ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ  

 

ΕΜΜΩΡ ΚΑΙ ΣΥΧΕΜ

 

ΕΜΜΩΡ (ΧΑΜΩΡ): Ο Εμμώρ (Χαμώρ) ήταν πατέρας του Συχέμ και Ευαίος στην καταγωγή (Γένεση 33,19). Έμενε στην πόλη Σαλήμ, κοντά στη Συχέμ (Γένεση 33,19).

Αιώνες αργότερα οι απόγονοι του Εμμώρ, ήταν άνθρωποι του Αβιμέλεχ, γιου του Γεδεών από μια παλλακίδα του, που μαζί με τους κατοίκους της Συχέμ, σκότωσε τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα, εκτός από έναν που κατάφερε να κρυφτεί (Κριταί 9,1-6. 9,26-33).

 

ΣΥΧΕΜ: Ο Συχέμ ήταν γιος του Εμμώρ και Ευαίος στην καταγωγή (Γένεση 33,19). Έμενε όπως και ο πατέρας του στην πόλη Σαλήμ, κοντά στη Συχέμ (Γένεση 33,19). Ίσως η πόλη Συχέμ να πήρε τ' όνομά της από τον Συχέμ, γιο του Εμμώρ.

 

 

 

Ο ΕΜΜΩΡ, Ο ΣΥΧΕΜ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΕΙΝΑΣ

 

Ο Ιακώβ μετά τη συμφιλίωσή του με τον Ησαύ, προχώρησε και εγκαταστάθηκε κοντά στην Σαλήμ, σ' ένα κομμάτι αγρού που το αγόρασε από τον Εμμώρ, πατέρα του Συχέμ, για εκατό νομίσματα (Γένεση 33,17-19).

Μια μέρα η Δείνα, η κόρη που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής. Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής, την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε. Τη συμπάθησε όμως και ζήτησε από τον πατέρα του να την πάρει για γυναίκα του.

 

Ο Ιακώβ έμαθε ότι ο Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι γιοι του ήταν με τα κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν. Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση για το Συχέμ. 

Ο Εμμώρ, πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει και να τη ζητήσει από την οικογένειά της. Ο Εμμώρ τους είπε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας. Δεχτείτε να του τη δώσετε για γυναίκα. Συγγενέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας. Κατοικήστε εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεση σας. Εγκατασταθείτε σ' αυτήν, κινηθείτε ελεύθερα σ' αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ' αυτήν. Την εύνοια σας να κερδίσω και ότι μου ζητήσετε θα το δώσω. Αυξήστε όσο θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω, ότι κι αν μου ζητήσετε. Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα».

 

Επειδή ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Εμμώρ με πονηριά: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας. Μόνο μ' αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να γίνετε όπως κι εμείς, δηλαδή κάθε αρσενικό σας να περιτμηθεί. Τότε θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες. Θα κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός. Αν όμως δε δεχτείτε να περιτμηθείτε, θα πάρουμε την αδερφή μας και θα φύγουμε».

 

Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στον Εμμώρ και στο Συχέμ. Ο νέος δεν δίστασε να το κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Πήγαν λοιπόν ο Εμμώρ και ο γιος του ο Συχέμ στην πόλη τους και μίλησαν στους άντρες της. Όλοι οι άντρες της πόλης, υπάκουσαν στον Εμμώρ και στο Συχέμ, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους. Αλλά την τρίτη μέρα, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. Έσφαξαν τον Εμμώρ και το Συχέμ, πήραν τη Δείνα και έφυγαν. Οι υπόλοιποι γιοί του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους. Τους πήραν τα ζώα τους και ότι υπήρχε στην πόλη. Πήραν για λάφυρα τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους και ότι βρήκαν στα σπίτια.

Αλλά ο Ιακώβ λυπήθηκε βαθιά και τους επέπληξε αυστηρά γι' αυτό που κάνανε, γιατί φοβήθηκε τους κατοίκους της χώρας που ήταν πολλοί περισσότεροι  από όσους διέθετε ο Ιακώβ (Γένεση κεφ. 34).