ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
||
|
||
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ |
||
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΣ Ή ΙΟΥΔΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
«Παλαιστινό» ή Ιουδαϊκό ή στενό Κανόνα ονομάζουμε τον Κανόνα εκείνο που διαμορφώθηκε στην Παλαιστίνη και περιλαμβάνει λιγότερα βιβλία απ' όσα ο Αλεξανδρινός Κανόνας. Πληροφορίες σχετικές με τον κανόνα αυτόν έχουμε από την Παλαιά Διαθήκη, από την Καινή Διαθήκη και τα συγγράμματα των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, καθώς επίσης από τα έργα των Ιουδαίων λογίων Φίλωνα και Ιωσήπου και από την αποκαλυπτική και ταλμουδική γραμματεία. Ο ιουδαϊκός ή παλαιστίνος κανόνας κλείνει για τον Ιουδαϊσμό σε άγνωστο χρόνο, ανάμεσα στο 100 π.Χ. και στο 100 μ.Χ., όμως σημαντικό ρόλο στο οριστικό κλείσμο του κανόνα, είχε η ραββινική σύνοδος της Ιάμνειας της Παλαιστίνης περίπου το 100 μ.Χ..
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ
Πηγή του βιβλικού λόγου είναι η θεία αποκάλυψη και φορέας της οι θεόπνευστοι συγγραφείς, οι οποίοι ως όργανα του Θεού εκφράζουν το θείο θέλημα με διάφορες μορφές του ανθρώπινου λόγου. Τέτοιες μορφές ή κατηγορίες είναι ο «νόμος» του ιερέα, ο «λόγος» του προφήτη, η «ωδή» του ποιητή, η «κρίση» του κριτή και νομοθέτη, η «βουλή» του σοφού κλπ. Οι κατηγορίες αυτές, φορείς του αποκαλυπτικού λόγου, οι οποίες καταγράφτηκαν με τον καιρό και ύστερα από μακρόχρονη διαδικασία, αποτέλεσαν το βιβλικό κείμενο όπως το έχουμε σήμερα. Ο ιουδαϊκός Παλαιστινός Κανόνας περιλαμβάνει έναν αριθμό βιβλίων που κατανέμονται σε τρία μέρη: στο Νόμο, τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα.
1. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η μετάβαση από τον προφορικό στο γραπτό λόγο έγινε με την καταγραφή αρχικά των «νόμων» και έπειτα των αφηγήσεων. Πηγή των νόμων ήταν αυτός ο Θεός είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη μεσολάβηση του δούλου του Μωυσή (Έξοδος 24,12. 25,21. 31,18. 32,15. 32,34. 1,27), ο οποίος παραγγέλλει στους Λευίτες να εναποθέσουν το Νόμο κοντά στην Κιβωτό της Διαθήκης «εις μαρτύριον», και να μεριμνήσουν ώστε να παραμείνει στον αιώνα αναλλοίωτος (Δευτερονόμιον 31,26). Όλα αυτά δείχνουν βέβαια σεβασμό στο λόγο του Θεού και μαρτυρούν για τη διαμόρφωση θεόπνευστων κειμένων, δεν αποδεικνύουν όμως την ύπαρξη μιας συλλογής ιερών βιβλίων και πολύ περισσότερο «Κανόνα του Νόμου». Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται άλλωστε και από το ότι τα «στρώματα» της Πεντατεύχου (νόμοι και αφηγήσεις) ήταν για αιώνες αδιαμόρφωτα, ώσπου να απαρτιστούν τα επιμέρους πέντε βιβλία της και ύστερα από μακρόχρονη διαδικασία να αποτελέσουν το αρχαιότερο και σπουδαιότερο μέρος του Παλαιστινού Κανόνα. Πότε ακριβώς στους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους ο Νόμος, δηλαδή η Πεντάτευχος, απαρτίστηκε και απέκτησε κανονική ισχύ δεν είναι βέβαιο, στην εποχή όμως του Έσδρα (5ος π.Χ. αιώνας) η κανονικότητα του είχε ήδη αναγνωριστεί.
2. Παράλληλα με το Νόμο άρχισαν να αποκτούν κανονική ισχύ και οι προφητικές προρρήσεις, ιδίως εκείνες που είχαν εκπληρωθεί, καθώς επίσης και οι εσχατολογικού-αποκαλυπτικού χαρακτήρα προφητείες, τις οποίες οι μεταγενέστεροι μελετούσαν με ιδιαίτερη προσοχή. Ο προφητικός λόγος ήταν το θείας προέλευσης «λήμμα» και οι μεταιχμαλωσιακοί προφήτες συχνά αναφέρονταν στους προηγούμενους (Ζαχαρίας 1,4. 7,7), και κατά προτίμηση στις εθνικής σημασίας προρρήσεις τους, όπως ήταν η «περί εβδομήντα ετών» αιχμαλωσίας προφητεία του Ιερεμία (Ζαχαρίας 1,12. 7,5). Και όταν ακόμα η κλασική προφητεία άρχισε να εκλείπει, τα προφητικά έργα γίνονταν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης, για να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον (Δανιήλ 9,2). Τις αρχές του Κανόνα των Προφητών βρίσκουμε στον Ησαΐα, όταν ο προφήτης «δένει» και «σφραγίζει» τη διδασκαλία του στην καρδιά των μαθητών του (8,16 ΜΤ), καθώς επίσης και στην εντολή του Ιερεμία προς τον μαθητή του Βαρούχ, να καταγράψει καθ' υπαγόρευση όλους τους λόγους, τους οποίους ο δάσκαλος του «ελάλησε» κατά τα τελευταία χρόνια της δράσης του (Ιερεμίας κεφ. 43). Η αναγνώριση της θεοπνευστίας των «μεταγενέστερων» προφητών (Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ και των δώδεκα μικρών προφητών) επεκτάθηκε και στους «προγενέστερους» (Ιησούς Ναυή, Κριτές, Σαμουήλ, Βασιλείς), προφανώς γιατί τα τελευταία αυτά βιβλία θεωρούνταν ως προφητικά έργα με την ευρύτερη βέβαια σημασία του όρου. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε ότι ο χρονικογράφος των βιβλίων των Χρονικών συγκαταλέγει μεταξύ των πηγών του και προφήτες. Αναφορικά με τον τελικό απαρτισμό του δεύτερου αυτού μέρους του Παλαιστινού Κανόνα είναι βέβαιο ότι οι «Προφήται» (προγενέστεροι και μεταγενέστεροι) αναγνωρίστηκαν στο σύνολο τους ως κανονική συλλογή πολύ πριν από το 200 π.Χ. (Σοφία Σειράχ κεφ. 48-49) και ίσως από το τέλος της περσικής περιόδου. Οι συζητήσεις που έγιναν το 90 μ.Χ. στην Ιάμνεια δεν κλόνισαν την άποψη αυτή, γιατί η ραββινική εκείνη σύνοδος δεν ασχολήθηκε με την κανονικότητα των βιβλικών έργων, αλλά με θέματα, τα οποία έμμεσα μόνο αναφέρονταν σ' αυτήν.
3. Το τρίτο και τελευταίο μέρος του Παλαιστινού Κανόνα, τα «Αγιόγραφα» έγιναν δεκτά στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί τόσο η ποίηση, ιδιαίτερα η λειτουργική (Ψαλμοί κλπ.), όσο και η γραμματεία της σοφίας (Παροιμίες κλπ.) θεωρούνταν θεόπνευστα και επομένως κανονικής ισχύος έργα. Η συνήθης ονομασία του μέρους αυτού είναι «Αγιόγραφα» και η συγκρότησή του σε ενιαίο σώμα έγινε στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, όπως μας πληροφορεί έμμεσα και ο πρόλογος της μετάφρασης του βιβλίου της Σοφίας Σειράχ, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 190 π.Χ.
ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ
Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση που διασώθηκε στον Ιώσηπο και στο Ταλμούδ, όλα τα (πρωτοκανονικά) βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκαν κατά την περίοδο από το Μωυσή μέχρι την εποχή των Έσδρα-Νεεμία. Ό,τι γράφτηκε, λέγει ο Ιώσηπος, από τον Αρταξέρξη μέχρι τους χρόνους του υπολείπεται σε αξία «δια το μη γενέσθαι την των προφητών ακριβή διαδοχήν» (Κατ. Απ. 1,41). Εκτός από την πληροφορία αυτή, που αναφέρεται έμμεσα και στον τελικό απαρτισμό του Παλαιστινού Κανόνα, στο Μπαβά Μπαθρά του Ταλμούδ (14β-15α) παρατίθενται τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης με τους συγγραφείς τους. Οι μαρτυρίες αυτές εκφράζουν βέβαια τη γνώμη της ιουδαϊκής παράδοσης για τον Παλαιστινό Κανόνα γενικά, δεν επιμαρτυρούνται όμως από τη σύγχρονη έρευνα σ' όλη την έκταση τους. Τα στοιχεία, τα οποία έχει στη διάθεση της η νεότερη έρευνα σχετικά με την πορεία της διαμόρφωσης του Κανόνα και τον τελικό απαρτισμό του, ίσως να μην είναι αποφασιστικής σημασίας, είναι όμως ενδεικτικά για τον καθορισμό της συγκρότησής του. Από τον πρόλογο της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου της Σοφίας Σειράχ εξάγεται αβίαστα ότι ο εγγονός του Σειραχίδη με τον όρο «πάτρια βιβλία» ή «λοιπά βιβλία» εννοεί αναμφιβόλως τη συλλογή (στο σύνολο της) των Αγιογράφων, το τρίτο δηλαδή και τελευταίο μέρος του Κανόνα. Εκτός αυτού όμως ο ιστοριογράφος Ευπόλεμος (c. 157 π.Χ.) χρησιμοποίησε την ελληνική μετάφραση των Χρονικών (Παραλειπομένων), και ίσως του Ιώβ. Οι δύο αυτές μαρτυρίες δείχνουν ότι ήδη κατά τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα υπήρχαν ελληνικές μεταφράσεις σπουδαίων έργων από τα Αγιόγραφα. Συμπληρωματικά στοιχεία για τη διαμόρφωση του Κανόνα βρίσκουμε στην Καινή Διαθήκη, όπου στο Λκ. 24,44 τα Αγιόγραφα αντιπροσωπεύονται από τους «Ψαλμούς». Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης μας βοηθάει να συμπεράνουμε αναντίρρητα ότι τα Αγιόγραφα είχαν πάρει την τελική τους μορφή στους προ του Χριστού και των Αποστόλων χρόνους. Η άποψη ότι ο Παλαιστινός Κανόνας είχε ήδη απαρτιστεί κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης επιβεβαιώνεται έμμεσα και από τις συζητήσεις που έγιναν στη σύνοδο της Ιάμνειας. Η αναγνώριση στο χώρο της Αλεξάνδρειας από τους εκεί ελληνόφωνους Ιουδαίους Κανόνα, ο οποίος περιείχε και έργα άγνωστα στους εβραιόφωνους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, σε συσχετισμό με την προτίμηση που έδειχνε η Χριστιανική Εκκλησία για τον (ευρύτερο) Κανόνα των Ο', ο οποίος περιείχε και έργα που ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν επίσημα από το μητροπολιτικό Ιουδαϊσμό ως κανονικά, ανάγκασαν τους ραββίνους να αναζητήσουν τις γνήσιες πηγές της πίστης και της ηθικής τους. Αυτό ανέλαβε η σύνοδος της Ιάμνειας, από τις συζητήσεις της οποίας προκύπτει ότι στους Παλαιστινούς κύκλους οι «Προφήται» και τα «Αγιόγραφα» θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας έργα σε σύγκριση με τον «Νόμο», του οποίου η κανονική ισχύς ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Οι συζητήσεις της συνόδου εκείνης αφορούσαν κατά κύριο λόγο στον Ιεζεκιήλ, τις Παροιμίες, το Άσμα Ασμάτων, τον Εκκλησιαστή και την Εσθήρ και είχαν ως θέμα όχι την κανονική αναγνώρισή τους, αλλά μάλλον την παραμονή τους στον Κανόνα ή πιθανότερα, τον αποκλεισμό τους από τη δημόσια ανάγνωση στη συναγωγή ή από την κατ' ιδίαν μελέτη. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου του Ιεζεκιήλ (κεφ. 1 και 16), του οποίου όμως το κανονικό κύρος είχε ήδη αναγνωριστεί από καιρό με την παραδοχή του μεταξύ των «μεταγενέστερων» Προφητών. Από τις συζητήσεις εκείνες συμπεραίνουμε ακόμα ότι κύριο μέλημα της συνόδου δεν ήταν να «κλείσει» τον Κανόνα, αλλά να προβεί κατά κάποιο τρόπο στη μερική αναθεώρησή του. Εφόσον δηλαδή ο ιουδαϊκός Παλαιστινός Κανόνας είχε πάρει την τελική του μορφή αιώνες πριν από τη σύνοδο, το έργο των ραββίνων δεν ήταν η κανονική αναγνώριση νέων βιβλίων, αλλ' ο προβληματισμός και η διερεύνησή του κατά πόσο βιβλία ή μέρη αυτών που ανήκαν στον επίσημο Κανόνα κατείχαν καλώς τη θέση τους ή όχι.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ
Α) ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
Φαινομενικά η ιουδαϊκή παράδοση δείχνει ότι δεν συμφωνεί ως προς τον αριθμό των βιβλίων του Παλαιστινού Κανόνα. Το Δ' Έσδρα 14,14 και το Ταλμούδ (Μπαβά Μπαθρά 14β-15α) τα αναβιβάζει σε 24, ενώ ο Ιώσηπος τα αριθμεί σε 22. Η διαφορά όμως αυτή οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι ο Ιώσηπος, συσχετίζοντας τον αριθμό των κανονικών βιβλίων με τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου, συναριθμεί τη Ρουθ με τους Κριτές και τους Θρήνους με τον Ιερεμία, ενώ το Δ' Έσδρα και το Ταλμούδ τα αριθμούν ξεχωριστά. Οπωσδήποτε όμως ο αριθμός 24 ή 22. προκύπτει από το ότι τα βιβλία των δώδεκα μικρών προφητών (Δωδεκαπρόφητο) και τα βιβλία Σαμουήλ Α'- Β', Βασιλείς Α'- Β', Έσδρας -Νεεμίας και Χρονικά Α'- Β' αριθμούνται αντίστοιχα ως ένα βιβλίο. Στις νεώτερες έντυπες εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι 39 και αυτό όχι γιατί προστίθενται νέα (δευτεροκανονικά) βιβλία, αλλά γιατί τα ίδια κανονικά βιβλία του Παλαιστινού Κανόνα αριθμούνται διαφορετικά, όπως π.χ. το Σαμουήλ ως Σαμουήλ Α' και Σαμουήλ Β', το Βασιλείς ως Βασιλείς Α' και Βασιλείς Β', το Δωδεκαπρόφητο ως δώδεκα βιβλία κλπ.
Τα βιβλία της παλαιάς Διαθήκης χωρισμένα σε 22 ή 24 βιβλία: 01. Πεντάτευχος 02. Ιησούς 03. Κριτές 04. και 05. Α' και Β' Σαμουήλ 06. και 07. Α' και Β' Βασιλέων 08. Ησαΐας 09. Ιερεμίας 10. Ιεζεκιήλ 11. Δωδεκαπρόφητο 12. Ρουθ 13. Ψαλμοί 14. Ιώβ 15. Παροιμίες 16. Εκκλησιαστής 17. Άσμα 18. Θρήνοι 19. Δανιήλ 20. Εσθήρ 21. Έσδρας 22. Νεεμίας 23 & 24. Α' και Β' Χρονικά
Ο επίσημος Ιουδαϊσμός τελικά δεν έκανε αποδεκτά ως κανονικά, τα υπόλοιπα βιβλία της μετάφρασης των εβδομήκοντα (τα δευτεροκανονικά πλέον, για τους χριστιανούς), επικαλούμενος τη διακοπή της προφητείας μετά τον τελευταίο προφήτη, το Μαλαχία, αλλά και λόγω της χριστολογικής τους χρήσης από τους Χριστιανούς. Ο κανόνας αυτός όπως διαμορφώθηκε, ήταν μια νίκη του ραββινικού Ιουδαϊσμού, έναντι των Χριστιανών, που οδήγησε και τον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό στην εγκατάλειψή τους.
Β) ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση η αρχή της συγκρότησης του κανόνα τοποθετείται στον 5ο π.Χ. αιώνα, την εποχή του Έσδρα. Ο κατάλογος των βιβλίων της εβραϊκής Βίβλου οριστικοποιήθηκε το 90 μ.Χ. κατά την σύνοδο των ραβίνων στην Ιάμνεια της Παλαιστίνης. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει 39 βιβλία τα οποία χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: το Νόμο, τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα. Στις νεώτερες έντυπες του εβραϊκού κειμένου, τα βιβλία έχουν διαφορετική αρίθμηση και αναλύονται περαιτέρω σε 39 (αυτό τον αριθμό βιβλίων υιοθέτησαν οριστικά οι Προτεστάντες τον 17ο αιώνα).
Η τριμερής διαίρεση του Παλαιστινού Κανόνα, δηλαδή σε Νόμο, Προφήτες και Αγιόγραφα είναι πολύ παλαιά. Ήδη μνημονεύεται γύρω στο 130 π. Χ. στον πρόλογο της Σοφίας Σειράχ, όπου ο μεταφραστής του πρωτοτύπου αναφερόμενος στην ανάγνωση των ιερών κειμένων μιλάει για το νόμο, τους προφήτες και τα άλλα πάτρια βιβλία (στχ.8εξ.) και για το νόμο, τις προφητείες και τα λοιπά των βιβλίων (στχ.24εξ.). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και απ' τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά (24,44), όπου ο Χριστός αναφερόμενος στα ιερά παραδοσιακά κείμενα λέγει «εν τω Νόμω Μωυσέως και τοίς Προφήταις και τοίς Ψαλμοίς». Την τριμερή διαίρεση του Παλαιστινού Κανόνα, δηλαδή σε Νόμο, Προφήτες και Ψαλμούς συναντούμε και στο Φίλωνα καθώς και στο Ταλμούδ. Για τον Ιώσηπο τα τρία μέρη της Παλαιάς Διαθήκης είναι τα «πέντε βιβλία του Μωυσέως, οι προφήτες και τα λοιπά βιβλία», ενώ για το Β' Μακκαβαίων 2,2. 2,13 «ό νόμος, τα περί των βασιλέων βιβλία και προφητών και τα του Δαυίδ». Συνεπώς τα τρία μέρη του Παλαιστινού Κανόνα, όπως τελικά διαμορφώθηκαν, είναι:
α) Νόμος (Μωυσέως, Τορά) Τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν το Νόμο, δηλαδή την Πεντάτευχο, που σ' όλους τους κώδικες, τους καταλόγους και τις έντυπες εκδόσεις του κειμένου βρίσκονται πάντοτε επικεφαλής των άλλων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και έχουν χωρίς καμιά εξαίρεση την ίδια πάντοτε διάταξη.
Στο Νόμο περιέχονται τα 5 πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής: 01. Γένεσις (Στην αρχή) 02. Έξοδος (Και αυτά τα ονόματα) 03. Λευιτικόν (Και κάλεσε) 04. Αριθμοί (Και είπε ή Στην έρημο) 05. Δευτερονόμιο (Αυτοί οι λόγοι) Τα βιβλία του Νόμου πήραν την ονομασία απ' την αρκτική λέξη τους. Η ονομασία "Νόμος" για τα 5 βιβλία του πρώτου μέρους του κανόνα, γνωστά ως Πεντάτευχος, σχετίζεται με τη διδασκαλία, που δόθηκε από το Θεό στους ανθρώπους για να ρυθμίζει τη διαγωγή τους.
β) Προφήτες Μετά το Νόμο ακολουθούν οι Προφήτες, οι οποίοι από τον 8ο μ.Χ. αιώνα διακρίνονται σε «προγενέστερους» και «μεταγενέστερους». Στους Προγενέστερους προφήτες κατατάσσονται 6 βιβλία, ενώ στους Μεταγενέστερους 15 βιβλία:
Προγενέστεροι Προφήτες 06. Ιησούς 07. Κριταί 08. Σαμουήλ A' 09. Σαμουήλ Β' 10. Βασιλείς A' 11. Βασιλείς Β' Τα βιβλία αυτά έχουν αφηγηματικό και ιστορικό χαρακτήρα.
Μεταγενέστεροι Προφήτες 12. Ησαΐας 13. Ιερεμίας 14. Ιεζεκιήλ Και οι δώδεκα μικροί προφήτες (Δωδεκαπρόφητο) 15. Ωσηέ 16. Ιωήλ 17. Αμώς 18. Οβδιού 19. Ιωνάς 20. Μιχαίας 21. Ναούμ 22. Αβακκούμ 23. Σοφονίας 24. Αγγαίος 25. Ζαχαρίας 26. Μαλαχίας Τα βιβλία αυτά έχουν προφητικό περιεχόμενο και είναι διατυπωμένα στο μεγαλύτερο μέρος τους σε ποιητική μορφή. Η ονομασία "Προφήτες", ανταποκρίνεται ακριβέστερα στο περιεχόμενο των μεταγενέστερων προφητών, εκτείνεται όμως και σ' εκείνο των προγενέστερων, επειδή αντανακλά την παράδοση της προφητικής αυθεντίας.
γ) Αγιόγραφα Τα Αγιόγραφα, τα οποία απαρτίζουν το τελευταίο μέρος του Παλαιστινού Κανόνα και περιλαμβάνει 13 βιβλία:
27. Ψαλμοί 28. Ιώβ 29. Παροιμίαι 30. Ρουθ 31. Άσμα Ασμάτων 32. Εκκλησιαστής 33. Θρήνοι 34. Εσθήρ 35. Δανιήλ 36. Έσδρας (Β) 37. Νεεμίας 38. Χρονικά Α' 39. Χρονικά Β' Τα Αγιόγραφα αποτελούνται από έναν αριθμό ανεξάρτητων βιβλίων, που αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία φιλολογικών ειδών (λυρική ποίηση, γνωμικός λόγος, αφήγηση, ιστορία, αποκάλυψη) με διάφορα θρησκευτικά ενδιαφέροντα (λατρεία, σοφία, θεοδικία, ηθικολογία, παρηγοριά κλπ.).
Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των Αγιογράφων κατέχουν πέντε βιβλία τα οποία από τον 6ο μ.Χ. αιώνα αποτελούν ξεχωριστή συλλογή μέσα στον Παλαιστίνο Κανόνα. Απ' το 12ο μάλιστα μ.Χ. αιώνα οι πέντε αυτοί «κύλινδροι» διαβάζονται στις πέντε μεγάλες ετήσιες γιορτές του Ιουδαϊσμού ως εξής. 1. Το «Άσμα Ασμάτων» κατά το Πάσχα. 2. Η «Ρουθ» στη γιορτή των Εβδομάδων (Πεντηκοστή). 3. Οι «Θρήνοι» κατά την επέτειο της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. 4. Ο «Εκκλησιαστής» στη γιορτή της Σκηνοπηγίας. 5. Η «Εσθήρ» στη γιορτή του Πουρίμ. Εκτός από τα βιβλία του Νόμου η διάταξη των άλλων βιβλικών έργων και ιδιαίτερα των Αγιογράφων διαφέρει από χειρόγραφο σε χειρόγραφο.
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωσήπου συγγραφείς των είκοσι δύο έργων της Παλαιάς Διαθήκης είναι: ο Μωυσής, ο οποίος έγραψε 5 βιβλία, οι μετά το Μωυσή προφήτες, οι οποίοι έγραψαν 13 βιβλία, και άλλοι θεόπνευστοι άνδρες, οι οποίοι έγραψαν τα υπόλοιπα βιβλία. Περισσότερες πληροφορίες για τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκουμε στο Ταλμούδ (Μπαβά Μπαθρά 15α), όπου αναφέρεται ότι «ο Μωυσής έγραψε το βιβλίο του και την περί Βαλαάμ αφήγηση (Αριθμοί 23,25εξ.), καθώς και το βιβλίο του Ιώβ. Ο Ιησούς (του Ναυή) έγραψε το βιβλίο του και τους (τελευταίους) οκτώ στίχους της Πεντατεύχου που περιγράφουν το θάνατο του Μωυσή. Ο Σαμουήλ έγραψε το βιβλίο του, το βιβλίο των Κριτών και τη Ρουθ. Ο Δαβίδ έγραψε το βιβλίο των Ψαλμών. Ο Ιερεμίας έγραψε το βιβλίο του, το βιβλίο των Βασιλέων και τους Θρήνους. Ο Εζεκίας και οι άνδρες του έγραψαν τον Ησαΐα (κατά σχόλιο του εκδότη του Ταλμούδ το «έγραψαν» έχει εδώ προφανώς τη σημασία του «δημοσίεψαν»), τις Παροιμίες, το Άσμα Ασμάτων και τον Εκκλησιαστή. Οι άνδρες της Μεγάλης Συναγωγής έγραψαν τον Ιεζεκιήλ, τους δώδεκα μικρούς προφήτες, το Δανιήλ και τον κύλινδρο της Εσθήρ. Ο Έσδρας έγραψε τα βιβλία Έσδρας-Νεεμίας και τις γενεαλογίες των Χρονικών (Παραλειπομένων) μέχρι την εποχή του. Κατά τη ραββινική παράδοση ο Ησαΐας, επειδή θανατώθηκε απ' το βασιλιά Μανασή, δεν μπόρεσε να γράψει τις προφητείες του, ενώ ο Ιεζεκιήλ και ο Δανιήλ δεν έγραψαν τα βιβλία τους, γιατί έζησαν μακριά απ' τη «γη Ισραήλ». Σχόλιο στο Ταλμούδ αναφέρει ότι οι μικροί προφήτες δεν δημοσίεψαν οι ίδιοι τις προφητείες τους, γιατί ήταν πολύ μικρές.
Όλα τα παραπάνω εκφράζουν βέβαια την άποψη της ιουδαϊκής παράδοσης για την πατρότητα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν ανταποκρίνονται όμως πλήρως στα πράγματα, γιατί σήμερα το πρόβλημα των συγγραφέων των βιβλικών έργων ερευνάται και από τους ορθόδοξους ακόμα Ιουδαίους σε καινούργια βάση και με διαφορετικές προϋποθέσεις από εκείνες της ιουδαϊκής παράδοσης.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η ένταξη ενός βιβλίου στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης προσδίδει σ' αυτό ιδιαίτερο κύρος και μάλιστα την αυθεντία της θεοπνευστίας. Η πρώτη και ουσιαστικότερη προϋπόθεση για την αναγνώριση ενός βιβλίου ως «κανονικού» ήταν η βαθιά πίστη ότι τα βιβλία του Κανόνα, και κατά κύριο λόγο ο «Νόμος του Μωυσή», ήταν θεόπνευστα. Κατά ταλμουδική μάλιστα έκφραση «μολύνουν τα χέρια», δηλαδή είναι «άγια», γι' αυτό και όποιος τα αγγίζει οφείλει να πλύνει τα χέρια του. Ο Νόμος μάλιστα, επειδή είχε θεία προέλευση και κυριαρχούσε σ' αυτόν η αρχή της Διαθήκης με τις απορρέουσες απ' αυτή θεονομικές διατάξεις, ήταν ο θεόδοτος «κανόνας της πίστης». Δεν ήταν ένα νεκρό σύστημα νομικών διατάξεων αλλά το «μαρτύριο της Διαθήκης» του Σινά, την οποία συνομολόγησαν ο Θεός και ο λαός του. Αποδεχόμενος ο λαός του Ισραήλ τη Διαθήκη επιβάλλει στον εαυτό του κανόνα πίστης και ζωής, καθοδηγούμενος τόσο από τις εντολές του όσο και από την παρουσία του Θεού στην ιστορία του λαού του, όπως αυτή μαρτυρείται με διάφορους τρόπους στο αφηγηματικό υλικό της Πεντατεύχου. Αν κρίνουμε με τα μέτρα της ιουδαϊκής παράδοσης τη σχέση του Νόμου με τα υπόλοιπα βιβλία του Παλαιστινού Κανόνα, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι τα τελευταία αυτά δεν είχαν την κανονική ισχύ που είχε ο Νόμος. Ούτε οι «προγενέστεροι προφήτες», που στο σύνολό τους εκφράζουν τη βασική αναφορικά με την «ιερή ιστορία» διδασκαλία και γράφτηκαν από προφήτες (με την πλατιά σημασία της λέξης) ούτε οι «μεταγενέστεροι προφήτες» με το θρησκευτικό και ηθικό κήρυγμά τους, ούτε πολύ περισσότερο τα «Αγιόγραφα» είχαν την ίδια κανονική αξία με το Νόμο του Μωυσή. Εκείνο που προσδίδει σ' αυτά κανονικότητα είναι η ανά τους αιώνες ερμηνευτική διασάφηση του «Νόμου του Μωυσή» και η ουσιαστική συμφωνία τους μ' αυτόν και όχι η προσθήκη νέων ιδεών, αρχών, διδασκαλιών κλπ. στις υπάρχουσες.
Παράλληλα για τη θεοπνευστία και τη σχέση του Νόμου με τους Προφήτες ως κριτήρια της κανονικότητας, θα ήταν δυνατό να δεχτεί κανείς ότι και ο τόπος (η πατρική γη, η Παλαιστίνη), η γλώσσα (η εβραϊκή), καθώς και ο χρόνος της συγγραφής ενός βιβλίου (από το θάνατο του Μωυσή μέχρι τους χρόνους του Αρταξέρξη) θα αποτελούσαν ίσως όχι βασικές αλλά πιθανώς τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ως κανονικού. Όλα αυτά όμως δεν είχαν παρά δευτερεύουσα σημασία, γιατί το αποφασιστικό κριτήριο για την κανονικότητα ενός βιβλικού έργου φαίνεται ότι ήταν για όλες τις εποχές η συμφωνία του με το «Νόμο του Μωυσή».
Τέλος, αναφορικά με την αρχή, η οποία ήταν αρμόδια να θεωρήσει ένα βιβλίο κανονικό και να το δεχτεί στον Κανόνα ως θεόπνευστο, η έρευνα δεν έχει στοιχεία για να αποφανθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Ότι το ιερατείο του ναού με τους (ιερείς) προφήτες που υπηρετούσαν εκεί και τα τακτά όργανα, όπως ήταν λ.χ. στην αρχή «οι άνδρες του βασιλέως Εζεκίου», αργότερα «το Μέγα Συνέδριον» και μετά την καταστροφή του 70 μ.Χ. «το Μέγα Δικαστήριον» (στην Ιάμνεια πρώτα κι έπειτα στην Τιβεριάδα) θα είχαν αρμοδιότητα για την παραδοχή βιβλίων στον Παλαιστινό Κανόνα, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο. Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση της ιουδαϊκής συναγωγής, όπως εκφράζεται με τα αρμόδια επίσημα όργανα της και μαρτυρείται με την παθητική αναγνώριση από το λαϊκό στοιχείο, έκρινε κάθε φορά για την κανονική ισχύ των βιβλικών έργων.
Όσα είπαμε παραπάνω σχετικά με τα κριτήρια της κανονικότητας των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης καλύπτουν τη θεωρητική μάλλον πλευρά του θέματος, γιατί στην πράξη δεν παρατηρείται η δέουσα συνέπεια. Το Ταλμούδ λ.χ. παραθέτει από μη πρωτοκανονικά βιβλία (Πιρκέ Αβώθ 3,2 και Μπαβά Μπαθρά 92β) και η Καινή Διαθήκη αντλεί και από απόκρυφα κείμενα. Όλα αυτά μαρτυρούν ότι τον Παλαιστινό Κανόνα δεν αποδέχτηκε όλος ο Ιουδαϊσμός, αφού οι Σαμαρείτες στο χώρο της Παλαιστίνης είχαν το δικό τους στενότερο Κανόνα (Σαμαρειτικός Κανόνας) και στην ιουδαϊκή διασπορά της Αιγύπτου επικράτησε ένας ευρύτερος ακόμα Κανόνας (Αλεξανδρινός Κανόνας).
|
||
|