Ανήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ὁ Γιάννης, φοιτητὴς τοῦ
Πολυτεχνείου, ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ μεγάλη
λαμπάδα. Θὰ τὴν ἄναβε ἐκεῖ, στό μανουάλι, δίπλα ἀπὸ τὴν
εἰκόνα τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγίου. Τὸ εἶχε τάμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος
γι’ ἀκόμη μιὰ φορὰ εἶχε φανερώσει τὴν ταχεία ἀντίληψή του,
τὴν ὁποία δείχνει σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη…
Ὅλη ἡ οἰκογένεια εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καὶ τιμοῦσε ἰδιαιτέρως
τὸν Ἅγιο. Δὲν ἦταν ἐξάλλου λίγες οἱ φορὲς ποὺ τὸν εἶχαν
ἐπικαλεσθεῖ στὸ παρελθόν, ἰδίως ὅταν συνέβαινε νὰ ψάχνουν
κάτι καὶ δὲν τὸ ἔβρισκαν, χαμένο ἢ ξεχασμένο ἀπὸ καιρό. Ἔτσι
τὸ ἤξεραν: Ὁ ἅγιος Μηνᾶς τρέχει καὶ ἀποκαλύπτει τὰ χαμένα,
τὰ ξεχασμένα. Ἀρκεῖ νὰ τὸν φωνάξεις.
Ἔτσι ἔκανε ὁ Γιάννης κι αὐτὴ τὴ φορὰ ποὺ βρέθηκε σὲ ἀνάγκη.
Κι ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἄκουσε καὶ ἔτρεξε στὸ λεπτὸ καὶ ἔδωσε λύση
θαυμαστὴ στὴ δύσκολη περίσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει
ξαφνικὰ ὁ φοιτητής…
Ἦταν νωρὶς τὸ ἀπόγευμα καὶ ὁ Γιάννης γυρνοῦσε μὲ τὸ
λεωφορεῖο ἀπὸ τὸ Πολυτεχνεῖο στὸ σπίτι. Ἄλλη μιὰ μέρα
κουραστική, μὲ συνεχεῖς παρακολουθήσεις ἀπὸ τὸ πρωί. Κόπος,
ἔνταση, ὀρθοστασία στὰ ἐργαστήρια, διανοητικὴ ἐργασία
ἐπίπονη. Καὶ τώρα, μέσα στὸ λεωφορεῖο, ἄλλη ταλαιπωρία.
Ὀρθοστασία, συνωστισμός, αὐξημένη κίνηση στοὺς δρόμους,
ζέστη· κάποτε καὶ κάποια παρεξήγηση λίγο πιὸ πέρα,
διαπληκτισμός…
–Θεέ μου, πότε θὰ φτάσουμε στὸ σπίτι, νὰ ἡσυχάσουμε λίγο!
Στὴν ἑπόμενη στάση κατέβηκαν κάπως περισσότεροι. Μικρὴ
ἀνακούφιση στοὺς ὑπολοίπους. Καὶ μόλις ἔκλεισαν οἱ πόρτες, ἡ
φωνὴ ἀπὸ μπροστά:
–Παρακαλῶ, τὰ εἰσιτήριά σας.
Ἄρχισε ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἐλεγκτὴς φαινόταν ἐκνευρισμένος.
–Τὸ πάσο σας νὰ δῶ. Κοφτός, μὲ ἔνταση φωνῆς. Καὶ προχωρεῖτε
μπροστά, προχωρεῖτε μπροστά!
Πλησίαζε τώρα στὸ Γιάννη. Μὲ ἤρεμη κίνηση ἐκεῖνος ἔβαλε τὸ
χέρι του στὴν ἐσωτερικὴ τσέπη τοῦ μπουφὰν γιὰ νὰ ἀνασύρει τὸ
πάσο του (τὴ φοιτητική του ταυτότητα). Ἀλλά… κεραυνός! Τώρα
τὸ θυμήθηκε. Τὸ πρωὶ ποὺ ἄλλαξε ἐπανωφόρι δὲν μετέφερε καὶ
τὸ πάσο του. Ὤχ, Θεέ μου! Τί θὰ κάνει τώρα; Ὁ ἐλεγκτὴς
πλησίαζε κοφτός, ἀπαιτητικός. Δὲν ἦταν τόσο τὸ πρόστιμο, ὅσο
ἡ ντροπή, ὁ ἐξευτελισμὸς μπροστὰ στὸν κόσμο. Κι ἦταν τόσο
κουρασμένος… Ὤχ, Θεέ μου!
Θυμήθηκε. «Ἅγιε Μηνᾶ, τρέξε. Τρέξε, ἅγιέ μου. Τὸ ξέχασα
σπίτι τὸ πάσο. Τρέξε, ἅγιε μου Μηνᾶ!».
Ἔφτασε μπροστά του ὁ ἐλεγκτής.
–Τὸ εἰσιτήριό σας, ἀπευθύνθηκε στὸ διπλανό του. Καὶ
παίρνοντάς το στὸ χέρι του, προτοῦ τὸ ἐλέγξει, σηκώνει μιὰ
ἰδέα τὰ μάτια πάνω ἀπ’ τὰ γυαλιά του. Τοῦ φάνηκε πολὺς ὁ
κόσμος ἐκεῖ πίσω.
–Καλά, δὲν σᾶς εἶπα, προχωρᾶτε μπροστά; Δὲν καταλαβαίνετε;
ἔβαλε τὶς φωνές.
Καὶ τότε, ἴσως ἀσυναίσθητα κι ὁ ἴδιος, ἁπλώνει τὸ χέρι του
καὶ δίνει μιὰ γερὴ σπρωξιὰ στὸ Γιάννη πρὸς τὰ ἐμπρός.
Λίγο ἔλειψε νὰ πέσει ὁ φοιτητὴς πάνω σ’ ἕναν ἡλικιωμένο
κύριο.
–Σᾶς παρακαλοῦμε, κύριε. Πῶς μᾶς μεταχειρίζεσθε ἔτσι;
διαμαρτυρήθηκε ἐκεῖνος.
Ὁ Γιάννης μιλιά.
–Δὲν θὰ ἀνοίξουμε συζήτηση, κύριε.
–Παρακαλῶ, τὰ εἰσιτήριά σας, συνέχισε παρακάτω.
–Τί ἀγενὴς ποὺ εἶναι, ἀπευθύνθηκε τώρα ὁ ἡλικιωμένος κύριος
στὸ φοιτητή.
–Ἔ, καλά, δὲν πειράζει, ἀντέτεινε ἐκεῖνος, κι ἕνα χαμόγελο
ζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπό του. «Ὢ ἅγιε», εἶπε μέσα του, «τί
τρόπους ἔχεις γιὰ νὰ μᾶς γλυτώνεις!»…
Καὶ
τώρα
ὁ
Γιάννης,
ὁ
φοιτητὴς
τοῦ
Πολυτεχνείου
μὲ
τὴν
εὐλάβεια
στὸν
ἅγιο
Μηνᾶ,
ἀνήμερα
τῆς
γιορτῆς
του,
11
Νοεμβρίου,
ἔφερνε
στὴν
ἐκκλησία
μιὰ
μεγάλη
λαμπάδα
γιὰ
νὰ
τὴν
ἀνάψει
ἐκεῖ,
στὸ
μανουάλι,
δίπλα
στὴν
εἰκόνα
τοῦ
μεγαλομάρτυρος
θαυματουργοῦ.
https://agiostherapon.blogspot.com