ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
Ο ΚΥΡ ΜΑΝΩΛΗΣ Ο ΝΕΩΚΟΡΟΣ |
Ο κυρ Μανώλης ο νεωκόρος
Ὁ
κυρ Μανώλης ἦταν ἤσυχος ἄνθρωπος. ἀγαθός καί λιγάκι ἀφελής. Εἶχε
δέκα τέσσερα χρόνια νεωκόρος στούς Ἁγίους Ταξιάρχες. Πρίν ἦταν
σέ ἄλλη ἐπαρχία κι ἦταν κι ἐκεῖ νεωκόρος, ἔτσι εἶχε πεῖ. Ὄχι πώς
ἔνοιαζε καί κανένα… Ἦταν κι ὁ ἐφημέριος πού τόν προσέλαβε, ὁ
παπα-Θεοδόσης, ἄνθρωπος ἄδολος. Κάποια Κυριακή, ξεκίνησε ὁ
νεωκόρος πρωί-πρωί γιά τόν ναό. Θά εἶχαν μουσαφιραίους παπάδες
ἀπό ἄλλη Μητρόπολη. Ὁ Δεσπότης εἶχε ζητήσει ἀπό τόν παπα-Θεοδόση
νά τούς φιλοξενήσει συλλειτουργούς στόν ναό του. Ὁ ἀγαθός νεωκόρος ἔφτασε ἀξημέρωτα στόν ναό. Τό κρύο τσουχτερό. Καθώς ἔκανε νά βάλει τό κλειδί στήν εἴσοδο, διέκρινε λίγο ἀπόμερα στό σκοτάδι κάτι νά κινεῖται. Τόν πλησίασε ἕνα παλληκάρι στό μπόι του. Ἦταν διπλωμένος ἀπό τή στέρηση καί μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Φοροῦσε μονάχα τά ἐσώρουχά του! Κύριος οἶδε σέ τί εἶχε μπλεχτεῖ ἤ ἀπό τί εἶχε ξεμπλέξει…
Ὁ κύρ
Μανώλης τρόμαξε ἀρχικά, ἀλλά μετά σάστισε.
Ὁ νεαρός εἶχε ἤδη γυρίσει τήν πλάτη του καί κατέβαινε τά σκαλιά μέ τά ξένα ροῦχα φορεμένα.
Ἡ
Λειτουργία προχωροῦσε. Ὁ παπα-Θεοδόσης καί ἄλλοι τρεῖς ἱερεῖς, μέ τά
ἄμφιά τους, συλλειτουργοῦσαν ὄρθιοι γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή, ἐκεῖ γύρω ἀπό τό «πρόσχωμεν τά ἅγια τοῖς ἁγίοις…», ὁ
παπα-Θεοδόσης σήκωσε τό κεφάλι καί πρόσεξε σέ μιά γωνιά τοῦ ἱεροῦ
τόν κύρ Μανώλη, πού μόλις εἶχε μπεῖ, ἐμπερίστατος καί ἀγχωμένος ὅπως
πάντα, γιά νά τά προλάβει ὅλα.
Σήμερα
βρῆκε;… Ἴσα δηλαδή νά τόν δοῦν οἱ ξένοι καί νά βροῦμε κάνα μπελά μέ
τέτοια καμώματα… Θές νά φτάσει καί στ’ αὐτιά τοῦ Δεσπότη κάνα
τέτοιο: “Στούς Ταξιάρχες τό ρίξανε στά παρδαλά…”».
Ὁ παπα-Θεοδόσης
πήγαινε νά σκάσει. Κάθε πού ἔβλεπε τόν κύρ Μανώλη νά πηγαινοέρχεται
μπροστά στούς ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οἱ
ἱερεῖς φύγανε. Ἔμεινε στό ἱερό μονάχος του. Καί νά σου κι ὁ κύρ
Μανώλης, φουριόζος, μέ χέρια φορτωμένα.
Θόλωσε
ὁ παπα-Θεοδόσης. «Θά μέ τρελάνεις μωρέ; Δέν σοῦ μιλάω γιά τό μαῦρο
σου τό ράσο… Γιά τοῦτο ᾽δῶ σοῦ μιλάω… », καί κάνει μιά μέ θυμό καί
ἁρπάζει τό ράσο τοῦ κύρ Μανώλη…
Ὁ
ἀφελής νεωκόρος τοῦ τά εἶπε ὅλα μέ ἁπλότητα.
|