ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ |
|
ΑΓΙΟΙ ΑΒΒΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ |
|
Άγιοι Αββάδες εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες, των λεγομένων Μαύρων Αγίου Στεφάνου του Μελωδού
Στη Λαύρα του Αγίου Σάββα πέθαναν Πατέρες, με μαρτυρικό θάνατο, τον οποίο περιέγραψε σαν αυτόπτης μάρτυρας ο Άγιος Στέφανος ο Μελωδός, που υπήρξε Αγιοπολίτης και Σαββαΐτης (+807), με προτροπή του Ηγουμένου της Λαύρας Βασιλείου, ο οποίος απουσίαζε τον καιρό της επιδρομής των βαρβάρων. Το έργο του δεν γράφει όνομα, αλλά στη βιογραφία του Αγίου Στεφάνου του Θαυματουργού ο συγγραφέας της Λεόντιος, μιλώντας για κάποιον ευσεβή άνθρωπο, συμμαθητή του αββά Θεοκτίστου, λέει ότι αυτός εντάχθηκε στο σύνολο των Πατέρων που θανατώθηκαν από τους βαρβάρους στην Μεγίστη Λαύρα, «των οποίων τη διήγηση συνέγραψε ο πανάρετος αββάς Στέφανος, το καύχημα της Λαύρας μας». Ο Στέφανος έκανε πολλούς κανόνες για τους φονευθέντες στη Λαύρα την 20η Μαρτίου.
Ο Στέφανος έγινε αυτόπτης μάρτυρας της ολέθριας εφόδου και επιθέσεως των βαρβάρων στη Λαύρα. Η ληστρική έφοδος και η επίθεση των Σαρακηνών κατά της Λαύρας, αποδίδεται στην τάση που είχαν για λεηλασία, καθώς πίστευαν ότι στα κελλιά των πατέρων θα βρουν θαμμένους άπειρους θησαυρούς. Το 788, όταν ήταν Πατριάρχης ο Ηλίας και ηγούμενος ο Βασίλειος, έγινε μεγάλος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Σαρακηνών στην Παλαιστίνη. Και αφού διαιρέθηκαν σε δύο στρατόπεδα, διέπραξαν πολλές αναταραχές, αρπαγές, αιματοχυσίες και άδικους φόνους. Πόσα χωριά τα άφησαν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες, αφού πρώτα λεηλάτησαν τους κατοίκους τους και τους έδιωξαν ή τους σκότωσαν. Παντού επέφεραν φρικτή ερήμωση. Πολυάριθμες και πολυάνθρωπες πόλεις ερημώθηκαν. Την Ελευθερούπολη την εκπόρθησαν και την κατάντησαν ακατοίκητη. Την Ασκαλώνα, τη Γάζα, την Σαριφαία και άλλες πόλεις τις εκπόρθησαν και τις κατέστρεψαν. Έστηναν ενέδρες και απογύμνωναν τους περαστικούς και τους τραυμάτιζαν. Και ήταν βέβαια τυχεροί, όσοι διέφευγαν το θάνατο. Κι ενώ επικρατούσε αυτή η αναταραχή, πολλοί από αυτούς που κατοικούσαν στους αγρούς και τις κωμοπόλεις, εγκατέλειπαν τα υπάρχοντά τους και κατέφευγαν στις πολυπληθείς πόλεις για να σωθούν. Οι κάτοικοι των πόλεων και ιδίως της Αγίας Πόλης, έσκαβαν τάφρους γύρω από την πόλη και προσπαθούσαν να ανοικοδομήσουν τα τείχη και να σφραγίσουν τις πύλες, και νυχθημερόν τοποθετούσαν φύλακες και σκοπούς, καθώς τους διακατείχε μεγάλος φόβος για τις μαζικές και ξαφνικές ληστρικές εφόδους των επιτιθέμενων, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα επιτεθούν και κατά της Ιερουσαλήμ, για να τη λεηλατήσουν. Αλλά οι υπερασπιστές της, αν και ήταν ολιγάριθμοι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις τους.
Ο ηγούμενος της Λαύρας επέτρεψε σε όσους ήθελαν να φύγουν και να σωθούν στις πόλεις. Αλλά κανείς δεν έφυγε από το ασκητήριο αυτό, ούτε εγκατέλειψε τη Λαύρα. Όλοι με προσευχές και δεήσεις, νύχτα και μέρα παρακαλούσαν το Θεό να πράξει το συμφέρον και το ευάρεστο για τις ψυχές τους. Και παρότρυνε ο ένας τον άλλον λέγοντας:
« Αν θελήσει ο Χριστός, τον
οποίο νυμφευτήκαμε και για αυτόν κατοικούμε αυτήν την έρημο εγκαταλείποντας
ο καθένας την πατρίδα του, να μας σώσει από παράνομα και βαρβαρικά χέρια,
μπορεί να το κάνει, καθώς μπορεί εύκολα να κάνει τα πάντα. Αν όμως προστάζει
να παραδοθούμε και να πεθάνουμε στα χέρια εκείνων, επειδή ολωσδιόλου
γνωρίζει καλά ότι αυτό είναι το καλύτερο, μακάρι να μας παραχωρήσει και κάτι
υψηλότερο. Ας δεχτούμε λοιπόν αυτά που παραχωρεί ο Θεός σαν τα πιο
συμφέροντα και ας μη γυρίσουμε πίσω στους κοσμικούς θορύβους από φόβο για
τους αμαρτωλούς βαρβάρους, δίνοντας έτσι υπόνοια δειλίας, πολύ αισχρό πάθος
να το έχει κανείς. Γιατί ο δεσπότης και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, μας
πρόσταξε να μη φοβόμαστε αυτούς που θα μας θανατώσουν το σώμα, αλλά δε
μπορούν να μας θανατώσουν την ψυχή.
Παίρνοντας θάρρος με
τέτοια λόγια αποφάσισαν να παραμείνουν στη Λαύρα, καθώς αναλογίζονταν
ιδιαίτερα ότι, αν έφευγαν, οι εχθροί θα την κατέστρεφαν, θα κατέκαιγαν την
εκκλησία, θα κατεδάφιζαν τα κελλιά και θα καταντούσαν για πάντα ακατοίκητο
τον τόπο εκείνο. Οι βάρβαροι συγκεντρώθηκαν στα μέρη γύρω από την παλιά
Λαύρα του αββά Χαρίτωνα και σαν ακρίδες και θεόσταλτη οργή, αφού κατέστρεψαν
τις γύρω κωμοπόλεις και λεηλάτησαν την ευαγή εκείνη Λαύρα, χωρίς να αφήσουν
τίποτα στους εκεί πατέρες και έκαναν τα πάνδεινα εναντίον τους και πολλούς
από αυτούς τους υπέβαλαν σε διάφορα βασανιστήρια, έμειναν σε αυτή για
αρκετές ημέρες. Και απειλούσαν με οργή και ακόνιζαν τα δόντια τους, σαν
αγριόχοιροι και βρυχώνταν σαν λιοντάρια κατά της Μεγίστης Λαύρας, επειδή
εκτός από αυτήν, τίποτα δεν είχε μείνει απόρθητο στα περίχωρα.
Αλλά εκείνοι οργισμένοι άδειασαν τις φαρέτρες του κατά των Πατέρων και τραυμάτισαν περίπου τριάντα, άλλους σοβαρά, άλλους ελαφρά∙ και άρχισαν να γκρεμίζουν τις πόρτες των κελλιών και να αρπάζουν ότι έβρισκαν μέσα σε αυτά.
Οι Πατέρες φρόντιζαν τους
τραυματίες μεταφέροντάς τους σε κοντινό κελλί, τους οποίους περιποιήθηκε ο
άριστος γιατρός και ευλαβέστατος αββάς Θωμάς, ο οποίος μετά από αυτά
χειροτονήθηκε ηγούμενος της Παλαιάς Λαύρας (πιθανόν το 796), και, στις αρχές
του ενάτου αιώνα, οπότε και έγραφε ο Λεόντιος τη βιογραφία του Στεφάνου του
Θαυματουργού, ήταν πατριάρχης Ιεροσολύμων. Προσπαθούσε λοιπόν να τους
θεραπεύσει, δίχως να διστάζει να προσφύγει και σε χειρουργικές εγχειρήσεις.
Οι βάρβαροι δεν αρκέστηκαν να λεηλατήσουν τα κελλιά αλλά επιχείρησαν να τα
πυρπολήσουν. Οι Πατέρες θλίβονταν βαθύτατα, βλέποντας τα οικήματά τους να
καίγονται και τους βαρβάρους να αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την εκκλησία
στις φλόγες. Σήκωναν λοιπόν τα μάτια στον ουρανό και ζητούσαν την εξ ύψους
βοήθεια και επικαλούνταν τις πρεσβείες του Αγίου Σάββα. Ενώ λοιπόν βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, φάνηκαν δύο άνθρωποι να βαδίζουν εσπευσμένα, και όταν πλησίασαν, ο ένας ήταν γέροντας μοναχός με ολόλευκα μαλλιά και γένια, και ο άλλος φύλακας και οδηγός. Κατάκοπος από το δρόμο και από τη θλίψη, μόλις που μπορούσε να μιλά και κρατώντας μια μικρή επιστολή στο χέρι του έλεγε ότι από αυτή θα μάθουν το λόγο της παρουσίας του. Άνοιξαν λοιπόν την επιστολή και τη διάβασαν κάτω από το φως της σελήνης και είδαν ότι προερχόταν από τους Πατέρες της Μονής του Αγίου Ευθυμίου. Και είχε το εξής περιεχόμενο: «Θέλουμε να ξέρετε, πατέρες, ότι γνωρίζουμε από ανθρώπους που το ξέρουν καλά, ότι συγκέντρωση πονηρών από τα βόρεια της Αγίας Πόλης συναθροίστηκε με κακό σκοπό και σκέφτεται τη νύχτα αυτή να σας επιτεθεί και να ταλαιπωρήσει και να ερημώσει τη Λαύρα∙ ασφαλίστε λοιπόν τους εαυτούς σας και να προσεύχεσθε για σας». Μόλις πήραν στα χέρια τους την επιστολή αυτή οι Πατέρες, κατάλαβαν ότι υπήρχαν δύο συμμορίες, οι οποίες ενωμένες επρόκειτο να επιχειρήσουν την έφοδο. Βρισκόμενοι λοιπόν σε αυτή τη δεινή κατάσταση και χωρίς να ελπίζουν σε καμία επίγεια βοήθεια, παρακαλούσαν ασταμάτητα τον Θεό.
Οι βάρβαροι επιτέθηκαν με μανία. Άλλους τους χτυπούσαν στα νώτα με τα ξίφη, άλλους τους συνέτριβαν τα κεφάλια με μεγάλες και βαριές πέτρες, άλλους τις κνήμες, άλλους με ξύλα και πέτρες τους χτυπούσαν στα πρόσωπα, και δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην έχει βαφτεί με αίμα. Και αφού σφυροκόπησαν τους όσιους αρκετά, τους οδηγούσαν όλους μαζί από παντού, με λιθοβολισμούς και άγριες φωνές, από ψηλά μέσα από το χείμαρρο στην Εκκλησία. Κάποιοι Πατέρες προσπαθούσαν να κρυφτούν σε σπηλιές και σε σχισμές βράχων, καθώς δε μπορούσαν να υπομείνουν τους βασανισμούς αυτούς. Λίγοι όμως τα κατάφεραν να μείνουν κρυμμένοι. Τον «Ηγουμενειάρχη», δηλαδή αυτόν που είχε διακονία να υποδέχεται τους ξένους που θα έμεναν στη Λαύρα, ο οποίος ονομάζονταν Ιωάννης, ευλαβής και επιεικής στο χαρακτήρα και νέος στην ηλικία, αφού τον αναγνώρισαν, του επιτέθηκαν με χιλιάδες χτυπήματα και λιθοβολισμούς και τον μαστίγωσαν, αφήνοντάς τον σχεδόν ημιθανή, και έπειτα, σέρνοντάς τον από τα πόδια μέσα από κακοτράχαλα, γεμάτα πέτρες μέρη, από πάνω, από την κορφή του όρους, τον κατέβασαν ως την Εκκλησία γδέρνοντας όλο το δέρμα της πλάτης και του πίσω μέρους του σώματός του και τον άφησαν ξέπνοο στην αυλή της Εκκλησίας. Αυτός, αφού βασανίστηκε πάλι με καπνό, πέθανε. Οι βάρβαροι, αφού τοποθέτησαν φρουρούς σε ψηλά σημεία, επανέφεραν στη Λαύρα με τη βία όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Κάποιοι από τους αδελφούς κατέφυγαν σε μια πολύ στενή σπηλιά, όπου έλπιζαν ότι θα διαφύγουν τη μανία των διωκτών τους. Κάποιος όμως από τους φρουρούς προς τα ανατολικά, τους είδε να μπαίνουν σε αυτή και τους υπέδειξε δείχνοντας με το δάκτυλο και φωνάζοντας δυνατά. Ήρθε λοιπόν κάποιος από αυτούς με ξίφος και από την είσοδο της σπηλιάς πρόσταζε με κραυγές και απειλές να βγουν έξω. Αυτοί όμως, που ήταν πέντε στον αριθμό, βλέποντας ότι έγιναν αντιληπτοί και ότι θα παραδίνονταν σε πικρά βάσανα, διακατέχονταν από φόβο και τρόμο. Τότε ένας από αυτούς, που ονομάζονταν Πατρίκιος, γεμάτος από θείο ζήλο, αγάπη και φιλαδελφία, είπε στους υπόλοιπους αδελφούς: « Δείξτε θάρρος, αδελφοί μου αγαπητοί και ομόψυχοι∙ εγώ αποδέχομαι σήμερα τον κίνδυνο για μας και τον θάνατο∙ εγώ για χάρη της δικιάς σας σωτηρίας πρόθυμα παραδίδω τον εαυτό μου στα χέρια των ανελέητων βαρβάρων∙ εσείς καθίστε εδώ σιωπηλά και χωρίς φωνές και θα μείνετε απλησίαστοι στο σπήλαιο». Όρμησε τότε θαρραλέα έξω από το σπήλαιο και είπε στον βάρβαρο ότι είναι έτοιμος να τον ακολουθήσει. Αλλά αυτός επέμενε να βγουν έξω και οι υπόλοιποι. Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού Πατρίκιος ισχυρίζονταν και έλεγε ότι ήταν ολομόναχος στο σπήλαιο και έτσι τους έσωσε. Αυτοί οι φονικοί και εκδικητικοί συγκέντρωσαν τους Πατέρες, κάποιους στην Εκκλησία, κάποιους στο ηγουμενείο, και αφού συνέλαβαν αυτούς που φαίνονταν να είναι ξεχωριστοί και πρώτοι ανάμεσα στους μοναχούς, τους είπαν: « Εξαγοράστε τους εαυτούς σας και την Εκκλησία σας για τέσσερις χιλιάδες νομίσματα, αλλιώς αμέσως διατάζουμε να σας αποκεφαλίσουν και βάζουμε φωτιά στο ναό σας».
Οι Πατέρες παρακαλούσαν λέγοντας: «Λυπηθείτε μας, για το Θεό, και μη
χύνετε τα αίματά μας σήμερα∙ κι αυτή την ποσότητα χρυσού που λέτε, ούτε την
έχουμε, ούτε την είχαμε ποτέ. Και αν θέλετε, κοιτάξτε στα ιμάτια που φοράμε
και στα προσωπικά μας κελλιά θα σας οδηγήσουμε και όλα τα υπάρχοντά μας θα
σας δείξουμε χωρίς να σας κρύψουμε τίποτα και πρόθυμα θα σας τα δώσουμε∙
σας παρακαλούμε μόνο να μας αφήσετε να ζήσουμε, έστω και γυμνούς». Το σπήλαιο αυτό είναι η Θεόκτιστος Εκκλησία, την οποία ο Στέφανος περιγράφει ως εξής: «η Θεόκτιστος αυτή Εκκλησία είναι ευρύχωρο σπήλαιο, που από την πρόνοια βρέθηκε σε τέτοια θέση, που να μοιάζει με εκκλησία και για αυτό πήρε αυτή την ονομασία, καθώς έχει κόγχη προς την ανατολή. Και κατά το βόρειο μέρος υπάρχει μία κάθοδος με βαθουλωτό σχήμα, το οποίο το λάξευσαν οι πρώην Πατέρες και το έκαναν διακονικό, και πιο μέσα από το διακονικό κειμηλιαρχείο, δηλαδή σκευοφυλάκιο∙ και ακόμα πιο μέσα από αυτό, μια σχισμή βαθιά, σαν δρόμος σκοτεινός και στενός, που οδηγεί σπειροειδώς πάνω στο ηγουμενείο, μέσα από την οποία ο μακάριος πατέρας μας Σάββας κάποτε κατέβαινε στην Εκκλησία, υπάρχει όπως ακριβώς όταν ζούσε εκείνος. Και μετά από αυτά οι κατά καιρούς ηγούμενοι έφραξαν από πάνω αυτή τη δίοδο και έμεινε αυτή η σχισμή χωρίς έκβαση και διέξοδο και γεμάτη βαθύτατο σκοτάδι, ώστε και χωρίς καπνό να είναι βασανιστικό το κλείσιμο εκεί μέσα».
Αφού λοιπόν τους έριξαν μέσα σε αυτό το σπήλαιο, άναψαν φωτιά στο
στόμιό του. Κι επειδή τα καλάμια ήταν υγρά, σχηματίζονταν πολύς πυκνός
καπνός, ο οποίος περιελίσσονταν στο στενό αυτό χώρο, και μη βρίσκοντας
διέξοδο παραπάνω βασάνιζε και έπνιγε τους Πατέρες προκαλώντας φοβερή
δυσφορία. Και αφού τους άφησαν για αρκετή ώρα να πνίγονται, ύστερα φώναξαν:
«Βγείτε έξω, μοναχοί, βγείτε έξω». Και αυτοί βγαίνοντας αναγκάζονταν να
περάσουν μέσα από τις φλόγες∙ αλλά όλα τους φαίνονταν προτιμότερα από αυτή
την ασφυκτική κατάσταση και τον πνιγμό. Και πολλών τα πόδια και οι τρίχες
του κεφαλιού ,των γενιών, των φρυδιών και των βλεφάρων κάηκαν. Και αφού
βγήκαν έξω, έπεφταν στο έδαφος και αχόρταγα ανέπνεαν τον καθαρό αέρα. Κι
έπειτα πάλι οι δήμιοι τους εξέταζαν, πιστεύοντας ότι με τους βασανισμούς θα
τα ομολογήσουν όλα με ευκολία∙ και τους έλεγαν: «Δείξτε μας τους πρώτους και
τους ηγέτες, και τις κρύπτες της Εκκλησίας, ή θα σας σκοτώσουμε με χειρότερο
τρόπο». Βλέποντας λοιπόν ότι δεν κατορθώνουν τίποτα, και ενώ εξεπλάγησαν από τη σχέση, τη στοργή, την καρτερία και τη φιλαδελφία μεταξύ τους, έβαλαν και πάλι τους Πατέρες μέσα στο σπήλαιο με σπρωξιές και χτυπήματα, αν και παρακαλούσαν να θανατωθούν καλύτερα έξω, παρά να δοκιμάσουν και πάλι τον πνιγηρό καπνό. Και έβαλαν πιο ζωηρή φωτιά και ο καπνός έβγαινε πυκνότερος και αφού τους άφησαν για πολλή ώρα και νόμισαν ότι πολλοί πέθαναν, τους πρόσταζαν να βγουν έξω. Και αυτοί, αφού πέρασαν πάλι, όπως και πριν, μέσα από τις φλόγες, μόλις βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα ημιθανείς, ανέπνεαν με όλες τις δυνάμεις των πνευμόνων τους, και παρ' ολίγον όλοι να πέθαιναν. Αλλά αυτοί που βρέθηκαν στο βάθος του σπηλαίου, μη μπορώντας να υποφέρουν τη σφοδρότητα του καπνού, πέθαναν∙ και ήταν δεκαοκτώ στον αριθμό. Και αυτούς που ίσα - ίσα διασώθηκαν από τη φωτιά και τον καπνό, ενώ ήταν ακόμη λιπόθυμοι, τους βασάνιζαν, τους χτυπούσαν και τους ποδοπατούσαν. Και βλέποντας ότι δεν κατορθώνουν τίποτα από αυτά που ήλπιζαν, διασκορπίστηκαν στα κελλιά και αφού συνέτριψαν τις πόρτες με μεγάλες πέτρες, όλα όσα βρήκαν εκεί, στο ηγουμενείο και στην εκκλησία, τα πήραν ως λάφυρα και αφού τα φόρτωσαν στις καμήλες της Λαύρας, έφυγαν.
Μετά από πολλές
ώρες οι Πατέρες που αισθάνονταν κάπως καλύτερα σηκώθηκαν και άρχισαν να
φροντίζουν τους βαριά τραυματισμένους. Και κατά τη δύση του ήλιου, αφού
κόπασε ο καπνός, άναψαν κεριά και μπήκαν στο σπήλαιο. Αυτοί που βρισκόταν
μέσα σε αυτό ήταν πεσμένοι με το πρόσωπο και τα ρουθούνια τους μέσα στο
χώμα, ενώ άλλοι είχαν το πρόσωπο καλυμμένο με τα ρούχα τους, για να
αποφύγουν λίγο τη σφοδρότητα του καπνού, και όλοι ήταν νεκροί πεσμένοι
μπρούμυτα. Κι αφού τους έβγαλαν έξω με δάκρυα και θρήνους, τους τοποθέτησαν
στην αυλή της Εκκλησίας μαζί με τον αββά Σέργιο, που καρατομήθηκε∙ και έτσι
τα θύματα της βαρβαρικής επιδρομής των Αγαρηνών έφτασαν τα δεκαεννιά. Και με
μεγάλο θρήνο και οδυρμό τέλεσαν το συνηθισμένο κανόνα κηδεύοντας όλους μαζί
σε μία θήκη και θάβοντάς τους μέσα στα ίδια ματωμένα ιμάτια. Μετά από τη
δεύτερη έξοδο των Πατέρων από το άντρο εκείνο των βασανιστηρίων, και ενώ
έμειναν μέσα σε αυτό νεκροί οι μακάριοι μάρτυρες, είδε κάποιος αδελφός έναν
από τους νεκρούς, που ονομάζονταν Κοσμάς, να στέκεται μόνος του μπροστά στο
ιερό, με το κεφάλι του αλειμμένο λάδι και το πρόσωπό του χαρούμενο και
κοκκινωπό, και απορούσε αναλογιζόμενος πρώτον τη φαιδρότητα και τη χαρά της
όψης του, και δεύτερον πώς τον άφησαν αυτόν μόνο του ανενόχλητο, αγνοώντας
ότι είναι ένας από τους νεκρούς.
Και σε αυτή την περίσταση αποδείχτηκε η ιατρική ικανότητα του αββά
Θωμά, ο οποίος καθαρίζοντας τις πληγές και απογυμνώνοντας το κρανίο, με
τρυπάνι, σμίλη και σφυρί αφαιρούσε τα σπασμένα και κομματιασμένα μικρά οστά,
ώστε να φαίνεται και ο ίδιος ο υμένας που περιέχει τον εγκέφαλο και να
αναβλύζει συχνά αίμα και πύον. Κάποιος γέροντας, που
τραυματίστηκε σοβαρά από ξίφος στο χέρι, και ενώ ο Θωμάς ήθελε να του κόψει
το χέρι από τον ώμο με πριόνι, γιατί δεν υπήρχε ελπίδα θεραπείας, ,
βλέποντας τις οδύνες που υπέφεραν οι Πατέρες την ώρα που θεραπεύονταν, δεν
τόλμησε να υποστεί την αποκοπή του χεριού. Και όταν αυτό σάπισε και έγινε
σκωληκόβρωτο, μετά από λίγες μέρες, πέθανε και προστέθηκε στον αριθμό των
αγίων μαρτύρων, και έτσι ο αριθμός των θυμάτων ανήλθε στους είκοσι. Ο Θεός τιμώρησε τους βαρβάρους που επιτέθηκαν κατά της Λαύρας και υπέβαλαν τους μοναχούς της σε φοβερό και ανήκουστο μαρτύριο, διότι, αφού έπεσε λοιμός, πέθαιναν από αρρώστια, λιμό και αξιολύπητο θάνατο, τόσο μαζικά και ο ένας μετά τον άλλον, ώστε δεν επαρκούσαν για να θάβουν τους νεκρούς και τους κάλυπταν πρόχειρα με λίγο χώμα ή τους έριχναν σε σπηλιές ή σχισμές, έτσι που τα σκυλιά τους ξέθαβαν και τους κατασπάραζαν. Και όλοι απορούσαν με τον αιφνίδιο αυτό όλεθρο και αφανισμό και τον απέδιδαν σε θεία τιμωρία. Ο Στέφανος ο Μελωδός μνημονεύει και τον Χριστόφορο, του Νικηφόρου στρατιώτη και μάρτυρα του Χριστού, που έχει και το όνομά Του, ο οποίος πριν λίγα χρόνια πέρασε από την απιστία στην ευσεβή πίστη. Και αφού βαπτίστηκε και πήρε το μοναχικό σχήμα και καταγράφηκε στην ιερή ποίμνη του Χριστού, φονεύθηκε με ξίφος, αφού συκοφαντήθηκε από αρνησίθεο άνθρωπο στον πρωτοσύμβουλο των Σαρακηνών, τη 14η του Απριλίου, τρεις μέρες πριν από τη Σταύρωση του Κυρίου. Η δεύτερη αυτή καταστροφή έγινε την Τετάρτη της Μεγάλης Εβδομάδας, την 20η Μαρτίου, τη μέρα που γιορτάζει η Εκκλησία τη μνήμη αυτών.
Πηγή: Ορθόδοξος
Φιλόθεος Μαρτυρία τεύχος 40-42
|
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ |
|
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Μεγαλυνάριον Αἵμασιν οἰκείοις μαρτυρικῶς, τοὺς σαυτῶν χιτῶνας, πορφυρώσαντες ἱερῶς, πρὸς ὑπερκοσμίους, ἀνήλθετε ἐπαύλεις, φαιδρῶς κεκοσμημένοι, Πατέρες Ὅσιοι.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
|
|
|