ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ |
Ο ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ |
Στὶς Φώκιες
τῆς Μικρασίας πρωτοεῖδε τὸν ἥλιο ὁ γέρων
Γελάσιος. Γεννήθηκε τὸ 1902, καὶ μέχρι τὸν φρικτὸ
διωγμὸ τοῦ 1922 γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα καὶ
τὶς παραδόσεις τῆς μικρασιατικῆς εὐσέβειας.
Μικρὸς πήγαινε
στὰ ἐξωκλήσια τῶν νησιῶν ποὺ ἦταν
μπροστὰ στὸ λιμάνι, κι ὅταν γύριζε ρωτοῦσε τὴ
μητέρα του:
- Μάνα, ποιὰ
εἶναι ἡ γυναίκα ποῦ κρατάει τὸ παιδὶ στὴν
ἀγκαλιὰ τῆς μέσα στὴν ἐκκλησία;
- Ἡ κυρὰ
Παναγιά, ἀπαντοῦσε ἐκείνη γλυκά, μὲ τὸν
ἀφέντη τὸν Χριστό.
Ἀπὸ
μικρὸς ὁ γέροντας ἔβλεπε χειροπιαστὴ στὴ
ζωὴ τοῦ τὴν προστασία τῆς Παναγίας καὶ
τὴν καθοδήγησή της. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν κατατάσσεται
ἐθελοντὴς στὸν συμμαχικὸ στρατό, φλεγόμενος ἀπὸ
ζῆλο γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε σ᾿ ἕνα
ναυάγιο στὴ Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ
τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀφοῦ
πάλεψε τρία μερόνυχτα στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Στὴ Μυτιλήνη,
ὅπου ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὴ μικρασιατικὴ
καταστροφή, εἶχε παρηγοριὰ τοῦ τὴν Παναγία τῆς
Ἁγιάσου. Τὰ τάματα ποὺ τῆς εἶχε κάνει σὰν
ψαρὰς καὶ ναυτικός, τὰ ξεπλήρωσε ἀργότερα σὰν
μοναχός, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν εὐχαριστία καὶ
εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ βοήθειά της.
Τὸ 1928,
διηγεῖται ὁ ἴδιος, ταξίδευα μὲ τὸ καΐκι μας
ἔξω ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὁ καιρὸς
ἦταν καλὸς καὶ τὸ καΐκι ἔτρεχε μὲ 8
μίλια.
- Βρὲ Ἀντώνη,
εἶπα στὸν ἀδελφό μου, ἐπιθυμῶ νὰ
προσκυνήσουμε τὴν Παναγία.
Ἐκεῖνος
ὅμως ἀρνήθηκε:
- Τέτοιον καιρὸ
δὲν θὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἐμεῖς τὸ
πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸν Πειραιά.
Τί νὰ ἔλεγα;
Ὁ Ἀντώνης ἦταν μεγαλύτερος. Ἔκανα λοιπὸν βόλτες
στὸ κατάστρωμα, μέχρι ποὺ πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στὸ
λιμάνι. Τότε ξαφνικὰ κόπηκε ὁ ἀέρας. Ἡ θάλασσα
ἔγινε λάδι γύρω ἀπ᾿ τὸ καΐκι. Κρέμασαν τὰ
πανιά. Τί παράξενο ὅμως! Ἡ μπουνάτσα ἔγινε μόνο γιά μας.
Πιὸ πέρα ὁ ἀέρας βούιζε. Ἦταν, φαίνεται,
ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει
τὴν ἐπιθυμία μου.
- Ἄντε, νὰ
γίνει τὸ χούι σου, εἶπε ὁ Ἀντώνης.
Ἦταν Πάσχα. Βγήκαμε
καὶ προσκυνήσαμε. Ἐκεῖ ἄκουσα γιὰ πρώτη
φορὰ τὸ «Ὁ ἄγγελος ἔβοα».
Ἀργότερα ἡ
Παναγία κάλεσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν π. Γελάσιο
ἀπὸ τὸ καΐκι τοῦ στὸ περιβόλι της.
Μία νύχτα στὸν
ὕπνο μου, διηγεῖται ὁ γέροντας, μοῦ φάνηκε πὼς
ἦταν πολὺς λαὸς συγκεντρωμένος γιὰ νὰ
ὑποδεχθεῖ τὴ βασίλισσα. Ἀπὸ μακριὰ
φάνηκαν «τ᾿ ἀλόγατα» ποὺ τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσὴ
ἅμαξα. Πάνω τῆς καθόταν ἡ βασίλισσα μὲ πλῆθος
δορυφόρων καὶ ἀξιωματικῶν. Ξαφνικὰ κάποιος μὲ
ἅρπαξε καὶ μὲ ἀνέβασε στὴν ἅμαξα,
στὸ πίσω μέρος. Σὲ λίγο φθάσαμε σ᾿ ἕνα κάστρο
μὲ πύργους καὶ λαμπρὸ παλάτι. Ἐκεῖ ἡ
βασίλισσα κατέβηκε. Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ τὴ δῶ
καθαρά. Πρόσεξα μόνο τὸ ἕνα μέρος τοῦ προσώπου της,
καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες τοῦ παλατιοῦ.
Ξύπνησα! Βγῆκα
ἔξω καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο, ὅπου
ἦταν καὶ ἄλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στὸ Πασαλιμάνι
μὲ τὸ καΐκι μου φορτωμένο. Ὁ νοῦς μου ὅμως
εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασίλισσας.
Ἀργότερα συνάντησα κάποιον Ἁγιαννανίτη μοναχό. Τοῦ
διηγήθηκα τ᾿ ὄνειρό μου κι ἐκεῖνος μοῦ
ἐξήγησε πὼς μὲ καλεῖ ἡ Παναγία στὸ
Ἅγιον Ὅρος νὰ γίνω πιστός της ἀκόλουθος.
Ἡ καρδιά μου
γιὰ λίγο διχάστηκε. Νίκησε ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς
βασίλισσας. Τὴν ἴδια μέρα ἐγκατέλειψα κι ἐγώ,
σὰν τοὺς Ἀποστόλους, πλοῖο φορτωμένο, ἀδελφό,
γονεῖς, καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸν Ἄθωνα. Τὸ
τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ μονὴ Γρηγορίου.
Μπῆκα στὸ καθολικὸ νὰ προσκυνήσω. Τὴν ὥρα
ἐκείνη ψαλλόταν ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεομητορικὴ
εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισα τὴ βασίλισσα τοῦ
ὀνείρου μου! Ἔσπευσα νὰ τὴν ἀσπασθῶ,
ὅποτε ὁ διάκο-Θεόδωρος, ποὺ στεκόταν ἐκεῖ,
μοῦ εἶπε:
- Χάθηκαν οἱ
εἰκόνες τῆς Παναγίας, παιδί μου, καὶ ἦρθες στὸ
τέμπλο νὰ προσκυνήσεις;
Ἀλλά, βέβαια,
ποὺ νὰ ἤξερε τὴ δική μου καρδιά...».
|