ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΕΣΔΡΑΣ Β'- ΚΕΦ. 7-10

 

 

ΝΕΑ ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΣΔΡΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΣΔΡΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΡΤΑΞΕΡΞΗ

                             Η άφιξη του Έσδρα στην Ιερουσαλήμ

Β Εσδ. 7,1          Καὶ μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν βασιλείᾳ Ἀρθασασθὰ βασιλέως Περσῶν ἀνέβη Ἔσδρας υἱὸς Σαραίου, υἱοῦ Ἀζαρίου, υἱοῦ Χελκία,

Β Εσδ. 7,1                  Επειτα από τα γεγονότα αυτά, επί της βασιλείας του Αρταξέρξου βασιλέως των Περσών ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ ο Εσδρας, υιός του Αζαρία, υιού του Χελκία,

Β Εσδ. 7,2          υἱοῦ Σελούμ, υἱοῦ Σαδδούκ, υἱοῦ Ἀχιτώβ,

Β Εσδ. 7,2                 υιού του Σελούμ, υιού του Σαδδούκ, υιού του Αχιτώβ,

Β Εσδ. 7,3          υἱοῦ Σαμαρία, υἱοῦ Ἐσριά, υἱοῦ Μαρεώθ,

Β Εσδ. 7,3                 υιού του Σαμαρία, υιού του Εσριά, υιού του Μαρεώθ,

Β Εσδ. 7,4          υἱοῦ Ζαραΐα, υἱοῦ Ὀζίου, υἱοῦ Βοκκί,

Β Εσδ. 7,4                 υιού του Ζαραΐα, υιού του Οζίου υιού του Βοκκί,

Β Εσδ. 7,5          υἱοῦ Ἀβισουέ, υἱοῦ Φινεές, υἱοῦ Ἐλεάζαρ, υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως τοῦ πρώτου·

Β Εσδ. 7,5                 υιού του Αβισουέ, υιού του Φινεές, υιού του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του πρώτου αρχιερέως των Ισραηλιτών.

Β Εσδ. 7,6          αὐτὸς Ἔσδρας ἀνέβη ἐκ Βαβυλῶνος, καὶ αὐτὸς γραμματεὺς ταχὺς ἐν νόμῳ Μωυσῇ, ὃν ἔδωκε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς, ὅτι χεὶρ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐζήτει αὐτός.

Β Εσδ. 7,6                 Αυτός λοιπόν ο Εσδρας, σοφός και ικανός γραμματεύς στον νόμον του Μωϋσέως, τον οποίον ο Θεός του Ισραήλ είχε δώσει, επανήλθεν από την Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ. Επειδή δε το προστατευτικόν χέρι Κυρίου του Θεού ήτο μαζή του, ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν ο,τι αυτός του εζήτησε.

Β Εσδ. 7,7          καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν καὶ οἱ ἄδοντες καὶ οἱ πυλωροὶ καὶ οἱ Ναθινὶμ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ἔτει ἑβδόμῳ τῷ Ἀρθασασθὰ τῷ βασιλεῖ.

Β Εσδ. 7,7                 Τοτε δε και πολλοί άλλοι από τους Ισραηλίτας, από τους ιερείς, από τους Λευίτας, από τους ψάλτας, από τους θυρωρούς, από τους νεωκόρους, επανήλθαν εις την Ιερουσαλήμ κατά το έβδομον έτος της βασιλείας του βασιλέως Αρταξέρξου.

Β Εσδ. 7,8          καὶ ἤλθοσαν εἰς Ἱερουσαλὴμ τῷ μηνὶ τῷ πέμπτῳ, τοῦτο τὸ ἔτος ἕβδομον τῷ βασιλεῖ·

Β Εσδ. 7,8                 Εφθασαν δε αυτοί εις την Ιερουσαλήμ κατά τον πέμπτον μήνα του εβδόμου έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου.

Β Εσδ. 7,9          ὅτι ἐν μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου αὐτὸς ἐθεμελίωσε τὴν ἀνάβασιν τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῇ πρώτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πέμπτου ἤλθοσαν εἰς Ἱερουσαλήμ, ὅτι χεὶρ Θεοῦ αὐτοῦ ἦν ἀγαθὴ ἐπ᾿ αὐτόν.

Β Εσδ. 7,9                 Ο Εσδρας και οι ακολουθούντες αυτόν κατά την πρώτην ημέραν του πρώτου μηνός εξεκίνησαν από την Βαβυλώνα και ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ κατά την πρώτην ημέραν του πέμπτου μηνός ασφαλείς, διότι το προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο μαζή με τον Εσδραν.

Β Εσδ. 7,10        ὅτι Ἔσρας ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ ζητῆσαι τὸν νόμον καὶ ποιεῖν καὶ διδάσκειν ἐν Ἰσραὴλ προστάγματα καὶ κρίματα.

Β Εσδ. 7,10               Τούτο δέ, διότι ο Εσδρας είχεν αφοσιωθή με όλην του την καρδίαν εις την έρευναν και την μελέτην του Νομου, αφ' ενός μεν δια να τον εφαρμόζη αυτός, αφ' ετέρου δε δια να διδάσκη στον ισραηλιτικόν λαόν τας εντολάς και τας διαταγάς του Νομου αυτού.

 

                             Διάταγμα του Αρταξέρξη υπέρ του Έσδρα

Β Εσδ. 7,11        Καὶ αὕτη ἡ διασάφησις τοῦ διατάγματος, οὗ ἔδωκεν Ἀρθασασθὰ τῷ Ἔσδρᾳ τῷ ἱερεῖ τῷ γραμματεῖ βιβλίου λόγων ἐντολῶν Κυρίου καὶ προσταγμάτων αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ·

Β Εσδ. 7,11                Αυτό δε είναι το περιεχόμενον της διαταγής, την οποίαν ο Αρταξέρξης έδωκεν στον Εσδραν, τον ιερέα και γραμματέα, τον βαθύν γνώστην του βιβλίου του Νομου, όπου περιέχονται οι λόγοι, αι εντολαί και τα προστάγματα του Κυρίου προς τον ισραηλιτικόν λαόν·

Β Εσδ. 7,12        «Ἀρθασασθὰ βασιλεὺς βασιλέων Ἔσδρᾳ γραμματεῖ νόμου Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ· τετέλεσθαι λόγος καὶ ἡ ἀπόκρισις.

Β Εσδ. 7,12               “Εγώ ο Αρταξέρξης, ο βασιλεύς των βασιλέων, προς τον Εσδραν τον γραμματέα, τον βαθύν γνώστην του νόμου Κυρίου του Θεού του ουρανού. Θεωρείται τετελεσμένον πλέον γεγονός ο λόγος μου αυτός.

Β Εσδ. 7,13        ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐτέθη γνώμη ὅτι πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος ἐν βασιλείᾳ μου ἀπὸ λαοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἱερέων καὶ Λευιτῶν πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλήμ, μετὰ σοῦ πορευθῆναι.

Β Εσδ. 7,13               Εγώ έδωσα διαταγήν, ώστε καθένας από τον ισραηλιτικόν λαόν, είτε λαϊκός είτε ιερεύς η Λευίτης είναι, ο οποίος ευρίσκεται στο βασίλειόν μου και επιθυμεί να μεταβή εις την Ιερουσαλήμ, ας έλθη μαζή σου.

Β Εσδ. 7,14        ἀπὸ προσώπου τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἑπτὰ συμβούλων ἀπεστάλη ἐπισκέψασθαι ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς Ἱερουσαλὴμ νόμῳ Θεοῦ αὐτῶν τῷ ἐν χειρί σου

Β Εσδ. 7,14               Εκ μέρους του βασιλέως και των επτά συμβούλων του απεστάλη διαταγή, να εποπτεύσης εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με του Θεού τον νόμον, ο οποίος ευρίσκεται εις τα χέρια σου,

Β Εσδ. 7,15        καὶ εἰς οἶκον Κυρίου ἀργύριον καὶ χρυσίον, ὃ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ σύμβουλοι ἑκουσιάσθησαν τῷ Θεῷ τοῦ Ἰσραὴλ τῷ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατασκηνοῦντι,

Β Εσδ. 7,15               να φέρετε στον ναόν αυτόν του Κυρίου άργυρον και χρυσόν, τον οποίον ο βασιλεύς και οι επτά σύμβουλοί του προθύμως και αυτοπροαιρέτως αφιέρωσαν στον Θεόν του ισραηλιτικού λαού, του κατοικούντος εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,16        καὶ πᾶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ὅ,τι ἐὰν εὕρῃς ἐν πάσῃ χώρᾳ Βαβυλῶνος μετὰ ἑκουσιασμοῦ τοῦ λαοῦ καὶ ἱερέων τῶν ἑκουσιαζομένων εἰς οἶκον Θεοῦ τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ,

Β Εσδ. 7,16               Επίσης να δεχθής και κάθε άργυρον και χρυσόν, τον οποίον θα εύρης εις όλην την επαρχίαν της Βαβυλώνος από τας αυτοπροαιρέτους προσφοράς του λαού σου και των ιερέων, οι οποίοι θεληματικώς και προθύμως θα προσφέρουν αυτά στον ναόν του Κυρίου, εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,17        καὶ πάντα προσπορευόμενον τοῦτον ἑτοίμως ἔνταξον ἐν βιβλίῳ τούτῳ, μόσχους, κριούς, ἀμνοὺς καὶ θυσίας αὐτῶν καὶ σπονδὰς αὐτῶν, καὶ προσοίσεις αὐτὰ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,17               Καθε τέτοιαν εισφοράν αμέσως θα την καταγράψης στο καθωρισμένον βιβλίον και να αγοράσης μόσχους, κριούς, αμνούς και ο,τι άλλο χρειάζεται δια τας αναιμάκτους θυσίας και σπονδάς και να προσφέρης αυτά στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του ναού του Θεού, του κατοικούντος εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,18        καὶ εἴ τι ἐπὶ σὲ καὶ τοὺς ἀδελφούς σου ἀγαθυνθῇ ἐν καταλοίπῳ τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου ποιῆσαι, ὡς ἀρεστὸν τῷ Θεῷ ὑμῶν ποιήσατε.

Β Εσδ. 7,18               Με το υπόλοιπον δε αργύριον και χρυσίον κάμετε ο,τι συ και οι αδελφοί σου νομίζετε καλόν και όπως είναι αρεστόν στον Θεόν σας.

Β Εσδ. 7,19        καὶ τὰ σκεύη τὰ διδόμενά σοι εἰς λειτουργίαν οἴκου Θεοῦ παράδος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,19               Και τα ιερά σκεύη, τα οποία παρεδόθησαν εις σέ, δια να χρησιμοποιηθούν στον ναόν του Θεού, παράδωσέ τα στον ναόν του Θεού, ενώπιον του Θεού, του εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,20        καὶ κατάλοιπον χρείας οἴκου Θεοῦ σου, ὃ ἂν φανῇ σοι δοῦναι, δώσεις ἀπὸ οἴκων γάζης βασιλέως

Β Εσδ. 7,20              Και ο,τι άλλο νομίζεις συ ότι θα χρειασθή, να δοθή στον ναόν του Θεού σου, θα το δώσης, αφού το πάρης από το θησαυροφυλάκιον του βασιλέως

Β Εσδ. 7,21        καὶ ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἐγὼ Ἀρθασασθὰ βασιλεὺς ἔθηκα γνώμην πάσαις ταῖς γάζαις ταῖς ἐν πέρᾳ τοῦ ποταμοῦ, ὅτι πᾶν, ὃ ἄν αἰτήσῃ ὑμᾶς Ἔδρας ὁ ἱερεὺς καὶ γραμματεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, ἑτοίμως γινέσθω,

Β Εσδ. 7,21               και από εμέ προσωπικώς. Εγώ, ο βασιλεύς Αρταξέρξης, εξέδωσα αυτήν την διαταγήν προς όλους τους θησαυροφύλακάς μου, οι οποίοι ευρίσκονται εις τας πέραν του ποταμού Ευφράτου χώρας. Καθε τι, που θα ζητήση από σας ο ιερεύς Εσδρας, ο γραμματεύς αυτός και βαθύς γνώστης του νόμου του Θεού του ουρανού, να γίνη με ακρίβειαν.

Β Εσδ. 7,22        ἕως ἀργυρίου ταλάντων ἑκατὸν καὶ ἕως πυροῦ κόρων ἑκατὸν καὶ ἕως οἴνου βατῶν ἑκατὸν καὶ ἕως ἐλαίου βατῶν ἑκατὸν καὶ ἅλας οὗ οὐκ ἔστι γραφή.

Β Εσδ. 7,22              Να του δοθούν μέχρις εκατόν αργυρά τάλαντα, εκατόν κόροι σίτου, εκατόν βάτοι οίνου, εκατόν βάτοι ελαίου και αλάτι, όσον αυτός θα θελήση.

Β Εσδ. 7,23        πᾶν ὅ ἐστιν ἐν γνώμῃ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, γινέσθω. προσέχετε μή τις ἐπιχειρήσῃ εἰς τὸν οἶκον Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, μή ποτε γένηται ὀργὴ ἐπὶ τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ.

Β Εσδ. 7,23               Καθε τι, το οποίον ήθελε διαταχθή από τον Θεόν του ουρανού, πρέπει να γίνη. Προσέχετε, μήπως κανένας από σας επιχειρήση να κάμη κάτι κακόν εναντίον του ναού του Θεού του ουρανού, δια να μη εκσπάση η οργή του Θεού εναντίον της βασιλείας, εμού του βασιλέως και των τέκνων μου.

Β Εσδ. 7,24        καὶ ὑμῖν ἐγνώρισται ἐν πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις, ᾄδουσι, πυλωροῖς, Ναθινὶμ καὶ λειτουργοῖς οἴκου Θεοῦ τοῦτο, φόρος μὴ ἔστω σοι, οὐκ ἐξουσιάσεις καταδουλοῦσθαι αὐτούς.

Β Εσδ. 7,24              Επί πλέον σας καθιστώ γνωστόν και τούτο, ότι όλοι οι ιερείς και οι Λευίται και οι ψάλται και οι θυρωροί και οι νεωκόροι και οι άλλοι υπηρέται του ναού είναι απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν. Ούτε με κανένα άλλον τρόπον θα επιβαρύνετε και θα καταδουλώνετε αυτούς.

Β Εσδ. 7,25        καὶ σύ, Ἔσδρα, ὡς ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐν χειρί σου, κατάστησον γραμματεῖς καὶ κριτάς, ἵνα ὦσι κρίνοντες παντὶ τῷ λαῷ ἐν πέρᾳ τοῦ ποταμοῦ πᾶσι τοῖς εἰδόσι νόμον τοῦ Θεοῦ σου, καὶ τῷ μὴ εἰδότι γνωριεῖτε.

Β Εσδ. 7,25               Και συ, Εσδρα, όπως θα σε φωτίζη η πλούσια σοφία του Θεού, με την οποίαν είσαι προικισμένος, να διορίσης γραμματείς και δικαστάς, δια να δικάζουν όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος ευρίσκεται πέραν από τον Ευφράτην ποταμόν και γνωρίζει τον νόμον του Θεού σου. Επί πλέον δε να φροντίσης, ώστε και εκείνοι που δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού να τον μάθουν.

Β Εσδ. 7,26        καὶ πᾶς, ὃς ἂν μὴ ᾖ ποιῶν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ νόμον τοῦ βασιλέως ἑτοίμως, τὸ κρίμα ἔσται γινόμενον ἐξ αὐτοῦ, ἐάν τε εἰς θάνατον ἐάν τε εἰς παιδείαν ἐάν τε εἰς ζημίαν τοῦ βίου ἐάν τε εἰς παράδοσιν».

Β Εσδ. 7,26              Καθένας δέ, που δεν θα εκτέλεση τον νόμον του Θεού και τον νόμον του βασιλέως προθύμως, θα ανακριθή και θα καταδικασθή αμέσως η εις θάνατον η εις άλλην τιμωρίαν η εις χρηματικόν πρόστιμον, η εις φυλάκισιν”.

Β Εσδ. 7,27        Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ὃς ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ τοῦ βασιλέως οὕτως, τοῦ δοξάσαι τὸν οἶκον Κυρίου τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,27               Ευλογημένος ας είναι Κυριος ο Θεός των πατέρων μας, ο οποίος ενέβαλεν εις την καρδίαν του βασιλέως τέτοια αισθήματα και τέτοιες ευμενείς διαθέσεις, δια να δοξασθή ο ναός του Κυρίου, ο εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 7,28        καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἔκλινεν ἔλεος ἐν ὀφθαλμοῖς τοῦ βασιλέως καὶ τῶν συμβούλων αὐτοῦ καὶ πάντων τῶν ἀρχόντων τοῦ βασιλέως τῶν ἐπῃρμένων. καὶ ἐγὼ ἐκραταιώθην ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡ ἀγαθὴ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ συνῆξα ἀπὸ Ἰσραὴλ ἄρχοντας ἀναβῆναι μετ᾿ ἐμοῦ.

Β Εσδ. 7,28              Δοξασμένος ας είναι ο Θεός, ο οποίος κατηύθυνε ευμενείς προς εμέ τους οφθαλμούς του βασιλέως και των συμβούλων του και όλων των αρχόντων του βασιλέως, που κατέχουν μεγάλα αξιώματα. Ετσι δε και εγώ ενισχύθην, διότι το αγαθόν και προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο επάνω μου. Συνεκέντρωσα, λοιπόν τότε τους αρχηγούς του ισραηλιτικού λαού, δια να επανέλθουν και αυτοί μαζή με εμέ εις την Ιερουσαλήμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΝΕΑ ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                             Νέα επάνοδος των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ

Β Εσδ. 8,1          Καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες πατριῶν αὐτῶν, οἱ ὁδηγοὶ ἀναβαίνοντες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν βασιλείᾳ Ἀρθασασθὰ τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος·

Β Εσδ. 8,1                 Αυτοί δε είναι οι άρχοντες των οικογενειών, οι οδηγοί, οι οποίοι μαζή με εμέ επανήλθαν εις την Ιερουσαλήμ επί της βασιλείας του Αρταξέρξου βασιλέως της Βαβυλώνος.

Β Εσδ. 8,2          ἀπὸ υἱῶν Φινεές, Γηρσών· ἀπὸ υἱῶν Ἰθάμαρ, Δανιήλ· ἀπὸ υἱῶν Δαυίδ, Ἀττούς·

Β Εσδ. 8,2                 Από τους απογόνους του Φινεές, ο Γηρσών· από του απογόνους του Ιθάμαρ ο Δανιήλ· από τους απογόνους του Δαυίδ ο Αττούς,

Β Εσδ. 8,3          ἀπὸ υἱῶν Σαχανία καὶ ἀπὸ υἱῶν Φόρος, Ζαχαρίας καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τὸ σύστρεμμα ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα·

Β Εσδ. 8,3                 από την γενεάν του Σαχανία και από του απογόνους του Φορος, ήσαν ο Ζαχαρίας και οι μαζή με αυτόν, εν συνόλω εκατόν πεντήκοντα.

Β Εσδ. 8,4          ἀπὸ υἱῶν Φαὰθ Μωάβ, Ἐλιανὰ υἱὸς Σαραΐα καὶ μετ᾿ αὐτοῦ διακόσιοι τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,4                 Από τους υιούς Φαάδ Μωάβ, ο Ελιανά υιός του Σαραΐα, και μαζή με αυτόν διακόσιοι άρρενες.

Β Εσδ. 8,5          καὶ ἀπὸ υἱῶν Ζαθόης, Σεχενίας υἱὸς Ἀζιὴλ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τριακόσια τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,5                 Από τους απογόνους του Ζαθόης ήσαν Σεχενίας υιός του Αζιήλ και μαζή με αυτόν τριακόσιοι άρρενες.

Β Εσδ. 8,6          καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀδίν, Ὠβὴθ υἱὸς Ἰωνάθαν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ πεντήκοντα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,6                 Από του απογόνους του Αδίν ήταν ο Ωβήθ ο υιός του Ιωνάθαν, και μαζή με αυτόν πεντήκοντά άρρενες.

Β Εσδ. 8,7          καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἠλάμ, Ἰεσία υἱὸς Ἀθελία καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑβδομήκοντα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,7                 Από τους απογόνους του Ηλάμ ήσαν ο Ιεσία υιός του Αθελία και ακόλουθοί του άρρενες εδδομήκοντα.

Β Εσδ. 8,8          καὶ ἀπὸ υἱῶν Σαφατία, Ζαβαδίας υἱὸς Μιχαὴλ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὀγδοήκοντα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,8                 Από τους απογόνους του Σοφατία ήσαν ο Ζαδαδίας, υιός του Μιχαήλ και μαζή με αυτόν άρρενες ογδοήκοντα.

Β Εσδ. 8,9          καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἰωάβ, Ἀβαδία υἱὸς Ἰεϊὴλ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ διακόσιοι δεκαοκτὼ τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,9                 Από τους απογόνους του Ιαβ ήσαν ο Αβαδια υιός του Ιεϊήλ και μαζή με αυτόν διακόσιοι δέκα οκτώ άρενες.

Β Εσδ. 8,10        καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Βαανί, Σελιμοὺθ υἱὸς Ἰωσεφία καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν ἑξήκοντα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,10               Από τους απογόνους του Βανί ήσαν ο Σελιμούθ υιός του Ιωσεφία και μαζή με αυτόν άρρενες εκατόν εξήκοντα.

Β Εσδ. 8,11        καὶ ἀπὸ υἱῶν Βαβί, Ζαχαρίας υἱὸς Βαβὶ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ εἰκοσιοκτὼ τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,11                Από τους απογόνους του Βαβί ήσαν ο Ζαχαρίας υιός του Βαωί και μαζή με αυτόν άρρενες είκοσι οκτώ.

Β Εσδ. 8,12        καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἀσγάδ, Ἰωανὰν υἱὸς Ἀκκατὰν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν δέκα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,12               Από τους απογόνους του Ασγάδ ήσαν ο Ιωανάν υιός του Ακκατάν και μαζή με αυτόν άρρενες εκατόν δέκα.

Β Εσδ. 8,13        καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἀδωνικὰμ ἔσχατοι καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα αὐτῶν· Ἐλιφαλάτ, Ἰεὴλ καὶ Σαμαΐα καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἑξήκοντα τὰ ἀρσενικά·

Β Εσδ. 8,13               Από τους απογόνους του Αδωνικάμ ήσαν οι τελευταίοι και έφεραν τα ονόματα Ελιφαλάτ, Ιεήλ, Σαμαΐας και μαζή με αυτούς ήσαν εξήκοντα άρρενες.

Β Εσδ. 8,14        καὶ ἀπὸ υἱῶν Βαγουαΐ, Οὐθαΐ καὶ Ζαβοὺδ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑβδομήκοντα τὰ ἀρσενικά.

Β Εσδ. 8,14               Από τους απογόνους του Βαγουαΐ, ο Ουθαΐ, ο Ζαβούδ και μαζή με αυτούς εβδομήκοντα άρρενες.

Β Εσδ. 8,15        Καὶ συνῆξα αὐτοὺς πρὸς τὸν ποταμὸν τὸν ἐρχόμενον πρὸς τὸν Εὐί, καὶ παρενεβάλομεν ἐκεῖ ἡμέρας τρεῖς. καὶ συνῆκα ἐν τῷ λαῷ καὶ ἐν τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἀπὸ υἱῶν Λευὶ οὐχ εὗρον ἐκεῖ.

Β Εσδ. 8,15               Συνεκέντρωσα αυτούς πλησίον του ποταμού, ο οποίος χύνεται στον Ευι. Εκεί κατεσκηνώσαμεν επί τρεις ημέρας. Παρετήρησα όμως και αντελήφθην, ότι μεταξύ του λαού δεν ευρήκα εκεί αρκετούς από τους ιερείς και τους Λευίτας.

Β Εσδ. 8,16        καὶ ἀπέστειλα τῷ Ἐλεάζαρ, τῷ Ἀριήλ, τῷ Σεμεΐᾳ καὶ τῷ Ἀλωνὰμ καὶ τῷ Ἰαρὶβ καὶ τῷ Ἐλνάθαμ καὶ τῷ Νάθαν καὶ τῷ Ζαχαρίᾳ καὶ τῷ Μεσολλὰμ καὶ τῷ Ἰωαρὶμ καὶ τῷ Ἐλνάθαν συνίοντας.

Β Εσδ. 8,16               Τοτε έστειλα και προσεκάλεσα συνετούς ανθρώπους, τον Ελεάζαρ, τον Αριήλ, τον Σεμεΐαν, τον Αλωνάμ, τον Ιαρίβ, τον Ελνάθαμ, τον Ναθαν, τον Ζαχαρίαν, τον Μεσολλάμ, τον Ιωαρίμ και τον Ελνάθαν.

Β Εσδ. 8,17        καὶ ἐξήνεγκα αὐτοὺς ἐπὶ ἄρχοντας ἐν ἀργυρίῳ τοῦ τόπου καὶ ἔθηκα ἐν στόματι αὐτῶν λόγους λαλῆσαι πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν τοὺς ναθινὶμ ἐν ἀργυρίῳ τοῦ τόπου τοῦ ἐνέγκαι ὑμῖν ᾄδοντας εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν.

Β Εσδ. 8,17               Εφερα αυτούς και τους παρουσίασα στους άρχοντας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις ένα τόπον που λέγεται “Αργύριον”, και τους ωδήγησα τι να είπουν προς τους αδελφούς των, τους υπηρέτας του ναού, οι οποίοι επίσης ευρίσκοντο στον ίδιον τόπον, που λέγεται “Αργύριον”, ώστε να φέρουν προς ημάς ψάλτας δια τον ναόν μας.

Β Εσδ. 8,18        καὶ ἤλθοσαν ἡμῖν, ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡμῶν ἀγαθὴ ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἀνὴρ Σαχὼν ἀπὸ υἱῶν Μοολί, υἱοῦ Λευί, υἱοῦ Ἰσραήλ· καὶ ἀρχὴν ἦλθον οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ δεκαοκτώ·

Β Εσδ. 8,18               Και, καθώς το προστατευτικόν αγαθοποιόν χέρι του Θεού ήτο μαζή μας, ήλθεν ανήρ ονόματι Σαχών, από τους απογόνους Μαολί, απογόνους του Λευι, υιού του Ιακώβ. Ο Σαχών ήλθεν επί κεφαλής των δέκα οκτώ υιών και αδελφών του.

Β Εσδ. 8,19        καὶ τὸν Ἀσεβία καὶ τὸν Ἰσαΐα ἀπὸ τῶν υἱῶν Μεραρί, ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ υἱοὶ αὐτοῦ εἴκοσι·

Β Εσδ. 8,19               Ηλθεν επίσης και ο Ασεβία και μαζή με αυτόν ο Ισαΐα, από τους απογόνους του Μεραρί, οι αδελφοί του και οι υιοί του, είκοσι εν όλω.

Β Εσδ. 8,20        καὶ ἀπὸ τῶν ναθινίμ, ὧν ἔδωκε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄρχοντες εἰς δουλείαν τῶν Λευιτῶν, ναθινὶμ διακόσιοι εἴκοσι· πάντες συνήχθησαν ἐν ὀνόμασι.

Β Εσδ. 8,20              Από τους υπηρέτας του ναού, τους οποίους κατ' αρχήν είχε δώσει ο Δαυίδ και οι αρχηγοί εις εξυπηρέτησα των Λευιτών δια τα έργα του ναού, διακόσιοι είκοσι υπηρέται. Ολοι αυτοί συνεκεντρώθησαν ονομαστικώς.

Β Εσδ. 8,21        καὶ ἐκάλεσα ἐκεῖ νηστείαν ἐπὶ τὸν ποταμὸν Ἀουὲ τοῦ ταπεινωθῆναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ζητῆσαι παρ᾿ αὐτοῦ ὁδὸν εὐθεῖαν ἡμῖν καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν καὶ πάσῃ τῇ κτίσει ἡμῶν.

Β Εσδ. 8,21               Εκεί, πλησίον του ποταμού Αουέ, ώρισα νηστείαν, δια να ταπεινωθώμεν ενώπιον του Θεού μας και να παρακαλέσωμεν αυτόν να μας οδηγήση ασφαλείς στον δρόμον μας, ημάς, τα παιδιά μας και κάθε τι που ευρίσκετο υπό την κατοχήν μας.

Β Εσδ. 8,22        ὅτι ᾔσχύνθην αἰτήσασθαι παρὰ τοῦ βασιλέως δύναμιν καὶ ἱππεῖς σῶσαι ἡμᾶς ἀπὸ ἐχθροῦ ἐν τῇ ὁδῷ, ὅτι εἴπαμεν τῷ βασιλεῖ λέγοντες· χεὶρ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ πάντας τοὺς ζητοῦντας αὐτὸν εἰς ἀγαθόν, καὶ κράτος αὐτοῦ καὶ θυμὸς αὐτοῦ ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγκαταλείποντας αὐτόν.

Β Εσδ. 8,22              Ησθάνθην δε εντροπήν να ζητήσω από τον βασιλέα στρατιωτικήν δύναμιν και ιππείς, δια να μας περιφρουρήσουν από ενδεχομένους εχθρούς στον δρόμον· τούτο δέ, επειδή είπαμεν και ετονίσαμεν στον βασιλέα, ότι το χέρι του Θεού μας προστατεύει προς το αγαθόν όλους εκείνους, οι οποίοι τον λατρεύουν, ενώ η δύναμίς του και η οργή του στρέφεται εναντίον όλων εκείνων, που τον εγκαταλείπουν και τον περιφρονούν.

Β Εσδ. 8,23        καὶ ἐνηστεύσαμεν καὶ ἐζητήσαμεν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν περὶ τούτου, καὶ ἐπήκουσεν ἡμῖν.

Β Εσδ. 8,23              Δια τούτο ενηστεύσαμεν και εζητήσαμεν από τον Θεόν μας την προστασίαν του. Αυτός δε ήκουσε την δέησίν μας.

Β Εσδ. 8,24        καὶ διέστειλα ἀπὸ ἀρχόντων τῶν ἱερέων δώδεκα, τῷ Σαραΐα, τῷ Ἀσαβίᾳ καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἀπὸ ἀδελφῶν αὐτῶν δέκα.

Β Εσδ. 8,24              Από τους αρχηγούς των ιερέων, εδιάλεξα δώδεκα, δηλαδή τον Σαραΐαν, τον Ασαβίαν, και τους δέκα αδελφούς του, που ήσαν μαζή του.

Β Εσδ. 8,25        καὶ ἔστησα αὐτοῖς τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη ἀπαρχῆς οἴκου Θεοῦ ἡμῶν, ἃ ὕψωσεν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ σύμβουλοι αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ οἱ εὑρισκόμενοι.

Β Εσδ. 8,25              Ενώπιόν των εζύγισα το αργύριον και το χρυσίον και παρέδωκα εις αυτούς τα ιερά σκεύη, ως απαρχήν προσφοράς προς τον ναόν του Θεού μας, τα οποία προσέφερεν ο βασιλεύς και οι σύμβουλοί του και άλλοι αξιωματικοί του, όπως επίσης και οι Ισραηλίται, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί.

Β Εσδ. 8,26        καὶ ἔστησα ἐπὶ χεῖρας αὐτῶν ἀργυρίου τάλαντα ἑξακόσια πεντήκοντα καὶ σκεύη ἀργυρᾶ ἑκατὸν καὶ τάλαντα χρυσίου ἑκατὸν

Β Εσδ. 8,26              Εζύγισα και παρέδωκα εις τα χέρια τους, εκτός αυτών, και εξακόσια πεντήκοντα τάλαντα αργυρίου, εκατόν αργυρά ιερά σκεύη, εκατόν τάλαντα χρυσού,

Β Εσδ. 8,27        καὶ καφουρῆ χρυσοῖ εἴκοσι εἰς τὴν ὁδὸν χαμινὶμ χίλιοι καὶ σκεύη χαλκοῦ στίλβοντος ἀγαθοῦ διάφορα ἐπιθυμητὰ ἐν χρυσίῳ.

Β Εσδ. 8,27              είκοσι ποτήρια χρυσά, αξίας χιλίων περίπου δραχμών, και διάφορα σκεύη από λαμποκοπούντα χαλκόν, πολύτιμα σχεδόν όπως και ο χρυσός.

Β Εσδ. 8,28        καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἅγιοι τῷ Κυρίῳ, καὶ τὰ σκεύη ἅγια, καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἑκούσια τῷ Κυρίῳ Θεῷ πατέρων ἡμῶν·

Β Εσδ. 8,28              Και είπα προς αυτούς· “σεις είσθε αφιερωμένοι στον Κυριον και τα ιερά επίσης σκεύη είναι αφιερωμένα προς τον Κυριον, όπως και ο χρυσός και ο άργυρος είναι αυτοπροαίρετοι προσφοραί προς τον Κυριον τον Θεόν των πατέρων μας.

Β Εσδ. 8,29        ἀγρυπνεῖτε καὶ τηρεῖτε ἕως στῆτε ἐνώπιον ἀρχόντων τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν καὶ τῶν ἀρχόντων τῶν πατριῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς σκηνὰς οἴκου Κυρίου.

Β Εσδ. 8,29              Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι και να τα προφυλάξετε, μέχρις ότου παρουσιασθήτε και τα παραδώσετε ενώπιον των αρχόντων του ναού των ιερέων και των Λευιτών και των αρχόντων, που υπάρχουν εις την Ιερουσαλήμ, και τοποθετηθούν εις τα κατάλληλα μέρη του ναού του Κυρίου”.

Β Εσδ. 8,30        καὶ ἐδέξαντο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται σταθμὸν τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου καὶ τῶν σκευῶν ἐνεγκεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν.

Β Εσδ. 8,30              Οι ιερεί και οι Λευίται εζύγισαν και παρέλαβον τον χρυσόν και τον άργυρον, καθώς και τα ιερά σκεύη, δια να τα μεταφέρουν τον ναόν του Θεού μας, εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 8,31        Καὶ ἐξῄραμεν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἀουὲ ἐν τῇ δωδεκάτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου τοῦ ἐλθεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ χεὶρ Θεοῦ ἡμῶν ἦν ἐφ᾿ ἡμῖν, καὶ ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἀπὸ χειρὸς ἐχθροῦ καὶ πολεμίου ἐν τῇ ὁδῷ.

Β Εσδ. 8,31               Εξεκινήσαμεν από τον ποταμόν Αουέ την δωδεκάτην ημέραν του πρώτο μηνός, δια να έλθωμεν εις τα Ιεροσόλυμα. Το προστατευτικό δε χέρι του Θεού ήτο επάνω μας και μας περιεφρούρησεν από τα χέρια των εχθρών και των πολεμίων καθ' όλην την διάρκειαν της πορείας μας.

Β Εσδ. 8,32        καὶ ἤλθομεν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκαθίσαμεν ἐκεῖ ἡμέρας τρεῖς.

Β Εσδ. 8,32              Ετσι δε ήλθομεν εις την Ιερουσαλήμ και ανεπαύθημεν εκεί επί τρεις ημέρας.

Β Εσδ. 8,33        καὶ ἐγενήθη τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ ἐστήσαμεν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ χεῖρα Μεριμὼθ υἱοῦ Οὐρία τοῦ ἱερέως -καὶ μετ᾿ αὐτοῦ Ἐλεάζαρ υἱὸς Φινεὲς καὶ μετ᾿ αὐτῶν Ἰωζαβὰδ υἱὸς Ἰησοῦ καὶ Νωαδία υἱὸς Βαναΐα, οἱ Λευῖται-

Β Εσδ. 8,33               Κατά την τετάρτην ημέρα εζυγίσαμεν και παρεδώσαμεν το αργύριο και το χρυσίον, όπως επίσης και τα ιερά σκεύη που προωρίζοντο δια τον ναόν το Θεού μας, εις τα χέρια του Μεριμώθ, υιού του Ουρία του ιερέως- μαζή με αυτόν ήτο και ο Ελεάζαρ υιός του Φινεές, και μαζή με αυτούς ήσαν ο Ιωζαβάδ υιό του Ιησού, και ο Νωαδία υιός του Βαναΐ οι Λευίται

Β Εσδ. 8,34        ἐν ἀριθμῷ καὶ ἐν σταθμῷ τὰ πάντα, καὶ ἐγράφη πᾶς ὁ σταθμός. ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ

Β Εσδ. 8,34              Ολα δε αυτά εζυγίσθησαν και παρεδόθησαν και ηριθμήθησαν και κατεγράφη το βάρος των εις ειδικόν βιβλίον. Κατά τον καιρόν δε εκείνον

Β Εσδ. 8,35        οἱ ἐλθόντες ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας υἱοὶ τῆς παροικίας προσήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις τῷ Θεῷ Ἰσραὴλ μόσχους δώδεκα περὶ παντὸς Ἰσραήλ, κριοὺς ἐνενηκονταέξ, ἀμνοὺς ἑβδομηκονταεπτά, χιμάρους περὶ ἁμαρτίας δώδεκα, τὰ πάντα ὁλοκαυτώματα τῷ Κυρίῳ.

Β Εσδ. 8,35               οι Ισραηλίται, που είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν, προσέφεραν ολοκαυτώματα προς τον Θεόν του Ιασραήλ δώδεκα μόσχους δια τας αμαρτίας όλων των Ισραηλιτών, ενενήκοντα εξ κριούς, εβδομήκοντα επτά αρνία, δώδεκα τράγους, θυσίαν δια τας αμαρτίας των. Ολα αυτά ήσαν θυσίαι ολοκαυτωμάτων προς τον Κυριον.

Β Εσδ. 8,36        καὶ ἔδωκαν τὸ νόμισμα τοῦ βασιλέως τοῖς διοικηταῖς τοῦ βασιλέως καὶ τοῖς ἐπάρχοις πέραν τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἐδόξασαν τὸν λαὸν καὶ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ.

Β Εσδ. 8,36              Αυτοί παρέδωσαν επίσης το διάταγμα του βασιλέως στους διοικητάς και σατράπας του βασιλέως, οι οποίοι ευρίσκοντο πέραν από τον ποταμόν Ευφράπην. Αυτοί δε ετίμησαν και εξύψωσαν τον λαόν του Ισραήλ και τον ναόν του Θεού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΕΣΔΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

                             Η θλίψη του Έσδρα για τους μεικτούς γάμους των Ισραηλιτών

Β Εσδ. 9,1          Καὶ ὡς ἐτελέσθη ταῦτα, ἤγγισαν πρός με οἱ ἄρχοντες λέγοντες· οὐκ ἐχωρίσθη ὁ λαὸς Ἰσραὴλ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἀπὸ λαῶν τῶν γαιῶν ἐν μακρύμμασιν αὐτῶν, τῷ Χανανί, ὁ Ἐθί, ὁ Φερεζί, ὁ Ἰεβουσί, ὁ Ἀμμωνί, ὁ Μωαβὶ καὶ ὁ Μοσερὶ καὶ ὁ Ἀμορί,

Β Εσδ. 9,1                 Αφού ετελείωσαν όλα αυτά, με επλησίασαν οι άρχοντες και μου είπαν· “ο ισραηλιτικός λαός, όπως επίσης και οι ιερείς και οι Λευίται, δεν εχωρίσθησαν από τους λαούς των χωρών αυτών και ακολουθούν τα βδελυρά ειδωλολατρικά έθιμα των Χαναναίων, των Εθαίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων, των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών, των Μοσεραίων και των Αμορραίων, που απομακρύνουν από τον Θεόν.

Β Εσδ. 9,2          ὅτι ἐλάβοσαν ἀπὸ θυγατέρων αὐτῶν ἑαυτοῖς καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ παρήχθη σπέρμα τὸ ἅγιον ἐν λαοῖς τῶν γαιῶν, καὶ χεὶρ τῶν ἀρχόντων ἐν τῇ ἀσυνθεσίᾳ ταύτῃ ἐν ἀρχῇ

Β Εσδ. 9,2                 Διότι, έλαβον ως συζύγους, δια τον εαυτόν των και δια τα παιδιά των, από τας θυγατέρας των ειδωλολατρικών λαών. Και έτσι ανεμίχθη το άγιον σπέρμα των Ιουδαίων με τους λαούς των χωρών αυτών. Πρώτοι δε έκαμαν αρχήν εις την ασύνετον αυτήν πράξιν οι άρχοντές μας”.

Β Εσδ. 9,3          καὶ ὡς ἤκουσα τὸν λόγον τοῦτον, διέῤῥηξα τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἐπαλλόμην καὶ ἔτιλλον ἀπὸ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς μου καὶ ἀπὸ τοῦ πώγωνός μου καὶ ἐκαθήμην ἠρεμάζων.

Β Εσδ. 9,3                 Οταν ήκουσα τον λόγον αυτόν, έσχισα τα ενδύματά μου, έτρεμα ολόκληρος και αποσπούσα τρίχας από την κεφαλήν και τον πώγωνά μου και εκάθισα βαθύτατα λυπημένος και αμίλητος.

Β Εσδ. 9,4          καὶ συνήχθησαν πρός με πᾶς ὁ διώκων λόγον Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ ἀσυνθεσίᾳ τῆς ἀποικίας, κἀγὼ καθήμενος ἠρεμάζων ἕως τῆς θυσίας τῆς ἑσπερινῆς.

Β Εσδ. 9,4                 Κοντά μου δε συνεκεντρώθησαν και εκείνοι, οι οποίοι φροντίζουν δια την γνώσιν και την τήρησιν των εντολών του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, περίλυποι και αυτοί δια την παράβασιν αυτήν των Ιουδαίων, που είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν. Εγώ δε εξακολουθούσα να κάθωμαι αφίλητος και κατάπληκτος από την λύπην έως την εσπερινήν θυσίαν.

Β Εσδ. 9,5          καὶ ἐν θυσίᾳ τῇ ἑσπερινῇ ἀνέστην ἀπὸ ταπεινώσεώς μου· καὶ ἐν τῷ διαῤῥῆξαί με τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἐπαλλόμην καὶ κλίνω ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἐκπετάζω τὰς χεῖράς μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν

Β Εσδ. 9,5                 Κατά την εσπερινήν θυσίαν εσηκώθηκα από την κατάστασιν αυτήν της εντροπής και της οδύνης με σχισμένα τα ιμάτιά μου, έτρεμα ολόκληρος, έκλινα τα γόνατά μου και ύψωσα τα χέρια μου προς Κυριον τον Θεόν.

Β Εσδ. 9,6          καὶ εἶπα· Κύριε, ᾐσχύνθην καὶ ἐνετράπην τοῦ ὑψῶσαι, Θεέ μου, τὸ πρόσωπόν μου πρός σε, ὅτι αἱ ἀνομίαι ἡμῶν ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν καὶ αἱ πλημμέλειαι ἡμῶν ἐμεγαλύνθησαν ἕως εἰς τὸν οὐρανόν.

Β Εσδ. 9,6                 Και είπα· “Κυριε, αισχύνην και εντροπήν ησθάνθην να υψώσω το πρόσωπόν μου προς σέ, ω Θεέ μου, διότι αι ανομίαι μας επληθύνθησαν τόσον πολύ, ώστε σαν θάλασσα μας επλημμύρισαν επάνω από τα κεφάλια μας, τα δε σφάλματά μας είναι τόσον μεγάλα, ώστε έφθασαν έως στον ουρανόν.

Β Εσδ. 9,7          ἀπὸ ἡμερῶν πατέρων ἡμῶν ἐσμεν ἐν πλημμελείᾳ μεγάλῃ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· καὶ ἐν ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν παρεδόθημεν ἡμεῖς καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ υἱοὶ ἡμῶν ἐν χειρὶ βασιλέων τῶν ἐθνῶν ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν αἰχμαλωσίᾳ καὶ ἐν διαρπαγῇ καὶ ἐν αἰσχύνῃ προσώπου ἡμῶν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Β Εσδ. 9,7                 Από της εποχής τι πατέρων μας μέχρι της ημέρας αυτής ευρισκόμεθα υπό την κυριαρχίαν μεγάλης αμαρτίας. Δια τας αμαρτίας μας δε αυτάς παρεδόθημεν ημείς και οι βασιλείς μας και τα παιδιά μας εις τα χέρια των βασιλέων διαφόρων εθνών, άλλοι μεν δια να σφαγούν με ρομφαίαν, άλλοι δια να απαχθούν εις αιχμαλωσίαν, άλλοι δια να γίνουν θύματα λεηλασιών και γενικώς είμεθα εξευτελισμένοι και εξουθενωμένοι μέχρι της ημέρας αυτής.

Β Εσδ. 9,8          καὶ νῦν ἐπιεικεύσατο ἡμῖν ὁ Θεὸς ἡμῶν τοῦ καταλιπεῖν ἡμᾶς εἰς σωτηρίαν καὶ δοῦναι ἡμῖν στήριγμα ἐν τόπῳ ἁγιάσματος αὐτοῦ τοῦ φωτίσαι ὀφθαλμοὺς ἡμῶν καὶ δοῦναι ζωοποίησιν μικρὰν ἐν τῇ δουλείᾳ ἡμῶν.

Β Εσδ. 9,8                 Τωρα όμως συ ο Θεός μας, έδειξες επιείκειαν προς ημάς και ηυδόκησες να διασωθή ένα υπόλοιπον από το έθνος μας, το οποίον αφήκες και έδωσες εις ημάς ως στήριγμα τι ιερών τούτων τόπων. Ωστε συ, ο Κυριος να φώτισης τους οφθαλμούς μας και να δώσης μίαν αναζωογόνησιν από την δουλείαν, εις την οποίαν ευρέθημεν.

Β Εσδ. 9,9          ὅτι δοῦλοί ἐσμεν, καὶ ἐν τῇ δουλείᾳ ἡμῶν οὐκ ἐγκατέλιπεν ἡμᾶς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἔκλινεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἔλεος ἐνώπιον βασιλέων Περσῶν δοῦναι ἡμῖν ζωοποίησιν τοῦ ὑψῶσαι αὐτοὺς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἀναστῆσαι τὰ ἔρημα αὐτῆς καὶ τοῦ δοῦναι ἡμῖν φραγμὸν ἐν Ἰούδᾳ καὶ Ἱερουσαλήμ.

Β Εσδ. 9,9                 Εγίναμεν δούλοι, αλλά Κυριος ο Θεός μας δεν μας εγκατέλιπεν εις την δουλείαν αυτήν, διότι ενέβαλεν εις την καρδίαν των βασιλέων των Περσών ευσπλαγχνίαν προς ημάς, ώστε αυτοί να μας δώσουν κάποιον αναζωογόνησιν, να επιτρέψουν να ανεγερθή ο ναός του Θεού μας, κτισθούν αι ερημωθείσαι περιοχαί της χώρας μας και να δοθή έτσι εις ημάς περιτειχισμένος χώρος εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ.

Β Εσδ. 9,10        τί εἴπωμεν, ὁ Θεὸς ἡμῶν, μετὰ τοῦτο; ὅτι ἐγκατελίπομεν ἐντολάς σου,

Β Εσδ. 9,10               Και τώρα τι να είπωμεν, ω Θεέ μας, έπειτα από τας δωρεάς αυτάς;

Β Εσδ. 9,11        ἃς ἔδωκας ἡμῖν ἐν χειρὶ δούλων σου τῶν προφητῶν λέγων· ἡ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύεσθε κληρονομῆσαι αὐτήν, γῆ μετακινουμένη ἐστὶν ἐν μετακινήσει λαῶν τῶν ἐθνῶν ἐν μακρύμμασιν αὐτῶν, ὧν ἔπλησαν αὐτὴν ἀπὸ στόματος ἐπὶ στόμα ἐν ἀκαθαρσίαις αὐτῶν·

Β Εσδ. 9,11                Είμεθα κατεντροπιασμένοι ενώπιόν σου, διότι ημείς εγκατελείψεμεν τας εντολάς σου, τας οποίας μας έδωσες δια μέσου των δούλων σου των προφητών λέγων· Η γη, εις την οποίαν εισέρχεσθε δια να την κληρονομήσετε, είναι χώρα αναστατωμένη και μολυσμένη από τας μετακινήσεις διαφόρων ειδωλολατρικών θεών, μολυσμένη από τας βδελυράς των πράξεις που απομακρύνουν από σε τον Θεόν· και αι ακάθαρτοι αυταί πράξεις εγέμισαν από το ένα άκρον έως το άλλο την χώραν μας.

Β Εσδ. 9,12        καὶ νῦν τὰς θυγατέρας ὑμῶν μὴ δότε τοῖς υἱοῖς αὐτῶν καὶ ἀπὸ τῶν θυγατέρων αὐτῶν μὴ λάβητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν καὶ οὐκ ἐκζητήσετε εἰρήνην αὐτῶν καὶ ἀγαθὸν αὐτῶν ἕως αἰῶνος, ὅπως ἐνισχύσητε καὶ φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος.

Β Εσδ. 9,12               Δι' αυτό μη δίδετε τας θυγατέρας σας ως συζύγους εις τα παιδιά αυτών και από τας θυγατέρας αυτών μη λαμβάνετε σεις συζύγους δια τα παιδιά σας. Μη επιζητήσετε ειρηνικήν συμβίωσιν με αυτούς και κανέναι αγαθόν μη ζητήσετε ποτε από αυτούς· και τούτο, δια να μείνετε αμόλυντοι, ώστε να ενισχυθήτε από τον Θεόν και να φάγετε τα αγαθά της γης αυτής και να μεταδώσετε αυτά ως κληρονομίαν αιώνιον εις τα παιδιά σας.

Β Εσδ. 9,13        καὶ μετὰ πᾶν τὸ ἐρχόμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν ποιήμασιν ἡμῶν τοῖς πονηροῖς καὶ ἐν πλημμελείᾳ ἡμῶν τῇ μεγάλῃ· ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐκούφισας ἡμῶν τὰς ἀνομίας, καὶ ἔδωκας ἡμῖν σωτηρίαν·

Β Εσδ. 9,13               Παρ' όλα όμα τα δεινά, τα οποία μας ευρήκαν εξ αιτίας των αμαρτωλών μας έργων και της μεγάλης μας αμαρτίας της ειδωλολατρείας, αναγνωρίζομεν και ομολογούμεν ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός ελεήμων, όπως ο Θεός μας. Διότι, Κυριε, συ μας συνεχώρησες τας ανομίας και μας έδωσες άνεσιν και σωτηρίαν.

Β Εσδ. 9,14        ὅτι ἐπεστρέψαμεν διασκεδάσαι ἐντολάς σου καὶ ἐπιγαμβρεῦσαι τοῖς λαοῖς τῶν γαιῶν· μὴ παροξυνθῇς ἐν ἡμῖν ἕως συντελείας, τοῦ μὴ εἶναι ἐγκατάλειμμα καὶ διασῳζόμενον.

Β Εσδ. 9,14               Ημείς εγυρίσαμεν από την αιχμαλωσίαν και κατεπατήσαμεν τας εντολάς σου, διότι ήλθομεν εις γάμου κοινωνίαν με τους ειδωλολατρικούς λαούς των περιοχών αυτών. Αλλά σε παρακαλούμεν μη οργισθής εναντίον μας, μη αποστείλης όλεθρον και αφανισμόν εναντίον μας, ώστε να μη απολειφθή και διασωθή κάποιο υπόλοιπον από το έθνος μας.

Β Εσδ. 9,15        Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, δίκαιος σύ, ὅτι κατελείφθημεν διασῳζόμενοι ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. ἰδοὺ ἡμεῖς ἐναντίον σου ἐν πλημελείαις ἡμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι στῆναι ἐνώπιόν σου ἐπὶ τούτῳ.

Β Εσδ. 9,15               Κυριε, ο Θεός του Ισραήλ, είσαι δίκαιος, διότι επέτρεψες και απεμείναμεν εν τη ζωή διασωθέντες ημείς, υπόλοιπον από το έθνος μας, όπως μαρτυρεί η ημέρα η σημερινή. Ιδού ημείς, οι βαρυνόμενοι με τας αμαρτίας μας, ευρισκόμεθα ενώπιόν σου και δεν έχομεν το θάρρος, και δεν μας είναι δυνατόν εξ αιτίας των αμαρτιών μας να σταθώμεν εμπρός εις σέ”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΤΩΝ ΓΑΜΩΝ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΣΩΝ ΕΙΧΑΝ ΑΛΛΟΕΘΝΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

                             Η διάλυση των μικτών γάμων

Β Εσδ. 10,1        Καὶ ὡς προσηύξατο Ἔσδρας καὶ ὡς ἐξηγόρευσε κλαίων καὶ προσευχόμενος ἐνώπιον οἴκου τοῦ Θεοῦ, συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Ἰσραὴλ ἐκκλησία πολλὴ σφόδρα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νεανίσκοι, ὅτι ἔκλαυσαν ὁ λαὸς καὶ ὕψωσε κλαίων.

Β Εσδ. 10,1                Κατά την ώραν, κατά την οποίαν προσηύχετο ο Εσδρας και μετά δακρύων εξηγόρευσε τας αμαρτίας του λαού, προσηύχετο δε αυτός ενώπιον του ναού του Θεού, συνεκεντρώθη γύρω από αυτόν πολύ πλήθος Ισραηλιτών, άνδρες, γυναίκες και νέοι. Ολοι δε αυτοί έκλαιον με μεγάλην φωνήν.

Β Εσδ. 10,2        καὶ ἀπεκρίθη Σεχενίας υἱὸς Ἰεὴλ ἀπὸ υἱῶν Ἠλάμ, καὶ εἶπε τῷ Ἔσδρᾳ· ἡμεῖς ἠσυνθετήσαμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν καὶ ἐκαθίσαμεν γυναῖκας ἀλλοτρίας ἀπὸ τῶν λαῶν τῆς γῆς· καὶ νῦν ἐστιν ὑπομονὴ τῷ Ἰσραὴλ ἐπὶ τούτῳ.

Β Εσδ. 10,2               Ο Σεχενίας, ο υιός του Ιεήλ από τους απογόνους του Ηλάμ, εοηκώθηκε και είπεν στον Εσδραν· “ημείς ημαρτήσαμεν ενώπιον του Θεού μας, διότι επήραμεν ως συζύγους και εγκατεστήσαμεν στους οίκους μας ξένας γυναίκας από τους ειδωλολατρικούς λαούς της χώρας αυτής. Αλλά τώρα υπάρχει κάποια ελπίς διορθώσεως των Ισραηλιτών δια την παρανομίαν των αυτήν.

Β Εσδ. 10,3        καὶ νῦν διαθώμεθα διαθήκην τῷ Θεῷ ἡμῶν ἐκβαλεῖν πάσας τὰς γυναῖκας καὶ τὰ γενόμενα ἐξ αὐτῶν, ὡς ἂν βούλη· ἀνάστηθι, καὶ φοβέρισον αὐτοὺς ἐν ἐντολαῖς Θεοῦ ἡμῶν, καὶ ὡς ὁ νόμος γενηθήτω.

Β Εσδ. 10,3               Ας κάμωμεν αυτήν την στιγμήν μίαν συμφωνίαν και ας δώσωμεν μίαν υπόσχεσιν προς τον Θεόν ημών, να εκδιώξωμεν όλας τας γυναίκας τας ειδωλολάτριδας και τα τέκνα που εγεννήθησαν από αυτάς, όπως και συ κρίνεις καλόν. Σηκω, λοιπόν, φοβέρισε τους παραβάτας με τας εντολάς του Θεού μας και ας γίνη, όπως ο νόμος του Θεού διατάσσει.

Β Εσδ. 10,4        ἀνάστα, ὅτι ἐπὶ σὲ τὸ ῥῆμα, καὶ ἡμεῖς μετὰ σοῦ· κραταιοῦ καὶ ποίησον.

Β Εσδ. 10,4               Σηκω, διότι το όλον ζήτημα ευρίσκεται πλέον εις τα χέρια σου. Ημείς δε είμεθα μαζή σου. Εχε θάρρος και εκτέλεσε το καθήκον σου”.

Β Εσδ. 10,5        καὶ ἀνέστη Ἔσδρας καὶ ὥρκισε τοὺς ἄρχοντας, τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευίτας καὶ πάντα Ἰσραὴλ τοῦ ποιῆσαι κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο· καὶ ὤμοσαν.

Β Εσδ. 10,5               Ο Εσδρας εσηκωθηκε, ώρκισε τους άρχοντας, τους ιερείς και τους Λευίτας και όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ότι θα εφαρμόσουν αυτά τα λόγια. Εκείνοι εδέχθησαν και ωρκίσθησαν δι' αυτό.

Β Εσδ. 10,6        καὶ ἀνέστη Ἔσδρας ἀπὸ προσώπου οἴκου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς γαζοφυλάκιον Ἰωανὰν υἱοῦ Ἐλισοὺβ καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖ· ἄρτον οὐκ ἔφαγεν καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιεν, ὅτι ἐπένθει ἐπὶ τῇ ἀσυνθεσίᾳ τῆς ἀποικίας.

Β Εσδ. 10,6               Επειτα από αυτά, εσηκώθη ο Εσδρας επρός από τον ναόν του Κυρίου και επήγεν στο δωμάτιον του Ιωανάν, υιού του Ελισούβ. Εισήλθεν εκεί αλλά ούτε άρτον έφαγε ούτε νερό έπιε, διότι ήτο πάρα πολύ λυπημένος δια την παράβασιν αυτήν των Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν.

Β Εσδ. 10,7        καὶ παρήνεγκαν φωνὴν ἐν Ἰούδᾳ καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ πᾶσι τοῖς υἱοῖς τῆς ἀποικίας τοῦ συναθροισθῆναι εἰς Ἱερουαλήμ,

Β Εσδ. 10,7               Οι άρχοντες εξέδωσαν προκήρυξιν προς όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν και ευρίσκοντο εις την χώραν της Ιουδαίας και εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, να συγκεντρωθούν εις την Ιερουσαλήμ. Και προσετίθετο εις την προκήρυξιν·

Β Εσδ. 10,8        πᾶς, ὃς ἂν μὴ ἔλθῃ εἰς τρεῖς ἡμέρας, ὡς ἡ βουλὴ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀναθεματισθήσεται πᾶσα ἡ ὕπαρξις αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς διασταλήσεται ἀπὸ ἐκκλησίας τῆς ἀποικίας.

Β Εσδ. 10,8               “Θα αναθεματισθή όλη η περιουσία εκείνου του Ισραηλίτου, ο οποίος δεν θα ήρχετο εντός τριών ημερών εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με την απόφασιν των Ιουδαίων αρχόντων και πρεσβυτέρων. Και αυτός ο ίδιος θα γίνη αποσυνάγωγος από την κοινότητα των Ιουδαίων, που είχαν επανέλθει εκ της αιχμαλωσίας”.

Β Εσδ. 10,9        Καὶ συνήχθησαν πάντες ἄνδρες Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας, οὗτος ὁ μὴν ὁ ἔνατος· ἐν εἰκάδι τοῦ μηνὸς ἐκάθισε πᾶς ὁ λαὸς ἐν πλατείᾳ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ θορύβου αὐτῶν περὶ τοῦ ῥήματος καὶ ἀπὸ τοῦ χειμῶνος.

Β Εσδ. 10,9               Πράγματι όλοι οι άνδρες από την φυλήν του Ιούδα και την φυλήν του Βενιαμίν ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ εντός τριών ημερών. Αυτό έγινε κατά τον ένατον μήνα. Την εικοστήν του μηνός αυτού όλος ο λαός εξ αιτίας του ζητήματος τούτου συνεκεντρώθη εις ευρύχωρον ανοικτόν χώρον ενώπιον του ναού του Θεού. Και έτρεμαν από τον φόβον των και από το ψύχος του χειμώνος.

Β Εσδ. 10,10      καὶ ἀνέστη Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἠσυνθετήκατε καὶ ἐκαθίσατε γυναῖκας ἀλλοτρίας τοῦ προσθεῖναι ἐπὶ πλημμέλειαν Ἰσραήλ·

Β Εσδ. 10,10             Ο Εσδρας ο ιερεύς εσηκώθη και είπε προς αυτούς· “σεις έχετε παραβή την εντολήν του Θεού και επήρατε και εγκατεστήσατε εις τα σπίτια σας γυναίκας ξένας και έτσι προσθέσατε νέαν αμαρτίαν επί του ισραηλιτικού λαού.

Β Εσδ. 10,11      καὶ νῦν δότε αἴνεσιν Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ ποιήσατε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ διαστάλητε ἀπὸ λαῶν τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἀλλοτρίων.

Β Εσδ. 10,11              Τωρα, λοιπόν, δοξάσατε με τα έργα σας Κυριον τον Θεόν των πατέρων μας, πράξατε το ευάρεστον ενώπιόν του και απομακρυνθήτε από τους λαούς της χώρας αυτής και εκδιώξατε τας ξένας γυναίκας”.

Β Εσδ. 10,12      καὶ ἀπεκρίθησαν πᾶσα ἡ ἐκκλησία καὶ εἶπαν· μέγα τοῦτο τὸ ῥῆμά σου ἐφ᾿ ἡμᾶς ποιῆσαι·

Β Εσδ. 10,12             Ολη η συγκέντρωσις των Ιουδαίων απεκρίθησαν και είπαν· “αυτό το πράγμα είναι δύσκολον να τεθή άμεσως εις εφαρμογήν,

Β Εσδ. 10,13      ἀλλὰ ὁ λαὸς πολύς, καὶ ὁ καιρὸς χειμερινός, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις στῆναι ἔξω· καὶ τὸ ἔργον οὐκ εἰς ἡμέραν μίαν καὶ οὐκ εἰς δύο, ὅτι ἐπληθύναμεν τοῦ ἀδικῆσαι ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ.

Β Εσδ. 10,13             διότι ο λαός είναι πολύς, ο δε καιρός είναι χειμωνιάτικος και δεν είναι δυνατόν να ιστάμεθα έξω στο ύπαιθρον. Το δε έργον αυτό της καθάρσεως δεν είναι έργον μιας ημέρας η δύο ημερών, διότι οι ένοχοι της πράξεως αυτής είναι πάρα πολλοί.

Β Εσδ. 10,14      στήτωσαν δὴ ἄρχοντες ἡμῶν πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ πάντες οἱ ἐν πόλεσιν ἡμῶν, ὃς ἐκάθισε γυναῖκας ἀλλοτρίας, ἐλθέτωσαν εἰς καιροὺς ἀπὸ συνταγῶν καὶ μετ᾿ αὐτῶν πρεσβύτεροι πόλεως καὶ πόλεως καὶ κριταὶ τοῦ ἀποστρέψαι ὀργὴν θυμοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξ ἡμῶν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.

Β Εσδ. 10,14             Εξυπηρετικόν της υποθέσεως αυτής είναι να μείνουν εις την συγκέντρωσιν αυτήν άρχοντές μας. Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι ήλθαν από τας άλλας ιουδαϊκάς πόλεις και έχουν λάβει ξένας γυναίκας, ας έρχωνται εις ωρισμένας ημέρας μαζή με τους περσβυτέρους των πόλεών των και τους δικαστάς αυτών, δια να απομακρύνουν τας ξένας γυναίκας και έτσι να αποστρέψουν την μεγάλην οργήν του Θεού μας αυτό ημάς δια το γεγονός τούτο”.

Β Εσδ. 10,15      πλὴν Ἰωνάθαν υἱὸς Ἀσαὴλ καὶ Ἰαζίας υἱὸς Θεκωὲ μετ᾿ ἐμοῦ περὶ τούτου, καὶ Μεσολλὰμ καὶ Σαββαθαΐ ὁ Λευίτης βοηθῶν αὐτοῖς.

Β Εσδ. 10,15             Εκτός όμως από τον Ιωνάθαν, υιόν του Ασαήλ, και τον Ιαζίαν υιόν του Θεκωέ, δεν υπήρχεν άλλος μαζή μου, δια να βοηθήση εις την υπόθεσιν αυτήν. Ο δε Μεσολλάμ και ο Σαββαθαί ο Λευίτης τους εβοηθούσαν.

Β Εσδ. 10,16      καὶ ἐποίησαν οὕτως υἱοὶ τῆς ἀποικίας. καὶ διεστάλησαν Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ ἄνδρες ἄρχοντες πατριῶν τῷ οἴκῳ καὶ πάντες ἐν ὀνόμασιν, ὅτι ἐπέστρεψαν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ δεκάτου ἐκζητῆσαι τὸ ῥῆμα.

Β Εσδ. 10,16             Ετσι έπραξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν. Επελέγησαν ο Εσδρας ο ιερεύς, και οι άρχοντες των οικογενειών κατά πατριάς, όλοι ονομαστοί, και συνεκεντρώθησαν κατά την πρώτην ημέραν του δεκάτου μηνός να εξετάσουν την υπόθεσιν αυτήν.

Β Εσδ. 10,17      καὶ ἐτέλεσαν ἐν πᾶσιν ἀνδράσιν, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας ἀλλοτρίας, ἕως ἡμέρας μιᾶς τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου.

Β Εσδ. 10,17             Ετελείωσαν δε το έργον των δι' όλους τους άνδρας, που είχαν λάβει ξένας γυναίκας μέχρι της πρώτης ημέρας του πρώτου μηνός.

 

                              Κατάλογος όσων είχαν αλλοεθνείς γυναίκες

Β Εσδ. 10,18      Καὶ εὑρέθησαν ἀπὸ υἱῶν τῶν ἱερέων, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας ἀλλοτρίας· ἀπὸ υἱῶν Ἰησοῦ υἱοῦ Ἰωσεδὲκ καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Μαασία καὶ Ἐλιέζερ καὶ Ἰαρὶβ καὶ Γαδαλία,

Β Εσδ. 10,18             Από τους υιούς των ιερέων, εκείνοι που είχαν λάβει γυναίκας ξένας ως συζύγους, ευρέθησαν ότι ήσαν· Από τους απογόνους του Ιησού, υιού του Ιωσεδέκ και των συντρόφων αυτού, ο Μαασία, ο Ελιέζερ, ο Ιαρίβ και ο Γαδαλία.

Β Εσδ. 10,19      καὶ ἔδωκαν χεῖρα αὐτῶν τοῦ ἐξενέγκαι γυναῖκας ἑαυτῶν καὶ πλημμελείας κριὸν ἐκ προβάτων περὶ πλημμελήσεως αὐτῶν·

Β Εσδ. 10,19             Αυτοί άπλωσαν το χέρι και έδωσαν υπόσχεσιν να απομακρύνουν τας ξένας γυναίκας των. Εις εξιλέωσίν των προσέφεραν ένα κριον ο καθένας από το ποίμνιόν του.

Β Εσδ. 10,20      καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἐμμήρ, Ἀνανὶ καὶ Ζαβδία·

Β Εσδ. 10,20            Από τους απογόνους του Εμμήρ, ο Ανανί και ο Ζαβδία.

Β Εσδ. 10,21      καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἠράμ, Μασαὴλ καὶ Ἐλία καὶ Σαμαΐα καὶ Ἰεὴλ καὶ Ὀζία·

Β Εσδ. 10,21             Από τους απογόνους του Ηράμ, ο Μασαήλ, ο Ελία, ο Σαμαΐα, ο Ιεήλ και ο Οζία.

Β Εσδ. 10,22      καὶ ἀπὸ υἱῶν Φασούρ, Ἐλιωναΐ, Μαασία καὶ Ἰσμαὴλ καὶ Ναθαναὴλ καὶ Ἰωζαβὰδ καὶ Ἠλασά·

Β Εσδ. 10,22            Από τους απογόνους του Φασούρ, ο 'Ελιωναϊ, ο Μαασία, ο Ισμαήλ, ο Ναθαναήλ, ο Ιωζαβάδ και ο Ηλασά.

Β Εσδ. 10,23      καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν, Ἰωζαβὰδ καὶ Σαμοὺ καὶ Κωλία (αὐτὸς Κωλίτας) καὶ Φεθεΐα καὶ Ἰόδομ καὶ Ἐλιέζερ·

Β Εσδ. 10,23             Από τους Λευίτας ήσαν, ο Ιωζαβάδ, ο Σαμού, ο Κωλία (αυτός είναι ο Κωλίτας), ο Φεθεΐα, ο Ιόδομ και ο Ελιέζερ.

Β Εσδ. 10,24      καὶ ἀπὸ τῶν ᾀδόντων, Ἐλισάβ· καὶ ἀπὸ τῶν πυλωρῶν, Σολμὴν καὶ Τελμὴν καὶ Ὠδούθ·

Β Εσδ. 10,24            Από τους ψάλτας ήσαν, ο Ελισάβ. Από τους θυρωρούς ήσαν ο Σολμήν, ο Τελμήν και ο Ωδούθ.

Β Εσδ. 10,25      καὶ ἀπὸ Ἰσραήλ· ἀπὸ υἱῶν Φόρος, Ῥαμία καὶ Ἀζία καὶ Μελχία καὶ Μεαμὶν καὶ Ἐλεάζαρ καὶ Ἀσαβία καὶ Βαναία·

Β Εσδ. 10,25             Από τους άλλους Ισραηλίτας, από τους απογόνους του Φορος, ήσαν ο Ραμία, ο Αζία, ο Μελχία, ο Μεαμίν, ο Ελεάζαρ, ο Ασαβία και ο Βαναία.

Β Εσδ. 10 ,26     καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἠλάμ, Ματθανία καὶ Ζαχαρία καὶ Ἰαϊὴλ καὶ Ἀβδία και Ἰαριμὼθ καὶ Ἠλία·

Β Εσδ. 10,26            Από τους απογόνους του Ηλάμ ήσαν ο Ματθανία, ο Ζαχαρία, ο Ιαϊήλ, ο Αβδία, ο Ιαριμώθ και ο Ηλία.

Β Εσδ. 10,27      καὶ ἀπὸ υἱῶν Ζαθονά, Ἐλιωναΐ, Ἐλισούβ, Ματθαναΐ καὶ Ἀρμὼθ καὶ Ζαβὰδ καὶ Ὀζιζά·

Β Εσδ. 10,27             Από τους απογόνους του Ζαθονά, ο Ελιωναΐ, ο Ελισούβ, ο Ματθαναΐ, ο Αρμώθ, ο Ζαβάδ και ο Οζιζά.

Β Εσδ. 10,28      καὶ ἀπὸ υἱῶν Βαβεΐ, Ἰωανάν, Ἀνανία, καὶ Ζαβοὺ καὶ Θαλί·

Β Εσδ. 10,28            Από τους απογόνους του Βαβεί ήσαν ο Ιωανάν, ο Ανανία, ο Ζαβού και ο Θαλί.

Β Εσδ. 10,29      καὶ ἀπὸ υἱῶν Βανουΐ, Μοσολλάμ, Μαλούχ, Ἀδαΐας, Ἰασοὺβ καὶ Σαλουΐα καὶ Ῥημώθ·

Β Εσδ. 10,29            Από τους απογόνους του Βανουί ήσαν ο Μοσολλάμ, ο Μολούχ, ο Αδαΐας, ο Ιασούβ, ο Σαλουΐα και ο Ρημώθ.

Β Εσδ. 10,30      καὶ ἀπὸ υἱῶν Φαὰθ Μωάβ, Ἐδνὲ καὶ Χαλὴλ καὶ Βαναία Μαασία Ματθανία Βεσελεὴλ καὶ Βανουΐ καὶ Μανασσῆ·

Β Εσδ. 10,30             Από τους απογόνους του Φαάθ Μωάβ ήσαν ο Εδνέ, ο Χαλήλ, ο Βαναία, ο Μαασία, ο Ματθανία, ο Βεσελεήλ, ο Βανουί και ο Μανασσής.

Β Εσδ. 10,31      καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἠράμ, Ἐλιέζερ, Ἰεσία, Μελχία, Σαμαΐας, Συμεών,

Β Εσδ. 10,31             Από τους απογόνους του Ηράμ ήσαν ο Ελιέζερ, ο Ιεσία, ο Μελχία, ο Σαμαΐας, ο Συμεών,

Β Εσδ. 10,32      Βενιαμίν, Βαλούχ, Σαμαρία·

Β Εσδ. 10,32             ο Βενιαμίν, ο Βαλούχ, ο Σαμαρία.

Β Εσδ. 10,33      καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἀσήμ, Μετθανία, Ματθαθά, Ζαδάβ, Ἐλιφαλέτ, Ἱεραμί, Μανασσῆ, Σεμεΐ·

Β Εσδ. 10,33             Από τους απογόνους του Ασήμ ήσαν Μετθανία, ο Ματθαθά, ο Ζαδάβ, ο Ελιφαλέτ, ο Ιεραμί, ο Μανασσή, ο Σεμεΐ

Β Εσδ. 10,34      καὶ ἀπὸ υἱῶν Βανί, Μοοδία, Ἀμράμ, Οὐήλ,

Β Εσδ. 10,34             Από τους απογόνους του Βανί ήσαν ο Μοοδία, ο Αμαράμ, ο Ουήλ,

Β Εσδ. 10,35      Βαναία, Βαδαία, Χελκία,

Β Εσδ. 10,35             ο Βαναία, ο Βαδαία, ο Χελκία,

Β Εσδ. 10,36      Οὐουανία, Μαριμώθ, Ἐλιασίφ,

Β Εσδ. 10,36             ο Ουοανία, ο Μαριμώθ, ο Ελιασίφ,

Β Εσδ. 10,37      Ματθανία, Ματθαναΐ καὶ ἐποίησαν

Β Εσδ. 10,37             ο Ματθανία και ο Ματθαναΐ.

Β Εσδ. 10,38      οἱ υἱοὶ Βανουὶ καὶ οἱ υἱοὶ Σεμεΐ

Β Εσδ. 10,38             Το ίδιον έπραξαν οι υιοί του Βανουΐ και οι υιοί τι Σεμεΐ.

Β Εσδ. 10,39      καὶ Σελεμία καὶ Νάθαν καὶ Ἀδαΐα,

Β Εσδ. 10,39             Και ο Σελεμία, ο Ναθαν, Αδαΐα,

Β Εσδ. 10,40      Μαχαδναβού, Σεσεΐ, Σαριού,

Β Εσδ. 10,40            ο Μαχαδναβού, ο Σεσεΐ, Σαριού,

Β Εσδ. 10,41      Ἐζριὴλ καὶ Σελεμία καὶ Σαμαρία

Β Εσδ. 10,41             ο Εζριήλ, ο Σελεμία, ο Σαμαρία,

Β Εσδ. 10,42      καὶ Σελλούμ, Ἀμαρεία, Ἰωσήφ·

Β Εσδ. 10,42            ο Σελλούμ, ο Αμαρεία, ο Ιωσήφ.

Β Εσδ. 10,43      ἀπὸ υἱῶν Ναβού, Ἰαήλ, Ματθανίας, Ζαβάδ, Ζεββενάς, Ἰαδαὶ καὶ Ἰωὴλ καὶ Βαναία.

Β Εσδ. 10,43             Από τους απογόνους του Ναβού ήσαν ο Ιαήλ, ο Ματθανίας, ο Ζαβάδ ο Ζεββενάς, ο Ιαδαί, ο Ιωήλ και ο Βαναία.

Β Εσδ. 10,44      πάντες οὗτοι ἐλάβοσαν γυναῖκας ἀλλοτρίας καὶ ἐγέννησαν ἐξ αὐτῶν υἱούς.

Β Εσδ. 10,44            Ολοι αυτοί είχαν λάβει γυναίκας ξένας αλλοεθνείς, με τας οποίας εγέννησαν και απέκτησαν υιούς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10