ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

 

 

Προβλήματα που αφορούν το γάμο

Α Κορ. 7,1          Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι·

Α Κορ. 7,1                 Ως προς εκείνα δε που μου εγράψατε, σας λέγω ότι καλόν είναι να μη εγγίση καθόλου ο άνθρωπος γυναίκα.

Α Κορ. 7,2          διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω.

Α Κορ. 7,2                Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατος και υπάρχει φόβος να παρασυρθή εις πορνείας, ας έχη ο καθένας την γυναίκα του και καθεμία ας έχη τον άνδρα της.

Α Κορ. 7,3          τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί.

Α Κορ. 7,3                 Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη, καθ' ο άλλωστε καθήκον έχει, την στοργήν, την συμπάθειαν και την προστασίαν, που της οφείλεται. Ομοίως και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά στον άνδρα της.

Α Κορ. 7,4          ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνή.

Α Κορ. 7,4                Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού και έντος του νόμου του Θεού, το εξουσιάζει ο ανήρ· ομοίως και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του.

Α Κορ. 7,5          μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.

Α Κορ. 7,5                 Μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, δια να επιδίδεσθε απερίσπαστοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν και αφωσίωσιν εις την νηστείαν και την προσευχήν. Και πάλιν να επανέρχεσθε εις τας συζυγικάς σας σχέσεις, δια να μη δίδετε αφορμήν και ευκαιρίαν, λόγω της ακρατείας σας, να σας πειράζει ο σατανάς.

Α Κορ. 7,6          τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ᾿ ἐπιταγήν.

Α Κορ. 7,6                Αυτό που σας είπα, να μη αποστερήτε δηλαδή ο ένας τον άλλον, το λέγω ως υποχώρησιν και συγκατάβασιν δια την πνευματικήν σας αδυναμίαν. Δεν σας το επιβάλλω ως εντολήν.

Α Κορ. 7,7          θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως.

Α Κορ. 7,7                 Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν, αλλ' ο καθένας έχει από τον Θεόν ιδικόν του ιδιαίτερον χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή άγαμος· άλλος δε να ζη κατά διαφορετικόν τρόπον, δηλαδή έγγαμος.

Α Κορ. 7,8          Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ.

Α Κορ. 7,8                Λεγω δε στους αγάμους και εις τας χήρας, ότι είναι καλόν και συμφέρον δι' αυτούς, εάν μείνουν όπως εγώ, δηλαδή άγαμοι.

Α Κορ. 7,9          εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι.

Α Κορ. 7,9                Εάν όμως δεν αισθάνωνται την δύναμιν να εγκρατευθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν το χάρισμα της αγαμίας, και ας προχωρήσουν εις γάμον. Διότι είναι προτιμότερον να έλθη κανείς εις γάμον, παρά να πυρποληται από την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας.

Α Κορ. 7,10        τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι·

Α Κορ. 7,10               Εις εκείνους δε οι οποίοι έχουν έλθει εις γάμον, δίδω την εντολήν, όχι εγώ, αλλά ο Κυριος, η γυναίκα να μη χωρισθή από τον άνδρα της.

Α Κορ. 7,11        ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι.

Α Κορ. 7,11               Εάν όμως συμβή και χωρισθή, ας μένη άγαμος η ας συμφιλιωθή με τον άνδρα της. Αλλά και ο άνδρας να μη αφίνη την γυναίκα του.

Α Κορ. 7,12        τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω, οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν·

Α Κορ. 7,12               Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη.

Α Κορ. 7,13        καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν.

Α Κορ. 7,13               Και γυναίκα Χριστιανή, που έχει άνδρα άπιστον, και αυτός δέχεται προθύμως να κατοική μαζή της, ας μην τον αφήση.

Α Κορ. 7,14        ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν.

Α Κορ. 7,14               Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει κατά κάποιον τρόπον και εις κάποιον βαθμόν αγιασθή δια της ενώσεώς του προς την πιστήν γυναίκα· και η άπιστος γυναίκα έχει κάπως αγιασθή και αυτή δια της ενώσεώς της προς τον πιστόν άνδρα της. Επειδή, εάν δεν υπήρχε αυτή η κάποια μετάδοσις αγιασμού τα τέκνα θα ήσαν κατά φυσικήν συνέπειαν ακάθαρτα· ενώ τώρα είναι και αυτά άγια.

Α Κορ. 7,15        εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός.

Α Κορ. 7,15               Εάν δε ο άπιστος σύζυγος επιθυμή και θέλη χωρισμόν, ας χωρίζεται η Χριστιανή γυναίκα. Εις τοιαύτας περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός η πιστή. Ο Θεός μας έχει καλέσει να ζώμεν με ειρήνην εσωτερικήν και με ειρήνην προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθόν να ταλαιπωρήται ο πιστός σύζυγος από τας έριδας και τας μάχας της απίστου συζύγου.

Α Κορ. 7,16        τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;

Α Κορ. 7,16               Ως προς δε την συνοίκησιν, σας λέγω και τούτο· που το ξέρεις συ, η Χριστιανή γυναίκα, εάν στέργουσα να συγκατοικής με τον άπιστον άνδρα σου, εφ' όσον και αυτός το θέλει, μήπως τυχόν και τον σώσης; Η που το ξέρεις συ, ο Χριστιανός σύζυγος, μήπως και σώσης την άπιστον γυναίκα;

 

Να μένουμε στην κατάσταση που μας κάλεσε ο θεός

Α Κορ. 7,17        εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ Κύριος, οὕτω περιπατείτω. καὶ οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.

Α Κορ. 7,17               Εκτός όμως αυτών που είπα παραπάνω, ο καθένας ας προσπαθή να ζη και να πορεύεται σύμφωνα με τας συνθήκας της ζωής, τας οποίας ο Θεός εν τη προνοία του του έχει κανονίσει, να συνεχίση ομαλά τον βίον του, όπως τον ευρήκεν η κλήσις, που του απηύθηνεν ο Κυριος. Εγώ κατ' αυτόν τον τρόπον κανονίζω και ορίζω εις όλας τας τας Εκκλησίας.

Α Κορ. 7,18        περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω.

Α Κορ. 7,18               Εκλήθη κανείς εις την Χριστιανικήν πίστιν και εδέχθη το βάπτισμα, ενώ ήτο περιτετμημένος; Ας μη τραβά το δέρμα, δια να κρύψη την περιτομήν του. Εκλήθη κανείς εις την πίστιν και έγινε Χριστιανός, ενώ ήτο απερίτμητος; Ας μη περιτέμνεται.

Α Κορ. 7,19        ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ.

Α Κορ. 7,19               Τιποτε δεν είναι η περιτομή, και τίποτε δεν είναι η ακροβυστία. Αλλ' εκείνο που έχει την αξίαν είναι η τήρησις των εντολών του Θεού.

Α Κορ. 7,20        ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω.

Α Κορ. 7,20              Καθένας ας μένη εις την κατάστασίν που ευρέθη, όταν εκλήθη από τον Θεόν εις την πίστιν.

Α Κορ. 7,21        δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ᾿ εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι.

Α Κορ. 7,21               Εκλήθης εις την πίστιν καθ' ον χρόνον ήσο δούλος; Μη σε μέλη δια την δουλείαν σου αυτήν. Αλλά και αν ακόμη ημπορής να γίνης ελεύθερος, χρησιμοποίησε μάλλον και προτίμα την κατάστασιν της δουλείας.

Α Κορ. 7,22        ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν· ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ.

Α Κορ. 7,22              Διότι εκείνος ο οποίος ήτο δούλος, όταν εκλήθη από τον Κυριον εις την πίστιν, έχει τώρα απελευθερωθή υπό του Κυρίου, ο οποίος του εχάρισε την λύτρωσιν από τον ζυγόν της δουλείας και του θανάτου. Ομοίως και εκείνος που εκλήθη εις την πίστιν, καθ' ον χρόνον ήτο ελεύθερος, είναι τώρα δούλος του Χριστού.

Α Κορ. 7,23        τιμῆς ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων.

Α Κορ. 7,23              Ολοι έχετε εξαγορασθή από τον Χριστόν με ανεκτίμητον τίμημα. Μη γίνεσθε, λοιπόν, δούλοι των ανθρώπων, (μη συμμορφώνεσθε και μη υποδουλώνεσθε εις τας αμαρτωλάς απαιτήσεις και συνηθείας των ανθρώπων).

Α Κορ. 7,24        ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ τῷ Θεῷ.

Α Κορ. 7,24              Ο καθένας, αδελφοί, εις όποιαν κατάστασιν ευρέθη, όταν εκλήθη, εις αυτήν και ας μένη, (φροντίζων μόνον και αγωνιζόμενος να είναι πάντοτε κοντά στον Θεόν).

 

Άγαμοι και χήρες

Α Κορ. 7,25        Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου οὐχ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου πιστὸς εἶναι.

Α Κορ. 7,25              Ως προς δε τας παρθένους, δεν έχω εντολήν εκ μέρους του Κυρίου να σας διαβιβάσω, αλλά και εγώ σαν άνθρωπος, που έχω ελεηθή από τον Κυριον, ώστε να είμαι αξιόπιστος διδάσκαλος σας, σας δίδω γνώμην.

Α Κορ. 7,26        νομίζω οὖν τοῦτο καλὸν ὑπάρχειν διὰ τὴν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην, ὅτι καλὸν ἀνθρώπῳ τὸ οὕτως εἶναι.

Α Κορ. 7,26              Νομίζω, λοιπόν, ότι εξ αιτίας της δυσκόλου εποχής, που διερχόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, τούτο είναι καλόν· ότι δηλαδή είναι καλόν στον άνθρωπον να μένη έτσι, δηλαδή άγαμος.

Α Κορ. 7,27        δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναῖκα·

Α Κορ. 7,27              Είσαι όμως δεμένος δια των δεσμών του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής να λυθής από τον δεσμόν αυτόν της γυναικός. Είσαι ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής σύζυγον.

Α Κορ. 7,28        ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ ἥμαρτες· καὶ ἐὰν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε· θλῖψιν δὲ τῇ σαρκὶ ἕξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι.

Α Κορ. 7,28              Αλλά και αν έλθης εις γάμον, δεν διαπράττεις καμμίαν αμαρτίαν. Και η παρθένος εάν υπανδρευθή, δεν θα έχη αμαρτήσει. Θα έχουν όμως αυτοί θλίψιν κατά το σώμα, (εξ αιτίας των μεριμνών και των φροντίδων και των αγώνων, στους οποίους περιπλέκονται οι έγγαμοι). Εγώ όμως σας λυπούμαι και θέλω να προλάβω αυτάς τας ταλαιπωρίας σας.

Α Κορ. 7,29        τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι,

Α Κορ. 7,29              Και τούτο σας λέγω ακόμη, αδελφοί μου, ο καιρός είναι ολίγος και περιωρισμένος, ώστε και εκείνοι που έχουν γυναίκας να είναι σαν να μην έχουν, και ας φροντίζουν να μη υποδουλώνωνται εξ ολοκλήρου εις βιωτικάς μερίμνας.

Α Κορ. 7,30        καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες,

Α Κορ. 7,30              Και εκείνοι που κλαίουν δια τας θλίψεις των, να είναι σαν να μη κλαίουν, διότι γρήγορα εις την σύντομον ροήν του χρόνου θα περάσουν και αυταί. Και εκείνοι που χαίρουν, να ζουν σαν να μη χαίρουν δια τον ίδιον λόγον. Και εκείνοι που αγοράζουν, σαν να μη κατέχουν, διότι πολύ γρήγορα θα τα αφήσουν.

Α Κορ. 7,31        καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου.

Α Κορ. 7,31               Και αυτοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν και μεταχειρίζονται τα αγαθά του κόσμου τούτου, ας μη κάμουν κατάχρησιν, η οποία βλάπτει και το σώμα και την ψυχήν· διότι φεύγει ασυγκράτητα η εξωτερική μορφή του κόσμου τούτου.

Α Κορ. 7,32        θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ·

Α Κορ. 7,32              Θελω δε να είσθε απηλλαγμένοι από τας πολλάς και δυσκόλους φροντίδας του βίου τούτου. Ο άγαμος φροντίζει και ενδιαφέρεται δι' όσα παραγγέλλει και θέλει ο Κυριος. Φροντίζει πως να αρέση στον Κυριον (αυτή δε η φροντίδα είναι ειρηνική και χαρούμενη).

Α Κορ. 7,33        ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί.

Α Κορ. 7,33              Εκείνος όμως που ήλθεν εις γάμον, φροντίζει δια τα κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση εις την γυναίκα του.

Α Κορ. 7,34        μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος. ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί.

Α Κορ. 7,34              Υπάρχει διαφορά και διάκρισις μεταξύ της εγγάμου και εκείνης που ηθέλησε και έμεινε παρθένος. Η μείνασα παρθένος φροντίζει με όλην της την ψυχήν και επιδιώκει εκείνα που αρέσουν στον Κυριον, δια να είναι αγία και καθαρά κατά το σώμα και την ψυχήν. Η έγγαμος φροντίζει πολύ δια κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση στον άνδρα της.

Α Κορ. 7,35        τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως.

Α Κορ. 7,35              Λεγω δε αυτό περί της παρθενικής ζωής αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον σας, όχι δια να σας βάλω θηλειά στον λαιμόν και να σας τραβήξω, χωρίς να το θέλετε, στον άγαμον βίον, αλλά δια να σας δείξω και να σας οδηγήσω εις μίαν σεμνήν ζωήν και διακεκριμένην θέσιν πλησίον του Κυρίου, χωρίς βιωτικούς περισπασμούς και φροντίδας.

Α Κορ. 7,36        Εἰ δέ τις ἀσχημονεῖν ἐπὶ τὴν παρθένον αὐτοῦ νομίζει, ἐὰν ᾖ ὑπέρακμος, καὶ οὕτως ὀφείλει γίνεσθαι ὃ θέλει ποιείτω· οὐχ ἁμαρτάνει· γαμείτωσαν.

Α Κορ. 7,36              Αν όμως κανένας πατέρας νομίζη, σύμφωνα με τας κρατούσας αντιλήψεις, ότι είναι εντροπήν και άσχημον πράγμα δι' αυτόν, που άφησε την κόρην του να περάση πλέον την ώριμον ηλικίαν δια τον γάμον και τα πράγματα φανερώνουν, ότι έτσι πρέπει να γίνη, δηλαδή ότι πρέπει να την υπανδρεύση, ας κάμη αυτό που θέλει, ας κάμη το καθήκον του. Τοιουτοτρόπως ενεργών δεν αμαρτάνει. Ας γίνη ο γάμος.

Α Κορ. 7,37        ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν τῇ καρδίᾳ, μὴ ἔχων ἀνάγκην, ἐξουσίαν δὲ ἔχει περὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τοῦτο κέκρικεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, τοῦ τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον, καλῶς ποιεῖ.

Α Κορ. 7,37              Εκείνος όμως που έχει σταθή ακλόνητος με αμετακίνητον την απόφασιν μέσα εις την καρδιά του και δεν αισθάνεται καμμίαν ανάγκην να αλλάξη γνώμην και έχει εξουσίαν να πορευθή σύμφωνα με το θέλημά του και έχει οριστικώς αποφασίσει μέσα του να κρατήση την παρθένον του άγαμον, καλά κάνει.

Α Κορ. 7,38        ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ.

Α Κορ. 7,38              Ωστε, λοιπόν, και εκείνος που υπανδρεύει την παρθένον του, καλά κάνει. Εκείνος όμως που, σύμφωνα και με την ιδικήν της θέλησιν, δεν την υπανδρεύει κάνει καλύτερα.

Α Κορ. 7,39        Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ.

Α Κορ. 7,39              Καθε άγγαμος γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού, έχει δεθή με τον άνδρα της δια του γάμου, όσον καιρόν βέβαια ζη ο άνδρας της. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, είναι ελευθέρα να υπανδρευθή όποιον θέλει, αλλά μόνον σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.

Α Κορ. 7,40        μακαριωτέρα δέ ἐστιν ἐὰν οὕτω μείνῃ, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην· δοκῶ δὲ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν.

Α Κορ. 7,40              Κατά την γνώμην μου όμως είναι ευτυχεστέρα και περισσότερον κερδισμένη, εάν μείνη χήρα. Νομίζω δε ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού, ώστε να μη κάνω λάθος εις τας γνώμας μου.