ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ |
ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ |
Όσιος Βάρβαρος ο Μυροβλήτης
Ο Όσιος Βάρβαρος ανήκε, σύμφωνα με τον εγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ακροπολίτη και το Συναξάρι, σε ληστρική ομάδα Αράβων, η οποία επέδραμε στη νότια Ήπειρο και την Αιτωλία επί των ημερών του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Τραυλού (820 - 829 μ.Χ.).
Σε κάποια σύγκρουση οι σύντροφοί του φονεύθηκαν και από τότε ο Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λῄσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τᾶς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἀλυσώδεσι τόποις». Κατ' οικονομία Θεού κάποια ημέρα εισήλθε σε ναό που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σε τόπο που ονομαζόταν Νήσα, όπου λειτουργούσε ο ιερεύς Ιωάννης. Κατά την ώρα της υψώσεως των Τιμίων Δώρων ο ιερεύς τον είδε και προσευχήθηκε μετά φόβου στον Θεό. Τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος άνοιξε τους οφθαλμούς του ληστού, που είδε τους Αγγέλους να συλλειτουργούν με τον ιερέα. Όταν ο ιερεύς τελείωσε την Θεία Λειτουργία, ο Βάρβαρος τον ρώτησε: «Που είναι αυτοί που ήταν μαζί σου;». Ο δε ιερεύς του εξήγησε ότι η Οικονομία του Θεού τον αξίωσε να δει αυτά που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια, για να οδηγηθεί σε μετάνοια.
Ο Βάρβαρος αμέσως απέβαλε τα
λησταρχικά όπλα, μετανόησε, άρχισε την άσκηση και βαπτίσθηκε. Ο ασκητικός
αγώνας στην περιοχή Τρύφου του Ξηρομέρου (ή Ξηρομένων) Αιτωλοακαρνανίας
έγινε μεγαλύτερος. Επί τρία έτη αγωνίσθηκε πνευματικά και «πεποίηκε χρόνους
τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τᾶς φυομένας,
κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μια νύχτα, ένας
γεωργός που έτρωγε σε εκείνον τον τόπο που ασκήτευε ο Όσιος, τον φόνευσε
κατά λάθος, νομίζοντας ότι είναι θηρίο. Ο τάφος του ανέδιδε μύρο και ο Όσιος
επιτελούσε θαύματα πολλά.
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ |
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τὰ ἄνω ζητῶν. Μεγαλυνάριον
Χαίροις αἰχμαλώτων ὁ λυτρωτής·
χαίροις ἀσθενούντων, ὁ ταχύδρομος ἰατρός· χαίροις ὁ στεφάνοις ἀθλητικοῖς,
παμμάκαρ, στεφθεὶς παρὰ Κυρίου, Ὅσιε Βάρβαρε. Έτερον Μεγαλυνάριον
Τίς ἰσχύει χάριν σου ἐξειπεῖν; μύρων
μυροῤῥόα, καὶ θαυμάτων τὴν πληθύν; ποίαν γὰρ τῶν νόσων, οὐ λύει τὸ σὸν
μύρον;τί δὲ τῶν λυπηρῶν τε σὴ χάρις Βάρβαρε; Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ ὁμὰς τῶν Μυροβλυτῶν,
Βάρβαρε καὶ Σίμων, τῆς Σερβίας ὁ Συμεών· Νεῖλε, Θεοδώρα, Φιλίππου Ἑρμιόνη,
Δημήτριε, Λεόντιε καὶ Θεόφιλε. Ὁ Οἶκος
Τῶν οὐρανίων, καὶ ἀϊδίων ἐφιέμενος
Βάρβαρε, κατεφρόνησας τὰ ῥέοντα· καὶ σῶμα θνητόν, ψυχὴν δ᾿ ἀθάνατον
γιγνώσκων, οὐκ ἐφείσω τοῦ πηλοῦ πάσχοντος ὅλως· τὴν ψυχὴν δὲ ἐκήδου τηρῆσαι
ἀλώβητον· ὅθεν καὶ τῆς μακαρίας καὶ ἀϊδίου ἠξίωσαι ζωῆς· ἧς καὶ ἡμεῖς ταῖς
πρεσβείαις σου παμμακάριστε ἀξιωθείημεν οἱ τιμῶντές σε. Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
|
|