ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ

 

ΑΝΤΙΟ ΧΑΜΙΝΤ

  

Αντίο Χαμίντ

 

Ο Δημήτρης από μικρός φοβόταν τις ενέσεις. Στο γιατρό που πήγαιναν για τα συνηθισμένα εμβόλια που κάνουν τα παιδιά, ήθελε πάντα να κρατά το χέρι της μητέρας του για να παίρνει κουράγιο και να νιώθει ασφάλεια. Ξαπλωμένος τώρα στο κρεββάτι του νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν για μία ίωση που τον παίδευε, είδε τη νοσοκόμα να τον πλησιάζει με μία ένεση στο χέρι. Έψαξε με τα μάτια τη μητέρα του. Του είχε πει ότι θα πήγαινε στο κυλικείο και ακόμη δεν είχε γυρίσει. Τον έπιασε πανικός. Ήθελε να της κρατήσει το χέρι, όπως έκανε κάθε φορά που ερχόταν η νοσοκόμα με την ένεση και δεν αισθανόταν κανέναν πόνο. Κοίταξε απελπισμένα γύρω του. Στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν ένα αγόρι. Το χέρι του κρεμόταν έξω από το κρεββάτι, και ο Δημήτρης τέντωσε το δικό του και το έπιασε. Το κράτησε σφιχτά μέχρι να τελειώσει η νοσοκόμα με την ένεση και τότε μόνο γύρισε και περιεργάστηκε τον καινούργιο γείτονα. Ήταν πολύ αδύνατος και αν και μελαχρινός, το πρόσωπό του είχε ένα χρώμα κίτρινο, σαν το λεμόνι. Είχε ξυπνήσει και του χαμογελούσε.


Φοβάσαι τις ενέσεις; τον ρώτησε. Εγώ έχω κάνει τόσες πολλές που τις έχω συνηθίσει. Πως σε λένε;
 τον ρώτησε ο Δημήτρης.


Χαμίντ. Είμαι από το Ιράκ, του απάντησε προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτησή του.


Και τι αρρώστεια έχεις;


Δεν ξέρω πως την λένε στα ελληνικά. Την ξέρω μόνο στην γλώσσα μου, αλλά ξέρω ότι είναι βαριά. Μου έχει πειράξει το συκώτι μου για αυτό είμαι έτσι κίτρινος. Ο μπαμπας μου είχε την ίδια αρρώστια.


Εκείνη την ώρα μπήκε η μαμά του Δημήτρη στο δωμάτιο. Ο Χαμίντ ξανάκλεισε τα μάτια του. Η κυρία Μαρία κατάλαβε ότι τα παιδιά γνωρίστηκαν και πήρε το Δημήτρη έξω από τον θάλαμο, στο μικρό σαλόνι του νοσοκομείου.


Ο Χαμίντ είναι πολύ άρρωστος του είπε. Μιλούσα με την μητέρα του σήμερα το πρωί. Μου είπε ότι μπορεί να πεθάνει. Νομίζω πως θα τον βοηθούσε πολύ, αν το θέλεις και εσύ να γίνετε φίλοι.
 
Μέχρι την άλλη μέρα τα δύο αγόρια είχαν γίνει κιόλας φίλοι. Όμως η υγεία του Χαμίντ όλο και χειροτέρευε. Εκείνο το πρωινό ο Δημήτρης καθόνταν στο κρεββάτι του Χαμίντ και μιλούσαν.


Τέλειωσα με τις ενέσεις του είπε: Ξέρω ότι είναι χαζό για ένα αγόρι στην ηλικία μου να τις φοβάται, όμως δεν μπορώ να το ξεπεράσω.


Οι ενέσεις δεν είναι τίποτα, του απάντησε ο Χαμίντ, με σβησμένη φωνή από την εξάντληση. Εγώ φοβάμαι πιο σοβαρά πράγματα. Φοβάμαι το θάνατο. Πριν τρία χρόνια πέθανε ο πατέρας μου στη Βασόρα που μέναμε και δεν θα ξεχάσω ποτέ την μορφή του. Ξέρεις νομίζω πως κι εμένα θα μου συμβεί το ίδιο.


Ο Δημήτρης θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του. Θυμήθηκε ακόμη τα λόγια της δασκάλας του στο κατηχητικό που είχε πει μία μέρα. Ο θάνατος είναι το πέρασμα από τη μία ζωή στην άλλη. Από την προσωρινή στην αιώνια και την αληθινή. Μα το πιο ευχάριστο είναι ότι όσοι πίστεψαν στον Ιησού Χριστό, όσοι αναγνώρισαν ότι πέθανε από αγάπη για αυτούς επάνω στον σταυρό, στην άλλη ζωή θα ζήσουν για πάντα μαζί Του σε έναν κόσμο με τόση ομορφιά, που δεν την βάζει ο νους του ανθρώπου.


Ο Δημήτρης επανέλαβε αυτά τα λόγια στον Χαμίντ και όσα ακόμη θυμόνταν από την Αγία γραφή που διάβαζε από μικρός με την μητέρα του.


Ο Χαμίντ τον άκουγε προσεκτικά. Τότε ο Δημήτρης πήρε την Καινή Διαθήκη και διάβασε:
[Η σωτήρια επέμβαση του Θεού απευθύνεται,διά μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό,σε όλους τους ανθρώπους και ο Θεός σώζει όλους όσους πιστεύουν, χωρίς να κάνει διάκριση Ιουδαίων και Εθνικών (Ρωμ.Γ:22).


Ο Χριστός αγαπά και υπόσχεται πως θα σώσει όλους τους ανθρώπους του είπε, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Αρκεί να πιστέψουν με την καρδιά τους σε Αυτόν. Δέχτηκε τον ληστή που είχαν σταυρώσει δίπλα Του και δεν θα δεχτεί εσένα; Έλα να του μιλήσουμε να προσευχηθούμε σε Αυτόν και να είσαι σίγουρος πως αμέσως θα σε δεχτεί.


Η νοσοκόμα που μπήκε σε λίγη ώρα στο θάλαμο να μοιράσει τα φάρμακα των παιδιών αντίκρυσε ένα παιδί γονατισμένο πλάι στο κρεββάτι του Χαμίντ να προσεύχεται χαμηλόφωνα και το αγοράκι από το Ιράκ με κλειστά τα μάτια και ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χλωμά του χείλη.


Πλησίασε αργά και κτύπησε μαλακά τον Δημήτρη στην πλάτη. Πρέπει να φύγεις τώρα, του είπε. Σε λίγο θα έρθουν οι γιατροί. Ο φίλος σου δεν υποφέρει πιά. Έφυγε για τη χώρα που του περιέγραψες για να συναντήσει τον Ιησού που μόλις γνώρισε.


Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Δημήτρη. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δεν θα κλάψει, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του πίστεψε στον Χριστό, έγινε ένα πραγματικό παιδί του Θεού και έφυγε ευτυχισμένος. Έσκυψε μόνο κοντά στο αυτί του μικρού Ιρακινού, του έδωσε ένα φιλί στο

μάγουλο και του ψιθύρισε: Αντίο Χαμίντ!