ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ |
|||||
|
|||||
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ |
|||||
Ορισμός
Τόσο κατά την Ιουδαϊκή όσο και τη Χριστιανική θρησκεία, ως προπατορικό αμάρτημα αναφέρεται το πρώτο αμάρτημα του ανθρώπου, δηλαδή των προπατόρων που έπλασε ο Θεός, του Αδάμ και της Εύας, όπου οι πρωτόπλαστοι παρακούοντας την εντολή του, οδηγήθηκαν στην έξωσή τους από τον κήπο της Εδέμ.
Πανευτυχής και τρισμακάριος ήταν μέσα στον Παράδεισο ο πρώτος άνθρωπος. Προικισμένος, όπως ήταν, με θεία χαρίσματα, όπως ήταν δημιουργημένος «κατ’ εικόνα Θεού», θα μπορούσε εάν είχε κάνει καλή χρήση των χαρισμάτων του, να προχωρήσει από την αθωότητα και αναμαρτησία, να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν» και να γίνει όμοιος με το Θεό. Αλλά ο γενάρχης του ανθρωπίνου γένους, ο Αδάμ, δεν έμεινε πιστός και σταθερός στο δρόμο του Θεού, ούτε μπόρεσε να διατηρήσει την ευλογημένη εκείνη και μακάρια κατάσταση, στην οποία τον είχε βάλει ο Θεός, στην αρχέγονη δικαιοσύνη, όπως την λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο πρώτος άνθρωπος έπεσε! Έπεσε στην παρακοή και την αμαρτία. Είχε λάβει από το Θεό μία απαγορευτική εντολή επί ποινή θανάτου. Η εντολή ήταν να μη φάει από τον καρπό του δέντρου της γνώσης καλού και πονηρού. Ο Αδάμ με την παρακίνηση του διαβόλου έφαγε. Παρέβη την εντολή του Θεού, έκανε παρακοή στον Πλάστη και Θεό του και έφαγε. Αυτή η βρώση του απαγορευμένου καρπού είναι η πτώση του πρώτου ανθρώπου, η προπατορική αμαρτία, η οποία από τον γενάρχη μεταδόθηκε σε όλο το ανθρώπινο γένος. Το φοβερό αυτό γεγονός είναι δόγμα και βασική αλήθεια της Χριστιανικής Πίστης και Εκκλησίας.
Η εντολή
Ο Θεός μετά τη δημιουργία του ανθρώπου και την εγκατάστασή του στον Παράδεισο, προς άσκησή του και πρόοδο στην υπακοή, την αρετή και την αγιότητα, του έδωσε και μια ορισμένη εντολή. Του απαγόρευσε να φάει τον καρπό του δέντρου της γνώσης καλού και πονηρού. Του είπε «ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βαι αὐτὸνγῇ, 17 ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Η τήρηση της εντολής ήταν εύκολη υπόθεση για τον άνθρωπο, διότι στέρηση δεν είχε, αφού τα είχε όλα δικά του. Όλα τα αγαθά ήταν στη διάθεσή του και τίποτα δεν του έλειπε. Και ακόμα μέσα στον Παράδεισο ήταν πάντοτε παρών ο Θεός και κάθε βοήθεια που θα του χρειαζόταν και θα την ζητούσε από τον Δημιουργό του, θα την ελάμβανε αμέσως από τον Πανάγαθο Κύριό του. Ήταν λοιπόν ευκολότατη η τήρηση της εντολής που έλαβε. Αλλά ο Αδάμ παρέβη την εντολή.
Οι πρωτόπλαστοι υποκύπτουν στον πειρασμό
Κατά την Αγία Γραφή το κακό, δηλαδή η σκέψη και η απόφαση της παράβασης της εντολής του Θεού που είναι η αμαρτία, μπήκε απ’ έξω στον άνθρωπο, από ειδικό πειραστή πανούργο και δόλιο και μοχθηρό, εχθρό και του Θεού και του ανθρώπου. Και αυτός είναι ο διάβολος και σατανάς. Και δεν παρουσιάσθηκε ο διάβολος σαν εχθρός, όπως ήταν. Διότι έτσι θα αποτύγχανε του σκοπού του. Θα έκανε τους πρωτοπλάστους να τον υποπτευτούν και να φύγουν από κοντά του. Για αυτό παρουσιάζεται με τη μορφή του φιδιού. Και δεν επιχειρεί να προσβάλει πρώτα τον άνδρα. Στρέφεται προς τη γυναίκα, την Εύα, και προσπαθεί αυτή να εξαπατήσει πρώτα και έπειτα τον Αδάμ.
Το βιβλίο της Γενέσεως, που εκθέτει το τραγικό περιστατικό της πτώσης του ανθρώπου, αναφέρει: «Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν». Αυτή είναι η εισήγηση της παράβασης. Και στη συνέχεια με την παράβαση η παρακοή. «Καί εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον».
Είπε το φίδι, δηλαδή ο διάβολος που κρυβόταν μέσα στο φίδι, είναι αλήθεια πως σας είπε ο Θεός να μη φάτε από κάθε δένδρο που είναι μέσα στον Παράδεισο; Και απάντησε η γυναίκα στο φίδι. Όχι, δεν είναι έτσι. Από όλα έχουμε ελευθερία να φάμε. Μόνο από το δένδρο που είναι στο μέσο του παραδείσου, μόνο απ’ αυτό μας είπε ο Θεός να μη φάμε, ούτε καν να το αγγίξουμε, για θα πεθάνουμε. Τότε είπε το φίδι στη γυναίκα· δεν θα πεθάνετε. Αλλ’ επειδή ξέρει ο Θεός, ότι την ημέρα που θα φάτε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί και θα γνωρίζετε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, γι’ αυτό σας απαγόρευσε να φάτε. Και τότε είδε η γυναίκα ότι καλός ήταν ο καρπός αυτός και καλό πράγμα να τον φάει, και γι’ αυτό έκοψε από τον καρπό του δένδρου αυτού και έφαγε. Και δεν έφαγε μόνη αυτή. Έδωσε και στον άνδρα της και έφαγαν και οι δύο μαζί. Και έτσι συντελέσηκε το κακό, η πτώση, η πρώτη παράβαση και παρακοή, η πρώτη αμαρτία. Και ευθύς αμέσως το θλιβερό αποτέλεσμα. «Καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν». Επομένως απ’ έξω το κακό, πειραστής και εισηγητής της παραβάσεως το φίδι, ο διάβολος που κρυβόταν στο φίδι. Για αυτό η παράβαση έχει και τα ελαφρυντικά της και αποβαίνει ιάσιμο, παίρνει θεραπεία το κακό, και επανόρθωση πλήρης γίνεται, μέσω του Σωτήρα μας, Κυρίου Ιησού Χριστού.
Αφού η Εύα είδε ότι της μιλά ένα φίδι, δεν έπρεπε να υποπτευθεί πως κάτι κακό της εισηγείται και να σπεύσει να φύγει; Η απάντηση είναι, ότι, αφού η Εύα ήταν ως την ώρα εκείνη απονήρευτη, δεν της ήταν φυσικό να υποψιασθεί το κακό. Και έπειτα το φίδι ήταν, όπως λέει η Γραφή, φρονιμότατο, δηλαδή ήμερο θηρίο, και το πιο χαριτωμένο ζώο από όλα τα θηρία του Παραδείσου, με το οποίο συχνά ίσως θα έπαιζε η Εύα διασκεδάζοντας με τους ωραίους ελιγμούς και τα περίεργα τεχνάσματά του. Έτσι ο κακοποιός δαίμων, ο και σατανάς καλούμενος, κατόρθωσε με το δόλωμα της οικειότητας να εξαπατήσει εύκολα και να υποτάξει την γυναίκα. Αξιοπαρατήρητο είναι και το μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί ο πειραστής διάβολος, για να καταφέρει την Εύα να την παρασύρει. Το μέσο αυτό είναι η συκοφαντία, η κατασυκοφάντηση του Θεού στη γυναίκα. Ο Θεός είχε πει στους πρωτοπλάστους «να μη φάτε από τον καρπό αυτό, για να μην πεθάνετε», διότι τα αποτελέσματα της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Ο σατανάς όμως λέει στην Εύα «Δεν θα πεθάνετε». Δηλαδή δεν σας είπε την αλήθεια. Ψέματα σας είπε ο Θεός. «Δεν θα πεθάνετε, αλλά θα ζήσετε και θα γίνετε σαν θεοί. Και ακριβώς επειδή γνωρίζει ο Θεός, ότι την ημέρα που θα φάτε τον απαγορευμένο καρπό θα ανοίξουν καλά τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί», με τη γνώση και σοφία του Θεού, γι’ αυτό σας απαγόρευσε να φάτε τον καρπό. Δηλαδή συκοφαντεί ως ψεύτη και εχθρό του ανθρώπου το Θεό. Χρησιμοποιεί τη συκοφαντία, για να πετύχει με πανουργία το δόλιο και ολέθριο για τον άνθρωπο σκοπό του. Ενώ αυτός φθονεί, παριστάνει τον Θεό ως φθονερό και ζηλιάρη για την ευτυχία του ανθρώπου.
Αξιοσημείωτο και πολλής προσοχής άξιο είναι και αυτό. Ότι ο διάβολος δεν πηγαίνει στον άνδρα να εισηγηθεί την παράβαση, αλλά στη γυναίκα. Διότι η γυναίκα είναι το ασθενέστερο σκεύος, το πλέον αδύνατο πλάσμα και ως προς τον νουν και την κρίση και τη θέληση, και αντιλήφθηκε ο διάβολος, ότι με τον άνδρα δεν θα πετύχει παρά μόνο με τη γυναίκα θα παρασύρει και τον άνδρα στην παρανομία και θα τους ρίψει στην παρακοή και την αμαρτία. Απόδειξη δε, ότι πιο εύπιστη και εύκολη στο να απατάται η γυναίκα, είναι το ότι με πολλή προθυμία άνοιξε διάλογο η Εύα με το φίδι. Και με πολλή ευκολία δέχθηκε τις εισηγήσεις του. Και με πολλή εμπιστοσύνη άκουσε και τις κατά του Θεού συκοφαντίες του πονηρού και παρασύρθηκε στον κρημνό του κακού. Έτσι, η Εύα, ως αδύνατο πλάσμα, δέχεται του πονηρού τις εισηγήσεις και τελείως άμυαλα και απερίσκεπτα έσπευσε να πιει το ποτήρι της ευτυχίας, όπως νόμιζε, που της πρόσφερε ο πονηρός, για να πετύχει την ισοθεΐα, να γίνει όμοια και ίση με το Θεό. Έτσι η περιέργεια και η απροσεξία και η εμπιστοσύνη της γυναίκας προς το φίδι επέφερε την πτώση στους πρωτοπλάστους και έγινε η αιτία της εισαγωγής της αμαρτίας και ενοχής σε όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Η σημασία του προπατορικού αμαρτήματος
Ο άνθρωπος λοιπόν, αμάρτησε, και αφού αμάρτησε, έπεσε. Διέπραξε το προπατορικό αμάρτημα και έπεσε. Αλλά η βαθύτερη σημασία του προπατορικού αμαρτήματος είναι η αποκήρυξη του Θεού, η αποστροφή προς το Θεό και η στροφή του ανθρώπου προς τον εαυτό του, προς το εγώ του, επομένως είναι ένας άκρατος και τρομερός εγωισμός. Η παράβαση του ανθρώπου και η πτώση ήταν προσπάθεια να αποτινάξει την κηδεμονία και την εξάρτησή του από το Θεό. Με το να υπακούσει στο διάβολο ο άνθρωπος και να πράξει ότι ο δόλιος εκείνος του υπέδειξε είναι σαν να έλεγε στο Θεό. Δεν έχω την ανάγκη σου. Θα ζήσω μόνος μου, αυτοτελής και ανεξάρτητος. Η καθοδήγηση και η προστασία σου δεν μου χρειάζεται. Είμαι ικανός εγώ, μόνος εγώ, χωρίς εσένα να ζήσω και να μεγαλουργήσω. Τι μου χρειάζεσαι συ; Επομένως η πρώτη εκείνη αμαρτία ήταν απιστία στο Θεό και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στο εγώ του και στο διάβολο· ήταν μια πράξη κατά της θείας μεγαλειότητας· ήταν αχαριστία και αγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη Δημιουργό και Πατέρα· ήταν επανάσταση και ανταρσία κατά του Θεού του Παντοκράτορος. Ήταν, τέλος, ύβρις, και περιφρόνηση και προσβολή και βλασφημία κατά του Αγίου, του ουρανίου βασιλέως. Αυτή είναι η βαθειά έννοια και σημασία του προπατορικού αμαρτήματος. Υπήρξε διαστροφή του ανθρώπου και αποκήρυξη του Θεού. Γι’ αυτό και έπεσε ο άνθρωπος και η πτώση του ήταν μεγάλη.
Συνέπειες και επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος
Η πτώση του Αδάμ υπήρξε μεγάλη και φοβερή. Και υπήρξε μεγάλη, διότι ήταν εύκολη η τήρηση της θείας εντολής. Αυτό καταφαίνεται από τις φοβερές συνέπειες και τα ολέθρια επακόλουθα που είχε η παράβαση αυτή των πρωτοπλάστων. Και ο θάνατος αυτός κυρίως και πρωτίστως ήταν θάνατος πνευματικός. Δηλαδή ήταν ο χωρισμός από το Θεό, η τέλεια αποξένωση και απομάκρυνση από τον Θεό, από τη γνώση και την αγάπη του Θεού. Αυτό το ένα. Το άλλο: Τα φρικτά πάθη και δεινά που είχε η αποξένωση αυτή και περιέκλειε ο πνευματικός εκείνος θάνατος. Σύμφωνα με αυτά οι συνέπειες και τα επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος είναι:
α) Ο πνευματικός θάνατος Δηλαδή ο τέλειος χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό, και επομένως η απογύμνωσή του από κάθε ευθύτητα και καλοσύνη, η ερήμωση της ψυχής του από κάθε αρετή και αγιότητα και η ερήμωση της ζωής του από κάθε χαρά, ειρήνη και ανάπαυση, αφού ο Θεός είναι η πηγή και ο χορηγός όλων αυτών των πνευματικών αγαθών και τα απολαμβάνει μόνο ο ενωμένος με το Θεό. Ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από την πηγή των αγαθών. Στέρεψε γι’ αυτόν η πηγή αυτή και ο άνθρωπος έμεινε έρημος και γυμνός από κάθε καλό.
β) Ο σωματικός θάνατος Πρώτα ο πνευματικός θάνατος και ακολούθως ο σωματικός θάνατος, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα και η φθορά και διάλυση του σώματος. Αυτός ο θάνατος δεν επήλθε ευθύς αμέσως με την πτώση, αλλά ύστερα από πολλά έτη. Με φρίκη και αποτροπιασμό αντίκρισε και δοκίμασε ο άνθρωπος το σωματικό θάνατο.
γ) Ο σκοτισμός του νου και η διαφθορά και εξαχρείωση της καρδιάς Με το προπατορικό αμάρτημα έχουμε την αλλοίωση και την συντριβή της θείας εικόνας, του «κατ’ εικόνα» που έδωσε ως πρώτο και κύριο χάρισμα ο Θεός στον άνθρωπο. Και δεν εξαφανίστηκε βέβαια τελείως η θεία εικόνα από τον άνθρωπο, αμαυρώθηκε όμως τόσο, ώστε να σκοτισθεί ο νους του ανθρώπου και να μην μπορεί να διακρίνει εύκολα το καλό από το κακό, αλλά να τα συγχέει πολλές φορές και να περιέρχεται σε σύγχυση τρομερή ως προς τη διάκριση καλού και κακού. Ακόμη επήλθε και τούτο το μεγάλο κακό· να διαφθαρεί και πονηρευτεί η καρδιά του, ώστε τα πονηρά να επιθυμεί και σε αυτά να ευχαριστείται. Τρίτον, να κλονισθεί η θέλησή του, ώστε και αυτή, μια που είχε πονηρή την καρδιά και σκοτισμένο το νου, στα πονηρά κα ένοχα τώρα να κλίνει και να βλέπει ο άνθρωπος στον εαυτό του ακατάσχετη κλίση και ροπή προς το κακό και την αμαρτία.
Την διαφθορά αυτή της ανθρώπινης φύσης η μεν Παλαιά Διαθήκη με λόγους του ίδιου του Θεού την παρουσιάζει ως τέλεια ηθική εξαχρείωση και λέει· «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. 8,21). Ο δε απόστολος Παύλος στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζει την τραγική πάλη μεταξύ αγαθού και κακού που γίνεται στα βάθη του παλαιού, του αμαρτωλού, ανθρώπου και τη φρικτή τυραννία και υποδούλωση που δοκιμάζει ο υπό το κράτος της αμαρτίας διατελών και ζων άνθρωπος, λέει: «οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ (δεν κατοικεί) ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». Εδώ παρουσιάζεται το απαίσιο και θλιβερό καθεστώς της αμαρτίας που υπάρχει στην ψυχή του αμαρτωλού σαν καρπός και προϊόν και κατάλοιπο της πρώτης των πρωτοπλάστων αμαρτίας. Και η φρικτή των παθών τυραννία εκφράζεται από το θείο Απόστολο με τους τραγικούς τούτους λόγους: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7,18-25).
δ) Η ενοχή Το προπατορικό αμάρτημα που έφερε την εξαχρείωση στον άνθρωπο, έφερε και την ενοχή. Ο άνθρωπος με την παράβασή του εκείνη κατέστη ένοχος ενώπιον του Θεού, ως παραβάτης της θείας εντολής, ένοχος και υπόδικος ενώπιον της δικαιοσύνης του νομοθέτου Θεού. Μέσα στην παράβαση ήταν και η ενοχή. Ταυτόχρονη παράβαση και ενοχή. Βρόντηξε η συνείδηση και του είπε· αμαρτωλέ, είσαι ένοχος και κατάκριτος ενώπιον του Θεού. Αυτή η συναίσθηση της ενοχής ήταν που τους έκανε να δουν ότι είναι γυμνοί και έσπευσαν να κρυφτούν από προσώπου Θεού. Έτσι όπου υπάρχει αμαρτία, εκεί υπάρχει και ενοχή. Η αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ μέσα στον Παράδεισο, δεν έφερε μόνο την εξαχρείωση και την ηθική διαστροφή του ανθρώπου. Έφερε και την ενοχή. Και συνέχεια την κατάκριση, την καταδίκη εκ μέρους του δικαίου Θεού. Τούτο αισθάνεται και βλέπει και κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει. Αμέσως αρχίζουν οι τύψεις και οι έλεγχοι που είναι η τρανή μαρτυρία και επιβεβαίωση της ενοχής. Και της ενοχής συνέπεια η καταδίκη και η ποινή. Και αυτή η τελική φάση της τιμωρίας ως προς το σώμα. Από το χώμα πλάσθηκε. Και στο χώμα παραδίδεται. Το είπε και ο Θεός, όταν εξέφερε την καταδίκη του Αδάμ: «…ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19). Χώμα είσαι και στο χώμα θα πορευθείς.
ε) Η κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος Η πλέον θλιβερή και απαίσια όψη και πλευρά του προπατορικού αμαρτήματος είναι η μετάδοση του αμαρτήματος τούτου από τον πρώτο άνθρωπο στους απογόνους του και από γενεά σε γενεά σε όλο το ανθρώπινο γένος, μετάδοση κληρονομική και ως κατάσταση και ασθένεια της ανθρώπινης φύσης και ως προσωπική ενοχή του κάθε ανθρώπου. Δηλαδή δεν αμάρτησε μόνο ο Αδάμ, αλλά στο πρόσωπο του Αδάμ αμάρτησαν και όλοι οι απόγονοί του, όλοι οι άνθρωποι που θα κατάγονταν από τον Αδάμ. Τούτο πάλι λέει, ότι ο Αδάμ δεν αμάρτησε ως άτομο μόνο, αλλά ως γενάρχης και εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό και ο Θεός την αμαρτία του ενός, του πρώτου ανθρώπου, την καταλόγισε σε όλους τους ανθρώπους. Και προς βεβαίωση τούτου λέει η Αγία Γραφή: «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3,23). Τα λόγια αυτά του αγίου Αποστόλου μας παρουσιάζουν την καθολικότητα της αμαρτίας, η οποία προήλθε από την πτώση των πρωτοπλάστων: «Διὰ τοῦτο, ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5,12). Δηλαδή στο πρόσωπο του Αδάμ, όλοι οι απόγονοί του κληρονόμησαν και την αμαρτία και τις συνέπειες της αμαρτίας εκείνης, που είναι η ενοχή, η διαφθορά και εξαχρείωση της φύσης μας, η κλίση και ροπή προς το κακό, και τέλος ο θάνατος. Έτσι, «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Και στους Ψαλμούς λέγεται για τον καθένα μας το «ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Ο Ευαγγελιστής τονίζει ότι όλοι έχουμε ανάγκη αναγέννησης εξ ύδατος και πνεύματος, διότι με την γέννηση χωρεί σε όλους ο μολυσμός της αμαρτίας, αφού «τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι» (Ιωάν. 3,6) και κάθε άνθρωπος αμαρτωλός υπόκειται εκ φύσεως στη θεία οργή κατά το «ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς» (Εφεσ. 2,3).
Έτσι ο Θεός την αμαρτία του Αδάμ την καταλόγισε σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Και όπως από πηγή θολή θολό βγαίνει όλο το ρεύμα, και από ρίζα σάπια σάπια θα είναι και τα κλαδιά και οι καρποί, και από άρρωστους γονείς άρρωστα παιδιά γεννιούνται, έτσι και στο προπατορικό αμάρτημα· αμαρτωλοί και διεφθαρμένοι οι πρόγονοι και γεννήτορες, αμαρτωλοί και διεφθαρμένοι θα είναι και όλοι οι απόγονοι. Επακόλουθη και φυσική συνέπεια. Αλλ’ ας μη βλέπουμε μόνο την κακή κληρονομιά, την οποία βαθύτατα βέβαια αισθανόμαστε όλοι μας και για το βάρος της οποίας και τις θλιβερές συνέπειες πολύ συχνά κλαίμε. Ας δούμε και την καλή κληρονομιά, την οποία ως Χριστιανοί απολαμβάνουμε σε αιώνια ζωή και σωτηρία μας. Η πρώτη είναι για μας κατάρα, η δεύτερη για μας ευλογία. Αίτιος της πρώτης ο κατά σάρκα γενάρχης μας, ο πρώτο Αδάμ. Αίτιος της ευλογίας και χάριτος ο δεύτερος Αδάμ και γενάρχης μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Την κακή κληρονομιά την έχουμε ως άνθρωποι σαρκικοί. Την καλή ως Χριστιανοί πνευματικοί. Την κατάρα την φέρουμε εκ καταγωγής. Την ευλογία μέσω της πίστης και υποταγής μας στο Σωτήρα Χριστό.
|
|||||