ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ 

Θεία αποκάλυψη είναι η φανέρωση του Θεού στην κτίση και την ιστορία. Ο απρόσιτος κατά την ουσία Θεός γίνεται με την ελεύθερη ενέργεια του προσιτός και με αυτήν αποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Η αποκάλυψη αυτή νοείται ως φανέρωση του θελήματος, και της άκτιστης φυσικής δόξας του. Αυτή η συνεχής φανέρωση του Θεού πραγματώνεται με τις Θεοφάνειες. Η αποκάλυψη γίνεται κατά δύο τρόπους: 

Α) Στην κτίση. Εδώ έχουμε μερική φανέρωση της δημιουργικής, συνεκτικής και προνοητικής ενέργειας του Θεού μέσα από την κτίση και τη συνείδηση του ανθρώπου.

Β) Στην ιστορία. Εδώ πρόκειται για την ιστορική φανέρωση των ενεργειών του Θεού τόσο στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και στα πλαίσια της Καινής Διαθήκης και της ζωής της Εκκλησίας.

 

Και με τους δύο τρόπους η αποκάλυψη του Θεού είναι το υπερφυσικό γεγονός, αφού οι αποκαλυπτόμενες φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και υπερφυσικές.
 

Η ρωμαιοκαθολική θεολογία επηρεασμένη από τον Σχολαστικισμό, διέκρινε τη Θεία Αποκάλυψη σε φυσική και υπερφυσική, θεωρώντας τη φυσική αποκάλυψη αυτόνομη και ατελή, ως το προστάδιο για την ιστορική ή υπερφυσική αποκάλυψη.

Στην προτεσταντική θεολογία ο Διαφωτισμός κάνει λόγο μόνο για φυσική αποκάλυψη, ενώ η Διαλεκτική θεολογία μόνο για υπερφυσική αποκάλυψη.

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

Κατά την ορθόδοξη θεώρηση πηγή της θείας αποκαλύψεως είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός. Η θεία αποκάλυψη διατυπώνεται αυθεντικά στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση.

 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως Ιερή Παράδοση την αποστολική διδασκαλία, φορέας της οποίας ήταν κατά τους πρώτους αιώνες η αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία, της οποίας αποτελεί συνέχεια. Η αποστολική αυτή διδασκαλία, παραδόθηκε αρχικά προφορικά στην Εκκλησία από το Χριστό και τους Αποστόλους, και στη συνέχεια διατυπώθηκε  γραπτώς τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στα γραπτά μνημεία των οικουμενικών και ορθοδόξων τοπικών συνόδων, στα συγγράμματα των πατέρων, στη θεία λατρεία και στην όλη πράξη της Εκκλησίας . Έτσι η Ιερή παράδοση μεταβλήθηκε από αποστολική σε εκκλησιαστική . Η Ιερή Παράδοση νοείται ως η αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και συνδέεται στενότατα με τις συνεχείς θεοφάνειες.


Η Αγία Γραφή αποτελεί αδιάσπαστο κομμάτι της Ιερής Παραδόσεως της Εκκλησίας. Μόνο
ένα μέρος  της θείας αποκαλύψεως καταγράφηκε στην Αγία Γραφή, από τους θεόπνευστους συγγραφείς της. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η Αγία Γραφή γίνεται πλήρης και αυτάρκης φορέας των θείων αληθειών μόνο κάτω από το φως της Ιερής Παραδόσεως, η οποία την ερμηνεύει και την συμπληρώνει. Ο χαρακτήρας λοιπόν της Παραδόσεως είναι κατά πρώτο λόγο ερμηνευτικός. Η Παράδοση ερμηνεύει και αποσαφηνίζει ασαφή και δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής. Κατά δεύτερο λόγο ο χαρακτήρας της Παραδόσεως είναι συμπληρωματικός . Αυτό σημαίνει ότι η Παράδοση συμπληρώνει και διαφωτίζει όσα λέγονται μόνο αμυδρά στην Αγία Γραφή ή λείπουν και τελείως, αλλά δεν αντιφάσκουν με αυτήν, όπως είναι π.χ. ο νηπιοβαπτισμός, ο κανόνας της Αγίας Γραφής, το αειπάρθενο της Θεοτόκου, η επίκληση των αγίων, η τιμή των λειψάνων και των εικόνων των αγίων κ.λ.π.
 

 Στον Δ' Όρο της Δογματικής διατάξεως Ι της Συνόδου του Τριδέντου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καθορίζεται δογματικά, ότι η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση αποτελούν τις δύο ισότιμες και ισόκυρες πηγές της θείας αποκαλύψεως.

 

Η παραδοχή της Ιεράς Παραδόσεως από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι θεωρητική ή τουλάχιστον ιδιόρρυθμη . Έτσι μόνο μπορούν να ερμηνευτούν οι νεωτερισμοί στην πίστη, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας . Στην πράξη επομένως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία νόθευσε την Ιερή Παράδοση, έτσι ώστε να εξυπηρετεί την εισαγωγή και ανακήρυξη νέων δογμάτων, που δεν έχουν καμία αναφορά στην πίστη και της ζωή της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας. Σ' αυτό συνέβαλε αποφασιστικά από τη μία ο συγκεντρωτικός και ιεροκρατικός χαρακτήρας της Εκκλησίας αυτής που οφείλεται στο παπικό πρωτείο και στο αλάθητο του πάπα.

 

Η Ιερή Παράδοση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αυτονομήθηκε από την Αγία Γραφή και έγινε όργανο της παπικής εξουσίας. Είναι ενδεικτική η απάντηση του πάπα Πίου Θ', "η παράδοση είμαι εγώ", όταν του έγινε η παρατήρηση μετά την Α' Σύνοδο του Βατικανού (1870), ότι η Παράδοση της Εκκλησίας δε μας πληροφορεί τίποτε για το αλάθητο του πάπα.

 

Ακόμη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τονίζεται ότι για να διατηρηθεί πάντοτε ακέραιο και ζωντανό το Ευαγγέλιο στην Εκκλησία, οι απόστολοι άφησαν ως διαδόχους τους τους επισκόπους, στους οποίους έδωσαν την εξουσία να διδάσκουν στη θέση τους. Στο σημείο αυτό αποσιωπάται ο ρόλος του αγίου Πνεύματος ως εγγυητού της ορθότητας της διδασκαλίας των επισκόπων στην Εκκλησία. Είναι λοιπόν φανερό ότι δίδεται έμφαση στο θεσμό και όχι στο χαρισματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας και τη χαρισματική παρουσία του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.

 

 Οι Προτεσταντικές Εκκλησίες δέχονται μία μόνο πηγή της θείας αποκαλύψεως, την Αγία Γραφή. Απορρίπτοντας έτσι την Ιερή Παράδοση οι Προτεστάντες θεωρούν ότι η Αγία Γραφή αποτελεί το ύψιστο κριτήριο κάθε δογματικής αλήθειας και περιέχει όλες τις αναγκαίες αλήθειες για τη σωτηρία του ανθρώπου.

 

Στην πράξη όμως οι Προτεστάντες δέχονται ένα μικρό μέρος από την παράδοση της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας και δημιούργησαν μια νέα παράδοση που ξεκινάει από το Λούθηρο και εξής. Έτσι τα συγγράμματα του Λούθηρου και των άλλων Μεταρρυθμιστών, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία των Προτεσταντών, αντικατέστησαν επίσημα την αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας και πήραν τη θέση της ιερής Παραδόσεως.

 

Οι Προτεστάντες απέρριψαν την Ιερή Παράδοση για δύο βασικούς λόγους. Πρώτα γιατί έτσι μπορούσαν άνετα να αντιδράσουν στις καταχρήσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Και κατά δεύτερο λόγο γιατί έτσι μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους νεωτερισμούς τους στο δόγμα, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας τους.

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ 

 Κατά την ορθόδοξη άποψη ο αυθεντικός ερμηνευτής της θείας αποκαλύψεως είναι η Εκκλησία καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα. Η Εκκλησία έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύει την Αγία Γραφή, επειδή είναι ο φύλακας της αποστολικής παραδόσεως. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία εγγυάται τη σωστή κατανόηση της Αγίας Γραφής και διατηρεί ζωντανή την παράδοση της.
 

Η Εκκλησία τέλος αναπτύσσει τη δογματική διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη διατυπώνει αυθεντικά και επίσημα στις οικουμενικές συνόδους της. Με βάση λοιπόν τις αποφάσεις των εκκλησιαστικών συνόδων και τις διδασκαλίες των πατέρων εξηγεί τα δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής που διαστρέφονται από τους αιρετικούς. Οι αιρετικοί στερούνται το Άγιο Πνεύμα, το οποίο και εγγυάται όχι απλώς τα λόγια της Αγίας Γραφής αλλά και τα. νοήματα της.
 

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχονταν ορθόδοξη διδασκαλία της αρχαίας Εκκλησίας μέχρι την πρώτη σύνοδο του Βατικανού (1870).
 

Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής ο φύλακας, κριτής και ερμηνευτής της θείας αποκαλύψεως είναι ο αλάθητος πάπας. Η απόφαση αυτή αποτελεί κορυφαία έξαρση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αντικατάστησε την όλη Εκκλησιά με το παπικό θεσμό.
 

Οι Προτεστάντες ξεκινώντας από τις δικές τους εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αρνούνται την ορατή Εκκλησία και κατά συνέπεια απορρίπτουν την ορθόδοξη θεώρηση και πολύ περισσότερο την ρωμαιοκαθολική. Γι' αυτούς η Αγία Γραφή είναι σαφής, καταληπτή και ερμηνεύει η ίδια τον Εαυτό της. Έτσι μπορεί να την ερμηνεύει κάθε χριστιανός φωτιζόμενος απ' ευθείας από το Άγιο Πνεύμα.


Η γνώμη αυτή των Προτεσταντών ότι η Αγία Γραφή είναι σαφής δεν είναι σωστή. Η Αγία Γραφή σε πολλά και μάλιστα δογματικά χωρία της είναι ασαφής και δυσνόητη. Αυτό βεβαιώνει ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στις επιστολές του αποστόλου Παύλου και γενικότερα στην Αγ. Γραφή ("εν αις (ενν. επιστολαίς) εστίν δυσνόητα τινα, α οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλούσιν ως και τας λοιπάς γραφάς προς ιδίαν αυτών απώλειαν" Β' Πετρ. 3,16). Άλλωστε οι Προτεστάντες εμφανίζουν ριζικές διαφωνίες στα δυσνόητα κυρίως χωρία της Αγίας Γραφής. Έτσι υπάρχουν τόσες ερμηνείες όσοι και οι ερμηνευτές. Η άποψη για εσωτερικό φωτισμό κάθε πιστού κατά την ερμηνεία της Αγίας Γραφής οδήγησε σε άκρατο υποκειμενισμό και στο γνωστό προτεσταντικό ορθολογισμό.  Έτσι εξηγούνται οι πολλές παραφυάδες και αιρέσεις, στις οποίες δε λείπουν οι προλήψεις ούτε και αυτή η απιστία.