Η γενεαλογία τού Ιησού Χριστού
Τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου)
Τήν Κυριακή πού προηγεῖται
τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων
τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
περιλαμβάνει τό πρῶτο
κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον
Εὐαγγελίου (1,1-25). Σ᾿ αὐτό
καταγράφεται ἡ γενεαλογία
τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξιστορεῖται
ἡ γέννησή του. Βέβαια ὡς
Θεός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἔχει
ἀίδιο ὕπαρξη καί γι᾿ αὐτό
εἶναι ἀγενεαλόγητος. ῾Ως
ἄνθρωπος ὅμως γεννήθηκε σέ
συγκεκριμένο χρόνο γι᾿ αὐτό
ἔχει γενεαλογία, ἱστορία καί
καταγωγή. Μέ τήν ἐνανθρώπηση
ὁ ἀγενεαλόγητος
γενεαλογεῖται, ὁ αἰώνιος καί
ἀπερίγραπτος Θεός εἰσέρχεται
στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.
α) ῾Η γενεαλογία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (1,1-17)
῾Η γενεαλογία, ὁ ἰδιότυπος αὐτός πρόλογος τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου,
ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή ὁλόκληρης τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἑνώνει τήν Π.
Διαθήκη μέ τήν Καινή. Εἶναι ἐντυπωσιακό πῶς γνωρίζει ὁ Ματθαῖος τόσους
πολλούς προγόνους τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐνῶ κανένας σημερινός ἄνθρωπος δέν ξέρει
περισσότερους ἀπό 3-4 προγόνους του· ἴσως ὅσοι ἀνήκουν σέ ἱστορικές
οἰκογένειες νά γνωρίζουν μέχρι καί 10. Στήν ἀρχαιότητα σέ πολλούς λαούς
διατηροῦνταν προσεκτικά τά γενεαλογικά δένδρα. ᾿Ιδιαίτερη προσοχή ἔδιναν
στίς γενεαλογίες οἱ ῾Εβραῖοι, διότι προσδοκοῦσαν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ὁ
ὁποῖος θά προερχόταν ἀπό συγκεκριμένη φυλή καί γενιά. ῾Η κάθε οἰκογένεια
κρατοῦσε κατάλογο τῶν προγόνων της. ῎Ετσι ὑπῆρχε καί κατάλογος πολλῶν
προγόνων τῆς οἰκογένειας τοῦ ᾿Ιωσήφ. Στή διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ καταλόγου
φαίνεται ἡ ἐπέμβαση καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ.
῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐξιστορεῖ τή γενιά τοῦ Χριστοῦ μέχρι τόν ᾿Αβραάμ,
ἐνῶ ὁ Λουκᾶς μέχρι τόν ᾿Αδάμ. ῾Ο Χριστός ἀνῆκε στή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα καί
ἰδιαίτερα στήν οἰκογένεια τοῦ Δαυΐδ. ῾Η γενιά του ἔχει κάθε εἴδους ἀνθρώπους·
Εὐσεβεῖς, ἀσεβεῖς, ἁγνούς, πόρνους, μοιχούς, ἀγρότες, ποιμένες, βασιλιάδες,
γνήσιους ᾿Ισραηλίτες, ἀλλόφυλες γυναῖκες.
῾Ο Θεός κατέστρωσε καί κατεύθυνε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μέ θαυμαστό
τρόπο. Γιά νά πραγματοποιήσει αὐτό τό σχέδιο ἐπενέβη στήν ἱστορία τῶν
ἀνθρώπων καί χρησιμοποίησε διάφορα πρόσωπα χωρίς νά κρίνει μέ τά ἀνθρώπινα
κριτήρια τήν καταγωγή ἤ τήν ἠθικότητα τῆς ζωῆς τους. Τό μόνο κριτήριο
σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τούς ἐπέλεξε ἦταν ἡ διάθεση ὑποταγῆς στό θέλημά του.
Στόν Ματθαῖο ἡ γενεαλογία βρίσκεται ἀμέσως πρίν ἀπό τή διήγηση τῆς γεννήσεως
τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στό Λουκᾶ στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ
(3,23-38). Καί οἱ δύο γενεαλογικοί κατάλογοι εἶναι ἱστορικά μνημεῖα.
Συγκρίνοντας τίς δύο γενεαλογίες διαπιστώνουμε ἀρκετές διαφορές τόσο στόν
ἀριθμό τῶν ὀνομάτων ὅσο καί στά ἴδια τά ὀνόματα. Μελετώντας τό θέμα πρέπει
νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας ὅτι, ὅταν ἔγραφε τή γενεαλογία στό Εὐαγγέλιό του ὁ
Λουκᾶς, γνώριζε τή γενεαλογία τοῦ Ματθαίου, ἀφοῦ ἤδη κυκλοφοροῦσε τό κατά
Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. ῾Ωστόσο ὁ Λουκᾶς δέν φοβᾶται μήπως δημιουργήσει σύγχυση
μέ τή διαφορετική γενεαλογία, διότι οἱ σύγχρονοί του γνώριζαν ἀπό τήν
παράδοση καί τίς δύο.
Καί στίς δύο γενεαλογίες θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν κι ἄλλα ὀνόματα, τά ὁποῖα
ὅμως παραλείπονται. Οἱ παραλείψεις αὐτές ὀφείλονται ἤ στό ὅτι ὑπῆρχαν
ἐλλείψεις στούς γενεαλογικούς καταλόγους, στούς ὁποίους στηρίχθηκαν οἱ
εὐαγγελιστές, ἤ στό ὅτι ἡ λέξη «υἱός» σημαίνει ἁπλῶς ἀπόγονος καί ὄχι ἄμεσος
υἱός. Οἱ διαφορές πού ὑπάρχουν εἶναι οἱ ἑξῆς·
1) ῾Ο Ματθαῖος ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Αβραάμ καί καταλήγει στόν ᾿Ιωσήφ, τόν ἄνδρα
Μαρίας. ῾Ο Λουκᾶς ἀντίστροφα ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ καί προσπερνώντας τόν ᾿Αβραάμ
καταλήγει στόν ᾿Αδάμ, στόν κοινό προπάτορα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῾Η διαφορά
αὐτή εὔκολα κατανοεῖται, ὅταν γνωρίζουμε τό σκοπό τῆς συγγραφῆς τῶν δύο
Εὐαγγελίων. ῾Ο Ματθαῖος ἀπευθύνεται στούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς, στούς
ὁποίους θέλει νά καταδείξει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς σύμφωνα μέ τίς ἐπαγγελίες εἶναι τό
σπέρμα τοῦ ᾿Αβραάμ (βλ. Γα 3,16· ῾Εβ 2,16) καί ὅτι κατάγεται ἀπό τό βασιλικό
γένος τοῦ Δαυΐδ (βλ. Λκ 1,32· Πρξ 2,30· Ρω 1,3· Β´ Τι 2,8). ῾Ο Λουκᾶς, ὁ
μαθητής τοῦ ἀπ. Παύλου, πού γράφει στόν κράτιστο Θεόφιλο καί ἀπευθύνεται σέ
ὅλα τά ἔθνη, ἐπιδιώκει νά παρουσιάσει τήν παγκοσμιότητα τοῦ εὐαγγελίου, πού
τούς ἀγκαλιάζει ὅλους. Γι αὐτό στή γενεαλογία του ἀνάγεται ὥς τόν ᾿Αδάμ.
2) ᾿Από τόν ᾿Αβραάμ μέχρι τόν Δαυΐδ ταυτίζονται οἱ γενεαλογίες τῶν δύο
εὐαγγελιστῶν καί συμπίπτουν μέ ὅσα μᾶς παραδίδει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Οἱ
σοβαρές διαφορές μεταξύ τῶν δύο γενεαλογιῶν ἐντοπίζονται στό διάστημα ἀπό
Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιωσήφ. Συνεπῶς ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ μέχρι τόν Δαυΐδ ἔχουμε δύο
διαφορετικούς πίνακες. ῾Ο Λουκᾶς παραθέτει συνολικά 42 ὀνόματα, ἐνῶ ὁ
Ματθαῖος 28. Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι καί οἱ δύο γενεαλογίες συναντιοῦνται
στόν βασιλιά Δαυΐδ, ἀπό τή γενιά τοῦ ὁποίου ἀναμενόταν ὁ Μεσσίας.
Γιά ποιό λόγο ἡ Παρθένος δέν ἀναφέρεται στή γενεαλογία ἐνῶ ἀντιθέτως
μνημονεύεται ὁ ᾿Ιωσήφ, πού δέν συντελεῖ καθόλου στή γέννηση; ῾Ο ἅγιος
Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι πατέρες ἀπαντοῦν·
Στήν εὐαγγελική ἐξιστόρηση λέγεται σαφέστατα ὅτι ἡ Παρθένος ἦταν ἀπό τόν
οἶκο καί τήν πατριά τοῦ Δαυΐδ, ἀφοῦ ὁ Θεός λέγει στόν Γαβριήλ νά μεταβεῖ «πρός
παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα ᾿Ιωσήφ, ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυΐδ» (βλ.
Λκ 1,27). ᾿Αλλά καί ὁ ᾿Ιωσήφ προερχόταν ἀπό τήν ἴδια φυλή, διότι ὑπῆρχε
νόμος καί ἔθιμο νά μήν ἐπιτρέπεται ὁ γάμος μεταξύ προσώπων διαφορετικῆς
φυλῆς, καί ὁ ᾿Ιωσήφ ὡς τηρητής τοῦ νόμου, θά κράτησε αὐτό τό ἔθιμο. ῎Αρα
γενεαλογώντας τόν ᾿Ιωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα (βλ. Λκ 3,23), γενεαλογεῖται
ἔμμεσα καί ἡ Μαρία πού ἦταν ἀπό τήν ἴδια γενιά.
1,1. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ υἱοῦ ᾿Αβραάμ.
Βίβλος γενέσεως (βλ. Γέ 5,1) σημαίνει ἱστορία. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Πρῶτο θέμα τῆς ἱστορίας αὐτῆς
εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ καταγωγή τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Χριστός σημαίνει χρισμένος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ κατεξοχήν Χριστός, διότι ὡς
ἄνθρωπος δέν χρίσθηκε μέ ἔλαιο, καθώς χρίονταν οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς,
ἀλλά ἦταν πεπληρωμένος μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προφήτευσε ὁ ᾿Ησαΐας· «Πνεῦμα
Κυρίου ἐπ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (᾿Ησ. 61,1· Λκ 4,18). ῾Ο ᾿Ιησοῦς
Χριστός, ὁ υἱός τῆς Παρθένου εἶναι ταυτόχρονα υἱός Δαυΐδ καί υἱός ᾿Αβραάμ.
Αὐτοί εἶναι οἱ δύο σπουδαιότεροι ἀπό τούς προγόνους τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί δύο
ἐπίσημα πρόσωπα τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. ῾Ο ᾿Αβραάμ (2000 π.Χ.) εἶναι ὁ πατέρας
καί γενάρχης τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ (βλ. Μθ 3,9· Λκ 1,73· ᾿Ιω 8,33· ᾿Ια
2,5), ἀπό αὐτόν κατάγονται ὅλοι οἱ ῾Εβραῖοι. Σ᾿ αὐτόν ἔδωσε πρῶτα ὁ Θεός τίς
ὑποσχέσεις, ὅτι διά τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, εὐλογηθήσονται «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς
γῆς» (Γέ 12,3· 22,18) ἐπειδή «ἡ πίστις (τοῦ ᾿Αβραάμ) ἐλογίσθη εἰς
δικαιοσύνην» (Γέ 15,6· Ρω 4,3). ᾿Αλλά καί στόν βασιλιά Δαυΐδ (1000 π.Χ.) ὁ
Θεός ὑποσχέθηκε· «ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (Ψα
131,11 πρβλ. Ψα 88,4. 29. 39). ῾Ο εὐαγγελιστής τοποθέτησε μάλιστα τόν Δαυΐδ
πρίν ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, ἐπειδή ὁ Δαυΐδ ἦταν πλησιέστερος στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό,
ἐνδοξότερος τοῦ ᾿Αβραάμ καί ἐπειδή ἀπό τό σπέρμα τοῦ Δαυΐδ προεῖπαν οἱ
προφῆτες ὅτι πρόκειται νά σαρκωθεῖ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ. Αὐτό
τονίζεται ἰδιαίτερα ἀπό τούς εὐαγγελιστές, διότι ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο
τῆς ταυτότητος τοῦ Μεσσία (βλ. Μθ 9,27. 15,22. 21,9. 15· ᾿Ιω 7,42).
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «῎Ακουσέ τα αὐτά χωρίς καμία ταπεινή ὑποψία,
ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς νά θαυμάσεις, ὅτι ἐνῶ εἶναι Υἱός τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί
μάλιστα Υἱός γνήσιος, κατεδέχθηκε νά ὀνομασθεῖ καί υἱός Δαυΐδ, γιά νά κάνει
ἐσένα υἱό τοῦ Θεοῦ· κατεδέχθηκε νά κάνει αὐτός πατέρα του δοῦλο, γιά νά
καταστήσει τόν Κύριο πατέρα σέ σένα τόν δοῦλο. Γιά τόν ἀνθρώπινο λογισμό
εἶναι πολύ δυσκολότερο νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, παρά ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ
Θεοῦ. ῞Οταν ἀκούσεις, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι υἱός τοῦ Δαυΐδ καί
τοῦ ᾿Αβραάμ, νά μήν ἀμφιβάλλεις, ὅτι καί σύ, ὁ υἱός τοῦ ᾿Αδάμ, θά γίνεις
υἱός τοῦ Θεοῦ. Γεννήθηκε κατά σάρκα, γιά νά γεννηθεῖς ἐσύ πνευματικά·
γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, γιά νά παύσεις ἐσύ νά εἶσαι υἱός γυναίκας. Γι᾿ αὐτό ἡ
γέννηση εἶναι καί ὅμοια μέ τή δική μας ἀλλά καί ὑπερέβη τή δική μας».
1,2. ᾿Αβραάμ ἐγέννησε τόν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαάκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακώβ δέ
ἐγέννησε τόν ᾿Ιούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ.
᾿Εγέννησε· ῾Ο ἄνδρας, ἡ κεφαλή τῆς γυναίκας, εἶναι καί ἡ ἀρχή καί ἡ ρίζα τοῦ
τέκνου, ἐπειδή αὐτός σπείρει, γεννᾶ. ῾Ωστόσο ἡ γυναίκα πού δόθηκε ὡς βοηθός
στόν ἄνδρα, ἐκτρέφει καί θάλπει καί συναυξάνει τό σπέρμα καί τέλος τίκτει.
῾Ο εὐαγγελιστής ἀναφέρει ὀνομαστικά ὡς υἱό τοῦ ᾿Ιακώβ μόνο τόν ᾿Ιούδα, ἐνῶ
γιά τούς ὑπόλοιπους λέει ἁπλῶς τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, ἐπειδή ἀπό τή δική του
φυλή γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὅπως τό προφήτευσε ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ ὅταν
πέθαινε, ξεχωρίζοντας ἀπό ὅλα τά παιδιά του τόν ᾿Ιούδα (βλ. Γέ 49,10· ῾Εβ
7,14· ᾿Απ 5,5).
1,3. ᾿Ιούδας δέ ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρές δέ
ἐγέννησε τόν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρώμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αράμ.
῾Ο ᾿Ιούδας, ὁ γιός τοῦ ᾿Ιακώβ, ἔκανε τή Θάμαρ νύφη στόν πρῶτο γιό του καί
ἔπειτα στόν δεύτερο, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς ἐπιγαμβρεύσεως
(λεβιρατικός γάμος). ᾿Επειδή καί οἱ δυό πέθαναν ξαφνικά χωρίς ν᾿ ἀφήσουν
παιδιά, ὁ ᾿Ιούδας θέλησε νά ἀπομακρύνει τήν Θάμαρ ἀπό τήν οἰκογένειά του. ᾿Εκείνη
ὅμως μέ τέχνασμα ξεγέλασε τόν πεθερό της ᾿Ιούδα, τόν ἔκανε ἄνδρα της, χωρίς
ἐκεῖνος νά τήν ἀναγνωρίσει καί γέννησε δίδυμα. ῾Η Θάμαρ ἐνήργησε ἔτσι ὄχι
ἀπό διαφθορά, ἀλλά ἀπό πίστη ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιακώβ εἶναι εὐλογημένη,
ἐπειδή αὐτή μόνο λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. Γι᾿ αὐτό θέλησε μέ κάθε τρόπο νά
μπεῖ καί νά παραμείνει σ᾿ αὐτή. Στήν πραγματικότητα ἅγνευσε περισσότερο ἀπό
ἄλλες γυναῖκες, διότι μέ τόν ᾿Ιούδα δέν ξαναεῖχε σαρκικές σχέσεις. ῾Ο Θεός
γιά νά βραβεύσει τήν πίστη της, τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι «ἐνῶ ἀπαριθμεῖ ἄνδρες ἡ γενεαλογία,
ἀναφέρει καί ὁρισμένες γυναῖκες. Δέν ἀνέφερε βέβαια ὅλες τίς γυναῖκες, ἀλλά
παρέλειψε τίς τιμημένες, ὅπως ἦταν ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καί ἄλλες, ἐνῶ
παρουσίασε τίς διαβόητες γιά τήν κακία τους, ὅποια π.χ. ἦταν πόρνη καί
μοιχαλίδα, ὅποια προερχόταν ἀπό παράνομους γάμους, ὅποια ἦταν ἀλλόφυλη καί
βάρβαρη. Μνημόνευσε τή γυναίκα τοῦ Οὐρία, τή Θάμαρ, τή Ραάβ καί τή Ρούθ, ἀπό
τίς ὁποῖες ἡ μία ἦταν ἀλλόφυλη, ἄλλη πόρνη καί ἄλλη πλάγιασε μέ τόν πεθερό
της καί ὄχι ἔπειτα ἀπό νόμιμο τουλάχιστον γάμο, ἀλλά ἀφοῦ πέτυχε μέ δόλο τή
συνεύρεση καί καλύφθηκε μέ τό προσωπεῖο τῆς πόρνης. Κανείς ἐπίσης δέν ἀγνοεῖ
τή γυναίκα τοῦ Οὐρία μέ τήν ὁποία μοίχευσε ὁ Δαυΐδ, ἐπειδή τό τόλμημα ἦταν
πρωτοφανές. ῾Ο εὐαγγελιστής ὅμως ἄφησε ὅλες τίς ἄλλες καί περιέλαβε μόνο
αὐτές στή γενεαλογία του. ῎Αν ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν γυναῖκες, ἔπρεπε νά μποῦν
ὅλες καί ἄν ὄχι ὅλες ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν οἱ φημισμένες γιά τήν ἀρετή καί
ὄχι γιά τά ἁμαρτήματα… ῾Ο πατριάρχης τους, ἀπό τόν ὁποῖο πῆραν καί τό ἐθνικό
τους ὄνομα, εἶναι γνωστό ὅτι ὑπέπεσε σέ μεγάλη ἁμαρτία, διότι παρουσιάζεται
ἡ Θάμαρ καί τόν κατηγορεῖ γιά τήν πορνεία του. Καί ὁ Δαυΐδ ἐπίσης ἀπέκτησε
τόν Σολομώντα ἀπό παράνομη γυναίκα. Καί ἀφοῦ οἱ σπουδαῖοι δέν κατόρθωσαν νά
τηρήσουν τόν Μωσαϊκό νόμο, πολύ περισσότερο δέν τό πέτυχαν οἱ ἀσήμαντοι. Καί
ἀφοῦ ὅλοι τόν παρέβαιναν, ὅλοι ἦταν ἁμαρτωλοί, γι᾿ αὐτό ἦταν ἀναγκαία ἡ
ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ».
῾Ο εὐαγγελιστής προβάλλει ὄχι μόνο τόν Φαρές τόν πατέρα τοῦ ᾿Εσρώμ, ἀλλά καί
τόν ἀδελφό του Ζαρά, διότι ἦταν δίδυμοι. Εἶναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό
αὐτό πού συνέβη τήν ὥρα τῆς γέννησής τους. Πρῶτος ἔβγαλε τό χέρι του ὁ Ζαρά,
τότε ἡ μαία πού ἦταν ἐκεῖ τό ἔδεσε ἀμέσως μέ κόκκινη κλωστή. ᾿Εκεῖνος ὅμως
τράβηξε πίσω τό χέρι καί ἔτσι βγῆκε πρῶτος ὁ Φαρές κι ἔπειτα ὁ Ζαρά μέ τό
κόκκινο νήμα. ῾Ο ᾿Εσρώμ γεννήθηκε στή Χαναάν πρίν ἀκόμη ὁ ᾿Ιακώβ μετοικήσει
στήν Αἴγυπτο (Γέ 46,12).
1,4-5. ᾿Αράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδάβ δέ ἐγέννησε τόν Ναασών,
Ναασών δέ ἐγέννησε τόν Σαλμών, Σαλμών δέ ἐγέννησε τόν Βοόζ ἐκ τῆς ῾Ραχάβ,
Βοόζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ωβήδ ἐκ τῆς ῾Ρούθ, ᾿Ωβήδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεσσαί.
῾Ο Ναασών ἀναφέρεται ὡς ἀρχηγός τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα στήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν
ἀπό τήν Αἴγυπτο (βλ. ᾿Αρ 1,7· Α´ Πα 2,10). Σύμφωνα μέ τόν κατάλογο τοῦ
Ματθαίου ὁ Ναασών ἀπέχει μόλις τρεῖς γενιές ἀπό τόν ᾿Εσρώμ. ᾿Αλλά τρεῖς
γενιές εἶναι πολύ λίγες γιά τά 400 καί πλέον χρόνια πού ἔκαναν οἱ ᾿Ισραηλίτες
στήν Αἴγυπτο. Μᾶλλον πρέπει ὁ εὐαγγελιστής νά παραλείπει μερικά πρόσωπα.
῾Ο Σαλμών ἔζησε στά χρόνια τοῦ Μωυσῆ. ῾Η ῾Ραχάβ ἤ Ραάβ ἦταν πόρνη σ᾿ ἕνα
εἰδωλολατρικό ἔθνος στά χρόνια πού οἱ ῾Εβραῖοι μπῆκαν στήν Παλαιστίνη. ῞Οταν
γνώρισε τούς πρώτους ᾿Ισραηλίτες, πίστεψε ὅτι αὐτοί λατρεύουν τόν ἀληθινό
Θεό, μετανόησε καί ἐγκατέλειψε τό ἀτιμωτικό ἐπάγγελμά της. Συνεργάστηκε μέ
τούς ἰσραηλινούς κατασκόπους καί ζήτησε νά γίνει μέλος τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιη 2,
7-24), γιά νά λατρεύει τόν Θεό αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. ῾Ο Θεός βράβευσε τήν πίστη,
τή μετάνοια καί τήν ἀφοσίωσή της καί τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
῾Η Ρούθ ἦταν ἀλλοεθνής, ἀλλόθρησκη. ᾿Εγκατέλειψε τό ἔθνος της καί τό
θρήσκευμά της, ἄν καί ἦταν χήρα καί ἄτεκνη, γιά νά ἀκολουθήσει τήν πρώτη
πεθερά της Νωεμίν, ὄχι μόνο ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε ἀλλά ἐπειδή πίστεψε ὅτι αὐτή
λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. ῾Ο Θεός γιά νά τή βραβεύσει τήν ἀποκατέστησε μέ
τόν Βοόζ καί τήν ἔκανε γιαγιά τοῦ βασιλιά Δαυΐδ καί πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει τή Ρούθ καί τή Ραάβ, ἀπό
τίς ὁποῖες ἡ πρώτη ἦταν ἀπό ἄλλο ἔθνος καί ἡ δεύτερη ὄχι μόνο ἀπό ἄλλο ἔθνος
ἀλλά καί πόρνη, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά ἐξαλείψει ὅλες
τίς κακίες μας, γιά νά διαδραματίσει ρόλο γιατροῦ καί ὄχι δικαστῆ. ῞Οπως οἱ
πρόγονοι τοῦ ᾿Ιησοῦ πῆραν πόρνες γιά γυναῖκες τους, ἔτσι καί ὁ Θεός μέ τήν
ἐνανθρώπησή του πῆρε καί προστάτευσε τήν ἀνθρωπότητα, πού εἶχε γίνει πόρνη
καί ἀνήθικη. Τήν ἀπάλλαξε ἀπό τίς προγονικές ἁμαρτίες καί τήν κατέστησε
πιστή νύμφη του, ἔφτιαξε τήν ᾿Εκκλησία του.
1,6. ᾿Ιεσσαί ἐγέννησε τόν Δαυΐδ τόν βασιλέα. Δαυΐδ δέ ὁ βασιλεύς ἐγέννησε
τόν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου.
Γιά τόν Δαυΐδ σημειώνεται καί ὁ τίτλος του, βασιλέας, ὄχι μόνο ἐπειδή εἶναι
ὁ πρῶτος βασιλιάς πού μνημονεύεται στή γενεαλογία αὐτή, ἀλλά ἐπειδή αὐτό τό
βασιλικό του ἀξίωμα θά κληρονομοῦσε ὁ Μεσσίας (βλ. Λκ 1,32). ῾Ο Οὐρίας ἦταν
ἕνας σπουδαῖος στρατηγός τοῦ Δαυΐδ. ῾Ο βασιλιάς γιά νά πάρει τή γυναίκα του,
τή Βηρσαβεέ μέ τήν ὁποία προηγουμένως εἶχε διαπράξει μοιχεία ἔστειλε τόν
Οὐρία σέ πολύ ἐπικίνδυνες μάχες, ὅπου καί σκοτώθηκε. Μέ αὐτή τή γυναίκα τοῦ
Οὐρίου, τῆς ὁποίας τό ὄνομα δέν ἀναφέρεται, διότι ἁμάρτησε σέ ἀντίθεση μέ
τίς ἄλλες τρεῖς πού μετανόησαν, ὁ Δαυΐδ ἐγέννησε τόν Σολομῶντα.
1,7-9. Σολομών δέ ἐγέννησε τόν ῾Ροβοάμ, ῾Ροβοάμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιά, ᾿Αβιά
δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ασά, ᾿Ασά δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφάτ δέ ἐγέννησε
τόν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Οζίαν, ᾿Οζίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωάθαμ,
᾿Ιωάθαμ δέ ἐγέννησε τόν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Εζεκίαν, ᾿Εζεκίας δέ
ἐγέννησε τόν Μανασσῆ.
῾Ο ᾿Οζίας ἤ ᾿Αζαρίας εἶναι ὁ βασιλιάς πού τόλμησε νά θυμιατίσει στό ναό καί
γι᾿ αὐτό προσβλήθηκε ἀπό λέπρα (βλ. Β´ Πα 26,19). ᾿Από τά βιβλία τῶν
Βασιλειῶν πληροφορούμαστε ὅτι γιός τοῦ ᾿Ιωράμ εἶναι ὁ ᾿Οχοζίας, γιός τοῦ ᾿Οχοζία
ὁ ᾿Ιωάς, γιός τοῦ ᾿Ιωάς ὁ ᾿Αμασίας ὁ ὁποῖος γέννησε τόν ᾿Οζία ἤ ᾿Αζαρία (Δ´
Βα 8,25·11,1-2· 14,1·15,1). ᾿Από αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀποσιώπησε
τρία ὀνόματα, τοῦ ᾿Οχοζία, τοῦ ᾿Ιωάς καί τοῦ ᾿Αμασία. Δέν τά ἀνέφερε, εἴτε
ἐπειδή αὐτοί ἦσαν ἀσεβεῖς (βλ. Δ´ Βα 8,27· Β´ Πα 24,18 καί 25,14), εἴτε
ἐπειδή τά ὀνόματά τους ἦταν σβησμένα ἀπό τούς ἑβραϊκούς καταλόγους.
1,10-11. ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών,
᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, ᾿Ιωσίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεχονίαν καί τούς
ἀδελφούς αὐτοῦ ἐπί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
Στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ ὁ Μανασσῆς ἦταν ἀπό τούς πλέον ἀσεβεῖς καί
ἁμαρτωλούς βασιλεῖς. ῾Υποχρέωσε τούς πιό πολλούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀρνηθοῦν τόν
Θεό, νά γίνουν εἰδωλολάτρες καί νά πέσουν σέ σαρκικά ἁμαρτήματα.
᾿Επί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος· Μετοικεσία σημαίνει τήν ἀλλαγή τῆς
κατοικίας. Τόν 6ο π.Χ. αἰώνα οἱ Βαβυλώνιοι κυρίευσαν τήν Παλαιστίνη,
κατέστρεψαν τήν ᾿Ιερουσαλήμ καί ὁδήγησαν τούς μισούς ῾Εβραίους αἰχμαλώτους
στή Βαβυλώνα γιά 70 χρόνια. ᾿Από τότε ποτέ πιά ὁ ᾿Ισραήλ δέν εἶδε δόξες. ῾Η
πρώτη μετοικεσία τῶν ῾Εβραίων στή Βαβυλώνα ἔγινε ἐπί ᾿Ιωακείμ καί ἡ δεύτερη
μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἐπί ᾿Ιεχονίου (βλ. Δ´ Βα 24,1-16). Τότε ὁ
Ναβουχοδονόσορ μετέφερε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στή Βαβυλώνα πολλές χιλιάδες
῾Εβραίους μαζί μέ τόν βασιλιά τους (βλ. Δ´ Βα 24,14-16. Β´ Πα 36,6-10).
Σβήνει πλέον ὁ θεσμός τοῦ βασιλιᾶ. Μέ τήν αἰχμαλωσία κλείνει τό τμῆμα αὐτό
τοῦ καταλόγου.
1,12-15. Μετά δέ τήν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ,
Σαλαθιήλ δέ ἐγέννησε τόν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιούδ,
᾿Αβιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακείμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αζώρ, ᾿Αζώρ δέ
ἐγέννησε τόν Σαδώκ, Σαδώκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αχείμ, ᾿Αχείμ δέ ἐγέννησε τόν
᾿Ελιούδ, ᾿Ελιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δέ ἐγέννησε τόν Ματθάν,
Ματθάν δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ.
῾Ο ᾿Ιεχονίας ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο ὀχτώ χρονῶν καί βασίλευσε μόνο γιά
ἕνα τρίμηνο, ἔπειτα μεταφέρθηκε ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα στή Βαβυλώνα, ὅπου
καί πέθανε. Στή Βαβυλώνα ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ, καί ὁ Σαλαθιήλ τόν Ζοροβάβελ
(βλ. Α´ Πα 3,17), ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στήν ᾿Ιερουσαλήμ καί οἰκοδόμησε τό
θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ ῎Εσ 3,2. 8· 5,2).
1,16. ᾿Ιακώβ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς
ὁ λεγόμενος Χριστός.
῾Ο εὐαγγελιστής φθάνει στόν ᾿Ιωσήφ καί τόν χαρακτηρίζει ὡς τόν ἄνδρα Μαρίας,
δηλαδή σύζυγο, ἀφοῦ ἔτσι φαινόταν στά μάτια τοῦ κόσμου. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος
ἐπισημαίνει· «᾿Αφοῦ ἀνέφερε λοιπόν ὅλους τούς προγόνους καί τελείωσε στόν
᾿Ιωσήφ, δέν ἀρκέσθηκε στό ὄνομά του, ἀλλά πρόσθεσε· ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας,
διότι ἤθελε νά δείξει ὅτι τόν περιέλαβε στή γενεαλογία ἐξαιτίας τῆς Μαρίας.
῎Επειτα γιά νά μή νομίσεις, ὅταν ἀκούσεις τό ἄνδρα Μαρίας, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ
Χριστοῦ ἀκολούθησε τό φυσικό δρόμο, συμπλήρωσε τόν τρόπο τῆς γεννήσεως». Μέ
τή φράση ἐξ ἧς ἐγεννήθη, ὁ εὐαγγελιστής ἀπέκλεισε τή συμμετοχή τοῦ ᾿Ιωσήφ
στή σύλληψη καί στή γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ τήν ὁποία ἀποδίδει στήν Παρθένο
Μαρία.
῾Ο ᾿Ιησοῦς διακρίνεται ἀπό ὅλους τούς ἄλλους πού ἔφεραν αὐτό τό ὄνομα. Εἶναι
ὁ λεγόμενος Χριστός. ῾Η φράση αὐτή ἀποτελεῖ τό ἐπώνυμό του.
1,17. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό ᾿Αβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό
Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό τῆς
μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαί δεκατέσσαρες.
῾Ο Ματθαῖος πού ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του στούς ἐξ ᾿Ιουδαίων χριστιανούς
ἐνδιαφέρεται νά παρουσιάσει τή γενεαλογία Χριστολογικά, σέ ἄμεση σχέση μέ τό
πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Κατατάσσει τά ὀνόματα σέ τρεῖς δεκατετράδες. Τόν
ἐνδιαφέρει πρῶτα ὁ ἱερός ἀριθμός ἑπτά πού μέ τόν διπλασιασμό (14)
ἐπιβεβαιώνεται. ῎Επειτα οἱ τρεῖς ὁμάδες περιλαμβάνουν ἀντίστοιχα· πατριάρχες,
βασιλεῖς καί διδασκάλους. ᾿Αντιστοιχοῦν δέ οἱ τρεῖς αὐτές ὁμάδες στό τριπλό
ἀξίωμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀρχιερατικό, βασιλικό, προφητικό. Οἱ πρόγονοι τῆς
μεσαίας δεκατετράδος, ἀπό Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιεχονία, τότε πού ἔγινε ἡ μετοικεσία
Βαβυλῶνος, ἦταν ὅλοι βασιλιάδες. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Δέν
βελτιώθηκαν μέ τίς ἀλλαγές τῆς πολιτικῆς τους κατάστασης, ἀλλά διατήρησαν τά
ἴδια ἐλαττώματα καί μέ τό ἀριστοκρατικό πολίτευμα καί μέ τή βασιλεία καί μέ
τήν ὀλιγαρχία. Δέν ἔγιναν περισσότερο ἐνάρετοι οὔτε ἀπό τήν ἡγεσία μεγάλων
ἀρχηγῶν οὔτε ἱερέων οὔτε βασιλέων…Πολύ σωστά ὑπενθυμίζει καί τήν αἰχμαλωσία,
ὑποδηλώνοντας ἔτσι ὅτι δέν συνετίσθηκαν ἀκόμη καί τότε πού ξέπεσαν σ᾿ ἐκείνη
τήν κατάσταση. ῾Επομένως ὅλα δείχνουν ὅτι ἦταν ἀνάγκη νά ἔρθει στόν κόσμο ὁ
Χριστός».
῎Αν μετρήσουμε τίς γενιές ἀπό τή μετοικεσία Βαβυλῶνος ὥς τόν ᾿Ιωσήφ εἶναι
δώδεκα καί ὄχι δεκατέσσαρες. ῾Ο ἅγιος πατέρας ἀπαντᾶ καί σ᾿ αὐτή τήν ἀπορία·
«Στό σημεῖο αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ὑπολογίζει ὡς μία γενιά τό χρόνο τῆς
αἰχμαλωσίας καί ὡς ἄλλη τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῎Ετσι τόν συνδέει στενότατα μέ
μᾶς τούς ἀνθρώπους».
῾Η συνεχής ἀναφορά ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ μᾶς διδάσκει ὅτι πάνω στή γῆ ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων ἔρχονται
καί παρέρχονται. Μόνο ὁ Χριστός καί ὅ,τι σχετίζεται μέ τό ὄνομά του μένουν
αἰώνια. ῾Η πίστη στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου δίνει αἰώνια ἀξία στή μικρή καί
ἀσήμαντη ζωή μας.