ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
ΝΑ ΠΩΣ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΕΓΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ |
Να πως από αδιάφορος για την πίστη έγινα μοναχός
Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών… ελέησον ημάς», είπε ό ιερεύς και τελείωσε ή Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, πήραμε αντίδωρο και βγήκαμε στην αυλή της Μονής, περιμένοντας να κτυπήσει ή καμπάνα για την Τράπεζα. Ήμασταν αρκετοί επισκέπτες στη Μονή παρ’ όλο που ήταν αρχή ανοίξεως. Ό καιρός είχε μία ελαφριά ψύχρα και έναν πλούσιο ήλιο. Μου άρεσε να βλέπω μέσα στην πρωινή δροσιά τη θάλασσα στα πόδια μου και πάνω από το κεφάλι μου, τον γηραιό Άθωνα, που με τις βαθιές και απάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι το μοναστήρι, για να λειτουργηθεί κι αυτός.
Κοίταξα γύρω μου και προτίμησα μία θέση δίπλα σ’ ένα γηραιό μοναχό, που
καθόταν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο περιμένοντας την ώρα της Τραπέζης. Όλα
εδώ έχουν τον δικό τους χρόνο. Κάθισα σιωπηλός, προσεκτικά, για να μην
ταράξω την ησυχία του παππού, που με κλειστά τα μάτια κάτι σιγομουρμούριζε.
Βυθίστηκα και εγώ στις σκέψεις μου, για τα ωραία που μας χαρίζει η κυρία
Θεοτόκος μέσα στο Περιβόλι της. Μου ήταν όμως πρόκληση το παρατεινόμενο
ψαλμομουρμουρητό του παππού. Έστησα αυτί λοιπόν και σιγά-σιγά μπήκα και εγώ
στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Αγίω Πνεύματι, πάσα ή κτίσις καινουργείται,
παλινδρομούσα εις το πρώτον…». Ήταν ό πρώτος ήχος και ή «βελόνα» είχε «κολλήσει»
στους Αναβαθμούς. Ωραίο «κόλλημα», σκέφθηκα. – Από πού’ είσαι εσύ; - Από τις Καρυές, Γέροντα.
- Πάτερ μου, είναι τιμή για μας που μας έφερε ή Κυρά ή Παναγιά στο Περιβόλι
της, και μας τα χαρίζει όλα απλόχερα. Να προσέχουμε να μη την στενοχωρούμε,
και εσείς οι μικρότεροι με τις αταξίες σας, και εμείς οι γεροντότεροι με την
ξεροκεφαλιά μας. Έχεις χρόνια μοναχός; - Αν θέλω λέει. Διψάω για ν’ ακούσω, απάντησα, αυξάνοντας την προσοχή μου.
- Ή καταγωγή μου είναι από το Άργος Ορεστικό -άρχισε ό παππούς- και έγινα
μοναχός στα 22 μου χρόνια. Υπηρετούσα τότε, παιδί μου, στην Μ.Ο.Μ.Α., αν την
ξέρεις; Ήταν μία τεχνική υπηρεσία του στρατού, στην οποία δούλευαν και
πολίτες. Εγώ ήμουν οδηγός. Βέβαια, ή ζωή μου δεν είχε καμία σχέση με την
Εκκλησία. Καταλαβαίνεις, μία ζωή κοσμική, καφενεία, σφαιριστήρια, γλέντια
και όλα τα συνακόλουθα.
Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο μου, που ήταν πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν
τον έκανα συχνά παρέα, γιατί τον περνούσα για ψιλοχαζό. Δεν πήγαινε σε
καφενεία, ούτε σε άλλα μέρη, όπως όλοι οι φίλοι μας. Του είπα το γεγονός.
Μεγάλη και συγκινητική, μου λέει, ή ιστορία σου. Ν’ ανάψεις ένα κερί, να
προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις
τον Θεό. Μου πρότεινε, πριν πάμε μαζί στην εκκλησία να επισκεφθούμε μία
οικογένεια που είχε ένα αυτιστικό, ένα καθυστερημένο παιδάκι, για να δώσουμε
μία παρηγοριά. Δέχθηκα και πήγαμε. Φθάσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα. Την είχα
ακουστά αυτή την φουκαριάρα τη μάνα με το παιδί. Έλα, όμως, που το παιδάκι
δεν ήταν καθυστερημένο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, πρώτος ο φίλος και εγώ
πίσω του, μόλις με βλέπει το παιδί, σηκώνεται και άρχισε να φωνάζει με μία
φωνή καθόλου παιδική, αλλά άγρια, βραχνή, με βρυχηθμό. Εγώ τα ‘χασα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μπορούσα να καταλάβω, για ποιο λόγο ξαφνικά οι φωνές, και για ποια μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν με απορία. Γιατί φωνάζει αυτό το μικρό έξαλλο; Άρχισε τότε ό μικρός να μου πετά αντικείμενα. Ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μπήκε στη μέση ο φίλος μου και φύγαμε βιαστικά. Εγώ ήμουν αμήχανος. – Τι ήρθαμε εδώ, του λέω, και με βρίζει αυτό το μικρό; Πού με ξέρει και για ποια μαυροφόρα λέει; Φύγαμε, λοιπόν, και πήγαμε στην εκκλησία. Άναψα το κερί μου, είπα ότι θυμόμουν από προσευχή, χαιρέτησα τον παπά και κίνησα για το σπίτι μου, γιατί είχε βραδιάσει. Μέσα μου, όμως αναλογιζόμουν: – Τι είναι όλα αυτά; Για ποια μαυροφόρα λέει; Έτσι προβληματισμένος καθώς πλησίαζα σπίτι μου, από την πλάγια μεριά πού ήταν όλο τοίχος, ενώ ήταν νύχτα προχωρημένη -υπόψη ότι αυτά έγιναν πριν την κατοχή, πού δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε στα χωριά κινηματογράφοι- πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, λοιπόν ανοίγει ένα φως δυνατό και βλέπω. Τι λες να βλέπω; Βλέπω σαν σε κινηματογράφο ένα φορτηγό να κατεβαίνει από το βουνό, τον εαυτό μου να οδηγεί, να προσπαθεί να ελέγξει το όχημα, αυτό να τρέχει, να πέφτει στη λακκούβα, να χάνω τον έλεγχο, να στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό, να κλείνω τα μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… και ξαφνικά, στον ουρανό ψηλά, πάνω από τον γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναίκα, με μαύρα ρούχα, να πιάνει το φορτηγό στον αέρα, όπως πιάνουμε εμείς ένα σπιρτόκουτο, να το γυρνά και να το βάζει στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ήταν, αδελφέ μου, ή Κυρά μας ή Παναγία. Τότε αναγνώρισα το περιστατικό που μου συνέβη με το φορτηγό. Έπεσα κάτω αμέσως, συγκλονισμένος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Τότε κατάλαβα το φοβερό που μου συνέβη. Σηκώνομαι μετά από ώρα, με δάκρυα και τρέχω και το λέω του παπά. Του είπα τα πάντα, και ειδικά το τελευταίο, που τα είδα όλα σε ταινία, και ειδικά για την ψηλή και όμορφη μαυροφόρα, που σταμάτησε το φορτηγό στον αέρα και ήμουν εγώ μέσα. Συγκλονίσθηκε ό παπάς όταν τ’ άκουσε όλα. Μεγάλο θαύμα, παιδί μου, να ευχαριστήσουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Καρυές, Σεπτέμβριος 2008 1. Μοναχός Παίσιος Καρεώτης 2. Πρωτάτον αριθ. 112
|