ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΕΣΔΡΑΣ Α'- ΚΕΦ. 1-4

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΛΑΜΠΡΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΕΠΙ ΙΩΣΙΑ  

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΣΙΑ - ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                              Λαμπρός εορτασμός του Πάσχα επί Ιωσία

Α Εσδ. 1,1          Καὶ ἤγαγεν Ἰωσίας τὸ πάσχα ἐν Ἱερουσαλὴμ τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ καὶ ἔθυσε τὸ πάσχα τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου

Α Εσδ. 1,1                  Μετά τον καθαρισμόν του ναού από τον μολυσμόν της ειδωλολατρείας και την επισκευήν του και μετά την εύρεσιν του βιβλίου του νόμου, ο Ιωσίας εώρτασε το Πασχα του Κυρίου του εις την Ιερουσαλήμ και εθυσίασε τον πασχάλιον αμνόν την δεκάτην τετάρτην ημέραν του πρώτου ιουδαϊκού μηνός.

Α Εσδ. 1,2          στήσας τοὺς ἱερεῖς κατ᾿ ἐφημερίας ἐστολισμένους ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Κυρίου.

Α Εσδ. 1,2                 Εγκατέστησε τους ιερείς σύμφωνα με τας τάξεις αυτών, στολισμένους με τα ιερατικά των άμφια στον ναόν του Κυρίου.

Α Εσδ. 1,3          καὶ εἶπε τοῖς Λευίταις, ἱεροδούλοις τοῦ Ἰσραήλ, ἁγιάσαι ἑαυτοὺς τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ θέσει τῆς ἁγίας κιβωτοῦ τοῦ Κυρίου ἐν τῷ οἴκῳ, ᾧ ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν ὁ τοῦ Δαυὶδ ὁ βασιλεύς·

Α Εσδ. 1,3                  Διέταξε τους Λευίτας, οι οποίοι είχαν ταχθή εις την υπηρεσίαν του ναού υπέρ του Ισραηλιτικού λαού, να εξαγνισθούν σύμφωνα με τον νόμον του Κυρίου και να προσφέρουν τας θυσίας εκεί, όπου υπάρχει η Κιβωτός του Κυρίου, δηλαδή στον ναόν, τον οποίον είχεν ανοικοδομήσει ο Σολομών ο βασιλεύς, ο υιός του Δαυίδ.

Α Εσδ. 1,4          οὐκ ἔσται ὑμῖν ἆραι ἐπ᾿ ὤμων αὐτήν· καὶ νῦν λατρεύετε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν καὶ θεραπεύετε τὸ ἔθνος αὐτοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἑτοιμάσατε κατὰ τὰς πατριὰς καὶ τὰς φυλὰς ὑμῶν κατὰ τὴν γραφὴν Δαυὶδ βασιλέως Ἰσραὴλ καὶ κατὰ τὴν μεγαλειότητα Σαλωμὼν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.

Α Εσδ. 1,4                 Είπε δε προς αυτούς· “δεν θα έχετε πλέον την υποχρέωσιν να φέρετε επί των ώμων σας αυτήν την Κιβωτόν. Και τώρα προσφέρατε τα της λατρείας εις Κυριον τον Θεόν σας, εξυπηρετήσατε τον ισραηλιτικόν λαόν του και ετοιμάσατε την θυσίαν των πασχαλινών αμνών κατά τας φυλάς και τας οικογενείας σας σύμφωνα με την εντολήν του Δαυίδ, βασιλέως του Ισραήλ, και σύμφωνα με την καθορισθείσαν μεγαλοπρέπειαν υπό του υιού αυτού, του Σολομώντος.

Α Εσδ. 1,5          καὶ στάντες ἐν τῷ ἁγίῳ κατὰ τὴν μεριδαρχίαν τὴν πατρικὴν ὑμῶν τῶν Λευιτῶν, τῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν υἱῶν Ἰσραήλ,

Α Εσδ. 1,5                  Σταθήτε, λοιπόν, στον ναόν του Κυρίου εις την θέσιν σας σύμφωνα με την διαίρεσιν των πατριαρχικών σας οικογενειών, σεις οι Λευίται, οι οποίοι έχετε εκλεγή από τον Θεόν να ίστασθε κατά την διάρκειαν της λατρείας εμπρός από τους άλλους αδελφούς σας τους Ισραηλίτας.

Α Εσδ. 1,6          ἐν τάξει θύσατε τὸ πάσχα καὶ τὰς θυσίας ἑτοιμάσατε τοῖς ἀδελφοῖς ὑμῶν καὶ ποιήσατε τὸ πάσχα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου τὸ δοθὲν τῷ Μωυσῇ.

Α Εσδ. 1,6                 Προσφέρατε κατά την καθωρισμένην τάξιν τον πασχαλινόν αμνόν και ετοιμάσατε τα μερίδια των θυσιών δια τους αδελφούς σας και γενικώς εορτάσατε την εορτήν του Πασχα σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, η οποία εδόθη στον Μωϋσέα”.

Α Εσδ. 1,7          καὶ ἐδωρήσατο Ἰωσίας τῷ λαῷ τῷ εὑρεθέντι ἀρνῶν καὶ ἐρίφων τριάκοντα χιλιάδας, μόσχους τρισχιλίους· ταῦτα ἐκ τῶν βασιλικῶν ἐδόθη κατ᾿ ἐπαγγελίαν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ Λευίταις.

Α Εσδ. 1,7                  Κατόπιν ο Ιωσίας προσέφερε δια τον παρευρεθέντα κατά την εορτήν του Πασχα εκεί λαόν τριάκοντα χιλιάδας αμνούς και ερίφια και τρεις χιλιάδας μόσχους. Αυτά εδόθησαν κατά διαταγήν του βασιλέως από την βασιλικήν περιουσίαν στον λαόν, τους ιερείς και τους Λευίτας.

Α Εσδ. 1,8          καὶ ἔδωκε Χελκίας καὶ Ζαχαρίας καὶ Ἡσκῆλος οἱ ἐπιστάται τοῦ ἱεροῦ τοῖς ἱερεῦσιν εἰς πάσχα πρόβατα δισχίλια ἑξακόσια, μόσχους τριακοσίους.

Α Εσδ. 1,8                 Επίσης οι προϊστάμενοι του ναού ο Χελκίας, ο Ζαχαρίας και ο Ησκήλος έδωκαν στους ιερείς δια το Πασχα δύο χιλιάδας εξακόσια πρόβατα και τριακοσίους μόσχους.

Α Εσδ. 1,9          καὶ Ἰεχονίας καὶ Σαμαίας καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀδελφὸς καὶ Ἀσαβίας καὶ Ὀχιῆλος καὶ Ἰωρὰμ χιλίαρχοι ἔδωκαν τοῖς Λευίταις εἰς πάσχα πρόβατα πεντακιχίλια, μόσχους ἑπτακοσίους.

Α Εσδ. 1,9                 Ο Ιεχονίας, ο Σαμαίας, ο Ναθαναήλ ο αδελφός, ο Ασαβίας, ο Οχιήλος και ο Ιωράμ, οι χιλίαρχοι αρχηγοί έδωκαν στους Λευίτας δια το Πασχα πέντε χιλιάδες πρόβατα και επτακοσίους μόσχους.

Α Εσδ. 1,10        καὶ ταῦτα τὰ γενόμενα· εὐπρεπῶς ἔστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἔχοντες τὰ ἄζυμα κατὰ τὰς φυλὰς καὶ κατὰ τὰς μεριδαρχίας τῶν πατέρων ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ προσενεγκεῖν τῷ Κυρίῳ κατὰ τὰ γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ Μωυσῆ, καὶ οὕτω τὸ πρωϊνόν.

Α Εσδ. 1,10                Ως εξής δε εωρτάσθη το Πασχα· Οι ιερείς και οι Λευίται, οι έχοντες τα άζυμα, εστάθησαν ευπρεπώς με την στολήν των κατά τας φυλάς και τας ομάδας των προγόνων των έμπροσθεν του λαού, δια να προσφέρουν την θυσίαν σύμφωνα με όσα είναι γραμμένα στο βιβλίον του Μωϋσέως. Ετσι έκαμαν και κατά την πρωϊνήν θυσίαν.

Α Εσδ. 1,11        καὶ ὤπτησαν τὸ πάσχα πυρὶ ὡς καθήκει, καὶ τὰς θυσίας ἥψησαν ἐν τοῖς χαλκείοις καὶ λέβησι μετ᾿ εὐωδίας καὶ ἀπήνεγκαν πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ λαοῦ.

Α Εσδ. 1,11                Εψησαν τον πασχαλινόν αμνόν στο πυρ, όπως ο νόμος καθώριζε, τα δε κομμάτια των προσφερομένων θυσιών υπό τας ευωδίας των θυμιαμάτων τα έβρασαν μέσα εις λέβητας και χαλκίνας χύτρας και έπειτα τα προσέφεραν εις όλον τον λαόν.

Α Εσδ. 1,12        μετὰ δὲ ταῦτα ἡτοίμασαν ἑαυτοῖς τε καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἀδελφοῖς αὐτῶν υἱοῖς Ἀαρών·

Α Εσδ. 1,12                Κατόπιν από τας προσφερθείσας θυσίας ητοίμασαν το πασχαλινόν γεύμα δια τους εαυτούς των και δια τους ιερείς, τους αδελφούς των, οι οποίοι κατήγοντο από την οικογένειαν του Ααρών.

Α Εσδ. 1,13        οἱ γὰρ ἱερεῖς ἀνέφερον τὰ στέατα ἕως ἀωρίας, καὶ οἱ Λευῖται ἡτοίμασαν ἑαυτοῖς καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἀδελφοῖς αὐτῶν υἱοῖς Ἀαρών.

Α Εσδ. 1,13                Ητοίμασαν δε οι Λευίται το πασχαλινόν γεύμα των δια τον εαυτόν των και δια τους ιερείς αδελφούς των, απογόνους της οικογενείας Ααρών, επειδή οι ιερείς ήσαν απησχολημένοι και προσέφερον εις θυσίαν τα λιπαρά μέρη των θυσιών μέχρι νυκτός.

Α Εσδ. 1,14        καὶ οἱ ἱεροψάλται υἱοὶ Ἀσὰφ ἦσαν ἐπὶ τῆς τάξεως αὐτῶν, κατὰ τὰ ὑπὸ Δαυὶδ τεταγμένα καὶ Ἀσὰφ καὶ Ζαχαρίας καὶ Ἐδδινοῦς ὁ παρά τοῦ βασιλέως,

Α Εσδ. 1,14                Και οι ιεροψάλται, οι απόγονοι του Ασάφ, ήσαν εις τας καθωρισμένας θέσεις των, όπως ο Δαυίδ είχε διατάξει, και ο Ασάφ και ο Ζαχαρίας και ο απεσταλμένος του βασιλέως Εδδινούς.

Α Εσδ. 1,15        καὶ οἱ θυρωροὶ ἐφ᾿ ἑκάστου πυλῶνος· οὐκ ἔστι παραβῆναι ἕκαστον τὴν ἑαυτοῦ ἐφημερίαν, οἱ γὰρ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ Λευῖται ἡτοίμασαν αὐτοῖς.

Α Εσδ. 1,15                Οι θυρωροί επίσης εστέκοντο εις κάθε πύλην. Κανείς από αυτούς δεν έλειψεν από την θέσιν του, διότι οι αδελφοί των, οι Λευίται, είχον ετοιμάσει και δι' αυτούς το πασχαλινόν γεύμα.

Α Εσδ. 1,16        καὶ συνετελέσθη τὰ τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ἀχθῆναι τὸ πάσχα καὶ προσαχθῆναι τὰς θυσίας ἐπὶ τὸ τοῦ Κυρίου θυσιαστήριον κατὰ τὴν ἐπιταγὴν τοῦ βασιλέως Ἰωσίου.

Α Εσδ. 1,16                Ετσι δε κατά την ημέραν εκείνην ετελείωσαν κανονικώς και πλήρως αι υπηρεσίαι δια την θυσίαν προς τον Κυριον. Εωρτάσθη το Πασχα και αι θυσίαι στον ναόν του Κυρίου προσεφέρθησαν κανονικώς σύμφωνα με την διαταγήν του βασιλέως Ιωσίου.

Α Εσδ. 1,17        καὶ ἠγάγοσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οἱ εὑρεθέντες ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ τὸ πάσχα καὶ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἡμέρας ἑπτά.

Α Εσδ. 1,17                Οι Ισραηλίται, οι οποίοι σαν τότε παρόντες εις την Ιερουσαλήμ, εώρτασαν το Πασχα και την εορτήν των αζύμων επί επτά ημέρας.

Α Εσδ. 1,18        καὶ οὐκ ἤχθη τὸ πάσχα τοιοῦτον ἐν τῷ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν χρόνων Σαμουὴλ τοῦ προφήτου,

Α Εσδ. 1,18                Τέτοιο Πασχα, από της εποχής του προφήτου Σαμουήλ και εντεύθεν, δεν είχεν εορτασθή στον ισραηλιτικόν λαόν.

Α Εσδ. 1,19        καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραὴλ οὐκ ἠγάγοσαν πάσχα τοιοῦτον, οἷον ἤγαγεν Ἰωσίας καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ὁ εὑρεθεὶς ἐν τῇ κατοικήσει αὐτῶν ἐν Ἱερουσαλήμ·

Α Εσδ. 1,19                Ολοι οι βασιλείς του ισραηλιτικού λαού δεν εώρτασαν παρόμοιον Πασχα, ωσάν αυτό που εώρτασεν ο Ιωσίας, οι ιερείς, οι Λευίτα οι Ιουδαίοι και όλοι οι Ισραηλίται, οποίοι ήσαν παρόντες στον τόπον τι κατοικίας των, την Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 1,20        ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει βασιλεύοντος Ἰωσίου ἤχθη τὸ πάσχα τοῦτο.

Α Εσδ. 1,20               Αυτό δε το Πασχα εωρτάσθη κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιωσίου.

 

                                  Το τέλος της βασιλείας του Ιωσία

Α Εσδ. 1,21        καὶ ὠρθώθη τὰ ἔργα Ἰωσίου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ πλήρει εὐσεβείας.

Α Εσδ. 1,21                Ετσι δε ευωδώθη ο Ιωσίας εις τα έργα του ενώπιον του Κυρίου δια την μεγάλην αυτού ευσέβειαν, που εγέμιζε καρδίαν του.

Α Εσδ. 1,22        καὶ τὰ κατ᾿ αὐτὸν δέ ἀναγέγραπται ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, περὶ τῶν ἡμαρτηκότων καὶ ἠσεβηκότων εἰς τὸν Κύριον παρὰ πᾶν ἔθνος καὶ βασιλείαν, καὶ ἃ ἐλύπησαν αὐτὸν ἐν αἰσθήσει, καὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου ἀνέστησαν ἐπὶ Ἰσραήλ.

Α Εσδ. 1,22               Τα κατ' αυτόν είναι γραμμένα εις προγενεστέρους χρόνους, το πως δηλαδή ημάρτησαν οι Ισραηλίται ενώπιον του Κυρίου και παρεσύρθησαν ει την ασέβειαν περισσότερον από άλλον λαόν και βασίλειον, και πως ελύπησαν τον Κυριον παραβαίνοντες με πλήρη συνείδισιν τον θείον νόμον. Αλλά και πως λόγοι του Κυρίου, οι σχετικοί με τον Ισραηλιτικόν λαόν, επραγματοποιήθησαν.

Α Εσδ. 1,23        Καὶ μετὰ πᾶσαν τὴν πρᾶξιν ταύτην Ἰωσίου συνέβη Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου ἐλθόντα πόλεμον ἐγεῖραι ἐν Χαρκαμὺς ἐπὶ τοῦ Εὐφράτου, καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ Ἰωσίας.

Α Εσδ. 1,23               Επειτα από όλα αυτά τα γεγονότα ο Φαραώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσε, δια να πολεμήση την πόλιν Χαρκαμύς επί του Ευφράτου ποταμού. Ο Ιωσίας εξήλθε, δια να πολεμήση έναντι του.

Α Εσδ. 1,24        καὶ διεπέμψατο πρὸς αὐτὸν βασιλεὺς Αἰγύπτου λέγων· τί ἐμοὶ καὶ σοί ἐστι, βασιλεῦ τῆς Ἰουδαίας;

Α Εσδ. 1,24               Ο βασιλεύς όμως της Αιγύπτου έστειλε πρέσβεις προς τον Ιωσίαν και του είπε· “Τι διαφορά υπάρχει μεταξύ εμού και σου, βασιλεύ της Ιουδαίας;

Α Εσδ. 1,25        οὐχὶ πρός σε ἐξαπέσταλμαι ὑπὸ Κυρίου τοῦ Θεοῦ· ἐπὶ γὰρ τοῦ Εὐφράτου ὁ πόλεμός μου ἐστί. καὶ νῦν Κύριος μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ Κύριος μετ᾿ ἐμοῦ ἐπισπεύδων ἐστίν· ἀπόστηθι καὶ μὴ ἐναντιοῦ τῷ Κυρίῳ.

Α Εσδ. 1,25               Εγώ δεν έχω αποσταλή από τον Κυριον και Θεόν εναντίον σου, αλλά ο πόλεμός μου γίνεται εναντίον των χωρών του Εφράτου. Ο Κυριος, λοιπόν, είναι μαζή μου. Ο Κυριος με ωθεί να σπεύσω στον πόλεμον αυτόν. Απομακρύνσου λοιπόν και μη εναντιώνεσαι στον Κυριον”.

Α Εσδ. 1,26        καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ἑαυτὸν Ἰωσίας ἐπὶ τὸ ἅρμα αὐτοῦ, ἀλλὰ πολεμεῖν αὐτὸν ἐπεχείρει, οὐ προσέχων ῥήμασιν Ἱερεμίου προφήτου ἐκ στόματος Κυρίου·

Α Εσδ. 1,26               Ιωσίας όμως δεν επέστρεψε με το άρμα του εις την Ιερουσαλήμ, αλλά ήρχισε να πολεμή εναντίον του Φαραώ της Αιγύπτου και δεν έδωσε σημασίαν εις τα λόγια του προφήτου Ιερεμίου, τα οποία εξήλθον από το στόμα του Κυρίου.

Α Εσδ. 1,27        ἀλλὰ συνεστήσατο πρὸς αὐτὸν πόλεμον ἐν τῷ πεδίῳ Μαγεδδώ, καὶ κατέβησαν οἱ ἄρχοντες πρὸς τὸν βασιλέα Ἰωσίαν.

Α Εσδ. 1,27               Ο Ιωσίας αντιθέτως έκαμε πόλεμον εναντίον του Φαραώ εις την πεδιάδα Μαγεδδώ. Οι αρχηγοί του στρατεύματος του Φαραώ επετέθησαν εναντίον του βασιλέως Ιωσία τον οποίον και επλήγωσαν βαρέως.

Α Εσδ. 1,28        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς παισὶν ἑαυτοῦ· ἀποστήσατέ με ἀπὸ τῆς μάχης, ἠσθένησα γὰρ λίαν. καὶ εὐθέως ἀπέστησαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀπὸ τῆς παρατάξεως,

Α Εσδ. 1,28               Ο βασιλεύς Ιωσίας διέταξε τους δούλους του και τους είπε· “«απομακρύνατέ με από το πεδίον της μάχης, διότι επληγώθηκα πολύ βαρειά”. Αμέσως δε οι δούλοι του τον απεμάκρυναν από το πεδίον της μάχης.

Α Εσδ. 1,29        καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ· καὶ ἀποκατασταθεὶς εἰς Ἱερουσαλήμ, μετήλλαξε τὸν βίον αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν τῷ πατρικῷ τάφῳ.

Α Εσδ. 1,29               Ανέβη στο δεύτερον αυτού άρμα και ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και απέθανε. Ενεταφιάσθη στους τάφους των πατέρων του.

Α Εσδ. 1,30        καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ ἐπένθησαν τὸν Ἰωσίαν, καὶ ἐθρήνησεν Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὑπὲρ Ἰωσίου, καὶ οἱ προκαθήμενοι σὺν γυναιξὶν ἐθρηνοῦσαν αὐτὸν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· καὶ ἐξεδόθη τοῦτο γίνεσθαι ἀεὶ εἰς ἅπαν τὸ γένος Ἰσραήλ.

Α Εσδ. 1,30               Εις ολόκληρον την Ιουδαίαν επένθησαν τον Ιωσίαν. Ο προφήτης Ιερεμίας συνέθεσε θρηνώδη ωδήν δια τον Ιωσίαν. Οι δε θρηνωδοί μαζή με τας θρηνωδούσας γυναίκας έψαλλον τους θρήνους αυτούς έως αυτήν την ημέραν. Εξεδόθη δε και σχετικόν διάταγμα να γίνεται πάντοτε εις όλον το ισραηλιτικόν γένος αυτή η θρηνωδία.

Α Εσδ. 1,31        ταῦτα δὲ ἀναγέγραπται ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ἱστορουμένων περὶ τῶν βασιλέων τῆς Ἰουδαίας· καὶ τὸ καθ᾿ ἓν πραχθὲν τῆς πράξεως Ἰωσίου καὶ τῆς δόξης αὐτοῦ καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, τά τε προπραχθέντα ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ τὰ νῦν, ἱστόρηται ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα.

Α Εσδ. 1,31                Αυταί δε αι θρηνώδεις ωδαί είναι γραμμέναι στο βιβλίον της ιστορίας των βασιλέων του Ιούδα. Καθε μία από τας ενεργείας του Ιωσία και τας πράξεις αυτού, όπως και η δόξα του και η σύνεσίς του στον νόμον του Κυρίου, όλα όσα έχουν γίνει κατά τα προηγούμενα έτη και όσα έγιναν τελευταία, αναγράφονται στο βιβλίον των βασιλέων του Ισραήλ και του Ιούδα.

 

                               Οι διάδοχοι του Ιωσία και η καταστροφή της Ιερουσαλήμ

Α Εσδ. 1,32        Καὶ ἀναλαβόντες οἱ ἐκ τοῦ ἔθνους τὸν Ἰεχονίαν υἱὸν Ἰωσίου ἀνέδειξαν βασιλέα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ὄντα ἐτῶν εἴκοσι τριῶν.

Α Εσδ. 1,32               Επειτα από τα γεγονότα αυτά ο λαός της Ιουδαίας επήραν και ανέδειξαν βασιλέα τον υιόν του Ιωσίου, τον Ιεχονίαν, ο οποίος ήτο ηλικίας είκοσι τριών ετών, αντί του πατρός του, του Ιωσίου.

Α Εσδ. 1,33        καὶ ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραὴλ καὶ Ἱερουσαλὴμ μῆνας τρεῖς. καὶ ἀπέστησεν αὐτὸν βασιλεὺς Αἰγύπτου τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐν Ἱερουσαλὴμ

Α Εσδ. 1,33               Αυτός έμεινε βασιλεύς στον Ισραηλιτικόν λαόν με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ επί τρεις μόνον μήνας. Διότι ο βασιλεύς της Αιγύπτου τον απεμάκρυνεν από την βασιλείαν του, ώστε να μη είναι πλέον αυτός βασιλεύς.

Α Εσδ. 1,34        καὶ ἐζημίωσε τὸ ἔθνος ἀργυρίου ταλάντοις ἑκατὸν καὶ χρυσίου ταλάντῳ ἑνί.

Α Εσδ. 1,34               Επέβαλε δε στο ιουδαϊκόν έθνος και αποζημίωσιν ιδικήν του, εκατόν αργυρά τάλαντα και ένα τάλαντον χρυσίου.

Α Εσδ. 1,35        καὶ ἀνέδειξε βασιλεὺς Αἰγύπτου βασιλέα Ἰωακὶμ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 1,35               Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ανέδειξε τότε βασιλέα της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ τον αδελφόν του Ιεχονίου, τον Ιωακίμ.

Α Εσδ. 1,36        καὶ ἔδησεν Ἰωακὶμ τοὺς μεγιστᾶνας, Ζαράκην δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ συλλαβὼν ἀνήγαγεν ἐξ Αἰγύπτου.

Α Εσδ. 1,36               Ο Ιωακίμ έθεσεν εις δεσμά τους άρχοντας. Τον αδελφόν του όμως τον Ζαράκην τον επήρε μαζή του και τον έφερεν από την Αίγυπτον.

Α Εσδ. 1,37        Ἐτῶν δὲ ἦν εἰκοσιπέντε Ἰωακίμ, ὅτε ἐβασίλευσε τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου.

Α Εσδ. 1,37               Ο Ιωακίμ ήτο είκοσι πέντε ετών, όταν ανεκηρύχθη βασιλεύς της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ, αλλά έπραξε το μέγα αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου.

Α Εσδ. 1,38        μετ᾿ αὐτὸν δὲ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ δήσας αὐτὸν ἐν χαλκείῳ δεσμῷ καὶ ἀπήγαγεν εἰς Βαβυλῶνα.

Α Εσδ. 1,38               Εναντίον αυτού επήλθεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ και, αφού τον έδεσε με δεσμά χάλκινα, τον μετέφερεν αιχμάλωτον εις την Βαβυλώνα.

Α Εσδ. 1,39        καὶ ἀπὸ τῶν ἱερῶν σκευῶν τοῦ Κυρίου λαβὼν Ναβουχοδονόσορ καὶ ἀπενέγκας ἀπηρείσατο ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι.

Α Εσδ. 1,39               Ο Ναβουχοδονόσορ επήρε και άλλα ιερά σκεύη από τον ναόν του Κυρίου, τα έφερε μαζή του εις την Βαβυλώνα και τα ετοποθέτησεν στον ιδικόν του ναόν

Α Εσδ. 1,40        τὰ δὲ ἱστορηθέντα περὶ αὐτοῦ καὶ τῆς ἀκαθαρσίας αὐτοῦ καὶ δυσσεβείας ἀναγέγραπται ἐν τῇ βίβλῳ τῶν χρόνων τῶν βασιλέων.

Α Εσδ. 1,40               Τα όσα αμαρτήματα διεπράχθησαν από τον βασιλέα Ιωακίμ, αι βδελυραί και ασεβείς πράξστου, είναι γραμμένα στο βιβλίον των χρονικών των βασιλέων του Ιούδα.

Α Εσδ. 1,41        Καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Ἰωακὶμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ· ὅτε γὰρ ἀνεδείχθη, ἦν ἐτῶν ὀκτώ.

Α Εσδ. 1,41                Αντί αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Ιωακίμ. Αυτός έγινε βασιλεύς, όταν ήτο οκτώ ετών.

Α Εσδ. 1,42        βασιλεύει δὲ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας δέκα ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἔναντι Κυρίου.

Α Εσδ. 1,42               Εβασίλευσεν επί τρεις μόνον μήνας και δέκα ημέρας εις την Ιερουσαλήμ. Επραξε και αυτός το μέγα αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου.

Α Εσδ. 1,43        Καὶ μετ᾿ ἐνιαυτὸν ἀποστείλας Ναβουχοδονόσορ μετήγαγεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα ἅμα τοῖς ἱεροῖς σκεύεσι τοῦ Κυρίου

Α Εσδ. 1,43               Μετά ένα έτος ο Ναβουχοδονόσορ έστειλεν ανθρώπους του και μετέφεραν αυτόν εις την Βαβυλώνα μαζή με τα υπόλοιπα ιερά σκεύη του ναού.

Α Εσδ. 1,44        καὶ ἀνέδειξε Σεδεκίαν βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ ὄντα ἐτῶν εἴκοσιν ἑνός, βασιλεύει δὲ ἔτη ἕνδεκα,

Α Εσδ. 1,44               Ανέδειξε δε βασιλέα της Ιερουσαλήμ, τον Σεδεκίαν, ο οποίος ήτο τότε ηλικίας είκοσι ενός ετών. Αυτός εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη.

Α Εσδ. 1,45        καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ οὐκ ἐνετράπη ἀπὸ τῶν ῥηθέντων λόγων ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου ἐκ στόματος τοῦ Κυρίου.

Α Εσδ. 1,45               Και αυτός διέπραξε το μέγα κακόν της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου και δεν εκινήθη εις συναίσθησιν και μετάνοιαν από τα λόγια του προφήτου Ιερεμίου, τα οποία λόγια είχον εξέλθει από το στόμα του Κυρίου.

Α Εσδ. 1,46        καὶ ὁρκισθεὶς ἀπὸ τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἐπιορκήσας ἀπέστη· καὶ σκληρύνας αὐτοῦ τὸν τράχηλον καὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ παρέβη τὰ νόμιμα Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.

Α Εσδ. 1,46               Αν και είχεν ορκισθή στο όνομα του Κυρίου από τον Ναβουχοδονόσορα να μένη εις αυτόν υποτεταγμένος, παρέβη τον όρκον του και απεστάτησε. Το δε χειρότερον, εσκλήρυνε τον τράχηλον αυτού και την καρδίαν αυτού και παρέβη τας εντολάς Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού.

Α Εσδ. 1,47        καὶ οἱ ἡγούμενοι δὲ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερέων πολλὰ ἠσέβησαν καὶ ὑπὲρ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας πάντων τῶν ἐθνῶν καὶ ἐμίαναν τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου τὸ ἁγιαζόμενον ἐν Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 1,47               Αλλά και οι άρχοντες του λαού και οι αρχηγοί των ιερέων διέπραξαν πολλάς ασεβείας, περισσοτέρας από όλας τας βδελυρότητας όλων των εθνών και έτσι εμόλυναν το ιερόν του Κυρίου, τον άγιον ναόν της Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 1,48        καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ μετακαλέσαι αὐτούς, καθότι ἐφείδετο αὐτῶν καὶ τοῦ σκηνώματος αὐτοῦ.

Α Εσδ. 1,48               Ο Θεός όμως των πατέρων των απέστειλε με τους αγγελιοφόρους του να τους ανακαλέση εις την πίστιν, διότι ελυπείτο και αυτούς και τον ιερόν ναόν του.

Α Εσδ. 1,49        αὐτοὶ δὲ ἐμυκτήρισαν ἐν τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καὶ ᾗ ἡμέρᾳ ἐλάλησε Κύριος ἦσαν ἐκπαίζοντες τοὺς προφήτας αὐτοῦ, ἕως οὗ θυμωθέντα αὐτὸν ἐπὶ τῷ ἔθνει αὐτοῦ διὰ τὰ δυσσεβήματα προστάξαι ἀναβιβάσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς τῶν Χαλδαίων.

Α Εσδ. 1,49               Αλλά αυτοί ενέπαιξαν τους απεσταλμένους του και κάθε φοράν, που ο Κυριος ωμιλούσε προς αυτούς δια των προφητών του, αυτοί ενέπαιζαν τους προφήτας, μέχρις ότου ο Θεός ωργίσθη εναντίον του έθνους των δια τας ασεβείας των και διέταξε να έλθουν εναντίον των οι βασιλείς των Χαλδαίων.

Α Εσδ. 1,50        οὗτοι ἀπέκτειναν τοὺς νεανίσκους αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ περικύκλῳ τοῦ ἁγίου αὐτῶν ἱεροῦ καὶ οὐκ ἐφείσαντο νεανίσκου καὶ παρθένου καὶ πρεσβύτου καὶ νεωτέρου, ἀλλὰ πάντας παρέδωκαν εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν.

Α Εσδ. 1,50               Και ήλθον οι Χαλδαίοι αυτοί και εφόνευσαν τους νεαρούς Ισραηλίτας με ρομφαίαν γύρω από τον ιερόν ναόν και δεν ελυπήθησαν ούτε νέον, ούτε παρθένον, ούτε γεροντότερον, ούτε ώριμον άνδρα, αλλά όλους τους παρέδωσαν εις την αγριότητα των χειρών των.

Α Εσδ. 1,51        καὶ πάντα τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Κυρίου τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰς κιβωτοὺς τοῦ Κυρίου καὶ τὰς βασιλικὰς ἀποθήκας ἀναλαβόντες ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα.

Α Εσδ. 1,51                Οι Χαλδαίοι επήραν όλα τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα μεγάλα και τα μικρά, και τας Κιβωτούς του Κυρίου και τους θησαυρούς από τας βασιλικάς αποθήκας. Αυτά δε όλα τα μετέφεραν εις την Βαβυλώνα.

Α Εσδ. 1,52        καὶ ἐνεπύρισαν τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καί ἔλυσαν τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς πύργους αὐτῆς ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ

Α Εσδ. 1,52               Επυρπόλησαν τον ναόν του Κυρίου, εκρήμνισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ, τους δε πύργους αυτής τους παρέδωσαν εις την φωτιάν.

Α Εσδ. 1,53        καὶ συνετέλεσαν πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς ἀχρειῶσαι, καὶ τοὺς ἐπιλοίπους ἀπήγαγε μετὰ ῥομφαίας εἰς Βαβυλῶνα.

Α Εσδ. 1,53               Επέφεραν ολοκληρωτικήν καταστροφήν πάντων. Κατέστρεψαν κάθε τι πολύτιμον και ωραίον, που υπήρχεν εις την πόλιν, όλους δε όσοι έμειναν τους έφεραν με συνοδείαν ρομφαίας εις την Βαβυλώνα.

Α Εσδ. 1,54        καὶ ἦσαν παῖδες αὐτῷ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ μέχρι τοῦ βασιλεῦσαι Πέρσας εἰς ἀναπλήρωσιν ῥήματος τοῦ Κυρίου ἐν στόματι Ἱερεμίου·

Α Εσδ. 1,54               Οι Ιουδαίοι ήσαν πλέον δούλοι στον Ναβουχοδονόσορα και στους διαδόχους αυτού, μέχρις ότου εβασίλευσαν οι Πέρσαι, δια να εκπληρωθή έτσι ο λόγος του Κυρίου, τον οποίον είχεν είπει δια του προφήτου Ιερεμίου.

Α Εσδ. 1,55        ἕως τοῦ εὐδοκῆσαι τὴν γῆν τὰ σάββατα αὐτῆς, πάντα τὸν χρόνον τῆς ἐρημώσεως αὐτῆς, σαββατιεῖ εἰς συμπλήρωσιν ἐτῶν ἑβδομήκοντα.

Α Εσδ. 1,55               Οι Ιουδαίοι, είπε, θα είναι αιχμάλωτοι, έως ότου η χώρα των συμπληρώση το χρονικόν διάστημα των παραβάσεων της αργίας του Σαββάτου. Θα ερημωθή και θα μείνη αργή η χώρα των, έως ότου συμπληρωθούν εβδομήντα έτη από το έτος της αιχμαλωσίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΤΑΞΕΡΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ  

                               Το διάταγμα του Κύρου και η επάνοδος των πρώτων Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ

Α Εσδ. 2,1          Βασιλεύοντος Κύρου Περσῶν ἔτους πρώτου εἰς συντέλειαν ῥήματος Κυρίου ἐν στόματι Ἱερεμίου,

Α Εσδ. 2,1                 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας Κυρου, του βασιλέως των Περσών, εις εκπλήρωσιν του λόγου τον οποίον ο Κυριος είπε δια του προφήτου Ιερεμίου,

Α Εσδ. 2,2          ἤγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα Κύρου βασιλέως Περσῶν, καὶ ἐκήρυξεν ἐν ὅλῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἅμα διά γραπτῶν λέγων·

Α Εσδ. 2,2                 παρεκίνησεν ο Κυριος το πνεύμα του Κυρου, βασιλέως των Περσών, και αυτός έδωσεν εντολάς να διακηρύξουν εις όλον το βασίλειόν του γραπτώς και προφορικώς·

Α Εσδ. 2,3          τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς Περσῶν Κῦρος· ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Ὕψιστος.

Α Εσδ. 2,3                 “Αυτά διατάσσει Κύρος ο βασιλεύς των Περσών· εμέ ανέδειξε βασιλέα όλης της οικουμένης ο Κυριος του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος πράγματι είναι ο Κυριος και ο Υψιστος.

Α Εσδ. 2,4          καὶ ἐσήμηνέ μοι οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἶκον ἐν Ἱερουσαλήμ, τῇ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ.

Α Εσδ. 2,4                 Αυτός δε διέταξε να ανοικοδομήσω προς χάριν του τον ναόν του εις την πόλιν Ιερουσαλήμ της ιουδαϊκής γης.

Α Εσδ. 2,5          εἴ τις ἐστὶν οὖν ὑμῶν ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ, ἔστω ὁ Κύριος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναβὰς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ οἰκοδομείτω τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου τοῦ Ἰσραήλ (οὗτος ὁ Κύριος ὁ κατασκηνώσας ἐν Ἱερουσαλήμ).

Α Εσδ. 2,5                 Ας είναι Κυριος ο Θεός με εκείνους από σας, που ανήκουν στο Ισραηλιτικόν έθνος· ας μεταβούν, λοιπόν, αυτοί εις την Ιερουσαλήμ της Ιουδαίας και ας βοηθήσουν να ανοικοδομηθή ο ναός του Κυρίου του ισραηλιτικού λαού (αυτός είναι ο Κυριος, ο οποίος έχει κατασκηνώσει εις την Ιερουσαλήμ).

Α Εσδ. 2,6          ὅσοι οὖν κατὰ τοὺς τόπους οἰκοῦσι, βοηθείτωσαν αὐτῷ οἱ ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ, ἐν δόσεσι μεθ᾿ ἵππων καὶ κτηνῶν σὺν τοῖς ἄλλοις τοῖς κατ᾿ εὐχὰς προστεθειμένοις εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 2,6                 Ολοι δε όσοι κατοικούν στους αυτούς τόπους με τους Ισραηλίτας, τους επιθυμούντας να μεταβούν εις την Ιερουσαλήμ, ας βοηθήσουν τους Ισραηλίτας με χρυσόν και άργυρον, με προσφοράς ίππων και κτηνών και άλλων σκευών, τα οποία δια τάματος πρέπει να αφιερωθούν στον ναόν του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ”.

Α Εσδ. 2,7          καὶ καταστήσαντες οἱ ἀρχίφυλοι τῶν πατριῶν τῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν φυλῆς καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ πάντων, ὧν ἤγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα ἀναβῆναι οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ Κυρίῳ τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ,

Α Εσδ. 2,7                 Κατόπιν της διαταγής αυτής οι αρχηγοί των πατριαρχικών οικογενειών της φυλής Ιούδα και της φυλής Βενιαμίν, οι ιερείς και οι Λευίται, όπως και όλοι εκείνοι, των οποίων ο Κυριος εκίνησε την προθυμίαν να μεταβούν εις την Ιερουσαλήμ, απεφάσισαν πράγματι να μεταβούν, δια να ανοικοδομήσουν προς τιμήν του Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ ναόν.

Α Εσδ. 2,8          καὶ οἱ περικύκλῳ αὐτῶν ἐβοήθησαν ἐν πᾶσιν ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, ἵπποις, κτήνεσι καὶ εὐχαῖς ὡς πλείσταις πολλῶν, ὧν ὁ νοῦς ἠγέρθη.

Α Εσδ. 2,8                 Ολοι δε όσοι κατοικούσαν γύρω από αυτούς και των οποίων η καρδία ευλαβώς συνεκινήθη, τους εβοήθησαν με ο,τι ημπορούσαν, δηλαδή με αργύριον, με χρυσόν, με ίππους, με κατοικίδια ζώα, με πολυάριθμα αφιερώματα.

Α Εσδ. 2,9          καὶ ὁ βασιλεὺς Κῦρος ἐξήνεγκε τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Κυρίου, ἃ μετήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐξ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπηρείσατο αὐτὰ ἐν τῷ εἰδωλείῳ αὐτοῦ·

Α Εσδ. 2,9                 Ο δε βασιλεύς Κύρος έβγαλε τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία είχε μεταφέρει ο Ναβουχοδονόσορ από την Ιερουσαλήμ και είχε τοποθετήσει αυτά στον ειδωλολατρικόν ναόν του·

Α Εσδ. 2,10        ἐξενέγκας δὲ αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς Περσῶν παρέδωκεν αὐτὰ Μιθραδάτῃ τῷ ἑαυτοῦ γαζοφύλακι·

Α Εσδ. 2,10               ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών, τα έβγαλε από τον ειδωλολατρικόν αυτόν ναόν, τα παρέδωκεν στον Μιθραδάτην, τον θησαυροφύλακά του

Α Εσδ. 2,11        διά δὲ τούτου παρεδόθησαν Σαμανασσάρῳ προστάτῃ τῆς Ἰουδαίας.

Α Εσδ. 2,11                δια δε του Μιθραδάτου παρεδόθησαν αυτά στον Σαμανάσσαρον, τον διοικητήν της Ιουδαίας.

Α Εσδ. 2,12        ὁ δὲ τούτων ἀριθμὸς ἦν· σπονδεῖα χρυσᾶ χίλια, σπονδεῖα ἀργυρᾶ χίλια, θυΐσκαι ἀργυραῖ εἰκοσιεννέα, φιάλαι χρυσαῖ τριάκοντα, ἀργυραῖ δισχίλιαι τετρακόσιαι δέκα καὶ ἄλλα σκεύη χίλια.

Α Εσδ. 2,12               Ο αριθμός δε των παραδοθέντων αυτών ιερών σκευών ήτο ο εξής· Χιλια χρυσά δοχεία, χίλια αργυρά δοχεία, εικοσιεννέα αργυρά μικρά θυμιατήρια, τριάκοντα χρυσαί φιάλαι, δύο χιλιάδες τετρακόσιοι δέκα αργυραί φιάλαι και χίλια άλλα ιερά σκεύη.

Α Εσδ. 2,13        τὰ δὲ πάντα σκεύη διεκομίσθη, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, πεντακισχίλια τετρακόσια ἑξηκονταεννέα·

Α Εσδ. 2,13               Ολα δε τα σκεύη αυτά, το οποία μετεφέρθησαν, ήσαν πέντε χιλιάδες τετρακόσια εξήκοντα εννέα.

Α Εσδ. 2,14        ἀνηνέχθη δὲ ὑπὸ Σαμανασσάρου ἅμα τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 2,14               Αυτά μετεφέρθησαν από την Βαβυλώνα υπό του Σαμανασσάρου μαζή με τους έως τώρα αιχμαλώτους Ιουδαίους, οι οποίοι ελεύθεροι επέστρεφαν εις την Ιερουσαλήμ.

 

                                Οι αντιδράσεις του Αρταξέρξη για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ

Α Εσδ. 2,15        Ἐν δὲ τοῖς ἐπὶ Ἀρταξέρξου τῶν Περσῶν βασιλέως χρόνοις κατέγραψαν αὐτῷ κατὰ τῶν κατοικούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλὴμ Βήλεμος καὶ Μιθραδάτης καὶ Ταβέλλιος καὶ Ῥάθυμος καὶ Βεέλτεθμος καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ τούτοις συντασσόμενοι, οἰκοῦντες δὲ ἐν Σαμαρείᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις τόποις, τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν·

Α Εσδ. 2,15               Επί της βασιλείας όμως του Αρταξέρξου, του βασιλέως των Περσών, ο αντιπρόσωποί του εις την Ιερουσαλήμ, ( Βηλεμος, ο Μιθραδάτης, ο Ταβέλλιος, ο Ράθυμος, ο Βεέλτεθμος, Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι υπόλοιποι σύμβουλοί των, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Σαμάρειαν και εις τας άλλας χώρας, έγραψαν εναντίον των κατοίκων της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ την κατωτέρω επιστολήν.

Α Εσδ. 2,16        «Βασιλεῖ Ἀρταξέρξῃ κυρίῳ οἱ παῖδές σου Ῥάθυμος ὁ τὰ προσπίπτοντα καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ ἐπίλοιποι τῆς βουλῆς αὐτῶν καὶ κριταὶ οἱ ἐν Κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ·

Α Εσδ. 2,16               “Προς τον βασιλέα Αρταξέρξην, τον κύριον ημών, ημείς οι δούλοι σου ο Ραθυμος ο χρονικογράφος, ο Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι λοιποί σύμβουλοί μας και δικασταί, οι οποίοι ευρισκόμεθά εις την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην,

Α Εσδ. 2,17        καὶ νῦν γνωστὸν ἔστω τῷ κυρίῳ βασιλεῖ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναβάντες παρ᾿ ὑμῶν πρὸς ἡμᾶς ἐλθόντες εἰς Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τὴν ἀποστάτιν καὶ πονηρὰν οἰκοδομοῦσι, τάς τε ἀγορὰς αὐτῆς καὶ τὰ τείχη θεραπεύουσι καὶ ναὸν ὑποβάλλονται.

Α Εσδ. 2,17               φέρομεν εις γνώσιν του κύριου μας και βασιλέως μας, ότι οι Ιουδαίοι που ήλθαν από σας προς ημάς εις την Ιερουσαλήμ, ανοικοδομούν την αποστάτιδα και ταραχοποιόν πόλιν των, όπως επίσης τας εμπορικάς αγοράς των, επιδιορθώνουν τα τείχη και θεμελιώνουν το ναόν των.

Α Εσδ. 2,18        ἐὰν οὖν ἡ πόλις αὕτη οἰκοδομηθῇ καὶ τὰ τείχη συντελεσθῇ, φορολογίαν οὐ μὴ ὑπομείνωσι δοῦναι, ἀλλὰ καὶ βασιλεῦσιν ἀντιστήσονται. καὶ ἐπεὶ ἐνεργεῖται τὰ κατὰ τὸν ναόν, καλῶς ἔχειν ὑπολαμβάνομεν μὴ ὑπεριδεῖν τὸ τοιοῦτον, ἀλλὰ προσφωνῆσαι τῷ κυρίῳ βασιλεῖ, ὅπως, ἂν φαίνηταί σοι, ἐπισκεφθῇ ἐν τοῖς ἀπὸ τῶν πατέρων σου βιβλίοις·

Α Εσδ. 2,18               Εάν όμως η πόλις αυτή ανοικοδομηθή και ολοκληρωθή η ανοικοδόμησις των τειχών, δεν θα ανεχθούν αυτοί να δίδουν φόρον, αλλά και θα επαναστατήσουν εναντίον των βασιλέων μας. Εφ' όσον δε αυτοί εργάζονται δια την ανοικοδόμησιν του ναού, εθεωρήσαμεν ότι είναι καλόν και πρέπον να μη παραβλέψωμεν αυτό το γεγονός, αλλά να το αναφέρωμεν στον κύριον και βασιλέα μας, ώστε, εάν φανή εις αυτόν αρεστόν, να ερευνήση δια την πόλιν αυτήν εις τα αρχεία των πατέρων του.

Α Εσδ. 2,19        καὶ εὑρήσεις ἐν τοῖς ὑπομνηματισμοῖς γεγραμμένα περὶ τούτων καὶ γνώσῃ ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη ἦν ἀποστάτις καὶ βασιλεῖς καὶ πόλεις ἐνοχλοῦσα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀποστάται καὶ πολιορκίας συνιστάμενοι ἐν αὐτῇ ἔτι ἐξ αἰῶνος, δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ ἡ πόλις αὕτη ἠρημώθη.

Α Εσδ. 2,19               Θα εύρης δε εις τα γραπτά αυτά υπομνήματα πληροφορίας δι' αυτά, που σου καθιστώμεν γνωστά, και θα μάθης ότι η πόλις αυτή, η Ιερουσαλήμ, υπήρξεν αποστάτις, παρείχε δε πολλά ζητήματα εις βασιλείς και πόλεις. Οι Ιουδαίοι είναι επαναστάται και ότι από αρχαιοτάτων χρόνων έγιναν κατά της πόλεως αυτής πολιορκίαι, εξ αιτίας των οποίων αυτή και έχει ερημωθή.

Α Εσδ. 2,20        νῦν οὖν ὑποδεικνύομέν σοι, κύριε βασιλεῦ, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις αὕτη οἰκοδομηθῇ καὶ τὰ ταύτης τείχη ἀνασταθῇ, κάθοδος οὐκ ἔτι σοι ἔσται εἰς Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην».

Α Εσδ. 2,20              Τωρα λοιπόν, κύριε βασιλεύ, ευλαβώς σου υποδεικνύομεν ότι, εάν η πόλις αυτή ανοικοδομηθή και ολοκληρωθούν τα τείχη της, δεν θα ημπορής στο εξής να κατέλθης εις την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην”.

Α Εσδ. 2,21        τότε ἀντέγραψεν ὁ βασιλεὺς Ῥαθύμῳ τῷ γράφοντι τὰ προσπίπτοντα καὶ Βεελτέθμῳ καὶ Σαμελλίῳ γραμματεῖ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς συντασσομένοις καὶ οἰκοῦσιν ἐν τῇ Σαμαρείᾳ καὶ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ τὰ ὑπογεγραμμένα·

Α Εσδ. 2,21               Τοτε ο βασιλεύς απήντησε γραπτώς στον Ραθυμον τον γραμματέα και χρονικογράφον, στον Βεέλτεθμον, στον γραμματέα Σαμέλλιον και στους άλλους συμβούλους, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Συρίαν και εις την Φοινίκην τα εξής·

Α Εσδ. 2,22        «Ἀνέγνων τὴν ἐπιστολήν, ἣν πεπόμφατε πρός με. ἐπέταξα οὖν ἐπισκέψασθαι, καὶ εὑρέθη ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη ἐστὶν ἐξ αἰῶνος βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα

Α Εσδ. 2,22              “Ανέγνωσα την επιστολήν, την οποίαν μου απεστείλατε, έδωσα διαταγήν να ερευνήσουν τα αρχεία και πράγματι ευρέθη, ότι αυτή η πόλις από αρχαιοτάτων χρόνων αντιπαρατάσσεται εναντίον των βασιλέων.

Α Εσδ. 2,23        καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποστάσεις καὶ πολέμους ἐν αὐτῇ συντελοῦντες καὶ βασιλεῖς ἰσχυροὶ καὶ σκληροὶ ἦσαν ἐν Ἱερουσαλὴμ κυριεύοντες καὶ φορολογοῦντες Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην.

Α Εσδ. 2,23              Οι κάτοικοί της από την πόλιν αυτήν έκαμαν επαναστάσεις και πολέμους. Οι εν Ιερουσαλήμ βασιλείς τους, ισχυροί και σκληροί, κατεκυρίευσαν την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην και επέβαλλαν στους κατοίκους της φόρον υποτελείας.

Α Εσδ. 2,24        νῦν οὖν ἐπέταξα ἀποκωλῦσαι τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοῦ οἰκοδομῆσαι τὴν πόλιν καὶ προνοηθῆναι ὅπως μηδὲν παρὰ ταῦτα γένηται καὶ μὴ προβῇ ἐπὶ πλεῖον τὰ τῆς κακίας εἰς τὸ βασιλεῖς ἐνοχλῆσαι».

Α Εσδ. 2,24              Δι' αυτό λοιπόν και διέταξα να εμποδίσετε αυτούς τους ανθρώπους από την οχύρωσιν της πόλεως και να φροντίσετε να μη γίνη τίποτε εναντίον της διαταγής αυτής, δια να μη προχωρήση περισσότερον το κακόν και δημιουργήσουν αυτοί ζητήματα στους βασιλείς”.

Α Εσδ. 2,25        τότε ἀναγνωσθέντων τῶν παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου γραφέντων, Ῥάθυμος καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ τούτοις συντασσόμενοι ἀναζεύξαντες εἰς Ἱερουσαλὴμ κατὰ σπουδὴν μεθ᾿ ἵππου καὶ ὄχλου παρατάξεως, ἤρξαντο κωλύειν τοὺς οἰκοδομοῦντας. καὶ ἤργει ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς βασιλείας Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως.

Α Εσδ. 2,25              Οταν αυτά, τα οποία εγράφησαν από τον βασιλέα Αρταξέρξην, ανεγνώσθησαν, αμέσως ο Ραθυμος και ο γραμματεύς Σαμέλλιος και η άλλη ακολουθία αυτών μετέβησαν εσπευσμένως εις την Ιερουσαλήμ με ιππικόν και πεζικόν στρατόν και ήρχισαν να εμποδίζουν τους οικοδόμους από το έργον των. Ετσι δε η ανοικοδόμησις του ιερού ναού του εν Ιερουσαλήμ διεκόπη έως στο δεύτερον έτος της βασιλείας του Δαρείου βασιλέως των Περσών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΩΝ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ  

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ

                               Ο διαγωνισμός των σωματοφυλάκων του βασιλιά

Α Εσδ. 3,1          Καὶ βασιλεὺς Δαρεῖος ἐποίησε δοχὴν μεγάλην πᾶσι τοῖς ὑπ᾿ αὐτὸν καὶ πᾶσι τοῖς οἰκογενέσιν αὐτοῦ καὶ πᾶσι τοῖς μεγιστᾶσι τῆς Μηδίας καὶ τῆς Περσίδος

Α Εσδ. 3,1                  Ο βασιλεύς Δαρείος παρέθεσε συμπόσιον μέγα εις όλους τους υπό την εξουσίαν του, στους δούλους του, που είχαν γεννηθή στον οίκον του, εις όλους τους αυλικούς και τους μεγιστάνας της Μηδίας και της Περσίας,

Α Εσδ. 3,2          καὶ πᾶσι τοῖς σατράπαις καὶ στρατηγοῖς καὶ τοπάρχαις τοῖς ὑπ᾿ αὐτόν, ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς μέχρις Αἰθιοπίας ἐν ταῖς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ σατραπείαις.

Α Εσδ. 3,2                 εις όλους τους σατράπας, τους στρατηγούς, τους διοικητάς διαφόρων περιοχών της βασιλείας του από των Ινδιών μέχρι της Αιθιοπίας εις εκατόν είκοσι επτά διοικητικάς περιφερείας.

Α Εσδ. 3,3          καὶ ἐφάγοσαν καὶ ἐπίοσαν καὶ ἐμπλησθέντες ἀνέλυσαν. ὁ δὲ Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς ἀνέλυσεν εἰς τὸν κοιτῶνα ἑαυτοῦ καὶ ἐκοιμήθη καὶ ἔξυπνος ἐγένετο.

Α Εσδ. 3,3                 Αυτοί έφαγον, έπιον και, όταν εχόρτασαν, απεσύρθησαν, δια να αναπαυθούν. Ο βασιλεύς Δαρείος απεσύρθη και αυτός στον κοιτώνα του, δια να κοιμηθή, αλλά έμεινε ξυπνητός.

Α Εσδ. 3,4          τότε οἱ τρεῖς νεανίσκοι οἱ σωματοφύλακες οἱ φυλάσσοντες τὸ σῶμα τοῦ βασιλέως εἶπαν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον·

Α Εσδ. 3,4                 Τοτε οι τρεις νεαροί σωματοφύλακες, οι οποίοι εφύλασσαν τον βασιλέα, είπαν ο ένας προς τον άλλον·

Α Εσδ. 3,5          εἴπωμεν ἕκαστος ἡμῶν ἕνα λόγον, ὃς ὑπερισχύσει· καὶ οὗ ἐὰν φανῇ τὸ ῥῆμα αὐτοῦ σοφώτερον τοῦ ἑτέρου, δώσει αὐτῷ Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς δωρεὰς μεγάλας καὶ ἐπινίκια μεγάλα

Α Εσδ. 3,5                 “ας πη ο καθένας από ημάς μίαν γνώμην, δια να ίδωμεν τίνος θα είναι η καλυτέρα. Εις εκείνον δέ, του οποίου η γνώμη θα είναι σοφωτέρα από την γνώμην των άλλων, ο βασιλεύς Δαρείος θα δώση μεγάλας δωρεάς και θα απονείμη μεγάλον έπαινον.

Α Εσδ. 3,6          καὶ πορφύραν περιβαλέσθαι καὶ ἐν χρυσώμασι πίνειν καὶ ἐπὶ χρυσῷ καθεύδεν καὶ ἅρμα χρυσοχάλινον καὶ κίδαριν βυσσίνην καὶ μανιάκην περὶ τὸν τράχηλον,

Α Εσδ. 3,6                 Ο βασιλεύς θα εγκρίνη, ώστε αυτός να ενδυθή πορφύραν, να πίνη με χρυσά ποτήρια, να κοιμάται επάνω εις χρυσήν κλίνην, να έχη άρμα, του οποίου οι ίπποι θα φέρουν χρυσούς χαλινούς, να φορή κίδαριν εις την κεφαλήν του από βύσσον και περιδέραιον γύρω από τον τράχηλόν του.

Α Εσδ. 3,7          καὶ δεύτερος καθιεῖται Δαρείου διὰ τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ συγγενὴς Δαρείου κληθήσεται.

Α Εσδ. 3,7                 Αυτός θα έχη την δευτέραν μετά τον Δαρείον θέσιν ένεκα της σοφίας του και θα αναγνωρισθή συγγενής του Δαρείου”.

Α Εσδ. 3,8          καὶ τότε γράψαντες ἕκαστος τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐσφραγίσαντο καὶ ἔθηκαν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον Δαρείου τοῦ βασιλέως καὶ εἶπαν·

Α Εσδ. 3,8                 Εγραψαν τότε ο καθένας από αυτούς την γνώμην του, την εσφράγισαν και έθεσαν αυτήν κάτω από το προσκεφάλαιον του βασιλέως και είπαν·

Α Εσδ. 3,9          ὅταν ἐγερθῇ ὁ βασιλεύς, δώσουσιν αὐτῷ τὸ γράμμα, καὶ ὃν ἂν κρίνῃ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ τρεῖς μεγιστᾶνες τῆς Περσίδος ὅτι οὗ ὁ λόγος αὐτοῦ σοφώτερος, αὐτῷ δοθήσεται τὸ νῖκος καθὼς γέγραπται.

Α Εσδ. 3,9                 “όταν εξυπνήση ο βασιλεύς, θα δώσωμεν εις αυτόν τας γραπτάς αυτάς γνώμας μας και εις εκείνον, του οποίου η γραπτή γνώμη ήθελε προκριθή ως σοφωτέρα από τον βασιλέα και τους τρεις μεγιστάνας της Περσίας, θα δοθή η νίκη, όπως έχομεν γραπτώς συμφωνήσει”.

Α Εσδ. 3,10        ὁ εἷς ἔγραψεν, ὑπερισχύει ὁ οἶνος.

Α Εσδ. 3,10               Ο ένας από αυτούς έγραψεν ότι το κρασί είναι το ισχυρότερον.

Α Εσδ. 3,11        ὁ ἕτερος ἔγραψεν, ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς.

Α Εσδ. 3,11                Ο άλλος έγραψεν ισχυρότερος είναι ο βασιλεύς,

Α Εσδ. 3,12        ὁ τρίτος ἔγραψεν, ὑπερισχύουσιν αἱ γυναῖκες, ὑπὲρ δὲ πάντα νικᾷ ἡ ἀλήθεια.

Α Εσδ. 3,12               ο δε τρίτος έγραψεν, ισχυρότεροι από όλους είναι αι γυναίκες, αλλά υπεράνω από όλα νικά η αλήθεια.

Α Εσδ. 3,13        καὶ ὅτε ἐξηγέρθη ὁ βασιλεύς, λαβόντες τὸ γράμμα ἔδωκαν αὐτῷ, καὶ ἀνέγνω.

Α Εσδ. 3,13               Οταν ο βασιλεύς εσηκώθη, επήραν τα γραπτά αυτά κείμενα και τα έδωσαν στον βασιλέα, ο δε βασιλεύς τα ανέγνωσε.

Α Εσδ. 3,14        καὶ ἐξαποστείλας ἐκάλεσε πάντας τοὺς μεγιστᾶνας τῆς Περσίδος καὶ τῆς Μηδείας καὶ τοὺς σατράπας καὶ στρατηγοὺς καὶ τοπάρχας καὶ ὑπάτους καὶ ἐκάθισεν ἐν τῷ χρηματιστηρίῳ, καὶ ἀνεγνώσθη τὸ γράμμα ἐνώπιον αὐτῶν.

Α Εσδ. 3,14               Ο βασιλεύς έστειλε τότε αγγελιαφόρους και εκάλεσεν όλους τους μεγιστάνας της Περσίας και της Μηδίας, τους σατράπας, τους στρατηγούς, τους διοικητάς χωρών και τους άλλους ανωτάτους άρχοντας, τους ώρισε να καθίσουν εις την αίθουσαν του ανακτόρου του και ενώπιον αυτών ανεγνώσθησαν αι γραπταί γνώμαι.

Α Εσδ. 3,15        καὶ εἶπε· καλέσατε τοὺς νεανίσκους, καὶ αὐτοὶ δηλώσουσι τοὺς λόγους ἑαυτῶν· καὶ ἐκλήθησαν καὶ εἰσήλθοσαν.

Α Εσδ. 3,15               Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς· “καλέσατε τους νεαρούς δούλους μου, δια να αποσαφηνίσουν εδώ τας γνώμας των”. Αυτοί εκλήθησαν και εισήλθον εις την αίθουσαν του ανακτόρου.

Α Εσδ. 3,16        καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἀπαγγείλατε ἡμῖν περὶ τῶν γεγραμμένων.

Α Εσδ. 3,16               Ο βασιλεύς και οι άρχοντες είπαν προς αυτούς· “αναλύσατέ μας αυτά, τα οποία έχετε γράψει”.

 

                               Η ομιλία του πρώτου για το κρασί

Α Εσδ. 3,17        Καὶ ἤρξατο ὁ πρῶτος ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ οἴνου καὶ ἔφη οὕτως· ἄνδρες, πῶς ὑπερισχύει ὁ οἶνος; πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πιόντας αὐτὸν πλανᾷ τὴν διάνοιαν·

Α Εσδ. 3,17               Πρώτος ήρχισεν εκείνος, που είχε γράψει ότι ο οίνος είναι ο ισχυρότερος και είπεν ως εξής· “άνδρες, ερωτάτε πως ο οίνος είναι ο ισχυρότερος; Ακούσατε. Αυτός πλανά την σκέψιν όλων των ανθρώπων, οι οποίοι τον πίνουν.

Α Εσδ. 3,18        τοῦ τε βασιλέως καὶ τοῦ ὀρφανοῦ ποιεῖ τὴν διάνοιαν μίαν, τήν τε τοῦ οἰκέτου καὶ τὴν τοῦ ἐλευθέρου, τήν τε τοῦ πένητος καὶ τὴν τοῦ πλουσίου.

Α Εσδ. 3,18               Αυτός κάμνει την σκέψιν του βασιλέως και του ορφανού, του δούλου και του ελευθέρου ίσην, του πτωχού και του πλουσίου μίαν και την αυτήν.

Α Εσδ. 3,19        καὶ πᾶσαν διάνοιαν μεταστρέφει εἰς εὐωχίαν καὶ εὐφροσύνην καὶ οὐ μέμνηται πᾶσαν λύπην καὶ πᾶν ὀφείλημα.

Α Εσδ. 3,19               Καθε σκέψιν την μεταβάλλει εις χαράν και ευφροσύνην. Αυτός κάμνει τον άνθρωπον να μη ενθυμήται ούτε λύπην ούτε χρέος.

Α Εσδ. 3,20        καὶ πάσας καρδίας ποιεῖ πλουσίας καὶ οὐ μέμνηται βασιλέα οὐδὲ σατράπην καὶ πάντα διὰ ταλάντων ποιεῖ λαλεῖν.

Α Εσδ. 3,20              Καμνει τας καρδίας πλουσίας, ώστε αυτός, που πίνει οίνον, να μη λαμβάνη υπ' όψιν ούτε βασιλείς ούτε σατράπας. Και κάμνει τον καθένα να ομιλή περί πάντων κατά πλούσιον και γενναιόδωρον τρόπον.

Α Εσδ. 3,21        καὶ οὐ μέμνηται, ὅταν πίνωσι, φιλιάζειν φίλοις καὶ ἀδελφοῖς, καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ σπῶνται τὰς μαχαίρας·

Α Εσδ. 3,21               Αυτός κάμνει φίλους και αδελφούς, όταν πίνουν οίνον, να μη ενθυμούνται την φιλίαν και την συγγένειάν των και έπειτα από ολίγον να ανασπούν τας μαχαίρας ο ενας εναντίον του άλλου.

Α Εσδ. 3,22        καὶ ὅταν ἀπὸ τοῦ οἴνου ἐγερθῶσιν, οὐ μέμνηνται ἃ ἔπραξαν.

Α Εσδ. 3,22              Και όταν συνέλθουν από την μέθην, δεν ενθυμούνται εκείνα που έπραξαν.

Α Εσδ. 3,23        ὦ ἄνδρες, οὐχ ὑπερισχύει ὁ οἶνος, ὅτι οὕτως ἀναγκάζει ποιεῖν; καὶ ἐσίγησεν οὕτως εἴπας.

Α Εσδ. 3,23               Ω άνδρες, δεν είναι ισχυρότερος ο οίνος, αφού αναγκάζει όλους μας να πράττωμεν τέτοια πράγματα;” Αυτά είπε και εσιώπησε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ  

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΖΟΡΟΒΑΒΕΛ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ

                             Η ομιλία του δεύτερου για το βασιλιά

Α Εσδ. 4,1          Καὶ ἤρξατο ὁ δεύτερος λαλεῖν, ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ βασιλέως·

Α Εσδ. 4,1                 Ηρχισεν έπειτα να ομιλή ο δεύτερος, εκείνος ο οποίος είχεν είπει περί της ισχύος του βασιλέως.

Α Εσδ. 4,2          ὦ ἄνδρες, οὐχ ὑπερισχύουσιν οἱ ἄνθρωποι, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν κατακρατοῦντες καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς;

Α Εσδ. 4,2                 “Ω άνδρες, είπεν, οι άνθρωποι δεν υπερέχουν κατά την ισχύν, αφού είναι κύριοι της ξηράς και της θαλάσσης και όλων όσα υπάρχουν εις αυτάς;

Α Εσδ. 4,3          ὁ δὲ βασιλεὺς ὑπερισχύει καὶ κυριεύει αὐτῶν καὶ δεσπόζει αὐτῶν, καὶ πᾶν ὃ ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς, ἐνακούουσιν.

Α Εσδ. 4,3                 Ο βασιλεύς όμως είναι ισχυρότερος από όλους τους ανθρώπους, είναι κύριος αυτών, εξουσιάζει επάνω εις αυτούς και παν ο,τι θα είπη εις αυτούς, εκείνοι τον υπακούουν.

Α Εσδ. 4,4          ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς ποιῆσαι πόλεμον ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον, ποιοῦσιν· ἐὰν δὲ ἐξαποστείλῃ αὐτοὺς πρὸς τοὺς πολεμίους, βαδίζουσι καὶ κατεργάζονται τὰ ὄρη καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους,

Α Εσδ. 4,4                 Εάν ο βασιλεύς τους διατάξη να κάμουν πόλεμον ο ενας εναντίον του άλλου, οι άνθρωποι τον κάμνουν. Εάν ο βασιλεύς αποστείλη τους στρατιώτας του εναντίον εχθρών, αυτοί βαδίζουν όπως διετάχθησαν και τα πάντα κάμνουν δια να καθυποτάξουν όρη, τείχη και πύργους.

Α Εσδ. 4,5          φονεύουσι καὶ φονεύονται, καὶ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως οὐ παραβαίνουσιν· ἐὰν δὲ νικήσωσι, τῷ βασιλεῖ κομίζουσι πάντα, καὶ ὅσα ἐὰν προνομεύσωσι καὶ τὰ ἄλλα πάντα.

Α Εσδ. 4,5                 Φονεύουν και φονεύονται και την διαταγήν του βασιλέως δεν παραβαίνουν. Εάν νικήσουν, στον βασιλέα φέρουν τα πάντα, όσα θα λαφυραγωγήσουν και όλα τα άλλα, χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν.

Α Εσδ. 4,6          καὶ ὅσοι οὐ στρατεύονται οὐδὲ πολεμοῦσιν, ἀλλὰ γεωργοῦσι τὴν γῆν, πάλιν ὅταν σπείρωσι, θερίσαντες ἀναφέρουσι τῷ βασιλεῖ· καὶ ἕτερος τὸν ἕτερον ἀναγκάζοντες ἀναφέρουσι τοὺς φόρους τῷ βασιλεῖ.

Α Εσδ. 4,6                 Οσοι δε από τους ανθρώπους δεν επιστρατεύονται και δεν λαμβάνουν μέρος στον πόλεμον, αλλά επιδίδονται εις την γεωργίαν, αυτοί, όταν σπείρουν και θερίσουν, προσφέρουν τα προϊόντα των στον βασιλέα. Και αναγκάζει ο ένας τον άλλον να πληρώνουν τους φόρους στον βασιλέα.

Α Εσδ. 4,7          καὶ αὐτὸς εἷς μόνος ἐστίν· ἐὰν εἴπῃ ἀποκτεῖναι, ἀποκτέννουσιν· ἐὰν εἴπῃ ἀφεῖναι, ἀφιοῦσιν·

Α Εσδ. 4,7                 Αυτός είναι ο ένας και απόλυτος κύριος. Εάν διατάξη να εκτελέσουν κάποιον, τον εκτελούν. Εάν είπη να τον αφήσουν ελεύθερον, τον αφήνουν.

Α Εσδ. 4,8          εἶπε πατάξαι, τύπτουσιν· εἶπεν ἐρημῶσαι, ἐρημοῦσιν· εἶπεν οἰκοδομῆσαι, οἰκοδομοῦσιν·

Α Εσδ. 4,8                 Εάν διατάξη ο βασιλεύς να κτυπήσουν κάποιον, τον κτυπούν. Είπε να ερημώσουν περιοχάς, και τας ερημώνουν. Είπε να ανοικοδομήσουν οικίας και πόλεις, και τας ανοικοδομούν.

Α Εσδ. 4,9          εἶπεν ἐκκόψαι, ἐκκόπτουσιν· εἶπε φυτεῦσαι, φυτεύουσι.

Α Εσδ. 4,9                 Είπεν ο βασιλεύς να υλοτομήσουν περιοχάς και ξερριζώνουν τα πάντα. Είπεν ο βασιλεύς να κάμουν δενδροφυτεύσεις οι άνθρωποι και εκείνοι δενδροφυτεύουν.

Α Εσδ. 4,10        καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐνακούουσι. πρὸς δὲ τούτοις, αὐτὸς ἀνάκειται, ἐσθίει καὶ πίνει καὶ καθεύδει,

Α Εσδ. 4,10               Ολος ο λαός του και αι στρατιωτικαί δυνάμεις υπακούουν εις αυτόν. Επί πάσι δε τούτοις, αυτός ανακλίνεται παρά την τράπεζαν του φαγητού, τρώγει και πίνει και κατόπιν κοιμάται,

Α Εσδ. 4,11        αὐτοὶ δὲ τηροῦσι κύκλῳ περὶ αὐτὸν καὶ οὐ δύνανται ἕκαστος ἀπελθεῖν καὶ ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, οὐδὲ παρακούουσιν αὐτοῦ.

Α Εσδ. 4,11                οι άνθρωποι κύκλω από αυτόν φρουρούν και δεν ημπορεί κανείς να απέλθη και να ασχοληθή με τα έργα του, ούτε και παρακούουν αυτόν εις τίποτε.

Α Εσδ. 4,12        ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχ ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς, ὅτι οὕτως ἐπάκουστός ἐστι; καὶ ἐσίγησεν.

Α Εσδ. 4,12               Ω άνδρες, πως ο βασιλεύς δεν υπερέχει από όλους κατά την ισχύν, αφού κατ' αυτόν τον τρόπον υπακούεται από όλους και εις όλα;” Επειτα από αυτά εσιώπησεν.

Α Εσδ. 4,13        Ὁ δὲ τρίτος ὁ εἴπας περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας -οὗτός ἐστι Ζοροβάβελ- ἤρξατο λαλεῖν· ἄνδρες,

 

                        Η ομιλία του Ζοροβάβελ για τις γυναίκες

Α Εσδ. 4,13               Ο δε τρίτος, ο οποίος εξέφρασε την γνώμην ότι αι γυναίκες και η αλήθεια υπερισχύουν- αυτός είναι ο Ζοροβάβελ- ηρχισε να ομιλή και να αναπτύσση την γνώμην του.

Α Εσδ. 4,14        οὐ μέγας ὁ βασιλεὺς καὶ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁ οἶνος ἰσχύει; τίς οὖν ὁ δεσπόζων αὐτῶν ἢ τίς ὁ κυριεύων αὐτῶν; οὐχ αἱ γυναῖκες;

Α Εσδ. 4,14               “Ω άνδρες, είπε, πράγματι δεν είναι μέγας ο βασιλεύς και πολλοί οι άνθρωποι και δεν έχει όντως μεγάλην ισχύν ο οίνος; Ποίος όμως είναι εκείνος, ο οποίος επιβάλλεται επάνω εις αυτούς και ποιός είναι εκείνος, ο οποίος κυριαρχεί επάνω των; Δεν είναι αι γυναίκες;

Α Εσδ. 4,15        αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαόν, ὃς κυριεύει τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς·

Α Εσδ. 4,15               Αι γυναίκες εγέννησαν τον βασιλέα και όλους τους λαούς, οι οποίοι κυριαρχούν εις την θάλασσαν και την ξηράν.

Α Εσδ. 4,16        καὶ ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο, καὶ αὗται ἐξέθρεψαν αὐτοὺς τοὺς φυτεύσαντας τοὺς ἀμπελῶνας, ἐξ ὧν ὁ οἶνος γίνεται.

Α Εσδ. 4,16               Από αυτάς εγεννήθησαν οι βασιλείς και οι άλλοι άνθρωποι και αυταί ανέθρεψαν και εκείνους, που εφύτευσαν αμπελώνας, εκ των οποίων αμπελώνων παράγεται ο οίνος.

Α Εσδ. 4,17        καὶ αὗται ποιοῦσι τὰς στολὰς τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὗται ποιοῦσι δόξαν τοῖς ἀνθρώποις, καὶ οὐ δύνανται οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τῶν γυναικῶν εἶναι.

Α Εσδ. 4,17               Αυταί κατασκευάζουν τας στολάς των ανθρώπων και αυταί ενεργούν, δια να έχουν καλήν εμφάνισιν και δόξαν οι άνθρωποι, γενικώτερον δε δεν ημπορούν να υπάρξουν και να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τας γυναίκας.

Α Εσδ. 4,18        ἐὰν δὲ συναγάγωσι χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον καὶ ἴδωσι γυναῖκα μίαν καλὴν τῷ εἴδει καὶ τῷ κάλλει,

Α Εσδ. 4,18               Εάν δε οι άνδρες συγκεντρώσουν χρυσόν και άργυρον και κάθε άλλο ωραίον πράγμα, όταν ίδουν μίαν ευειδή γυναίκα και καλής σωματικής διαπλάσεως,

Α Εσδ. 4,19        ταῦτα πάντα ἀφέντες, εἰς αὐτὴν ἐκκέχηναν καὶ χάσκοντες τὸ στόμα θεωροῦσιν αὐτήν, καὶ πάντες αὐτὴν αἱρετίζουσι μᾶλλον ἢ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον.

Α Εσδ. 4,19               αφήνουν όλα τα άλλα και την παρατηρούν χάσκοντες και με άνρικτον το στόμα. Και όλοι προτιμούν αυτήν μάλλον παρά τον χρυσόν και τον άργυρον και κάθε τι άλλο ωραίον πράγμα.

Α Εσδ. 4,20        ἄνθρωπος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐγκαταλείπει, ὃς ἐξέθρεψεν αὐτόν, καὶ τὴν ἰδίαν χώραν καὶ πρὸς τὴν ἰδίαν γυναῖκα κολλᾶται

Α Εσδ. 4,20              Καθε άνθρωπος εγκαταλείπει τον πατέρα του, αυτόν ο οποίος τον ανέθρεψε, εγκαταλείπει και την πατρίδα του και προσκολλάται προς την γυναίκα του.

Α Εσδ. 4,21        καὶ μετὰ τῆς γυναικὸς ἀφίησι τὴν ψυχὴν καὶ οὔτε τὸν πατέρα μέμνηται οὔτε τὴν μητέρα οὔτε τὴν χώραν.

Α Εσδ. 4,21               Προς χάριν της γυναικός του θυσιάζει την ζωήν του και δεν ενθυμείται ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, ούτε την πατρίδα του.

Α Εσδ. 4,22        καὶ ἐντεῦθεν δεῖ ὑμᾶς γνῶναι ὅτι αἱ γυναῖκες κυριεύουσιν ὑμῶν· οὐχὶ πονεῖτε καὶ μοχθεῖτε, καὶ πάντα ταῖς γυναιξὶ δίδοτε καὶ φέρετε;

Α Εσδ. 4,22              Από όλα αυτά, που σας είπα, είσθε υποχρεωμένοι και σεις να αναγνωρίσετε, ότι αι γυναίκες κυριαρχούν επάνω σας. Σεις οι ίδιοι δεν εργάζεσθε και δεν υποβάλλεσθε εις κόπους και ταλαιπωρίας, και όλας τας προσόδους σας δίδετε και φέρετε εις τας γυναίκας σας;

Α Εσδ. 4,23        καὶ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύεται ἐξοδεύειν καὶ λῃστεύειν καὶ κλέπτειν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν πλεῖν καὶ ποταμούς·

Α Εσδ. 4,23              Ο άνθρωπος παίρνει το ξίφος του, φεύγει από το σπίτι, εξέρχεται δια να ληστεύση και κλέψη, πλέει εις ποταμούς και θαλάσσας.

Α Εσδ. 4,24        καὶ τὸν λέοντα θεωρεῖ καὶ ἐν σκότει βαδίζει, καὶ ὅταν κλέψῃ καὶ ἁρπάσῃ καὶ λωποδυτήσῃ, τῇ ἐρωμένῃ ἀποφέρει.

Α Εσδ. 4,24              Κατά τας επιχειρήσστου αυτάς βλέπει τον λέοντα και τον καταφρονεί. Βαδίζει εις τα σκότη, δια να επιτύχη στο σκοτεινόν έργον του. ' Οταν δε κλέψη και αρπάση και λωποδυτήση, φέρει όλα αυτά εις την ερωμένην του.

Α Εσδ. 4,25        καὶ πλεῖον ἀγαπᾷ ἄνθρωπος τὴν ἰδίαν γυναῖκα μᾶλλον ἢ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα·

Α Εσδ. 4,25              Γενικώτερον οι άνδρες αγαπούν πολύ περισσότερον την γυναίκα των από τον πατέρα και την μητέρα των.

Α Εσδ. 4,26        καὶ πολλοὶ ἀπενοήθησαν· ταῖς ἰδίαις διανοίαις διὰ τὰς γυναῖκας καὶ δοῦλοι ἐγένοντο δι᾿ αὐτάς,

Α Εσδ. 4,26              Πολλοί άνδρες ετρελλάθηκαν και έχασαν τα λογικά των εξ αιτίας των γυναικών και έγιναν προς χάριν εκείνων δούλοι.

Α Εσδ. 4,27        καὶ πολλοὶ ἀπώλοντο καὶ ἐσφάλησαν καὶ ἡμάρτοσαν διὰ τὰς γυναῖκας.

Α Εσδ. 4,27              Πολλοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι κατεστράφησαν και περιέπεσαν εις σφάλματα και παρέβησαν το θέλημα του Θεού εξ αιτίας των γυναικών.

Α Εσδ. 4,28        καὶ νῦν οὐ πιστεύετέ μοι; οὐχὶ μέγας ὁ βασιλεὺς τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ; οὐχὶ πᾶσαι αἱ χῶραι εὐλαβοῦνται ἅψασθαι αὐτοῦ;

Α Εσδ. 4,28              Ακόμη εξακολουθείτε να μη πιστεύετε αυτά, που σας είπα; Ιδού ένα παράδειγμα. Δεν είναι μέγας ο βασιλεύς με την απεριόριστον εξουσίαν, που έχει; Οι κάτοικοι όλων των χωρών δεν φοβούνται και να εγγίσουν απλώς αυτόν;

Α Εσδ. 4,29        ἐθεώρουν αὐτὸν καὶ Ἀπάμην τὴν θυγατέρα Βαρτάκου τοῦ θαυμαστοῦ, τὴν παλλακὴν τοῦ βασιλέως, καθημένην ἐν δεξιᾷ τοῦ βασιλέως

Α Εσδ. 4,29              Και όμως έβλεπα τον βασιλέα αυτόν και την Απάμην, την θυγατέρα του αξιοθαυμάστου Βαρτάκου, η οποία είναι δευτέρας σειράς σύζυγος του βασιλέως, την έβλεπα να κάθεται δεξιά από τον βασιλέα,

Α Εσδ. 4,30        καὶ ἀφαιροῦσαν τὸ διάδημα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως καὶ ἐπιτιθοῦσαν ἑαυτῇ καὶ ἐῤῥάπιζε τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ·

Α Εσδ. 4,30              να αφαιρή το βασιλικόν διάδημα από την κεφαλήν του βασιλέως και να το θέτη στο ιδικόν της κεφάλι και να ραπίζη τον βασιλέα με το αριστερό της χέρι.

Α Εσδ. 4,31        καὶ πρὸς τούτοις ὁ βασιλεὺς χάσκων τὸ στόμα ἐθεώρει αὐτήν. καὶ ἐὰν προσγελάσῃ αὐτῷ, γελᾷ· ἐὰν δὲ πικρανθῇ ἐπ᾿ αὐτόν, κολακεύει αὐτήν, ὅπως διαλλαγῇ αὐτῷ.

Α Εσδ. 4,31               Παρ όλα αυτά ο βασιλεύς την έβλεπε με ανοικτόν το στόμα. Εάν εκείνη εγελούσε, εγελούσε και ο βασιλεύς. Εάν εκείνη εφαίνετο πικραμμένη και στενοχωρημένη εναντίον του, ο βασιλεύς την εκολάκευε, δια να συμφιλιωθή προς αυτόν.

Α Εσδ. 4,32        ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες, ὅτι οὕτως πράσσουσι;

Α Εσδ. 4,32              Ω άνδρες, πως λοιπόν δεν είναι αι γυναίκες ισχυρότεραι από τους άνδρας, αφού αυταί τέτοια έργα κάνουν εις βάρος των ανδρών;”

 

                               Η ομιλία του Ζοροβάβελ για την αλήθεια

Α Εσδ. 4,33        καὶ τότε ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες ἔβλεπον εἷς τὸν ἕτερον. καὶ ἤρξατο λαλεῖν περὶ τῆς ἀληθείας.

Α Εσδ. 4,33               Ο βασιλεύς και οι επίσημοι άνδρες του, όταν ήκουσαν όλα αυτά, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον με πολλήν έκπληξιν. Ο Ζοροβάβελ ήρχισε τότε, να αναπτύσση την γνώμην του περί της δυνάμεως, την οποίαν έχει η αλήθεια και είπε·

Α Εσδ. 4,34        ἄνδρες, οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες; μεγάλη ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς τῷ δρόμῳ ὁ ἥλιος, ὅτι στρέφεται ἐν τῷ κύκλῳ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάλιν ἀποτρέχει εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ.

Α Εσδ. 4,34              “Ω άνδρες, ισχυραί δεν είναι αι γυναίκες; Βεβαίως· αλλά μεγάλη είναι η γη και υψηλός ο ουρανός και ταχύς ο ήλιος εις την διαδρομήν του, διότι στρέφεται στον κύκλον του ουρανού και πάλιν επανέρχεται στον τόπον, από τον οποίον εξεκίνησε κατά το διάστημα μιας μόνον ημέρας.

Α Εσδ. 4,35        οὐχὶ μέγας ὃς ταῦτα ποιεῖ; καὶ ἡ ἀλήθεια μεγάλη καὶ ἰσχυροτέρα παρὰ πάντα.

Α Εσδ. 4,35               Αλλά δεν είναι ασυγκρίτως πολύ μέγας αυτός, ο οποίος τα εδημιούργησεν; Η Αλήθεια, λοιπόν, είναι μεγάλη και πολύ ισχυροτέρα από όλα αυτά.

Α Εσδ. 4,36        πᾶσα ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν καλεῖ, καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὴν εὐλογεῖ, καὶ πάντα τὰ ἔργα σείεται καὶ τρέμει, καὶ οὐκ ἔστι μετ᾿ αὐτῆς ἄδικον οὐδέν.

Α Εσδ. 4,36              Ολόκληρος η γη την αλήθειαν προσκαλεί. Ο ουρανός αυτήν επαινεί και όλα τα δημιουργήματα συγκλονίζονται και τρέμουν ενώπιόν της· και δεν υπάρχει μαζή με την αλήθειαν, τίποτε απολύτως το άδικον.

Α Εσδ. 4,37        ἄδικος ὁ οἶνος, ἄδικος ὁ βασιλεύς, ἄδικοι αἱ γυναῖκες, ἄδικοι πάντες οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄδικα πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν τὰ τοιαῦτα· καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια, καὶ ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτῶν ἀπολοῦνται.

Α Εσδ. 4,37               Αδικος όμως είναι ο οίνος, άδικος είναι ο βασιλεύς, άδικοι είναι αι γυναίκες, άδικοι είναι όλοι οι υιοί των ανθρώπων, και άδικα όλα τα τοιαύτα έργα των. Και δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια· Και εις τας αδικίας των αυτοί καταστρέφονται.

Α Εσδ. 4,38        ἡ δὲ ἀλήθεια μένει καὶ ἰσχύει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ζῇ καὶ κρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

Α Εσδ. 4,38              Η αλήθεια όμως, (δηλαδή ο Θεός) μένει παντοτεινή. Εχει δύναμιν και κύρος αιώνιον. Ζη και κυριαρχεί στους αιώνας των αιώνων.

Α Εσδ. 4,39        καὶ οὐκ ἔστι παρ᾿ αὐτὴν λαμβάνειν πρόσωπα, οὐδὲ διάφορα, ἀλλὰ τὰ δίκαια ποιεῖ ἀπὸ πάντων τῶν ἀδίκων καὶ πονηρῶν· καὶ πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις αὐτῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κρίσει αὐτῆς οὐδὲν ἄδικον.

Α Εσδ. 4,39              Αυτή δεν λαμβάνει υπ' όψιν της πρόσωπα, ούτε κάνει διάκρισιν μεταξύ επισήμων και ανεπισήμων, ισχυρών και αδυνάτων. Αλλά πράττει πάντοτε το δίκαιον ενώπιον όλων, και ακόμη των αδίκων και πονηρών ανθρώπων. Ολοι δε επιδοκιμάζουν και ευχαριστούνται εις τα έργα της. Οταν αυτή κρίνη, δεν υπάρχει τίποτε το άδικον.

Α Εσδ. 4,40        καὶ αὐτῇ ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ βασίλειον καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλειότης τῶν πάντων αἰώνων. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας.

Α Εσδ. 4,40              Εις αυτήν λοιπόν υπάρχει και ανήκει η ισχύς και η κυριότης και η εξουσία και η μεγαλειότης εις όλους τους αιώνας. Δοξασμένος ας είναι ο Θεός της αληθείας” !

Α Εσδ. 4,41        καὶ ἐσιώπησε τοῦ λαλεῖν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς τότε ἐφώνησε, καὶ τότε εἶπον· μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει.

Α Εσδ. 4,41               Ο Ζοροβάβελ, αφού είπεν αυτά, έπαυσε πλέον να ομιλή. Ολοι τότε, όσοι ήσαν συγκεντρωμένοι, ανεφώνησαν και είπαν με ένα στόμα· “μεγάλη πράγματι είναι η αλήθεια και αυτή έχει ισχύν και δύναμιν ανωτέραν από όλους και από όλα”.

 

                                    Ο Ζοροβάβελ κερδίζει την εύνοια του Δαρείου Α’

Α Εσδ. 4,42        Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπεν αὐτῷ· αἴτησαι ὃ θέλεις πλείω τῶν γεγραμμένων, καὶ δώσομέν σοι ὃν τρόπον εὑρέθης σοφώτερος, καὶ ἐχόμενός μου καθήσῃ, καὶ συγγενής μου κληθήσῃ.

Α Εσδ. 4,42              Τοτε είπεν ο βασιλεύς προς τον Ζοροβάβελ· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και περισσότερα ακόμη από εκείνα, που είναι γραμμένα εις την συμφωνίαν σας. Εγώ θα σου δώσω κάθε τι, που θα μου ζητήσης, διότι συ ανεδείχθης σοφότερος από όλους. Θα παρακάθεσαι πλησίον μου και θα ονομασθής συγγενής μου”.

Α Εσδ. 4,43        τότε εἶπε τῷ βασιλεῖ· μνήσθητι τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω, οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ τὸ βασίλειόν σου παρέλαβες,

Α Εσδ. 4,43              Τοτε ο Ζοροβάβελ είπεν στον βασιλέα· “ενθυμησου το τάμα, που έκαμες την ημέραν, κατά την οποίαν ανέλαβες την βασιλείαν σου, να ανοικοδομήσης, δηλαδή, την Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,44        καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ληφθέντα ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκπέμψαι, ἃ ἐχώρισε Κῦρος, ὅτε ηὔξατο ἐκκόψαι Βαβυλῶνα, καὶ ηὔξατο ἐξαποστεῖλαι ἐκεῖ.

Α Εσδ. 4,44              Ενθυμήσου επίσης την υπόσχεσίν σου, ότι θα επιστρέψης όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία έχουν αφαιρεθή από την Ιερουσαλήμ και τα οποία ο Κύρος, όταν επρόκειτο να κατακυριεύση την Βαβυλώνα, έκαμε τάμα, τα εξεχώρισε και έταξε να τα αποστείλη πάλιν εκεί εις την Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,45        καὶ σὺ ηὔξω οἰκοδομῆσαι τὸν ναόν, ὃν ἐνεπύρισαν οἱ Ἰδουμαῖοι, ὅτε ἠρημώθη ἡ Ἰουδαία ὑπὸ τῶν Χαλδαίων.

Α Εσδ. 4,45              Συ δε έταξες να ανοικοδομήσης τον ναόν, τον οποίον επυρπόλησαν οι Ιδουμαίοι, όταν είχεν ερημωθή και καταστροφή η Ιουδαία από τους Χαλδαίους.

Α Εσδ. 4,46        καὶ νῦν τοῦτό ἐστιν, ὅ σε ἀξιῶ, κύριε βασιλεῦ, καὶ ὃ αἰτοῦμαί σε, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μεγαλωσύνη ἡ παρὰ σοῦ· δέομαι οὖν ἵνα ποιήσῃς τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ ποιῆσαι ἐκ στόματός σου.

Α Εσδ. 4,46              Τωρα, λοιπόν, αυτή είναι η αξίωσις, την οποίαν έχω από σέ, κύριε βασιλεύ· αυτό είναι εκείνο το οποίον ζητώ από σε και αυτή είναι η μεγαλειώδης πράξις, την οποίαν συ ημπορείς να κάμης. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να εκπληρώσης το τάξιμο, το οποίον με το ιδιο σου το στόμα έκαμες στον βασιλέα των ουρανών, προς τον Θεόν”.

Α Εσδ. 4,47        τότε ἀναστὰς Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔγραψεν αὐτῷ τὰς ἐπιστολὰς πρὸς πάντας τοὺς οἰκονόμους καὶ τοπάρχας καὶ στρατηγοὺς καὶ σατράπας, ἵνα προπέμψωσιν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ πάντας ἀναβαίνοντας οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,47              Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος εσηκώθη και τον κατεφίλησεν. Εγραψε δε αμέσως και έδωκεν εις αυτόν επιστολάς απευθυνομένας προς όλους τους υπαλλήλους, τους διοικητάς, τους στρατηγούς και τους σατράπας, να κατευοδώσουν ασφαλώς αυτόν και όλους, όσοι θα ανέβαιναν μαζή με αυτόν, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,48        καὶ πᾶσι τοῖς τοπάρχαις ἐν κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ καὶ τοῖς ἐν τῷ Λιβάνῳ ἔγραψεν ἐπιστολὰς μεταφέρειν ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅπως οἰκοδομήσωσι μετ᾿ αὐτοῦ τὴν πόλιν.

Α Εσδ. 4,48              Εις όλους δε τους διοικητάς της κοίλης Συρίας, της Φοινίκης και του Λιβάνου, έγραψεν ο βασιλεύς επιστολάς να συνεργήσουν, ώστε να μεταφερθούν ξύλα κέδρινα από τον Λιβανον εις την Ιερουσαλήμ, δια να βοηθήσουν τον Ζοροβάβελ εις την ανοικοδόμησιν της πόλεως.

Α Εσδ. 4,49        καὶ ἔγραψε πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς ἀναβαίνουσιν ἀπὸ τῆς βασιλείας εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, πάντα δυνατὸν καὶ τοπάρχην καὶ σατράπην καὶ οἰκονόμον μὴ ἀπελεύσεσθαι ἐπὶ τὰς θύρας αὐτῶν,

Α Εσδ. 4,49              Εγραψεν επίσης επιστολάς δι' όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι θα ανέβαιναν από το βασίλειόν του εις την Ιουδαίαν, να αφεθούν ελεύθεροι εις τας ενεργείας των, κανείς δε άρχων και διοικητής και σατράπης και υπάλληλος να μη έχη το δικαίωμα να πατήση το πόδι του εις την οικίαν των.

Α Εσδ. 4,50        καὶ πᾶσαν τὴν χώραν, ἣν κρατοῦσιν, ἀφορολόγητον αὐτοῖς ὑπάρχειν, καὶ ἵνα οἱ Ἰδουμαῖοι ἀφίωσι τὰς κώμας, ἃς διακρατοῦσι τῶν Ἰουδαίων,

Α Εσδ. 4,50              Εδωσεν επίσης διαταγήν, ώστε η χώρα, την οποίαν θα έχουν οι Ιουδαίοι, να είναι αφορολόγητος. Οι δε Ιδουμαίοι να αφήσουν ελευθέρας τας κώμας των Ιουδαίων, τας οποίας αυτοί είχον καταλάβει και εκρατούσαν.

Α Εσδ. 4,51        καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἱεροῦ δοθῆναι κατ᾿ ἐνιαυτὸν τάλαντα εἴκοσι μέχρι τοῦ οἰκοδομηθῆναι,

Α Εσδ. 4,51               Διέταξεν επίσης, να δίδωνται κάθε έτος είκοσι τάλαντα δια την ανοικοδόμησίν του ναού, μέχρις ότου αποπερατωθή.

Α Εσδ. 4,52        καὶ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ὁλοκαυτώματα καρποῦσθαι καθ᾿ ἡμέραν, καθὰ ἔχουσιν ἐντολὴν ἑπτακαίδεκα προσφέρειν, ἄλλα τάλαντα, δέκα κατ᾿ ἐνιαυτόν,

Α Εσδ. 4,52              Επίσης να δίδωνται άλλα δέκα τάλαντα κάθε έτος δια τα δεκαεπτά καθημερινά ολοκαυτώματα, τα οποία προσεφέροντο στο θυσιαστήριον, όπως διέτασσεν ο Νομος.

Α Εσδ. 4,53        καὶ πᾶσι τοῖς προσβαίνουσιν ἀπὸ τῆς Βαβυλωνίας κτίσαι τὴν πόλιν, ὑπάρχειν τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἐκγόνοις αὐτῶν, καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι τοῖς προσβαίνουσιν.

Α Εσδ. 4,53               Επίσης όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι θα επέστρεφον από την Βαβυλώνα, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ, να είναι ελεύθεροι αυτοί και οι απόγονοί των. Το ίδιον έπρεπε να πραγματοποιηθή δι' όλους τους ιερείς, οι οποίοι θα ανεχώρουν από την Βαβυλώνα.

Α Εσδ. 4,54        ἔγραψε δὲ καὶ τὴν χορηγίαν καὶ τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἐν τίνι λατρεύουσιν ἐν αὐτῇ.

Α Εσδ. 4,54              Εδωσε δε και έγγραφον εντολήν να παρέχωνται τα απαιτούμενα χρήματα δια την διατροφήν των ιερέων και δια τα ιερατικά των ενδύματα, με τα οποία αυτοί εκτελούσαν τα της λατρείας.

Α Εσδ. 4,55        καὶ τοῖς Λευίταις ἔγραψε δοῦναι τὴν χορηγίαν ἕως τῆς ἡμέρας, ἧς ἐπιτελεσθῇ ὁ οἶκος καὶ Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομηθῆναι,

Α Εσδ. 4,55               Εδωσεν επίσης έγγραφον διαταγήν να χορηγήται η δαπάνη, η απαιτουμένη δια την διατροφήν των Λευϊτών, μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν θα αττοπερατωθή ο ναός και θα ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,56        καὶ πᾶσι τοῖς φρουροῦσι τὴν πόλιν ἔγραψε δοῦναι αὐτοῖς κλήρους καὶ ὀψώνια.

Α Εσδ. 4,56              Διέταξεν επίσης να δοθή κλήρος γης και μισθός εις χρήματα προς όλους τους φρουρούς της πόλεως της Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,57        καὶ ἐξαπέστειλε πάντα τὰ σκεύη, ἃ ἐχώρισε Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος· καὶ πάντα, ὅσα εἶπε Κῦρος ποιῆσαι, καὶ αὐτὸς ἐπέταξε ποιῆσαι καὶ ἐξαποστεῖλαι εἰς Ἱερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,57               Επί δε τούτοις απέστειλεν όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία είχε ξεχωρίσει ο Κύρος από τη Βαβυλώνα δια την Ιερουσαλήμ, όλα, όσα είχεν υποσχεθή να κάμη ο Κύρος, διέταξε να γίνουν και να αποσταλούν εις την Ιερουσαλήμ.

Α Εσδ. 4,58        Καὶ ὅτε ἐξῆλθεν ὁ νεανίσκος, ἄρας τὸ πρόσωπον εἰς τὸν οὐρανὸν ἐναντίον Ἱερουσαλὴμ εὐλόγησε τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ λέγων·

Α Εσδ. 4,58              Οταν ο νεαρός Ζοροβάβελ εβγήκεν από τα ανάκτορα, ύψωσε το πρόσωπόν του στον ουρανόν και με κατεύθυνσιν προς την Ιερουσαλήμ εδόξασε τον Βασιλέα του Ουρανού λέγων·

Α Εσδ. 4,59        παρὰ σοῦ νίκη, καὶ παρὰ σοῦ ἡ σοφία, καὶ σὴ ἡ δόξα καὶ ἐγὼ σὸς οἰκέτης.

Α Εσδ. 4,59              “Από σέ, Κυριε, προέρχεται κάθε νίκη. Από σε πηγάζει κάθε σοφία και εις σε ανήκει όλη η δόξα. Εγώ δε είμαι δούλος ιδικός σου.

Α Εσδ. 4,60        εὐλογητὸς εἶ, ὃς ἔδωκάς μοι σοφίαν, καὶ σοὶ ὁμολογῶ, δέσποτα τῶν πατέρων.

Α Εσδ. 4,60              Δοξασμένος λοιπόν είσαι συ, Κυριε, ο οποίος έδωσες εις εμέ αυτήν την σοφίαν. Δοξολογώ, Δέσποτα, σέ, Κυριε των πατέρων ημών”.

Α Εσδ. 4,61        καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολὰς καὶ ἐξῆλθε καὶ ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἀπήγγειλε τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ πᾶσι.

Α Εσδ. 4,61               Τοτε επήρεν ο Ζοροβάβελ τας επιστολάς, ανεχώρησεν αμέσως και μετέβη εις την Βαβυλώνα και ανήγγειλεν εις όλους τους εκεί αδελφούς του Ιουδαίους τα γεγονότα αυτά.

Α Εσδ. 4,62        καὶ εὐλόγησαν τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν, ὅτι ἔδωκεν αὐτοῖς ἄνεσιν καὶ ἄφεσιν

Α Εσδ. 4,62              Εκείνοι εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν των πατέρων των, διότι έδωκεν εις αυτούς άνεσιν και ελευθερίαν

Α Εσδ. 4,63        ἀναβῆναι καὶ οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ἱερόν, οὗ ὠνομάσθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ. καὶ ἐκωθωνίζοντο μετὰ μουσικῶν καὶ χαρᾶς ἡμέρας ἑπτά.

Α Εσδ. 4,63              να επανέλθουν εις την πατρίδα των, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ και τον ναόν, ο οποίος είχεν απ' αρχής ανοικοδομηθή εις τιμήν και δόξαν του Ονόματός του. Γεμάτοι δε χαράν επανηγύριζαν το χαρμόσυνον γεγονός πίνοντες οίνον και διασκεδάζοντες με μουσικά όργανα επί μίαν εβδομάδα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5 6 7 8 9