ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
|
|
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ |
|
Η μεταστροφή του άθεου γιατρού
Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957
στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό
Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την
περίοδο 1954-1961.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα
στην Άρτα, δίπλα σ’ ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που
στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι
αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία
στην κοινωνία. Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ’ τα
χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να
γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με
το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά
μου η λευτεριά.
Όταν πήγα στην Ιατρική
Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν
τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό
κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου. Ο καιρός πέρασε
και δεν ξαναγύρισα στην Άρτα, αλλά έμεινα στην Αθήνα που οι
ευκαιρίες για τη δουλειά μου ήταν πιο πολλές. Έκανα περιουσία
και παντρεύτηκα την Ευδοξία, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Όμως ο
Θεός δεν την είχε ευλογήσει με όλα τα δώρα του και παρ’ όλες τις
προσπάθειες και τις προσευχές μας, δε καταφέραμε ποτέ να κάνουμε
ένα γιο, που ήταν και η ευχή του πατέρα μου.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με
τον Μουσολίνι, με στρατολόγησαν για να προσφέρω τις γνώσεις μου
στους πολεμιστές μας που αντιστεκόταν στον Ιταλό δικτάτορα και
με έστειλαν για μια περίοδο σε μία μονάδα κοντά στο Δυρράχιο.
Ένιωθα περήφανος στην αρχή, αλλά εκείνα τα πράγματα που
αντίκρισαν τα μάτια μου με είχαν κάνει να χάσω τον ύπνο μου.
Κάποιοι μου έλεγαν πως τα βράδια έκλαιγα αλλά δε θυμόμουν ποτέ
τίποτα το πρωί.
Η γυναίκα μου πέθανε τον χειμώνα του 41 στην Αθήνα, μαζί με
τόσους άλλους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα που να κρατάει στην
Ελλάδα, και έφυγα μετανάστης στη Γερμανία. Έκλαιγα όταν έφευγα.
Πολεμούσα τόσα χρόνια τον Γερμανό και τώρα πήγαινα να δουλέψω
γι’ αυτούς. Σκληροί άνθρωποι οι Γερμανοί, αγέλαστοι. Δεν ήθελαν
ποτέ να κάνουν φίλους, ήθελαν μόνο τα χέρια μας. Όμως δούλεψα
σκληρά και κέρδισα τον σεβασμό τους, και πρόκοψα. Έγινα γνωστός
χειρούργος, και μετά διευθυντής σε μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο.
Δε ξαναπαντρεύτηκα ποτέ όμως. Μου έλειπε πάντα ο τόπος μου, οι
άνθρωποι, πάντα πρόσχαροι και με φιλότιμο, έτοιμοι να σε
βοηθήσουν. Ο Γερμανός δεν ήξερε από τέτοια.
Κάποια στιγμή επέστρεψα στον τόπο μου για λίγες μέρες. Ήταν
καλοκαίρι και τα πανυγήρια έδιναν και έπαιρναν σε όλα τα χωριά.
Ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Μόνο το πατρικό μου ήταν σε
κακά χάλια, διαλυμένο και ερημωμένο. Είχα κάνει περιουσία στην
Γερμανία, τα λεφτά δε μου έλειπαν και ξόδεψα αρκετά για να το
φτιάξω όπως το θυμόμουνα.
– Ήρθες να προσευχηθείς; μου
είπε.
Ο παπάς μου αποκρίθηκε.
«Αυτή τη στιγμή πως ζεις; Ακούς την καρδιά σου να χτυπάει»;
Σάστισα. Ξαφνικά ένιωσα πως όλα αυτά τα χρόνια μου μακριά από το Θεό με
είχαν οδηγήσει μακριά από το μονοπάτι της αλήθειας Του. Ήθελα να δακρύσω αλλά συγκρατήθηκα γιατί εκείνη η αόρατη δύναμη με
παρακινούσε να αντισταθώ.
– «Παπά, δε ξέρω αν είναι
αυτά τα πράγματα όπως τα λες. Πάντα προσευχόμουν στο Θεό μας, κι
μόνο δυσκολίες και κακά γνώρισα σ’ αυτή τη ζωή. Έφυγα στα ξένα,
έζησα ανάμεσα σε κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους, και ποτέ δεν
ένιωσα την αγάπη Του».
Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Μιλούσε
σαν τους τρελούς του χωριού που βλέπουν το τέλος του κόσμου και
τα πράγματα του μέλλοντος. Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την
αξία τους.
Μου χαμογέλασε και δεν
απάντησε. «Η έλλειψη πίστης, στο Έθνος και στο Θεό είναι αυτό
που θα μας οδηγήσει εκεί. Η έλλειψη της δικής σου πίστης και όλων αυτών που θα ακολουθήσουν.
Όμως είμαστε Έλληνες και αν και χάνουμε συχνά το δρόμο μας,
πάντα επιστρέφουμε σ’ αυτόν. Εσύ θα επιστρέψεις σ’ αυτόν. Οι
μελλοντικές γενεές θα επιστρέψουν σ’ αυτόν. Θα έρθει η παρακμή,
η απαξίωση.
Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ
που δε μπόρεσα να κρατηθώ και βγήκα τρέχοντας από την εκκλησία.
Ένιωσα τον καθαρό αέρα να χτυπάει στο πρόσωπό μου και άρχισα να
ανακτώ τα λογικά μου. Έκανα να φύγω, αλλά τότε ένιωσα άσχημα για
τον παπά. Τρελός ή όχι, ήταν ένας γέροντας και θα έπρεπε να τον
χαιρετίσω τουλάχιστον πριν φύγω. Ξαναμπήκα στην εκκλησία, δεν
ήταν κανένας εκεί, όμως ήμουν σίγουρος πως ο παπάς δεν είχε
βγει.
Έφυγα ξανά για τη Γερμανία, αλλά πάντα με έτρωγε μέσα μου το σαράκι να πω την ιστορία. Λίγοι θα με πιστέψουν, και κινδυνεύω να γίνω το θέμα χλεύης όλων εκείνων που σαν εμένα κάποτε, απομακρύνθηκαν από το δρόμο Του. Όμως πιστεύω τα λόγια του παπά, όποιος κι αν ήταν αυτός. Πως θα έρθει η ώρα και η στιγμή που ο δρόμος του Θεού θα είναι πια φανερός σε όλους, όπως φανερώθηκε σε μένα εκείνη τη μέρα, τη σπουδαιότερη μέρα της ζωής μου.
|
|