ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
Ο ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ |
Ο φούρναρης και η ελεημοσύνη
Ο φούρναρης
γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του, που πήγαινε στις εκκλησίες και
έδινε στους φτωχούς και στους εράνους...
- Αφεντικό,
όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
- Αμ΄ τίνος
να 'ναι;
- Και δεν τα
τρως;
- Βρε φύγε
από δω!
- Δώσε μου
και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
- Φύγε σου
είπα, παράτα με.
- Αφεντικό!
- Φεύγεις ή
δεν φεύγεις;
- Αφεντικό!
Παρακαλούσε ο φτωχός.
Δεν πρόλαβε
να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε
ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το
αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει. Ο φούρναρης όλη μέρα
ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε.
- Ας
τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε!
Τη νύχτα,
κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του
τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.
- Γυναίκα,
σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω: Γυναίκα,
πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιος να
πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι
τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι
Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή,
ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο.
Βάλτε το στον άλλο ζυγό.
Οι διάβολοι
επαναστάτησαν:
- Το ψωμί
δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού.
Και
απάντησαν οι Άγγελοι:
- Όμως
χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του.
Και που λες
γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και
σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ,
και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!
Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει. Να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε. Η πρώτη θυγατέρα του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο...
|