ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

 

Η Β’ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ

(Πράξεις 15,36-18,17)

 

Ο Παύλος στη Μικρά Ασία και στην Τρωάδα

(Πράξεις 15,36-16,10)

 

Ο Απόστολος Παύλος

Ο Απόστολος Παύλος κι ο συνεργάτης του Σίλας, το 49 μ.Χ., ξεκίνησαν από την Αντιόχεια της Συρίας για τη δεύτερη αποστολική περιοδεία. Οι Χριστιανοί με τις προσευχές τους ανάθεσαν στο Θεό την προστασία κι αυτής της περιοδείας.

Οι Απόστολοι αφού πέρασαν από διάφορες πόλεις της Συρίας και της Κιλικίας, επισκέφτηκαν τις πόλεις στις οποίες είχε κηρύξει στην πρώτη του περιοδεία. Πέρασαν πρώτα από τη Δέρβη και τα Λύστρα, απ’ όπου πήραν μαζί τους τον Τιμόθεο.

 

Ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως από το Άγιο Πνεύμα. Αφού διέσχισε τη Φρυγία και τη Γαλατία, κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας. Εδώ ο Παύλος ίδρυσε τις Εκκλησίες της Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε αργότερα την Προς Γαλατάς Επιστολή.

Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος παρέκαμψαν τη Μυσία και έφτασαν στην παραλιακή πόλη Τρωάδα, την αρχαία Τροία. Από την Τρωάδα, καθώς φαίνεται, προστέθηκε στη συνοδεία τους ο Λουκάς ο Ιατρός, ο γνωστός Ευαγγελιστής.

 

Εκεί στην Τρωάδα ο Θεός με όραμα κάλεσε τον Παύλο και τους συνεργάτες του, να πάνε στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα είδε τη νύχτα σε όραμα έναν άνδρα Μακεδόνα που στεκόταν όρθιος, και τον παρακαλούσε λέγοντάς του: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας» (Πράξ. 16,9).

Στην Τρωάδα ο Παύλος είδε ένα όραμα που τον παρακινούσε να περάσει στη Μακεδονία και το οποίο θεωρήθηκε σαν θεϊκή εντολή. Έτσι ό Θεός άνοιγε την πόρτα της Ελλάδας και της Ευρώπης στο Χριστιανισμό. Το πέρασμα στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία και όλο τον κόσμο γιατί  πρώτη αυτή από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα γνώριζε το Χριστιανισμό και θα φώτιζε ύστερα και τ' άλλα έθνη.

 

 

Ο Παύλος στους Φιλίππους

 Η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην Ελλάδα

(Πράξεις 16,11-40)

 

Ο Παύλος και οι συνεργάτες του με πλοίο έφτασαν στο νησί Σαμοθράκη και από κει την επομένη στη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα. Προτίμησαν όμως για μεγαλύτερη επιτυχία στο έργο τους να πάνε στους Φιλίππους, την πιο σπουδαία πόλη από τις ρωμαϊκές αποικίες της Μακεδονίας.

 

Στους Φιλίππους οι Ιουδαίοι δεν είχαν συναγωγή. Προσεύχονταν όμως έξω από την πόλη κοντά σ' ένα ποταμάκι, το Γαγγίτη. Εκεί κήρυξαν οι Απόστολοι το λόγο του Θεού σε μερικές γυναίκες. Μ' αυτές πού πίστεψαν και βαπτίστηκαν, ίδρυσαν την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Ανάμεσα τους μάλιστα ξεχώριζε για τις αρετές της μια πλούσια γυναίκα, η Λυδία, πού ήταν έμπορος κόκκινων υφασμάτων. Η Λυδία η οποία αναγνωρίστηκε ως Αγία από την Εκκλησία μας, ήταν η πρώτη που βαπτίστηκε και είναι η πρώτη Ευρωπαία χριστιανή. Αυτή μάλιστα από ευγνωμοσύνη ανέλαβε τη φιλοξενία των Αποστόλων.

 

Στους Φιλίππους ο Σατανάς είχε παρασύρει τα αφεντικά μιας δαιμονισμένης νέας. Αυτοί πλούτιζαν με τις μαντείες, που έλεγε με το στόμα της το πονηρό πνεύμα. Μια μέρα λοιπόν συνάντησε η δαιμονισμένη τον Παύλο και το Σίλα και φώναξε μ' αυτή το πονηρό πνεύμα: «Τούτοι οι άνθρωποι είναι δούλοι του Ύψιστου Θεού και ήρθαν εδώ, να μας διδάξουν το δρόμο της σωτηρίας». Αυτό αποτελούσε μια πονηριά του Σατανά, που ήθελε ν’ αποκτήσει την εμπιστοσύνη, όσων θαύμαζαν τον Παύλο. Έτσι θα τους παρέσυρε κατόπιν στη μαντεία και την ειδωλολατρία.

Αλλά ο Παύλος κατάλαβε τη δολιότητα. Με τη δύναμη του Θεού έδιωξε από αυτή το πονηρό πνεύμα και τη θεράπευσε τελείως.

 

Τα αφεντικά της νεαρής υπηρέτριας εξαγριώθηκαν με το θαύμα, επειδή έχασαν μια πηγή πλουτισμού. Δεν άργησαν μάλιστα να συκοφαντήσουν τους Αποστόλους ότι τάχα αναστάτωναν την πόλη και ότι διδάσκουν ξένα θρησκευτικά έθιμα. Οι διοικητές της πόλεως, από επιπολαιότητα δέχτηκαν τις κατηγορίες. Έπιασαν τους Αποστόλους, τους χτύπησαν με αγριότητα και τους φυλάκισαν με αυστηρά δεσμά.

Ο Παύλος και ο Σίλας σαν να μην τους συνέβαινε τίποτε, υμνολογούσαν το Θεό! Και να το αποτέλεσμα. Ο παντοδύναμος Θεός τους απάντησε. Κατά τα μεσάνυχτα δυνατός σεισμός άνοιξε τις πόρτες της φυλακής και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους Αποστόλους. Σαν ξύπνησε ο δεσμοφύλακας και είδε τη φυλακή ανοιχτή, νόμισε έντρομος πώς έφυγαν οι κρατούμενοι. Την άλλη μέρα ασφαλώς αυτόν θα θεωρούσαν υπεύθυνο. Γι' αυτό τράβηξε το μαχαίρι ν' αυτοκτονήσει.

Ο Παύλος τον πρόλαβε και του είπε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, όλοι είμαστε εδώ». Η έκπληξη του δεσμοφύλακα ήταν απερίγραπτη, όταν το διαπίστωσε. Αφού άκουσε από τους Αποστόλους τον Ευαγγελικό λόγο πίστεψε και βαπτίστηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Μάλιστα φιλοξένησε με χαρά τους Αποστόλους.

Ο σεισμός όμως έφερε κι άλλα αποτελέσματα. Την άλλη μέρα οι διοικητές της πόλεως φοβισμένοι αποφυλάκισαν τους Αποστόλους. Μα πιο πολύ φοβήθηκαν, μόλις άκουσαν από τους Αποστόλους ότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες. Ντροπιασμένοι τους ζήτησαν μάλιστα να τους συγχωρέσουν και τους παρακάλεσαν να φύγουν από την πόλη

 

Οι Απόστολοι ελεύθεροι πια συνάντησαν τους συνεργάτες τους και τους πιστούς στο σπίτι της Λυδίας. Ο Παύλος τους διηγήθηκε όσα είχαν γίνει και ενίσχυσε έτσι την πίστη τους στο Θεό. Μετά από λίγες ημέρες ο Παύλος, ο Σίλας και ο Τιμόθεος έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη. Ο Λουκάς έμεινε στους Φιλίππους, για να ενισχύει την εκεί νεαρή Εκκλησία.

 

 

Ο Παύλος στη Θεσσαλονίκη
Το κέντρο και η πρωτεύουσα της Μακεδονίας
(Πράξεις 17,1-9)

 

Ο Παύλος και οι συνεργάτες του έφυγαν από τους Φιλίππους, γύρω στο 50 μ.Χ. και αφού πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία, από την ιστορική «Εγνατία οδό» έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν η πρωτεύουσα της Μακεδονίας.

Εκεί ο Παύλος, καθώς συνήθιζε, άρχισε το κήρυγμα του από την ευρύχωρη συναγωγή των Ιουδαίων. Κήρυξε για τρία συνεχόμενα Σάββατα με θαυμαστά αποτελέσματα. Πίστεψαν και βαπτίστηκαν πολλοί Ιουδαίοι και αρκετοί προσήλυτοι. Αυτοί ήταν εθνικοί που ζητούσαν να βρουν την αλήθεια στην εβραϊκή θρησκεία. Έτσι ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη πολυάριθμη και ζωντανή Εκκλησία με πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

 

Αλλά και εδώ πάλι βρέθηκαν μερικοί Ιουδαίοι, πού αντέδρασαν στο θρίαμβο αυτό της χριστιανικής πίστεως. Παρέσυραν από την αγορά διάφορους αργόσχολους τύπους και με κραυγές άρχισαν να συκοφαντούν τους Αποστόλους. Τους αναζήτησαν μάλιστα στο σπίτι του καλού Χριστιανού Ιάσονα, για να τους συλλάβουν. Και επειδή δεν τους βρήκαν εκεί, έφεραν στους Ρωμαίους άρχοντες της πόλεως, τον Ιάσονα και άλλους Χριστιανούς, με την κατηγορία ότι συνωμοτούν κατά του αυτοκράτορα.

Οι Ρωμαίοι άρχοντες αναστατώθηκαν από τις συκοφαντίες και αφού προηγουμένως πήραν χρηματική εγγύηση, άφησαν ελεύθερους τους Χριστιανούς.

Μόλις νύχτωσε οι Χριστιανοί με μεγάλη λύπη φυγάδευσαν κρυφά τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια. Εκεί μετά από λίγο πήγε και ο Τιμόθεος.

 

 

Ο Παύλος στη Βέροια
Η πόλη με τη μεγαλύτερη ευγένεια

(Πράξεις 17,10-15)

 

Ο Παύλος με τους συνεργάτες του έφτασαν στη Βέροια. Στη μικρή εβραϊκή συναγωγή της Βέροιας οι Ιουδαίοι άκουγαν με προσοχή τους Αποστόλους και τους φέρονταν με μεγαλύτερη ευγένεια από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα εξέταζαν τη Γραφή για να ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος.

Πολλοί από αυτούς πίστεψαν, καθώς και πολλοί Έλληνες κι Ελληνίδες, μάλιστα από την ανώτερη τάξη. Έτσι ιδρύθηκε και στη Βέροια μεγάλη και ζωντανή χριστιανική Εκκλησία.

 

Τα νέα αυτά αφού έμαθαν διώκτες του Παύλου από τη Θεσσαλονίκη, ήρθαν κι άρχισαν να φέρνουν κάποια αναταραχή στα πλήθη. Αμέσως όμως οι Χριστιανοί της Βέροιας για να προστατέψουν το σεβαστό τους Απόστολο, τον Παύλο, τον διευκόλυναν να φύγει για την Αθήνα.

Ο Παύλος από το πιο κοντινό παραλιακό λιμάνι ταξίδεψε με πλοίο για την Αθήνα. Στη Βέροια άφησε τους αγαπητούς του συνεργάτες το Σίλα και τον Τιμόθεο.

 

 

Ο Παύλος στην Αθήνα

Η πόλη της σοφίας και των πολλών αγαλμάτων
(Πράξεις 17,16-34)

 

Ο Απόστολος Παύλος γύρω στο 51 μ.Χ., ήρθε στο κέντρο όλης της Ελλάδας, στην ονομαστή Αθήνα, την πόλη που δοξάστηκε για τη σοφία, τις τέχνες και τον πολιτισμό της. Ο Παύλος πριν κηρύξει περίμενε να έρθουν και οι συνεργάτες του από τη Βέροια. Στο διάστημα αυτό είχε την ευκαιρία να συζητάει με τους Εβραίους στη συναγωγή και στην αγορά και να γίνεται γνωστός σε πολλούς Αθηναίους.

Ιδιαίτερη εντύπωση έκαμαν στον Παύλο τα πολλά αγάλματα των θεών, που είχαν στήσει οι Αθηναίοι σε κάθε γωνιά της πόλης. Την εποχή εκείνη η Αθήνα είχε περισσότερα αγάλματα, από όσα είχε όλη η  άλλη Ελλάδα. Γι’ αυτό ο Παύλος ονόμασε την Αθήνα πόλη ειδώλων, δηλαδή πόλη γεμάτη με είδωλα.

Όλα αυτά τα είδωλα όμως δεν ικανοποιούσαν τους Αθηναίους. Γι’ αυτό είχαν ανακηρύξει και κάποιο άγνωστο Θεό. Για να τον τιμήσουν μάλιστα, είχαν φτιάξει και ένα βωμό, πού είχαν γράψει πάνω του την αφιέρωση «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17,23).

 

Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για τον Παύλο, αλλά και μεγάλη ευκαιρία για να βρει τρόπο συνεννοήσεως με τους σοφούς των Αθηναίων. Έτσι κίνησε σοβαρά την περιέργεια των στωϊκών και των επικούρειων φιλοσόφων, που κάλεσαν τον Παύλο να έρθει κάτω από την Ακρόπολη, στον Άρειο Πάγο, να τους αναπτύξει τις ιδέες του. Εκεί δίκαζαν οι Αθηναίοι δικαστές και οι ονομαστοί ρήτορες ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους. Ήταν μια ευκαιρία για τον Παύλο, ν' απλώσει το δίχτυ του θείου κηρύγματος στους Αθηναίους.

 

Στο πλήθος των φιλοσόφων και του λαού πάνω στον Άρειο Πάγο, ο Παύλος έκαμε μια θαυμάσια ομιλία. Παρ' ότι η ομιλία του Αποστόλου Παύλου μετέδιδε νοήματα αμιγώς βιβλικά, ο Παύλος δεν τα υποστήριξε με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει διαλεγόμενος με Ιουδαίους, άλλα χρησιμοποίησε στοιχεία γνωστά και σεβαστά στους Αθηναίους. Επρόκειτο για μια επιχειρηματολογική ευελιξία την οποία ο Παύλος περιγράφει στα εδάφια Κορινθίους Α’ 9,19-23 και η οποία συνοψίζεται με την κατακλείδα του: «Στους πάντες έγινα τα πάντα, ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς».

 

Ο Παύλος ξεκίνησε την ομιλία του κάνοντας αναφορά στο βωμό με την επιγραφή «στον άγνωστο θεό. Ο Παύλος επαίνεσε τους Αθηναίους ως φιλόθρησκους και ευλαβείς, γιατί είχαν πολλούς ναούς και ιερά. Ιδιαίτερα γιατί τιμούσαν τον άγνωστο σ' αυτούς Θεό.

Κατόπιν του είπε ότι ως δημιουργός του κόσμου και δότης παντός αγαθού, αυτός ο αληθινός Θεός δεν κατοικεί σε ναούς, δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες των ανθρώπων και είναι ακατάλληλη η κατασκευή ομοιωμάτων του. Αυτή η σκέψη, αναφέρει ο Παύλος, είναι σύμφωνη με τα λόγια του Στωικού ποιητή Αράτου.

Τέλος, μίλησε για την αγάπη του Θεού, που κορυφώθηκε με την Ενανθρώπηση του Κυρίου, τη Σταύρωση και την ένδοξη Ανάστασή Του. Τους είπε ότι ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο μέσω ενός άντρα που ανέστησε από τους νεκρούς.

 

Το κήρυγμα του διακόπηκε όταν έγινε αναφορά στην Ανάσταση του Χριστού. Ήταν κάτι που δε χωρούσε στο μυαλό των Αθηναίων και για το οποίο δεν είχαν την παραμικρή προετοιμασία. Η νύξη στην Ανάσταση του Χριστού προκάλεσε χλευαστικές αντιδράσεις στους ακροατές του. Κατόπιν αποπέμφθηκε με την προοπτική να τους τα ξαναπεί μια άλλη φορά, επειδή θεωρούσαν τα λόγια του ως σπερμολογίες, δηλαδή λόγια που τα μαζεύει κανείς από εδώ και από εκεί και τα επαναλαμβάνει χωρίς να τα καταλαβαίνει.

 

Λίγοι μόνο πίστεψαν και συγκινήθηκαν από την ομιλία του Παύλου και οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία των Αθηνών. Ανάμεσα τους διακρίνονταν ένας επίσημος Αθηναίος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα η Δάμαρις. Ο Διονύσιος αναδείχτηκε ένας από τους πρώτους υπερασπιστές της χριστιανικής πίστεως και επίσκοπος των Αθηνών.

 

Η συμπεριφορά των Αθηναίων στενοχώρησε τόσο πολύ τον Παύλο, ώστε να φύγει αμέσως από την πόλη και να μην γράψει ούτε μια επιστολή προς την πόλη αυτή.  Σήμερα, το κείμενο της φημισμένης αυτής ομιλίας βρίσκεται σε μια μπρούντζινη πλάκα δίπλα στις λαξευτές σκάλες που οδηγούν στον Άρειο Πάγο.

 

 

Ο Παύλος στην Κόρινθο

Η πόλη του πλούτου και του εμπορίου
(Πράξεις κεφ. 18)

 

Ύστερα από την Αθήνα, την πόλη της σοφίας, ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο, την πόλη του πλούτου και του εμπορίου. Η Κόρινθος βρισκόταν ανάμεσα σε δυο λιμάνια, του Λέχαιου στον Κορινθιακό κόλπο και των Κεχρεών στον Ισθμιακό. Από την αδιάκοπη κίνηση των εμπόρων, που έρχονταν απ' όλες τις γωνιές του τότε κόσμου, έμοιαζε με κυψέλη. Στην Κόρινθο φαινόταν ότι δε θα γινόταν δεκτό το Ευαγγελικό κήρυγμα, γιατί πλεόναζε η αμαρτία.

 

Ο Παύλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Ιουδαίου σκηνοποιού Ακύλα και της γυναίκας του Πρίσκιλλας. Ήταν Ιουδαίοι που είχαν φτάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Καθώς φαίνεται, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα είχαν γνωρίσει το Χριστιανισμό στη Ρώμη.

Αυτοί λοιπόν πρόθυμα δέχτηκαν τον Παύλο στο εργαστήριο τους να εργαστεί, για να έχει όσα θα του χρειάζονταν να ζει. Με έκπληξη και χαρά άκουγαν τον Παύλο να τους μιλάει για το Χριστό. Γι’ αυτό τον διευκόλυναν να πηγαίνει συχνά στην εβραϊκή συναγωγή, όπου μιλούσε και συζητούσε με Ιουδαίους και Έλληνες προσήλυτους.

 

Ο Παύλος με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση δέχτηκε μια μέρα τους αγαπητούς του συνεργάτες, Σίλα και Τιμόθεο, που ήρθαν από τη Μακεδονία. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος πληροφόρησαν τον Παύλο για την αρετή και την πίστη των αδερφών καθώς και για μερικές απορίες των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Τότε ό Παύλος, το 51 μ.Χ., με αφορμή τα νέα που του Έφεραν οι συνεργάτες του, έγραψε την πρώτη «Επιστολή προς Θεσσαλονικείς». Αυτή η θεόπνευστη και τόσο διδακτική Επιστολή ήταν το πρώτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που γραφόταν μέχρι τότε.

 

Με νέες τώρα δυνάμεις, ο Παύλος, συνεχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Ανάμεσα σ' αυτούς που πίστεψαν και βαπτίστηκαν, διακρίνονταν ο Στεφανάς, ο Ιούστος, ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος και άλλοι. Αλλά ο φανατισμός και η σκληρότητα των Ιουδαίων ανάγκασαν τον Παύλο συμβολικά να τινάξει τα ρούχα του και ν' αφήσει τη συναγωγή. Στράφηκε οριστικά πια στους εθνικούς. Δίδασκε στο σπίτι του Ιούστου, που γειτόνευε με τη συναγωγή.

Τότε ο ίδιος ο Κύριος με όραμα ενθάρρυνε τον Παύλο και του είπε: «Κήρυττε χωρίς φόβο, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Μάθε ότι στην πόλη αυτή υπάρχει πολύς λαός δικός μου». Ο Παύλος συνεχίζει τώρα με άφθαστο ζήλο και ενθουσιασμό. Μένει στην Κόρινθο δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες. Έτσι με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και τη δραστηριότητα του Παύλου στερεώθηκε γερά η Χριστιανική Εκκλησία της Κορίνθου.

 

Η   πρόοδος  όμως  αυτή  της  Εκκλησίας  έκαμε τους  φανατικούς Εβραίους να στραφούν εναντίον του Παύλου. Μια μέρα λοιπόν μαζί με τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη συνέλαβαν τον Παύλο και τον έφεραν μπροστά στο Γαλλίονα. Ο Γαλλίονας ήταν ο ανθύπατος όλης της νότιας Ελλάδας και της Αχαΐας με έδρα την Κόρινθο. Αλλά ήταν άνθρωπος μορφωμένος και συνετός. Σ’ αυτόν έφεραν τον Παύλο με την κατηγορία ότι εναντιώνεται στο Μωσαϊκό νόμο.

Ο ανθύπατος, πού κατάλαβε το φανατισμό τους και την αθωότητα του Παύλου, τον ελευθέρωσε και έδιωξε τους Εβραίους από το δικαστήριο. Μερικοί Έλληνες που παρακολουθούσαν τη δίκη αγανάκτησαν για τη μοχθηρία των Ιουδαίων και ξυλοκόπησαν άγρια το Σωσθένη. Αυτό όμως τον ωφέλησε γιατί, καθώς φαίνεται, τον έκαμε να σκεφτεί καλύτερα, να μετανοήσει και να σωθεί.

Το γεγονός αυτό με το Γαλλίονα είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.

 

Η Ελλάδα είχε γίνει το εύφορο και αποδοτικό χωράφι, όπου με απλοχεριά ο Παύλος είχε σπείρει το λόγο του Θεού. Ήταν καιρός πια να τελειώσει τη δεύτερη περιοδεία του. Μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα και τους συνεργάτες του αναχώρησε από το λιμάνι των Κεχρεών με πλοίο για τη Συρία. Έμεινε όμως για λίγο στην Έφεσο και κατόπιν πήγε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Από εκεί ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα, χαιρέτησε την Εκκλησία και γύρισε στην Αντιόχεια. Έτσι έκλεισε η μεγαλειώδης αυτή δεύτερη περιοδεία του «Αποστόλου των Εθνών» Παύλου, γύρω στο 52 μ.Χ.

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.