ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΓΙΕΖΙ

 

Ο ΓΙΕΖΙ (ΓΕΧΑΖΙ)

 

Ο Γιεζί (Γεχαζί) ήταν ο νεαρός υπηρέτης του προφήτη Ελισαίου (Δ' Βασιλειών 4,12. 4,14. 4,25). Επειδή όμως στην περίπτωση του Ναιμάν υπήρξε πονηρός και ψεύτης, τιμωρήθηκε με λέπρα (Δ' Βασιλειών 5,20-27).

 

 

Ο ΓΙΕΖΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑΣ

 

Μια μέρα ο Ελισαίος περνούσε από την πόλη Σωμάν. Εκεί υπήρχε μια πλούσια γυναίκα, η οποία τον παρακάλεσε με επιμονή να φάει στο σπίτι της. Έτσι κάθε φορά που ο Ελισαίος περνούσε από την πόλη πήγαινε στο σπίτι της κι έτρωγε. Κάποτε η γυναίκα είπε στον άνδρα της «Ο άνθρωπος αυτός είναι άνθρωπος του Θεού και άγιος. Κάθε φορά που περνάει από την πόλη μας έρχεται στο σπίτι μας. Ας του κτίσουμε ένα μικρό δωμάτιο στο υπερώο, έτσι ώστε όταν έρχεται σε μας να μένει στο δωμάτιο αυτό». Όταν ο Ελισαίος ξαναπέρασε από την πόλη, πήγε ξανά στο σπίτι της γυναίκας κι έμεινε στο δωμάτιο αυτό. Τότε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί τον νεαρό υπηρέτη του να καλέσει τη Σωμανίτιδα. Εκείνη παρουσιάστηκε μπροστά του. Είπε τότε ο Ελισαίος στον υπηρέτη του, «Πες στη γυναίκα ότι μας κατέπληξε με τη φιλοξενία της. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γι' αυτή»; Εκείνη απάντησε «Εγώ μένω με τους συγγενείς μου και δεν έχω κάποια ανάγκη». Ο Ελισαίος ξαναείπε στον υπηρέτη του «Τι πρέπει να κάνουμε γι' αυτή;». Ο Γιεζί, ο υπηρέτης του Ελισαίου, είπε «Είναι γεγονός ότι η γυναίκα αυτή δεν έχει παιδί και ο σύζυγός της είναι μεγάλος σε ηλικία».

Ο Ελισαίος την κάλεσε κι εκείνη στάθηκε όρθια κοντά στην πόρτα. Της είπε τότε «Το επόμενο έτος, την εποχή αυτή, θα κρατάς παιδί στην αγκαλιά σου». Εκείνη απάντησε «Σε παρακαλώ κύριε, μη διαψεύσεις αυτή την υπόσχεση που μου έδωσες». Και πράγματι η γυναίκα συνέλαβε και γέννησε παιδί τον επόμενο χρόνο και την εποχή εκείνη που της είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος.

Το παιδί μεγάλωσε και κάποτε πήγε στους αγρούς όπου βρισκόταν ο πατέρας του και οι θεριστές. Ξαφνικά είπε στον πατέρα του «Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου». Ο πατέρας του είπε στον υπηρέτη του να πάρει τοι παιδί και να το πάει στη μητέρα του. Ο υπηρέτης πήγε το παιδί στη μητέρα του και εκείνο κοιμήθηκε στα γόνατά της ως το μεσημέρι, οπότε και πέθανε. Η μητέρα του το ανέβασε στο υπερώο και το ακούμπησε στο κρεβάτι του Ελισαίου. Έκλεισε μετά την πόρτα και βγήκε έξω. Η γυναίκα έστειλε και παρακάλεσε τον άνδρα της να της στείλει έναν από τους δούλους του κι ένα γαϊδούρι, για να πάει να βρει τον άνθρωπο του Θεού, τον Ελισαίο, και θα επιστρέψει. Εκείνος τη ρώτησε γιατί πηγαίνει προς αυτόν; Εκείνη του είπε να μην ανησυχεί. Σαμάρωσε η ίδια το γαϊδούρι και είπε στον δούλο της να πάνε να βρούνε τον άνθρωπο του Θεού, τον Ελισαίο, στο όρος Κάρμηλος.

Πήγε η γυναίκα με τον υπηρέτη της στο όρος Κάρμηλος, όπου βρισκόταν ο Ελισαίος. Όταν ο Ελισαίος την είδε να έρχεται είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του «Να λοιπόν η γυναίκα η Σωμανίτιδα. Πήγαινε να την προϋπαντήσεις και να την ρωτήσεις εάν είναι καλά αυτή, ο άνδρας της και το παιδί της». Εκείνη απάντησε «Όλοι είμαστε καλά». Πήγε μετά στον Ελισαίο, έπεσε στο έδαφος κι έπιασε τα πόδια του προφήτη. Ο Γιεζί πήγε να την απωθήσει. Ο Ελισαίος όμως του είπε «Άφησέ τη, διότι η καρδιά της είναι πικραμένη και θλιμμένη. Ο Κύριος απέκρυψε από μένα και δεν μου είπε την αιτία του πόνου της». Εκείνη του είπε «Μήπως εγώ ζήτησα από τον Κύριο παιδί; Δεν σου είχα πει να μην διαψεύσεις την ελπίδα που μου έδωσες;». Είπε τότε ο Ελισαίος στον Γιεζί «Ετοιμάσου. Πάρε το ραβδί μου και πήγαινε στο σπίτι της γυναίκας αυτής. Εάν συναντήσεις άνθρωπο στο δρόμο σου δεν θα τον χαιρετήσεις κι αν σε χαιρετήσει δεν θα του αποκριθείς. Να φτάσεις γρήγορα στο σπίτι και να βάλεις το ραβδί μου στο πρόσωπο του παιδιού». Η Σωμανίτιδα είπε στον Ελισαίο «Ορκίζομαι στον Θεό ότι δεν θα σε εγκαταλείψω».

Ο Ελισαίος την ακολούθησε ως το σπίτι. Ο Γιεζί όμως πήγε νωρίτερα από αυτούς κι έβαλε το ραβδί του Ελισαίου στο πρόσωπο του παιδιού. Αλλά καμμία φωνή και καμμία αντίδραση δεν υπήρξε εκ μέρους του παιδιού. Γύρισε πίσω ο Γιεζί και συνάντησε τον Ελισαίο στο δρόμο και του είπε πως το παιδί δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ο Ελισαίος μπήκε στο σπίτι και είδε το παιδί νεκρό πάνω στο κρεβάτι του. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου κι έμεινε μόνος με το παιδί και προσευχήθηκε στον Κύριο. Ανέβηκε έπειτα στο κρεβάτι, ξάπλωσε πάνω στο παιδί κι ακούμπησε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια εκείνου και τα χέρια του στα χέρια εκείνου, ξάπλωσε πάνω στο παιδί κι έτσι το σώμα του παιδιού ζεστάθηκε. Έπειτα ο Ελισαίος απομακρύνθηκε, περπάτησε μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως. Αυτό επαναλήφτηκε εφτά φορές. Τότε το παιδί άνοιξε τα μάτια του και ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί να καλέσει τη Σωμανίτιδα. Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο του υπερώου και ο Ελισαίος της παρέδωσε το παιδί ζωντανό. Η γυναίκα έπεσε στα πόδια του Ελισαίου, τον προσκύνησε κι έπειτα πήρε το παιδί της και βγήκε από το δωμάτιο (Δ' Βασιλειών 4,8-37).

 

 

Ο ΓΙΕΖΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΙΣΑΙΟΥ

 

Έπειτα από το γεγονός αυτό ο Ελισαίος πήγε στα Γάλγαλα. Τις ημέρες εκείνες είχε πέσει μεγάλος λιμός στην περιοχή και οι προφήτες έμεναν νηστικοί κοντά στον Ελισαίο. Ο Ελισαίος είπε τότε στον υπηρέτη του τον Γιεζί «Βάλε τον μεγάλο λέβητα και βράσε φαγητό για τους προφήτες».

Ο Γιεζί βγήκε στα χωράφια για να μαζέψει χόρτα. Σε κάποιο σημείο βρήκε έναν αμπελώνα, από το έδαφος του οποίου μάζεψε άγρια κολοκύθια. Έβαλε από αυτά μέσα στο λέβητα για να βράσουν. Δεν γνώριζε όμως ότι αυτά ήταν δηλητηριώδη. Έπειτα έδωσε στους προφήτες να φάνε.

Ενώ εκείνοι έτρωγαν ξαφνικά είπαν «Άνθρωπε του Θεού υπάρχει θάνατος στο λέβητα και το φαγητό δεν μπορεί να φαγωθεί». Είπε τότε ο Ελισαίος «Πάρτε αλεύρι και ρίξτε το στον λέβητα». Στον υπηρέτη του τον Γιεζί είπε «Δώσε τώρα από αυτό στους προφήτες να φάνε». Εκείνοι έφαγαν και δεν υπήρξε τίποτα το επιβλαβές στο φαγητό (Δ' Βασιλειών 4,38-41).

 

Κάποτε κάποιος άνθρωπος ήρθε από τη Βαιθσαρισά και έφερε στον Ελισαίο 20 κρίθινα ψωμιά από τους πρώτους καρπούς των αγρών του και λίγες αρμαθιές σύκα και είπε «Δώστε τα στους προφήτες να φάνε». Ο Γιεζί απάντησε «Τι να πρωτοδώσω από αυτά σε εκατό ανθρώπους. Ο Ελισαίος είπε τότε «Δώσε στους προφήτες να φάνε από αυτά, διότι λέει ο Κύριος "θα φάνε, θα χορτάσουν και θα περισσέψουν". Πράγματι έφαγαν, χόρτασαν και περίσσεψαν, όπως είχε πει ο Κύριος» (Δ' Βασιλειών 4,42-44).

 

 

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΙΜΑΝ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΕΖΙ

 

Ο Ναιμάν ήταν αρχιστράτηγος του στρατού της Συρίας και έπασχε από λέπρα. Μια δούλη Ισραηλίτισσα της συζύγου του Ναιμάν, είπε μια μέρα στην κυρία της, πως εάν ο κύριός της πήγαινε στον προφήτη Ελισαίο στη Σαμάρεια θα θεραπευόταν από τη λέπρα. Η σύζυγος του Ναιμάν το είπε στον άνδρα της κι εκείνος το ανέφερε στο βασιλιά της Συρίας. Ο βασιλιάς της Συρίας του είπε να πάει στη Σαμάρεια έχοντας μαζί του και μια επιστολή προς το βασιλιά του Ισραήλ.

Ο Ναιμάν πήρε μαζί του 10 ασημένια τάλαντα, 6.000 χρυσούς σίκλους και 10 καινούριες στολές και ξεκίνησε για τη Σαμάρεια. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά του Ισραήλ και του έδωσε την επιστολή του βασιλιά της Συρίας. Με την επιστολή αυτή ο βασιλιάς της Συρίας παρακαλούσε το βασιλιά του Ισραήλ να φροντίσει για τη θεραπεία του Ναιμάν.

Όταν διάβασε την επιστολή ο βασιλιάς του Ισραήλ θύμωσε κι άρχισε να συλλογίζεται πως ο βασιλιάς της Συρίας ζητάει κάποια πρόφαση για πόλεμο. Όταν ο Ελισαίος έμαθε το γεγονός, έστειλε στον βασιλιά του Ισραήλ άνθρωπο να του πει, πως άδικα θύμωσε κι ας πάει ο Ναιμάν σε κείνον για να μάθει όλος ο κόσμος πως υπάρχει προφήτης του Θεού ανάμεσα στους Ισραηλίτες.

Ο Ναιμάν πήγε στο σπίτι του Ελισαίου κι ο Ελισαίος έστειλε αγγελιαφόρο να του πει να πλυθεί εφτά φορές στον Ιορδάνη και θα θεραπευτεί από τη λέπρα. Ο Ναιμάν οργίστηκε γιατί νόμιζε πως ο προφήτης θα τον θεράπευε αμέσως. Όμως ύστερα από τις συμβουλές των δούλων του ο Ναιμάν υποχώρησε. Πήγε στον Ιορδάνη και πλύθηκε στα νερά του εφτά φορές, όπως του είπε ο Ελισαίος. Κι αμέσως τότε καθαρίστηκε από την αρρώστια του κι έγινε καλά. Αμέσως μετά πήγε στον Ελισαίο μαζί με την συνοδεία του. Ο Ναιμάν προσπάθησε να δώσει δώρα στον προφήτη, αλλά ο Ελισαίος ήταν αμετάπειστος. Έτσι ο Ναιμάν αναχώρησε για την πατρίδα του (Δ' Βασιλειών 5,1-19).

 

Ο Γιεζί, ο υπηρέτης του Ελισαίου, σκέφτηκε τότε, πως ο κύριός του δεν πήρε τίποτα από τον Ναιμάν απ' όσα έφερε. Εάν τον προλάβαινε ίσως κάτι να έπαιρνε απ' αυτόν. Κι έτσι ο Γιεζί έτρεξε πίσω από τον Ναιμάν.

Ο Ναιμάν τον είδε από μακριά και κατέβηκε από το άρμα του για να τον συναντήσει. Όταν τον πλησίασε του είπε «Ειρήνη σε σένα». Ο Γιεζί απάντησε «Ο κύριός μου μ' έστειλε να σου πω πως ήρθαν δυο παιδιά από τους προφήτες του όρους Εφραίμ και σε παρακαλεί να τους δώσεις από ένα ασημένιο τάλαντο και δύο καινούριες στολές». Ο Ναιμάν του τα έδωσε.

Έτσι ο Γιεζί πήρε τα δύο ασημένια τάλαντα και τις δύο καινούριες στολές, και αφού τα έβαλε σε δύο σάκκους τα έδωσε σε δύο άλλους υπηρέτες, οι οποίοι και τα μετέφεραν προπορευόμενοι από αυτόν. Αλλά όταν έφτασαν σε κάποιο ερημικό μέρος, ο Γιεζί τα πήρε από τα χέρια τους και τα έκρυψε στο σπίτι του και άφησε τους δύο υπηρέτες να φύγουν.

Έπειτα ο Γιεζί πήγε στον Ελισαίο και στάθηκε μπροστά στον κύριό του. Ο Ελισαίος τον ρώτησε «Από που έρχεσαι;». Ο Γιεζί του απάντησε πως δεν πήγε πουθενά. Του είπε τότε ο Ελισαίος «Νομίζεις πως νοερά δεν σε παρακολούθησα, όταν ο Ναιμάν κατέβηκε από το άρμα του για να σε συναντήσει και του πήρες δυο ασημένια τάλαντα και δύο στολές, ώστε με τα χρήματα αυτά ν' αγοράσεις ελαιώνες κι αμπελώνες, και πρόβατα και βόδια και δούλους; Αλλά για το ψέμμα που είπες, η λέπρα του Ναιμάν θα πέσει πάνω σου και στους απογόνους σου». Έτσι ο Γιεζί έφυγε από τον Ελισαίο γεμάτος λέπρα και λευκός, όπως το χιόνι (Δ' Βασιλειών 5,20-27).

 

 

Ο ΓΙΕΖΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΡΙΟΥΣ

 

Κάποτε ο βασιλιάς της Συρίας επιτέθηκε στο βασίλειο του Ισραήλ και θύμωσε γιατί κάποιος πρόδιδε τις θέσεις του στρατού του. Κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων στους Ισραηλίτες. Έτσι ο βασιλιάς των Συρίων έστειλε ισχυρό στρατό στη Δωθαΐμ για να συλλάβουν τον Ελισαίο.

Ο στρατός των Συρίων έφτασε στη Δωθαΐμ το βράδυ και περικύκλωσε την πόλη. Ο υπηρέτης του Ελισαίου σηκώθηκε πρωΐ και βγήκε έξω από την πόλη. Ξαφνικά είδε το στρατό των Συρίων που είχε περικυκλώσει την πόλη. Ο υπηρέτης φοβήθηκε και το ανέφερε στον Ελισαίο. Ο προφήτης του απάντησε να μη φοβάται και πως περισσότεροι είναι αυτοί παρά οι εχθροί. Ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να φωτίσει τον υπηρέτη του. Πράγματι ο υπηρέτης φωτίστηκε και είδε το βουνό γεμάτο από άλογα και πύρινα άρματα γύρω από τον Ελισαίο.

Ο στρατός των Συρίων επιτέθηκε στη Δωθαΐμ με σκοπό να συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους Σύριους και ο Ελισαίος οδήγησε τους στρατιώτες στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος δεν του το επέτρεψε, παρά μόνο να τους δώσει φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν (Δ' Βασιλειών 6,11-23).

 

 

Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑ

 

Κάποια μέρα ο Ελισαίος είπε στη Σωμανίτιδα, στην οποία είχε αναστήσει το παιδί, να πάει να μείνει σε άλλο τόπο, μαζί με τους ανθρώπους του σπιτιού της, γιατί ο Κύριος αποφάσισε να πέσει λιμός στη χώρα που θα διαρκέσει εφτά χρόνια. Η γυναίκα έκανε όπως της είπε ο προφήτης. Αυτή και οι άνθρωποι του σπιτιού της κατοίκησαν προσωρινά στη χώρα των Φιλισταίων. Όταν πέρασαν τα εφτά χρόνια, η Σωμανίτιδα με τους ανθρώπους της ξαναγύρισαν στην πόλη τους. Παρουσιάστηκε στο βασιλιά και τον παρακάλεσε θερμά να της αποδοθεί το σπίτι και τα χωράφια της, που τα είχαν καταπατήσει άλλοι. Ο βασιλιάς εκείνη την ώρα μιλούσε με τον Γιεζί, τον υπηρέτη του Ελισαίου, και του ζητούσε να του διηγηθεί τα θαύματα που είχε κάνει ο προφήτης. Ενώ ο Γιεζί διηγούνταν στο βασιλιά, πως ο Ελισαίος είχε αναστήσει το γιο της Σωμανίτιδας, εκείνη τη στιγμή είχε έρθει η γυναίκα και ζητούσε από το βασιλιά να της αποδοθούν το σπίτι και τα χωράφια της.

Είπε τότε ο Γιεζί στο βασιλιά, πως αυτή είναι η γυναίκα για την οποία του μίλησε κι αυτός είναι ο γιος της, τον οποίο ανέστησε ο Ελισαίος. Ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα κι εκείνη του διηγήθηκε τα γεγονότα. Ο βασιλιάς τότε διέταξε ένα αξιωματικό να φροντίσει, ώστε να αποδοθούν στη Σωμανίτιδα όλα όσα της ανήκουν κι όλα τα εισοδήματα από τα χωράφια της, από την ημέρα που εγκατέλειψε τη χώρα μέχρι σήμερα (Δ' Βασιλειών 8,1-6).