ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
|
|
Ο ΠΑΠΑΣ, Ο ΑΘΕΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑΣ |
|
Ο παπάς, ο άθεος ναυτικός αδελφός του και η ψυχή της παπαδοπούλας
Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ. Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της.
Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον
Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του.
Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’
ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις
ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και
στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που
μού ’στειλε!”. Αυτά είπε κι ενώ
χαμογελούσε αγγελικά, τ’ όνειρο έσβησε… Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή: “- Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος… Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τό ’φερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα: – Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου! Ο άνθρωπος όταν τ’ άκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα: – Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της! Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τό ’πα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μού ’στειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε...
– “Δοξασμένο τ' όνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”, ψιθύρισε ο ιερέας και τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…
|
|