ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

 

Η αποστολή των εβδομήντα μαθητών

Λουκ. 10,1         Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι.

Λουκ. 10,1                 Μετά ταύτα ανέδειξε ο Κυριος και άλλους εβδομήκοντα μαθητάς και τους έστειλε δύο-δύο μαζή, να μεταβούν ενωρίτερα από αυτόν εις κάθε πόλιν και τόπον, όπου επρόκειτο και αυτός να έλθη.

Λουκ. 10,2         ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.

Λουκ. 10,2                Ελεγε δε εις αυτούς· “ο μεν θερισμός είναι πολύς, οι δε εργάται ολίγοι.(Πολλοί δηλαδή είναι εκείνοι, που έχουν την αγαθή διάθεσιν να ακούσουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ολίγοι όμως είναι οι εργάται του Ευαγγελίου). Παρακαλέσατε, λοιπόν, τον Κυριον του θερισμού, τον Θεόν, να στείλη εργάτας στον θερισμόν του.

Λουκ. 10,3         ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων.

Λουκ. 10,3                 Σεις πηγαίνετε τώρα ως εργάται του Ευαγγελίου. Θα συναντήσετε όμως δυσκολίας και εμπόδια. Ιδού εγώ σας στέλνω ως αρνία ανάμεσα εις λύκους.

Λουκ. 10,4         μὴ βαστάζετε βαλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε.

Λουκ. 10,4                Μη κρατείτε επάνω σας βαλάντιον, ούτε ταξιδιωτικόν σακκίδιο ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε· και στον δρόμον να μη σταθήτε να χαιρετήσετε κανένα με τους μακρούς χαιρετισμούς, που συνηθίζουν οι Εβραίοι.

Λουκ. 10,5         εἰς ἣν δ᾿ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.

Λουκ. 10,5                 Εις όποιο δε σπίτι εισέρχεσθε, πρώτα-πρώτα να λέτε· Ας έλθη η ειρήνη του Θεού εις όλον αυτόν τον οίκον.

Λουκ. 10,6         καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπανακάμψει.

Λουκ. 10,6                Και αν μεν υπάρχη εκεί άνθρωπος ειρηνικός και αγαθός, θα μείνη εις αυτόν η ειρήνη που ευχηθήκατε, ει δ' άλλως θα γυρίση πάλιν εις σας και θα απολαύσετε σεις την ειρήνην, που ευχηθήκατε.

Λουκ. 10,7         ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾿ αὐτῶν· ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι· μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν.

Λουκ. 10,7                 Εις το σπίτι δε που εμπήκατε και σας εδέχθησαν, εκεί να μένετε και με πάσαν απλότητα να τρώγετε και να πίνετε αυτά, που σας προσφέρουν. Διότι σεις είσθε πνευματικοί εργάται και είναι δίκαιον ως μισθόν της εργασίας σας να λαμβάνετε τουλάχιστον την τροφήν σας. Διότι ο εργάτης είναι δίκαιον να παίρνη τον μισθόν του. Μη πηγαίνετε δε από το ένα σπίτι στο άλλο (δια να μη δώσετε την εντύπωσιν, ότι με την συνεχή αυτήν αλλαγήν επιδιώκετε περισσοτέρας περιποιήσεις).

Λουκ. 10,8         καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν,

Λουκ. 10,8                Εις όποιαν πόλιν πηγαίνετε και σας δέχονται οι κάτοικοι, να τρώγετε αυτά που σας παραθέτουν, χωρίς να ζητήτε τίποτε το ιδιαίτερον και καλύτερον.

Λουκ. 10,9         καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Λουκ. 10,9                Να θεραπεύετε τους ασθενείς, που υπάρχουν εις την πόλιν αυτήν και να λέγετε εις αυτούς· Εχει πλησιάσει πλέον εις σας η βασιλεία του Θεού, την οποίαν ο Μεσσίας, που ήλθε, θα ιδρύση εις την οικουμένην.

Λουκ. 10,10        εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε·

Λουκ. 10,10               Εις οποίαν όμως πόλιν εισέρχεσθε και δεν σας δέχονται, εβγάτε εις τας πλατείας της και πέστε στον κόσμον, που θα είναι εκεί συγκεντρωμένος·

Λουκ. 10,11        καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Λουκ. 10,11               Και την σκόνη που έχει κολλήσει εις τα πόδια μας από την πόλιν αυτήν, την τινάσσομεν και σας την αφίνομεν. (Εφ' όσον δεν μας εδεχθήκατε, τίποτε απολύτως δεν θέλομεν να έχωμεν από σας) αλλά μάθετε τούτο, ότι η βασιλεία του Θεού έφθασε και αλλοίμονον εις εκείνους, που δεν την δέχονται.

Λουκ. 10,12        λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.

Λουκ. 10,12               Σας λέγω δε τούτο, ότι κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως, περισσότερον υποφερτή θα είναι η τιμωρία των Σοδόμων από την τιμωρίαν της πόλεως εκείνης.

 

Ο Κύριος προλέγει την τιμωρία των αμετανόητων πόλεων

(Μτ 11,20-24)

Λουκ. 10,13        οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν.

Λουκ. 10,13               Αλλοίμονό σου, Χοραζίν, αλλοίμονό σου, Βηθσαϊδά! Διότι, εάν εις τας ειδωλολατρικάς και αμαρτωλάς πόλεις Τύρον και Σιδώνα, είχαν γίνει τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, θα είχαν προ πολλού οι κάτοικοί τους μετανοήσει και εις εκδήλωσιν της μετανείας των θα είχαν καθίσει καταγής και θα φορούσαν αντί ενδύματος σάκκον και θα είχαν αντί μύρου στο κεφάλι των στάκτην.

Λουκ. 10,14        πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν.

Λουκ. 10,14               Αλλά θα είναι περισσότερον υποφερτή η θέσις της Τυρου και Σιδώνος και ελαφροτέρα η τιμωρία που θα τους επιβληθή κατά την ημέραν της κρίσεως παρά εις σας.

Λουκ. 10,15        καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ.

Λουκ. 10,15               Και συ, Καπερναούμ, που εδοξάσθης και υψώθηκες έως τον ουρανόν, εκ του γεγονότος ότι υπήρξες κατοικία του Μεσσίου και αξιώθηκες να απολαύσης τόσα και τόσα θαύματα, θα καταπέσης βαθειά στον Αδην.

Λουκ. 10,16        Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με.

Λουκ. 10,16               Εκείνος που υπακούει εις σας, υπακούει εις εμέ και εκείνος που παρακούει σας, παρακούει εμέ· εκείνος δε που παρακούει εμέ, παρακούει τον Θεόν, που με έστειλε σωτήρα στον κόσμον”.

 

Η επιστροφή των εβδομήντα μαθητών

Λουκ. 10,17        Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου.

Λουκ. 10,17               Εγύρισαν από την περιοδείαν των οι εβδομήκοντα με χαράν μεγάλην και έλεγαν· “Κυριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται εις ημάς, μόλις επικαλεσθούμε το όνομά σου”.

Λουκ. 10,18        Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.

Λουκ. 10,18               Είπε δε εις αυτούς· “από τότε που ήρχισα το έργον μου έβλαπα τον σατανάν να απογυμνώνεται από την τυραννικήν του εξουσίαν και να κρυμνίζεται συντετριμμένος με ταχύτητα αστραπής από τα ύψη της κυριαρχίας του.

Λουκ. 10,19        ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.

Λουκ. 10,19               Ιδού εγώ τώρα σας δίδω την εξουσίαν να πατήτε επάνω εις φίδια και σκορπιούς, να ποδοπατήτε και να εξουθενώνετε όλην την δύναμιν του εχθρού, δηλαδή του διαβόλου, και τίποτε από όσα αυτός ενάντιον σας πανουργεύεται και εφευρίσκει δεν θα σας αδικήση η βλάψη.

Λουκ. 10,20        πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Λουκ. 10,20              Πλην, μη χαίρετε στούτο μόνον, στο ότι δηλαδή και τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται εις σας, κυρίως πρέπει να χαίρετε και να ευφραίνεσθε, διότι τα ονόματα σας έχουν γραφή στους ουρανούς, εις την βασιλείαν του Θεού”.

 

Ο Ιησούς απευθύνεται στον Πατέρα γεμάτος αγαλλίαση

Λουκ. 10,21        Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.

Λουκ. 10,21               Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε· “Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου”.

Λουκ. 10,22        καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.

Λουκ. 10,22              Και αφού εστράφη προς τους μαθητάς είπε· “όλα μου έχουν παραδοθή από τον Πατέρα μου. Επήρα και ως άνθρωπος από αυτόν κάθε εξουσίαν. Επειδή δε είμαι και Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς και τελείως ποίος είναι ο Υιός, παρά μόνον ο Πατήρ. Και κανείς δεν γνωρίζει πλήρως και τελείως τον Πατέρα, παρά μόνον ο Υιός, εν μέρει δε τον γνωρίζει και εκείνος, στον οποίον ο Υιός ήθελε τον αποκαλύψει”.

Λουκ. 10,23        Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν εἶπε· μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε.

Λουκ. 10,23              Και εστράφη τότε προς τους μαθητάς και τους είπε ιδιαιτέρως· “Τρισευτυχισμένα τα μάτια σας που βλέπουν αυτά τα οποία βλέπετε.

Λουκ. 10,24        λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.

Λουκ. 10,24              Σας διαβεβαιώνω, ότι πολλοί προφήται και βασιλείς ηθέλησαν να ιδούν αυτά, που σεις βλέπετε, και δεν είδαν και να ακούσουν αυτά, που ακούτε, και δεν ήκουσαν”.

 

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη 

Λουκ. 10,25        Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;

Λουκ. 10,25              Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;”

Λουκ. 10,26        ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;

Λουκ. 10,26              Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;”

Λουκ. 10,27        ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·

Λουκ. 10,27              Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”.

Λουκ. 10,28        εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.

Λουκ. 10,28              Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”.

Λουκ. 10,29        ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;

Λουκ. 10,29              Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;”

Λουκ. 10,30        ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.

Λουκ. 10,30              Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον.

Λουκ. 10,31        κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.

Λουκ. 10,31               Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν.

Λουκ. 10,32        ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.

Λουκ. 10,32              Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος.

Λουκ. 10,33        Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,

Λουκ. 10,33              Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε.

Λουκ. 10,34        καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·

Λουκ. 10,34              Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος.

Λουκ. 10,35        καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.

Λουκ. 10,35              Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος.

Λουκ. 10,36        τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;

Λουκ. 10,36              Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;”

Λουκ. 10,37        ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Λουκ. 10,37              Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).

 

Ο Κύριος επισκέπτεται τη Μάρθα και τη Μαρία 

Λουκ. 10,38        Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.

Λουκ. 10,38              Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθητάς του επήγαιναν προς την Ιερουσαλήμ, εμπήκε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναίκα, ονόματι Μαρθα, τον υπεδέχθη στο σπίτι της.

Λουκ. 10,39        καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.

Λουκ. 10,39              Είχε δε αυτή και αδελφήν, ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθισε κοντά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδασκαλίαν του.

Λουκ. 10,40        ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.

Λουκ. 10,40              Η δε Μαρθα, από την μεγάλην της επιθυμίαν και προθυμίαν να περιποιηθή αξίως τον διδάσκαλον, απερροφάτο από τας πολλάς ασχολίας. Εις κάποιαν στιγμήν εστάθη κοντά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με αφήκε μονήν να ετοιμάσω τα του φαγητού δια σε και τους μαθητάς σου; Πες της λοιπόν να με βοηθήση”.

Λουκ. 10,41        ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·

Λουκ. 10,41               Απήντησε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρθα, Μαρθα, εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης πολλά.

Λουκ. 10,42        ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.

Λουκ. 10,42              Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι”.