ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ |
Ο Νόμος και το Πνεύμα |
Β Κορ. 3,1 Ἀρχόμεθα
πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνειν; εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς
ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν συστατικῶν;
Β Κορ. 3,1 Αρχίζομεν
πάλιν να συνιστώμεν τον εαυτόν μας; Μηπως τυχόν και χρειαζόμεθα, όπως και
μερικοί άλλοι, συστατικάς επιστολάς προς σας η από σας συστατικάς επιστολάς
δια τους άλλους;
Β Κορ. 3,2 ἡ ἐπιστολὴ
ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ
ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων,
Β Κορ. 3,2 Η ιδική
μας συστατική επιστολή είσθε σεις οι ίδιοι. Επιστολή γραμμένη μέσα εις τας
καρδίας μας, η οποία γνωρίζεται ως γνησία και αληθινή και αναγινώσκεται από
όλους τους ανθρώπους.
Β Κορ. 3,3 φανερούμενοι
ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ᾿ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι,
ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις
σαρκίναις.
Β Κορ. 3,3 Σεις
γίνεσθε φανεροί και δια των πραγμάτων αποδεικνύετε, ότι είσθε επιστολή
Χριστού, την οποίαν εκείνος έγραψε, χρησιμοποιήσας ημάς ως όργανα του·
γραμμένη όχι με μέλανι, αλλά με την χάριν και τον φωτισμόν του Πνεύματος του
ζώντος Θεού· όχι εις λίθινες πλάκες, όπως είχε γραφή ο μωσαϊκός Νομος, αλλ'
εις τις σάρκινες πλάκες των καρδιών σας, αι οποίαι αισθάνονται και ζουν τας
δωρεάς και τας αληθείας, που δίδει το Πνεύμα το Αγιον.
Β Κορ. 3,4 Πεποίθησιν δὲ
τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν.
Β Κορ. 3,4 Καμνομεν
δε αυτήν την ομολογίαν και έχομεν αυτήν την πεποίθησιν δια του Ιησού
Χριστού, έμπροσθεν του Θεού.
Β Κορ. 3,5 οὐχ ὅτι
ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ
τοῦ Θεοῦ,
Β Κορ. 3,5 Οχι
διότι είμεθα από τους εαυτούς μας ικανοί, ούτε ότι από την ιδικήν μας
διάνοιαν και από τους ιδικούς μας λογισμούς συνθέτομεν και προσφέρομεν το
κήρυγμα. Αλλ' η ικανότης μας είναι από τον Θεόν.
Β Κορ. 3,6 ὃς καὶ
ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ
γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ.
Β Κορ. 3,6 Αυτός
και μας έχει αναδείξει ικανούς και αξίους διακόνους της Καινής Διαθήκης, όχι
του παλαιού γραπτού και τυπικού νόμου, αλλά του πνευματικού, ο οποίος δια
του Αγίου Πνεύματος γράφεται εις τας καρδίας μας και δίδει ζωήν. Διότι το
γράμμα, αι τυπικαί διατάξεις του παλαιού Νομου, φέρουν τον πνευματικόν
θάνατον. Τον νέον όμως πνεύμα της Καινής Διαθήκης δίδει την ζωήν.
Β Κορ. 3,7 Εἰ δὲ ἡ
διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ,
ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν
δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην,
Β Κορ. 3,7 Εάν δε
ο παλαιός Νομος, που οδηγεί στον θάνατον και είχε χαραχθή με γράμματα εις
λίθους, εδόθη με τόσην δόξαν, ώστε οι Ισραηλίται να μη ημπορον να ατενίσουν
το πρόσωπον του Μωϋσέως, ένεκα της δόξης και λαμπρότητος που ανέδιδεν αυτό,
η οποία εν τούτοις ήτο παροδική και θα κατηργείτο,
Β Κορ. 3,8 πῶς οὐχὶ
μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ;
Β Κορ. 3,8 πως δεν
θα έχη μεγαλυτέραν δόξαν και μεγαλειότητα η διακονία της Καινής Διαθήκης, η
οποία χορηγεί στους ανθρώπους το Πνεύμα το Αγιον;
Β Κορ. 3,9 εἰ γὰρ ἡ
διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς
δικαιοσύνης ἐν δόξῃ.
Β Κορ. 3,9 Διότι
εάν η διακονία εκείνη του παλαιού Νομου, που είχε ως συνέπειαν την καταδίκην
του ανθρώπου, ήτο ένδοξος, πολύ περισσότερον η διακονία της Καινής Διαθήκης,
που δίδει την δικαίωσιν και την σωτηρίαν έχει με το παραπάνω πλουσίαν την
δόξαν.
Β Κορ. 3,10 καὶ γὰρ οὐδὲ
δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης.
Β Κορ. 3,10 Διότι
δεν έχει αποκτήσει ποτέ τέτοιαν δόξαν ο δοξασμένος παλαιός Νομος, εν
συγκρίσει και αντιπαραβολής προς την Καινήν Διαθήκην, ένεκα της υπερβολικής
και ασυλλήπτου δόξης, που έχει η νέα αυτή Διαθήκη.
Β Κορ. 3,11 εἰ γὰρ τὸ
καταργούμενον διὰ δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον ἐν δόξῃ.
Β Κορ. 3,11 Και
έτσι έπρεπε να είναι· διότι εάν ο παλαιός Νομος, που ήτο προσωρινός και θα
κατηργείτο, είχε την δόξαν του, πολύ περισσότερον συνοδεύεται από
μεγαλυτέραν δόξαν αυτό που μένει στους αιώνας αιώνων, δηλαδή η Καινή
Διαθήκη.
Β Κορ. 3,12 Ἔχοντες οὖν
τοιαύτην ἐλπίδα πολλῇ παῤῥησίᾳ χρώμεθα,
Β Κορ. 3,12 Εχοντες,
λοιπόν, μίαν τέτοιαν ελπίδα, ότι δηλαδή το εν Χριστώ έργον μας είναι
αφαντάστως και αιωνίως, ένδοξον, προχωρούμεν και εργαζόμεθα με πολύ θάρρος
δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου.
Β Κορ. 3,13 καὶ οὐ καθάπερ
Μωϋσῆς ἐτίθει κάλυμμα ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς
Ἰσραὴλ εἰς τὸ τέλος τοῦ καταργουμένου.
Β Κορ. 3,13 Και
προσφέρομεν καθαράν, χωρίς κανένα κάλλυμα, την νέαν διδασκαλίαν και το έργον
μας, και όχι όπως ο Μωϋσής, ο οποίος έθετε κάλυμμα εμπρός στο πρόσωπον του,
το οποίον κάλυμμα υπεδήλωνεν, ότι οι υιοί του Ισραήλ δεν θα ημποροσαν, εξ
αιτίας της σκληροκαρδίας των, να ατενίσουν και να κατανοήσουν του
καταργουμένου εκείνου Νομου το τέλος και τον σκοπόν, δηλαδή τον Χριστόν.
Β Κορ. 3,14 ἀλλ᾿ ἐπωρώθη
τὰ νοήματα αὐτῶν. ἄχρι γὰρ τῆς σήμερον τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς
παλαιᾶς διαθήκης μένει, μὴ ἀνακαλυπτόμενον ὅτι ἐν Χριστῷ καταργεῖται,
Β Κορ. 3,14 Αλλ'
εσκληρύνθη και ετυφλώθη η διάνοιά των. Διότι και μέχρι σήμερον μένει το ίδιο
κάλυμμα κατά την ανάγνωσιν της Παλαιάς Διαθήκης και δεν αφαιρείται τούτο από
αυτούς (κατά κυριολεξίαν και κατά μεταφοράν) επειδή δεν πιστεύουν στον
Χριστόν, εν τω οποίω και δια του οποίου καταργείται αυτό.
Β Κορ. 3,15 ἀλλ᾿ ἕως
σήμερον, ἡνίκα ἀναγινώσκεται Μωϋσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται·
Β Κορ. 3,15 Αλλά
μέχρι σήμερον, όταν αναγινώσκεται ο Νομος του Μωϋσέως, απλώνεται και υπάρχει
κάλυμμα όχι μόνον στο πρόσωπόν των, αλλά και εις την καρδίαν των.
Β Κορ. 3,16 ἡνίκα δ᾿ ἂν
ἐπιστρέψῃ πρὸς Κύριον, περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα.
Β Κορ. 3,16 Οταν δε
κάποιος από αυτούς καθοδηγηθή και επιστρέψη προς τον Κυριον Ιησούν Χριστόν,
τότε ξετυλίγεται και αφαιρείται το κάλυμμα της καρδίας, δια να γίνη έτσι
φανερά εις αυτόν και κατανοητή η αλήθεια.
Β Κορ. 3,17 ὁ δὲ Κύριος τὸ
Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία.
Β Κορ. 3,17 Ο
Κυριος είναι το Πνεύμα και όπου υπάρχει το Πνεύμα, το οποίον δια μέσου του
Κυρίου χορηγείται, εκεί υπάρχει η απελευθέρωσις από το κάλυμμα και την
δουλείαν του Νομου· εκεί ευρίσκεται η πραγματική ελευθερία.
Β Κορ. 3,18 ἡμεῖς δὲ
πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν
εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος.
Β Κορ. 3,18 Ημείς
δε όλοι με ακάλυπτον το πρόσωπον και ανεμπόδιστον την καρδίαν δεχόμεθα και
αντικατοπτρίζομεν και ακτινοβολούμεν την δόξαν του Κυρίου, και
μεταμορφωνόμεθα εις αυτήν ταύτην την εικόνα του και του ομοιάζομεν ταύτην
την εικόνα του και του ομοιάζομεν πνευματικώς, προχωρούντες από δόξης εις
δόξαν, όπως είναι φυσικόν να προχωρή αυτός, που αγιάζεται και λαμπρύνεται
από το Πνεύμα, από τον Κυριον.
|