιον, ενεδύθη ακριβή λινήν στολήν, δια να τον εξαπατήση.

Ιουδ. 16,9          τὸ σανδάλιον αὐτῆς ἥρπασεν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, καὶ τὸ κάλλος αὐτῆς ᾐχμαλώτισε ψυχὴν αὐτοῦ, διῆλθεν ὁ ἀκινάκης τὸν τράχηλον αὐτοῦ.

Ιουδ. 16,9                 Το σανδάλιόν της είλκυσε και ήρπασε τον οφθαλμόν του, το κάλλος της ηχμαλώτισε την ψυχήν του, αλλά το ξίφος διεπέρασε τον τράχηλόν του.

Ιουδ. 16,10        ἔφριξαν Πέρσαι τὴν τόλμαν αὐτῆς, καὶ Μῆδοι τὸ θράσος αὐτῆς ἐῤῥάχθησαν.

Ιουδ. 16,10                Εφριξαν οι Πέρσαι από την τόλμην αυτής και οι Μηδοι συνετρίβησαν από το μεγάλο της θάρρος.

Ιουδ. 16,11        τότε ἠλάλαξαν οἱ ταπεινοί μου, καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἀσθενοῦντές μου καὶ ἐπτοήθησαν, ὕψωσαν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἀνετράπησαν.

Ιουδ. 16,11                Τοτε έβγαλαν αλαλαγμούς χαράς οι ταπεινωμένοι και τρομαγμένοι αδελφοί μου. Εκείνοι δε ησθένησαν, κατελήφθησαν από φόβον και κατεπτοήθησαν. Εφώναξαν με μεγάλην φωνήν οι Ισραηλίται, εκείνοι δε ετράπησαν εις φυγήν.

Ιουδ. 16,12        υἱοὶ κορασίων κατεκέντησαν αὐτοὺς καὶ ὡς παῖδας αὐτομολούντων ἐτίτρωσκον αὐτούς, ἀπώλοντο ἐκ παρατάξεως Κυρίου μου.

Ιουδ. 16,12                Μικρά παιδιά νεονύμφων κορασίων διετρύπησαν αυτούς με τας λόγχας των, και σαν δούλους αυτοπαραδιδομένους τους εφόνευαν. Εξωλοθρεύθησαν από τον στρατόν του Κυρίου.

Ιουδ. 16,13        ὑμνήσω τῷ Θεῷ μου ὕμνον καινόν· Κύριε, μέγας εἶ καὶ ἔνδοξος, θαυμαστὸς ἐν ἰσχύϊ, ἀνυπέρβλητος.

Ιουδ. 16,13                Δι' όλα αυτά τα θαυμαστά και ένδοξα θέλω να ψάλω ύμνον νέον στον Θεόν μου· Μέγας είσαι, Κυριε, και ένδοξος, θαυμαστός εις την άπειρον δύναμίν σου και ακατάβλητος.

Ιουδ. 16,14        σοὶ δουλευσάτω πᾶσα ἡ κτίσις σου· ὅτι εἶπας, καὶ ἐγενήθησαν, ἀπέστειλας τὸ πνεῦμά σου, καὶ ᾠκοδόμησε· καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιστήσεται τῇ φωνῇ σου.

Ιουδ. 16,14                Ολη η δημιουργία σου, σαν δούλη, ας υπακούη χωρίς αντίρρησιν εις σέ. Διότι συ είπες και εδημιουργήθησαν τα κτίσματά σου. Συ έστειλες το Πνεύμα σου και αυτό έκτισε τον κόσμον. Κανείς δεν είναι δυνατόν να αντισταθή εις την προσταγήν σου.

Ιουδ. 16,15        ὄρη γὰρ ἐκ θεμελίων σὺν ὕδασι σαλευθήσεται, πέτραι δὲ ἀπὸ προσώπου σου ὡς κηρὸς τακήσονται, ἔτι δὲ τοῖς φοβουμένοις σε, σὺ εὐιλατεύεις αὐτοῖς.

Ιουδ. 16,15                Τα όρη συνταράσσονται από τα θεμέλιά των μαζή με τα ύδατά των, οι βράχοι λυώνουν σαν κερί και διαλύονται ενώπιόν σου. Προς εκείνους όμως οι οποίοι σε ευλαβούνται, συ δείχνεις και δίδστο έλεός σου.

Ιουδ. 16,16        ὅτι μικρὸν πᾶσα θυσία εἰς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ ἐλάχιστον πᾶν στέαρ εἰς ὁλοκαύτωμά σοι· ὁ δὲ φοβούμενος τὸν Κύριον μέγας διαπαντός.

Ιουδ. 16,16                Μηδαμινή είναι κάθε θυσία, που προσφέρεται ενώπιόν σου ως ευώδες θυμίαμα. Ελάχιστον και ανάξιον λόγου είναι ενώπιόν σου κάθε λίπος, που προσφέρεται ως ολοκαύτωμα. Εκείνος όμως, ο οποίος φοβείται τον Κυριον, είναι με την δύναμιν εκείνου πάντοτε μέγας.

Ιουδ. 16,17        οὐαὶ ἔθνεσιν ἐπανισταμένοις τῷ γένει μου· Κύριος παντοκράτωρ ἐκδικήσει αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως δοῦναι πῦρ καὶ σκώληκας εἰς σάρκας αὐτῶν, καὶ κλαύσονται ἐν αἰσθήσει ἕως αἰῶνος.

Ιουδ. 16,17                Αλλοίμονον εις τα έθνη, τα οποία επαναστατούν εναντίον του Ισραηλιτικού μου γένους. Κυριος ο παντοκράτωρ θα τους τιμωρήση κατά την ωρισμένην ημέραν της κρίσεώς του. Θα στείλη πυρ να τους κατακαύση, θα στείλη σκώληκας να καταφάγουν τας σάρκας των, ώστε να κλαίουν πάντοτε από τον πόνον του”.

 

                               Γιορτή στην Ιερουσαλήμ

Ιουδ. 16,18        Ὡς δὲ ἤλθοσαν εἰς Ἱερουσαλήμ, προσεκύνησαν τῷ Θεῷ. καὶ ἡνίκα ἐκαθαρίσθη ὁ λαός, ἀνήνεγκαν τὰ ὁλοκαυτώματα αὐτῶν καὶ τὰ ἑκούσια αὐτῶν καὶ τὰ δόματα.

Ιουδ. 16,18                Επειτα δε οι Ισραηλίται ήλθον εις την Ιερουσαλήμ και προσεκύνησαν τον Θεόν. Αμέσως δε όταν ο λαός εξηγνίσθη, προσέφεραν τα ολοκαυτώματά των. Εξεπλήρωσαν όλα τα ταξίματά των, που είχαν κάμει προς τον Θεόν, και προσέφεραν τα δώρα των.

Ιουδ. 16,19        καὶ ἀνέθηκεν Ἰουδὶθ πάντα τὰ σκεύη Ὀλοφέρνου, ὅσα ἔδωκεν ὁ λαὸς αὐτῇ, καὶ τὸ κωνωπεῖον, ὃ ἔλαβεν αὕτη ἐκ τοῦ κοιτῶνος αὐτοῦ, ὡς ἀνάθημα τῷ Θεῷ ἔδωκε.

Ιουδ. 16,19                Η Ιουδίθ αφιέρωσεν στον ναόν όλα τα όπλα του Ολοφέρνου, όσα της είχε δώσει ο λαός, και την κουνουπιέρα του, την οποίαν επήρεν η ίδια από τον κοιτώνα του, έδωσεν αυτήν ως αφιέρωμα στον Θεόν.

Ιουδ. 16,20        καὶ ἦν ὁ λαὸς εὐφραινόμενος ἐν Ἱερουσαλὴμ κατὰ πρόσωπον τῶν ἁγίων ἐπὶ μῆνας τρεῖς, καὶ Ἰουδὶθ μετ᾿ αὐτῶν κατέμεινε.

Ιουδ. 16,20               Ολος ο λαός ευρίσκετο εις χαράν και αγαλλίασιν εις την Ιερουσαλήμ ενώπιον του ναού επί τρεις μήνας Κατά την περίοδον αυτήν μαζή των έμενε και η Ιουδίθ.

 

                               Ο θάνατος της Ιουδίθ

Ιουδ. 16,21        Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, καὶ Ἰουδὶθ ἀπῆλθεν εἰς Βαιτυλούα καὶ κατέμεινεν ἐπὶ τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς· καὶ ἐγένετο κατὰ τὸν καιρὸν αὐτῆς ἔνδοξος ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Ιουδ. 16,21                Οταν επέρασαν αι ημέραι αυταί των τριών μηνών, επανήλθεν ο καθένας από αυτούς στον οίκον του. Και η Ιουδίθ επέστρεψεν εις την Βαιτυλούαν και έμενεν εις την περιουσίαν της. Εγινε δε ονομαστή και ένδοξος κατά τον καιρόν εκείνον εις όλην την χώραν.

Ιουδ. 16,22        καὶ πολλοὶ ἐπεθύμησαν αὐτήν, καὶ οὐκ ἔγνω ἀνὴρ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀπέθανε Μανασσῆς ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Ιουδ. 16,22               Πολλοί άνδρες επεθύμησαν και την εζήτησαν ως σύζυγόν των, αλλά κανείς ανήρ δεν την ενυμφεύθη εις όλην της την ζωήν. Αυτή έμεινεν εις την χηρείαν της από την ημέραν, που απέθανεν ο Μανασσής ο σύζυγός της, και είχε προστεθή στον λαόν του.

Ιουδ. 16,23        καὶ ἦν προβαίνουσα μεγάλη σφόδρα καὶ ἐγήρασεν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἔτη ἑκατὸν πέντε· καὶ ἀφῆκε τὴν ἅβραν αὐτῆς ἐλευθέραν. καὶ ἀπέθανεν εἰς Βαιτυλούα, καὶ ἔθαψαν αὐτὴν ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς Μανασσῆ,

Ιουδ. 16,23               Αυτή δε επροχώρησε εις πολύ μεγάλην ηλικίαν και εγήρασεν εις ταν οίκον του ανδρός της. Εφθασεν εις την ηλικίαν των εκατόν πέντε ετών. Την θεραπαινίδα της την αφήκεν ελευθέραν. Η Ιουδίθ απέθανε εις την Βαιτυλούαν και την έθαψαν στο σπήλαιον, όπου είχε ταφή και ο σύζυγός της ο Μαννασής.

Ιουδ. 16,24        καὶ ἐπένθησεν αὐτὴν οἶκος Ἰσραὴλ ἡμέρας ἑπτά. καὶ διεῖλε τὰ ὑπάρχοντα αὐτῆς πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν πᾶσι τοῖς ἔγγιστα Μανασσῆ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τοῖς ἔγγιστα τοῦ γένους αὐτῆς.

Ιουδ. 16,24               Οι Ισραηλίται επένθησαν επί επτά ημέρας. Προ δε του θανάτου της εμοίρασε τα υπάρχοντά της στους στενούς συγγενείς του ανδρός της, του Μανασσή, και στους στενούς συγγενείς της της ιδικής της οικογενείας.

Ιουδ. 16,25        καὶ οὐκ ἦν ἔτι ὁ ἐκφοβῶν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰουδὶθ καὶ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτὴν ἡμέρας πολλάς.

Ιουδ. 16,25               Καθ' όλας τας ημέρας της ζωής της και επί πολύ χρονικόν διάστημα μετά τον θάνατόν της κανείς δεν ετόλμησε να ενοχλήση και εκφοβίση τους Ισραηλίτας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13 14 15 16