ΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΤΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
|
Ο Απόστολος Παύλος |
Την εποχή του
Αποστόλου Παύλου, του Αποστόλου των Εθνών, η κοινωνία της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας είχε πολλά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Οι συνθήκες ζωής
ήταν αφόρητες για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, οι φόροι ήταν δυσβάσταχτοι,
οι δυνατοί εκμεταλλεύονταν τους αδύνατους χωρίς κανένα ηθικό φραγμό.
Η καταπίεση προκάλεσε έξαρση της βίας και της
εγκληματικότητας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν απάνθρωπες κοινωνικές
δομές. Η ζωή των δούλων ήταν
άθλια και θεωρούνταν ως «πράγματα» από τους κυρίους τους, χωρίς δικαιώματα
προσωπικής ζωής. Στο κοινωνικό περιθώριο και στην ίδια θέση με τους δούλους
ήταν, επίσης, οι γυναίκες και τα παιδιά.
Η ανθρωπότητα ήταν
χωρισμένη, στιγματισμένη από τις εθνικές και φυλετικές αντιθέσεις. Η
ανάμειξη διαφόρων φυλών σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας προκάλεσε έκλυση
των ηθών. Οι δεισιδαιμονίες και η ειδωλολατρία κράτησαν δεμένη τη σκέψη των
ανθρώπων για πολλούς αιώνες. Ένα πλήθος από θεότητες κάνουν την εμφάνισή
τους, βγαλμένες μέσα από τα πάθη και τα αδιέξοδα των ανθρώπων.
Ο ελληνικός
πολιτισμός επέδρασε στις χώρες απ’ όπου πέρασε ο Μέγας Αλέξανδρος, με
συνέπεια τη βαθμιαία αφομοίωση του ελληνικού τρόπου ζωής. Η ρωμαϊκή
αυτοκρατορία, αν και κυριάρχησε πάνω σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, δεν
μπόρεσε να αντισταθεί στο ελληνικό πνεύμα. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του
ελληνισμού και η διαρκής αναζήτηση από τους ανθρώπους μιας υπέρτατης Αρχής
προετοίμασαν το έδαφος ώστε να δεχτεί η οικουμένη τον Χριστιανισμό, ο
οποίος έμελλε να φέρει επαναστατικές αλλαγές στην ιστορία, στις κοινωνικές
δομές, στην τέχνη, στη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη. Η νέα θρησκεία
διαδόθηκε μέσω της ελληνικής γλώσσας, από την Ανατολή έως τη Δύση, από τον
Απόστολο Παύλο, έναν εξελληνισμένο Ιουδαίο της διασποράς.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΑΥΛΟΣ, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Ο Απόστολος Παύλος
υπήρξε ο Απόστολος των Εθνών. Είναι αυτός που απ’ όλους τους άλλους
αποστόλους κόπιασε περισσότερο για τη διάδοση του Ευαγγελίου σε όλη την
οικουμένη. Χωρίς τον Παύλο, η εντολή που είχε δώσει ο Κύριος στους μαθητές
του «πορευθέντες μαθησεύσατε πάντα τα έθνη…», δε θα έβρισκε την πλήρη
εφαρμογή της. Υπήρξε ο μοναδικός και σπουδαιότερος παιδαγωγός της
οικουμένης, το εκλεκτό όργανο της Θείας Πρόνοιας που, καθότι υπήρξε, άριστος
γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, μεταλαμπάδευσε το φως του
Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.
Το κύριο στοιχείο
που κάνει τον Παύλο Απόστολο των Εθνών και είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της
προσωπικότητάς του, είναι η πίστη του στο Χριστό και η αγωνιστικότητά του να
κηρύξει το έργο της σωτηρίας σε όλο τον κόσμο.
Υπολογίζεται πως,
κατά τη διάρκεια των αποστολικών περιοδειών του, διήνυσε περισσότερα από
τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα - περίπου 1000 στην Α' περιοδεία, 1400 στη Β'
και 1700 στη Γ' περιοδεία, χωρίς να υπολογίζεται η Δ' αποστολική περιοδεία.
Ο Παύλος έκανε τις περιοδείες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Όπως λέει
και ο ίδιος, «Με χτύπησαν με αγριότητα,
φυλακίστηκα, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από
Ιουδαίους με τα τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με
ραβδισμούς, μία φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο
έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα
επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου
Ιουδαίους, κινδύνεψα από τους εθνικούς. Πέρασα κινδύνους σε πόλεις,
κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στη θάλασσα κινδύνεψα από ανθρώπους που
υποκρίνονταν τους αδερφούς. Ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές
φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω.
Εκτός από τα άλλα είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου και τη
φροντίδα για όλες τις εκκλησίες» (Β’ Κορ.11,23-28).
Πέρασε τη ζωή του πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα.
Κατά τη διάρκεια της αποστολικής του ζωής δεν έμεινε σε κανένα μέρος
παραπάνω από τρία χρόνια.
Το μεγάλο όμως βήμα
για να γίνει Απόστολος των εθνών, ο Παύλος το έκανε με το ξεπέρασμα του
Μωσαϊκού Νόμου. Για να το καταφέρει αυτό έδωσε μεγάλες μάχες στην Αποστολική
Σύνοδο με βασικό αντίπαλο τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο (Πράξ.15,1-12 και
Γαλ.2,9), αλλά και στην Αντιόχεια ενάντια στον Απόστολο Πέτρο (Γαλ.
2,11-14). Σε όλες αυτές τις μάχες, κατάφερε να βγει νικητής έχοντας ως
συμπαραστάτη τον Ιησού Χριστό.
Το κήρυγμα του
Παύλου στα έθνη ήταν επιτυχημένο, διότι,
α) αγάπησε το Χριστό με όλη του την καρδιά - η αγάπη του για το Χριστό ήταν
τόση, ώστε διακήρυσσε, «Χριστώ συνεσταυρώνομαι, ζω δε ουκέτι εγώ ζεί δε εν
εμοί Χριστός»)
β) ταύτισε τον εαυτό του με τους ακροατές του και με τα προβλήματά τους -
ταυτίστηκε με τα προβλήματα του πάσχοντος ανθρώπου, με όλες τις εθνικότητες
και κοινωνικές τάξεις, φτάνει μονάχα να μπορούσε να τους οδηγήσει στη
σωτηρία
γ) μιλούσε στους ακροατές του στη μητρική τους γλώσσα και προσάρμοζε το
κήρυγμά του ανάλογα με τις γνώσεις και τις ικανότητες του ακροατηρίου του -
βασική αρχή του Παύλου στην προσπάθειά του να διδάξει το Ευαγγέλιο σε όλη
την οικουμένη ήταν η προσαρμογή του κηρύγματός του στις πνευματικές
ικανότητες του ακροατηρίου στο οποίο μιλούσε κάθε φορά. Διαφορετικά μιλούσε
στους Εβραίους που γνώριζαν το Μωσαϊκό Νόμο και διαφορετικά στους Έλληνες.
Βασικός του σκοπός ήταν μέσα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών να
βρεθεί το σημείο επαφής, ώστε να αναφερθεί
στο Χριστό και στο σωτηριολογικό του έργο
δ) είχε πάντοτε συνεργάτες σε όλες του τις περιοδείες - παράγοντα πολύ
σημαντικό για την επιτυχία του έργου του. Τους έστελνε πολλές φορές να
κηρύττουν στις εκκλησίες που ίδρυε ο ίδιος και μάλιστα τους έκανε επισκόπους
και διαδόχους στο έργο του. Ο Τιμόθεος και ο Τίτος έγιναν επίσκοποι στην
Έφεσο και στην Κρήτη αντίστοιχα και ήταν πάντα δίπλα τους, στηρίζοντας το
έργο τους με τις επιστολές που τους έστελνε. Ο Λουκάς και ο Μάρκος έγραψαν
τα γνωστά σε όλους μας ιερά Ευαγγέλια. Ο Λουκάς με τις «Πράξεις Αποστόλων»
μας έδωσε αρκετές πληροφορίες για τη ζωή της πρώτης εκκλησίας, για το
κήρυγμα του Κυρίου και των αποστόλων
ε) οργάνωσε τις κατά τόπους Εκκλησίες - σε όποια μέρη κήρυττε, από τα
πρόσωπα που τον πίστευαν, διάλεγε και χειροτονούσε διακόνους και
πρεσβυτέρους. Στήριζε τις Εκκλησίες που ίδρυε με πολλούς και ποικίλους
τρόπους. Συνήθως έστελνε τους συνεργάτες του και με τη βοήθεια τους
προσπαθούσε να επιλύσει τα όποια προβλήματα παρουσιάζονταν. Πολλές φορές
πήγαινε και ο ίδιος στις Εκκλησίες και βοηθούσε στη διευθέτηση των
προβλημάτων που είχαν.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Όπως ο ίδιος ο
Παύλος αναφέρει, ενώ τα πλήθη αναγνώριζαν το μέγεθος και τις ικανότητες του
πνεύματός του,
"ότι αι μέν επιστολαί, φησί, βαρείαι καί ισχυραί" (Β' Κορ. 10,10)
και "ην ο ηγούμενος του λόγου" (Πράξ. 14,2),
εν τούτοις η
εξωτερική του εμφάνιση υπολείπετο,
"η δέ παρουσία του σώματος ασθενής" (Β' Κορ. 10,10).
Ως προς τη σωματική
υγεία του αποστόλου, έχουμε τις εξής αναφορές,
"εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί" (Β' Κορ. 12,7)
"η γάρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται" (Β' Κορ. 12,9) και
"οίδατε δέ ότι δι' ασθένειαν τής σαρκός ευηγγελισάμην υμίν τό
πρότερον" (Γαλ. 4,13).
Η ασθένειά του
πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη ώστε ο Απόστολος να παραδεχθεί,
"Περί τούτου τρίς
παρεκάλεσα τον Κύριον διά να απομακρυνθή απ' εμού" (Β' Κορ. 12,8).
Κάποιοι υποστήριξαν
πως ίσως ο "σκόλοψ" να σχετίζεται με χρόνια ασθένεια των ματιών, στηρίζοντας
την εικασία τους στο,
"ότι ει δυνατόν τούς
οφθαλμούς υμών εξορύξαντες άν εδώκατέ μοι" (Γαλ. 4,15).
Άλλοι πάλι
αναζήτησαν την ασθένειά του ανάμεσα σε εκείνες που ήταν δυνατό να
δημιουργούν αποστροφή προς τρίτους (π.χ. δερματικά έλκη και πυόρροια),
στηριγμένοι στο,
"καί τόν πειρασμόν μου τόν εν τή σαρκί μου ουκ εξουθενήσατε ουδέ
εξεπτύσατε" (Γαλ. 4,14).
Πάντως όπως και να
‘χει είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ακριβώς ποιο ήταν το σωματικό πρόβλημα του
Παύλου και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν γι’ αυτό.
Ένα άλλο ζήτημα που
έθεσαν διάφοροι ερευνητές ήδη από τους αρχαίους χρόνους ήταν το θέμα της
αγαμίας του Παύλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας και ο Ευσέβιος Καισαρείας
υποστήριξαν ότι ο Παύλος είχε παντρευτεί και ίσως ήταν σε χηρεία,
στηριγμένοι στα Α' Κορ. 7,7-8,
"θέλω δέ πάντας
ανθρώπους είναι ως καί εμαυτόν· αλλ' έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός
μέν ούτως, ός δέ ούτως. Λέγω δέ τοίς αγάμοις καί ταίς χήραις, καλόν αυτοίς
εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ."
Πάντως η έκφραση "έκαστος ίδιον
χάρισμα έχει" ταιριάζει περισσότερο σε άγαμο παρά σε κάποιον που βρισκόταν
σε χηρεία.
ΟΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Σε όλη την πορεία του ο Παύλος
είχε αρκετούς συνεργάτες που προέρχονταν από Ελληνικές πόλεις ή ήταν
ελληνιστές Ιουδαίοι,
ο Βαρνάβας (Πράξ. Κεφ. 13-14),
ο Τιμόθεος, από τα
Λύστρα, από μητέρα "Ιουδαία πιστή" και Έλληνα πατέρα (Πράξ. 16,1 και 20,4),
ο Ευαγγελιστής
Λουκάς (Κολ. 4,24),
ο Σίλας (Πράξ. 15,40),
ο Τίτος, πιθανώς
Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. 2,3),
ο Τυχικός από την
Ασία (Πράξ. 20,4),
ο Τρόφιμος από την
Ασία (Πράξ. 20,4 και 21,29),
ο Φιλήμων (Φιλήμ.
1),
ο Σώπατρος (Πράξ.
20,4) ή Σωσίπατρος από τη Βέροια (Ρωμ. 16,20),
ο Γάιος από τη Δέρβη
(Πράξ. 19,29 και 20,4),
ο Αρίσταρχος από τη
Θεσσαλονίκη (Πράξ. 19,29 και 20,4),
ο Σεκούνδος από τη Θεσσαλονίκη (Πράξ. 20,4),
ο Ονήσιμος (Φιλήμ.
10),
ο Στεφανάς (Α' Κορ.
1,16),
ο Επαφρόδιτος, (Φιλ.
2,25).
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΤΙΣ
ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ.
ΠΑΥΛΟΥ
Για όλη την περίοδο
αυτή οι Πράξεις δίνουν ελλιπείς πληροφορίες για τον Απόστολο, τις οποίες
τελικά αντλούμε από τις επιστολές του Παύλου. Για παράδειγμα, δεν
αναφέρονται στις Πράξεις οι κίνδυνοι που πέρασε ο Παύλος και μαρτυρούνται
στα Α' Κορ. 15,32 ή Β' Κορ. 1,8-10 και η σωτηρία του από βέβαιο θάνατο με
την αυτοθυσία του Ακύλα και της Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16,3-4).
Αναφέρονται πάντως
κάποια σημαντικά γεγονότα όπως η ύπαρξη κάποιων αιρέσεων στην Έφεσο, όπως οι
αγνοούντες το Άγιο Πνεύμα πρώην οπαδοί του Ιωάννη του Βαπτιστή (Πράξ. 19,2),
οι Ιουδαίοι που έκαναν εξορκισμούς στο όνομα του Ιησού (19,13), όπως και η
αναταραχή που προκλήθηκε στην Έφεσο από κάποιον αργυροχόο που λεγόταν
Δημήτριος, επειδή πολλοί μεταστρέφονταν από τα κηρύγματα του Παύλου και έτσι
υπήρχε κίνδυνος να μείνουν χωρίς δουλειά οι τεχνίτες που ζούσαν από τις
πωλήσεις ομοιωμάτων του ναού της Άρτεμης (Πράξ. 19,23-41).
ΒΕΡΟΙΑ ΚΑΙ
ΑΘΗΝΑ
ΔΥΟ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Μυστήριο καλύπτει
το τι απέγιναν οι νέοι πιστοί της Βέροιας, αφού καμία πληροφορία δεν μας
είναι γνωστή για τη μετέπειτα πορεία της αλλά και για τη σχέση της με τον
Απόστολο Παύλο, αφού ενδεχομένως καμία επιστολή δεν έστειλε στην πόλη αυτή. Η
Βέροια ήταν κέντρο εμπορικό και πολιτισμικό και από εκεί κατάγονταν
διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο ίσως να ήταν ένας
λόγος που έκανε τους Βεροιείς ευγενέστερους από τους πολίτες των άλλων
πόλεων. Ήταν οι μόνοι που ανταποκρίθηκαν στη διδασκαλία του Αποστόλου με
σοβαρότητα ερευνώντας τις γραφές για να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων
έλεγε ο Παύλος.
Επιστολή δεν έστειλε ο
Παύλος ούτε στην Αθήνα. Είναι βέβαιο ότι πικράθηκε από το πλήθος των
αγαλμάτων που συνάντησε καθώς γύριζε στους δρόμους και στην αγορά της
Αθήνας. Δεν έβλεπε βέβαια για πρώτη φορά ελληνική πόλη και αγάλματα. Αλλά
εδώ στην Αθήνα υπήρχαν αναρίθμητα αγάλματα. Ένας Ρωμαίος ποιητής, για να
παραστήσει το πλήθος αυτό των αγαλμάτων, έλεγε ότι στην Αθήνα συναντάει
κανείς ευκολότερα ένα θεό παρά έναν άνθρωπο! Παρά τις λεηλασίες από τους
Ρωμαίους η Αθήνα είχε την εποχή εκείνη περισσότερα αγάλματα, από όσα είχε
όλη η άλλη Ελλάδα. Πώς λοιπόν να μη δυσφορεί, που ήρθε να κηρύξει τον
αληθινό Θεό και βρέθηκε μέσα σε τόσα είδωλα!
Ο Παύλος στα άλλα μέρη ήρθε
σε σύγκρουση με τους Εβραίους. Στην Αθήνα ήρθε σε σύγκρουση με τους
φιλοσόφους. Οι Στωϊκοί ήταν απαισιόδοξοι και πίστευαν πως από το κακό και τη
θλίψη κανένας δεν μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο. Θεωρούσαν σαν ιδανική
κατάσταση την απάθεια και αντιμετώπιζαν θετικά την
αυτοκτονία, θεωρώντας την ως ένδειξη απάθειας απέναντι στη ζωή, ως εκδήλωση
ηθικής ελευθερίας και όχι ως αποτέλεσμα αδυναμίας. Οι Επικούρειοι
πίστευαν ότι ο κόσμος έγινε μόνος του, ότι δεν υπάρχει μέλλουσα ζωή. Έλεγαν
πώς σκοπός της ζωής είναι να απολαύσει κανείς τα υλικά αγαθά και ότι μπορεί
ο άνθρωπος να καταπατάει τους ηθικούς νόμους, όταν αυτοί τον εμποδίζουν από
την απόλαυση των υλικών αγαθών. Όλοι αυτοί ήταν επόμενο να πάρουν εχθρική
στάση εναντίον του Παύλου. Έτσι, όταν ο Παύλος άρχισε να διδάσκει, οι
στωϊκοί και οι επικούρειοι πειράχτηκαν, και άρχισαν να τον ειρωνεύονται. Τον
χαρακτήρισαν «σπερμολόγο», - δηλαδή αυτός που μαζεύει από εδώ και από εκεί
λόγια και τα επαναλαμβάνει χωρίς να τα καταλαβαίνει.
Η συμπεριφορά των Αθηναίων στενοχώρησε τόσο πολύ τον Παύλο ώστε να φύγει
αμέσως από την Αθήνα. Αν παρατηρήσουμε το δρομολόγιο του στις δυο επόμενες
περιοδείες του θα δούμε ότι, όχι μόνο δεν έστειλε επιστολή στους Αθηναίους,
αλλά ούτε και ξαναπέρασε από την πόλη αυτή. Σε αντίθεση με την Βέροια, την
οποία επισκέφτηκε στην επόμενη περιοδεία του.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Από τη δραστηριότητα του Παύλου
κατά το διάστημα της τρίτης περιοδείας ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την
Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και
την αλληλογραφία (Α' και Β' Επιστολές προς Κορινθίους).
Η αλληλογραφία του με την
Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν.
Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για
την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον
Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς
εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η επιστολή είχε θετικά
αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β'
επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης.
Ένα άλλο θέμα της Β' προς
Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως
ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο της ενότητας μεταξύ των εξ
Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το
συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι
εξ εθνών χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτμηθούν και να τηρούν τον
Νόμο. Το πρόβλημα αυτό προβάλλεται στην Προς Γαλάτας Επιστολή.
Από τις προϋποθέσεις
και το περιεχόμενο των επιστολών προς Κορινθίους, διαφαίνεται η φύση των
προβλημάτων που προκάλεσε στον εκεί Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού.
Η ατομοκρατία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες στην ιστορική τους ζωή
δημιουργεί προβλήματα στην ενότητα της Εκκλησίας της Κορίνθου με τις
διαιρέσεις που παρουσιάζονται εκεί. Η ροπή προς τη "γνώση" και τη "σοφία"
συνδυασμένη με την ατομοκρατία υποχρεώνει τον Παύλο να τονίσει τη "μωρία του
σταυρού", να αντιπαρατάξει στην ανθρωποκεντρική ελληνική σοφία τη "σοφία του
Θεού" και να θέσει την αγάπη που "οικοδομεί" παραπάνω από τη γνώση που "φυσιοί".
Όλα αυτά μαζί με μια ηθική
εμπνευσμένη από την ιδέα του "σώματος", στην εκκλησιολογική του σημασία, και
της αναστάσεως των νεκρών απηχούν την πρώτη προσπάθεια του Χριστιανισμού να
προσαρμόσει τον Ελληνισμό σε μια θρησκεία ιουδαϊκής προελεύσεως και τις
δυσκολίες πού είχε η προσπάθεια αυτή.
Η ΡΩΜΗ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα
και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε
τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους επιστολή, ένα βαθύτατα θεολογικό
κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα
της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη
αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους
πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρεισμα που
θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς
δυσμάς.
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Η μέθοδος που
ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως
ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν
ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο
πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία των
Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία
των Ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και
τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας
από τους Ιουδαίους.
Μετά από την
εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των Ιουδαίων, στράφηκαν προς τους
εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό.
Λέει χαρακτηριστικά "Δεν
ντρέπομαι το Ευαγγέλιο του Χριστού, επειδή είναι δύναμη Θεού για σωτηρία σε
καθέναν που πιστεύει, πρώτα στον Ιουδαίο και ακόμη στον Εθνικό" (Ρωμαίους
1,16).
Αν και δεν έγινε
δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της
Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν Ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως
χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς.
Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες
οργανώθηκαν (Πράξ. 14,23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς
κινδύνους των Αποστόλων (Β' Τιμ. 3,11).
Το γεγονός αυτό
αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων Χριστιανών, οι
οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν
ενταχθούν στην Εκκλησία. Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική
Σύνοδο.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Οι επιστολές του
αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και
αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα
ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον Απόστολο.
Κατά τη συγγραφή των
επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της ελληνικής
επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και
χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο
τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της επιστολής (Ρωμ.
16,22. Α' Κορ. 16,21. Γαλ. 6,11. Κολ. 4,18. Β' Θεσ. 3,17. Φιλ. 19).
Η διάταξη των
επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την
έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη
(16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι):
προς Ρωμαίους
προς Κορινθίους Α'
προς Κορινθίους Β'
προς Γαλάτας
προς Εφεσίους
προς Φιλιππησίους
προς Κολοσσαείς
προς Θεσσαλονικείς
Α'
προς Θεσσαλονικείς
Β'
προς Τιμόθεον Α'
προς Τιμόθεον Β'
προς Τίτον
προς Φιλήμονα
προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως
ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου)
Οι 14 παύλειες
επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο
ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι
επιστολές αυτές σημαδεύουν το αποστολικό έργο του Παύλου.
Η χρονολογική
τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της
ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των
επιστολών σε συνδυασμό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη
συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
Οι
Α' και Β' επιστολές προς Θεσσαλονικείς
γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου από το 50-52 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο
γύρω στο 52-56, ενώ κατ' άλλους στη Ρώμη γύρω στό 60-62 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Γαλάτες γράφτηκε στην Έφεσο κάπου
ανάμεσα στο 52 έως το 55 μ.Χ.
Οι επιστολές
Α' και Β' προς Κορινθίους, γράφτηκαν, η
Α' Κορινθίους στην Έφεσο και η Β' Κορινθίους
στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο, από το 55-57 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το
57 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο
κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Φιλήμονα γράφτηκε στην
Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Η
Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το
54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Οι
Α' και Β' επιστολές προς Τιμόθεον
γράφτηκαν, η Α' προς Τιμόθεον στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-64, και η
Β' προς Τιμόθεον
στη Ρώμη το 65-67 μ.Χ.
Η
επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους
το 63-64 μ.Χ.
Τα τρία τελευταία
κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα, προϋποθέτουν τουλάχιστο τη
χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ'
όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου.
Η περίπτωση της προς
Εβραίους επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει
πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική
προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες
του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ.,
γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της
λατρείας του ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.
Οι επιστολές του Παύλου μπορούν
να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής,
α) Επιστολές που
απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α'-Β' Κορινθίους, Α'-Β'
Θεσσαλονικείς, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς)
β) Επιστολές που
απευθύνονται σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζονται "εγκύκλιες επιστολές" (Εφεσίους,
και ίσως η Ρωμαίους)
γ) Επιστολές που
απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'-Β' Τιμόθεον, Τίτον, Φιλήμονα).
δ) Επιστολές
γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος, Αυτές είναι οι 4
"επιστολές της αιχμαλωσίας" (Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα)
και η Β' Τιμόθεον.
ε) Οι τρεις
επιστολές Α'- Β' Τιμόθεον και Τίτον που απευθύνονται σε ποιμένες των
εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα "Ποιμαντικές".
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Ο Απόστολος Παύλος
θεωρείται ως ο πρώτος Χριστιανός θεολόγος. Ο μόνος από την πρώτη γενιά του
Χριστιανισμού που είχε αναπτύξει δική του συγκροτημένη αν και όχι
ολοκληρωμένη θεολογική άποψη πάνω σε θεωρητικά (θεολογικά) και πρακτικά
(ηθικά) θέματα. Γι' αυτό και αποτέλεσαν για την μεταγενέστερη Εκκλησία
παράδειγμα οι επιστολές του ώστε να θεωρείται ο «πρώτος» μετά τον «ένα»
(Χριστό).
Το απολυτρωτικό έργο
του Θεού μέσα στον κόσμο είναι έργο δύσκολο. Το σχέδιο του Θεού είναι η
ανάπλαση της ανθρωπότητας και η επαναφορά της στην προπτωτική κατάσταση. Σ’
αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και το
Άγιο Πνεύμα είναι η ζωοποιός και η δημιουργική δύναμη, που δημιουργεί μέσα
από το χάος της ανθρωπότητας έναν καινούργιο κόσμο
ένα σωτήριο οργανισμό, την Εκκλησία, που ως σώμα Χριστού μπορεί να περιλάβει
και να αναπλάσει όλο τον κόσμο
ένα παγκόσμιο σχολείο όπου θα εκπαιδευόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Σ’ αυτό το χρονικό
σημείο της ιστορίας κάλεσε ο Θεός τους Αποστόλους να διαδώσουν τη διδασκαλία
του και ένας από τους πρωτεργάτες ήταν ο Παύλος. Η λυτρωμένη ανθρωπότητα
μέσα από την εκκλησία αποτελεί και το κέντρο της θεολογίας του Παύλου.
Ο Παύλος δανείστηκε όρους και εκφράσεις
του ελληνιστικού κόσμου για να διατυπώσει τη διδασκαλία του. Οι όροι που
επεσήμαναν οι μελετητές πως μοιάζουν ελληνιστικοί, αναφέρονται είτε σε
θεολογικά θέματα,
Υιός του Θεού, Κύριος, Πλήρωμα της Θεότητας,
Εικόνα Θεού, Σωτήρ κ.λπ.
είτε σε ανθρωπολογικά ζητήματα,
Σώμα,
Ψυχή, Νους, Συνείδηση, Καρδιά, Σαρξ, Πνεύμα κ.λπ.
Στη
διδασκαλία του Παύλου οι όροι αυτοί διατήρησαν την προηγούμενη έννοιά τους
καθώς ο Παύλος μιλούσε την Ελληνική γλώσσα και ανήκε στη διασπορά. Επιπλέον
ο Παύλος έδρασε σε μια περιοχή, όπου οι Μυστηριακές Θρησκείες, ο
Γνωστικισμός και οι φιλοσοφίες των Στωικών, των Επικούριων κ.λπ. ανθούσαν.
Όλα αυτά διατυπώνουν
την υπόθεση μιας σημαντικής ελληνιστικής επιρροής, την οποία προσέλαβε ο
Παύλος κατά τις περιοδείες του ως απαραίτητη για τη διάδοση του Χριστιανικού
μηνύματος στα έθνη.
Ο Απόστολος Παύλος
χρησιμοποιεί χωρία, γεγονότα και όρους από την Παλαιά Διαθήκη, τα οποία
μεταφέρει στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε. Οι προφητείες και οι
προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Χριστού και
την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Για τον Παύλο οι διάφορες φάσεις της ζωής του
Χριστού, και ειδικά ο θάνατος του, η ταφή, και η Ανάστασή του, λαμβάνουν
χώρα σύμφωνα με τις Γραφές.
Ο Παύλος έδωσε μια
παγκοσμιότητα στη Χριστιανική θρησκεία, άγνωστη στον Ιουδαϊσμό, και αρκετές
θέσεις του μέσα στις επιστολές έρχονται σε αντίθεση προς το πνεύμα του Νόμου
και της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και των ιουδαϊκών αποκαλύψεων. Στις ιουδαϊκές
αποκαλύψεις δεν υπάρχει διδασκαλία περί της συμμετοχής του Μεσσία στη
δημιουργία, μια ιδέα, που βρίσκουμε συχνά στον Παύλο (Α' Κορ. 8,6. Κολ.
1,16), ούτε βρίσκονται ίχνη εξιλαστήριου και αντιπροσωπευτικού θανάτου του
Μεσσία.
Η
πεποίθησή του ότι ο Χριστιανισμός είναι μια νέα θρησκεία, τον κράτησε μακριά
από το γράμμα του "Νόμου" αλλά και από το μυθολογικό πλαίσιο των
ελληνιστικών θρησκειών.
Για το λόγο αυτό, η
σωτηρία του Παύλου είναι πρακτικής μορφής, και απαιτεί πίστη. Η Παύλεια
Σωτηρία είναι απαλλαγή από την αμαρτία και επιτυγχάνεται με το βάπτισμα (Τίτ.
3,5), τη χάρη του Θεού (Εφεσ. 2,5) και με την πίστη του ανθρώπου (Εφεσ.
2,8).
Στη
θεολογία του Παύλου ο Σωτήρας του κόσμου είναι ο αγαθός και καλοπροαίρετος
Δημιουργός και όχι ο απολυταρχικός Καίσαρας.
Η κένωση και η
ταπείνωση του Χριστού ταυτίζει τον θείο κόσμο με τους καταδυναστευμένους και
καταπιεσμένους. Η "εξουσία" του Χριστού δεν μοιάζει με την εξουσία του
Καίσαρα αφού είναι διάκονος και βασιλεύει με τη διακονία της αγάπης.
Η επάνοδος του
Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της
ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την
ιουδαϊκή Αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα
βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές.
Όσο για τους όρους
πνεύμα, ψυχή, σαρξ, ο Παύλος έδειχνε να εξαρτάται από την Μετάφραση των
Εβδομήκοντα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο "πνεύμα" για να δηλώσει το
ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που ο Έλληνας θα ονόμαζε "ψυχή".
Όμως στον Παύλο ο
"ψυχικός" άνθρωπος είναι ο άνθρωπος χωρίς το Πνεύμα Θεού, ο άνθρωπος της
λογικής και της φυσικής θρησκείας, σε αντίθεση με τον "πνευματικό" άνθρωπο.
Ο Παύλος πιστεύει
ότι για να λεχθεί κάτι γνήσιο και ορθό πέρα από τους ευαγγελικούς λόγους και
πάνω από τις ανθρώπινες νοητικές δυνάμεις, είναι απαραίτητη η προσωπική
μετοχή στον Χριστό. Οι διαβεβαιώσεις "ζώ δε ούκέτι έγώ, ζή δέ έν έμοί
Χριστός" και "δοκώ δέ κάγώ πνεύμα Θεού έχειν" δείχνουν
την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι μόνο βιώνοντας την αλήθεια μπορεί κανείς να
μιλήσει γι αυτήν.
Ο Παύλος προσπαθούσε μέσα από
τη διδασκαλία του να δείξει ότι η
Βασιλεία του Θεού δεν είναι κοσμική βασιλεία, όπως την κατανοούσαν οι
Εβραίοι και οι Ρωμαίοι, ότι η μακαριότητα είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση
με τρίτο ή πέμπτο όροφο του ουρανού, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν
και ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού και δεν είναι ο άνθρωπος "γένος"
του Θεού, όπως το εννοούσαν οι στωικοί.
Παρά τη γνωριμία του
με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψεως του Παύλου
παραμένουν πάντοτε εβραϊκές. Αν αντιπαραβάλλουμε τη σκέψη του με εκείνη ενός
άλλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα, θα δούμε πως ο τελευταίος, ενώ
παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της
Παλαιάς Διαθήκης με σχήματα πλατωνικά και μετα-πλατωνικά, τα οποία
αποδέχεται ως απόλυτη αλήθεια.
Ο Παύλος δεν
ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά
εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή
ότι και αν γνωρίζει ή χρησιμοποιεί από τον μη ιουδαϊκό κόσμο, δεν είναι
ικανό να αλλοιώσει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.
Ένα
γεγονός και μόνο είναι αυτό που φαίνεται να αλλοιώνει πραγματικά τη σκέψη
του, η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό, που δεν είναι μόνο "μωρία"
για τους Έλληνες, αλλά και "σκάνδαλο" για τους Ιουδαίους. Ο
Παύλος δίνει τόσο στις εβραϊκές όσο και στις ελληνικές κατηγορίες και λέξεις
νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός του Χριστού και την
εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας γίνεται πλέον
από τη σκοπιά του αναστημένου Χριστού και τον οδηγεί σε μια αναθεώρηση της
ελληνικής "σοφίας".
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Το 44 μΧ. επί αυτοκράτορα
Κλαυδίου
ένας φοβερός λιμός είχε
πλήξει τα Ιεροσόλυμα. Ο Απόστολος Παύλος θεωρούσε τη βοήθεια (λογία)
των άλλων εκκλησιών προς τα Ιεροσόλυμα, ως μια από τις σημαντικές αποφάσεις
της Αποστολικής Συνόδου.
Το πρόγραμμα της
βοήθειας ήταν καλά οργανωμένο και κάλυπτε ένα σημαντικό τμήμα στις
περιοδείες του Αποστόλου Παύλου. Όλη η τρίτη ιεραποστολική περιοδεία ήταν
σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένη στη μεταφορά της βοήθειας στα Ιεροσόλυμα. Ο
χαρακτήρας της ήταν οικουμενικός και εκκλησιολογικός×
Ήταν ένα χειροπιαστό σημάδι ενότητας της Εκκλησίας. Πάνω απ’ όλα όμως η
βοήθεια είχε ως στόχο να καλύψει κοινωνικές ανάγκες. Ο τελικός σκοπός της,
σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Παύλου, ήταν το κοινωνικό ιδεώδες της
ισοκατανομής και κοινωνίας των υλικών αγαθών. Χρησιμοποιώντας μια θαυμαστή
ποικιλία από όρους, για την περιγραφή του προγράμματος της βοήθειας, όπως
“χάρις”, “ευχαριστία”, “κοινωνία”, “διακονία”, “λειτουργία”, ο Απόστολος
Παύλος κατανοούσε τη βοήθεια ως την κοινωνική ανταπόκριση της Εκκλησίας - ως
σώματος του Χριστού - στο θέλημα του Θεού.
Ο Παύλος ανέπτυξε ένα καινούριο ήθος στην κοινωνική ζωή. Το ήθος αυτό
απαιτούσε από τα μέλη της εκκλησίας υψηλό βαθμό αλληλεγγύης και αδελφοσύνης
και από την άλλη μεριά διατηρούσε σχεδόν άθικτα τα διάφορα κοινωνικά
στρώματα. Τη στιγμή που οι Στωϊκοί και οι Επικούρειοι φιλόσοφοι πρότειναν
την απραξία και την αδιαφορία, ο Παύλος προτρέπει τους χριστιανούς σε
έμπρακτη «φιλαδελφία», σε ενεργό συμμετοχή των χριστιανών στα κοινωνικά
δρωμένα, στις ανάγκες των αδελφών αλλά και όλων των ανθρώπων.
Η άποψη που εισήγαγε για την κοινωνία μπορεί να
μην ήταν ιδεώδης, όσο η αρχή της κοινοκτημοσύνης σύμφωνα με την οποία ζούσε
η ιεροσολυμιτική κοινότητα, ωστόσο, ήταν η μόνη ρεαλιστική λύση για την
αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και καθοδήγησε τους
Πατέρες της Εκκλησίας στον αγώνα τους
για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΟΙΜΕΝΟΣ
Οι Πατέρες της
Εκκλησίας μας εξυμνούν τον Απόστολο Παύλο για το ιεραποστολικό του έργο και
τη μοναδική του διδασκαλία.
Οι Άγιοι Πατέρες Γρηγόριος ο Θεολόγος και
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πού
συνέγραψαν τα δύο Περί Ιερωσύνης έργα,
προβάλλουν ιδιαίτερα τον Παύλο ως πρότυπο
ποιμένος. Αυτό οφείλεται στο ότι ζωγράφισε την εικόνα του ποιμένα
άριστα στις Ποιμαντικές ιδιαίτερα επιστολές του, τις «Προς Τιμόθεον»
και την «Προς Τίτον».
Ως
πρότυπο ποιμένος υποδεικνύει το μεγαλείο, αλλά και τις ευθύνες της
Ιεροσύνης. Οι ποιμένες της Εκκλησίας χρησιμοποιώντας τις επιστολές του
μεγάλου Αποστόλου, μπορούν να ρυθμίσουν τη ζωή της Εκκλησίας, να της
προσδώσουν πνευματικό κάλλος, να θεραπεύσουν τα διάφορα νοσήματα και να
διατηρήσουν την πνευματική υγεία των πιστών.
Εκτός από τις
ποιμαντικές του επιστολές μας άφησε πολλές άλλες, με τις οποίες ωφέλησε τις
νεοσύστατες Εκκλησίες που είχαν σοβαρά ποιμαντικά προβλήματα αλλά και τους
πιστούς όλων των εποχών. Οι επιστολές του είναι κατάλληλες όχι μόνο για την
κατοχύρωση της ακρίβειας των δογμάτων αλλά και για τον ορθό βίο των
χριστιανών. Μέσα από αυτές τους επαναφέρει στην ειρήνη, στην ενότητα και στη
γνήσια ευαγγελική διδασκαλία. Έτσι, με την ποιμαντική του μέριμνα υπέρ των
μαθητών και των νεοσύστατων Εκκλησιών, εξασφάλιζε και προήγαγε ότι είχε
πετύχει με το αποστολικό του κήρυγμα. Η ποιμαντική του μέριμνα δεν
εξαντλείται με τον αγώνα του για τα γενικότερα προβλήματα των Εκκλησιών. Ο
Απόστολος ενδιαφέρεται και πονάει για τον κάθε Χριστιανό προσωπικά και
μάλιστα γι’ αυτούς που έχουν κάποια πνευματική ανάγκη.
Ο Απόστολος Παύλος, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ιερούς
συγγραφείς της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιεί όρους παιδαγωγικούς, όπως αγωγή,
παιδαγωγός, διδαχή, διδασκαλία, παιδεύω.
Χρησιμοποίησε και
αθλητική ορολογία για να συγκρίνει τον αγώνα των αθλητών με τον πνευματικό
αγώνα και την εγκράτεια των χριστιανών. Εκτός από
διδάσκαλος και Απόστολος των εθνών, ήταν και γνήσιος πνευματικός πατέρας,
ήταν μια χαρισματική φυσιογνωμία, στην οποία είχε ανατεθεί το δύσκολο και
κοπιώδες έργο της πνευματικής καθοδήγησης των ανθρώπων.
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ
Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της
διδασκαλίας του Απόστολου Παύλου είναι το κάλεσμα των πιστών να τον
μιμηθούν, όπως αυτός μιμείται το Χριστό: «Μιμηταί
μου γίνεσθε καθώς και γώ Χριστού», γράφει στους Κορινθίους (Α’ Κορ. 4,16).
Στους Θεσσαλονικείς έδωσε δείγματα μιμήσεως και γι’αυτό τους προτρέπει να
γίνουν πρότυπα προς μίμηση. Στους Εφεσίους συμβουλεύει να γίνουν μιμητές του
Θεού και να περπατούν με αγάπη.
Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος αποτελούν έναν
κρίκο της χρυσής αλυσίδας της μιμήσεως του Αποστόλου Παύλου. Και η μίμηση
από τους Ιεραπόστολους των Σλάβων επεκτείνεται σε πολλούς τομείς της ζωής
και της δράσεως τους. Ο Μεθόδιος μιμήθηκε τον Παύλο στην περιφρόνηση των
κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις που έκανε. Ο Κύριλλος με
αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει το Θεό στη
μητρική του γλώσσα, επιστράτευσε μια εκτενέστατη περικοπή από την Α'
προς Κορινθίους Επιστολή. Οι Ιεραπόστολοι των Σλάβων, συμπλήρωσαν και
εκπλήρωσαν το έργο του Αποστόλου Παύλου στα έθνη.
Ο Απόστολος Παύλος μας καλεί να τον μιμηθούμε και να τον βοηθήσουμε όλοι στη
διάδοση του Ευαγγελίου στον κόσμο. Μας διδάσκει, ότι όλοι μπορούμε να
γίνουμε απόστολοι του Χριστού. Δεν χρειάζεται να πάμε όλοι στην Αφρική ή
στην Ασία για να κηρύξουμε το Χριστό. Υπάρχουν ιεραπόστολοι που έχουν το
χάρισμα και μπορούν να μεταβούν στους τόπους αυτούς. Ο καθένας από μας
μπορεί να συμβάλλει στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, από τον τόπο της
κατοικίας μας ή από τον τόπο της δουλειάς μας. Όταν παραστεί ανάγκη να
κάνουμε λόγο για το Χριστό σε όσους, εξαιτίας των δύσκολων κοινωνικών
συνθηκών, τον αγνοούν και θέλουν να τον γνωρίσουν.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Πέρα από τις
επιστολές του προς τις εκκλησίες των ελληνικών πόλεων Φιλίππων, Θεσσαλονίκης
και Κορίνθου υπάρχουν ακόμη πολλά μνημεία και άπειρες και ακατάγραφες
τοπικές παραδόσεις που συνδέονται με τον Απόστολο Παύλο.
Στη Σαμοθράκη
κτίστηκε προς τιμήν της επισκέψεως του Αποστόλου Παύλου παλαιοχριστιανική
βασιλική, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του λιμανιού.
Στους Φιλίππους στο ποταμό Ζυγάκτη υπάρχει σήμερα
Βαπτιστήριο, που σύμφωνα με την παράδοση, ήταν το μέρος που η Λυδία
βαπτίστηκε από τον Παύλο. Το Οκτάγωνο των Φιλίππων, ένα από τα πιο
σημαντικά παλαιοχριστιανικά μνημεία, ταυτίστηκε με ευκτήριο οίκο αφιερωμένο
στον Απόστολο Παύλο. Η φυλακή στην οποία φυλακίστηκε ο Απόστολος ήταν μια
ρωμαϊκή δεξαμενή, η οποία βρίσκεται βόρεια από την Βασιλική Α’. Εσωτερικά
είναι διακοσμημένη με παραστάσεις από την ζωή του Αποστόλου, όπως η
σύλληψη, η μαστίγωση από τους ραβδούχους, η βάπτιση του δεσμοφύλακα και της
οικογένειάς του.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση στο χωριό
Ροδολίβος των Σερρών ο Παύλος καθώς πήγαινε από τους Φιλίππους στην
Αμφίπολη, κήρυξε τον θείο λόγο και οι κάτοικοί του έραναν με ροδοπέταλα τον
ερχομό του. Και ο λόφος όπου μίλησε πήρε το όνομά του. Έξω από την Απολλωνία
σώζεται ο βράχος όπου πέρασε, στάθηκε και
κήρυξε ο Παύλος. Εκεί υπήρχε πηγή, τα νερά της οποίας θεωρήθηκαν ως
αγίασμα του Αποστόλου. Ακόμη διασώζεται και το
βήμα όπου κήρυξε στους Βεροιείς και το οποίο είναι διακοσμημένο με
ψηφιδωτές παραστάσεις
του Αποστόλου.
Ο συνοικισμός του
Αγίου Παύλου στη Θεσσαλονίκη συνδέεται με το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου.
Εκεί κοντά υπάρχει και η πηγή όπου σταμάτησε για να δροσιστεί και από τότε
είναι γνωστή ως αγίασμα του Αποστόλου. Το ναΐδριο όπως και ο παλιός ναός που
είναι εκεί κοντά, είναι αφιερωμένοι στο όνομά του. Στην ίδια περιοχή
υπάρχουν και άλλες τοποθεσίες συνδεόμενες με τον Απόστολο Παύλο, όπως το
νότιο παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής Βλατάδων, που είναι αφιερωμένο στον
Απόστολο σε ανάμνηση του περάσματός του από κει κατά τη φυγάδευσή του στη
Βέροια. Λίγο πιο πέρα υπήρχε πηγή όπου δροσίστηκε και έμεινε γνωστή ως «αγίασμα».
Στη Σιθωνία της
Χαλκιδικής λέγεται ότι πέρασε από κει και χάραξε με το σπαθί του τα βράχια.
Το βουνό Άγιος Παύλος κοντά στη Νικήτη, στο οποίο ο Απόστολος διψασμένος
χτύπησε με το σπαθί του ένα βράχο, μέσα από τον οποίο ανάβλυζε άφθονο νερό
που εξακολουθεί και σήμερα να τρέχει. Στην Άκανθο
της Χαλκιδικής, η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος συνελήφθη ως
θρησκευτικός ανατροπέας και φυλακίστηκε σε ένα σπήλαιο. Κατά θαυμαστό τρόπο,
η είσοδος του σπηλαίου άνοιξε και ο Απόστολος κατέφυγε στην Όλυνθο και από
εκεί στη Θεσσαλονίκη. Στο σπήλαιο εκείνο ανάβλυζε νερό δροσερό, το οποίο
έρεε ως άγιασμα του Αποστόλου. Στην Αγορά
της Κορίνθου διασώζεται το βήμα, το σημείο στο οποίο οδηγήθηκε μπροστά στον
Γαλλίωνα. Παραδόσεις και τοπωνύμια συνδεόμενα με τον Απόστολο Παύλο
υπάρχουν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, τα οποία μαρτυρούν ότι η ελληνική λαϊκή
ψυχή κρατά στη μνήμη της ζωντανή την έλευση του Αποστόλου των εθνών.
|