ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ |
|
ΑΓΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΚΑΡΒΕΛΙ ΨΩΜΙ |
Ένα ζεστό καρβέλι ψωμί Aπό το βιβλίο της ’ννας Ιακώβου, "Όταν γελάει ο Ουρανός", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ’θως Παιδικά
Σε ένα από τα ΅εγάλα ΅οναστήρια στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν φύγει για την έρη΅ο, ο άγιος Ονούφριος. Νεογέννητο ΅ωρό ήταν, όταν τον έφερε και τον άφησε στο ΅οναστήρι ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Περσίας, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη. Μέχρι ο ΅ικρός Ονούφριος να γίνει τριών χρονών ερχότανε στο ΅οναστήρι κάθε ΅έρα ΅ιαν ελαφίνα και τον θήλαζε. Ζούσε σαν ΅οναχός κι εκείνος ανά΅εσα στους ΅οναχούς, ακολουθώντας τις νηστείες και ΅ετέχοντας στη λειτουργική ζωή ΅ε προθυ΅ία. Μέσα από τα παιδικά του ΅άτια τα έβλεπε όλα ετούτα σαν να ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι. Οι πατέρες του ΅οναστηριού τον αγαπούσαν πολύ και ο ηγού΅ενος είχε δώσει εντολή στον τραπεζάρη να του δίνει φαγητό, όποτε ο ΅ικρός Ονούφριος του ζητούσε, γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει ένα παιδί όταν βρίσκεται στην ανάπτυξη. Έχοντας ετούτο το προνό΅ιο ο ΅ικρός Ονούφριος πήγαινε ΅ε θάρρος και ζητούσε από τον τραπεζάρη, τον πατέρα Ευλόγιο, φαγητό. Κι έπαιρνε άλλες φορές φρούτα, άλλοτε ελιές, συχνά ψω΅ί και πότε-πότε ΅έλι, που του άρεσε ιδιαίτερα. Κάποια ό΅ως στιγ΅ή ετούτη η επίσκεψη στην κουζίνα άρχισε να γίνεται όλο και πιο συχνή, πράγ΅α που έκανε εντύπωση στον τραπεζάρη. Κάποιο ζώο θα ταΐζει ο Ονούφριος, σκέφτηκε κι αποφάσισε να τον πάρει στο κατόπι να δει τι κάνει το ψω΅ί που παίρνει. Έτσι λοιπόν ΅ια ΅έρα, όταν ο ΅ικρός Ονούφριος βγήκε από την κουζίνα κρατώντας το ψω΅ί του, ο πατήρ Ευλόγιος τον ακολούθησε. Με έκπληξη τότε τον είδε να ΅παίνει ΅έσα στον ναό και να κλείνει πίσω του την πόρτα. Αθόρυβα και γρήγορα ο καλόγερος σκαρφάλωσε πάνω σ ένα τοιχάκι και από το πλαϊνό παράθυρο κοίταξε ΅έσα στην εκκλησιά. Βλέπει τότε τον Ονούφριο να πλησιάζει στο τέ΅πλο, να στέκεται ΅προς στην εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας και απλώνοντας ανοιχτά την παλά΅η του ΅ε το ψω΅ί να λέει στον ΅ικρό Χριστό: Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, μιας και δεν σου δίνει κανείς να φας. Τότε ο ΅ικρός Χριστός άπλωσε το χεράκι Του, πήρε την φέτα του ψω΅ιού και, όπως το ΅άζεψε ξανά, εκείνη εξαφανίστηκε ΅έσα στην εικόνα. Όταν τα είδε αυτά ο πατήρ Ευλόγιος σάστισε. Σαν τρελός πήγε τρέχοντας στον ηγού΅ενο και του τα διηγήθηκε όλα ΅ε κάθε λεπτο΅έρεια. ’κουσε καλά τι θα κάνεις, του είπε χα΅ογελώντας ο ηγού΅ενος. Δεν θα του ξαναδώσεις ψω΅ί. Κι αν εκείνος σε παρακαλέσει, τότε να του πεις να πάει να ζητήσει ψω΅ί από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζε. Την άλλη ΅έρα, όταν στάθηκε ο Ονούφριος ΅προς στον τραπεζάρη για να του ζητήσει λίγο ψω΅ί, η απάντηση τον έκα΅ε να σκύψει λυπη΅ένος το κεφάλι του. Δεν σου δίνω, του είπε ο πατήρ Ευλόγιος. Αν θες ψω΅ί να πας να ζητήσεις από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζες. Πέρασαν έτσι δυο-τρεις ΅έρες κι αφού ο Ονούφριος είδε πως δεν του έδιναν πια ψω΅ί, πήγε στην εκκλησιά και στάθηκε λυπη΅ένος ΅προς στην εικόνα της Παναγιάς. Με θλίψη τότε λέει στον ΅ικρό Χριστό που κρατούσε στην αγκαλιά της. Μέρες τώρα πάω να γυρέψω ψω΅ί στον τραπεζάρη κι εκείνος δεν ΅ου δίνει. Μου λέει ΅άλιστα να πάω να ζητήσω ψω΅ί από Εκείνον, που τόσον καιρό τώρα τάιζα. Γι αυτό κι εγώ ήλθα... Σαν τέλειωσε το παράπονό του, βλέπει τον ΅ικρό Χριστό ν απλώνει το χεράκι Του και να του δίνει ένα ΅εγάλο και ζεστό καρβέλι ψω΅ί. Το χεράκι του Χριστού βγήκε από την εικόνα κι απόθεσε το ψω΅ί στα χέρια του παιδιού. Ο πατήρ Ευλόγιος, ο τραπεζάρης, που κατά την εντολή του γέροντα παρακολουθούσε κατά πόδας τον ΅ικρό Ονούφριο και είχε γίνει η σκιά του, είδε τα όσα έγιναν σκαρφαλω΅ένος πάνω στο πλαϊνό παράθυρο της εκκλησιάς και λίγο έλειψε να πέσει λιπόθυ΅ος καταγής. Ο Ονούφριος πήρε το ψω΅ί γε΅άτος χαρά στην αγκαλιά του. Το καρβέλι ήταν πολύ ΅εγάλο και ΅ε δυσκολία το σήκωνε. Μοσχο΅ύριζε ΅άλιστα τόσο ωραία, που η ΅υρωδιά του σκορπίστηκε σε όλο το ΅οναστήρι κι έκα΅ε τους πατέρες να βγουν από τα κελιά τους και να αναζητήσουν από πού έρχεται αυτή η ωραία ΅υρωδιά του φρεσκοψη΅ένου ψω΅ιού. Με έκπληξη είδανε τότε τον Ονούφριο να βγαίνει από την εκκλησία κρατώντας το μεγάλο καρβέλι. Και προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος πάνω στα ΅ικρά του χέρια. Α΅έσως δυο ΅οναχοί έτρεξαν και τον βοήθησαν να το φέρει στην τράπεζα. Για ΅έρες πολλές ολόκληρη η αδελφότητα έτρωγε και χόρταινε απ το ευλογη΅ένο εκείνο ψω΅ί. Για τον ΅ικρό Ονούφριο ήτανε σίγουρα ΅ια πρόγευση του άρτου, που ο Χριστός θα τον έτρεφε στην έρη΅ο, όταν σαν ερη΅ίτης θα ζούσε εκεί για εξήντα ολόκληρα χρόνια.
|