ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
ΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΑΙΔΟ |
Το καλογερόπαιδο
Σουρουπωνε πισω απο τα βουνα, περα στις αλυκες. Τα χρονια, ηταν του Μεσοπολεμου. Ειρηνη μεθορια, ακριβοπληρωμενη με αιμα και ρογχο θανατου, ακαταμετρητο. Ξαποστασαν για λιγο οι αγγελοι να μαζευουν τις ψυχες. Πηγαν να πιουν νερο του Παραδεισου. Και αυτοι διψουν.. Την σωτηρια μας. Αλλα δεν ειναι στο χερι τους, παρα μονο στο σακατεμενο δικο μας. Μεχρι την επομενη, καθως παντα θα υπαρχει επομενη, πληρωμη στον αλαστορα εχθρο, στον εγωϊσμο και το αδικο, η ανθρωποτητα ησυχαζε προσκαιρα, και μετεωριζοταν ανεμελη αναμεσα στο πολυ και το λιγο, το αναγκαιο και το περιττο, το ανοητο και το ουσιωδες. Οι εργατες του αλατιου, κατακοποι, καθως εργαζονταν απο ανατολης εως εσπερας, σχηματιζαν μια σεπτη και βουβη πομπη με αδειες τσεπες, σκισμενα παντελονια, αγονο βλεμμα, και ολοτελα ξαλμυρισμενες ελπιδες. Καταδικοι της ζωης, θυματα αρχαιων βουλων, της πονηριας, του ξεπεσμου, και του συμφεροντος. Το καυτο ηλιοστεφανο, ειχε δωσει την θεση του, σε ενα ονειρεμενο απογευμα, που κοκκινιζε τα παντα, με το αλικο σημαδι της αναχωρησης του, για την αλλη πλευρα του κοσμου. Μουρμουρες, και στεναγμοι, συμπλεκονταν, καθως αλλοι δοξολογουσαν τον Θεον, που βγηκε παλι το ψωμι, αλλοι δε παλι βλαστημουσαν, ταχα για την κακη τους τυχη, που τους εφερε στα λιγα και στα χαμηλα. Το παιδι αργοσερνε τα πρησμενα ποδια του, μαυρο και ξερακιανο απο την καψα της ημερας, ακουγε τα λογια των μεγαλων, με μισοκλειστα ματια, απο τον κοπο, χωρις να εχει το κουραγιο να τα ζυγισει, να τα προσλαβει μεσα του. Ενας μονο, μυχιος ποθος το σιγοφερνε, και το δυναμωνε μυστικα, του εδινε ζωη επανω στην ζωη, νεες αναπνοες πανω στην κουρασμενη βραχνη αλυσιδα των ξεπνοων δικων του. Μεσα απο τα λιοδεντρα, τα αμπελια, το πρασινο και το αγριο, τους λοφους και τα ασπρα σπιτια, εφθανε η πομπη να διαλυθει στο χωριο, να ξαποστασει η καθε μεροκαματιαρα ψυχη του Θεου, στο κονακι της, να δει τα ματια τα αγαπημενα, να ανταλλαξει ενα λογο παραμυθητικο, λογο οικειο. Ετσι και το παιδι, φθανοντας στο πατρογονικο χαμοσπιτο, πετωντας σαν καιομενο κουκουναρι, μια πνιχτη καλησπερα στην Μανα του, που δεν πηγαινε κι’αυτη πισω σε κοπο, απο ξημερωμα σε ξημερωμα, ανυσταχτη, αϋπνη, σωστη και πονεμενη μυροφορα του μοχθου, μπηκε βιαστικα στο μικρο του δωματιο. Φωναζε η Μανα: “το φαϊ, να σε δω, να.. ” Στρωμενο το τραπεζι, ολα ετοιμα, αλλα.. Την προσπερασε. Εκλεισε την πορτα. Κοιταξε εκστατικο τα εικονισματα. Το μικρο πηλινο κανδηλακι που εκαιγε υπ’ευθυνη του. Διακονημα ιερο, και ακαταπαυστο, το ειχε υποσχεθει στην υπεραγαπημενη του Θεοτοκο. Αγια γαληνη, ειρηνη και θαλπωρη τον γεμισαν, με πλησμονη η ψυχη του, αναστεναξε. Σαν να επαιρνε “Καιρο”, οπως κανουν οι Ιερεις λιγο πριν μπουν να λειτουργησουν, περασε ψιθυριζοντας ευχες και με μετανοιες μπροστα απο καθε εικονισμα. “Η Παναγια μου ζεσταινεται”, σκεφτηκε απο την φωτιτσα που της αφιερωνω. Την εχει παγωσει νοερα, αληθεια, ο κοσμος με τα καμωματα του, τα κολασμενα, και ας ειναι κατακαλοκαιρο εξω. Δεν ειχε ομως κρατησει πικρα, για τον κοσμο. Κι ας του ειχαν κοψει τον δρομο για να τον γνωρισει. Να μαθει. Να ζησει. Η φτωχεια προσταζε να τον κοψουν απο το σχολειο, και να παει στο μεροδουλι με τον πατερα του. Εκανε μικρη προσευχη. Εφαγε ελαχιστο φαγητο. Ντυθηκε παλι τα μαυρα ρουχα, και εκανε να φυγει. “Παλι εκει θα πας;” Τον ρωτησε η Μανα. Τωρα ηταν αλλιως, φανερωμενη. Κραταια μορφη, μια γερασμενη πριν την ωρα της, αλλα αυστηρη αφεντρα του αναστημενου με δακρυ και πονο σπλαχνου της, μονη τωρα αυτη στεκοταν, εμποδιο μπροστα του, καθως ο Πατερας ειχε αποκαμει εντελως, και ηταν ηδη εν υπνωσει αχρι καιρου, αναποδραστα θα ασκουσε αυτη, την δικαια βασιλικη γονικη εξουσια στο σπιτι, που της ειχε παραχωρηθει. “Τι σου λεει καθε μερα; Τι σε δασκαλευει; Δεν ειναι τοπος για σενα, εκει, ουτε θα σε ωφελησει σε τιποτα. Αυτα ειναι χαμενα πραγματα, λογια, μονο λογια, και την κοιλια δεν την χορταινουν, ουτε μεγαλωνουν παιδια και οικογενεια. Δεν θα γινεις ουτε Παπας, ουτε Καλογερος τ’ακους; Τ’ακους; Δεν θα σου περασει! Αλλοιμονο σου! Ξεχνα το!! Η δουλεια, το σπιτι, και αυτα που.. Μονο αυτα θα σε ωφελησουν. Εδω ειναι η ζωη και ο θανατος. Ολα εδω ειναι..” Δακρυσε. Κυλησε το καυτο ποταμι της απελπισιας, καθως ηξερε οτι τα λογια της, ελιωναν σαν το αλατι στην καυτη σουπα της ληθης, και της αυξανομενης αγαπης του μικρου για τα ιερα και τα ξενα του κοσμου πραγματα. Ποιος να τα βαλει με την ιερατικη κλιση, και του Θεου την κληση; Ανισχυρος ο λογος, μπρος στου Θεου τον ποθο. Η Μανα μεσα στο φαινομενικο απογειο της ισχυος της, εφθανε να λυγισει. Στο παιδι τα ελεγε, αλλα αυτη τα ακουγε. Αλλιως τα ειχε ονειρευτει, σαν εκανε να ανοιξει τα φτερα της, κι αυτη για την ζωη. Αλλα αλλιως ηρθανε. Σπασανε τα φτερα της, εσπασε μαζι και η πρωτη αντοχη και η υπομονη της. Δεν ειχε σημασια ποιος εφταιγε, οι εποχες, τα χρονια, οι καιροι, η ταχα αφεντρα “μοιρα” που πλανεμενα πολλοι την πιστευουν, για αληθινη βασιλισσα, αλλα δεν ειναι παρα μονο απατη των πνευματων της πονηριας, ο ενας ο αλλος, οι αρχες και οι εξουσιες, ο κοσμος, και παει λεγοντας. Σημασια εχει να μπορει καποιος να ανεβει πανω στον Σταυρο θαρρετα και με φρονημα ανδρειας, να παρει την πικρα, να την κανει προσευχη, κι οτι δεν μπορει να κανει ως ανθρωπος, να το νιωσει, και να τα ακουμπησει ολα, ταπεινα και ειλικρινα στα τρυπημενα ποδια του Εσφαγμενου Αρνιου, και ας αγνοει προσκαιρα ποιος τον εστησε και ποιος τον ανεβαζει εκει, να παψει να μενει, να μοιρολογα απο κατω τον εαυτο του χωρις διεξοδο και ελπιδα, μονο να εχει κατα νου του, και στο βλεμμα εμπρος του, την Ανασταση, μακρια απο τον αδη των λογισμων του, και των ανεκπληρωτων ποθων του. Ματαια φωναζε πια η Μανα.. Ειχε ηδη φυγει το παιδι, διαβαινε γοργα τον δρομο, τον ανηφορικο, και καθως ξεμακραινε απο το χωριο, μεσα στο μισοσκοταδο, γυρισε με καποια ενοχη, ενα μικρο δισταγμο για την πικρα της Μανας, που εβλεπε το λογο της να πηγαινει χαμενος. Δεν καταλαβαινει σκεφτηκε, αλλα εγω την αγαπω, και την πονω. Λιγο αργοτερα ηταν ηδη καθισμενο καταχαμα, μεσα στο ασκητικο κελλακι, του “παραξενου” Γεροντα. Ολο το χωριο απο τοτε που ειχε ερθει, εδω και λιγους μηνες, να ασκησει προσωρινα καθηκοντα Εφημεριου, μιας και ο Παπας τους συγχωρεθηκε αναπαντεχα, ενα πρωϊ, τον κρυφοσχολιαζε, γιατι δεν εμοιαζε αυτος ως ενας συνηθισμενος Παπας, δεν συναναστρεφονταν, δεν ερχοταν στο καφενειο, δεν εμενε στα πανηγυρια, δεν ζουσε μαζι τους, αλλα ξεγλιστραγε μολις τελειωνε τις ακολουθιες, στην απομακρη χαμοκελλα του, μακρια απο ολους και ολα. “Γεροντα, δεν ειναι οτι η Μανα μου, δεν πιστευει, δεν ειναι σαν αυτους που λενε δεν υπαρχει Θεος.. Αλλα, ξερεις.. ειναι που ολα τα εχει θαψει εδω, μεσα σε αυτον τον κοσμο, και εχει μπασει και τον Ακτιστο Θεο μεσα. Σαν την θεογονια των αρχαιων, που με διδαξες, ολα ενδοκοσμικα, ολα κτιστα, και πεπερασμενα. ” Δεν εχει αναφορα, και σκοπο ζωης, τον Θεο.. ” Χαμηλωσε το βλεμμα, καθως φοβοταν οτι ειχε πεσει ηδη σε κατακριση. “Ακουσε παιδι μου, αγαπημενο, παιδι του Θεου,” ξεκινησε να απαντησει, ο γερων Ιερομοναχος, καταλευκος πια, ομως ευθυτενης, με ματια γερακιου και καρδια περιστεριου, ετσι ειχε ολολευκο το χρωμα και γερα τα φτερα του νου και της καρδιας του. Μην ζητας απο τους ανθρωπους, αυτο που δεν εχουν να σου δωσουν. Ουτε ο Θεος το κανει. Πρωτα σπειρε, φυτεψε, καλλιεργησε, ποτισε και φροντισε με το παραδειγμα και την ζωη σου, το βιωμα και την εμπειρια σου, μα πανω απο ολα την προσευχη σου, και τοτε σαν δεις τα πρωτα φυλλαρακια, να πρασινιζουν, να αναθαλλουν στο φως του ηλιου, τοτε να χαρεις, και να πεις: Κατι εκαναν τα λογια, κατι εκαναν οι προσευχες μου, μα ολα στ’αληθεια τα εκανε ο Θεος. Αλλα προσπαθησε εως τοτε, να μην απαξιωνεις κανενα, ουτε κρυφα μεσα στον λογισμο σου. Αλλιως κρινει ο Θεος, κι ολοτελα αλλιως, εμεις. Εμεις παντα αστοχουμε και τραυματιζουμε απονα και αδικα. Αυτος μονο κεντρο καρδια χτυπα και σωζει φιλανθρωπα και πατρικα. Ελα παιδι του Χριστου, να κανουμε τον κανονα. Οπως καθε βραδυ Αποδειπνο και χαιρετισμους. Αλλα σημερα θα πουμε και μια παρακληση, εαν ειναι ευλογημενο, στην Παναγια μας, να φωτισει, να δωσει δυναμη στους γονιους σου, να μαλακωσουν.” Το παιδι αναφωνησε, με εναν ξεπνοο λυγμο, με βλεμμα αναχωρητικο απο τις χαρες του κοσμου, και με επιμονη που ζηταγε να ανακουφιστει σαν τον ατμο που ασφυκτια μεσα στην χυτρα: “Εγω θα γινω Καλογερος, γεροντα, θα γινω Ιερεας και Μοναχος σαν και του λογου σου, και ξερεις; το εχω ταξει στην Παναγια! Μυστικα και οριστικα της το υποσχεθηκα, στην χαρη Της. Απο σενα θελω να με διδαξεις, και να με βοηθησεις να με στερεωσεις με την ευχη σου, να αξιωθω να φορεσω το Μεγα Σχημα τ’ουρανου και των αγγελων, με του Χριστου την χαρη.” Να ειναι ευλογημενο παιδι μου, θα το παλεψουμε μαζι, και οτι ειναι το θελημα Του, ας γινει, ανταπαντησε με μια κρυφη χαρα ο γερων ασκητης, για τον θειο ερωτα του παιδιου, που δεν ηταν παρα ενα μικρο αδυναμο καλαμι, μπρος στους εναντιους και θυελλωδεις ανεμους της νιοτης και του κοσμου, αλλα οχι μονο δεν σαρωνοταν, οχι μονο δεν λυγιζε, αλλα αντιθετα μερα με την ημερα δυναμωνε και ορθωνοταν, αλυγιστο και κραταιο, ενδυναμωμενο μυστικα απο την παντοκρατορικη προγνωστικη Χαρη του Κυριου του συμπαντος. “Ελα. Ελα τωρα να προσευχηθουμε, και να πουμε τα γραμματα τα αγια, να κανουμε και λογο πατερικο, και λιγο τις γραφες τις Αγιες, και να πας να ξαποστασεις, σπιτι σου, και να ξημερωσει ο Κυριος, μια ακομα μερα, μια μερα πιο κοντα στον ποθο της καρδιας σου, στην πληρωση των οσιων ονειρων σου.. ” Μετα τον κανονα, θα ελεγαν τα “λογια”, τα αγια και τα ευλογημενα, που περιμενε καθε βραδυ το παιδι, πως και πως, με την ιδια πεινα και διψα του παλιου ευσεβους Ισραηλ, οπως το μαννα εξ’ουρανου, μεσα στην ανυδρη ερημο, οπως η ξεραμενη γη, που προσμενει την βροχη, να την αναστησει και να την κανει παλι γονιμη και καρποφορα. Εβαλε ο γεροντας Ιερομοναχος, το: “Ευλογητος ο Θεος.. ” Η ασεληνη νυχτα προχωρουσε πιασμενη απαλα απο το χερι, μαζι με την ταπεινη ακολουθια, και βαδιζαν με απαλο βημα, σαν τα λευκοντυμενα μικρα κοριτσια την Μεγαλοβδομαδα, που πανε χαμογελαστα ολο φυσικη χαρη και μεγαλοπρεπεια ιερη, λουσμενες μεσα στο ανεσπερο φως, και στολισμενες με αειζωα και ευωδη ανθη, να παρασταθουν διπλα στον Νυμφιο της καρδιας τους, στον Σολεα του Ναου. Εξω του κοσμου, γινοταν προσευχη για τον κοσμο, που ημερευε ανυποψιαστος. Παντα αγνοει ο κοσμος το καλο, που γινεται ερημην του. Και τεινει να αναμασα το κακο, που τον θελγει, και τον σαγηνευει ανερμηνευτα, σε πεισμα των φιλοσοφων των αιτιων του, τον δενει και τον τραβα, οπως οι σειρηνες τους αρχαιους θαλασσοπορους, ωστε να καθυστερησει οσο ανομα μπορει και θελει, λιγο ακομα, ισως, φευ, και για παντα, εαν το κατορθωσει, τον γυρισμο του στην αληθινη θεοπατριδα του, την Χωρα των ζωντων την Χωρα του Αχωρητου, τον Παντελεημονα, Υιο του Αθρωπου. Μετα το τρισαγιο, το παιδι ειχε ξεκινησει και διαβαζε με παθος τον Ν’ Ψαλμο, και προχωρουσε προς τα ανω με μια πνευματεμφορη ορμητικη φορα, με μια δυνατη ανωφερη θεοθελκτικη κινηση, που του χαριζοταν ανωθεν, ψαλλωντας και δοξαζοντας τω Θεω, τω Σωτηρι, του, και θαρρεις πως συμπασα, ολακερη η εφησυχαζουσα φυση κρατουσε την ανασα της, με ολα τα οργανικα και ανοργανα στοιχεια της, για να αφουγκρασθει να ενωτισθει τα ιερα λογια. Ποσα ατελειωτα χρονια, ποσες στιγμες, σε ποσα δωματια, σε ποσα κελλια, σε ποσους Ναους, σε ποσες μυριαδες μυριαδων ακολουθιες ακουγονται αυτα τα λογια; Kαι ομως παντα καινα, παντα πρωτογνωρα παντα ζωντανα. Λογια του ουρανου, λογια με ψυχη και ζωη δικη τους, που ανεβλυζε αλλομενη και κρυσταλλινη μεσα απο το χαρτι και το μελανι, λογια που σταζουν βαλσαμο στην δηλητηριασμενη υπαρξη του καθε ταλαιπωρου ανθρωπου, λογια βαθιας καρδιακης συντριβης, ειλικρινους αυτογνωσιας και σωστικης αυτοσυνειδησιας, βγαλμενα απο τα αρχεγονα χειλη του Προφητανακτος Δαϋιδ, που ειχε ζησει ειχε δει, τα μεγιστα υψη και τα βαθη, του ανθρωπινου οντος, ειχε ανεβει ως τον ουρανο, και ειχε καταπεσει ως την αβυσσο, ειχε δει την Οικονομια του Θεου να περατωνεται εν Πνευματι, περνωντας ο ιδιος μεσα απο την μαυρη γη, της αποστασιας, της δολιοτητας, της φθορας, και της αμαρτιας. Μα ηρθε παλι εις εαυτον. Ακουσε μεσα στα βαθη του, την φωνη του Θεου Πατρος. Αυτος ο ανθρωπος θα σωθει. Αυτος που θα ακουσει την Φωνη, την σβησμενη απο τα βαθη του, οσο σκοτεινα και πηχτα και εαν τα εχει καταστησει, αρκει να αφουγκραστει μονομιας αυτην την Φωνη. Και σταθηκε ορθιος, γυμνος και τετραχηλισμενος ενωπιον Θεου και ανθρωπων, φωναξε, εκεκραξε, αλλαλαζοντας, και πεφτοντας καταγης, σκιζοντας τα σωθικα του, διαλυοντας τον καλοστημενο εαυτο του, γινομενος γη και σποδος, αερικο που επεσε καταχαμα, φορεσε τα ρουχα τα τραχια της μετανοιας, και γυρισε πισω στην λησμονημενη γη της επαγγελιας. Παραδειγμα επιστροφης και υιοθεσιας εις τους αιωνες. Για τον καθενα. Αλλωστε τι ειναι οι αιωνες μπρος στην υπομονη και την μακροθυμια του Θεου; Οπως κανει να σβησει το σπιρτο, ετσι περνανε οι χιλιετιες, εμπρος απο τα αχρονα βλεμματα της Τριαδος, και των αναριθμητων αγγελικων ταξεων. Επειτα η Δοξολογια, και τα θεοπνευστα Χαιρε, στην Κυρια των Αγγελων, την Μητρα την Ηλιοσταλακτη, την μεγαλη σιωπηλη και καταδεκτικη Θεομανα. Ο Γεροντας, εβλεπε το παιδι, και ταξιδευε πισω στον χρονο της δικης του νιοτης. Αναστεναξε. Τραβουσε το κομποσχοινι, και ευχοταν να ηταν ολος ο κοσμος ενα παιδι, που προσευχοταν. Τελειωσε η ακολουθια. Η διασωζουσα εν παντι καιρω, εκ των οδυνων και θλιψεων, Παρακληση και τα κομποσχοινια. Καθισαν να φανε ενα κερασμα, εναν νερο να πιουν, να υγραθει το στεγνωμενο στομα. Στεγνωνει ο ανθρωπος οταν κραζει τον Θεον, και τον αποζητα με τον ενδιαθετο λογο, με ολη την ορμη του, με αυτο δηλαδη που του χαριστηκε αμα τη κατασκευη του, αυτο που τον ξεχωριζει απο την αλογη κτιση. Και οταν στεγνωνει η ψυχη και το σωμα, οταν οι χυμοι της φυσης υποχωρουν, και η γη της υπαρξεως ξεραινεται και σπαει, απο την αγωνια της επαφης με τον Επεκεινα του παντος Λογο, τοτε ακαταληπτα ερχεται καταβαινουσα, η θεια δροσος, η αερμων, εκ των ορεων της Σιων, απαλα και αθορυβα, ποτιζει και αρδευει την διψασμενη ανθρωπινη ολοτητα, την κανει να βλαστανει χαρη, την ανακαινιζει μυστικα και την μετασχηματιζει στο καλλος το πρωτοκτιστο, και την Εικονα του Πλαστη. Aναψαν κανα δυο κερια ακομα, για να βλεπουν και να κανουν το ταπεινο τους μαθημα. Τα μεγαλα μαυρα ματια του παιδιου, φωτισαν το προσωπο του γεροντα πιο δυνατα απο τα κερια, και το παιδικο αδολο στομα, που εσταζε ακομα λιγο γλυκο του κουταλιου, ρωτησε με πονο.. “Γεροντα, ξερεις, συνεχως με γυριζει σβουρα, με πονα και με στενευει μια σκεψη. Γιατι το κακο να θριαμβευει στον κοσμο; Γιατι το καλο ειναι τοσο αδυναμο και παντα πισωπατει; Γιατι οι καλοι να ειναι τοσο λιγοι, και oλοενα μενουν στην ακρη, στο περιθωριο, και υποφερουν, αυτοι δε που πραττουν το κακο και το υπηρετουν να ειναι στον αφρο και να εξουσιαζουν; Πριν πουμε τα λογια, των Γραφων, πες μου σε παρακαλω ποια ειναι η αληθεια για ολα αυτα;” Αναστεναξε ομοια με τον νοσταλγικο αναστεναγμο του Αδαμ, του εξορισθεντος της Εδεμ, ο Γεροντας. Ξανα και ξανα η ιδια ερωτηση, η ιδια θεοδικια, ανομη και αδικη, αυτη που συνεχως πληγωνει τον απαθη Θεο, εκουσια εκ των ολιγοπιστων, ακουσια εκ των αγνοουντων, ομως προχειρη παντα στα χειλη ολων. Ποσες και ποσες φορες την ειχε αντιμετωπισει στην πολυπειρη διακονια του ο Ιερομοναχος Πνευματικος,μα παλι, ορθωνοταν απειλητικη και επιμενουσα, τοσο επικινδυνη ωστε να κλονισει ακομα και βραχο πιστεως. Ακουσε υιε του Φωτος: “Κλεισε τα φυσικα ματια αλλα και αυτα της διανοιας σου.. Σκεψου ενα χωριο. Σαν το δικο σου. Καλη ωρα, που κοιμαται τωρα. Ενα χωριο με μια πλατεια, φωτα, και φασαρια, κοσμο που εχει μαζευτει, και εναν θιασο που εχει ερθει, απο την πολη, με χρωματα και μουσικη, κοστουμια και σκηνικα εντυπωσιακα, και φανταχτερα. Σπαει η ησυχια, η γαληνη και η τριβη της ημερας. Ολοι πανε να δουν την παρασταση. Ολη η προσοχη, και η σκεψη, ειναι εγκλωβισμενες στην σαγηνη των δρωμενων αυτου του θιασου. Κανενας δεν προσεχει τιποτα αλλο. Μονο αυτα που παιζονται και γινονται επι σκηνης. Ποσο μεγαλα ταχα και σοβαρα αληθινα φαινονται. Ποσο εμπνευσμενα και λογικα. Σκετη σοφια και αληθεια. Πληθος ειναι μπροστα απο την σκηνη, και εχει μεινει με δεος να κοιταζει, με κλεμμενη την ψυχη και το νου. Νομιζει οτι ετσι ειναι ο κοσμος, οτι εκει πανω στην φθηνη ξυλινη εξεδρα ειναι η αληθεια της ζωης. Ομως εγω θα σε παρω νοερα απο εκει, θα σε παω πισω απο την σκηνη, και το στημενο δραμα, με το φτηνο εισητηριο και το κακοψημενο καλαμποκι, μικροκαλογερε μου, αδερφε μου ακριβε εν Χριστω, και θα σε στειλω να δεις τι συμβαινει λιγο, αφου τελειωσει η παρασταση, που μαγεψε τον αμοιρο κοσμο, που παντα ψαχνει να μαγευτει και να πλανευθει, για να ψευτοζησει ταχα. Πεφτει η αυλαια. Κανει να φυγει ο κοσμος. Γρηγορα μαζεματα, αποτομες φωνες, τσακωμοι, καταρευση και αποδομηση του σκηνικου, πεταγμα των φανταχτερων κοστουμιων σε μια βρωμικη σακκουλα, σβησιμο των λαμπερων φωτων, και αποχωρηση αρον αρον, για αλλες πολιτειες και χωρια, και το υπολοιπο να ειναι μηδεν. Επειτα παλι, σε μια στιγμη του χρονου, γυρνα η πλατεια του χωριου στην προτερη ειρηνη, την ηρεμια, την γαληνη και την τριβη της. Πεφτει μια σιωπη που εξιλεωνει την υβρι. Ολα οπως πριν. Και τι εμεινε; Τιποτα. ξαφνου ολα χαθηκαν και εσβησαν και εμεινε η ειρηνη μονη της. Σε οσες ψυχες την ειχαν και πριν, τιποτα δεν αλλαξε, σε οσες αυτη ελειπε, απομακρυνθηκε ακομα πιο πολυ. Ετσι και ειναι το κακο. Ενας ψευτικος και πλανωμενος θιασος. Αυτο να εχεις παντα κατα νου. Δεν εχει αληθινη υποσταση δικη του, αλλα ψευτοζει με σοβαροφανη κοστουμια, δανεικα φωτα, μεσα σε χαρτινες σκηνες. Δεν επευλογειται και αφηνει δυσωδια και αποφορα, στο περασμα του, και οσους δουλευουν σε αυτο τους πληρωνει με θανατο και λησμονια στην αβυσσο της μοναξιας, αφηνοντας τους με την απορια για το πως χαθηκαν, πανω εκει που νομιζαν οτι διαφεντευαν την ωρα και την στιγμη. Γινεται και απογινεται το κακο. Ενας σκοτεινος λεκες ειναι που θα ξεπλυθει απο την θεια φωτοχυσια την Ημερα Κυριου. Ειναι φανταχτερο, τρομαζει και προκαλει δεος, εντυπωσιαζει και σκοτιζει τον νου, θαρρεις και λες οτι εχει κυριαρχησει, οσο κρατει στην σκηνη, αλλα πριν το καταλαβει κανεις χανεται, μαζευει τις ακαθαρσιες του, και φευγει οπως ηρθε, και παντοτε δινει την θεση του στην ειρηνη της καρδιας, που ειναι η ευρυχωρη πλατεια της αγκαλιας του Χριστου μας. Και εμεις μικρο μου, ευοσμο ανθος του Θεου, πρεπει να ειμαστε ομοιοι σαν την πλατεια του χωριου. Δηλαδη ολοενα να πλαταινουμε, να κανουμε μεγαλη και στρογγυλη την καρδια μας, να τριβομαστε με την καθημερινη μας ζωη, εν ειρηνη, και εν ελπιδι, να σκεπαζουμε τον αναγκεμενο αδελφο σαν τα πλατανια της, να τον ποτιζουμε λογο Θεου, σαν τις κρηνες της, να ξεκουραζουμε τον αποκαμωμενο σαν τα παγκακια της, και οταν ερχεται το κακο να δωσει την παρασταση του, εμεις ταπεινα να κανουμε υπομονη, να προσευχομαστε, ωσπου να φυγει, και επειτα να ησυχαζουμε ξανα τις ψυχες που ταραχτηκαν μεσα στην σκονη της ψευτιας του..” Ανοιξαν τα ματια του παιδιου, και εσταξε ενα δακρυ στο λευκο του προσωπο. Κοιταξε με το βλεμμα της αναπαυμενης ψυχης, τον λευκασμενο Πνευματικο οδηγο του, και του ειπε: “Γεροντα εσυ, εχεις πολυ Θεο μεσα στην καρδια σου.. Στ’αληθεια, ποσο Θεο μπορει να χωρεσει ενας τοσο δα ανθρωπος;” Συγκινημενος και θαυμαζων ο Γεροντας, απο την ενορατικη χαρη του παιδιου, με την υπερ την χιονα λευκανθεισα, ψυχη του, απαντησε: “Ο Ανθρωπος παιδι μου, ειναι ανακεφαλαιωση, του συμπαντος. Μικρο κτισμα, με απειρες δυνατοτητες. Εικονα του Θεου, που τεινει προς την ομοιοτητα μαζι Του. Ενα ταπεινο βιβλιο αγραφο, που οι σελιδες του εαν εχει καλη προαιρεση, και διαθεση για αγωνα, μπορει να γεμισει με την πυρινη γραφη του Λυτρωτη, και να γινει αιωνια βιβλος σωτηριας και θεωσεως. Εκει που τον χανεις και δεν τον λογαριαζεις, τον εξουδενωνεις και τον αναμετρας για τιποτα, εκει σου γινεται αγιος, και μεγας, συμβασιλευς του Κυριου και των ανω δυναμεων. Καποτε ρωτησαν εναν εγκλειστο ασκητη επι 30 και πλεον χρονια σε ενα σκοτεινο κελλι, με μια μονο μικρη οπη στην θυρα, απο οπου του εριχναν το παξιμαδι και το νερο του. Αδερφε, πες μας λογο, τι κανεις εκει τοσα και τοσα χρονια, τι πραττεις, τι καταλαβες, και τι φρονεις; Και αυτος απαντησε, με παρρησια και αληθεια που σπαει και το πιο χοντρο κοκκαλο στην μεση. “Συγκυβερνω μετα του Θεου, τον κοσμο! Αδελφοι. Αυτο κανω.” Kαι εμειναν αφωνοι, αλλα και πληρωτικα ωφελημενοι και αναπαυμενοι οι αδελφοι του. Καταλαβες μικρε μου αλατισμενε αρχαγγελε; Ετσι καταξιωνει ο Θεος τα μωρα και τα ασθενη του κοσμου. Eτσι δοξαζει τους αντιδοξαζοντας Αυτον, αυτους που στεκονται στην γωνια, στα περιθωρια, στο μηδεν κατα κοσμον, που ζουν λαθραια και λογιζονται ως μηδενικα, που ζουν κατω απο την σκονη του επιπολαιου κοσμου, θαμμενοι για την εγωκεντρικη Ιστορια, παραταυτα ομως την διοικουν ερημην της, οιακοστροφωντας την, επιδεξια ολο χαρη και επιδεξιοτητα, προς την πανοικτιρμονα και απανεμη παραλια της ενθεου καταπαυσεως της. Και ετσι καταισχυνει και εκμηδενιζει ως σκευη κεραμεως, τους αλαζονες και ισχυρους της ημερας και των καιρων, που νομιζουν καθε φορα, οτι τελειωσαν με τον Εσταυρωμενο, οπως νομισαν οι σταυρωτες Του, στις επι γης ημερες Του. Γιατι τοτε που τελειωναν ολα κατ’αυτους, τοτε αρχιζαν κατα τον Θεον..” Πηρε να φωτιζει αργα. Αλλη μια μερα θα ξημερωνοτανε, να παει κι’αυτη να κοπιασει, εργατρια δοσμενη στο νερομυλο του θανατου, να ριχνει νερο αεναο, νερο του πονου, νερο πικρο, να προχωρανε οι καημοι και τα παθη των ανθρωπων.
Ανθρωποι, που εν πολλοις, αψηφησανε το Φως, που δεν σκυψανε να πιουν το Νερο
της Ζωης, αυτο που για να το πιεις, πρεπει να σκυψεις ταπεινα, Ακομα το σκοταδι κρατουσε, και οι αποριες του παιδιου, οσα και τα αστρα τ’ουρανου, που ετοιμαζοταν να αλλαξει το σκηνικο.
Γεροντα.. Θελω να σε ρωτησω τοσα πραγματα, να μου φωτισεις το σκοταδι μου, με την λαμπρη σου γνωση και πειρα, που κερδισες τοσα και τοσα χρονια. Αποκριθηκε ο Γερων, με πατρικο τονο, και προετρεψε το παιδι: “Μια και δυο, το πολυ αποριες να δουμε, και να πας στο κονακι σου, γιατι ακομα και για σενα ξημερωμα ειναι, δεν πρεπει ο θειος σου ζηλος, να σε χωρισει απο την οικογενεια σου, αλλα ολα στον καιρο τους, για να μην γινεις αιτια, να σκανδαλισθουν ανθρωποι, και ιδιως οι γονεις σου παιδι μου.”
Πες μου Γεροντα. Γιατι σταυρωσαν τον Χριστο; Δεν μας λεει η Εκκλησια μας, στα ψαλτικα οτι ειπε ο ιδιος ο Χριστος με παραπονο;
Λαός μου, τί εποίησά σοι, καί τί μοι ανταπέδωκας; Αποκριθηκε ο Γερων. “Τεκνον οργης, να μην εισαι. Τεκνον ευκλεες, αγαπης καρπος και δεντρο ευχυμο να γινεις. Βλεπεις ο Χριστος και πανω στον Σταυρο, πανω στην εσχατη αναπνοη Του, τους συγχωρεσε. Αυτοι εκαναν, αυτο που δεν εγινωσκαν. Σκοτισμενοι απο τον παλαιο ανθρωπο και τον διαβολο. Τυφλωμενοι απο την αμαρτια και την αλαζονεια, απο τα ανθρωπινα και τα χωματα της πτωσης. Ρωτας γιατι Τον σταυρωσαν.. Γιατι δεν τους ειπε, απλως την αληθεια. Αυτο θα ηταν απλως ενοχλητικο. Πολλοι το εκαναν, και προφητευσαν και ελεγξαν το κακο πριν τον Χριστο. Αλλα μεχρις εκει. Το προβλημα ομως του ανθρωπου δεν ειναι μονο το κακο. Αλλα ειναι ο καρπος του κακου, ο θανατος, που κανεις δεν μπορουσε να νικησει. Μαρτυρουσαν λοιπον πολλοι για την Αληθεια, αλλα δεν ηταν αυτοι η Αληθεια, που ελευθερωνει. Τον Σταυρωσαν λοιπον, γιατι ο Ιδιος Ειναι η Αληθεια. Ο Χριστος. Η Αληθεια ως Προσωπο, ως Κυριος και Αιτιος του Παντος. Αυτοπροσωπως. Και αυτο δεν το αντεξαν. Οι πολλοι, ο οχλος και οι αρχες, και οι εξουσιες, γιατι καποιοι απλοι και μακαριοι στην ψυχη, το σηκωσαν και πορευθηκαν εως θανατου, στον δρομο που χαραξε, το Εσφαγμενο Αρνιον, γιαυτο και συναγαλλονται μαζι Του. Παντοτε την Αληθεια, ιδιως οταν την εχουμε κατα Προσωπο, δεν την αντεχουμε παιδι μου. Μας ελεγχει και μας σπαει με κροτο την καλογυαλισμενη βιτρινα που εχουμε βαλει να καλυπτει, την ακαθαρσια της ψυχης και της αραχνιασμενης καρδιας μας. Και οχι μονο “τω καιρω εκεινω”, στην Ιουδαια πολυπαθη γη, μα και τωρα και παντοτε, απο το μικρο και φτωχο αλατοχωρι μας, μεχρι την συντελεια του Αιωνος τουτου. Γιαυτο Τον Σταυρωσαν. Για να γυρισουν επι τα ιδια. Να “ξενοιασουν”. Να βολευτουν, να κουρνιασουν εκει στο παγωμενο κρεββατι του θανατου, του “εδω”, σκεπασμενοι ασφυκτικα με τις κουβερτες της ληθης, της νεκρης συνειδησης, της απατης. Αλλα δεν ξενοιασαν ποτε. Ουτε αυτοι, ουτε ο ανομος πατερας του ψευδους και συμβουλος τους. Και ακομα στριφογυριζουν, και κλωθουν ιστο θανατου για τυλιξουν την Αληθεια και οσους Την πιστεψαν. Γιαυτο παιδι μου Τον Σταυρωσαν. Και Αυτος τι ανταπεδωσε; Αντι χτυπηματων, θεραπειες. Αντι υβρεων, ευλογιες. Αντι κακου και αδικου, Συγχωρεση. Αντι θανατου, Ζωη.” Σιωπησε το παιδι. Αφουγκραζοταν τον αερα. Ισως και νοερα, να ηταν εκει. Ταξιδευδε ηδη. Σιωπησε και ο Γερων Ιερομοναχος, και καταλαβε. Το παιδι δεν ηταν εκει, παρα μονο σωματικα. Αυτοπτης μαρτης, προαιρεσεως αγαθης παιδικης, της Γεσθημανειας προσευχης, μεσα στο σκοτος του αγνοουντος κοσμου, να οσμιζεται τον ιδρωτα της αγωνιας, να βλεπει να κυλανε πανω στο προσλημμα της σαρκος, θρομβοι αιματος, να βλεπει τον Υιο του Ανθρωπου, αγογγυστα και λυτρωτικα, να βασταζει ολο το αδικο και το κριμα απαρχης κτισεως. Ωσαννα!!! και επειτα.. Αρον, Αρον σταυρωσον Αυτον! Μεσα σε λιγες μονο μερες, μεσα σε λιγες ωρες ο ανθρωπος εδειξε ολη την γυμνια του. Ο Υιος του Ανθρωπου. Θυσια. Λυτρωση. Ανασα. Κλειδα ερμηνευτικη της Υπαρξεως. Δυσκολα τον αναγνωριζε. Τον εβλεπε εν ετερα μορφη. Ενωπιον των Παθων. Κατιχνο, αδυναμο, σκονισμενο, ταλαιπωρο, πτωχο και πενητα, περιπατητη με πληγιασμενα ποδια, απο τις ερημους, στους Ναους, στα στενα και τις ρυμες ενος κοσμου, ενος κοσμου που δεν ηθελε να Τον δεχθει, και ακομα και τωρα δεν Τον δεχεται. Δεν Τον πιστευει. Θελει μονο την θεραπεια. θελει μονο την λυση. θελει μονο το “καλο”, και το συμφερον. Αλλα δεν θελει τον Ιδιο. Δεν θελει τον Χριστο, μονο και μονο για τον Χριστο. Και παλι, ξανα και ξανα, καθε μερα, καθε ωρα, Τον σταυρωνει, με τα αϋλα καρφια της μαυρης καρδιας του. Παιξανε τα ματια του παιδιου, και ηρθε παλι στο νυν. Κοιταξε τον Γεροντα, που το αποθαυμαζε, και τραβουσε κομποσχοινι για να το σκεπει ο Κυριος. Ειχε την αγωνια της φυγης απο το σπιτι, τι θα συναντουσε παλι στον γυρισμο.. Αλλα η ψυχη του δεν ελεγε να ξεκολλησει απο την πηγη, η οποια την ξεδιψουσε, σαν τον κατακοπο οδοιπορο καταμεσης στην ανηφορικη του διαδρομη, της εδινε διεξοδο, οραμα, νοημα, και την ξανοιγε σε ενα πελαγος λουσμενο στο Φως και την δροσερη αυρα της παρουσιας του Πλαστου. Εσπασε την σιωπη και ρωτησε τον ηλικιωμενο ασκητη Λευϊτη, που ψιθυριζε αεναα, ανεπαισθητα την ευχη, του ειχε πια γινει αναπνοη, πανω στην αναπνοη, τοσο απαραιτητη, τοσο ζωογονα και τοσο ιερη. “Ξερεις, γεροντα..” Ειπε. “θελω τοσα να σε ρωτησω, εχω χιλιαδες αποριες, θα ηθελα να γνωρισω και να ξερω οσα ξερεις να ερθω κοντα στον Θεο, να ειμαι μαζι Του, οπως εισαι εσυ, ενα σωμα, μια σκεψη, μια αγκαλια. Αλλα ειμαι αγραμματο, δεν εχω την σοφια σου, δεν καταλαβαινω πολλα.” Ησυχα και ταπεινα ηρθε η απαντηση απο ενα στομα, αγιο, ευωδες, που οταν δεν δοξολογουσε τον Θεο, και δεν Τον ικετευε, και ποτε δεν ηταν αυτο δυνατο, γιατι παντα συνεχιζοταν εντος και εκτος Λειτουργιας, τοτε θα χαριζε σοφια ευαγγελικη, η λογους παρηγοριας, για τον καθε πονεμενο ανθρωπο, μενοντας με νηπτικη ακριβεια μακρια απο αργο λογο, ολοκαθαρο απο κακια, και κριση. “Ο Θεος παιδι μου δεν καλεσε στην υπαρξη τον ανθρωπο για να λυσει τις αποριες του. Γιαυτο καλεσε τον ανθρωπο ο Θεος, για να ζει μαζι Του και να ευφραινεται την τρισαγια μακαριοτητα Του. Δεν ειμαστε εδω για να μαθουμε τα παντα. Θυμησου τον σοφο Σωκρατη: Εν οιδα, οτι ουδεν οιδα. Δεν φτανει μια ζωη γιαυτο. Οσα και να μαθει ο ανθρωπος, παλι αγραμματος μενει ενωπιον Θεου. Να θυμασαι παντα οτι τα γραμματα του Θεου, γραφονται πανω στην καρδια, και διαβαζονται ενδιαθετα μυστικα, με την ερμηνευτικη τεχνη της προσευχης και της απλοτητος. Τους απλους αγαπα ο Θεος και σε αυτους αναπαυεται. Απλους στην καρδια, οχι απλοϊκους. Γιατι καποιος μπορει να φθανει να γινεται ενας Μεγας Βασιλειος, πανσοφος πανεπιστημων και στα θυραθεν και στα θεια πραγματα. Αλλα να ειναι παιδι στην καρδια και ανθρωπος της θυσιας και της προσφορας. Ενω απο την αλλη μπορει καποιος να ειναι ξυλο απαλεκητο, και συναμα φιλαργυρος, φιλαυτος και αλαζων. Γιαυτο ουτε με την γνωση, καθευαυτη σωζομαστε, αλλα ουτε και με την αγνοια απαλλασομαστε. Καλο και αγιο ειναι να μαθαινεις, αλλα ακομα καλυτερο και τελειο ειναι να μαθαινεις να αγαπας τον Θεο.
Καλειται λοιπον ο καθενας, να αφαιρεσει το αλφα μπροστα απο την απορια του,
να της προσθεσει ενα εψιλον, εκει προς το τελος, Μια πορεια μαζι Του. Οδηγος, και Βοηθος, ο Θεος. Δρομος ο αγωνας που ευλογειται, και περναει μεσα απο το Ιερο. Χαρτης αλανθαστος και ακριβης η Πιστη. Καταληξη η αιωνια καταπαυση εντος Του, οχι καποτε, αλλα απο εδω και απο τωρα. Γιατι παιδι μου, ηδη με την αποφαση, του ανθρωπου, εχει ενεργησει ο Θεος, εχει ξεκινησει η πορεια, και τα πρωτα ευεργετικα αποτελεσματα ειναι φανερα. Ξεσπασε ο παιδικος αγγελικος ενθουσιασμος. “Ναι! Ναι! Γεροντα, αυτο θελω, να περπατησω αυτον τον δρομο, οπως τον περιγραφεις. Φυγε τωρα, και πηγαινε στον δρομο για το πατρικο σου, και εαν θελει ο Θεος, θα τα πουμε παλι αυριο, το συμβουλευσε ο Γεροντας. “Δι’ευχων σου”, Γεροντα αντετεινε το παιδι, και ηδη ξεκινησε καταφορτο απο χαρη και ευλογια, να κατηφοριζει το μονοπατι για το σπιτικο του… ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
|