ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
|
|
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΗΡΘΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ |
|
Η απάντηση ήρθε από τον Ουρανό
Ό Επίσκοπος Παντελεήμων Φωστίνης γράφει: Όλο το χαριτωμένο νησάκι, οι ξακουστές Οινούσσες, έκλαψαν τήν ευλογημένη νιόπαντρη νοικοκυροπούλα. Τήν καμάρωναν όλοι σαν δική τους κόρη. Κι’ ό ξαφνικός θάνατός της, στην πρώτη γέννα της, βύθισε σε πένθος όλο το νησί. Τήν άμοιρη Κωνσταντία. Ό πατέρας της, απαρηγόρητος από τότε άρχισε να βυθίζεται σε ιδιαίτερες μελέτες, γιά τήν αθανασία της ψυχής. Οι επιστήμονες τού νησιού, τον συντρόφευαν πάντοτε και συζητούσαν ώρες ολόκληρες γιά τήν ύπαρξη και τήν αθανασία της ψυχής, γιά τήν αιωνιότητα, γιά τήν κρίσι, γιά όλες τις λεπτομέρειες της άλλης ζωής. Μερικές φορές, ετύχαινε να έχει και αντίθετο γνώμη, κάποιος άπ’ τήν παρέα και τότε άρχιζε ή συζήτησις. Και προσπαθούσε, ό πατέρας της Κωνσταντίας να πείσει όλους, γιά τήν ομορφιά της αιωνίου ζωής και να τούς παροτρύνει, να μη λησμονούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο, είμαστε όλοι διαβατάρικα πουλιά. Αυτό γινόταν τακτικά. Κάθε μέρα σχεδόν, οι συζητήσεις αυτές.
Πρωί-πρωί, ανέβαινε συχνά στο νεκροταφείο. Είχε αναθέσει, σ’ ένα κηπουρό, να περιποιέται τον τάφο της κόρης του. Κι ό κηπουρός αληθινά ευαίσθητος και ευγενικός άνθρωπος, είχε κάνει αληθινό παράδεισο, τον τάφο της νοικοκυρούλας. Είχε κατορθώσει, να γράψει με πανσέδες το όνομά της. Και ανέβαιναν πολλές ωραίες καρδιές, γιά να χύσουν κρυφά δύο δάκρυα, αντικρίζοντας το όνομά της, ραμμένο στον τάφο της με τα λουλούδια. Ένα πρωί, ό πατέρας της εκάθησε στο νεκροταφείο πολλές ώρες. Ήταν καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας. Τα λουλούδια δροσερά, εσκόρπιζαν ένα λεπτό άρωμα, πού είχε εισχωρήσει στα βάθη της καρδιάς του. Δεν τού έκανε ή καρδιά να φύγει. Επιτέλους, κατέβηκε στήν ακροθαλασσιά. Ή τακτική παρέα τον περίμενε. Ή συζήτησις πάλι, πάνω στο ίδιο θέμα. Επτά προύχοντες τού νησιού.
Δεν βαριέσαι, καημένε παπά-Μιχάλη, έδώ είναι ή κόλασις, έδώ κι ό παράδεισος. Όλα τα άλλα, είναι λόγια». Είπε, ένας από τήν παρέα, απογοητευμένος. Ό παπά-Μιχάλης στενοχωρήθηκε: Μη λες, καπετάνιε μου, τέτοιες κουβέντες. Αλλοίμονο στον κόσμο, άν έχανε κι’ αύτήν τήν ελπίδα. Εγώ τουλάχιστον, αφ’ ότου ή Κωνσταντία μου πέταξε σαν πουλάκι, από αυτόν τον κόσμο, μ’ αύτή τήν ελπίδα ζω, ότι ζει στους Ουρανούς. Είχε τόσο ωραία, τόσο λεπτή ψυχή! Είμαι βέβαιος ότι ό Κύριός μας, της έχει δώσει το έλεος Του. Και τον επήρε, τόση συγκίνηση, πού έβγαλε το μαντήλι κι’ άρχισε να κλαίει. Συνεκινήθησαν κι’ όλοι οι άλλοι. «Συζητούμε απλώς, παπά-Μιχάλη. Μη τα πέρνης καί όλα τοις μετρητοΐς».
Εν τω μεταξύ, έφτασε το μεσημέρι και τράβηξαν όλοι, γιά τα σπίτια τους. Ό παπάς δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του. Επήγε αμέσως και ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του και τον πήρε ένας ύπνος γλυκός και ήρεμος. Τί ευτυχία, πού τον βρήκε! έβλεπε, ότι μαζί με τήν παρέα του ανέβαινε πρός το νεκροταφείο. Όταν ζύγωναν, τούς αφήκε λίγες στιγμές, γιά να πεταχτή επάνω, να ίδή τα λουλούδια και τον τάφο, της αλησμόνητης κόρης του. Μα, ρίγη πέρασαν το κορμί του, όταν ανάμεσα στα λουλούδια τού τάφου της, είδε τήν κόρη του.
Φορούσε ένα ολόασπρο φόρεμα κι’ έλαμπε το πρόσωπό της. Παιδί μου, παιδί μου, είπε με λαχτάρα ό πατέρας της, πώς περνάς;» Εκείνη, χαμογέλασε στοργικά κι’ είπε: «’Ά! σε ευχαριστώ πολύ. Έλαβα και το ψάρι, πού μου έστειλε ό θειος ό Κωστής. Ευχαρίστησε τον εκ μέρους μου». Ό παπάς ευτυχισμένος, πού έβλεπε την κόρη του ευτυχισμένη, ήθελε να τήν δουν και οι άλλοι, πού αποτελούσαν τήν παρέα του. Και τούς εφώναξε: «Ελάτε γρήγορα, να δείτε τήν Κωνσταντία μου, ζει, είναι ευτυχισμένη». Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι και τήν είδαν. Εκείνη, είπε τότε. «Φεύγω, πατέρα μου, είναι ώρα• δεν μπορώ να μείνω περισσότερο». Κι’ αμέσως, άρχισε να εξαϋλώνεται.
Σε λίγες στιγμές χάθηκε. Τήν ίδια στιγμή, ξύπνησε ό πατέρα; γεμάτος ευτυχία, πού είδε τόσο ευτυχισμένη τήν κόρη του. Έντύθηκε βιαστικά κι’ επήγε στου Καπετάν-Κωστή το σπίτι. «Σε καλό σου, παπά, τέτοια ώρα» τού είπε, ό καπετάνιος. Κι’ ό παπάς τον ρώτησε: «Γιά πες μου, βρέ Κωστή, έκανες τίποτα σύ, γιά τήν Κωνσταντία τήν κόρη μου;»
Ό καπετάνιος, τον κοίταξε περίεργα και τού είπε: «Όχι. Δεν θυμούμαι τίποτε. Γιατί, τί τρέχει;» Ό παπάς με βουρκωμένα μάτια τού διηγήθηκε το όνειρο. «Ή Κωνσταντία μου είπε να έρθω να σε ευχαριστήσω γιά το ψάρι, πού της έστειλες». Εκείνος άρχισε να σταυροκοπιέται ανατριχιασμένος. «Ώ! Χρίστε μου! Ώ Παναγία μου! τί θαύμα είναι τούτο;» Τώρα θυμούμαι καλά. Όταν γύρισα στο σπίτι από τήν κηδεία της Κωνσταντίας, εύρήκα ένα τακτικό ψαρά, πού μου έφερνε πάντα ψάρια. Είχε φέρει μιά συναγρίδα μεγάλη. Μα εγώ δεν είχα καμιά όρεξη γιά φαΐ και τού είπα: Δεν θέλω τίποτα, βρέ παιδί μου, σήμερα. Το παλληκάρι κίνησε να φύγει. Μα μετανόησα και τού φώναξα πάλι:Έλα δώ, βρέ παιδί μου. Πόσο κάνει το ψάρι; Μου είπε τήν τιμή και εγώ έβγαλα και το πλήρωσα και τού είπα: Δός το σ’ ένα φτωχό σπίτι, να το φάνε γιά συγχώριο της Κωνσταντίας». Κι’ ό απλοϊκός καπετάνιος, άρχισε πάλι να σταυροκοπιέται και να επαναλαμβάνει: «Ώ Χριστέ μου! Ώ Παναγία μου!»
Έπειτα μαζί και οι δύο, εύρισκαν την παρέα και τούς διηγήθηκαν & το περιστατικό. Έκοιτάχθηκαν, όλοι μεταξύ τους, άνατριχιασμένοι. Ένας από αυτούς, είπε σ’ αυτόν, πού δεν μπορούσε τέλεια, να πιστέψει στήν αθανασία: «Την απάντηση τήν πήρες, από τον ουρανό λες τώρα;» Εκείνος, έσκυψε το κεφάλι κάτω και έκανε το Σταυρό του χωρίς λέξι να ειπεί. Άς κάνωμεν και μείς όλοι το Σταυρό μας, αγαπητοί μου φίλοι, και ας συλλογιστούμε, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαστε διαβάτες. – αληθινή ζωή, αρχίζει από τη στιγμή, πού θά άφήσωμε αύτή τήν πρόσκαιρη. Χαράστον, όποιος άντικρύση τον άληθινό κόσμο και να μπορεί να λάβη το Έλεος τού Θεού. ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
|
|