Απόστολοι ονομάζονται οι Δώδεκα
μαθητές του Κυρίου πού άφησαν τα πάντα και
ακολούθησαν τον Κύριο σε όλη τη δημόσια
διακονία Του μέχρι της Αναλήψεως. Στη
συνέχεια μετά την επιφοίτηση του Άγιου
Πνεύματος, έγιναν κήρυκες και μάρτυρες της
πίστεως στον Χριστό προς λύτρωση της
ανθρωπότητας από την αμαρτία και συνέβαλαν
στην εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού στη γη.
Το ιερό και τιμητικό αυτό όνομα δόθηκε από
τον ίδιο τον Κύριο στους Μαθητές Του, όταν
διανυκτέρευσε στο όρος προσευχόμενος τότε,
"᾿Εγένετο
δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ
ὄρος προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ
προσευχῇ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα,
προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ
ἐκλεξάμενος ἀπ᾿ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ
ἀποστόλους ὠνόμασε." (Λουκ. 6, 12-13).
Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και
Ιωάννης χρησιμοποιούν περισσότερο το όνομα
"οι Δώδεκα", ενώ ο Λουκάς και Παύλος το
όνομα "Απόστολοι". Αργότερα χρησιμοποιείται
η λέξη σε ευρύτερη έννοια και ονομάζονται
"Απόστολοι" και οι άλλοι πλην των Δώδεκα "οι
εβδομήκοντα" ή οι "συνεργάτες" αυτών.
Κατάλογοι των ονομάτων των δώδεκα Αποστόλων
υπάρχουν τέσσερις: Ματ. 10,2. Μαρ. 3,13.
Λουκ. 6,14 και Πράξ. 1,13. Οι κατάλογοι
αυτοί συμφωνούν μόνο στον πρώτο, τον Πέτρο
και τον τελευταίο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Η
διαφωνία και η ασυμφωνία τους οφείλεται στο
γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να έχουν
δύο ονόματα και άλλοι Ευαγγελιστές αναφέρουν
το πρώτο, ενώ άλλοι προτιμούν το δεύτερο.
Κατά την εκλογή των Μαθητών Του, ο Κύριος εξέλεξε δώδεκα, γιατί όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οι δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται οι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, έτσι και οι Δώδεκα αυτοί Μαθητές του Κυρίου, έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού. Ο Ωσηέ προφήτευσε ότι δώδεκα δρύες θα ακολουθήσουν τον Θεό που θα φανεί στη γη.
Εκτός από τους Δώδεκα, ο Κύριος εξέλεξε και άλλους Εβδομήντα, οι οποίοι κατά διαστήματα Τον ακολουθούσαν. Αυτούς απέστειλε κάθε φορά για να προετοιμάσουν το έδαφος απ' όπου επρόκειτο να περάσει και να διδάξει (Λουκ. 3,1). Και ο αριθμός αυτός ανταποκρίνεται προς τους εβδομήκοντα εκείνους Πρεσβυτέρους τους οποίους ο Μωϋσής, κατ' εντολή του Θεού, εξέλεξε ως βοηθούς του. Αποδεικνύεται έτσι ότι τα παραδείγματα της Παλαιάς είναι σύμφωνα με τα της Καινής Διαθήκης.
Μεταξύ των Δώδεκα ό Κύριος είχε τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη οι όποιοι αποτελούσαν το στενότερο κύκλο Του και παρευρίσκονταν μόνο αυτοί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στη Μεταμόρφωση, στην προσευχή της Γεσθημανής. Τον πρώτο, γιατί αγάπησε τον Χριστό "σφόδρα". Τον τρίτο, γιατί αγαπήθηκε από τον Χριστό "σφόδρα". Και τον δεύτερο, γιατί μπορούσε να πιει το ποτήρι του θανάτου το οποίο και ο Κύριος ήπιε.
Οι δώδεκα Απόστολοι πού εξέλεξε ό Κύριος για να μυήσει στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ώστε να συνεχίσουν αργότερα το έργον Του, ούτε μόρφωση είχαν ούτε από ανώτερη κοινωνική τάξη προέρχονταν. Όλοι κατάγονταν από την φτωχή και καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαία, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που προέρχονταν από την Ιουδαία. Ήσαν άνθρωποι απλοί, βιοπαλαιστές, ψαράδες στο επάγγελμα και τελώνες, αλλά με αγνά θρησκευτικά ενδιαφέροντα και με πίστη στον Θεό του Ισραήλ και στις Μεσσιανικές παραδόσεις. Οι υιοί του Ζεβεδαίου, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, ήσαν σχετικά εύποροι, γιατί και πλοίο ιδιόκτητο είχαν και γνωριμίες με τους Αρχιερείς της Ιερουσαλήμ διατηρούσαν.
Η εξωτερική τους εμφάνιση προξενούσε την εντύπωση ότι ήσαν άνθρωποι "αγράμματοι και ιδιώτες" (Πράξ. 4,13). Ήταν όμως αυτόπτες και ακόλουθοι του Κυρίου, γεγονός πού συνιστά την μαρτυρία τους ενώπιον των ανθρώπων και είχαν την άνωθεν κλήση και αποστολή. Αυτά σημαίνουν ότι η αυθεντία των Αποστόλων, κατά τη δράση τους στην Εκκλησία, στηριζόταν στον ίδιο τον Θεό. Έτσι συνέχισαν το έργο του Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκώς από πόλη σε πόλη και χειροτονούσαν πρεσβυτέρους και επισκόπους ως κατάλληλους διαδόχους.
Αυτοί οι δώδεκα Αποστόλους υπήρξαν οι
φωστήρες του κόσμου, οι κήρυκες της
ευσέβειας και οι καταλύτες της πλάνης και
της ειδωλολατρίας.
Ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων.
Ο Πέτρος είναι ο κορυφαίος των Αποστόλων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου και υιός του Ίωνα από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ο Κύριος και τον ονόμασε Πέτρο, γιατί η πίστη του ήταν δυνατή σαν πέτρα, πάνω στην οποία θα οικοδομούσε την Εκκλησία Του (Ματ. 16, 17-18).
Κήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία και στην Αντιόχεια, ακολούθως στη Μικρά Ασία και κατέληξε στη Ρώμη. Επειδή εκεί νίκησε με υπερφυσικό τρόπο το μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τα πόδια και κάτω το κεφάλι), όπως ο ίδιος το ζήτησε και έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξύ των ετών 66 και 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησία του Χριστού.
Ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο
αδελφός του Πέτρου.
Υπήρξε ενωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου
του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να
ακολουθήσει τον Ιησού. Ο Ανδρέας προσέλκυσε
και τον αδελφό του. Θεωρείται ιδρυτής της
Εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια
μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας και
Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης και
Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα. Στην
Πάτρα ενήργησε πολλά θαύματα και επειδή
πολλοί πίστεψαν στον Χριστό ο Ανθύπατος της
πόλεως Αιγεάτης κάρφωσε τον Απόστολο του
Χριστού σε ένα Σταυρό ανάποδα κι εκεί
παρέδωσε το πνεύμα του.
Ο Ιάκωβος του Ζεβεδαίου,
αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου και
Ευαγγελιστού.
Είναι ο τρίτος της τριάδος Απόστολος, τον
όποιον ό Κύριος έπαιρνε μαζί με τον Πέτρο
και τον Ιωάννη ιδιαιτέρως στις προσευχές,
αλλά και στη Μεταμόρφωση Του. Κήρυξε το
Ευαγγέλιο σ' ολόκληρη την Ιουδαία. Ό Ηρώδης
όμως ο Αγρίππας για την πολλή παρρησία πού
είχε, τον θανάτωσε με μαχαίρι το 44 μ.Χ. και
έτσι έγινε ο δεύτερος μάρτυρας της πίστεως
μας μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43
μ.Χ.).
Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής
και Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου.
Είναι ο Απόστολος πού αγαπήθηκε πιο πολύ από
τον Ιησού. Ο Ιωάννης έχει λάβει τα
περισσότερα επίθετα: Απόστολος,
Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης,
Αγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος,
Βοανεργές (υιός της Βροντής).
Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία.
Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων
προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε
στην Έφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95
χρονών). Νωρίτερα μας άφησε το Ευαγγέλιο
του, τρεις Καθολικές επιστολές και την
Αποκάλυψη.
Ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά
της Γαλιλαίας.
Υπήρξε φίλος με το Ναθαναήλ και αυτός μίλησε
στο φίλο του για τον Ιησού. Κήρυξε το
Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία και Μυσία)
και στην Ιεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο
(Ναθαναήλ) και την αδελφή του Μαριάμνη.
Μαρτύρησε τρυπημένος στους αστραγάλους και
καρφωμένος σ' ένα ξύλο στην Ιεράπολη.
Ο Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.
Όταν ο φίλος του Φίλιππος του είπε για τον
Ιησού ο Κύριος τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδέ
αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ιω.
1,48). Κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι
οποίοι ονομάζονταν Ευδαίμονες και τους
παρέδωσε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Από
τους απίστους όμως σταυρώθηκε στην
Ουρανούπολη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του και
έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Θωμάς πού λεγόταν και
Δίδυμος.
Είναι ο Μαθητής που έδειξε απιστία στην
Ανάσταση του Κυρίου. Κήρυξε το Ευαγγέλιο του
Χριστού στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες και
Ινδούς. Στην Ινδία επειδή ο Θωμάς βάπτισε
τον γιό του βασιλιά κάποιας φυλής, τον
φυλάκισε και τελικά τον καταδίκασε σε
θάνατο. Οι στρατιώτες τον κατατρύπησαν με
τις λόγχες τους.
Ο Ματθαίος ο Τελώνης.
Μετά το μεγάλο δείπνο πού προσέφερε στον
Ιησού τον ακολούθησε και έγινε Απόστολος και
Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε
στην Αραμαϊκή γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την
Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα
Ελληνικά. Είναι αδελφός με τον Ιάκωβο του
Αλφαίου.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους και Μήδους
στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από
πολλά θαύματα πού έκανε σ' αυτούς. Τελικά
θανατώθηκε από τους άπιστους δια πυράς.
Ο Ιάκωβος ο υιός του
Αλφαίου.
Αδελφός του Λευί δηλ. του Ματθαίου. Λέγεται
και Ιάκωβος ο μικρός, προς διάκριση από τον
Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου,
αλλά και προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον
Αδελφόθεο. Ο τόπος στον όποιο κήρυξε ο
Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος.
Αναγράφεται ότι κήρυξε στα έθνη και
ονομάστηκε σπέρμα θειο. Κηρύττοντας και
ελέγχοντας τους απαίδευτους λαούς κρεμάστηκε
σε σταυρό και έτσι παρέδωσε την ψυχή του
στον Θεό.
Ο Σίμων ο Κανανίτης
ή ο Ζηλωτής.
Ο Σίμων από την Κανά της Γαλιλαίας.
Ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών (πού στα
Αραμαϊκά ο ζηλωτής λέγεται Κanana
και με Ελληνική κατάληξη Κανανίτης =
Ζηλωτής) και διατήρησε την ονομασία του αυτή
και ως Απόστολος.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη
Μαυριτανία και γενικά στην Αφρική. Τελικά
μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο.
Ο Ιούδας του Ιακώβου,
αλλιώς Λεββαίος ή Θαδδαίος.
Ο Ιούδας αυτός είναι αδελφός με τον Ιάκωβο
τον Αδελφόθεο και επομένως υιός του Ιωσήφ
του μνήστορος. Άρα είναι "αδελφός" του
Κυρίου. Λεββαίος σημαίνει θαρραλέος και
Θαδδαίος (στα Αραμαϊκά) σημαίνει μεγάθυμος,
μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφέας της Καθολικής
επιστολής Ιούδα.
Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία και
φώτισε τα έθνη στη χώρα αυτή. Πήγε και στην
Έδεσσα. Τελικά τον κρεμάσανε και τον
θανατώσανε με εκτοξευόμενα βέλη.
Ο Ματθίας, στη θέση του
προδότη Ιούδα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι,
επέλεξαν δύο, τον Ματθία και τον Ιούστο, ως
τους καταλληλότερους από τους εβδομήκοντα
Αποστόλους. Στη συνέχεια έβαλαν κλήρο και
κατόπιν προσευχής ο κλήρος έπεσε στον
Ματθία. Κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην
Αιθιοπία και αφού υπέμεινε πολλά
βασανιστήρια από τους απίστους παρέδωσε την
ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Οι δώδεκα Απόστολοι και οι ανήκοντες στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα, μαζί με τις σεπτές Μυροφόρες και πιστές ακόλουθες του Κυρίου, πού ήσαν εκατόν είκοσι (120) στον αριθμό (Πράξ. 1,15), δεν βαπτίστηκαν με το βάπτισμα δι' ύδατος, αλλά βαπτίστηκαν την ήμερα της Πεντηκοστής "εν Πνεύματι Αγίω".
Πρώτον γιατί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει φανερά ότι ο Ιησούς δεν βάπτιζε (Ιω. 4,2) και δεύτερον γιατί ο Πρόδρομος κήρυξε λέγοντας για τον Κύριο: "Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Άγίω καί πυρί" (Λουκ. 3,16). Ο ίδιος ο Ιησούς το βεβαίωσε λέγοντας: "Ιωάννης μεν έβάπτισε ύδατι, ύμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Άγίω ου μετά πολλας ταύτας ημέρας" (Πράξ. 1,5). Η υπόσχεση αυτή του Κυρίου πραγματοποιήθηκε την ήμερα της Πεντηκοστής. Γι' αυτό δεν χρειάστηκαν άλλο βάπτισμα.
Οι Απόστολοι του Χρίστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες της πνευματικής ζωής. Η Εκκλησία μας εορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους στις 30 Ιουνίου. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε και μείς χρέος οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου.