ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ |
ΑΓΙΟΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ |
Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα οι Μάρτυρες
Οι Άγιοι
Τιμόθεος και Μαύρα, γεννήθηκαν στη κωμόπολη Παναπέα στην Θηβαΐδα της
Αιγύπτου. Ο Τιμόθεος ήταν αναγνώστης και κήρυκας του Ευαγγελίου στην
Εκκλησία των Παναπέων και εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με θερμότατο
ζήλο και θαυμαστά αποτελέσματα.
Το γεγονός αυτό προξενούσε ζηλοφθονία
στους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τελικώς τον κατήγγειλαν στον αδίστακτο
ειδωλολάτρη έπαρχο Αρριανό, είκοσι μόλις μέρες μετά τον γάμο του με την Αγία
Μαύρα. Ο Αρριανός κάλεσε τον Τιμόθεο να παραδώσει τα ιερά βιβλία του στην
πυρά. Ο Τιμόθεος αρνήθηκε με παρρησία να καταστρέψει τα βιβλία του, λέγοντας
στον έπαρχο ότι τα θεωρεί ως ιερά πνευματικά του όπλα και εφόδια. Οργισμένος
ο Αρριανός υπέβαλε τον άγιο σε διάφορα βασανιστήρια, τα οποία ο Τιμόθεος
υπέμεινε με παροιμιώδη υπομονή.
Μετά από
εννιά μέρες παρέδωσαν και οι δύο την ψυχή τους στον Κύριο και έτσι το Άγιο
ζεύγος συγκαταλέχθηκε στην ιερώνυμη φάλαγγα των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ |
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος. Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε. Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ. Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον. Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ πανθαύμαστε ξυνωρὶς, πανσέβαστον ζεῦγος, γενναιότατοι Ἀθληταί·
Τιμόθεε Μάρτυς, σὺ τῇ σεπτῇ συνάθλῳ Μαύρᾳ τῇ στεῤῥοτάτῃ, ἡμῶν τὸ καύχημα. Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες
γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα κατηξιώθητε. Έτερον Μεγαλυνάριον
Ζεῦγος ἁγιόλεκτον τοῦ Χριστοῦ, ξυνωρίς ἁγία ἡ κηρύξασα τόν Χριστόν, Τιμόθεε
μάρτυς, ἅμα τῇ λαμπρᾷ Μαύρᾳ, συγχώρησιν πταισμάτων ἡμῖν αἰτήσασθε. Ὁ Οἶκος Τὴν δυάδα Χριστοῦ ἀνυμνήσωμεν ὦ φιλέορτοι, τὸ θανεῖν γὰρ ὑπὲρ τὸ ζῇν διὰ Χριστὸν ἡρετίσαντο οἱ μακάριοι· τυράννων ἀπειλὰς μὴ πτοηθέντες, πυρὸς ὀδύνην, ἄρσεις τροχῶν, καὶ λεβήτων βράσματα ἀνδρικῶς καθυπέμειναν. Καὶ γενναίως τοῖς βασάνοις προσκαρτεροῦντες, συμφώνως τοῖς ἀνόμοις κατὰ Παῦλον ἔλεγον: Τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης;Οὐ θλίψις, οὐ στενοχωρία, οὐκ ὀδύνη, ἀλλ’οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος· διὸ σταυροῦσιν ἐπὶ ξύλου Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα Τιμόθεον ἔνδοξον
|
|