ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
 

ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ 

 

Εισαγωγή

 

Η ρωμαιοκαθολική θεολογία επηρεασμένη από τον Σχολαστικισμό, διέκρινε τη θεία αποκάλυψη σε φυσική και υπερφυσική, θεωρώντας τη φυσική αποκάλυψη αυτόνομη και ατελή, ως το προστάδιο για την ιστορική ή υπερφυσική αποκάλυψη.
 

 

Πηγές της θείας αποκαλύψεως
 

Στον Δ' Όρο της Δογματικής διατάξεως Ι της Συνόδου του Τριδέντου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καθορίζεται δογματικά, ότι η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση αποτελούν τις δύο ισότιμες και ισόκυρες πηγές της θείας αποκαλύψεως. Η παραδοχή της Ιεράς Παραδόσεως από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι θεωρητική ή τουλάχιστον ιδιόρρυθμη . Έτσι μόνο μπορούν να ερμηνευτούν οι νεωτερισμοί στην πίστη, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας . Στην πράξη επομένως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία νόθευσε την Ιερή Παράδοση, έτσι ώστε να εξυπηρετεί την εισαγωγή και ανακήρυξη νέων δογμάτων, που δεν έχουν καμία αναφορά στην πίστη και της ζωή της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας. Σ' αυτό συνέβαλε αποφασιστικά από τη μία ο συγκεντρωτικός και ιεροκρατικός χαρακτήρας της Εκκλησίας αυτής που οφείλεται στο παπικό πρωτείο και στο αλάθητο του πάπα.

Η Ιερή Παράδοση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αυτονομήθηκε από την Αγία Γραφή και έγινε όργανο της παπικής εξουσίας. Είναι ενδεικτική η απάντηση του πάπα Πίου Θ', "η παράδοση είμαι εγώ", όταν του έγινε η παρατήρηση μετά την Α' Σύνοδο του Βατικανού (1870), ότι η Παράδοση της Εκκλησίας δε μας πληροφορεί τίποτε για το αλάθητο του πάπα.

Ακόμη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τονίζεται ότι για να διατηρηθεί πάντοτε ακέραιο και ζωντανό το Ευαγγέλιο στην Εκκλησία, οι απόστολοι άφησαν ως διαδόχους τους τους επισκόπους, στους οποίους έδωσαν την εξουσία να διδάσκουν στη θέση τους. Στο σημείο αυτό αποσιωπάται ο ρόλος του αγίου Πνεύματος ως εγγυητού της ορθότητας της διδασκαλίας των επισκόπων στην Εκκλησία. Είναι λοιπόν φανερό ότι δίδεται έμφαση στο θεσμό και όχι στο χαρισματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας και τη χαρισματική παρουσία του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.


 

Ερμηνευτής της θείας αποκαλύψεως

 

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχονταν ορθόδοξη διδασκαλία της αρχαίας Εκκλησίας μέχρι την πρώτη σύνοδο του Βατικανού (1870). Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής ο φύλακας, κριτής και ερμηνευτής της θείας αποκαλύψεως είναι ο αλάθητος πάπας. Η απόφαση αυτή αποτελεί κορυφαία έξαρση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αντικατάστησε την όλη Εκκλησιά με το παπικό θεσμό.
 

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

«Δυτική θεολογία και πνευματικότητα» Τσελεγγίδη Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1988.